Εισαγωγή

Περιεχόμενα

Επιστολή Ι.Μ.

 

Πώς έγινε ο Πάπας "αλάθητος"

ΠΡΟΛΟΓΟΙ ΕΚΔΟΣΕΩΝ Α΄ και Β΄

Δες πρόλογο Β΄ Εκδόσεως από π. Γ. Μεταλληνό

 

Πρόλογος Α΄ εκδόσεως από Ο.Τ.


            Όπως έχει ήδη αναγγελθή, η Ελληνική Πολιτεία προχωρεί εις την σύναψιν διπλωματικών σχέσεων με το Βατικανόν. Βεβαίως διευκρινίζεται, ότι δεν θα συναφθή Κογκορδάτον. Τούτο, όμως, μικράν έχει σημασίαν. Σημασίαν έχει, ότι η σύναψις διπλωματικών σχέσεων με το Βατικανόν αναγνωρίζει τον πολιτικόν χαρακτήρα του πάπα και την αξίωσίν του να είναι «βασιλεύς», αρχηγός πολιτικού κράτους και «ηγεμών του κράτους του Βατικανού». Ορθώς, λοιπόν, η Ιεραρχία της Εκκλησίας μας αντιτάσσεται εις την σύναψιν της ως άνω πολιτικής συμφωνίας. Ευθαρσείς δε Ιεράρχαι μας εδήλωσαν απεριφράστως την αντίθεσίν των προς μίαν τοιαύτην ενέργειαν, η οποία πλην άλλων σημαίνει «οπισθοδρόμησιν» πολλών αιώνων δια την Ελληνικήν Πολιτείαν και Εκκλησίαν. Διότι, ενώ οι ίδιοι οι παπικοί αγωνίζονται να απαλλαγούν από την ιδέαν ενός πάπα – κοσμικού άρχοντος, ημείς αναγνωρίζομεν το μεσαιωνικόν παπικόν κατεστημένον. Όπως δε εδήλωσαν οι αντιδρώντες Ιεράρχαι, θα αναλάβουν αγώνα διαφωτίσεως του Ελληνικού Λαού περί της φύσεως του Βατικανού. Εις το πλαίσιον αυτής της προσπαθείας ο «Ορθόδοξος Τύπος» δημοσιεύει επικαίρου ενδιαφέροντος εργασίαν του πρωτ. Π. Γεωργίου Μεταλληνού, ο οποίος παρουσιάζει εις τον Ελληνικόν Λαόν πρόσφατον μελέτην ενός Γερμανού, παπικού θεολόγου – ιστορικού, ο οποίος εις μίαν σπουδαίαν έρευνάν του απορρίπτει το παπικόν αλάθητον και δίδει την σημερινήν εικόνα του Βατικανού, η οποία αποδεικνύει την τρομεράν αλλοίωσιν, που υπέστη ο Χριστιανισμός εις τον χώρον του Παπισμού. Είναι και τούτο μία επιβεβαίωσις του γεγονότος, ότι ενώ ο σύγχρονος ρωμαιοκαθολικός κόσμος επιδιώκει την επιστροφήν του Παπισμού εις την αλήθειαν της Εκκλησίας, ερχόμεθα εμείς να στηρίξωμεν το κλονιζόμενον παπικόν οικοδόμημα.

«Ο. Τ.»

 

 

Πρόλογος Β΄ εκδόσεως


            Η επανέκδοση ενός πονήματος γίνεται συνεπεία δύο, κυρίως, λόγων: α) της εξαντλήσεώς του και β) της εμφανίσεως καταστάσεων, που καθιστούν αναγκαία τη μελέτη του. Και οι δύο αυτοί λόγοι συντρέχουν στην αναδημοσίευση ενός κειμένου μας, που πρωτοεμφανίσθηκε το 1979, εποχή συνάψεως του Κονκορδάτου της Ελληνικής Πολιτείας με το Κράτος του Βατικανού, χωρίς την εκκλησιαστική αποδοχή αυτής της ενεργείας, η οποία όμως έγινε πανηγυρικά εφέτος στη βατικανή Νουντσιατούρα (Πρεσβεία) των Αθηνών.

            Η πρόσφατη επίσκεψη του πάπα στην Αθήνα απεκάλυψε τους αληθινούς στόχους του Βατικανού. Το σκοπούμενο δεν ήταν η πολιτειακή εκ μέρους μας επιβεβαίωση της κρατικής – κοσμικής εξουσίας του Βατικανού και της βασιλικής – ηγεμονικής ιδιότητος του πάπα της Ρώμης, διότι αυτό είχε γίνει με την σύναψη του Κονκορδάτου, στο οποίο είχαν αντιταχθή οι Αρχιεπίσκοποί μας, με κορυφαίο τον από Τραπεζούντος Χρύσανθο (1949). Κύριος στόχος ήταν η κατάφαση εκ μέρους της Εκκλησίας της Ελλάδος της διπλής ιδιότητος του πάπα: εκκλησιαστικής και κοσμικής.

