Νεοπαγανιστικές απάτες

Απάντηση στις συκοφαντίες τού Νεοπαγανισμού

Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Ειδωλολατρεία και Γένεσις

Είδωλα και Ειδωλολατρία στους Πατέρες τής Εκκλησίας // Αγίου Αθανασίου Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Λόγος κατά ειδώλων

Η πτώση τού Παραδείσου και η 1η ειδωλολατρία

Από την παλαιά στη σύγχρονη Ειδωλολατρία

Η λατρεία τών κτισμάτων, πλάνη του Διαβόλου

Αρχιμανδρίτης Ιωσήφ Καθηγούμενος Ι. Μ. Ξηροποτάμου Αγίου Όρους

(Εισαγωγική ομιλία)

 

Πηγή: Φαινόμενα Νεοειδωλολατρίας, Δωδεκαθεϊσμός Υποτίμηση Παλαιάς Διαθήκης Ολυμπιακοί Αγώνες, Εταιρία Ορθοδόξων Σπουδών, Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου Θεσσαλονίκη 25-27 Μαΐου 2003, Εκδόσεις Θεοδρομία, Θεσσαλονίκη 2004, σσ. 49-59.

Αναδημοσίευση από: http://www.apologitis.com/gr/ancient/biblos.htm

 

Τι θα έπρεπε να περιλάβει μια εισαγωγική ομιλία ενός συνεδρίου με ένα τόσο ευρύ και πολυσχιδές θέμα;

Τα εξωτερικά γνωρίσματα και τα επί μέρους συμβεβηκότα της παλαιάς και της σύγχρονης ειδωλολατρίας θα μας τα παρουσιάσουν αναμφίβολα οι ειδικότεροι εμού εισηγητές. Σε μένα ας επιτραπεί μόνο να επιμείνω στην συλλογή εκείνων των χαρακτηριστικών της σημείων που υποδεικνύουν την όπισθεν κρυπτόμενη δαιμονική παρουσία και πλάνη.

Πριν απ’ αυτά όμως με μια κάπως εκτεταμένη αναφορά στην Πατερική και μάλιστα την Νηπτική ερμηνεία της πτώσεως των πρωτοπλάστων επιτρέψτε μου να επιμείνω στην λατρεία των κτισμάτων και να ανιχνεύσω την πρώτη εκείνη εμφάνιση της ειδωλολατρίας στον κόσμο, μέσα στον ίδιο τον κήπο της Εδέμ, κάτω από την σκιά του δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού.

«Ήταν εποχή που η ανθρώπινη φύση, στο πρόσωπο του προπάτορά μας Αδάμ, ήταν απαθής και φυσικά μακριά από κάθε κακό, κοντά στον Θεό. Θεωρούσε τον Θεό και απολάμβανε με ηδονή και θαυμασμό την δόξα του κάλλους του προσώπου Του, ως τρυφή άυλη, νοερή ουράνια, άφθαρτη. Πολλή χάρη έλουζε την ψυχή του ανθρώπου και πολλές γνωστικές θεωρίες και ανατάσεις προς τον Θεό πλημμύριζαν τον θεόμορφο νου του, και μέσα στον αισθητό παράδεισο απολάμβανε τον νοητό. Και, για να περιγράψω κάπως εκείνη την μακάρια ζωή, ήταν ενωμένος αληθινά με τον εαυτό του και με τον Θεό, όσο έμενε μέσα στον εαυτό του. Και ακολούθως, όντας μέσα στον Θεό, ήταν σταθεροποιημένος σ' αυτήν την ενοειδή και πραγματικά θεοειδή κατάσταση, που ήταν άλλωστε και πολύ φυσικό, αφού είχε πλασθεί κατ’ εικόνα Θεού. Αλλά τούτα βέβαια ήταν -εν συντομία- τα αγαθά που είχε λάβει από τον Θεό.

