Νεοπαγανιστικές απάτες Απάντηση στις συκοφαντίες τού Νεοπαγανισμού |
Ψηφιακά βιβλία |
Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο
Ιουλιανός o Παραβάτης:
Παραβάτης του Χριστιανισμού, Παραβάτης του Ελληνισμού
© Ιωάννης Κ. Τσέντος
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο.
Ο Ιουλιανός και η ειδωλολατρία
Το κύριο μέλημα του Ιουλιανού ήταν η εκ νέου ανόρθωση του αρχαίου θρησκεύματος, η αποκατάσταση δηλαδή της ειδωλολατρίας. Έχει ενδιαφέρον να δούμε συνοπτικά μερικούς από τους τρόπους με τους οποίους ο Ιουλιανός προσπάθησε να προωθήσει την αναγέννηση της ειδωλολατρίας· ακόμη περισσότερο ενδιαφέρον όμως έχει να δούμε ποια ήταν η κατάσταση στην οποία βρισκόταν η ειδωλολατρία εκείνη την εποχή, και αν τα σχέδια του Ιουλιανού ήταν ποτέ δυνατόν να στεφθούν με επιτυχία, ή ήσαν απλώς ανεδαφικοί οραματισμοί και αρρωστημένες επιδιώξεις ενός ανθρώπου που ανήκε σε άλλη εποχή. Όπως είναι φανερό, ο τρόπος με τον οποίο θα αξιολογήσουμε τελικά τον Ιουλιανό εξαρτάται εν πολλοίς από την απάντηση που θα δώσουμε σε αυτά τα ερωτήματα.
1. Οι προσπάθειες του Ιουλιανού για την αποκατάσταση της «πάτριας θρησκείας»
Ο Λιβάνιος γράφει ότι ο Ιουλιανός ένιωθε ένα σφίξιμο στην καρδιά, βλέποντας τους ναούς να είναι σωριασμένοι σε ερείπια και τις τελετές να μην τελούνται πλέον και τους βωμούς να έχουν ανατραπεί και τις θυσίες να έχουν καταργηθεί και τους ιερείς να εκδιώκονται και τον πλούτο των ιερών να έχει μοιρασθεί στους πιο ασελγείς ανθρώπους· αυτός είναι κατά τον Λιβάνιο και ο μόνος λόγος για τον οποίο ο Ιουλιανός ανέλαβε τη βασιλεία· διότι, όπως γράφει ο Λιβάνιος, αν κάποιος από τους θεούς του υποσχόταν ότι όλα αυτά ήταν δυνατόν να αποκατασταθούν από άλλους, τότε είναι βέβαιον ότι θα απέφευγε τη βασιλεία, καθώς δεν επεδίωκε να αποκτήσει εξουσία, αλλά να προσφέρει έργο. [169] Ο Λιβάνιος τα γράφει αυτά, για να πείσει ότι ο Ιουλιανός δεν ήταν ένας άνθρωπος αρχομανής, αλλά ένας άνθρωπος που έθεσε τον εαυτό του και τις δυνάμεις του στην υπηρεσία ενός ευγενούς στόχου: του στόχου της αποκατάστασης της «πάτριας θρησκείας». Τα όσα γράφει όμως ο Λιβάνιος μας αποκαλύπτουν επίσης ότι ο Ιουλιανός ήταν τόσο κυριευμένος από το όραμα της αναγέννησης της ειδωλολατρίας, ώστε να ανεβεί στον θρόνο με αποκλειστική φιλοδοξία να επαναφέρει την αυτοκρατορία στη λατρεία των θεών· πρωταρχικός στόχος του δεν ήταν να προωθήσει οικονομικές μεταρρυθμίσεις, να απονείμει τη δικαιοσύνη ή να καταγάγει λαμπρές στρατιωτικές νίκες· όλα αυτά, όπως πίστευε, θα ακολουθούσαν από μόνα τους, αν η αυτοκρατορία απέβαλλε το μίασμα της αθεότητας του χριστιανισμού και κέρδιζε εκ νέου την εύνοια των θεών.
Όταν λοιπόν ο Ιουλιανός ανήλθε στον θρόνο, δεν έχασε ούτε στιγμή, και ρίχθηκε με όλες του τις δυνάμεις στην «αποστολή» που πίστευε ότι του είχαν εμπιστευθεί οι θεοί του. Ο Σωζομενός μας παρουσιάζει συνοπτικά τα μέτρα που έλαβε ο Παραβάτης αυτοκράτορας, για να επιτύχει την αποκατάσταση τον αρχαίου θρησκεύματος:
«Και όταν έγινε μόνος αυτοκράτορας, άνοιξε τους ελληνικούς ναούς σε όλη την ανατολή και πρόσταξε να επισκευασθούν οι παραμελημένοι ναοί, να ανοικοδομηθούν εκ νέου οι γκρεμισμένοι και να ξαναστηθούν οι βωμοί και εξοικονόμησε γι' αυτά πολλούς φόρους- και ανανέωσε τα παλαιά και τα πάτρια έθη των πόλεων και τις θυσίες. Και ο ίδιος ολοφάνερα θυσίαζε δημοσία και έκανε σπονδές, και περιέβαλλε με πολλές τιμές όσους ασχολούνταν με αυτά και ξαναέδωσε τις παλαιές τιμές στους μύστες και στους ιερείς και στους ιεροφάντες και σε αυτούς που φρόντιζαν τα ξόανα- και επικύρωσε τους νόμους που είχαν θεσπισθεί γι’ αυτούς από τους προηγούμενους βασιλείς, και θέσπισε επιπλέον τη φορολογική ατέλεια για τις λειτουργίες και τα άλλα προνόμια που είχαν πριν, και ξαναέδωσε τα σιτηρέσια των νεωκόρων, τα οποία είχαν αφαιρεθεί»[170]
Ο Λιβάνιος δίδει με τη σειρά του μία εικόνα της αναγέννησης της «πάτριας θρησκείας». Ο Ιουλιανός, γράφει, επανέφερε στην πατρίδα της σαν από εξορία την ευσέβεια, και άλλους μεν ναούς έκτιζε, άλλους επισκεύαζε και άλλους γέμιζε με αγάλματα· όσοι είχαν χρησιμοποιήσει οικοδομικό υλικό από τα γκρεμισμένα ιερά, για να κτίσουν τα δικά τους σπίτια, υποχρεώθηκαν να καταβάλουν μεγάλα χρηματικά ποσά· και κίονες μεταφέρονταν στους «συλημένους θεούς», άλλοι σε πλοία και άλλοι σε άμαξες· και παντού, όπως γράφει ο Λιβάνιος, υπήρχαν πλέον «βωμοί και φωτιά και αίμα και κνίσσα και καπνός και τελετές και μάντεις ελεύθεροι από φόβο, και στις κορυφές των βουνών αυλοί και λατρευτικές πομπές και ο ταύρος, κατάλληλος συγχρόνως και για τη λατρεία των θεών και για δείπνο των ανθρώπων»… ,[171]
Τα όσα γράφει ο Λιβάνιος δίδουν την εντύπωση ότι ήδη οι πρώτοι μήνες της βασιλείας του Ιουλιανού συνοδεύθηκαν συν τοις άλλοις και από έναν οικοδομικό οργασμό, με τους παλαιούς ναούς να ανακαινίζονται, νέους ναούς να οικοδομούνται και κίονες να κατασκευάζονται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς και να μεταφέρονται στα ειδωλολατρικά ιερά. Δεν είναι τυχαίο ότι σε μία σωζόμενη επιγραφή ο Ιουλιανός εξυμνείται ως «templorum restaurator». [172] Μία τουλάχιστον από τις σωζόμενες επιστολές του Ιουλιανού μας δείχνει πόση σημασία έδιδε ο αυτοκράτορας σε αυτές τις δραστηριότητες, καθώς ο παραλήπτης της επιστολής καλείται να βάλει πάνω απ’ όλα τα άλλα την ανοικοδόμηση ενός ιερού, φροντίζοντας να εξοικονομήσει απ’ όπου μπορούσε τα απαραίτητα οικοδομικά υλικά. [173] Καθώς όμως, όπως σχολιάζει η Πολύμνια Αθανασιάδη - Fowden, η ανταπόκριση στα σχετικά διατάγματα ήταν υποτονική, ο Ιουλιανός αποφάσισε να λάβει πιο δραστικά μέτρα, και στις 29 Ιουνίου του 362 δημοσίευσε ένα νόμο σύμφωνα με τον οποίο όφειλε να δοθεί προτεραιότητα στην ανοικοδόμηση των ναών έναντι οιουδήποτε άλλου οικοδομικού/ προγράμματος στις επαρχίες της αυτοκρατορίας. [174]
Ο Παραβάτης αυτοκράτορας πρέπει να ήταν απογοητευμένος από την υποτυπώδη ανταπόκριση που έβρισκαν οι πρωτοβουλίες του για την αναγέννηση της «πάτριας θρησκείας». Έτσι, ο Ιουλιανός αναγκάσθηκε πολύ γρήγορα να υπόσχεται… αντισταθμιστικά οφέλη σε όσες πόλεις θα επανέφεραν τις θυσίες και θα φρόντιζαν για την αναβίωση των θρησκευτικών τελετών. Ακόμη και στην περίπτωση της Πεσσινούντος, της αρχαίας εστίας της Κυβέλης, ο Ιουλιανός υποχρεώθηκε να τάξει οικονομική ενίσχυση, προκειμένου οι κάτοικοι της να είναι συνεπείς στα θρησκευτικά τους καθήκοντα απέναντι στη «Μητέρα των θεών», απειλώντας ωμά ότι σε διαφορετική περίπτωση η πόλη θα περιέπιπτε στη δυσμένεια του αυτοκράτορος. [175]
Βεβαίως, ο Ιουλιανός αντιλαμβανόταν ότι δεν αρκούσε να εκδίδει διατάγματα για την αναστήλωση των παλαιών ιερών και την ανοικοδόμηση νέων, ούτε να διατάσσει την αναβίωση λησμονημένων παγανιστικών εορτών, ούτε να προσπαθεί με την παρουσία του στις τελετές και το προσωπικό του παράδειγμα να τονώσει το θρησκευτικό αίσθημα ενός πληθυσμού ο οποίος αδιαφορούσε φανερά για τα σχέδια και τους οραματισμούς του. Η επαναφορά της αυτοκρατορίας στην «πάτρια θρησκεία» ήταν ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα, το οποίο υπερέβαινε τις δυνάμεις ενός ανθρώπου. Στην προσπάθεια του λοιπόν να αποκαταστήσει το αρχαίο θρήσκευμα, ο αυτοκράτορας έπρεπε να πλαισιωθεί από ένα καλά οργανωμένο ιερατείο, το οποίο θα εμπνεόταν από τα ίδια ιδανικά και θα επεδείκνυε τον ίδιο ζήλο με αυτόν. Και καθώς ένα τέτοιο ιερατείο δεν υπήρχε, ο αυτοκράτορας έπρεπε να το δημιουργήσει.
