Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο

Βιβλία

Διωγμοί

 
Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

 

Οι διωγμοί κατά της Εκκλησίας στην Προκωνσταντίνεια εποχή

Τού Αποστόλου Αθ. Γλαβίνα

Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο.

Η στάση των πρώτων ρωμαίων αυτοκρατόρων


Στην Καινή Διαθήκη δεν μπορούμε να βρούμε ενδείξεις από τις οποίες είναι δυνατό να σχηματίσουμε την εντύπωση ότι υπήρχε κάποια καθορισμένη κρατική πολιτική απέναντι στο Χριστιανισμό σαν γενικότερη κίνηση ή έστω απέναντι στους Χριστιανούς. Στις πρώτες δεκαετίες του ρωμαϊκού κράτους δεν ενδιαφέρονταν σοβαρά γι’ αυτούς οι κρατικές αρχές, είτε γιατί δεν τους γνώριζαν καλά είτε γιατί τους θεωρούσαν ανάξια λόγου μειοψηφία είτε γιατί τους θεωρούσαν ημιανεξάρτητο κομμάτι που ζούσε από τον Ιουδαϊσμό αλλά δρούσε στο περιθώριο του.

Ο αυτοκράτορας Τιβέριος (14-37 μ. Χ. ), κατά τη μαρτυρία του Τερτυλλιανού, με βάση τα όσα για τη θεότητα του Ιησού Χριστού πληροφορήθηκε στη Συρία και Παλαιστίνη, ζήτησε από τη ρωμαϊκή σύγκλητο, σύμφωνα με παλαιά διατάγματα, να περιληφθεί και ο Ιησούς Χριστός ανάμεσα στις θεότητες και με την ψήφο του πρώτος υποστήριξε αυτή. Η σύγκλητος τελικά δεν ενέκρινε την πρόταση αυτή και ο Τιβέριος επέμεινε στη γνώμη και μάλιστα απείλησε με καταδίκη τους κατηγόρους των Χριστιανών: Και ίνα ανατρέξωμεν εις την πηγήν των νόμων τον είδους τούτον αναφέρομεν, ότι υπήρχε παλαιόν τι διάταγμα, δια του οποίον απηγορεύετο, όπως καθιερούται εις Θεός υπό αυτοκράτορας τίνος, εάν δεν υπήρχεν η προηγουμένη έγκρισις της συγκλήτου. Ο Μάρκος Αυρήλιος επληροφορήθη τούτο εξ αφορμής του Θεού του Αλβούρνου. Είναι και τούτο εν ακόμη σημείον χρήσιμον εις την υπόθεσίν μας, ότι δηλαδή η ιδιοτροπία του ανθρώπου αποφασίζει περί των Θεών σας. Εάν Θεός τις δεν είναι αρεστός εις τον άνθρωπον, δεν θα παραμείνη Θεός· ιδού, ότι θα πρέπη ο άνθρωπος να είναι ευνοϊκός εις τον Θεόν.

Όθεν ο Τιβέριος, επί της εποχής του οποίου το όνομα Χριστιανός εισήχθη κατά πρώτον εις τον κόσμον, εξέθεσε προς την σύγκλητον τα γεγονότα τα οποία τω είχον αναγγελθή εκ Συρίας και Παλαιστίνης, γεγονότα, δια των οποίων είχεν αποκαλυφθή εκεί κάτω η αλήθεια περί της θεότητος του Χριστού και υπεστήριξε ταύτην πρώτος δια της ψήφου του. Η σύγκλητος όμως δεν παρεχώρησε την έγκρισίν της και απέρριψε ταύτην. Ο αυτοκράτωρ επέμεινεν εις την γνώμην του και ηπείλησε δια καταδίκης τους κατηγόρους των Χριστιανών. (Ο Απολογητικός του Τερτυλλιανού, κεφ. Ε'. Μετάφρασις μετ’ Εισαγωγής υπό Ιωάννου Ο. Φραγκούλη, εν Αθήναις 1936, 29-30).

