Απάντηση στις συκοφαντίες τού Νεοπαγανισμού |
Λόγοι άρνησης Ελληνικότητας Ρωμαίων και Χριστιανών * Τα ονόματα Έλλην, Ρωμαίος, Γραικός στην Τουρκοκρατία: 15ος έως αρχές 19ου αιώνα * Η χρήση τής λέξης: "Έλληνας" * Η έννοια τής λέξης: "Έλληνας" στους αιώνες * Εύχεσθαι υπέρ τών Ελλήνων * Η θρησκευτική έννοια τού όρου: "Έλληνας" στην αρχαιότητα
Μέρος 1ο Ρωμιοί, Γραικοί, Έλληνες Από την αρχαία Ελλάδα στο Βυζάντιο Γιώργος Καραμπελιάς
Πηγή: Του Γιώργου Καραμπελιά, απόσπασμα από το βιβλίο του "1204, H διαμόρφωση του νεώτερου Ελληνισμού". Αναδημοσίευση από: https://ardin-rixi.gr |
Μετά τη δημιουργία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζαντίου) ο παλιός ελληνικός κόσμος δεν εξαφανίστηκε τόσο εύκολα: Μέχρι τους μεσοβυζαντινούς ή ακόμα και τους υστεροβυζαντινούς χρόνους, μαρτυρείται η επιβίωση των αρχαίων παραδόσεων, ακόμα και της αρχαίας θρησκείας ή των υπολειμμάτων της, γεγονός που εξηγεί εν μέρει την εμμονή των χριστιανικών πηγών και της κρατικής ιεραρχίας στην αποφυγή της προσωνυμίας «Έλλην»[1]. Ιδιαίτερα στην ελλαδική «επαρχία», την Αθήνα και την Πελοπόννησο –κατ’ εξοχήν στις πιο απομονωμένες περιοχές, όπως στην Αρκαδία και τη Μάνη– ο λαός διατηρούσε τις αρχαίες παραδόσεις, όπως καταδεικνύεται από πάμπολλα συγκλίνοντα και διασταυρούμενα στοιχεία. Στην ίδια την Αθήνα, επίκεντρο του αρχαίου ελληνικού κόσμου, η σύγκρουση του παγανισμού με τον χριστιανισμό θα συνεχίζεται μέχρι τον 6ο αιώνα, όταν θα κλείσουν οριστικά οι σχολές φιλοσοφίας, στις οποίες είχαν ήδη θητεύσει ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός κ.ά· ιδιαίτερα η νεοπλατωνική Ακαδημία γνώρισε μια νέα ύστατη άνθηση κατά τον 5ο αιώνα, κάτω από την ώθηση του Πρόκλου (430-482). Η επιλογή των καθηγητών ή των σχολαρχών των αθηναϊκών σχολών αποτελούσε ένα ζήτημα πανεθνικής σημασίας και εμβέλειας, όπως αναφέρει ο Ευνάπιος, τουλάχιστον στα τέλη του 4ου και τις αρχές του 5ου αιώνα[2]. Οι σχολές έκλεισαν οριστικά κατά τα τέλη του 6ου αιώνα, αφού πρώτα ο Ιουστινιανός αφαίρεσε τη δημόσια χρηματοδότηση, μισθοδοσία και περιουσία των σχολών και εν τέλει απαγόρευσε τη διδασκαλία σε «όσους συμμερίζονται τα ανόσια παραληρήματα των Ελλήνων»[3]. Μάλιστα, προς στιγμήν, σύμφωνα με τον ιστορικό Αγαθία, επτά από τους σημαντικότερους παγανιστές φιλοσόφους, όπως ο μαθητής του Πρόκλου, τελευταίος σχολάρχης της νεοπλατωνικής Ακαδημίας, Δαμάσκιος Δαμασκηνός (θανών το 535), και οι μαθητές του Σιμπλίκιος και Πρισκιανός, κατέφυγαν στην αυλή του Πέρση