Εξ ου λοιπόν και μεγάλο μέρος των προσπαθειών του Ιουλιανού περιεστράφη γύρω από την προσπάθεια να δώσει στην ειδωλολατρία το καλά οργανωμένο ιερατείο που ανέκαθέν της έλειπε. Σε αρκετές από τις επιστολές του, ιδιαίτερα μάλιστα σε αυτές που απευθύνονται στους διορισμένους από αυτόν αρχιερείς της ειδωλολατρίας, ο Ιουλιανός προσπαθεί να προσδιορίσει με κάθε ακρίβεια τον ρόλο των ιερέων και τις απαιτήσεις που έχει ο ίδιος από αυτούς. Οι πιστοί, γράφει σε μία επιστολή του ο Ιουλιανός, δεν πρέπει να προσκυνούν μόνο τα αγάλματα των θεών και τους ναούς και τα τεμένη και τους βωμούς, αλλά επιπλέον να τιμούν και τους ιερείς ως λειτουργούς των θεών και υπηρέτες, οι οποίοι προσφέρουν θυσίες και προσεύχονται για όλους τους ανθρώπους· σε αυτούς, όπως γράφει χαρακτηριστικά, πρέπει να απονέμονται τουλάχιστον οι ίδιες τιμές με αυτές που απονέμονται στους πολιτικούς άρχοντες. [176] από την άλλη, προκειμένου να επιλεγεί κάποιος ως ιερέας, δεν πρέπει να έχει να επιδείξει πλούτη ή κοινωνική επιφάνεια, αλλά μόνο δύο θεμελιώδεις αρετές, το «φιλόθεον» και το «φιλάνθρωπον», δηλαδή την αγάπη για τους θεούς και την αγάπη για τους ανθρώπους. [177]
Ο Ιουλιανός δίδει ιδιαίτερη έμφαση στον κοινωνικό ρόλο των ιερέων και στην κατάρτιση και παιδεία τους, η οποία πρέπει να τους αναδεικνύει σε πρότυπα ευσέβειας και αρετής για όλους τους ανθρώπους. Οι ιερείς πρέπει να ασκούν κατ' αλήθειαν την επίπλαστη κατ' αυτόν αρετή των «Γαλιλαίων». [178] Επειδή η τρυφή και η πολυτέλεια είναι εχθροί της ευλάβειας και της τιμής προς τους θεούς, γι’ αυτό κάθε γνήσια ευσεβής άνθρωπος πρέπει να ζη μακριά από αυτήν, μιμούμενος μάλιστα και σε αυτό το σημείο τους χριστιανούς. [179] Πρώτο και κύριο μέλημα όλων πρέπει να είναι η φιλανθρωπία, η οποία γίνεται πρόξενος πολλών άλλων αγαθών, με πρώτο και καλύτερο την εύνοια των θεών. [180] Όποιος έχει χρήματα πρέπει να είναι πρόθυμος να δώσει από αυτά στους πτωχούς και όλους όσους τα έχουν ανάγκη·[181] άλλωστε, γράφει, είναι παράλογο να θεωρεί κανείς ότι λατρεύει τον «Εταιρείο» Δία, όταν βλέπει γύρω του ανθρώπους ενδεείς χρημάτων και δεν τους δίδει ούτε δραχμή. [182] ομοίως, γράφει, είναι παράλογο να ονομάζουμε τον Δία «Ξένιο», και εμείς να γινόμαστε πιο αφιλόξενοι και από τους Σκύθες. [183] Ο ιερέας πρέπει επίσης να επισκέπτεται και τους κρατούμενους στα δεσμωτήρια. [184] Επίσης, ο ιερέας δεν πρέπει να θεάται πουθενά στα θέατρα η στα καπηλειά, ούτε να ασκεί κάποια επονείδιστη εργασία·[185] και όχι μόνο δεν πρέπει να πηγαίνει ο ίδιος στα θέατρα, αλλά να μην έχει και φίλο του κανένα θεατρίνο η αρματηλάτη, και κανένας χορευτής ή μίμος να μη διασχίζει το κατώφλι του σπιτιού του. [186] Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ιουλιανός δεν περιορίζεται να προσδιορίζει ποια πρέπει να είναι η συμπεριφορά και ο εν γένει βίος ενός ιερέα, αλλά φθάνει μέχρι του σημείου να ορίζει ακόμη και τι λογής βιβλία πρέπει να διαβάζουν οι ιερείς. [187]
Είναι χρήσιμο να επιμείνουμε στην παρατήρηση ότι στην παράδοση του παγανισμού δεν υπήρχε κανένα προηγούμενο για το ιερατείο που είχε κατά νουν ο Παραβάτης αυτοκράτορας. Είναι μάλιστα φανερό ότι πολλά από τα όσα γράφει ο Παραβάτης αυτοκράτορας για τις αρετές με τις οποίες πρέπει να είναι προικισμένος ο ιερέας έχουν την καταγωγή τους στη χριστιανική αγωγή που είχε λάβει ο Ιουλιανός στην παιδική και νεανική του ηλικία. Ο Robert Browning μάλιστα παρατηρεί ορθότατα ότι το πρότυπο για τον παγανιστή ιερέα του Ιουλιανού είναι ο χριστιανικός κλήρος, και ότι η ιεραρχία με την οποία ο αυτοκράτορας φιλοδοξούσε να οργανώσει το ειδωλολατρικό ιερατείο ήταν φανερά απομίμηση της ιεραρχίας της χριστιανικής Εκκλησίας. [188] Μία πρόσθετη παρατήρηση που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι του Glen W. Bowersock, ο οποίος σχολιάζει ότι το ανθρωπιστικό πρόγραμμα που διαφαίνεται στα όσα γράφει ο Ιουλιανός για τα καθήκοντα των ιερέων «ήταν μάλλον ένα καλά υπολογισμένο μέρος του σχεδίου του να εξαλείψει τους χριστιανούς, παρά κάποια αντανάκλαση μιας βασικής ευγενείας του πνεύματος εκ μέρους του». [189] Αν αναλογισθούμε τον ρόλο που επωμιζόταν ο ιερέας που είχε κατά νουν ο Ιουλιανός, καταλαβαίνουμε πολύ καλά τι ήταν αυτό που, όπως γράφει και ο Σωζομενός, έκανε τον αυτοκράτορα να αγανακτεί, όταν μάθαινε ότι οι σύζυγοι και τα παιδιά και οι δούλοι πολλών ιερέων ασπάζονταν τον χριστιανισμό. [190] Ο ιερέας όφειλε κατά τον Ιουλιανό να είναι πρότυπο ευσέβειας στα μάτια όλων των ανθρώπων και αυτός που δεν είχε κατορθώσει να κρατήσει στον δρόμο της λατρείας των θεών τους ανθρώπους της οικογένειας και του σπιτιού του δεν θα μπορούσε βεβαίως ποτέ να οδηγήσει σε αυτόν τον δρόμο ανθρώπους ξένους. Γι’ αυτό και ο Ιουλιανός δηλώνει σε επιστολή του ότι δείγμα φιλόθεου ανθρώπου είναι το να φέρει όλους τους ανθρώπους τον σπιτιού του στην ευσέβεια προς τους θεούς. [191] Σε επιστολή του μάλιστα προς τον αρχιερέα της Γαλατίας Αρσάκιο, ο Ιουλιανός γράφει ρητώς ότι πρέπει να παύονται από ιερείς όσοι δεν προσέρχονται στη λατρεία των θεών μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά και τους δούλους τους, αλλά ανέχονται τους δούλους ή τους υιούς ή τις «Γαλιλαίες» συζύγους τους να ασεβούν προς τους θεούς και να προτιμούν την «αθεότητα» (δηλαδή τον χριστιανισμό) από τη θεοσέβεια. [192]
Δεν έχει νόημα να επιμείνουμε περισσότερο στους συγκεκριμένους τρόπους με τους οποίους ο Ιουλιανός προσπάθησε να προωθήσει την αποκατάσταση του αρχαίου θρησκεύματος, καθώς οι περαιτέρω λεπτομέρειες θα ταίριαζαν μάλλον σε μία πιο εξειδικευμένη εργασία. Παρ' όλη την απογοήτευση από την απροθυμία της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού της αυτοκρατορίας να συμμερισθεί τα οράματα και τα ιδανικά του, είναι εν τούτοις πιθανόν ο Ιουλιανός να ένιωσε, τουλάχιστον κατά διαστήματα, ότι τα σχέδια του για την αναγέννηση της «πάτριας θρησκείας» προχωρούσαν κανονικά. Ακόμη και τότε όμως, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Σωζομενός, ελυπείτο βαθύτατα, όταν αναλογιζόταν ότι όλα αυτά θα κατέρρεαν στη στιγμή, αν εξέλειπε ο δικός του ζήλος. [193]
2. Το πραγματικά κρίσιμο ερώτημα: Είχε πεθάνει η ειδωλολατρία την εποχή τον Ιουλιανού;
Η παραπάνω παρατήρηση μας οδηγεί στο πραγματικά
κρίσιμο ερώτημα σχετικά με την κατάσταση στην οποία βρισκόταν η ειδωλολατρία
την εποχή του Ιουλιανού. Ο John
Julius Norwich κάνει
λόγο για μία δονκιχωτική και χωρίς ελπίδες προσπάθεια τον Ιουλιανού να
αναβιώσει μία καταρρέουσα και ετοιμοθάνατη θρησκεία, εις βάρος εκείνης η οποία
επρόκειτο να δώσει στην αυτοκρατορία ζωογόνο δύναμη για χίλια ολόκληρα χρόνια,[194]
ενώ ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος παρομοιάζει
παραστατικότατα τον Ιουλιανό με παράφρονα εραστή που στέκεται δίπλα στο πτώμα της
περιπόθητης ερωμένης του, και φαντάζεται ότι με τους ασπασμούς του και τις
περιπτύξεις θα μπορέσει να εμφυσήσει ζωή σε ένα σώμα που διατηρεί μεν
απαράμιλλη ομορφιά, αλλ' ουχ ήττον κείται άψυχο· «θέαμα οικτρόν», όπως το
χαρακτηρίζει ο Παπαρρηγόπουλος.
