Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο

Βιβλία και Δόγματα

Μέρος 2ο: Κεφάλαιο 63ο // Περιεχόμενα // Μέρος 2ο Κεφάλαιο 65ο

 

 

Πατερική Θεολογία

Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου (+)

Καθηγητού Πανεπιστημίου

 

Μέρος Δεύτερον: Περί τής διδασκαλίας τών αιρετικών και πώς οι πατέρες τούς αντιμετώπισαν

64. Τα θεμέλια της εμπειρίας της θεώσεως

Ποια είναι τώρα τα θεμέλια της εμπειρίας της θεώσεως; Από εμπειρικής απόψεως η διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργείας στο Θεό βασίζεται στο γεγονός ότι ο ορώμενος, δηλαδή ο Λόγος, είναι η φυσική πηγή της δόξης του Θεού, στην οποία ο άνθρωπος μετέχει κατά χάριν, καθώς και στο ότι ο άνθρωπος δεν γίνεται ποτέ κατά την μέθεξι κατά φύσιν θεός, αλλά μόνο κατά χάριν θεός. Η μέθεξις στην Θεία δόξα είναι ένα δώρο στον άνθρωπο από τον Θεό. Αυτό είναι το ένα βασικό θεμέλιο κάθε εμπειρίας θεώσεως. Το άλλο θεμέλιο είναι ότι δεν είναι το ίδιο η δόξα του Λόγου και η ουσία του Λόγου. Μετέχοντας κανείς στην δόξα του Λόγου δεν μετέχει και στην ουσία του Λόγου. Μετέχει δηλαδή κανείς στην ενέργεια του Λόγου, αλλά δεν μετέχει στο είναι του Λόγου.

Αυτός όμως ο Λόγος, που είναι η φυσική πηγή της δόξης, μετέχει στην ουσία του Αρχετύπου, που είναι ο Πατέρας, οπότε η σχέσις του Πατέρα με τον Λόγο είναι μία φυσική και ουσιαστική σχέσις και δεν είναι μία κατά χάριν σχέσις. Διότι, ο Λόγος είναι κατά φύσιν Θεός και όχι κατά χάριν Θεός. Έχει την δόξα από τον Πατέρα κατά φύσιν και όχι κατά χάριν. Ο Πατέρας δίδει την δόξα Του στον Λόγο, αλλά δεν δίδει και την πατρότητά Του στον Λόγο.

Οπότε έχομε εδώ μία σχέσι κατά την οποία ο Πατέρας είναι η πηγή της υπάρξεως του Λόγου, αλλά δεν είναι η πηγή της υπάρξεως της δόξης του Λόγου. Διότι ο Πατέρας δίδει την ίδια την ιδική Του δόξα στον Λόγο, οπότε και ο Λόγος γίνεται φυσική πηγή της δόξης. Ώστε η δόξα του Λόγου είναι όχι μόνο του Λόγου, αλλά και του Πατρός. Η ύπαρξις όμως του Λόγου είναι εκ του Πατρός, αλλά δεν είναι η ύπαρξις του Πατρός. Ο Λόγος δεν είναι ο Πατέρας. Άλλος είναι ο Λόγος και άλλος ο Πατέρας. Οπότε έχομε Θεό Πατέρα και Θεό Λόγο. Παρά ταύτα δεν έχομε δύο Θεούς, αλλά έχομε μία Θεότητα, διότι έχουν την ίδια φύσι και δόξα.

Αυτές οι διακρίσεις βασίζονται στην αντίληψι του θεουμένου ότι δεν είναι ο ίδιος ο θεούμενος κατά την φύσιν Θεός, οπότε μετέχει όχι στην ύπαρξι του Θεού, αλλά στην ενέργεια του Θεού, καθώς και στο ότι αυτή η Χάρις της θεώσεως είναι δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο. Ο Λόγος μετέχει στην δόξα του Πατρός κατά φύσιν, όχι κατά χάριν. Ο άνθρωπος όμως μετέχει κατά χάριν. Και στην Παλαιά Διαθήκη και στην Καινή Διαθήκη ο Λόγος μετέχει στην δόξα του Πατρός κατά φύσιν. Με την Ενσάρκωσι όμως παρεμβάλλεται και η ανθρώπινη φύσις του Λόγου, η οποία είναι ενωμένη με τον Λόγον όχι κατά χάριν, αλλά κατά φύσιν. Έχομε στο πρόσωπο του Χριστού φυσική ένωσι, υποστατική ένωσι των δύο φύσεων του Χριστού, της Θείας και της ανθρωπίνης. Όχι χαρισματική ένωσι. Δηλαδή ο Χριστός δεν είναι ένας Προφήτης124, αλλά ο ίδιος ο Λόγος που έγινε άνθρωπος.

