Στον σεβ. Ιωάννη
Ζηζιούλα χρωστάμε, την επιστροφή της Ελλαδικής Εκκλησίας στην αρχαία κατανόηση
της σημασίας της Θείας Ευχαριστίας στην Εκκλησιαστική ζωή, κατά τις τελευταίες
δεκαετίες. Το απόσπασμα αυτό, από το νέο του βιβλίο, δίνει ακριβώς αυτή την
επεξήγηση. Πώς στη δεκαετία του 1960, ξεκίνησε αυτή η επαναφορά της Ελλαδικής
Εκκλησίας στην ορθή κατανόηση των αγίων Πατέρων και των αποστόλων, για την
Εκκλησία και τη Θεία Ευχαριστία. Κάτι που αποτελεί πλέον το ισχυρότερο όπλο της
Εκκλησίας έναντι των αιρέσεων και των σχισμάτων.
Εισαγωγή
Η σύνδεση Θ. Ευχαριστίας και Εκκλησίας
τείνει σήμερα να θεωρείται κοινοτοπία, τουλάχιστον μεταξύ
των Ορθοδόξων, στις μέρες μας μάλιστα κάτω από την επίδραση
της Ορθοδόξου Θεολογίας, πλέον και μεταξύ των
Ρωμαιοκαθολικών και μεγάλου μέρους των Προτεσταντών. Λίγοι
είναι πλέον αυτοί, που θα αποσυνέδεαν την έννοια της
Εκκλησίας από το Μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας. Αυτό όμως δεν
ίσχυε πάντοτε στη Θεολογία μας, ούτε καν την Ορθόδοξη, πολύ
περισσότερο στη δυτική.
Αν ανοίξει κανείς κλασσικά εγχειρίδια Ορθοδόξου Δογματικής,
όπως εκείνα του Χ. Ανδρούτσου ή και του Π. Τρεμπέλα, θα
εκπλαγεί από το γεγονός ότι τα περί Εκκλησίας και περί
Ευχαριστίας κεφάλαια είναι στην ουσία αυτόνομα και
ανεξάρτητα μεταξύ τους: ό,τι αναφέρεται στη Θ. Ευχαριστία
δεν επηρεάζει καθόλου το περιεχόμενο της εννοίας της
Εκκλησίας, και αντίστροφα. Χαρακτηριστικό είναι το ότι στις
αρχές ακόμη της δεκαετίας τού 1960, όταν υπέβαλα στη
Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών τη διδακτορική
διατριβή με τίτλο: «Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θ.
Ευχαριστία και τω Επισκόπω», ο αείμνηστος κ. Μπόνης κατέθεσε
κριτική (γραμμένη, όπως απεδείχθη, από τον ήδη επίσης
αείμνηστο Κ. Μουρατίδη, τότε έκτακτο καθηγητή και μη θέλοντα
να εμπλακεί στις μεταξύ τών τότε Καθηγητών διαφορές λόγω της
επικείμενης εκλογής του ως τακτικού Καθηγητού), στην οποία
κριτική επικρίνεται η διατριβή, ως «δυναμίτης στα θεμέλια
της Ορθοδοξίας» ακριβώς λόγω του ότι συνδέει τη Θ.
Ευχαριστία με την Εκκλησία! η διατριβή τελικώς εγκρίθηκε με
τον βαθμό «άριστα» παμψηφεί, και έτσι για πρώτη φορά στον
ελλαδικό χώρο αναγνωρίστηκε επίσημα ότι βάσει των αρχαίων
πηγών Ευχαριστία και Εκκλησία αποτελούν αλληλοπεριχωρούμενες
και αλληλοπροσδιοριζόμενες πραγματικότητες. Στην ίδια
περίπου εποχή εμφανίστηκαν στη ρωσσική γλώσσα, την οποία
δυστυχώς αγνοούσα -και αγνοώ- οι μελέτες τού ρώσου θεολόγου
Ν. Athanasiev με την έκτοτε γνωστή ως «ευχαριστιακή
εκκλησιολογία», την οποία έλαβα υπ' όψιν μου κριτικά κατά
την εκτύπωση της διατριβής το 1965. Οι βασικές διαφωνίες μου
με τον Athanasiev και την, «ευχαριστιακή εκκλησιολογία» του
είναι ήδη γνωστές και έχουν συζητηθεί διεθνώς, αλλά η βασική
αρχή ότι Ευχαριστία και Εκκλησία συνδέονται και
περιχωρούνται δεν αμφισβητείται πλέον από κανένα. Κατά
καιρούς εκφράζονται απόψεις περί «υπερβολικής» ταυτίσεως των
δύο αυτών πραγματικοτήτων και περί «μονομερούς» εξάρσεως της
Θ. Ευχαριστίας εις βάρος άλλων στοιχείων της Εκκλησίας, αλλά,
όπως θα δούμε παρακάτω, όλες αυτές οι επιφυλάξεις απορρέουν
από μια εσφαλμένη αντίληψη περί Ευχαριστίας, η οποία
προέρχεται από τον Σχολαστικισμό, και η οποία περιορίζει την
έννοια της Ευχαριστίας σε ένα Μυστήριο μεταξύ των «επτά»,
αγνοώντας την αρχαία παράδοση, η οποία έβλεπε στην
Ευχαριστία την ανακεφαλαίωση του όλου μυστηρίου τού Χρίστου,
και όχι απλώς ένα μέρος ή μια πτυχή του.