βασιλιά Χοσρόη, αλλά επέστρεψαν μετά από ένα χρόνο[4]. Όσο για την παγανιστική λατρεία, γνωρίζουμε από τον Ζώσιμο, τον παγανιστή ιστορικό που γράφει στις αρχές του 6ου αιώνα, πως, κατά τα τέλη του 4ου αιώνα καθώς και κατά τον 5ο, συνεχίζονταν οι λατρευτικές πράξεις και οι θυσίες ζώων, και οι Βυζαντινοί αξιωματούχοι έδειχναν μια σχετική ανοχή σε αυτές, παρά τις κρατικές απαγορεύσεις[5]. Ο δε μαθητής του Πρόκλου, Μαρίνος, κατά τον 5ο αιώνα, αναφέρει ακόμα και θυσίες ταύρων και αιγών[6], πάντα στην Αθήνα. Παρ’ όλο που από τη βασιλεία του Ιουστινιανού επιτείνονται οι διώξεις κατά των εθνικών, καθώς –προπαντός– και κατά των πάσης φύσεως αιρέσεων[7], φαίνεται πως όχι μόνο συνέχισαν να επιβιώνουν θύλακες εθνικών, αλλά, κυρίως, πολλές από τις παραδόσεις και τις πρακτικές τους είτε συνεχίζονταν αυτούσιες, είτε είχαν διεισδύσει στην ίδια τη χριστιανική λαϊκή θρησκευτικότητα. Ορισμένοι απαγορευτικοί κανόνες της «Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου» του 691/692 μας προσφέρουν σοβαρές ενδείξεις: Με τον 51ο κανόνα απαγορεύονται οι «μίμοι. Τα τούτων θέατρα [ ] και αι επί σκηνής ορχήσεις». Ο κανόνας 57 ορίζει ότι δεν πρέπει να προσφέρεται μέλι και γάλα κατά τη θεία Ευχαριστία («ου χρη εν τοις θυσιαστηρίοις μέλι και γάλα προσφέρεσθαι»). Ο κανόνας 62 απαγορεύει τις εορτές προς τιμήν του Πανός, τα Βοτά (τη γιορτή του Διονύσου) και την επίκληση του ονόματός τους κατά τη διάρκεια του τρύγου και το πάτημα των σταφυλιών «εν τοις ληνοίς», τη χρήση κωμικών προσωπείων και τις ανάλογες μουσικές. Ο 71ος κανόνας απαγορεύει στους σπουδαστές της νομικής να φορούν προχριστιανικά ενδύματα και να επιμένουν στα αρχαία ήθη («τους διδασκομένους τους πολιτικούς νόμους μη δείν τοις ελληνικοίς έθεσι κεχρήσθαι [ ] ή παρά την κοινήν χρήσιν στολάς εαυτοίς περιτιθέναι» κ.λπ. Οι συνήθειες αυτές επιβίωναν για πολλούς αιώνες και, όπως παρατηρεί ο Δ. Κωνσταντέλος, στο «Μαρτύριον τού αγίου Δασίου», που γράφτηκε κατά τον 11ο αιώνα, καταδικάζονται τα άσεμνα και αθέσμια παίγνια, τα μυσαρά είδωλα και όλα όσα διαδραματίζονται κατά την εορτή των αρχαίων Κρονίων. Σύμφωνα με τον βιογράφο του οσίου Δασίου, διατηρούνται σχεδόν αναλλοίωτες οι γιορτές στις Καλένδες του Ιανουαρίου, όταν οι εορτάζοντες μεταμφιέζονται, συμμετέχουν σε ανόσιες πομπές και παίρνουν τη μορφή του διαβόλου, φορώντας δέρματα τράγων και απεμπολώντας έτσι τη χριστιανική τους ταυτότητα: Αύτη η μυσαρά παράδοσις και μέχρις ημών τών εσχάτων περιελθούσα αθλιωτέρως