[195] Το
ερώτημα όμως είναι το εξής: Είχαν πράγματι έτσι τα πράγματα τον τέταρτο αιώνα,
όπως τα περιγράφει ο Παπαρρηγόπουλος; Ο ειδωλολατρικός κόσμος είχε πράγματι
πεθάνει, όταν ο Ιουλιανός ανήλθε στον θρόνο το
Όπως είναι φανερό, ο τρόπος με τον οποίο θα αξιολογήσουμε τελικά τον Ιουλιανό εξαρτάται εν πολλοίς από την απάντηση που θα δώσουμε σε αυτό το ερώτημα. Εξ ου και δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι παλαιοί και σύγχρονοι υμνητές του Ιουλιανού επείγονται να αποδείξουν πρώτ' απ’ όλα πάση θυσία ότι ο Ιουλιανός δεν προσπάθησε να νεκραναστήσει ένα πτώμα· στην πραγματικότητα, μας λένε, ο χριστιανισμός τον τέταρτο αιώνα δεν είχε με το μέρος του παρά μία μικρή μειοψηφία των πληθυσμών της αυτοκρατορίας, παρά την προσχώρηση σε αυτόν κάποιων αυτοκρατόρων.
Το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αυτής της πρακτικής είναι η προσπάθεια του F. Α. Ridley το 1937 να αμφισβητήσει in toto, όπως γράφει, «τους βασικούς ισχυρισμούς δεκαέξι αιώνων χριστιανικής ιστορίας και των επιγόνων της, των σύγχρονων, αλλά με μεσαιωνικά μυαλά, ιστορικών της εποχής μας». [196] Ο Ridley υποστηρίζει ότι ο Ιουλιανός δεν είχε αναλάβει μία προσπάθεια που ήταν εκ προοιμίου μάταια και ότι δεν επεδίωκε το αδύνατο, όταν γύρευε να εξαλείψει τον χριστιανισμό, αλλά θα τον είχε πραγματικά εξαλείψει, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο αιφνίδιος θάνατος του. [197] Το γεγονός ότι ο Ιουλιανός απέτυχε, και ότι η τελική νίκη πήγε στον Χριστό και όχι στον Απόλλωνα, οφείλεται κατά τον Ridley σε ένα τυχαίο γεγονός: τον πρώιμο θάνατο του αυτοκράτορα. [198] Ο θάνατος αυτός, όπως υποστηρίζει, υπήρξε μία από τις συμπτώσεις που καθορίζουν την ιστορική εξέλιξη: μία ζεστή ημέρα και μία εύστοχη βολή έθεσαν τέρμα στον αρχαίο κόσμο και άλλαξαν την πορεία της ιστορίας. [199] Κατά τον Ridley, η προσωνυμία «ο Αποστάτης», που προστέθηκε στο όνομα του Ιουλιανού, αντανακλά τον φόβο της Εκκλησίας και μαρτυρεί τη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι μόνον ο θάνατος του Ιουλιανού έσωσε τη χριστιανική Εκκλησία από την καταστροφή. [200] Εάν ο Ιουλιανός είχε ζήσει, γράφει ο Ridley, θα είχε κατά πάσα πιθανότητα εξαλείψει τον χριστιανισμό δεν ήταν κατά καμία έννοια αναπότρεπτο ή προδιαγεγραμμένο ότι «ο Γαλιλαίος» έπρεπε να θριαμβεύσει, και η «Αποστασία» του Ιουλιανού δεν ήταν μία ελπίδα καταδικασμένη σε αποτυχία, αλλά ένα κίνημα της εποχής του, το οποίο, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο άκαιρος θάνατος του ηγέτη του, θα είχε αλλάξει την πορεία της ανθρώπινης ιστορίας. [201] Αυτά υποστήριξε το 1937 ο Ridley.
Παρόμοιες θέσεις προβάλλονται κατά καιρούς και από νεότερους μελετητές. Είναι χαρακτηριστική η στάση που υιοθετεί ο Christopher Gérard στην εισαγωγή του σε μία πρόσφατη μετάφραση στη γαλλική των σωζομένων αποσπασμάτων από το Κατά Γαλιλαίων έργο του Ιουλιανού. Ο Gérard, ακολουθώντας τη «μόδα» της εποχής, προσπαθεί να αποκαταστήσει τον Ιουλιανό, και τον εμφανίζει ως φιλόσοφο βασιλέα που αδικήθηκε από τους χριστιανούς· και βεβαίως αυτή η αποκατάσταση τον Ιουλιανού περνάει μέσα από μία προσπάθεια να υποστηριχθεί ότι τον τέταρτο αιώνα η εθνική θρησκεία είχε ακόμη με το μέρος της τη συντριπτική πλειοψηφία των πληθυσμών της αυτοκρατορίας, και ότι η μεγάλη προσχώρηση των μαζών στον χριστιανισμό δεν έγινε παρά πολύ αργότερα, επί Θεοδοσίου και στις αρχές τον πέμπτου αιώνα. [202] Έτσι, κατά τον Gérard, «ο αυτοκράτορας φιλόσοφος δεν συμβολίζει το τελευταίο τίναγμα ενός παγανισμού που ήταν έτοιμος να εκπνεύσει, αλλά τοποθετείται σε μία καμπή της ιστορίας των θρησκειών, σε μία εποχή κατά την οποία ο θρίαμβος της Εκκλησίας απείχε πολύ από του να είναι αναπόφευκτος». [203] Όσοι υποστηρίζουν ότι η αρχαία θρησκεία είχε πεθάνει την εποχή τον Ιουλιανού, αντιθέτως, επικαλούνται συνήθως τον πολύ γνωστό χρησμό που φέρεται να εδόθη στον Ιουλιανό από το μαντείο των Δελφών. Πιο συγκεκριμένα, όπως είναι πολύ γνωστό, στο πλαίσιο της προσπάθειας του να αναβιώσει την αρχαία θρησκεία, ο Ιουλιανός φέρεται να έστειλε στους Δελφούς τον φίλο του ιατρό Οριβάσιο, ο οποίος όμως έλαβε τον εξής χρησμό:
«Είπατε τω βασιλεί· χαμαί πέσε Δαίδαλος αυλά. Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν, ου μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσαν απέσβετο και λάλον ύδωρ». [204]
Ο χρησμός αυτός δίδει μία παραστατική εικόνα του τέλους του αρχαίου κόσμου, ο οποίος εμφανίζεται να θέτει εαυτόν στο περιθώριο και να παραχωρεί τη θέση του στον χριστιανισμό, όπως το σκοτάδι υποχωρεί ειρηνικά ευθύς με την ανατολή τον ηλίου. Αλλά οι πολέμιοι του Ελληνο-χριστιανικού πολιτισμού δεν πτοούνται καθόλου από αυτόν τον χρησμό, και μη μπορώντας να αναμετρηθούν μαζί του, επιλέγουν… να τον αμφισβητήσουν. Αρνούνται να δεχθούν ότι εδόθη ποτέ αυτός ο χρησμός, τον οποίο άλλωστε, όπως λένε κάποιοι, βρίσκουμε μέσα σε μία ελάχιστα αξιόπιστη και πολύ μεταγενέστερη χριστιανική πηγή, τον Γεώργιο Κεδρηνό, συγγραφέα του ενδεκάτου - δωδεκάτου αιώνα·[205] στην πραγματικότητα, υποστηρίζουν, ο δήθεν δελφικός χρησμός αποτελεί κατασκεύασμα των χριστιανών, οι οποίοι θέλησαν μέσα από μία «πλαστογραφία» να πιστοποιήσουν τον ισχυρισμό τους ότι ο αρχαίος κόσμος είχε ήδη πεθάνει την εποχή του Ιουλιανού.