Στη σημερινή εισήγηση μου θα προσπαθήσω να καταδείξω ακριβώς
αυτό. Ότι δηλαδή η Θ. Ευχαριστία εκφράζει και αποκαλύπτει
και πραγματώνει μέσα στην ιστορία την ίδια την Εκκλησία, όχι
απλώς όπως είναι, αλλά κυρίως όπως θα είναι, όταν
επικρατήσει η Βασιλεία τού Θεού. Δηλαδή, η Ευχαριστία είναι
ο τρόπος, με τον οποίον η Εκκλησία πρέπει να ζει, να
εμπνέεται, να κινείται και να δομείται μέσα στην ιστορία,
αυτό που ονομάζομε στη γλώσσα της δογματικής «Εκκλησιολογία»,
λόγο δηλαδή περί της αληθινής «φύσεως» της Εκκλησίας και όχι
απλώς περί της ιστορικής διαδρομής Της.
Η σύνδεση Ευχαριστίας και Εκκλησίας στην αρχαία Εκκλησία
Είπαμε προηγουμένως ότι ό δυτικός Σχολαστικισμός είναι
υπεύθυνος για τις επιφυλάξεις ορισμένων Θεολόγων να
αποδεχθούν τον βαθύτατο, μέχρι ταυτισμού, σύνδεσμο μεταξύ
Εκκλησίας και Ευχαριστίας. Πράγματι, ο Σχολαστικισμός με την
αναλυτική μέθοδο, που εφάρμοσε στη Θεολογία γενικά,
κατατεμάχισε το ενιαίο μυστήριο της σωτηρίας σε αυτοτελείς
πτυχές, έτσι ώστε κάθε μία από αυτές είναι νοητή χωρίς
αναφορά στις άλλες. Για παράδειγμα, η Χριστολογία δεν
περιέχει αναφορές στην Πνευματολογία, σαν να ήταν δυνατόν να
γίνει λόγος για τον Χριστό, δηλαδή τον «κεχρισμένον δια τού
Πνεύματος», χωρίς να γίνει λόγος για το Πνεύμα. Το ίδιο
συνέβη και με την Εκκλησία, η οποία απετέλεσε χωριστό
κεφάλαιο από το περί Μυστηρίων, παρά το ότι τα Μυστήρια
είναι αυτά, που καθιστούν πραγματικότητα την Εκκλησία. Έτσι
και η Ευχαριστία για την κατάτμηση τού ενός και μόνου
μυστηρίου σε πολλά μυστήρια περιορίστηκε σε ένα συγκεκριμένο
χώρο τού είναι της Εκκλησίας, και κάθε ταυτισμό της με το
σύνολο της Εκκλησίας δίνει την εντύπωση ότι παραμερίζονται
και υποτιμώνται άλλες βασικές πτυχές του μυστηρίου της
Εκκλησίας, όπως -ακούγεται αυτό συχνά- το Βάπτισμα, το
κήρυγμα, η ιεραποστολή κ.λπ. Όλες αυτές οι επιφυλάξεις δεν
θα υπήρχαν, αν μπορούσαμε να υπερπηδήσουμε τη Σχολαστική
παράδοση της κατατμήσεως αυτής -πράγμα δύσκολο, γιατί έχει
διαβρώσει την ακαδημαϊκή Θεολογία μας- και βλέπουμε την
Ευχαριστία, ως κάτι που περιέχει όλα τα άλλα μυστήρια και
που νοηματίζει και εκκλησιοποιεί όλες τις άλλες πτυχές του
είναι της Εκκλησίας. Έχει ήδη παρατηρηθεί από τον αείμνηστο
π. Γεώργιο Florovsky και άλλους, ότι μέχρι την εποχή του
Σχολαστικισμού δεν υπάρχει στην εκκλησιαστική γραμματεία
κανένας ορισμός της Εκκλησίας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι
απουσιάζει η εκκλησιολογία από την Πατερική Θεολογία. Απλώς,
μαρτυρεί ότι η Εκκλησία αποτελούσε βιούμενη πραγματικότητα,
τόπο οφθαλμοφανή και γνωστή σε όλους, ώστε περίττευε κάθε
θεωρητική περιγραφή Της.