Το ίδιο γεγονός, για τον Τιβέριο, αναφέρει και ο Ευσέβιος Καισαρείας: Και δη της παραδόξου του σωτήρος ημών αναστάσεως τε και εις ουρανούς αναλήψεως τοις πλείστοις ήδη περιβόητου καθεστώσης, παλαιού κεκρατηκότος έθους τοις των εθνών άρχουσι τα παρά σφίσιν καινοτομούμενα τω την βασίλειον αρχήν επικρατούντι σημαίνειν, ως αν μηδέν αυτόν διαδιδράσκοι των γινομένων, τα περί της εκ νεκρών αναστάσεως του σωτήρος ημών Ιησού εις πάντας ήδη καθ’ όλης Παλαιστίνης βεβοημένα Πιλάτος Τιβερίω βασιλεί κοινούται, τας τε άλλας αυτού πυθόμενος τεραστίας και ως ότι μετά θάνατον εκ νεκρών αναστάς ήδη Θεός είναι παρά τοις πολλοίς πεπίστευτο. Τον δε Τιβέριον ανενεγκείν επί την σύγκλητον εκείνην τ’ απώσασθαι φάσι τον λόγον, τω μεν δοκείν, ότι μη πρότερον αυτή τούτο δοκιμάσασα ην, παλαιού νόμου κεκρατηκότος μη άλλως τινά παρά Ρωμαίοις θεοποιείσθαι μη ουχί ψήφω και δόγματι συγκλήτου, τη δ’ αληθεία, ότι μηδέ της εξ ανθρώπων επικρίσεώς τε και συστάσεως η σωτήριος του θείου κηρύγματος εδείτο διδασκαλία· ταύτη δ’ ουν απωσαμένης τον προσαγγελθέντα περί του σωτήρος ημών λόγον της Ρωμαίων βουλής, τον Τιβέριον ην και πρότερον είχεν γνώμην τηρήσαντα, μηδέν άτοπον κατά της του Χριστού διδασκαλίας επινοήσαι. Ταύτα Τερτυλλιανός τους Ρωμαίων νόμους ηκριβωκώς, ανήρ τα τε άλλα ένδοξος και των μάλιστα επί Ρώμης λαμπρών, εν τη γραφείση μεν αυτώ Ρωμαίων φωνή, μεταβληθείση ο επί την Ελλάδα γλώτταν υπέρ Χριστιανών απολογία τίθησιν, κατά λέξιν τούτον Ιστορών τον τρόπον (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Β΄ 2).

Ο Κλαύδιος (41-54), κατά το Δίωνα Κάσσιο (Ρωμαϊκή Ιστορία, 60,6), περιορίστηκε, σε μια πρώτη φάση, να απαγορεύσει τις Ιουδαϊκές εταιρείες στη Ρώμη: Τους τε Ιουδαίους πλεονάσαντας αύθις, ώστε χαλεπώς αν άνευ ταραχής υπό του όχλου σφών της πόλεως ειρχθήναι, ουκ εξήλασε μεν, τω δε δη πατρίω βίω χρωμένους εκέλευσε μη συναθροίζεσθαι. Τας τε εταιρείας επαναχθείσας υπό του Γαϊου διέλυσε, αργότερα όμως (το 49) εξεδίωξε τους Ιουδαίους από τη Ρώμη. Βέβαια το μέτρο αυτό δεν μπορεί οπωσδήποτε να θεωρηθεί ως διωγμός εναντίον των Χριστιανών επειδή ανάμεσα σ' αυτούς που διώχτηκαν τότε υπήρχαν και Χριστιανοί. Το αστυνομικό αυτό μέτρο χρησιμοποιήθηκε από τον Κλαύδιο για να εκτονωθούν οι ταραχές που είχαν ξεσπάσει ανάμεσα στους Εβραίους και Χριστιανούς της Ρώμης. Αφορμή για να δημιουργηθούν οι ταραχές αυτές ήταν οι διαφωνίες που είχαν οι δυο αυτές μερίδες γύρω από το πρόσωπο του Χριστού. Η σχετική μαρτυρία του Σουετωνίου είναι η εξής: Επειδή Ιουδαίοι συνέχεια έκαμαν ταραχές με την υποκίνηση του Χριστού (Chrestus-Χρήστος-Χρεστός), αυτός (ο Κλαύδιος) τους έδιωξε από τη Ρώμη (Judaeos impulsore Chresto assidue tumultantes Roma expulit, Suetonii, νita Claudii XXV, 4). Η μαρτυρία αυτή μας επιτρέπει να υπογραμμίσουμε 1) ότι τουλάχιστο εκείνη την εποχή στη Ρώμη γνώριζαν μόνο τους Εβραίους και σ' αυτούς συγκατέλεγαν και τους Χριστιανούς, 2) ότι στη Ρώμη υπήρχαν Χριστιανοί, οπαδοί του Χριστού (παράβαλλε Πραξ. 2,10 Ιουδαιο-Χριστιανοί Ρωμαίους 16,1-16 κυρίως Χριστιανοί από την Ελλάδα· Ρωμαίους 11,13 Εθνικο-Χριστιανοί· Ρωμαίους 15,16 ο ίδιος ο Παύλος λειτουργός των Εθνικο-Χριστιανών· Ρωμαίους 4,1 για τον Αβραάμ τον πατέρα μας. Ο Παύλος, συνεπώς, απευθύνεται με την επιστολή του στους Εθνικό και Ιουδαιο-Χριστιανούς που απαρτίζουν την Εκκλησία της Ρώμης. Ιδές και Ρωμαίους 16,4 όπου ο λόγος για την ευγνωμοσύνη του Παύλου και των Εκκλησιών των εθνών στο ζεύγος Ακύλα και Πρίσκιλλας), τους οποίους δε διέκριναν οι ρωμαϊκές αρχές και οι Ρωμαίοι αλλά οι Εβραίοι τους ενοχλούσαν φορτικά ώστε να δημιουργούνται ταραχές επικίνδυνες για τη δημόσια ασφάλεια και ησυχία, με αποτέλεσμα ο Κλαύδιος να λάβει δραστικά μέτρα εναντίον τους, 3) ότι ήταν εν μέρει γνωστό το πρόσωπο του Χριστού, η μερική όμως άγνοια οδήγησε τις αρχές να σχηματίσουν την εντύπωση ότι ο Χριστός υποκινούσε τους Εβραίους, ενώ στην πραγματικότητα οι Εβραίοι στρέφονταν εναντίον του Χριστού και των οπαδών του και 4) ότι ο Κλαύδιος, επειδή δεν ήταν σε θέση να ξεχωρίσει Ιουδαίους και Χριστιανούς (σ' αυτούς βέβαια πρέπει να περιλάβουμε κατά πρώτο λόγο τους Ιουδαιο-Χριστιανούς, που δε θα πρέπει να ήταν η μειοψηφία ανάμεσα στους Χριστιανούς) έδιωξε όλους τους «Ιουδαίους» ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Ο Λουκάς, που αναφέρει το γεγονός αυτό, προσθέτει ότι ένα ζεύγος από αυτούς, τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα συνάντησε ο Παύλος στην Κόρινθο, όπου έφτασε το αργότερο στα τέλη του 49: εκεί βρήκε έναν Ιουδαίο από τον Πόντο, που τον έλεγαν Ακύλα. Αυτός είχε έρθει πρόσφατα από την Ιταλία μαζί με τη γυναίκα τον την Πρίσκιλλα, επειδή ο Κλαύδιος είχε διατάξει να φύγουν όλοι οι Ιουδαίοι από τη Ρώμη (Πραξ. 18,2).