Στον εχθρό όμως της ευτυχίας και της δόξας μας, τον μιαρό δαίμονα, που ήταν χτυπημένος από τον φθόνο, αυτό το πράγμα ήταν ανυπόφορο -αλλά και πώς να μην ήταν; Αυτός λοιπόν ο πανώλεθρος έκανε το παν για να εξαπάτηση και να απομακρύνει την ελπίδα μας με δήθεν αγαθές σκέψεις, αναρριπίζοντας την επιθυμία μας για θέωση υψηλότερη από εκείνη που είχαμε, και διαβάλλοντας, αυτός ο πρωτεργάτης της κακίας, την ειλικρίνεια της εντολής του Θεού (1). Από αυτήν λοιπόν την απάτη πάθαμε εκείνη την ελεεινή καταστροφή και γίναμε εξόριστοί του Θεού και της θείας τρυφής (2).

Ξεπέσαμε ελεεινά από την ενοειδή και νοερή πνευματική ζωή και από την δυνατότητα να θεωρούμε το πρόσωπο του Θεού και να λαμπρυνόμαστε αλλοιούμενοι από την ακτίνα του θείου κάλλους, και βρεθήκαμε, ως μη ώφελε, μοιρασμένοι και διασπασμένοι σε πολλά πράγματα, να χαιρόμαστε ανάρμοστα με αυτήν την διασπασμένη ζωή και τις ετερότητές της. Φτάσαμε μάλιστα, αντί να πιστεύουμε στην μόνη Τρισυπόστατη Θεότητα, να δημιουργήσουμε πολλούς και διάφορους θεούς, που δεν ήταν πραγματικοί θεοί, αλλά απατηλοί και ολέθριοι και εχθρικοί δαίμονες» (3).

Διάλεξα το ανωτέρω χαρακτηριστικό απόσπασμα του Πατριάρχου Καλλίστου από την Φιλοκαλία, το οποίο, ενώ συνοψίζει την ησυχαστική διδασκαλία των Νηπτικών Πατέρων περί της προπτωτικής καταστάσεως των πρωτοπλάστων με την διαρκή θεωρία του Θεού και την κυκλική κίνηση του νοός, φτάνει μέχρι το έσχατο αποτέλεσμα της Πτώσεως, δηλαδή την λατρεία των κτισμάτων και την πολυθεΐα, την οποία και ταυτίζει με την δαιμονολατρία.

Αλλ’ ας τα δούμε λίγο με την σειρά.

Ο Αδάμ ως διφυές δημιούργημα του Θεού εκ σώματος και λογικής ψυχής μετείχε κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό και του αισθητού παραδείσου και του νοητού (4). Δηλαδή έβλεπε και αισθανόταν και τα υλικά αισθητά δημιουργήματα του Θεού (ζώα φυτά πέτρες φυσικά φαινόμενα κ.λπ.) και τα άυλα και νοερά (αγγέλους και δαίμονες). Και η μεν μέθεξις του αισθητού παραδείσου συνίστατο στο «να εργάζεται και να φυλάττει» (5) -από ποιούς άραγε; κατ’ εντολήν του Θεού τα φυτά και τα ζώα του Παραδείσου (στα οποία μάλιστα έδωσε και ονόματα).

Όμως η προσοχή και η αγαπητική διάθεση της ψυχής του δεν έμενε προσκολλημένη σ’ αυτά, αλλά βλέποντας και θαυμάζοντας συνεχώς την πανσοφία και την πρόνοια του Θεού στα αισθητά κτίσματα στρεφόταν πάλι προς τον Κτίστη, τον οποίο συνεχώς ποθούσε και δόξαζε μαζί με τους νοερούς αλλά θεατούς και αναγνωρίσιμους σ’ αυτόν Αγγέλους. Και κατά τις συχνές εμφανίσεις του Θεού προς αυτόν συνομιλούσε μαζί Του και δεχόταν, από Εκείνον μόνο, κάθε αληθινή γνώση και έλλαμψη, όντας ακόμη ατελής και προοδεύοντας σιγά-σιγά, κατά το μέτρο της πίστεως και υπακοής του.