παραφυλάττεται. [ ] Εν γαρ τη ημέρα τών καλανδών Ιανουαρίων μάταιοι άνθρωποι τω έθει τών Ελλήνων εξακολουθούντες χριστιανοί ονομαζόμενοι μετά παμμεγέθους πομπής προέρχονται, εναλλάττοντες την εαυτών φύσιν, και τον τρόπον και την μορφήν τού διαβόλου ενδύονται. Αιγείοις δέρμασι περιβεβλημένοι, το πρόσωπον ενηλλαγμένοι αποβάλλουσιν εν ω ανεγεννήθησαν αγαθώ και διακατέχουσιν εν ω εγεννήθησαν κακώ[8]. Τα «Κρόνια», που ήταν αρχαία εορτή προς τιμήν της χρυσής εποχής του Κρόνου, τα οποία συνδέθηκαν μετέπειτα με το φαγοπότι, την ελευθερογαμία και οργιαστικές συμπεριφορές, φαίνεται πως επιβίωναν ακόμα και τον 12ο αιώνα. Στον αρχόμενο 13ο αιώνα, ο Νικήτας Χωνιάτης (1155-1217), αναφερόμενος στις ερωτικές περιπέτειες του Ανδρονίκου Κομνηνού, υποστηρίζει πως, κατά τη διάρκεια των Κρονίων, δεν δίσταζε να διαπράττει ανάρμοστες πράξεις με ενδεκάχρονη συγγενή του: «ουκ ησχύνετο Κρονίων απόζων ανεψιού γυναικί μιλτοπαρνίω και τρυφερά και μήπω το ενδέκατον έτος, αθεμίτως συγκατακρίνεσθαι…»[9]. Είναι γνωστή, και έχει προκαλέσει πάμπολλες συζητήσεις και διχογνωμίες, η αναφορά του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου (905-959) σε κατοίκους της Μάνης οι οποίοι συνέχιζαν να αποκαλούνται «Έλληνες» από τους ντόπιους, διότι τα παλαιότερα χρόνια προσκυνούσαν τα είδωλα («μέχρι τού νυν παρά τών εντοπίων Έλληνες προσαγορεύονται δια το εν τοις προπαλαιοίς χρόνοις ειδωλολάτρας είναι προσκυνητάς τών ειδώλων κατά τους παλαιούς Έλληνας…») και είχαν βαπτιστεί επί Βασιλείου του Μακεδόνος (830-886) («οίτινες επί τής βασιλείας τού αοιδίμου Βασιλείου βαπτισθέντες χριστιανοί γεγόνασιν»)[10]. Ο όσιος «Νίκων ο Μετανοείτε» επισκέφθηκε τη «γην Δωριέων», «τών εθνικών χώρας», όπου ολοκλήρωσε τον εκπολιτισμό (και εκχριστιανισμό;) των σλαβικών φύλων, των Μηλιγγών, των Νεζεριτών κ.α., που είχε εγκαινιάσει ο Βασίλειος[11]. Το αν υπήρχαν ακόμα και γηγενείς Έλληνες «εθνικοί», σύμφωνα με τον Δ. Κωνσταντέλο, ή αν πρόκειται πλέον για χριστιανικούς πληθυσμούς, όπως υποστηρίζει ο εκδότης του Βίου τού Οσίου, Οδ. Λαμψίδης[12], δεν έχει ιδιαίτερη σημασία· απλώς, επιβεβαιώνεται πως, έναν αιώνα μετά τον Βασίλειο, εξακολουθούσε μέρος της περιοχής να αποκαλείται «χώρα τών εθνικών», όπου και ο όσιος Νίκων επρόκειτο να αφιερώσει τον ιεραποστολικό ζήλο της τελευταίας περιόδου της ζωής του[13]. Ο Ιωάννης Ζωναράς, ο οποίος έζησε τον 12ο αιώνα (+1159), γράφει ότι κάποιοι συνεχίζουν να ακολουθούν τα εθνικά ήθη χωρίς να γνωρίζουν τι σημαίνουν: «έθη ελληνικά