Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας | Δογματικά |
Από τα κτιστά ρήματα στα άρρητα ρήματα // Η σχέση Αγίας Γραφής και αποκάλυψης του Θεού // Η σημασία των δογμάτων. Σχετίζεται το δόγμα με την σωτηρία του ανθρώπου;
Η αξία της εμπειρίας
τής Θείας αποκαλύψεως π. Ι. Ρωμανίδης
Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη". Τόμος Α' |
Ο Θεός, όπως διδάσκει η Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν είναι αντικείμενο επεξεργασίας της λογικής του ανθρώπου, δηλαδή δεν ανακαλύπτεται από τον άνθρωπο, αλλά αποκαλύπτεται ο ίδιος στην καρδιά του ανθρώπου.
Ο Χριστός προσευχόμενος στον Πατέρα Του είπε: «εξομολογούμαι σοι, Πάτερ, Κύριε του ουρανού και της γης, ότι απέκρυψας ταύτα από σοφών και συνετών, και απεκάλυψας αυτά νηπίοις- ναι, ο πατήρ, ότι ούτως εγένετο ευδοκία έμπροσθεν σου» (Ματθαίος ια', 25-26). Οι σοφοί και συνετοί δεν μπορούν να γνωρίσουν τον Θεό με την σοφία και σύνεση τους, αφού η γνώση αποκαλύπτεται στην καρδιά των ταπεινών. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθαίος ε΄, 8). Ο Χριστός στον Απόστολο Πέτρο που ομολόγησε ότι Αυτός είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος, είπε: «μακάριος ει, Σίμων Βαριωνά, ότι σαρξ και αίμα ουκ απεκάλυψε σοι, αλλ’ ο Πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς» (Ματθαίος ις', 17).
Ο Απόστολος Παύλος ήταν βέβαιος ότι η διδασκαλία του ήταν αποκάλυψη του Χριστού, γι’ αυτό γράφει: «Γνωρίζω δε υμίν, αδελφοί, το ευαγγέλιον το ευαγγελισθέν υπ' εμού ότι ουκ εστί κατά άνθρωπον ουδέ γαρ εγώ παρά ανθρώπου παρέλαβον αυτό ούτε εδιδάχθην, αλλά δι’ αποκαλύψεως Ιησού Χριστού» (Γαλ. α', 11-12). Ο Θεός αποκάλυψε τον Υιό Του σε αυτόν (Γαλ. α', 15-16). Μάλιστα ο ίδιος αναφέρει τέτοιες αποκαλύψεις (Β΄ Κορινθίους ιβ', 1 κ. ε. ). Γενικά, η αλήθεια περί του Θεού είναι αποκάλυψη του Ιδίου του Θεού στους Αγίους, δια μέσου των αιώνων. «Η αποκάλυψη είναι η εμπειρία της Θεώσεως».
Στην συνέχεια θα τονισθούν μερικά σημεία από τα σημαντικά θέματα που αναφέρονται στην εμπειρία της αποκαλύψεως.