Η στάσις λοιπόν και ο αιχμαλωτισμός του νου από τα αισθητά αντικείμενα (και κατά πρώτο λόγο από το ίδιο το ανθρώπινο σώμα), χωρίς ταυτόχρονη αναγωγή και ανάταση προς τον Δημιουργό, ήταν κάτι το άγνωστο για τους πρωτοπλάστους. Για να το πούμε λίγο πιο πεζά και κατανοητά: Έβλεπαν, άκουγαν, μύριζαν, άγγιζαν, αλλά δεν πολυπρόσεχαν, δεν κοντοστέκονταν, δεν επιθυμούσαν, δεν ερευνούσαν, δεν προσπαθούσαν να κατανοήσουν μόνοι τους τα αισθητά αντικείμενα. Όλη η γνωστική και επιθυμητική διάθεση της ψυχής τους τα προσπερνούσε και στρεφόταν προς τον Θεό, από τον οποίον και περίμεναν και δέχονταν κάθε πληροφορία και γνώση, τόσο για τα άυλα όσο και για τα υλικά.

Μια από τις πρώτες τέτοιες πληροφορίες (πληροφορία-εντολή), που έλαβαν από τον Θεό για υλικό-αισθητό πράγμα, ήταν αυτή περί του δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού: από δε του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, «ου φάγεσθε απ’ αυτού· ή δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, θανάτω αποθανείσθε.» (6).

Δεν θα διεξέλθω εδώ ολόκληρη την γνωστή βιβλική διήγηση της πτώσεως, την οποία άλλωστε αναλύει με αριστοτεχνικό τρόπο ο ιερός Χρυσόστομος (7) και άλλοι Πατέρες. Θα επιμείνω μόνο στα εξής σημεία:

1. Προτού καν συγκατατεθεί η Εύα στην ύπουλη διαβολή του όφεως και προχωρήσει στην έμπρακτη παρακοή της εντολής του Θεού, η πρώτη «λανθασμένη κίνηση» που έκανε ήταν να ακούσει με προσοχή, να σταματήσει δηλαδή ο νους της και να αιχμαλωτισθεί από τον παράξενο ψίθυρο ενός κτίσματος, φρονιμοτάτου (8) μεν και ημέρου (του όφεως), που ψιθύριζε όμως για πρώτη φορά ανθρώπινα λόγια και διεκδικώντας αποκλειστικά την προσοχή της αναφερόταν στον Θεό σε τρίτο πρόσωπο, σαν Εκείνος να μην ήταν παρών. Αυτό, σύμφωνα με όσα είπαμε πιο πάνω, συνιστά την πρώτη καταγεγραμμένη, θα λέγαμε, ευθεία κίνηση και προσκόλληση του νου των πρωτοπλάστων σε κτίσμα, την πρώτη καταγεγραμμένη διάσπαση της κυκλικής κινήσεως του νου προς τον Θεό. (Καθόλου βέβαια απίθανο να προϋπήρξαν και άλλα τέτοια συμβάντα, που όμως δεν οδήγησαν στην έμπρακτη παρακοή).

Επίσης ας σημειώσουμε εδώ την πρώτη καταγεγραμμένη εμφάνιση του Διαβόλου υπό μορφήν ζώου.

2. «και είδεν η γυνή, ότι καλόν το ξύλον εις βρώσιν και ότι αρεστόν τοις οφθαλμοίς ιδείν και ωραίόν εστι τού κατανοήσαι»(9). Στο σημείο αυτό κυρίως επιμένει ολόκληρη η Πατερική ερμηνεία. Ο αιχμαλωτισμός του νου στην ωραία όψη του καρπού και στο δέλεαρ του κατανοήσαι, του να κατανοήσει δηλαδή η Εύα την φύση και αξία του καρπού από μόνη της, ανεξαρτήτως και αντιθέτως με την προειδοποίηση του Θεού, ήταν το αποφασιστικό και χαρακτηριστικό βήμα προς την τελική Πτώση των πρωτοπλάστων: η αιχμαλωσία των αισθήσεων στα κτιστά και η γοητεία της αυτόνομης και ανεξάρτητης από τον Θεό γνώσης.

