Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο

Βιβλία

 
Περιεχόμενα // Κρίσεις Επισκόπων // ΜΕΡΟΣ 1 - Κεφάλαιο Α.β'
 
ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΟΥ ΖΗΛΩΤΙΚΟΥ
ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΣΜΟΥ

Τού Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Παπαδάκη

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ :  ΑΝΑΙΡΕΣΙΣ ΤΩΝ ΖΗΛΩΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ


Κεφάλαιο Α΄ - Η διόρθωσις του Ιουλιανού ημερολογίου το 1924

α΄. Ιουλιανό και Γρηγοριανό ημερολόγιο

 

Από τον πρώτο αιώνα μετά Χριστόν οι Xριστιανικοί λαοί που βρίσκονταν εντός του Ρωμαϊκού κράτους, χρησιμοποιούσαν στις κοινωνικές τους σχέσεις το τότε ισχύον Ιουλιανό ημερολόγιο. Το ημερολόγιο αυτό αποδέχθηκε εξ αρχής και η Εκκλησία, επί του οποίου μάλιστα προσδιώρισε σταθμούς εορταστικούς απαρτίζοντας έτσι το εορτολόγιό της. τους σταθμούς αυτούς, διά των οποίων το Ιουλιανό ημερολόγιο προσέλαβε εκκλησιαστικό όχι όμως και δογματικό χαρακτήρα, δεν τηρούσαν οπωσδήποτε ταυτόχρονα ή ομοιόμορφα όλες οι επί μέρους Χριστιανικές Εκκλησίες. Αντιθέτως, οι Τοπικές Εκκλησίες διαμόρφωναν τον εορταστικό τους κύκλο κατά διαφορετικό τρόπο -ανάλογα με τις ιδιαίτερες παραδόσεις τους.

Ασυμφωνία παρατηρείτο και στην εορτή του Πάσχα, την οποία άλλοι μεν εόρταζαν μαζί με τους Εβραίους την 14η του Εβραϊκού μηνός Νισάν σε οποιαδήποτε ημέρα της εβδομάδος, ενώ άλλοι μετά το Εβραϊκό Πάσχα, πάντοτε κατά την Κυριακή1 και μετά την εαρινή ισημερία, (δηλαδή την ανοιξιάτικη ημέρα κατά την οποία η νύκτα έχει ίση διάρκεια με την ημέρα). Η διαφοροποίησις αυτή και ιδίως ο κατά παράβασι του ζ΄ Αποστολικού κανόνος συνεορτασμός του Πάσχα με τους Εβραίους2 επέφεραν ανωμαλίες στο σώμα της Εκκλησίας, σε βαθμό που να απειλήται ακόμη και η ενότητά της.

Τήν άρσι των ανωμαλιών αυτών επιχείρησε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία συγκλήθηκε για την αντιμετώπισι της αρειανικής αιρέσεως και άλλων εκκλησιαστικών σχισμάτων και ζητημάτων το 325.

Η Σύνοδος ώρισε να εορτάζεται το Πάσχα ταυτόχρονα από όλους τους Χριστιανούς και συγκεκριμένα «τήν πρώτην Κυριακήν, μετά την πρώτην πανσέληνον της εαρινής ισημερίας»3 και φυσικά μετά το Εβραϊκό Πάσχα. «Κατά το 325, ότε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος καθώρισε τον κανόνα εορτασμού του Πάσχα, η εαρινή ισημερία συνέβαινε την 21ην Μαρτίου του Ιουλιανού ημερολογίου»4.

Το Ιουλιανό ημερολόγιο όμως δεν ήταν άμοιρο ατελειών. Συγκεκριμένα η χρονική διάρκεια του έτους του (365 ημέρες και 6 ώρες) είναι κατά 11΄ και 13΄΄ λεπτά περίπου μεγαλύτερη της πραγματικής διαρκείας του ηλιακού έτους (365 ημέρες, 5 ώρες, 48΄ και 46΄΄ λεπτά)5. Η διαφορά αυτή των 11 περίπου λεπτών συμπληρώνει σε 128 έτη μία ολόκληρη ημέρα, (ενώ σε 1280 έτη 10 ημέρες), με αποτέλεσμα με την πάροδο τών αιώνων η εαρινή ισημερία να κατέρχεται από την 21η Μαρτίου σέ χαμηλότερες ημερομηνίες. Έτσι όμως, κατά την άποψι ορισμένων, κάποτε «τάς εορτάς του χειμώνος θα εορτάσωμεν εν έαρι και θέρει»6.