Αυτή λοιπόν η γνώσις, που προέρχεται από την εμπειρία της θεώσεως, κατά την οποίαν ο άνθρωπος ενώνεται με την δόξαν του Λόγου και δια της δόξης του Λόγου με την δόξαν του Πατρός, αυτή η διάκρισις υποχρεώνει την Εκκλησία να κάνη σαφή διάκρισι μεταξύ της ουσίας και της ενεργείας του Θεού. Έτσι ο άνθρωπος γίνεται κατά χάριν θεός, όταν θεούται, ο δε Θεός έχει κατ’ ενέργειαν και κατά βούλησιν σχέσεις με τον άνθρωπον, δεν έχει όμως μαζί του σχέσεις κατ’ ουσίαν ούτε φυσική σχέσι.

Ο Θεός μόνο στην Ενσάρκωσι έχει φυσική, υποστατική ένωσι με την ανθρωπίνη φύσιν εν τω σεσαρκωμένω Λόγω δηλαδή τον Χριστό. Η ένωσις μεταξύ ακτίστου και κτιστού στο πρόσωπο του Χριστού δεν είναι κατά Χάριν, αλλά κατά φύσιν. Ο Χριστός είναι κατά φύσιν Θεός. Στο πρόσωπο δηλαδή του Χριστού δεν έχομε να κάνωμε με μία χαρισματική ένωσι, αλλά με μία φυσική ένωσι της Θείας και της ανθρωπίνης φύσεως. Συγχρόνως όμως αυτή η ένωσις είναι και υποστατική, διότι με την ανθρωπίνη φύσι ενώθηκε όχι η υπόστασις του Πατρός, όχι η υπόστασις του Αγίου Πνεύματος, αλλά η υπόστασις του Λόγου (του Υιού). Αυτό πάλι πως το ξέρομε; Από την εμπειρία της θεώσεως. Στην εμπειρία της θεώσεως διαπιστώνεται, ότι η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού είναι ενωμένη με τον Λόγον και όχι με τον Πατέρα ή με το Άγιον Πνεύμα.

Έχομε λοιπόν πρώτον ότι, βλέποντας τον Χριστό, βλέπομε την πηγή της ακτίστου δόξης και δεύτερον ότι από τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος ενσαρκωμένος είναι μόνον ο Λόγος και όχι ο Πατήρ ή το Πνεύμα το Άγιον. Αν λάβωμε λοιπόν σφαιρικά υπ’ όψιν αυτές τις εμπειρίες, που είναι καθαρά Βιβλικές, βλέπομε αμέσως γιατί η Εκκλησία υποχρεώθηκε με την πάροδο του χρόνου να μιλάη για μία ουσία και τρεις υποστάσεις καθώς και για μία φυσική ενέργεια της ουσίας στον Θεό.

Επειδή ενσαρκώθηκε ο Λόγος και όχι ο Πατήρ ή το Πνεύμα το Άγιον, υπάρχει κάποια διαφορά μεταξύ των τριών υποστάσεων εξ επόψεως της Ενσαρκώσεως, η οποία είναι μία ακοινώνητος διαφορά. Οπότε στην Αγία Τριάδα έχομε τα ακοινώνητα, εκείνα δηλαδή που δεν κοινωνούνται, που είναι τα Πρόσωπα, δηλαδή η Πατρότης, η Υιότης και το Πνεύμα το Άγιον. Τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος είναι ακοινώνητα μεταξύ τους.

Εδώ βέβαια στην Ελλάδα υπάρχουν μερικά συγγράμματα που μιλάνε για κοινωνία των Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Οι Πατέρες όμως δεν μιλάνε ποτέ για κοινωνία των Προσώπων στην Αγία Τριάδα. Μιλάνε αντιθέτως για το ακοινώνητο των Προσώπων. Κοινωνία στην Αγία Τριάδα έχομε μόνο στην ουσία και στην φυσική ενέργεια της ουσίας των Προσώπων. Εδώ υπάρχει ταυτότης ενεργειών και ταυτότης ουσίας. Αυτά, δηλαδή η ενέργεια και η ουσία, είναι τα κοινά στην Αγία Τριάδα. Οι υποστάσεις είναι τα ακοινώνητα. Αυτά τα ακοινώνητα είναι τα χαρακτηριστικά της κάθε υποστάσεως.