Ας σημειώσουμε εδώ ότι ο Αδάμ περνά κι αυτός από τα ίδια στάδια δελεασμού των αισθήσεων και της γνώσης του απαγορευμένου καρπού, με την εξής όμως διαφορά: Αυτουνού ο νους αιχμαλωτίζεται πρώτα από ένα άλλο κτίσμα, την Εύα, που μίλα ωσεί απόντος του Θεού και παρακινεί σε παράβαση της εντολής Του.

3. Θα πει κάποιος: «Καλά όλα αυτά τα νηπτικά έως εδώ, πού είναι όμως η ειδωλολατρία;» Κατά τους Πατέρες η εγκατάλειψη της αδιάλειπτης ενατένισης και μνήμης του Θεού (με αλλά λόγια, της αδιαλείπτου προσευχής) (10), η στροφή του νου προς τα κτίσματα και η ακόλουθη αποκλειστική αποστροφή προς αυτά προς ικανοποίηση των αναγκών και επιθυμιών του, χωρίς παράλληλη μνήμη, ευχαριστία, δοξολογία του Θεού, είναι το πρώτο στάδιο της ειδωλολατρίας. Γι' αυτό άλλωστε και την εναπόθεση της ανθρώπινης ελπίδος στα υλικά μόνο πράγματα, δηλαδή την πλεονεξία, ο Απόστολος Παύλος την ονομάζει ειδωλολατρία (11). Στην μετέπειτα κατάσταση της πλήρους αποξενώσεως του ανθρώπου από τον αληθινό Θεό και του ακόλουθου σκοτισμού του νου του, τα υλικά κτίσματα που ικανοποιούν τις ανάγκες και επιθυμίες του παίρνουν την θέση Θεού, γίνονται θεότητες με αντίστοιχα ονόματα (Γαία, Ουρανός, Έρως κ.λπ.) και οι δαίμονες που διεγείρουν τις αντίστοιχες επιθυμίες και πάθη κρύβονται πίσω από τα ονόματα των νέων θεοτήτων. Ο δαίμων π. χ. του φόνου λέγεται Άρης, της πορνείας Αφροδίτη, της κλοπής Ερμής κ.ο.κ. (12)

4. Όμως αυτό που εννοεί κυρίως η Αγία Γραφή με την λέξη ειδωλολατρία είναι η πολυθεΐα: «ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι πλην εμού.» (13). (Κατά την ειδωλολατρική αντίληψη το είδωλο-ξόανο δεν ήταν το ίδιο Θεός, αλλά ομοίωμα της αντίστοιχης θεότητας, που ήταν μια αθάνατη, άυλη οντότητα, όχι πανταχού παρούσα, και κατοικούσε ή σύχναζε μέσα στον συγκεκριμένο ναό και είδωλο. Η ονομασία «ειδωλολάτρης» θεωρείται υποτιμητική και από τους παλαιούς και από τους σημερινούς αυτοαποκαλούμενους «Έλληνες εθνικούς»).

