Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας | Δογματικά |
Από τα κτιστά ρήματα στα άρρητα ρήματα // Η σχέση Αγίας Γραφής και αποκάλυψης του Θεού // Η σημασία των δογμάτων. Σχετίζεται το δόγμα με την σωτηρία του ανθρώπου;
Η ενότητα Προφητών, Αποστόλων και Αγίων Άγιοι: Η μοναδική πηγή τής θείας αποκάλυψης π. Ι. Ρωμανίδης
Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη". Τόμος Α' |
Οι Θεούμενοι δια μέσου των αιώνων χαρακτηρίζονται Άγιοι, διότι ενώνονται εν Αγίω Πνεύματι με τον Χριστό και δι’ αυτού γνωρίζουν τον Πατέρα δια της θεοποιού Ακτίστου ενεργείας Του. Οι Άγιοι είναι «δέκτες, φύλακες και μεταδότες της παρακαταθήκης της Ιεράς Παραδόσεως» και διακρίνονται σε «γνωστικούς και πιστούς». Γνωστικοί είναι εκείνοι που έχουν αποκτήσει προσωπική γνώση του Θεού, γνώρισαν δηλαδή «την δόξα και ενέργεια του Θεού» και υπήρξαν «αυτόπτες μάρτυρες της θεότητος του Χριστού». Και αυτοί είναι οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι Άγιοι. Πιστοί είναι αυτοί που αποδέχονται εν Αγίω Πνεύματι, «με παιδική απλότητα, την μαρτυρία και την διδασκαλία των θεοπτών Αγίων». Επομένως, οι Προφήτες, Απόστολοι και Άγιοι βρίσκονται «στο κέντρο της Ιεράς Παραδόσεως», είναι «φίλοι και αυτόπτες μάρτυρες της θεότητος του Χριστού», διότι «μετέσχον και μετέχουν του μυστηρίου του Σταυρού και της Αναστάσεως αυτού», που τους μετέβαλαν από εχθρούς σε δούλους και μισθωτούς και στην συνέχεια σε φίλους του Θεού. Οι Θεούμενοι Άγιοι «βλέπουν και ακούουν και συνομιλούν με τις άκτιστες ενέργειες του Θεού, δηλαδή την δόξα, την φωτεινή νεφέλη, την στήλη πυρός, την θεότητα, την βασιλεία και την Χάρη του Θεού, δια της δράσεως που υπερβαίνει την όραση, δια της ακοής που υπερβαίνει την ακοή, δια της γεύσεως που υπερβαίνει την γεύση, δι’ αφής που υπερβαίνει την αφή, δι’ οσφρήσεως που υπερβαίνει την όσφρηση, δια γνώσεως που υπερβαίνει την γνώση, δια νοήσεως που υπερβαίνει την νόηση» κλπ. Δηλαδή, μετέχουν της Ακτίστου θεοποιού ενεργείας του Θεού και με το σώμα τους, το οποίο όμως προηγουμένως μεταμορφώνεται από την Χάρη του Θεού, αφού κατά το λόγιο «εν τω φωτί σου οψόμεθα φως». Περί του Θεού ομιλούν όλοι οι άνθρωποι, ακόμη και αυτοί οι φιλόσοφοι. Αλλά όταν κανείς χρησιμοποιή την λογική και την φαντασία για να κατανόηση τον Θεό, τότε αυτός ο Θεός είναι φανταστικός και, επομένως, ανύπαρκτος. Ο μόνος υπαρκτός Θεός είναι ο Θεός των Προφητών, Αποστόλων και Αγίων. «Ποιος Θεός υπάρχει; Ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ, του Ιακώβ. Δηλαδή για τους Πατέρες ο μόνος Θεός που υπάρχει είναι ο Θεός, ο οποίος ώφθη τοις Προφήταις, τοις Αποστόλοις, τοις Αγίοις της Εκκλησίας». Μόνον δια της εν Αγίω Πνεύματι Θεώσεως μπορεί κανείς να απόκτηση πραγματική γνώση του Θεού. «Η θέωση είναι το θεμέλιο των γνώσεων του Θεού, που είχαν οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι Άγιοι της Εκκλησίας». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, προκειμένου να ομιλήσουμε για τον Θεό, αν δεν έχουμε δική μας προσωπική εμπειρία, χρησιμοποιούμε την εμπειρία των θεοπτών Αγίων. «Η γνώση του Θεού μπορεί να έχη πηγή μόνο τον θεούμενο, ο οποίος εμπειρικά γνωρίζει τον Θεό απ’ ευθείας. Η εμπειρία αυτών των θεουμένων είναι το θεμέλιο της ορθής πίστεως περί του Θεού. Δηλαδή, ο θεούμενος γνωρίζει τον Θεό απ’ ευθείας, μετά αυτός ο θεούμενος μάς μεταδίδει τα περί του Θεού και εμείς έχουμε γνώση περί του Θεού από τον θεούμενο. Οπότε, οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι Άγιοι της Εκκλησίας είναι η αυθεντία η δική μας περί του Θεού. Εμείς έχουμε πίστη στον Θεό, μέσω αυτών των ανθρώπων. Δεν μπορούμε να έχουμε άμεση εμπειρία περί του Θεού, εκτός αν έχουμε φθάσει στο στάδιο του φωτισμού και τής ενώσεως ή Θεώσεως στην πνευματική μας ζωή». Βεβαίως, για να φθάσουν οι Άγιοι στην θεοπτία, περνούν πρώτα