τε και εθνικά κατά παράδοσιν εποίουν τινές, και ποιούσι, μηδέ ειδότες τι δηλούσι τα γινόμενα…»[14]. Η ισχυρότερη παρουσία της ελληνικής παράδοσης στην ελλαδική χερσόνησο τεκμαίρεται και από τη στάση των ελλαδικών πληθυσμών κατά την εικονομαχική έριδα όταν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, συντάχθηκαν με τους εικονόφιλους – βέβαια, μέχρι το 732, ανήκαν στη δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Ρώμης και ο πάπας υπήρξε σθεναρός υπερασπιστής των εικόνων. Μάλιστα, το 727, οι κάτοικοι της Ελλάδας και των Κυκλάδων («συμφωνήσαντες Ελλαδικοί τε και οι τών Κυκλάδων νήσων») επαναστάτησαν κατά του Λέοντα Γ΄ Ισαύρου, με αρχηγούς τον Αγαλλιανό, «τουρμάρχη» της Ελλάδας, τον Στέφανο και τον Κοσμά. Ο τελευταίος, μάλιστα, ανακηρύχθηκε βασιλέας στην Ελλάδα, ενώ, στις 18 Απριλίου του 727, με ικανές στρατιωτικές δυνάμεις και ισχυρό στόλο, κατέπλευσε έμπροσθεν της Κωνσταντινουπόλεως. Εκεί ο στόλος καταστράφηκε από το υγρόν πυρ και ο μεν Αγαλλιανός έπεσε μόνος του στη θάλασσα («ένοπλος εαυτόν επόντωσεν»), ο δε Στέφανος και ο Κοσμάς παραδόθηκαν και αποκεφαλίσθηκαν[15]. Ο προσδιορισμός «Ρωμαίοι», ιδιαίτερα κατά τους πρώτους βυζαντινούς αιώνες, ήταν δηλωτικός της κρατικής πολιτειότητας – και θα ταυτιστεί με τους Έλληνες, κατ’ αντιδιαστολή με τους άλλους πληθυσμούς, μόνο μετά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Γι’ αυτό, στους πρώτους αιώνες, μέχρι τα μεσοβυζαντινά χρόνια, όταν επρόκειτο να δηλωθεί η εθνικότητα (το γένος) των ελληνικών πληθυσμών, χρησιμοποιούνταν και κάποιος άλλος προσδιορισμός, συνηθέστερα το «Γραικός-Γραικοί», και όχι η ακόμα ύποπτη για ειδωλολατρία ονομασία «Έλλην». Τη λέξη Γραικός χρησιμοποιούν και οι περισσότεροι ξένοι λαοί· ειδικά οι Δυτικοί αποκαλούν τους Έλληνες «Γραικούς»[16], ήδη από τον 5ο αι., για να τους διαφοροποιούν από τους, επίσης «Ρωμαίους», Λατίνους, χωρίς βέβαια ποτέ να πάψει να χρησιμοποιείται και ο προσδιορισμός «Ρωμανία»[17]. Τον 5ο αιώνα, ο ιστορικός Πρίσκος (γενν. 410~420) γράφει ήδη για έναν Έλληνα, ο οποίος, στην αυλή του Αττίλα, αυτοχαρακτηρίζεται ως «Γραικὸς είναι το γένος». Ο καθηγητής του πανεπιστημίου των Ιωαννίνων, Απόστολος Καρπόζηλος, που παραθέτει το σχετικό κείμενο του Πρίσκου[18], σημειώνει: «Γραικοί την περίοδο αυτή ονομάζονται κατά κανόνα οι Έλληνες χριστιανοί, ενώ οι ειδωλολάτρες αποκαλούνται Έλληνες»[19]. Αυτή η διαπίστωση, που συνάγεται από πληθώρα στοιχείων, λύνει μάλλον οριστικώς όλη τη διχογνωμία περί της εθνικής