Πότε ακούγεται όμως για πρώτη φορά η έννοια της πολυθεΐας στον κόσμο; «και είπεν ο όφης τη γυναικί· ου θανάτω αποθανείσθε· ήδει γαρ ο Θεός, ότι ή αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, διανοιχθήσονται υμών οι οφθαλμοί και έσεσθε ως θεοί, γινώσκοντες καλόν και πονηρόν.». (14)

Γνωρίζοντας ο Διάβολος ότι ο άνθρωπος είναι πλασμένος από τον Θεό κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν Του και ότι με την συνεχή θεωρία και μνήμη του Θεού ήθελε να βρίσκεται πάντοτε μαζί Του και να Του ομοιάζει, τον δελεάζει με την απατηλή ελπίδα της ισοθεΐας, δηλαδή της ανύπαρκτης θέωσης εκτός και μακράν του Θεού: «έσεσθε ως θεοί, γινώσκοντες καλόν και πονηρόν». Να λοιπόν οι έτεροι θεοί πλην του Ενός. Αλλά και ο καρπός του δένδρου που είχε την (μαγική το λέω ήδη εδώ) δύναμη να χαρίζει θεϊκές ιδιότητες και ο όφης που το γνώριζε αυτό, δεν ήταν άραγε κι αυτοί ως θεοί; Όλα τα κύρια σημεία της πολυθεΐας και ειδωλολατρίας βρίσκονται σπερματικώς ήδη εδώ: θεοί κτίσματα αθάνατα μεν, αλλά όχι δημιουργοί του κόσμου (Προσοχή! Βρισκόμαστε ακόμη ένα βήμα πριν από την πτώση: Η Εύα και η φύσις όλη δεν γνωρίζουν ακόμη τον θάνατο και την φθορά).

  • ελπίδα αθανασίας παρά την παρακοή και την πτώση και μακριά από τον αληθινό Θεό {«και είπεν ο όφης τη γυναικί· ου θανάτω αποθανείσθε·»),
  • άψυχα (μαγικά το ξαναλέω) αντικείμενα που χαρίζουν θεϊκές δυνάμεις και μάλιστα την πολυπόθητη γνώση των αγνώστων μυστηρίων,
  • πρόσληψη μορφής ζώου από δήθεν θεότητα-δαίμονα,
  • δήθεν αποκαλυπτικό μαντικό λόγο υπό μορφήν φυσικού ήχου. (Φαντασθείτε τον ψιθυρισμό του όφεως σαν κάτι αντίστοιχο με το θρόισμα των φύλλων της Ιερής βαλανιδιάς στην Δωδώνη ή το κελάρυσμα της Κασταλίας πηγής στους Δελφούς).

5. Ας επιστρέψουμε όμως για τελευταία φορά στην βιβλική διήγηση: Τι σημαίνει διανοιχθήσονται υμών οι οφθαλμοί, και έσεσθε ως θεοί γινώσκοντες καλόν και πονηρόν;

Η παράθεση της φράσεως γινώσκοντες καλόν και πονηρόν μετά την λέξη ως θεοί δείχνει ότι εδώ πρόκειται για μια θεϊκή ιδιότητα την οποία ο όφης προτείνει ύπουλα στους πρωτοπλάστους να αντιποιηθούν. Δηλαδή το έσεσθε ως θεοί γινώσκοντες καλόν και πονηρόν σημαίνει ότι «θα γίνετε σαν τον Θεό παντογνώστες και θα ορίζετε πλέον εσείς μόνοι σας με την δικιά σας ανεξάρτητη γνώση (15) και χωρίς Εκείνον τι είναι καλό και τι είναι κακό» (16).

Να άλλο ένα βασικό χαρακτηριστικό της πολυθεΐας-ειδωλολατρίας: Η αντιποίηση και υπόκριση της παντογνωσίας του Θεού από τους πονηρούς δαίμονες-θεότητες, που την προσφέρουν κατά περίπτωση και με το αζημίωτο στους κοινούς θνητούς, με μάντεις και χρησμούς και μυστηριακές τελετές που αποκαλύπτουν την κατάσταση νεκρών συγγενών και φίλων ή την μετά θάνατον τύχη των ίδιων των μυστών (Ελευσίνια, Ορφικά μυστήρια κ.λπ.).