Συναφώς προς αυτή την ένσταση, πρέπει πρώτ' απ’ όλα να παρατηρήσουμε τα εξής. Η μαρτυρία για τον δελφικό χρησμό μπορεί να είναι μεταγενέστερη, αλλά δεν χρειάζεται να πάμε στον δωδέκατο αιώνα και τον Γεώργιο Κεδρηνό, για να τη βρούμε. Ο δελφικός χρησμός παρατίθεται και στο γραμμένο πριν από τον ένατο αιώνα, εκτενές Μαρτύριον του Αγίου Αρτεμίου, του πιο γνωστού ίσως από τους μάρτυρες της εποχής του Ιουλιανού. [206] Το έργο αποδίδεται σε κάποιον Ιωάννη μοναχό ή Ιωάννη τον Ρόδιο (για τον οποίο δε γνωρίζουμε τίποτε άλλο), η ακόμη σε κάποια χειρόγραφα και στον Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Ο συγγραφέας του Μαρτυρίου του Αγίου Αρτεμίου είχε μπροστά του ένα «αρχαίο» Μαρτύριον του μάρτυρος, γραμμένο ήδη την εποχή τον Ιουλιανού,[207] και το σημαντικότερο, παρεμβάλλει στο δικό του έργο κατά λέξιν παραθέματα από τη χαμένη σήμερα εκκλησιαστική ιστορία τον αιρετικού ιστορικού του τετάρτου - πέμπτου αιώνος Φιλοστοργίου. [208] Και η διήγηση σχετικά με τη στιγμή που ο μάρτυρας φέρεται να στέκεται ενώπιον του Ιουλιανού και να επικαλείται τον δελφικό χρησμό είναι αντλημένη από το έργο του Φιλοστοργίου![209] Η πρώτη λοιπόν μαρτυρία που έχουμε στα χέρια μας για τον περίφημο δελφικό χρησμό μπορεί να είναι πράγματι μεταγενέστερη, με τη διαφορά ότι δεν χρειάζεται να περιμένουμε να τη βρούμε στο έργο του Γεωργίου Κεδρηνού στις αρχές του δωδεκάτου αιώνος, αφού τη βρίσκουμε ήδη στο έργο του Φιλοστοργίου λίγες μόλις δεκαετίες μετά τη βασιλεία του Ιουλιανού. Η διαφορά είναι προδήλως τεράστια.
Έστω όμως, παρ' όλ' αυτά, ότι ο περίφημος δελφικός χρησμός είναι κατασκεύασμα των χριστιανών. Ακόμη κι έτσι, αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο ειδωλολατρικός κόσμος είχε ήδη πεθάνει την εποχή του Ιουλιανού. Διότι μπορούν να αμφισβητηθούν πολλά, αλλά δεν μπορούν να αμφισβητηθούν τα πάντα. Ακόμη δηλαδή και αν αμφισβητήσει κανείς την αυθεντικότητα του περίφημου δελφικού χρησμού, δεν μπορεί εν τούτοις να αμφισβητήσει τα όσα γράφει συναφώς ο ίδιος ο Παραβάτης αυτοκράτορας. Διότι ούτε οι μαρτυρίες των χριστιανών, ούτε ο δελφικός χρησμός, ούτε τίποτε άλλο δεν μας δίδει μία τόσο εναργή εικόνα του τέλους του αρχαίου κόσμου, σαν αυτή που βρίσκουμε στα κείμενα του ιδίου του Ιουλιανού.
Στα κείμενα του, ο Ιουλιανός έχει τόση συνείδηση της σχεδόν τελείας παρακμής της ειδωλολατρίας και της σχεδόν πλήρους επικράτησης του χριστιανισμού, ώστε, στην προσπάθεια του να δώσει εκ νέου ζωή στο αρχαίο θρήσκευμα, καλεί ανοικτά τους οπαδούς της πολιτικής του να μιμηθούν τους χριστιανούς. Όπως είδαμε παραπάνω, το πρότυπο του ιερέα του παγανισμού που έχει κατά νουν ο Ιουλιανός είναι ο χριστιανός ιερέας. [210] Και δεν είναι μόνον αυτό. Στην επιστολή του προς τον αρχιερέα της Γαλατίας Αρσάκιο, ο Ιουλιανός περιγράφει με μελανά χρώματα την παρακμή της αρχαίας θρησκείας, η οποία παραδέχεται ανοικτά ότι οφείλεται στη ραθυμία των ίδιων των οπαδών της·[211] και ο Ιουλιανός δεν σταματά εδώ, αλλά και καλεί τον Αρσάκιο και εν γένει τους εθνικούς να μιμηθούν τον ζήλο των χριστιανών, ομολογώντας ευθαρσώς ότι «την αθεότητα (δηλαδή Τον χριστιανισμό) την αύξησε κατ' εξοχήν η φιλανθρωπία προς τους ξένους και η φροντίδα σχετικά με τις ταφές των νεκρών και η υποκριτική σεμνότης του βίου», και καλώντας τους εθνικούς να κάνουν οι ίδιοι αληθινά όλα αυτά που οι χριστιανοί κάνουν κατ' αυτόν υποκριτικά. [212] Κατά τον Ιουλιανό, «είναι ντροπή να τρέφουν οι ασεβείς Γαλιλαίοι εκτός από τους δικούς τους και τους δικούς μας, και οι δικοί μας να μην έχουν τη δική μας βοήθεια». [213] Αλλά και στην επιστολή του προς τον αρχιερέα Θεόδωρο, ο Ιουλιανός αποδίδει τη μεγάλη εξάπλωση του χριστιανισμού στη φιλανθρωπία των χριστιανών προς τους πτωχούς, για τους οποίους αδιαφορούσαν οι εθνικοί ιερείς. [214] ομοίως και στο παράδοξο έργο του, τον Αντιοχικό ή Μισοπώγωνα, ο Ιουλιανός μέμφεται ανοικτά τους Αντιοχείς, διότι επέτρεπαν στις γυναίκες τους να βοηθούν από την περιουσία τους τους πτωχούς προς δόξαν της «αθεότητας» (δηλαδή του χριστιανισμού). [215]
Ο Ιουλιανός δεν μπορούσε να κλείνει τα μάτια μπροστά
στην απτή πραγματικότητα της ραγδαίας εξάπλωσης του χριστιανισμού. Ήδη πολύ
πριν από τον Ιουλιανό, περί το
«Δείξε μας έναν άνδρα στην Καππαδοκία καθαρώς Έλληνα’’ (ειδωλολάτρη)· διότι βλέπω ότι από καιρό άλλοι δεν θέλουν, και κάποιοι λίγοι θέλουν μεν, αλλά δεν γνωρίζουν να προσφέρουν θυσίες». [217]
Η πιο παραστατική όμως εικόνα της παρακμής της ειδωλολατρίας προέρχεται από το έργο του Ιουλιανού Αντιοχικός ή Μισοπώγων. Χωρίς υπερβολή, αν ο δελφικός χρησμός μας έδιδε μία παραστατική εικόνα του τέλους του αρχαίου κόσμου, η εικόνα αυτή ωχριά μπροστά στην εικόνα που μας δίδει ο ίδιος ο Ιουλιανός για την απογοήτευση που δοκίμασε στην Αντιόχεια. Η Αντιόχεια ήταν εκείνη την εποχή μία από τις πιο πλούσιες και ακμαίες πόλεις της αυτοκρατορίας, με πληθυσμό που υπερέβαινε τους οκτακόσιους χιλιάδες κατοίκους· ο Ιουλιανός μάλιστα σχεδίαζε να μεταφέρει στην Αντιόχεια την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, αλλά εκεί ακριβώς έμελλε να γνωρίσει μία σειρά από απογοητεύσεις, εκ των οποίων η πιο χαρακτηριστική για το θέμα μας είναι η εξής:
Σε ένα προάστιο της Αντιοχείας, τη Δάφνη, υπήρχε ένας φημισμένος περικαλλής ναός του Απόλλωνος, του οποίου τον σηκό κοσμούσε ένα υπέροχο χρυσελεφάντινο άγαλμα του Θεού, φιλοτεχνημένο από τον διάσημο γλύπτη Βρύαξι. Την ημέρα της ετήσιας επισήμου εορτής του Απόλλωνος, ο Ιουλιανός ξεκίνησε για τον ναό, προσδοκώντας να απολαύσει εκεί τον πλούτο και τη φιλοτιμία των Αντιοχέων. Όπως γράφει ο ίδιος, καθ' οδόν προς τον ναό οραματιζόταν, «ώσπερ ονείρατα ορών», την πομπή των πιστών, τις αρχές της πόλεως, τα πλήθη των ιερέων, τις σπονδές και τα θυμιάματα, τους χορούς των έφηβων με τις θεοπρεπείς ψυχές και τα μεγαλοπρεπή λευκά ενδύματα. Αντ' αυτών, μόλις έφθασε στον ναό, δεν αντίκρυσε παρά μία πλήρη ερήμωση. Φαντάσθηκε για λίγο —ο ίδιος τα γράφει αυτά— ότι στεκόταν έξω από το τέμενος, και τα συγκεντρωμένα πλήθη είχαν στραμμένο το βλέμμα τους πάνω του, τιμώντας τον ως αρχιερέα και αναμένοντας από αυτόν το σύνθημα, για να αρχίσουν τη μεγαλοπρεπή εορτή. [218] Γρήγορα όμως προσγειώθηκε εκ νέου στην απογοητευτική γι’ αυτόν πραγματικότητα· αντί για τα πλήθη των πιστών, ένας μόνον ηλικιωμένος ιερέας βρισκόταν στον έρημο ναό, και μόνος αυτός έκανε την τελετή, και μόνος με τα ίδια του τα χέρια ετέλεσε και τη θυσία, θυσιάζοντας στον θεό μία και μόνη χήνα, που και αυτή την είχε φέρει ο ίδιος από το σπίτι του. Η δραματική κορύφωση του γεγονότος έρχεται τη στιγμή που ο αυτοκράτορας απευθύνεται στον ηλικιωμένο ιερέα και τον ερωτά τι θυσία θα προσφέρει η πόλη για την επιστήμη ετήσια εορτή του Απόλλωνος, και ο ιερέας απαντά: «Εγώ έχω έλθει φέρνοντας από το σπίτι μου μία χήνα για θυσία στον θεό, η πόλη όμως για φέτος δεν έχει ετοιμάσει τίποτε». [219]
Αυτό το γεγονός και μόνον, το οποίο περιγράφει ο ίδιος ο Παραβάτης αυτοκράτορας, αρκεί, για να μας δώσει μία εναργέστατη εικόνα της τελείας παρακμής της ειδωλολατρίας την εποχή του Ιουλιανού. Όπως γράφει ο Will Durant, η ειδωλολατρία είχε πεθάνει πνευματικά, δεν αποτελούσε πλέον ιδανικό για τη νεολαία, δεν έδιδε παρηγοριά για τη θλίψη, ούτε την ελπίδα της μετά θάνατον ζωής. [220] Ο W. Η. C. Frend παρατηρεί ότι η προσπάθεια αποκατάστασης της λατρείας των «αθανάτων θεών» ως θρησκείας της αυτοκρατορίας ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένη σε αποτυχία, καθώς ό,τι ήταν ακόμη ζωντανό από τον παγανισμό το 360 θα μπορούσε να παρομοιασθεί με μία σειρά από κάστρα κτισμένα στην άμμο, άλλα μεγάλα και άλλα μικρά, τα οποία όμως αντιμετώπιζαν όλα τη διάβρωση και την καταστροφή από την παλίρροια που προχωρούσε. [221] Αλλά και ο Ε. R. Dodds σχολιάζει ότι τον τέταρτο αιώνα ο παγανισμός μοιάζει με κάτι σαν ζωντανό πτώμα το οποίο αρχίζει να καταρρέει, από τη στιγμή που αποσύρεται το χέρι του κράτους που το στήριζε, και προσθέτει ότι είναι δύσκολο να πιστεύσουμε πως η προσπάθεια του Ιουλιανού να του δώσει το φιλί της ζωής με ένα μείγμα αποκρυφισμού και τελετουργιών θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε διαρκή επιτυχία, ακόμη και αν ο Ιουλιανός είχε ζήσει, για να επιβάλει την εφαρμογή του προγράμματος του. [222] Ως ομολογία του θανάτου του αρχαίου κόσμου, ο Dodds παραπέμπει σε ένα εκφραστικότατο ποίημα του Παλλάδα, του επιφανέστερου επιγραμματοποιού της ύστερης αρχαιότητας:
«Άραγε μήπως πεθάναμε και νομίζουμε μόνο ότι ζούμε, Έλληνες άνδρες, έχοντας περιπέσει σε συμφορά, και βλέποντας τη ζωή σαν όνειρο; η ζούμε εμείς, και έχει πεθάνει η ζωή;». [223]
Η αλήθεια λοιπόν, την οποία οι αρχαιολάτρες υμνητές του Ιουλιανού δεν μπορούν να συγκαλύψουν, όσο και αν οι ίδιοι αρνούνται να τη δουν, είναι ότι την εποχή του Ιουλιανού η αρχαία θρησκεία είχε ήδη πεθάνει. Μολονότι λίγες μόλις δεκαετίες χώριζαν τους χριστιανούς από τους τελευταίους διωγμούς κατά των χριστιανών, σε αυτές τις λίγες δεκαετίες η ειδωλολατρία είχε συρρικνωθεί παρά πάσαν προσδοκίαν, και έπνεε ήδη τα λοίσθια. Ο Ιουλιανός δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε καταλάβει ότι ο αρχαίος κόσμος είχε πεθάνει οριστικά.
3. Η απήχηση των προσπαθειών τον Ιουλιανού
Όπως είδαμε, την εποχή του Ιουλιανού η αρχαία θρησκεία είχε ήδη πεθάνει. Ακόμη και αν ένα μικρό μέρος του πληθυσμού της αυτοκρατορίας ενέμενε στο αρχαίο θρήσκευμα, η εμμονή αυτή οφειλόταν μάλλον σε συνήθεια παρά σε θετική πίστη. Όπως παρατηρεί ο John Julius Norwich, οι περισσότεροι ειδωλολάτρες προφανώς δεν πίστευαν έμπρακτα σε καμία θρησκεία, και αν ασκούσαν κάποια θρησκευτικά καθήκοντα, το έκαναν πιο πολύ για λόγους παράδοσης. [224] Ακόμη όμως και αυτούς τους λίγους εναπομείναντες και ελάχιστα συνειδητοποιημένους ειδωλολάτρες ο Ιουλιανός δεν μπόρεσε ούτε να τους εμπνεύσει ούτε να τους συσπειρώσει. Ο λόγος δεν είναι άλλος από αυτόν που υποδεικνύει ο Ιωάννης Καραγιαννόπουλος: Οι προσπάθειες του Ιουλιανού δεν κατόρθωσαν να δημιουργήσουν βαθύ, ισχυρό και αποτελεσματικό αντιχριστιανικό κίνημα, γιατί ο Ιουλιανός δεν άρχισε τον αγώνα του κατά του χριστιανισμού ως αρχηγός και οδηγός και εμπνευστής των μεγάλων μαζών, αλλά ως εκπρόσωπος ενός μικρού στρώματος από εθνικούς φιλοσόφους και διανοουμένους, που ήταν αμφίβολο αν είχαν βαθύτερη σχέση με την πλατιά λαϊκή μάζα, τις ανησυχίες και τις ανάγκες της. [225] Υποθετικά, τα σχέδια του Ιουλιανού θα μπορούσαν ίσως να είχαν κάπως καλύτερη τύχη σε δύο και μόνο περιπτώσεις: πρώτον, αν ο Ιουλιανός είχε προσπαθήσει να απευθυνθεί περισσότερο στις ευρύτερες μάζες, εξερχόμενος από τον στενό κύκλο των ψευδοφιλοσόφων και των διανοουμένων και δεύτερον, αν ο Ιουλιανός δεν είχε στηρίξει τις προσπάθειες του στο ανατολικό, ελληνικό τμήμα της αυτοκρατορίας, αλλά είχε επενδύσει περισσότερο στη λατινική δύση, όπου ο παγανισμός είχε ισχυρότερα ερείσματα απ’ ό,τι στην Ανατολή, η οποία είχε πλέον σχεδόν εξ ολοκλήρου εκχριστιανισθεί. [226] Ακόμη όμως και σε αυτές τις δύο υποθετικές περιπτώσεις, φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να υποθέσουμε ότι θα μπορούσαν ποτέ να γίνουν πραγματικότητα οι οραματισμοί του Παραβάτη αυτοκράτορα, που δεν είχε ο ίδιος την παραμικρή επαφή με την πραγματικότητα. Και, εν πάση περιπτώσει, αυτά είναι υποθέσεις, και η ιστορία δεν προχωρεί με υποθέσεις. Το βέβαιον είναι ότι η προσπάθεια του Ιουλιανού για αποκατάσταση του αρχαίου θρησκεύματος, όπως αυτή προωθήθηκε στην πράξη, ήταν φανερά εκ των προτέρων καταδικασμένη σε αποτυχία.