συνέχειας των Ελλήνων και εξηγεί και την ιστορική διάρκεια της ονομασίας «Γραικός» μέχρι και την επανάσταση του 1821. Εξ άλλου, ο Θεόδωρος Στουδίτης (759-826) αναφέρεται επανειλημμένα στη «Γραικία» και τους «Γραικούς»[20], γεγονός που καταδεικνύει πόσο συχνή ήταν η χρήση της προσωνυμίας όταν δεν γινόταν αναφορά στην κρατική υπόσταση (Ρώμη, Ρωμαίοι) αλλά στην εθνική (το «γένος»). Ακόμα χαρακτηριστικότερα, ο Λέων Στ΄ Σοφός, αναφερόμενος στον εξελληνισμό των σλαβικών φύλων από τον πατέρα του Βασίλειο, γράφει στα Τακτικά: Ταύτα δε (τα σλαβικά φύλα) ο ημέτερος εν θεία τη λήξει γενόμενος πατήρ και αυτοκράτωρ Ρωμαίων Βασίλειος τών αρχαίων ηθών έπεισε μεταστήναι και γραικώσας και άρχουσι κατά τον ρωμαϊκόν τύπον υποτάξας και βαπτίσματι τιμήσας…[21] Όπως επισημαίνει η Μαρία Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου[22], εκτός από την υποταγή στο κράτος («κατὰ τον ρωμαϊκὸν τύπον υποτάξας») και τον εκχριστιανισμό («βαπτίσματι τιμήσας»), πραγματοποιείται και ο εξελληνισμός («γραικώσας»), που καταδεικνύει τη συνείδηση του αυτοκράτορα-συγγραφέα για την εθνική διάσταση της ελληνικότητας, παράλληλα με την κρατική και τη θρησκευτική. Καταδεικνύεται δε, για μία ακόμα φορά, η εκτεταμένη χρήση του όρου «Γραικός» και των παραγώγων του. Ωστόσο, υπάρχουν βυζαντινολόγοι, όπως ο Σύριλ Μάνγκο, οι οποίοι επιχειρούν μια διαφορετική ανάγνωση του αποσπάσματος. Ο Μάνγκο ισχυρίζεται ότι το «γραικώσας» αναφέρεται απλώς στον εκχριστιανισμό των Σλάβων στην… ελληνική γλώσσα χωρίς να αφορά κάποιον συνειδητό «εξελληνισμό»[23]. [ ] Στην ίδια λογική, ο Σ. Μάνγκο απορρίπτει όχι απλώς την ελληνικότητα των Βυζαντινών αλλά την ίδια τη συνείδηση της «ρωμαϊκότητάς» τους! Υποστηρίζει πως η ταυτότητα των Βυζαντινών ήταν απλώς «χριστιανική»[24] και δεν τους περνούσε διόλου από το μυαλό η ιδέα να αυτοχαρακτηριστούν Ρωμαίοι! Σε μια κριτική παρουσίαση του βιβλίου του, ο Στυλιανός Αλεξίου επισήμανε πως «η προσέγγιση είναι συχνά ασυνήθιστη όχι τόσο για τον Έλληνα (πράγμα που δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία) όσο γενικότερα για την απροκατάληπτη επιστημονική σκέψη»[25]: Το αόριστο επιχείρημα του Mango, γιατί δεν συνέβη ανάλογος εξελληνισμός κατά την αρχαιότητα (και αυτό άλλωστε ανακριβές), είναι άσχετο από τη συγκεκριμένη μαρτυρία του Λέοντος. [ ] Η μία και μόνη λέξη γραικώσας, μάλιστα στη φάση των Μακεδόνων (όχι στην υστεροβυζαντινή), υπεραρκεί για να απορρίψει τη θεωρία του ισοτίμως πολυεθνικού Βυζαντίου[26].