            Έτσι, χάσαμε ως Εκκλησία τη μεγάλη ευκαιρία, με την επίσκεψη του πάπα στην Αθήνα, να ενεργήσουμε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε και να μείνουμε πιστοί στην αληθινή έννοια της ελληνικής φιλοξενίας, αλλά και στην εκκλησιολογία μας, ώστε να ματαιωθή ο ύπουλος στόχος της βατικάνειας διπλωματίας, αλλά και πρότυπο ορθοδόξου πατερικής συμπεριφοράς να προσφέρουμε στις άλλες κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες, που στερούνται ελευθερίας… Δεν το επετύχαμε, «κρίμασιν οις οίδε Κύριος»! Αντίθετα ο πάπας «τα πήρε όλα και έφυγε», όπως δείχνουν και οι θριαμβολογίες των κληρικών και θεολόγων του και οι ερμηνευτικές για τις δηλώσεις του πάπα διευκρινήσεις τους, που αποδεικνύουν ότι τα κείμενά μας όχι μόνο δεν τον «επόνεσαν», αλλά του έδωσαν την ευκαιρία,  όπως ήταν και από πριν γνωστό, να απαντήση «καταλλήλως», σώζοντας το κύρος και την αυθεντία του απέναντί μας.

            Την ανατύπωση της παλαιάς αυτής μελέτης, επειδή συνδέεται με συγκεκριμένο γεγονός (το Κονκορδάτο του 1979) την αφήνω κατά βάση στην αρχική της μορφή, με κάποιες μορφολογικές επεμβάσεις μόνον.

            Άθικτη παραμένει και η Εισαγωγή της, διότι συνετάχθη στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα του 1979 και αποτελεί κριτήριο των σημερινών επιλογών μας.

            Δυο λόγια μόνο για τον συγγραφέα του αναλυομένου εδώ βιβλίου. Ο μακαρίτης τώρα Άουγκουστ Μπέρναρντ Χάσλερ (August Bernhard Hasler), ικανότατος ιστορικός (Δρ Θεολογίας και Φιλοσοφίας), με τον οποίο διετήρησα αλληλογραφία μέχρι τον θάνατό του, που συνέβη στην αρχή της δεκαετίας του 1980 – και ήταν μόλις 42 ετών – συνέχισε την γραμμή του γνωστού ρωμαιοκαθολικού καθηγητού Χανς Κυνγκ (Hans Küng), που έγραψε ογκώδες βιβλίο κατά του παπικού αλαθήτου, με τον τίτλο: «Unfehlbar?» («Αλάθητος;»). Ο Χάσλερ παρουσίασε την ιστορική διάσταση του προβληματισμού. Το σπουδαίο είναι ότι ο Χάσλερ όπως μου έγραφε, ετοίμαζε νέα ογκώδη εργασία για την διδακτορία ανά τους αιώνες, αρχίζοντας από τον δικό μας Πεισίστρατο και φθάνοντας ως τον Παπισμό!

            Κατά τη διάρκεια της έρευνάς του στο Βατικανό τον βρήκε και ο θάνατος (αιφνίδια). Γι’ αυτό η ανατύπωση της εργασίας μας συνιστά και ευλαβικό μνημόσυνο στη μνήμη ενός ορθοδοξούντος ρωμαιοκαθολικού επιστήμονος.

            Η αναφορά όμως στο «αλάθητο» του Ρωμαίου Ποντίφηκος επιτρέπει και έναν ακόμη συνειρμό. Ερωτούν οι ουνιτίζοντες του χώρου μας, πότε κατεδικάσθη η «Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία» ως αιρετική. Λησμονούν όμως την Σύνοδο επί Μ. Φωτίου του 879, που είναι για την Ορθοδοξία η 8η Οικουμενική Σύνοδος (Ι. Καρμίρης, π. Φλωρόσφκυ, π. Ρωμανίδης κ.ά.), και η οποία κατεδίκασε το Filioque και τους εισηγητές του στο Ιερό Σύμβολο. Αλλά και ως προς το αλάθητο. Αν ο άγιος Μάρκος έλεγε τον 15ον αι., ότι «αποστρεφόμεθα» τους Λατίνους ως αιρετικούς», τι θα έλεγε το 1870 με την δογματοποίηση του (επί αιώνες αδογματίστου) αλαθήτου;

 

            Ευχαριστώ, τέλος, τις Πρότυπες Θεσσαλικές Εκδόσεις και τον εκδότη κ. Λαυρέντιο Ντετζιόρτζιο που ανέλαβε να επιμεληθεί και δημοσιεύσει την παρούσα έκδοση.

 

Πρωτοπρ. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός

Αθήνα, 4 Ιουλίου 2001

 

Εισαγωγή

Περιεχόμενα

Επιστολή Ι.Μ.

Δημιουργία αρχείου: 18-2-2005.

Τελευταία ενημέρωση: 18-2-2005.

Πάνω