Είναι σαφές ότι κάτω από το λατινικό Chrestus του Σουετωνίου πρέπει να εννοήσουμε το Χριστό, γιατί έτσι τον αποκαλούσαν οι Εθνικοί. Γι’ αυτό και οι οπαδοί του ονομάζονταν Χριστιανοί αλλά και Χρηστιανοί, όπως αναφέρονται σε συγγραφείς Χριστιανούς των πρώτων αιώνων. Ο Ιουστίνος (Απολογία Α', 46) τους αναφέρει Χρηστιανούς με την έννοια ότι αυτοί ζούσαν χρηστό βίο. Με πολλή επιδεξιότητα ο Ιουστίνος σ' ολόκληρο το τέταρτο κεφάλαιο της πρώτης του Απολογίας παρακαλεί τον αυτοκράτορα να καταδιώκουν και να τιμωρούν μόνο εκείνους τους Χριστιανούς που ήταν πράγματι ένοχοι κακών έργων και όχι όλους ανεξαιρέτως που ήταν Χριστιανοί και έφεραν το όνομα αυτό. Αν οι αυτοκράτορες ενεργούσαν με αυτό τον τρόπο θα κατέπαυαν οι διωγμοί, αφού ήταν βέβαιο ότι οι Χριστιανοί ζούσαν βίο χρηστό και δεν έδιναν αφορμές να τους διώκουν και να τους τιμωρούν τη στιγμή που δεν έκαμαν κακό. Το ίδιο βλέπουμε και στον απολογητή Αθηναγόρα ο οποίος έλεγε ότι οι Χριστιανοί καλούνται Χρηστιανοί γιατί ζουν χρηστό βίο. Επίσης ο Τερτυλλιανός στον Απολογητικό του (κεφ. Γ') αναφέρει: perperam Chrestianus pronuntiatur a vobis. Ο Λακτάντιος (Divinae Institutiones IV, 7) μαρτυρεί ότι οι Ρωμαίοι της εποχής εκείνης καλούσαν από άγνοια το Χριστό Chrestum και τους Χριστιανούς chrestianos, ενώ ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας (Στρωματείς Β΄, 4) έγραφε ότι οι Χριστιανοί χρηστοί τε εισί και λέγονται.

 


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Δημιουργία αρχείου: 27-4-2010.

Τελευταία ενημέρωση: 27-4-2010.

Πάνω