Σημειώσεις 1. Βλέπε Δημήτριος Κωνσταντέλος, «Μαρτυρίες για την Ταυτότητα των Βυζαντινών και των Ρωμιών σε Ελληνικές Πηγές», Πεμπτουσία, τ. 7, 8, 9, Δεκέμβριος 2001 – Νοέμβριος 2002, και Ηλίας Αναγνωστάκης, «Η θέση των ειδωλολατρών στο Βυζάντιο», στο Χρ. Μαλτέζου (επιμ.), Οι περιθωριακοί στο Βυζάντιο, ΙΓΧ, Αθήνα 1993, σσ. 25-47. 2. Ευνάπιος, Άπαντα, Βίοι φιλοσόφων και σοφιστών, Αποσπάσματα ιστορικά, Κάκτος, Αθήνα 2001· Speros Vryonis, The Ghost of Athens in Byzantine and Ottoman Times, ανάτυπο από το Balkan Studies, 43, 1, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 13-17. 3. «Παν δε μάθημα παρά τών νοσούντων την τών ανοσίων Ελλήνων μανίαν διδάσκεσθαι κωλύομεν»· βλ. Απόστολος Καρπόζηλος, Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι, τόμ. Α΄ (4ος-7ος αιών), εκδ. Κανάκη, Αθήνα 1997, σελ. 391· για τη σχετική διαμάχη, βλέπε το εμπεριστατωμένο άρθρο του Αναστασίου Φιλιππίδη «το “κλείσιμο” της Ακαδημίας Αθηνών το 529 μ.χ.», Ιούνιος 2007, http://www.parembasis.gr/2007/07_06_02.htm. 4. Αγαθίας Σχολαστικός, Περί τής Ιουστινιανού Βασιλείας, εκδ. Dindorf L., Historici Graeci Minores, 2 τ., σ. 132-453., Λειψία, 1870-1871, (υπό έκδοσιν, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη)· Α. Φιλιππίδης, ό.π. 5. Zosimus, Ιστορία Νέα, εκδ. Imm. Becker, «Corpus Scriptorium historiae Byzantinae», Βόννη 1837, IV, 3· Vryonis, The Ghost of Athens…, ό.π., σσ. 21-27. 6. Vryonis, The Ghost of Athens…, ό.π., σ. 23. 7. Καρπόζηλος, ό.π., σσ. 388-396. 8. Δ. Κωνσταντέλος, «Μαρτυρίες…»,ό.π., και Cumont, Franz, «Les Actes de S. Dasius», Analecta Bollandianna, τόμ. 16 (1897), σσ. 5-16, κυρίως σ. 12. 9. Νικήτα τού Χωνιάτου, Xρονικὴ Διήγησις, εκδ. loannes Aloysius Van Dieten, Βερολίνο, Walter de Gruyter, 1975, σσ. 275-276. 10. Constantine Porphyrogenitus, De Administrando Imperio, Gu. Moravcsik και R.J.H. Jenkins (επιμ.), Budapest 1949, σσ. 232-236. 11. Οδ. Λαμψίδης, Ο εκ Πόντου Όσιος Νίκων ο Μετανοείτε, Επιτροπή Ποντιακών Μελετών του περ. «Αρχείον Πόντου», Παρ. 13, Αθήναι 1982, σ. 114, όπου δημοσιεύονται όλες οι εκδόσεις του βίου του Οσίου. 12. Βλ. Λαμψίδης, ό.π., σ. 446, και Κωνσταντέλος, «Μαρτυρίες…», ό.π. 13. Ο όσιος Νίκων μετέβη αρχικώς στην Κρήτη, όταν ανακατελήφθη από τον Νικηφόρο Φωκά, το 961, και, μαζί με τον άγιο Ιωάννη τον Ξένο, προσπάθησε να επαναφέρει στον χριστιανισμό εξισλαμισθέντες Κρητικούς (για την έκταση του εξισλαμισμού των οποίων υπάρχουν έντονες διχογνωμίες). 