Τά Θεοφάνεια π.χ. θα εορτασθούν κατά την εαρινή ισημερία. Πράγματι, το έτος 1582 (1260 δηλαδή έτη μετά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο) η εαρινή ισημερία είχε κατέλθει από την 21η στην 11η Μαρτίου. προς επαναφορά της 21ης Μαρτίου στην φυσική εαρινή ισημερία και άρση των ανωμαλιών που οφείλοντο στις ατέλειες του Ιουλιανού ημερολογίου ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ εισήγαγε το 1582 νέο, ακριβέστερο ημερολόγιο, το λεγόμενο Γρηγοριανό. Ο πάπας απέκοψε 10 ημέρες από τον μήνα Οκτώβριο ονομάζοντας την 5η Οκτωβρίου ως 15η και έτσι η εαρινή ισημερία επανήλθε κατά το 1583 από τις 11 στις 21 Μαρτίου.

Όμως ούτε το Γρηγοριανό ημερολόγιο είναι άμοιρο ατελειών, καθώς, κατ’ αυτό, το έτος θεωρείται ίσο προς 365 ημέρες, 5 ώρες, 49΄ και 12΄΄ λεπτά, είναι δηλαδή κατά 26΄΄ λεπτά περίπου μεγαλύτερο του πραγματικού. Το μεγαλύτερο όμως μειονέκτημά του είναι, ότι το Πάσχα εορτάζεται μερικές φορές ταυτόχρονα ή ακόμη και προ του Εβραϊκού Πάσχα κατά προφανή παράβαση του ζ΄ αποστολικού κανόνος, αλλά καί των περί του Πάσχα διατάξεων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου.

Για τον λόγο αυτό, όταν ο πάπας Γρηγόριος επιδίωξε να επιβάλη το ημερολόγιό του και στην Ανατολική Εκκλησία, οι Ορθόδοξοι πατριάρχαι το καταδίκασαν διά τριών Τοπικών Συνόδων (1583, 1587 και 1593). Οι πατριάρχαι θεώρησαν την παπική μεταβολή του ημερολογίου ως αυθαίρετη καταπάτηση των εκκλησιαστικών παραδόσεων7, άκαιρη και μη αναγκαία, καθώς εκείνη την εποχή υπήρχαν άλλα σοβαρότερα ζητήματα προς διόρθωσι «καί ουχί τα παίγνια των ωρολογίων τούτων»8.

Επιπλέον οι πατριάρχαι διά της καταδίκης του παπικού ημερολογίου θέλησαν να προφυλάξουν το ποίμνιό τους από τους προπαγανδιστικούς σκοπούς των Λατίνων, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν κάθε μέσο προς πνευματική άλωσι της Ορθοδόξου Ανατολής.

 

1 Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, § 8, σελ. 111.

2 P.G.137, 48B.

3 Ιω. Καρμίρη, Τά δογματικά και συμβολικά μνημεία..., τόμος α΄, σελ. 121.

4 Θ.Η.Ε., τόμος 6, στήλη 48.

5 Α. Δ. Δελήμπαση, Πάσχα Κυρίου, σελ. 563.

6 Ανθίμου Βιζύης, το ημερολογιακόν ζήτημα, σελ. 130.

7 Δημητριάδος Γερμανού, πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου και Ζακύνθου Χρυσοστόμου, Διαμαρτυρία προς τας Ορθοδόξους Εκκλησίας..., σελ. 9.

8 Ιερεμίου Β΄ Κωνσταντινουπόλεως, παρά Φ. Βαφείδη, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμος γ΄, § 216, 2, σελ. 125.


 


 
Περιεχόμενα // Κρίσεις Επισκόπων // ΜΕΡΟΣ 1 - Κεφάλαιο Α.β'

Δημιουργία αρχείου: 12-8-2012.

Τελευταία ενημέρωση: 12-8-2012.

Πάνω