Αυτή η απτή και συγκεκριμένη πραγματικότητα ταυτιζόταν από
την αρχή στη συνείδηση της Εκκλησίας με τη Σύναξη της Θ.
Ευχαριστίας. Ιδού μερικές μαρτυρίες:
Στα αρχαιότερα κείμενα της Καινής Διαθήκης, που κατέχομε,
δηλαδή στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, ο όρος «Εκκλησία»
χρησιμοποιείται για να δηλώσει την τοπική Εκκλησία, όχι σε
οποιαδήποτε μορφή Της, άλλα στη Σύναξή της για τη Θ.
Ευχαριστία. Αυτό προκύπτει από τη μελέτη, μεταξύ άλλων, του
11ου κεφ. της Α΄ προς Κορ. επιστολής. Στο κεφάλαιο αυτό,
όπως και στα επόμενα μέχρι και το κεφ. 14, ο Παύλος
αναφέρεται στις Ευχαριστιακές συνάξεις των Κορινθίων, τις
οποίες ταυτίζει με την "Εκκλησία": «συνερχομένων υμών εν
Εκκλησία ακούω σχίσματα εν υμίν υπάρχειν κ.τ.λ.», δηλαδή
όταν συνέρχεσθε ως Εκκλησία, τουτέστιν ως Ευχαριστιακή
Σύναξη... Έτσι το «συνέρχεσθαι επί το αυτό» για τον
Παύλο
σημαίνει το συνέρχεσθαι, ως Εκκλησία. Είναι τυχαίο ότι στην
Πατερική γραμματεία (βλ. Μάξιμο, Αναστάσιο Σιναΐτη κ.α.) ο
όρος «Σύναξις» δήλωνε χωρίς καμία επεξήγηση τη Θ. Ευχαριστία;
Οι ρίζες αυτής της αποκλειστικής εφαρμογής αυτού του όρου
για την Ευχαριστία ανάγονται προφανώς στη χρήση της από τον
Παύλο, στην οποία αναφερθήκαμε.
Μια άλλη μαρτυρία της ταυτίσεως της Ευχαριστιακής Συνάξεως
με την Εκκλησία είναι η φράση «κατ' οίκον εκκλησία», που
απαντούμε πάλι στον Απ. Παύλο. Η κρατούσα άποψη είναι ότι η
φράση αυτή εδήλωνε τη Σύναξη της τοπικής Εκκλησίας σε ένα
από τα σπίτια των μελών της Εκκλησίας για να τελέσουν την
Ευχαριστία («κλώντες τε κατ' οίκον άρτον» εν αντιθέσει προς
την εν τω Ναώ προσευχήν. Πράξ. β', 46). Δεν είναι νοητή η
χρήση του όρου «Εκκλησία» στην περίπτωση αυτή, αν δεν υπήρχε
η συνείδηση ότι Εκκλησία και Ευχαριστιακή Σύναξη ταυτίζονται.
Προς την ίδια κατεύθυνση μαρτυρεί και η χρήση του όρου «όλη
η Εκκλησία» (Ρωμ. ιστ', 23) από τον Απ. Παύλο. Είναι
σημαντικό ότι την Ευχαριστιακή Σύναξη στον οίκο του Γάϊου ο
Παύλος την ονομάζει Σύναξη «όλης της Εκκλησίας». Αυτό
αποτελεί προάγγελο του όρου «Καθολική Εκκλησία», που
απαντούμε στον άγιο Ιγνάτιο για πρώτη φορά και ο οποίος δεν
είναι άσχετος με τη Σύναξη της Ευχαριστίας, όπως μαρτυρεί η
όλη εκκλησιολογία τού αποστολικού Πατρός. (Ιγνατίου
Αντιοχείας, Επιστολή προς Σμυρναίους 6, παρ. 8). Η
Ευχαριστία είναι η «Καθολική Εκκλησία» par excellence,
ακριβώς γιατί είναι «σύναξις επί το αυτό» όλης της τοπικής
Εκκλησίας, δηλαδή της «Εκκλησίας του Θεού» της «ούσης» ή «παροικούσης»
σε ορισμένο τόπο.
Στη συνέχεια της εισηγήσεως θα δούμε τις αποφασιστικής
σημασίας συνέπειες αυτής της Εκκλησιολογίας για τη
λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Στο σημείο αυτό θα αναφέρουμε
απλώς μια ένδειξη του πόσο η έννοια της «Καθολικής Εκκλησίας»
συνδέεται βαθειά με την Ευχαριστιακή Σύναξη όλης της τοπικής
Εκκλησίας στη συνείδηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.