14. Κωνσταντέλος, «Μαρτυρίες…», ό.π. 15. Θεοφάνης, Χρονογραφία, έκδ. Bonn. Α., 623· Κεδρηνός, Α΄, 796· πρβλ. και Γ. Κορδάτος, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τόμ. Α΄, εκδ. «20ός Αιώνας», Αθήνα 1959, σσ. 280-281· Αικατ. Χριστοφιλοπούλου, «Κρίσιμοι Χρόνοι», ΙΕΕ, ΕΑ, τόμ. Η΄, ό.π., σ. 28, και Ν. Σβορώνος, «Οικονομία – Κοινωνία», αυτόθι, σσ. 211-212. Σύμφωνα με τον Σβορώνο, οι εικονομάχοι αυτοκράτορες εξέφραζαν την ανερχόμενη στρατιωτική αριστοκρατία, ενώ η εξέγερση του Κοσμά είχε λαϊκό χαρακτήρα. 16. Η προσωνυμία «Γραικός», σύμφωνα με τον Αριστοτέλη και τον Απολλόδωρο, όχι μόνο είναι ταυτόσημη με το «Έλλην» αλλά και αρχαιότερη. Βλ. Αριστοτέλης, Μετεωρολογικά, Αθήνα, Κάκτος 1994, 1:14· Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, Α:7.3, http://www.mikrosapoplous.gr/texts1.htm. Πρβλ. Δ. Κωνσταντέλος, ό.π., και Παν. Χρήστου, Οι περιπέτειες των εθνικών ονομάτων των Ελλήνων, Αθήνα 1960. 17. Βλ. Κωνσταντέλος, «Μαρτυρίες…», ό.π. 18. Βλ. Καρπόζηλος, Βυζαντινοί ιστορικοί…, ό.π., όπου και το απόσπασμα «Εκ τών κατ’ Αττήλαν» του Πρίσκου, σσ. 320-323. 19. Καρπόζηλος, ό.π., σ. 323. 20. Ο Στουδίτης, σε επιστολή του, καλεί τον Ναυκράτιο να μείνει πιστός «χάριν τής δόξης τού Χριστού υπέρ ού δονείται η ταπεινή Γραικία μάλα», ενώ σε άλλη επιστολή, στην ηγουμένη Ευφροσύνη της Μ. Κλουβίου, ομιλεί για στρατηγίες και δημαγωγίες «και εν Αρμενία και εν Γραικία». Σε επιστολή στον ασηκρήτι Στέφανο, αποκαλεί τον αυτοκράτορα Λέοντα Δ΄ (775-780) αντίχριστο προ του Αντιχρίστου και αναφωνεί: «Ακούσατε, πάντα τα έθνη, ενωτίσασθε πάντες οι κατοικούντες την οικουμένην τι γέγονεν εν Γραικοίς»: Θ. Στουδίτου, Επιστολαί 145, 419, 458, εκδ. Georgios Fatouros, Theodori Studitae Epistulae, 2 τόμοι, Walter de Gruyter, Βερολίνο 1991, σσ. 261, 587, 652· Κωνσταντέλος, «Μαρτυρίες…», ό.π. 21. PG 107, στ. 969. 22. Μαρία Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Βυζάντιο και Σλάβοι – Ελλάδα και Βαλκάνια (6ος– 20ός αιώνας), εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001, σσ. 100-102 και σημ. 147, 148. 23. Cyril Mango, Βυζάντιο. Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2002, σ. 39. 24. Ό.π., σ. 40. 25. Στυλιανός Αλεξίου, Δημώδη Βυζαντινά, Στιγμή, Αθήνα 1997, σ. 173. 26. Στ. Αλεξίου, ό.π., σ. 177. |
Δημιουργία αρχείου: 2-7-2024.
Τελευταία μορφοποίηση: 2-7-2024.