Η Γιόγκα και ο Διαλογισμός είναι ασυμβίβαστα με την Ορθόδοξη Εκκλησία * Εκ της ανατολικής πύλης * Υποστηρίζεται στην Αγία Γραφή η διάκριση κτιστού και Ακτίστου; * Η διδασκαλία αγίων Πατέρων και Θεολόγων για το "κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν" * Ο Θεός ως Αιών τών αιώνων και "Είναι" κάθε υπαρκτού * Γνώση Θεού - Θεολογία και "αυτοπτικό όμμα" * Πώς γίνεται η γνωριμία του Θεού
Η αντανάκλαση τού κατ'
εικόνα
μια παρεξηγημένη από τον Πανθεϊσμό εικόνα, που ταυτίζεται με το πρωτότυπο Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ)
Πηγή: "Περί Προσευχής" Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ). Μετάφρασις εκ του Ρωσικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου. Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου. Έσσεξ Αγγλίας 1993. |
Η οδός των Πατέρων ημών απαιτεί ισχυράν πίστιν και μεγάλην υπομονήν, ενώ οι σύγχρονοι ημών άνθρωποι αποπειρώνται να αποκτήσουν πάντα τα πνευματικά χαρίσματα, και αυτήν εισέτι την άμεσον θεωρίαν του Απολύτου Θεού, βεβιασμένως και αυτομάτως.
Συχνάκις μεταξύ αυτών συναντώμεν την τάσιν του παραλληλισμού της δια του Ονόματος του Ιησού προσευχής προς την γιόγκα ή τον «υπερβατικόν διαλογισμόν» και τα όμοια τούτοις. Θεωρώ αναγκαίον να υποδείξω το επικίνδυνον της πλάνης ταύτης: κίνδυνον να θεωρήσωμεν την προσευχήν ως το απλούν και εύκολον «τεχνητόν» μέσον, όπερ οδηγεί εις την άμεσον ένωσιν μετά του Θεού. Κρίνω απαραίτητον να υπογραμμίσω κατηγορηματικώς την ριζικήν διαφοράν, ήτις υφίσταται μεταξύ της ευχής του Ιησού και όλων των άλλων ασκητικών θεωριών. Πλανώνται όσοι αγωνίζονται νοερώς να απεκδυθούν παντός παρερχομένου, συμβατικού, ίνα ούτως υπερπηδήσουν αόρατον τι κατώφλιον και συνειδητοποιήσουν το άναρχον αυτών, την «ταυτότητα» αυτών μετά της Πηγής παντός υπαρκτού· ίνα επιστρέψουν προς το ανώνυμον υπερπροσωπικόν Απόλυτον και ανακραθούν μετ’ Αυτού· ίνα διαλύσουν εν τω ωκεανώ του υπερνοητού και αυτήν την προσωπικότητα αυτών, αναμιγνύοντες αυτήν μετά της ατομικοποιημένης μορφής της φυσικής υπάρξεως (Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΤΩΡΑ). Ασκητικαί προσπάθειαι του είδους αυτού (γιόγκα) έδωκαν εις τινας την ικανότητα να υψωθούν μέχρι της μεταλογικής θεωρίας του είναι· να γευθούν μυστικόν τινα τρόμον, να γνωρίσουν την κατάστασιν της σιγής του νοός μετά την έξοδον τούτου πέραν των ορίων του χρόνου και του χώρου. Εις παρομοίας εμπειρίας ο άνθρωπος δύναται να αισθανθή την ανάπαυσιν της απεκδύσεως εκ των απαύστως εναλλασομένων φαινομένων του ορατού κόσμου· να ανακαλύψη εν αυτώ την ελευθερίαν του πνεύματος και να θεωρήση το νοερόν κάλλος. Η τελική ανάπτυξις τοιαύτης απροσώπου ασκητικής ωδήγησε πολλούς να νομίσουν ότι η Θεία αρχή ευρίσκεται εν αυτή ταύτη τη φύσει του ανθρώπου, εν τη τάσει αυτού προς αυτοθέωσιν –ήτις κείται εν τη βάσει της μεγάλης Πτώσεως–, εν τη διακρίσει εν εαυτοίς «απολυτότητος» τινος, ήτις δεν είναι κατ’ ουσίαν άλλο τι ει μη η αντανάκλασις της Θείας Απολυτότητος εις τα κατ’ εικόνα κτίσματα, εν τη αισθήσει έλξεως προς επιστροφήν εις την κατάστασιν εκείνην της