Όταν διάβαση κανείς τα κείμενα των Προφητών, Αποστόλων, Πατέρων θα διαπίστωση ότι είναι γεμάτα από εμπειρίες που είχαν οι Άγιοι αυτοί. Στην πραγματικότητα είναι εκφράσεις και διατυπώσεις των εμπειριών που είχαν αποκτήσει. Πρόκειται για επισκέψεις του Αγίου Πνεύματος σε αυτούς, οι οποίες επισκέψεις συνδέονται με την προσευχή και την θεοπτία της δόξης του Θεού. «Ο θεούμενος βρίσκεται σε μια κατάσταση την οποία η Εκκλησία ονομάζει πνευματική κατάσταση επισκέψεως του Αγίου Πνεύματος, κατά την οποία ο άνθρωπος έχει το άγιον Πνεύμα, το οποίο προσεύχεται μέσα του». Αυτή είναι εμπειρία της νοεράς προσευχής, που γίνεται με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Όμως, είναι δυνατόν ο άνθρωπος, έχοντας την νοερά προσευχή, να φθάση και στην εμπειρία της Θεώσεως, του δοξασμού, οπότε καθίσταται πραγματικός θεόπτης και θεολόγος μέσα στην Εκκλησία. «Η εμπειρία της Θεώσεως για μας είναι το θεμέλιο της θεολογίας, διότι η εμπειρία αυτή δεν είναι σκέψη, αλλά είναι μια εμπειρία που υπερβαίνει την σκέψη». Η εμπειρία της Θεώσεως δεν είναι απλώς συναισθηματική, ψυχική, αλλά ψυχοσωματική, αφού εν Αγίω Πνεύματι σε αυτήν συμμετέχει ολόκληρος ο άνθρωπος που αποτελείται από ψυχή και σώμα, που όμως μεταμορφώνεται. «Η εμπειρία της Θεώσεως συμπεριλαμβάνει ολόκληρο τον άνθρωπο, όχι μόνον την ψυχή, αλλά και το σώμα. Έχουμε θέωση και της ψυχής -της λογικής, του νοός- και του σώματος ακόμα έχουμε θέωση και κάθαρση των παθών. Επειδή ολόκληρος ο άνθρωπος μετέχει στην εμπειρία αυτή της Θεώσεως, έχουμε και ιερά λείψανα, που είναι αποτελέσματα της εμπειρίας της Θεώσεως. Οπότε, η μαρτυρία για την εμπειρία ότι ένας άνθρωπος έχει φθάσει στην θέωση, είναι τα άγια λείψανα που μας αφήνει». Η εμπειρία της Θεώσεως, «είναι διαβρωτική για όλη την ανθρώπινη φύση, αφού μετέχει όλος ο άνθρωπος στην εμπειρία αυτή». Όταν ο άνθρωπος βλέπη τον Θεό, τότε «και η λογική του και τα μάτια του και η μύτη του και το στόμα του και ολόκληρος μετέχει σε αυτήν και δεν βρίσκεται σε καμιά αφασία. Δεν είναι εμπειρία της αφασίας, γιατί μια τέτοια εμπειρία είναι νεοπλατωνική. Η εμπειρία της αφασίας των νεοπλατωνικών στην Ορθόδοξη πατερική παράδοση θεωρείται ότι είναι δαιμονική». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η εμπειρία των Αγίων Πατέρων έχει πολύ μεγάλη άξια. Οι Άγιοι Πατέρες ήταν «πείρα μεμυημένοι» στα θεία, γι’ αυτό είχαν και κοινά γνωρίσματα. Μάλιστα, συχνά, κατά την διατύπωση της θεολογικής αλήθειας επικαλούνται την προσωπική πείρα που απέκτησαν. Γι’ αυτό και η πατερική παράδοση είναι κατ' εξοχήν εμπειρική και όχι στοχαστική. Στα έργα των Αγίων Πατέρων βλέπουμε να χρησιμοποιούν την λέξη «πείρα», που έχει ιδιαίτερη σημασία. «Πρέπει κανείς να προσέχη πολύ την λέξη πείρα. Άμα κανείς διάβαση πατερικά κείμενα, θα δη πολλές φορές την λέξη πείρα, πείρα, πείρα, εμπειρία. Και στον Αγιορείτικο Τόμο εναντίον του Βαρλαάμ οι αγιορείτες επικαλούνται και λένε ως και εκ της μικράς ημών πείρας έγνωμεν. Δηλαδή είναι και ταπεινοί, γι’ αυτό λένε γνωρίσαμε εκ της μικράς ημών πείρας. Γι’ αυτό κι ο Παλαμάς κατηγορεί τον Βαρλαάμ και λέει: Τι είναι αυτός ο οποίος δεν παραδέχεται την Αγία Γραφή· δεν παραδέχεται όμως και αυτούς που