Οι κινήσεις και οι οραματισμοί του Ιουλιανού δεν βρήκαν τελικά απήχηση παρά μόνο στον στενό κύκλο των ψευδοφιλοσόφων και των διανοουμένων που είχαν συσπειρωθεί γύρω από τον Παραβάτη αυτοκράτορα. Αυτός ο κύκλος φανερά είχε επενδύσει πολλά στην άνοδο στον θρόνο ενός «δικού του» ανθρώπου σαν τον Ιουλιανό, και φαίνεται ότι και για πολύ καιρό αργότερα έστρεφε νοσταλγικά τη σκέψη του στο σύντομο διάστημα της βασιλείας του. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Μαρίνος ο Νεαπολίτης, ο βιογράφος του φιλοσόφου Πρόκλου που πέθανε το 485 επικεφαλής της νεοπλατωνικής σχολής της Αθήνας, γράφει ότι ο Πρόκλος πέθανε στο εκατοστό εικοστό τέταρτο έτος από την άνοδο του Ιουλιανού στον θρόνο,[227] σαν η άνοδος του Ιουλιανού στον θρόνο να σηματοδοτούσε την αρχή μιας νέας εποχής. Όπως σχολιάζει ο Nigel Wilson, αυτή είναι η πιο ενδιαφέρουσα, αλλά όχι κατ' ανάγκην η πιο πλατιά διαφημισθείσα, ένδειξη ειδωλολατρικού συναισθήματος. [228]
*Αν εξαιρέσει όμως κανείς αυτόν τον στενό κύκλο στον οποίο το κίνημα του Ιουλιανού βρήκε κάποια ανταπόκριση, κατά τ' άλλα οι προσπάθειες του Ιουλιανού για αποκατάσταση της «πάτριας θρησκείας» αντιμετωπίστηκαν με παγερή αδιαφορία, ίσως μάλιστα ακόμη και με έντονο σκεπτικισμό, από τους ειδωλολάτρες. Όπως παρατηρεί ο Robert Browning, ακόμη και οι αφοσιωμένοι παγανιστές, στην υποστήριξη των οποίων υπολόγιζε, δεν ήσαν πάντα πρόθυμοι να συνδράμουν τις προσπάθειες του. [229] Ο Glen W. Bowersock προχωρεί ακόμη παραπέρα, και διατυπώνει την εκτίμηση ότι τα σχέδια του Ιουλιανού «μάλλον μπέρδευαν παρά ενέπνεαν την πλειοψηφία των παγανιστών»,[230] και ότι πολλοί από αυτούς θα έμαθαν για τον θάνατο του με ανακούφιση![231] ομοίως και ο W. Η. C. Frend γράφει ότι ακόμη και μερικοί παγανιστές χαιρέτισαν την είδηση του θανάτου του Ιουλιανού με ανακούφιση, καθώς πολύ λίγοι μπορούσαν να δεχθούν πραγματικά ότι η «ασφάλεια του κράτους» στηριζόταν στον προοριζόμενο για θυσία ταύρο που απεικονιζόταν στα νομίσματα του Ιουλιανού. [232]
Τελικά, ο Παραβάτης αυτοκράτορας, αντί να καταφέρει να νεκραναστήσει την αρχαία θρησκεία, όπως ήλπιζε, υπέγραψε απλώς το πιστοποιητικό του θανάτου της, καταφέροντας μάλιστα ο ίδιος με τις ενέργειες και τις επιλογές του το θανάσιμο πλήγμα στον θνήσκοντα παγανισμό. Διότι η προσπάθεια του Ιουλιανού να νεκραναστήσει τη λατρεία των ειδώλων έκανε τους πάντες να συνειδητοποιήσουν την απροσμέτρητη ανοησία και την αρρωστημένη δεισιδαιμονία του παγανισμού και των τελευταίων οπαδών του. Έτσι, εν τέλει, φαίνεται ότι η βασιλεία του Ιουλιανού έκανε πολύ περισσότερους ειδωλολάτρες να εγκαταλείψουν την ειδωλολατρία παρά χριστιανούς να εγκαταλείψουν τον χριστιανισμό. Μετά την παρένθεση του Ιουλιανού, ήταν πλέον αδύνατον, ακόμη και για όσους γοητεύονταν από την αίγλη του πολιτισμού της αρχαιότητας, να συνεχίσουν να κλείνουν τα μάτια μπροστά στον παραλογισμό και τον σκοταδισμό της ειδωλολατρίας.
Σημειώσεις
[169] Λιβανίου, Επιτάφιος επί Ιουλιανώ (Λόγος ΙΗ'), ed. R. Foerster, 23. 1-9: «Ώ δη και διαφερόντως την καρδίαν επλήττετο νεώς τε ορών κειμένους και τελετάς πεπαυμένας και βωμούς ανατετραμμένους και θυσίας ανηρημένας και ιερείς ελαυνομένους και τον των ιερών πλούτον εις τους ασελγεστάτους μεμερισμένον, ώστ' εί τις αυτώ θεών υπισχνείτο την τούτων επανόρθωσιν δι ετέρων έσεσθαι, σφόδρα άν μοι δοκεί την βασιλείαν φυγείν· ούτως ου του κρατείν, του δε εύ πράξαι τας πόλεις ωρέγετο».
[170] Σωζόμενου, Εκκλησιαστική Ιστορία, ed. J. Bidez και G. C. Hansen, E' 3, 1. 1-2. 6: «Επεί δε μόνος εις την βασιλείαν κατέστη, και ανά την έω τους Ελληνικούς ναούς ανέωξε και τους ημελημένους επισκευάζεσθαι, τους δε καταλυθέντας ανανεούσθαι, και τους βωμούς ανίστασθαι προσέταξε· και πολλούς αυτοίς εξηύρε φόρους· έθη τε παλαιά και τα πάτρια των πόλεων και τας θυσίας ανενέωσεν. Αυτός τε αναφανδόν δημοσία έθυεν και έσπενδε και τους περί ταύτα σπουδάζοντας εν πολλή τιμή εποιείτο· μύσταις τε και ιερεύσιν, ιεροφάνταις τε και τοις των ξοάνων θεραπευταίς τας παλαιάς τιμάς απέδωκε· και τα παρά των πρόσθεν βασιλέων νενομοθετημένα επ’ αυτοίς εκύρωσεν, λειτουργιών τε και των άλλων ών πριν είχον την ατέλειαν επεψηφίσατο, και τα αφαιρεθέντα των νεωκόρων σιτηρέσια απέδωκε».
[171] Λιβανίου, Επιτάφιος επί Ιουλιανώ (Λόγος ΙΗ'), ed. R. Foerster, 126. 1-11: «Πρώτον μεν ούν, όπερ έφην, ώσπερ φυγάδα, την ευσέβειαν κατήγαγε νεώς τους μεν ποιών, τους δε επισκευάζων, εις δε τους εισάγων έδη. Χρήματα δε ετέλουν οι τοις των ιερών λίθοις σφίσιν αυτοίς οικίας εγείραντες. Και κίονας είδεν άν τις τους μεν ναυσί, τους δε επ’ αμαξών τοις σεσυλημένοις κομιζομένους θεοίς, και πανταχού βωμοί και πυρ και αίμα και κνίσσα και καπνός και τελεταί και μάντεις ελεύθεροι φόβου και εν ορών κορυφαίς αυλοί και πρόσοδοι και βους ο αυτός αποχρών θεραπεία τε είναι θεών και δείπνον ανθρώποις».
[172]
Glen W. Bowersock,
Julian the Apostate, Duckworth, London 1978, appendix ii,
σελ. 123.
[173]
Ιουλιανού, Επιστολή Π'. Ιουλιανώ θείω,
ed. J. Bidez, 20-28: «Τους κίονας τους
Δαφναίους θού προ των άλλων· τους εκ βασιλείων των πανταχού λαβών αποκόμισον·
υπόστησον δε εις τας εκείνων χώρας τους εκ των έναγχος κατειλημμένων οικιών· ει
δε κακείθεν επιλείποιεν, <στήσον> οπτής πλίνθου και κόνεως, έως έξωθεν
μαρμαρώσαντες εντελεστέροις χρησώμεθα. Το δε όσιον ότι πολυτελείας εστί
κρείττον και τοις εύ φρονούσιν ηδονήν εν βίω και τη χρήσει έχον πολλήν, αυτός
οίδας».
[174] Codex
Theodosianus, eds Theodor Mommsen και Paulus Μ. Meyer, Weidmann, Berlin 1905, vol.
I. 2, σελ. 801, XV, 1, 3. 1-4 (362 Iun. 29):
"Idem A. Secundo
P(Raefecto) P(Raetori)O. Provinciarum iudices commoneri praecipimus, ut nihil
se novi operis ordinare ante debere cognoscant, quam ea conpleverit, quae a
decessoribus inchoate sunt, exceptis dumtaxat templorum aedificationibus.
Dat. III kal. Iul. Constantino
Α. VII et Constantio C. Conss".
[175] Ιουλιανού, Επιστολή ΠΔ'. Αρσακίω αρχιερεί Γαλατίας, ed. J. Bidez, 57-64: «Τη Πισσινούντι βοηθείν έτοιμος ειμί, ει την Μητέρα των θεών ίλεων καταστήσουσιν εαυτοίς· αμελούντες δε αυτής, ουκ άμεμπτοι μόνον, αλλά, μη πικρόν ειπείν, μη και της παρ ημών απολαύσωσι δυσμένειας. "Ου γαρ μοι θέμις εστί κομιζέμεν ούδ' ελεαίρειν / άνδρας, οί και θεοίσιν απέχθονται αθανάτοισιν". Πείθε τοίνυν αυτούς, ει της παρ' εμού κηδεμονίας αντέχονται, πανδημεί της Μητρός των θεών ικέτας γενέσθαι». Ο Ιουλιανός παραφράζει τον ομηρικό στίχο από την Οδύσσεια, ed. Ρ. von der Muhll, κ' 73-74.
[176] Ιουλιανού, Επιστολή ΠΘ΄ b. Θεοδώρω αρχιερεί, ed. J. Bidez, 214-228: «Προσήκει δε ου τα των θεών μόνον αγάλματα προσκυνείν, αλλά και τους ναούς και τα τεμένη και τους βωμούς. Εύλογον δε και τους ιερέας τιμάν ως λειτουργούς θεών και υπηρέτας και διακονούντας ημίν τα προς τους θεούς, συνεπισχύοντας τη εκ θεών εις ημάς των αγαθών δόσει· προθύουσι γαρ πάντων και υπερεύχονται. Δίκαιον ουν αποδιδόναι πάσιν αυτοίς ουκ έλαττον, ει μη και πλέον ή τοις πολιτικοίς άρχουσι τας τιμάς. Ει δε τις οίεται τούτο επίσης χρήναι νέμειν αυτοίς και τοις πολιτικοίς άρχουσιν, επεί κακείνοι τρόπον τινά τοις θεοίς ιερατεύουσι, φύλακες όντες των νόμων, αλλά τα γε της εύνοιας παρά πολύ χρή νέμειν τούτοις. Οι μεν γαρ Αχαιοί καίπερ πολέμιον όντα τον ιερέα προσέταττον αιδείσθαι τω βασιλεί· ημείς δε ουδέ τους φίλους αιδούμεθα τους ευχόμενους υπέρ ημών και θύοντας;».
[177]
Ιουλιανού, ό.π., 455-457: «Καν πένης ουν ή τις, καν δημότης, έχων εν εαυτώ
δύο ταύτα, το τε φιλόθεν και το φιλάνθρωπον, ιερεύς αποδεικνύσθω».