Στο σημείο αυτό έχουμε και το πρώτο σπέρμα του γνωστικισμού, που λατρεύει την γνώση και είναι κάτι μεταξύ μυστηριακής θρησκείας, φιλοσοφίας και αιρέσεως, και φτάνει μέχρι τις μέρες μας υπό την μορφή του τεκτονισμού και των συναφών μυστικών εταιρειών και ταγμάτων. Μήπως όμως κι αυτό το ως θεοί γινώσκοντες καλόν και πονηρόν δεν είναι η κρυφή και άνομη επιθυμία του θνητού ειδωλολάτρη για ανεξαρτησία από κάθε ηθικό νόμο, τέτοια που την έχουν μόνο οι αθάνατοι ψευτοθεοί του, με τα πάμπολλα αισχρά κατορθώματα, τις έριδες, συνομωσίες και επιορκίες τους;

6. «Ότι πάντες οι θεοί τών εθνών δαιμόνια, ο δε Κύριος τους ουρανούς εποίησεν» (17). Είναι διάχυτη στην Αγία Γραφή -κυρίως στην Παλαιά Διαθήκη- αλλά και στα συναξάρια των Αποστόλων και τους Αποστολικούς Πατέρες και Απολογητές, η γνώμη ότι οι θεοί της πολυθεΐας είναι δαίμονες, που άλλοτε φοβίζουν και άλλοτε δήθεν ευεργετούν τους ανθρώπους και τους αναγκάζουν έτσι να εξασφαλίζουν την εύνοιά τους με τελετές και θυσίες και πολύ συχνά ανθρωποθυσίες. «έθυσαν δαιμονίοις και ου Θεώ» (18). «έθυσαν τους υιούς αυτών και τας θυγατέρας αυτών τοις δαιμονίοις» (19).

Ο λόγος που το κάνουν αυτό οι δαίμονες είναι για να τιμώνται οι ίδιοι ως θεοί, κατά το παράδειγμα του αρχηγού τους Εωσφόρου, ο οποίος φαντασθείς ισοθεΐα τους παρακίνησε όλους σε επανάσταση κατά του Θεού. Αυτό εξηγεί πάρα πολλά φαινόμενα της παλαιάς και της σύγχρονης ειδωλολατρίας, μεταξύ των οποίων το γεγονός ότι οι λεγόμενοι θεοί συχνά μάχονται μεταξύ τους (όπως μαρτυρείται σε κάποιες γεροντικές διηγήσεις και για τα δαιμόνια), έχουν σαφή προσωπικότητα και ειδική χαρακτηρολογία, βάσει της οποίας, παρά τις διαφορετικές ονομασίες από χώρα σε χώρα, στο τέλος αντιστοιχίζονται με τον συγκρητισμό. Επίσης το ότι μαντεύουν, δηλαδή ως ασώματα όντα που είναι, προλέγουν κατ’ εκτίμηση το άμεσο μέλλον κ.λπ.

Όταν οι σύγχρονοι ελληνίζοντες εθνικοί ερωτώνται αν είναι σατανολάτρες απαντούν με την εξής σοφιστεία: «Μα ο Σατανάς δεν αποτελεί μέλος του αρχαιοελληνικού ή του ελληνιστικού πανθέου. Είναι οντότης Ιουδαιο-Χριστιανική και εμείς τον αγνοούμε». Αν ζούσε όμως σήμερα ο Απόστολος Παύλος, θα τους απαντούσε ότι αυτός ο Σατανάς είναι ο «άγνωστος Θεός» τους, διότι ο Χριστός πλέον είναι γνωστός σε όλο τον κόσμο και αυτοί εν γνώση τους Τον απορρίπτουν και Τον πολεμούν. Οι σύγχρονοι επίδοξοι αναστηλωτές της εθνικής ελληνιστικής θρησκείας δεν είναι παρά απλοί ρομαντικοί αρχαιοελληνιστές ή δόλιοι προπαγανδιστές της Νέας Εποχής, που ούτε τηρούν σωστά ούτε μπορούν να πετύχουν αυτό που επαγγέλλονται. Η αρχαιοελληνική θρησκεία ήταν λατρεία δημόσια των τοπικών θεοτήτων με αιματηρές θυσίες ζώων, υποχρεωτική για όλους τους πολίτες. (Γι' αυτό άλλωστε έγιναν και οι διωγμοί κατά των Χριστιανών). Όμως «χαμαί πέσε Δαίδαλος αυλά· ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν, ου μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσαν, απέσβετο και λάλον ύδωρ» (20). Η παγκόσμιος σταυρική θυσία του Χριστού κατήργησε τις αιματηρές θυσίες των ειδώλων, και ο Διάβολος βρήκε από τότε άλλους πολλούς τρόπους, για να πολεμά την σωτηρία των ανθρώπων.