Πρόκειται για τη χρήση του όρου «Καθολικόν» στις ιερές Μονές
μας, η οποία κατά αρχαιοτάτην παράδοση δεν σημαίνει άλλο από
τον Ναό, στον οποίο συνάγονται όλοι οι μοναχοί, για να
τελέσουν την Ευχαριστία. Ό,τι δηλ. συνέβαινε σε κάθε τοπική
Εκκλησία στους πρώτους αιώνες μεταφέρθηκε και στις Μονές: Η
εκκλησία γίνεται «Καθολική», όταν συνάγεται στο «Καθολικόν»
της. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο Ορθόδοξος Λαός μας,
ζυμωμένος με την εκκλησιολογία αυτή, έχει ταυτίσει τον όρο «Εκκλησία»
με τον χώρο όπου τελείται η Ευχαριστία: «Πηγαίνω στην
Εκκλησία», αντί πηγαίνω στο Ναό. Δεν θα γινόταν αυτό, αν δεν
ήταν ριζωμένος βαθειά στη συνείδηση του Λαού μας αυτός ο
ταυτισμός Εκκλησίας και Ευχαριστίας.
Την πραγματικότητα αυτή γνωρίζει και διασώζει η Θεολογία της
Εκκλησίας μας, όταν έρχεται η στιγμή να επιχειρηθεί κάποιος
ορισμός της Εκκλησίας. Η στιγμή αυτή -ίσως υπό την επίδραση
και την πίεση όσων συμβαίνουν στη δύση με τον Σχολαστικισμό-
έρχεται τον 14ο αιώνα. Εκφραστής της είναι ο άγιος Νικόλαος
Καβάσιλας. Ας προσέξουμε τι γράφει, διότι είναι ένας
καταπέλτης για όσους κάνουν λόγο για «υπερβολή» και «μονομέρεια»,
όταν μιλούμε για ταυτισμό Ευχαριστίας και Εκκλησίας. Γράφει
ο Καβάσιλας:
«Σημαίνεται (= ορίζεται, δηλώνεται) δε η Εκκλησία εν τοις μυστηρίοις... Την τού Χριστού Εκκλησίαν, ει τις ιδείν
δυνηθείη... ουδέν έτερον ή αυτό μόνον το Κυριακόν όψεται
σώμα... Δια τούτο ουδέν απεικός (= τίποτε το παράλογο η
υπερβολικό). Ενταύθα δια των μυστηρίων την Εκκλησίαν
σημαίνεσθαι» (Νικολ. Καβάσιλα, Ερμηνεία εις την Θείαν
Λειτουργίαν, κεφ. ΛΗ΄, 6 και ΛΘ΄, 1. Migne P.G., τλ. 150,
452-3).
Δηλαδή, αν θελήσουμε να πούμε τι είναι η Εκκλησία, τίποτε
άλλο (= «ουδέν έτερον») δεν θα δούμε παρά μόνον (η λέξη «μόνον»
καθιστά τον Καβάσιλα σαφώς ένοχον «μονομέρειας») αν
κοιτάξουμε τη Θ. Ευχαριστία. Γι' αυτό και η Εκκλησία «σημαίνεται»,
ορίζεται εν τη Θ. Ευχαριστία. Η φράση «εν τοις μυστηρίοις»
δεν σημαίνει για τον Καβάσιλα στα επτά μυστήρια, αλλά μόνον
στη Θ. Ευχαριστία, η οποία στην αρχαία λειτουργική γλώσσα
καλείται «τα φρικτά και ζωοποιά κ.λπ. μυστήρια».
Και για να μη αφήσει ο Καβάσιλας καμιά αμφιβολία ότι
Ευχαριστία και Εκκλησία ταυτίζονται -ναί, αυτός είναι ο όρος-
γράφει: μεταξύ Ευχαριστίας και Εκκλησίας δεν υφίσταται «αναλογία ομοιότητος» αλλά «πράγματος ταυτότης». Πιο «υπερβολικός»,
αλήθεια, και πιο «ευχαριστιακός» εκκλησιολόγος δεν θα
μπορούσε να είναι κανείς! Είναι να απορεί κανείς πώς δεν
κατηγορήθηκε ακόμα και αυτός από τους γνωστούς συγχρόνους
Ορθοδόξους Θεολόγους για «ευχαριστιακό μονισμό»!
Ο Καβάσιλας δεν είναι υπερβολικός. Απηχεί τη συνείδηση της
Παυλείου και Πατερικής παραδόσεως, την οποία αμαύρωσε και
αφάνισε η Σχολαστική Θεολογία, η οποία έφθασε μέχρι του
οίκου μας, για να γεννήσει θεολόγους που καταλογίζουν «ευχαριστιακό
μονισμό» και «μονομέρεια» σε όσους μαζί με τον Καβάσιλα
συνδέουν Ευχαριστία και Εκκλησία μέχρι ταυτισμού.
Tο
άρθρο αυτό στα Αγγλικά |