[178] Ιουλιανού, Επιστολή ΠΔ'. Αρσακίω αρχιερεί Γαλατίας, ed. J. Bidez, 10-11: «Ων έκαστον οίομαι χρήναι παρ ημών αληθώς επιτηδεύεσθαι».
[179] Ιουλιανού, Επιστολή ΠΘ΄ b. Θεοδώρω αρχιερεί, ed. J. Bidez, 46-55: «Ορών μεν πολλήν ολιγωρίαν ούσαν ημίν προς τους θεούς, άπασαν δε ευλάβειαν την εις τους κρείττονας απεληλαμένην υπό της ακαθάρτου και χυδαίας τρυφής, αεί μεν ουν ωδυράμην εγώ κατ' εμαυτόν τα τοιαύτα, τους μεν…ων…είας σχολή προσέχοντας ούτω διαπύρους ως αιρείσθαι μεν υπέρ αυτής θάνατον, ανέχεσθαι δε πάσαν ένδειαν και λιμόν, υείων όπως μη γεύσαιντο μηδέ κρέως του μη παραχρήμα αποθλιβέντος, ημάς δε ούτω ραθύμως τα προς τους θεούς διακειμένους, ώστε επιλελήσθαι μεν των πατρίων αγνοείν δε λοιπόν ει και ετάχθη πώποτε τι τοιούτον».
[180] Ιουλιανού, ό.π., 24-26: «Ασκητέα τοίνυν προ πάντων η φιλανθρωπία· ταύτη μεν γαρ έπεται πολλά μεν και άλλα των αγαθών, εξαίρετον δε δη και μέγιστον η παρά των θεών ευμένεια».
[181] Ιουλιανού, ό.π., 72-77: «Κοινωνητέον ουν των χρημάτων άπασιν ανθρώποις, αλλά τοις μεν επιεικέσιν ελευθεριώτερον, τοις δε απόροις και πένησιν όσον επαρκέσαι τη χρεία· φαίην δ' άν, ει και παράδοξον ειπείν, ότι και τοις πολεμίοις εσθήτος και τροφής όσιον άν είη μεταδιδόναι· τω γαρ ανθρωπίνω και ου τω τρόπω δίδομεν».
[182] Ιουλιανού, ό.π., 92-94: «Πως δε ο τον Εταίρειον θεραπεύων Δία, ορών τους πέλας ενδεείς χρημάτων, είτα μηδ' όσον δραχμής μεταδιδούς, οίεται τον Δία καλώς θεραπεύειν;».
[183]
Ιουλιανού, ό.π., ed. J. Bidez, 86-87: «Ξένιον ονομάζομεν Δία, και γιγνόμεθα
των Σκυθών κακοξενώτεροι».
[184] Ιουλιανού, ό.π., 77-79: «Διόπερ οίμαι και τους εν δεσμωτηρίω καθειργμένους αξιωτέον της τοιαύτης επιμελείας· ουθέν γαρ κωλύσει την δίκην η τοιαύτη φιλανθρωπία».
[185]
Ιουλιανού, Επιστολή ΠΔ'. Αρσακίω αρχιερεί Γαλατίας, ed. J. Bidez, 18-22:
«Έπειτα παραίνεσον ιερέα μήτε θεάτρω παραβάλλειν μήτε εν καπηλείω πίνειν ή
τέχνης τινός και εργασίας αισχράς και επονειδίστου προΐστασθαι·
και τους μεν πειθομένους τίμα, τους δε απειθούντας εξώθει».
[186]
Ιουλιανού, Επιστολή ΠΘ' b.
Θεοδώρω αρχιερεί, ed. J. Bidez, 430-432, 439-442:
«Τοις ασελγέσι τούτοις θεάτροις των ιερέων μηδείς μηδαμού παραβαλλέτω *** μήτε εις την οικίαν εισαγαγέτω την εαυτού· πρέπει γαρ ουδαμώς. [… ] Μηδείς ουν
ιερεύς εις θέατρον εξίτω, μηδέ ποιείσθω φίλον θυμελικόν μηδέ αρματηλάτην, μηδέ
ορχηστής μηδέ μίμος αυτού τη θύρα προσίτω».
[187] Ιουλιανού, ό.π., 324-362· βλέπε παραπάνω, σελ. 47 κ.ε.
[188] Robert Browning, The emperor Julian, σελ. 178.
[189] Glen W. Bowersock, Julian the Apostate, σελ. 88.
[190] Σωζομενού, Εκκλησιαστική Ιστορία, ed. J. Bidez και G. C. Hansen, Ε', ιε' 1.6-2.1: «Ουχ ήκιστα δε ήχθετο και πολλών ιερέων χριστιανίζειν ακούων τας γαμετάς και τους παίδας και τους οικέτας».
[191] Ιουλιανού, Επιστολή ΠΘ΄ b. Θεοδώρω αρχιερεί, ed. J. Bidez, 457-459: «Δείγμα δε του φιλόθεου μεν, ει τους οικείους άπαντας εις την περί τους θεούς ευσέβειαν εισαγάγοι».
[192] Ιουλιανού, Επιστολή ΠΔ΄. Αρσακίω αρχιερεί Γαλατίας, ed. J. Bidez, 11-18: «Και ουκ απόχρη το σε μόνον είναι τοιούτον, αλλά πάντας απαξαπλώς οι περί την Γαλατίαν εισίν ιερείς· ούς ή δυσώπησον, ή πείσον είναι σπουδαίους, ή της ιερατικής λειτουργίας απόστησον, ει μη προσέρχοιντο μετά γυναικών και παίδων και θεραπόντων τοις θεοίς, αλλ' ανέχοιντο των οικετών ή <των> υιέων ή των Γαλιλαίων γυναικών ασεβούντων μεν εις τους θεούς, αθεότητα δε θεοσέβειας προτιμώντων».
[193] Σωζομενού, Εκκλησιαστική Ιστορία, ed. J. Bidez και G. C. Hansen, E' 16, 1. 1-5: «Ο δε βασιλεύς πάλαι σπουδάζων τον Ελληνισμόν κρατείν κατά πάσαν την υπήκοον, χαλεπώς έφερε παρευδοκιμούμενον όρων υπό του Χριστιανισμού. Ναοί μεν γαρ ηνεώγεισαν, και θυσίαι και Ελλήνων πάτριοι εορταί των πόλεων κατά γνώμην αυτώ προχωρείν εδόκουν· ηνιάτο δε λογιζόμενος ως, ει γυμνωθείη ταύτα της αυτού σπουδής, ταχείαν έξει την μεταβολήν».
[194]
John Julius Norwich, Βυζάντιο. Οι πρώτοι αιώνες, σελ. 89. Στον «δονκιχωτισμό»
του Ιουλιανού αναφέρεται και ο Giuseppe Ricciotti, ο οποίος αναγνωρίζει ότι ο
Ιουλιανός μπορεί να θεωρηθεί ως ένας ιππότης με ένα ιδανικό, το ιδανικό της
αποκατάστασης του παγανισμού, προσθέτει όμως ότι, αν ένα ιδανικό δεν συνδέεται
σοβαρά με τη σύγχρονη πραγματικότητα, τότε είναι απλώς ένας αναχρονισμός, και ο
ιππότης που το επιδιώκει δεν είναι παρά ένας Δον Κιχώτης (Julian the Apostate,
σελ. 258).
[195]
Κωνσταντίνου Παπαρρηγοπούλου, Ιστορία τον Ελληνικόν έθνους, τόμ. Γ', σελ. 167.
[196] F. Α. Ridley, Julian the Apostate and the rise of Christianity. A study in cultural history, σελ. x, 214 κ.ε.
[197]
F. Α. Ridley, ό.π.,
σελ. x.
[198] F. Α. Ridley, ό.π., σελ. 202.
[199] F. Α. Ridley, ό.π., σελ. 159.
[200] F. Α. Ridley, ό.π., σελ. xi, 163.
[201] F. Α. Ridley, ό.π., σελ. 225.
[202] Christopher Gérard, Introduction στο L'empereur Julien. Contre les Galilées. Une imprécation contre le christianisme, Éditions Ousia, Bruxelles 1995, σελ. 14-15.
[203] Christopher Gérard,
ό.π., σελ. 16.
[204] Anthologiae Graecae Appendix, ed. E. Cougny, Didot, Paris 1890, 122. 1-3.
[205] Γεωργίου Κεδρηνού, Σύνοψις ιστοριών, ed. I. Bekker, vol. I, 532. 4-10 (= ed. J.-P. Migne, PG 121,580. 13-19): «Πέμπει oύv Οριβάσιον τον ιατρόν και κοιαίστορα εν Δελφοίς ανεγείραι τον ναόν του Απόλλωνος. Απελθών ουν αυτός και του έργου αψάμενος λαμβάνει χρησμόν παρά του δαίμονος· "Είπατε τω βασιλεί· χαμαί πέσε Δαίδαλος αυλά. / Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν, ου μάντιδα δάφνην, / ου παγάν λαλέουσαν· απέσβετο και λάλον ύδωρ"».
[206] Ιωάννου Δαμάσκηνου, Μαρτύριον αγίου Αρτεμίου [αμφιβ.], λε΄, ed. J.-P. Migne, PG 96,1284.38-47 (= Φιλοστοργίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, ed. F. Winkelmann post J. Bidez, Ζ' 1c.1-9): «Γίνωσκε τοίνυν ως η του Χριστού ανίκητος και αήττητος υπάρχει ισχύς τε και δύναμις· πάντως δε και αυτός τούτο πεπληροφόρημαι εξ ών σοι χρησμών Οριβάσιος ο ιατρός και κοιαίστωρ παρά του εν Δελφοίς Απόλλωνος άρτι κεκόμικεν. Εγώ σοι και τον χρησμόν, καν μη βούλη, επαναγνώσομαι. Έχει δε ούτως· "Είπατε τω βασιλεί· χαμαί πέσε Δαίδαλος αυλά. / ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν, ου μάντιδα δάφνην, / ου παγάν λαλέουσαν· απέσβετο και λάλον ύδωρ"».