ησυχίας, εν τη οποία ο άνθρωπος ευρίσκετο τρόπον τινά προ της εμφανίσεως αυτού εις τον κόσμον τούτον. Εν πάση περιπτώσει μετά την πείραν της απεκδύσεως δύναται να αναφυή εν τω νοΐ το είδος τούτο της νοεράς πλάνης. Επί του προκειμένου, δεν προτίθεμαι να απαριθμήσω όλας τας πλάνας των νοερών θεωριών, αλλά θα είπω εξ ιδίας πείρας ότι ο Αληθής, ο Ζων Θεός τουτέστιν ο όντως Ών, ουδόλως ευρίσκεται εν αυταίς. Τούτο είναι η φυσική τάσις του ανθρωπίνου πνεύματος εις τας πλέον εξηυγενισμένας κινήσεις αυτού προς το απόλυτον. Όλαι αι θεωρίαι, αίτινες επιτυγχάνονται δια της οδού ταύτης είναι αυτοθεωρία, ουχί όμως θεωρία Θεού. Εις τας καταστάσεις αυτάς ανακαλύπτομεν μόνον το κτιστόν κάλλος, και ουχί το Πρωταρχικόν Είναι. Και εν παντί τούτω δεν υπάρχει σωτηρία εις τον άνθρωπον. Η αυθεντική απολύτρωσις αρχίζει όταν δεχθώμεν πλήρως και αναμφιβόλως την Αποκάλυψιν: «Εγώ ειμι ο Ών» … «Εγώ ειμι το Α και το Ω, ο Πρώτος και ο Έσχατος» (Αποκ. 1,10). Ο Θεός είναι το Προσωπικόν Απόλυτον, η ομοούσιος και αδιαίρετος Τριάς: Επί της Αποκαλύψεως ταύτης οικοδομείται άπασα η χριστιανική ημών ζωή. Ούτος ο Θεός εκάλεσεν ημάς εκ του μη όντος εις την ζωήν ταύτην. Η γνώσις του Ζώντος τούτου Θεού και η διείσδυσις εις το μυστήριον της δημιουργίας Αυτού ελευθεροί ημάς από του σκότους των ιδίων ημών (εκ των κάτω πορευομένων) ιδεών περί του Απολύτου· σώζει ημάς εκ της ολεθρίου, καίτοι ασυνειδήτου, τάσεως όπως απορρίψωμεν παν είδος υπάρξεως. Εκτίσθημεν, ίνα γίνωμεν κοινωνοί του Θείου Είναι, του όντως Όντος. Ο Χριστός υπέδειξεν εις ημάς την θαυμαστήν ταύτην οδόν: «Στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν» (Ματθ. 7,14). Κατανοούντες τα βάθη της σοφίας του Δημιουργού αποδεχόμεθα τα παθήματα δια των οποίων αποκτάται η Θεία αιωνιότης. Όταν δε επισκιάση ημάς το Φως Αυτού, τότε συνενούμεν εν ημίν την θεωρίαν των δύο άκρων της αβύσσου: του σκότους του άδου αφ’ ενός, και του θριάμβου της νίκης αφ’ ετέρου. Εισαγόμεθα οντολογικώς εις τον χώρον της ακτίστου Θείας Ζωής. Και ο άδης παύει να εξουσιάζη ημών. Δίδεται εις ημάς η χάρις να ζήσωμεν την κατάστασιν του Σαρκωθέντος Λόγου-Χριστού, του καταβάντος εις τον άδην ως Νικητού. Τότε ημείς, τη δυνάμει της αγάπης Αυτού περιπτυσσόμεθα άπασαν την κτίσιν εν προσευχή: «Ιησού, Παντοκράτορ Αγαθέ, ελέησον ημάς και τον κόσμον Σου». Η Αποκάλυψις του Προσωπικού Θεού προσδίδει εις πάντα θαυμαστόν χαρακτήρα. Το είναι δεν αποτελεί προκαθωρισμένην τινά κοσμικήν διαδικασίαν, αλλά το Φως της απεριγράπτου αγάπης των Θείων και των κτιστών προσώπων. Είναι η ελευθέρα κίνησις των προσωπικών πνευμάτων, ήτις πληρούται συνετής επιγνώσεως παντός υπαρκτού και αυτοσυνειδησίας. Εκτός τούτων εις ουδέν υπάρχει νόημα, αλλά μόνον θάνατος. Η προσευχή μετά του Θείου Προσώπου, τουτέστι λαμβάνει απόλυτον χαρακτήρα. Αύτη δε εκφράζεται δια της προσευχής ημών προς τον Λόγον του Πατρός: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Συνάναρχε Λόγε του Ανάρχου Πατρός Σου, ελέησον ημάς, σκήνωσον εν ημίν, σώσον ημάς και τον κόσμον Σου». |
Δημιουργία αρχείου: 20-9-2019.
Τελευταία ενημέρωση: 20-9-2019.