βλέπουν; ομοιάζει σαν τον τυφλό, ο οποίος δεν παραδέχεται αυτά που λένε αυτοί που βλέπουν. Ένας που βλέπει, λέει στον τυφλό, ότι είναι έτσι κι έτσι. Εγώ, δεν πιστεύω, άπαντα ο τυφλός, αφού δεν βλέπει ο ίδιος τίποτα και δεν πιστεύει σ' αυτούς που βλέπουν. Και κατηγορεί τον Βαρλαάμ επ’ αυτής της βάσεως. Και φαίνεται σαφώς, από την αρχή μέχρι το τέλος, ότι η πατερική παράδοση είναι εμπειρική. Αφού είναι εμπειρική, υπάρχει το θέμα της ορολογίας και έχει γίνει το εξής παράδοξο. Από της Α' Οικουμενικής Συνόδου μέχρι και της Η' Οικουμενικής Συνόδου, έγινε μια προσπάθεια να επιτευχθή μια ομοιομορφία στην διατύπωση του δόγματος. Κι αυτό έγινε στις Οικουμενικές Συνόδους». Η όλη πνευματική ζωή του Χριστιανού έχει σχέση με την εμπειρία· δεν είναι στοχαστική ούτε συναισθηματική. Στην αρχή ο άνθρωπος δέχεται την εμπειρία των πεπειραμένων και έπειτα μπορεί να απόκτηση και ο ίδιος πνευματική εμπειρία, καθοδηγούμενος από αυτούς. «Το όλον θέμα που προκύπτει είναι ότι ο ίδιος ο άνθρωπος ημπορεί να μην έχη τις εμπειρίες των Πατέρων της Εκκλησίας, αλλ’ εφ’ όσον όμως γνωρίζει περί των εμπειριών των Πατέρων της Εκκλησίας, γνωρίζει την σχέση μεταξύ αυτών των εμπειριών και της θεολογίας των Πατέρων, και μπορεί να κάνη μια ανάλυση και να τοποθέτηση σωστά τα πράγματα». Πάντως, η θεολογία της Εκκλησίας συνδέεται αναπόσπαστα με την απόκτηση της προσωπικής πνευματικής εμπειρίας ή τουλάχιστον συνδέεται με την αποδοχή της εμπειρίας των πεπειραμένων. Δεν νοείται μια άλλη θεολογία μέσα στην Εκκλησία, που δεν είναι καρπός της εμπειρίας της προσευχής και της Θεώσεως. «Ο θεολόγος, κατά τους Πατέρας, έπρεπε να περιορισθή στις παρατηρήσεις της εμπειρίας της καρδιάς». Ο προσευχόμενος αποκτά εμπειρίες του Θεού. Κατ' αρχάς βγαίνουν όλοι οι λογισμοί από την καρδιά, μέσα στην οποία πλέον ενεργεί η Χάρη του Θεού και έτσι μέσα στην καρδιά συμβαίνουν πνευματικές αλλοιώσεις. «Και μετά από τις εμπειρίες αυτές, διαβάζοντας για τις εμπειρίες των θεουμένων, κατανοεί τα συγγράμματα των θεουμένων, και μπορεί και ο ίδιος να φθάση καμιά φορά στην θέωση. Οπότε, πλέον γίνεται κι αυτού η πείρα του δόγματος που ήδη διαπιστούται δια της πείρας του φωτισμού. Γιατί ξεύρει ότι οι Προφήτες και οι Απόστολοι και οι Άγιοι που έφθασαν σε αυτή την κατάσταση πέρασαν από τα ίδια στάδια που περνάει αυτός». Όταν γίνεται λόγος για προσωπική εμπειρία, δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος αποξενώνεται από την εκκλησιαστική ζωή και ζη μια ατομική ζωή. Η εμπειρία αποκτάται στην Εκκλησία και υπάρχει συνδυασμός Μυστηρίων και ασκήσεως. Τις περισσότερες φορές δια των Μυστηρίων και της ασκήσεως φθάνει ο άνθρωπος στην εμπειρία του φωτισμού και της Θεώσεως, αλλά μερικές φορές γίνεται και το αντίστροφο. «Ο Απόστολος Παύλος πρώτα έπασχε την θέωση και μετά εβαπτίσθη, που είναι ένα παράδοξο φαινόμενο αυτό, γιατί πρώτα είδε την άκτιστο δόξα, στην οδό προς την Δαμασκό και ανήλθε μέχρι τρίτου ουρανού, όπως ο ίδιος γράφει κλπ. Και μετά από την εμπειρία της Θεώσεως εβαπτίσθη. Και στον Συμεών τον Νέο Θεολόγο έγινε κάτι παρόμοιο, ο οποίος πρώτα είχε την εμπειρία της Θεώσεως και μετά εκάρη μοναχός». |
Δημιουργία αρχείου: 10-1-2014.
Τελευταία ενημέρωση: 10-1-2014.