Είθε η αγάπη και η ευσπλαγχνία του Ενός Τριαδικού Θεού να γλυτώνει από τα δίχτυα εκείνους τους ειλικρινείς και γνήσιους αναζητητές της Αληθείας.

 

Σύνοψη

Κατά τους Πατέρας η εγκατάλειψη της αδιάλειπτης ενατένισης και μνήμης του Θεού (με άλλα λόγια της αδιαλείπτου προσευχής), η στροφή του νου προς τα κτίσματα και η ακόλουθη αποκλειστική αποστροφή προς αυτά προς ικανοποίηση των αναγκών και επιθυμιών του, χωρίς παράλληλη μνήμη, ευχαριστία, δοξολογία του Θεού, είναι η απαρχή της λατρείας των κτισμάτων, της ειδωλολατρίας, η οποία καταδικάζεται από την Παλαιά Διαθήκη κυρίως ως πολυθεΐα. Τα σπέρματά της βρίσκονται στην ίδια την πτώση των πρωτοπλάστων, όπου για πρώτη φορά υποβάλλονται από τον διάβολο στους πρωτοπλάστους οι έννοιες της ισοθεΐας και πολυθεΐας δια της απατηλής αποδόσεως θείων ιδιοτήτων και ενεργειών στον απαγορευμένο καρπό και κατά συνεκδοχήν στον γνωρίζοντα και αποκαλύπτοντα αυτά Διάβολο. Έκτοτε η προσπάθεια του Διαβόλου και των πεσόντων αγγέλων είναι να σφετερισθούν την θέση του Θεού έναντι των ανθρώπων, υπό την μορφή πολλών θεοτήτων με χαρακτήρες και ονόματα κτισμάτων και των σχετικών με αυτά αναγκών και επιθυμιών του ανθρώπου, ως δήθεν εξουσιασταί αυτών των κτισμάτων και εκπληρωταί των αντιστοίχων ανθρωπίνων επιθυμιών.

Άρα κατά την Παλαιά Διαθήκη και τους Πατέρας η ειδωλολατρία είναι δαιμονολατρία και οι σύγχρονοι επίδοξοι αναστηλωτές της αρχαιοελληνικής θρησκείας είναι συνειδητώς ή ανεπιγνώστως νεοεποχικοί προπαγανδιστές της λατρείας του Διαβόλου.

 

Σημειώσεις


1. Γένεση 3, 4-5

2. Γένεση 3, 23-24

3. Καλλίστου Καταφυγιώτου (Αγγελικούδη), Περί Θείας Ενώσεως και Βίου Θεωρητικού ος΄, Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, τόμ. Έ΄, σ. 41.

4. Ιωάννου Δαμασκηνού, έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, β΄ (11) 25 (12) 22 και β΄ (30) 44, Ε. Π. Ε. , τόμ. 1, σσ. 200-213 και σ. 270 κ. ε. (Ιδιαιτέρως σ. 273).

5. Γένεση 2, 15.

6. Γένεση 2, 17.

7. Εις την Γένεσιν, Ομιλία ιζ΄-ιη΄, Ε. Π. Ε. , τόμ. 2, σσ. 408 κ. ε.

8. Γένεση 3, 1.

9. Γένεση 3, 6.