[207]
Ιωάννου Δαμάσκηνου, ό.π. [άμφιβ.], PG 96, 1252. 17-20: «Και μήτις μοι ταύτα
εγχειρούντι επιμεμφέσθω, αφόρων εις το πρώτον και αρχαίον του θαυμάσιου τούτου
και αοιδίμου ανδρός υπόμνημα». Σχετικά με τον χρόνο συγγραφής του «αρχαίου»
αυτού μαρτυρίου, βλέπε ό.π., 1253. 12 κ.ε.
[208] Ο πλήρης τίτλος του Μαρτυρίου είναι: Υπόμνημα ήγουν εξήγησις του Αγίου και ενδόξου μεγαλομάρτυρος και θαυματουργού Αρτεμίου συλλεγέν από της Εκκλησιαστικής ιστορίας Φιλοστοργίου και άλλων τινών. Στο Μαρτύριο γράφεται περί του Φιλοστοργίου: «Ο δε γε Φιλοστόργιος, ει και διάπυρος εραστής της Ευνομίου υπάρχει αιρέσεως, αλλ’ όμως υπέρ πάντας εκθειάζει τον μάρτυρα, πολλήν τινα την ένστασιν και ακρίβειαν των αυτού πράξεων ποιησάμενος, εκ των άνωθεν χρόνων την τω μάρτυρι προσούσαν ευγένειαν υποσημηνάμενος, και πριν ή των του μαρτυρίου αγώνων εφάψασθαι» (ό.π., PG 96,1256. 25-32).
[209] Φιλοστοργίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, ed. F. Winkelmann post J. Bidez, Ζ' lc. 1-9.
[210] Βλέπε παραπάνω, σελ. 111.
[211] Ιουλιανού, Επιστολή ΠΔ'. Αρσακίω αρχιερεί Γαλατίας, ed. J. Bidez, 1-2: «<Ο> Ελληνισμός ούτω πράττει κατά λόγον, ημών ένεκα των μετιόντων αυτόν».
[212] Ιουλιανού, ό.π., 6-11: «Τι ουν; ημείς οιόμεθα ταύτα αρκείν, ουδέ αποβλέπομεν ως μάλιστα την αθεότητα συνηύξησεν η περί τους ξένους φιλανθρωπία και η περί τας ταφάς των νεκρών προμήθεια και η πεπλασμένη σεμνότης κατά τον βίον; Ών έκαστον οίομαι χρήναι παρ ημών αληθώς επιτηδεύεσθαι».
[213] Ιουλιανού, ό.π., 32-35: «Αισχρόν γαρ ει των μεν Ιουδαίων ουδέ είς μεταιτεί, τρέφουσι δε οι δυσσεβείς Γαλιλαίοι προς τοις εαυτών και τους ημετέρους, οι δε ημέτεροι της παρ ημών επικουρίας ενδεείς φαίνοιντο».
[214] Ιουλιανού, Επιστολή ΠΘ' 2. Θεοδώρω αρχιερεί, ed. J. Bidez, 463-467: «Επειδή γαρ, οίμαι, συνέβη τους πένητας αμελείσθαι παρορωμένους υπό των ιερέων, οι δυσσεβείς Γαλιλαίοι κατανοήσαντες επέθεντο ταύτη τη φιλανθρωπία, και το χείριστον των έργων δια του δοκούντος των επιτηδευμάτων εκράτυναν».
[215] Ιουλιανού, Αντιοχικός ή Μισοπώγων, ed. C. Lacombrade, 35. 19-25: «Νυνί δε υμών έκαστος επιτρέπει μεν τη γυναικί πάντα εκφέρειν ένδοθεν εις τους Γαλιλαίους, και τρέφουσαι από των υμετέρων εκείναι τους πένητας, πολύ της αθεότητος εργάζονται θαύμα προς τους των τοιούτων δεομένους (έστι δε οίμαι τοιούτον το πλείστον των ανθρώπων γένος)».
[216] Tertulliani,
Apologeticus, XXXVII, 4: "Si enim et hostes
exertos, non tantum νandices occultos
agere vellemus, deesset nobis vis numerorum et copiarum? Plures nimirum Mauri et
Marcomanni ipsique Parthi, vel quantaecunque unius tamen loci et suorum finium
gentes quam totius orbis. Hesterni sumus, et vestra omnia implevimus, urbes,
insulas, castella, municipia, conciliabula, castra ipsa, tribus,
decurias, palatium, senatum, forum; sola vobis reliquimus templa. Cui bello non
idonei, non prompti fuissemus, etiam inpares copiis, qui tam libenter
trucidamur, si non apud istam disciplinam magis occidi liceret quam uccidere?".
[217] Ιουλιανού, Επιστολή ΟΗ'. Αριστοξένω φιλοσόφω, ed. J. Bidez, 13-17: «Έντυχε γουν ημίν περί τα Τύανα προς Διός φιλίου και δείξον ημίν άνδρα εν Καππαδόκαις καθαρώς Έλληνα· τέως γαρ τους μεν ου βουλομένους, ολίγους δε τινας εθέλοντας μεν, ουκ ειδότας δε θύειν ορώ».
[218] Ιουλιανού, Αντιοχικός ή Μισοπώγων, ed. C. Lacombrade, 34. 7-21: «Δεκάτω γαρ που μηνί τω παρ υμίν αριθμουμένω (Λώον οίμαι τούτον υμείς προσαγορεύετε) του θεού τούτου (ενν. του Απόλλωνος) πάτριος εστίν εορτή, και έδει σπουδή προς την δάφνην απαντάν. Εγώ μεν ουν από του Κασίου Διός επί τούτο έδραμον, οιόμενος ενταύθα μάλιστα του πλούτου και της φιλοτιμίας υμών απολαύσειν. Είτα ανέπλαττον παρ εμαυτώ πομπήν, ώσπερ ονείρατα ορών, ιερεία και σπονδάς και χορούς τω θεώ και θυμιάματα και τους εφήβους εκεί περί το τέμενος θεοπρεπέστατα μεν τας ψυχάς κατεσκευασμένους, λευκή δε εσθήτι και μεγαλοπρεπεί κεκοσμημένους. Ως δε είσω παρήλθον του τεμένους, ούτε θυμιάματα κατέλαβον ούτε πόπανον ούτε ιερείον. Αυτίκα μεν ουν εθαύμασα και ώμην έξω του τεμένους είναι, περιμένειν δε υμάς, εμέ δη τιμώντας ως αρχιερέα, το σύνθημα παρ' εμού».
[219]
Ιουλιανού, ό.π., 34. 21-24: «Επεί δε ηρόμην τι μέλλει θύειν η πόλις ενιαύσιον
εορτήν άγουσα τω θεώ, ο Ιερεύς είπεν·
"εγώ μεν ήκω φέρων οίκοθεν τω θεώ χήνα
ιερείον, η πόλις δε τα νυν ουδέν ηυτρέπισται"».
[220]
Will Durant, Παγκόσμιος ιστορία του πολιτισμού, τόμ. Δ', σελ.
[221] W. Η. C. Frend, The rise of Christianity, σελ. 600.
[222] Ε. R. Dodds, Pagan and Christian in an age of anxiety, σελ. 132.
[223] Παλλαδά, Παλατινή ανθολογία, ed. Η. Beckby, Ε' 82: «Άρα μη θανόντες τω δοκείν ζώμεν μόνον, / Έλληνες άνδρες, συμφορά πεπτωκότες, / όνειρον εικάζοντες είναι τον βίον; / ή ζώμεν ημείς του βίου τεθνηκότος;».
[224] John Julius Norwich, Βυζάντιο. Οι πρώτοι αιώνες, σελ. 85.
[225] Ιωάννου Καραγιαννοπούλου, Το βυζαντινό κράτος, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 19944 (ed. Pr. 1983), σελ. 79-80.
[226] Αυτή την παράλειψη επισημαίνει με έμφαση ο André Piganiol, L'Empire chrétien (325-395), σελ. 144.
[227] Μαρίνου Νεαπολίτου, Πρόκλος ή Περί ευδαιμονίας, 36, ed. R. Masullo, 862-865: «Ετελεύτησε δε τω δ' και κ' και ρ' έτει από της Ιουλιανού βασιλείας, άρχοντος Αθήνησι Νικαγόρου του νεωτέρου, μηνός κατά μεν Αθηναίους Μουνυχιώνος ιζ', κατά δε Ρωμαίους Απριλίου ιζ'».
[228] Nigel G. Wilson,
Scholars of Byzantium, Duckworth, London 1983, σελ. 37 (= Nigel G. Wilson, Οι λόγιοι
στο Βυζάντιο, μετάφρ. Νικ. Κονομή, Αθήνα 1991, σελ. 59).
[229] Robert Browning, The emperor Julian, σελ. 168.
[230] Glen W. Bowersock, Julian the Apostate, σελ. ια'.
[231] Glen W. Bowersock, ό.π., σελ. 1, σημ. 1.
[232] W. H. C. Frend, The rise of Christianity, σελ. 608.
Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο
Δημιουργία αρχείου: 19-12-2009.
Τελευταία ενημέρωση: 19-12-2009.