Και όλα αυτά γιατί; Διότι ο Πατήρ είναι η αιτία της υπάρξεως του Λόγου και του Αγίου Πνεύματος. Δίνει δηλαδή την ύπαρξι στον Λόγο και στο Πνεύμα το Άγιο, στις υποστάσεις Τους, αλλά δεν δίνει την ύπαρξι στην ουσία και στην φυσική ενέργεια της ουσίας του Λόγου και του Αγίου Πνεύματος. Δηλαδή η ουσία και η φυσική ενέργεια της ουσίας του Πατρός κοινωνεί με την ουσία και την φυσική ενέργεια της ουσίας του Λόγου, καθώς και με εκείνες του Αγίου Πνεύματος. Ο Πατήρ είναι όμως η αιτία της υπάρξεως της υποστάσεως του Λόγου και της υποστάσεως του Αγίου Πνεύματος.

Εξ επόψεως εκφράσεων θα μπορούσαν οι Πατέρες να χρησιμοποιήσουν και άλλες ορολογίες για να εκφράσουν αυτά τα Μυστήρια, τα οποία είναι στην ουσία ανέκφραστα. Η ορολογία όμως που επεκράτησε στην Εκκλησία, ήταν εκείνη που χρησιμοποιήθηκε στους αγώνες της εναντίον των αιρέσεων που αντιμετώπισε. Ανάλογα με τις αναφυόμενες αιρέσεις η Εκκλησία έκανε πάντα μία προσαρμογή στην ορολογία της για να διασαφηνίση και να θεμελιώση την διδασκαλία της έναντι συγκεκριμένων αιρέσεων. Γι’ αυτό και η ορολογία της διδασκαλίας της αναπτύχθηκε πάντα σε σχέσι με τις αναφυόμενες αιρέσεις και όχι από κάποια επιθυμία των θεολόγων της Εκκλησίας να εμβαθύνουν στην Ορθόδοξη Θεολογία. Δεν έκαναν δηλαδή οι Πατέρες μεταφυσική. Νοησιαρχική εμβάθυνσις στην Θεολογία δεν υπάρχει, στην Πατερική παράδοσι. Υπάρχει απλώς μία διασάφησις στην ορολογία και στην περιγραφή των Μυστηρίων της Εκκλησίας, όχι όμως προσπάθεια εμβαθύνσεως σ’ αυτά.

Οπότε η ιστορία της Ορθοδόξου θεολογίας δεν είναι η ιστορία της προσπαθείας κάποιων θεολόγων που φιλοσοφούν επάνω τα δόγματα. Η μόνη εμβάθυνσις στα δόγματα από Ορθοδόξου απόψεως είναι η χρήσις τους επάνω στην προσπάθεια που κάνει κάποιος για να φθάση κάποιος στην κατάστασι του φωτισμού. Αυτή είναι η Ορθόδοξη εμβάθυνσις στα Μυστήρια και στα δόγματα και όχι η νοησιαρχική εμβάθυνσις της λογικής του με σκοπό να προσπαθήση να κατανοήση τα Μυστήρια ή τα δόγματα ή να εισέλθη στο βάθος τους. Τα δόγματα δεν κατανοούνται. Τα δόγματα καταργούνται στην εμπειρία της θεώσεως, διότι αντικαθίστανται από την ίδια την ζώσα αλήθεια, την οποία εκφράζουν. Τα δόγματα είναι απλοί οδηγοί προς τον Θεό. Όταν κανείς δη τον Θεό, τότε το δόγμα καταργείται.

Μέσα λοιπόν σ’ αυτά τα πλαίσια έχομε τις Πατερικές διακρίσεις μεταξύ ουσίας και ενεργείας, καθώς και μεταξύ των υποστάσεων στον Θεό. Επίσης έχομε την ορολογία Τρεις υποστάσεις, Μία ουσία, Φυσική ενέργεια της ουσίας, Θεία Χάρις, Ομοούσιος, Γέννησις, Εκπόρευσις κλπ.

Αυτά είναι φιλοσοφικές διακρίσεις; Δηλαδή οντολογικές ή μεταφυσικές; Η απάντησις είναι όχι, διότι είναι θεοειδείς διακρίσεις. Γίνονται θεοπρεπώς. Αυτές οι διακρίσεις εξ επόψεως της εμπειρίας της θεώσεως δεν έχουν καμμία σχέσι με φιλοσοφικό στοχασμό. Όσοι έκαναν φιλοσοφικό στοχασμό επάνω στα θέματα αυτά, έπεσαν σε αιρέσεις.

 

Σημειώσεις:


124. Ή ένας μεγάλος Μύστης, όπως υποστηρίζει η Θεοσοφία και γενικότερα η λεγομένη Νέα Εποχή σήμερα.

 


Μέρος 2ο: Κεφάλαιο 63ο // Περιεχόμενα // Μέρος 2ο Κεφάλαιο 65ο


Δημιουργία αρχείου: 29-10-2013.

Τελευταία ενημέρωση: 6-11-2013.

Πάνω