από την εμπειρία της καθάρσεως και του φωτισμού, αφού «η ακριβής γνώση του Θεού που έχουμε ως Ορθόδοξοι προέρχεται από την εμπειρία της καθάρσεως, του φωτισμού και της Θεώσεως των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας και δεν έχουμε καμία άλλη πηγή». Η μέθεξη της καθαρτικής και φωτιστικής Χάριτος του Θεού, που καταλήγει στην θεοποιό Χάρη, είναι καρπός της ησυχαστικής ζωής, γι’ αυτό όλοι οι Προφήτες, Απόστολοι και Άγιοι ήταν ησυχαστές. «Εξ αιτίας τού Συμεών του Νέου Θεολόγου η βιβλική ανθρωπολογία διασώθηκε και πέρασε στις μελλοντικές γενεές, την συνέχισαν οι λεγόμενοι ησυχαστές, οι οποίοι βέβαια δεν είναι φαινόμενο του 13ου-14ου αιώνος κ.ο.κ, διότι η ίδια η Αγία Γραφή, οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης είναι όλοι ησυχαστές, όλη η Αποστολική περίοδος είναι ησυχασμός και αυτή η παράδοση συνεχίζεται μέσω όλων των Πατέρων της Εκκλησίας». Οι Προφήτες, Απόστολοι και Άγιοι, όταν έφθασαν στην θεοπτία, απέκτησαν γνώση της διακρίσεως μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Βεβαίως, κατά την διάρκεια της θεοπτίας δεν ακούσθηκε κάποια φωνή να τους λέγη ότι αυτό είναι ουσία και αυτό είναι ενέργεια, αλλά κατάλαβαν την διάκριση, γιατί την στιγμή εκείνη μετείχαν και κοινωνούσαν της ενεργείας του Θεού και όχι της ουσίας Του· έτσι, η διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό δεν είναι φιλοσοφική, αλλά εμπειρική. Μερικοί κάνουν λόγο για διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό κατά τρόπο φιλοσοφικό, στοχαστικό, πράγμα το οποίο δεν είναι Ορθόδοξο, αλλά είναι η μέθοδος των αιρετικών. «Εκτός από την φιλοσοφική διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας εν Θεώ, υπάρχει και μια άλλη διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας εν τω Θεώ, στην ιστορία. Υπάρχει η Ορθόδοξη διάκριση, που βασίζεται στην εμπειρία της Θεώσεως. Αυτή η διάκριση είναι των Προφητών, των Αποστόλων, των Αγίων. Αυτή είναι η διάκριση της Παραδόσεως. Εκτός από αυτή την διάκριση, η διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας υπάρχει και σε αιρετικούς στην αρχαία Εκκλησία». Αυτό που ξεχωρίζει τους Πατέρες της Εκκλησίας από τους φιλοσόφους και τους αιρετικούς είναι η εμπειρική γνώση της διάκρισης ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Έπειτα οι θεόπτες και μάρτυρες της θεότητος του Θεού θεολογούν για να κατευθύνουν τους πιστούς στην θέωση και την προσωπική εμπειρία και έτσι παράγεται η θεολογία. Οπότε, αυτή η κοινή εμπειρία των Προφητών, Αποστόλων, Πατέρων και Αγίων είναι το θεμέλιο της Ορθοδόξου θεολογίας. «Η θεολογία βγαίνει από την θεοπτία των Προφητών, των Αποστόλων, των Αγίων κλπ, όσων έχουν φθάσει να γίνουν Θεούμενοι». «Αυτή η εμπειρία, που έχουν οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι Άγιοι της Εκκλησίας, είναι το θεμέλιο της θεολογίας και είναι η μόνη ασφαλής και πραγματική γέφυρα μεταξύ Θεού και ανθρώπου». Σε αυτήν την εμπειρία στηρίζεται το αλάθητο, η θεοπνευστία και η θέωση τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη. «Το αλάθητον, η θεοπνευστία και η θέωση στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και στην Εκκλησία, δεν ανήκει αδιακρίτως σε όλον τον λαόν του Θεού, αλλά φθάνει στον λαό και κατοικεί σε αυτόν με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, μέσω των θεουμένων, Προφητών, Αποστόλων και Αγίων, όπως και μέσω του Κλήρου που έχει την Αποστολική διαδοχή δια της χειροτονίας και της αληθινής διδασκαλίας τών εν Χριστώ θεουμένων». Όποιος δεν έχει δική του θεοπτική εμπειρία και δεν στηρίζεται στην εμπειρία των θεοπτών Αγίων, που αποτελούν την αυθεντία μέσα στην Εκκλησία, βρίσκεται στην πλάνη, γιατί εξαναγκάζεται να φιλοσοφή και να φαντάζεται τον Θεό, με φοβερές συνέπειες. |
Δημιουργία αρχείου: 16-5-2014.
Τελευταία ενημέρωση: 16-5-2014.