10. Νους Θεώ συναπτόμενος και αυτώ εγχρονίζων δια προσευχής και αγάπης, σοφός γίνεται και αγαθός. . . Τούτου δε αναχωρών, ή κτηνώδης γίνεται φιλήδονος γεγονώς, ή θηριώδης, δια ταύτα τοις ανθρώποις μαχόμενος. (Μαξίμου Ομολογητού, Περί αγάπης κεφαλαίων εκατοντάς δευτέρα, νβ΄, Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, τόμ. Β΄, σ. 21.

11. Εφ. 5, 5. Κόλ. 3, 5.

12. Και ο σημερινός άνθρωπος, συνειδητά η ασυνείδητα, δεν είναι άμοιρος αυτής της ειδωλοποίησης των παθών του: Και γίνεται ένα παρόμοιον της ειδωλολατρικής εποχής. Ετότε, όταν ύβριζες τα είδωλα, σε ελιθοβόλουν και κακήν κακώς σε εθανάτωνον. Και τώρα το κάθε πάθος επέχει θέσιν ειδώλου. Και, αν ελέγξεις και κατακρίνεις το πάθος που βλέπεις ο καθείς να νικάται, όλοι φωνάζουν: Λιθοβολήστε τον διότι ύβρισεν τους θεούς μας! (Γέροντος Ιωσήφ (Ησυχαστού), Επιστολή τα΄, έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας, Ιερά Μονή Φιλόθεου 19924, σ. 93).

13. Έξοδ. 20, 3.

14. Γένεση 3, 4-5.

15. Βλέπε Αρχιμ. Ιωήλ Γιαννακόπουλου, Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους Ο΄, Ο. Χ. Α. «Λυδία» 1986, τόμ. Α΄, σσ. 56-57.

16. Η ερμηνεία της ονομασίας του δένδρου της γνώσεως τον καλού και του κακού είναι δύσκολη υπόθεση και συχνά καταλήγει στην υπόθεση ότι το δένδρο αυτό ονομάστηκε έτσι εκ του αποτελέσματος, δηλαδή από το ότι οι πρωτόπλαστοι γνώρισαν πλέον με την πείρα των αποτελεσμάτων της παραβάσεως τι είναι αμαρτία και τι όχι. Φαίνεται όμως ότι η ονομασία αυτή προέρχεται από την ψευδή εκείνη ιδιότητα που του απέδωσε ο Διάβολος, για να εξαπάτηση τους πρωτοπλάστους: του δένδρου της δήθεν γνώσεως του καλού και του κακού. Κατά τα αλλά ήταν ένα απλό δένδρο -πιθανόν συκή και η απαγόρευση του Θεού δεν είχε να κάνη με κάποια θανατηφόρα δήθεν φύση του καρπού του δένδρου, αλλά δόθηκε σαν άσκηση υπακοής και συνεχούς μνήμης του Θεού στους πρωτοπλάστους, ώστε μέσω της εντολής και αντικρίζοντας κάθε λίγο στο μέσο του παραδείσου το δένδρο εκείνο να μη φθάσουν ποτέ στην κατάσταση της πλήρους λήθης και απομακρύνσεως από Αυτόν (Ιωάνν. Χρυσοστόμου, εις την Γένεσιν, Ομιλία ις΄, κεφ. Ε΄, Ε. Π. Ε. , τόμ. 2, σ. 428).

17. Ψαλμ. 95, 5.

18. Δευτ. 32, 17.

19. Ψαλμ. 105, 36.

20. Ιωάννου Δαμασκηνού, Υπόμνημα. . . Του πάθους του Αγίου και ενδόξου μεγαλομάρτυρος και θαυματουργού Αρτεμίου, κεφ. ΛΕ, στ. 36-38, Ε. Π. Ε. , τόμ. 5, σ. 370.

Δημιουργία αρχείου: 5-8-2015.

Τελευταία ενημέρωση: 5-8-2015.

ΕΠΑΝΩ