Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας | Δογματικά και Ψυχοθεραπευτικά |
---|
Η Προσευχή // Η προσευχή, όπλο ισχυρό // Σχέδιο Εγκάρδιας Προσευχής // Η ευχή μέσα στον κόσμο // Η προσευχή του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά
Εγκυκλοπαιδική προσέγγιση της λέξης "Προσευχή"
|
Κάθε πιστός γνωρίζει πολύ καλά αυτή τη λέξη. Τι λένε όμως γι' αυτή τα λεξικά και οι εγκυκλοπαίδειες της Αγίας Γραφής; Στο παρόν άρθρο θα παρουσιάσουμε μερικά αποσπάσματα για τη λέξη αυτή, και για το πώς εφαρμόσθηκε διαχρονικά, σε όλη την ιστορία της Αγίας Γραφής, από τους πιστούς.
Α. Οι λέξεις: "Προσευχή" και "Προσεύχομαι" στο "Μέγα Λεξικόν Όλης της Ελληνικής Γλώσσης" (Δ. Δημητράκου Εκδόσεις Δομή Α.Ε.)
1. Προσευχή 1. Η προς θεόν τινα παράκλησις, δέησις. 2. τόπος προσευχής, ιδ. ευκτήριος οίκος, προσευκτήριον. 3. ωρισμένον κείμενον δεήσεων προς τον Θεόν. 2. Προσεύχομαι 1. Δέομαι, παρακαλώ, ικετεύω τον Θεόν, κάνω την προσευχήν μου. (π.χ. Ευρ. Ιππ. 116, Ξεν. ΚΠ 2,1,1: «προσευξάμενοι θεοίς και ήρωσι»). 2. μετά αιτιατικής: προσφωνώ εν προσευχή. 3. απολ. λατρεύω, τιμώ. 4. μτ. Αιτ. πράγμ. Παρακαλών ζητών την επίτευξίν τινος. 5. ρηματ. π. Προσευχή, προσευκτήριον, προσευχητήριον, προσευχητάριον.
Β. Απόσπασμα από το "Νέον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν της Αγίας Γραφής", στη λέξη: "Προσευχή" (Γ. Ζ. Κωνσταντινίδη, Αθήνα 1985. Εκδόσεις «Ο Λόγος». Σελ. 749 – 752) Προς εύχομαι και ευχή. Επίσης και «οίκος προσευχής» (Ησαϊας 56:7, Ματθαίος 21: 13, Λουκάς 19: 46). Προσεύχομαι, παρακαλώ για χάρη κάποιου πράγματος. Ικεσία προς τον Θεό. Δέηση. Διάλογος με τον Θεό. Προσευχή είναι ο βαθύτερος και ειλικρινής πόθος της ψυχής προς επικοινωνίαν με τον Θεό. Μια προσευχή που δεν περιλαμβάνει το στοιχείο της ειλικρίνειας, τού πόθου προς επικοινωνία, δεν είναι δυνατόν να είναι αποτελεσματική. Η προσευχή αν και αποτελεί μέρος της από κοινού λατρείας, εν τούτοις περιέχει ένα πρόσθετο στοιχείο, το αίτημα. Μέσω της προσευχής και ικεσίας προς τον Θεό ζητούμε κάτι καλό ή αποφυγή από κάποιο κακό. Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τη σοβαρότητα της προσευχής, αν δεν έχουμε επίγνωση πραγματική ότι ο Θεός είναι αυτός που απαντά σε αυτήν. Η πρώτη υποδειγματική προσευχή πάνω σε γενικά θέματα που αναφέρεται στην Αγία Γραφή, είναι η προσευχή του Δαβίδ πριν από τη νίκη του κατά των Φιλισταίων (Β' Σαμουήλ 7:18-29). Εξήντα πλήρεις Ψαλμοί, όπως και 14 μέρη Ψαλμών, τοποθετούνται στην κατηγορία των προσευχών. Κατά την περίοδο των Πατριαρχών η προσευχή περιοριζόταν στην επίκληση απλώς του ονόματος του Θεού (Γένεση 4:26, 12:8, 21:33). Προσευχές ήταν στενά συνυφασμένες με θυσίες (Γένεση 13:4, 26:25, 28:20-22). Προσευχές του Ιακώβ συσχετίζονται με ευχή (υπόσχεση) προς τον Θεό. Με την ευχή του, που είναι προσευχή στην πραγματικότητα, ο Ιακώβ υπόσχεται υπηρεσία και υποταγή στον Θεό, εάν Αυτός του δώσει τις ευλογίες που ζήτησε (Γένεση 28:20 και εξ.). Πολλές προσευχές, ικεσίες, του Μωυσέως γίνονταν κάτω από την ιδιότητά του ως μεσάζοντος μεταξύ τού λαού και τού Θεού (Έξοδος 32:11-13, 31, 32, 33: 12-16, 34:9, Αριθμοί 9:11-15, 14: 13-19, 21:7, Δευτερονόμιο 9:18-21, 10:10). Ο Θεός απαντούσε στις ικεσίες των δούλων Του είτε θετικά είτε διαφορετικά, κατά το θέλημά Του (Έξοδος 32:30 35). Στο Αμώς 7:1-6, «ο Κύριος μεταμελήθηκε» σχετικά με ορισμένο τρόπο ενεργείας σε απάντηση ικεσίας τού προφήτου. Στον Ιερεμία απαγορεύτηκε να δέεται υπέρ τού λαού προς τον Θεό (Ιερεμίας 7:16, 11:14, 14:11). στις περισσό τέρας περιπτώσεις, ο Θεός έδιδε ευνοϊκές απαντήσεις στις προσευχές των δούλων Του, όπως τού Λωτ· (Γένεση 19:17-23), τού Αβραάμ (Γένεση 20: 17), τού Μωυσέως (Έξοδος 9:27-33, Αριθμοί 12:9) και Ιώβ (Ιώβ 42:8, 10). Σε τους μετέπειτα χρόνους η προσευχή περιελήφθη στο τελετουργικό τού Ναού και της Συναγωγής. Παραλλήλως, όλοι οι διαμένοντες στην Ιερουσαλήμ Ισραηλίτες επιβαλλόταν να μεταβαίνουν κατά ορισμένη ώρα στο ιερό τού Ναού για κατ’ ιδίαν προσευχή. Δες σχετικά Λουκάς 18:10, Πράξεις 3:1. Όσοι διέμεναν μακριά από την Ιερουσαλήμ, άνοιγαν τα παράθυρα τού δωματίου όπου προσεύχονταν, προς την κατεύθυνση της Ιερουσαλήμ και έτσι προσεύχονταν προς τον τόπο όπου ήταν η παρουσία του Θεού (Α΄ Βασιλέων 8:44-49, Ψαλμοί 5:7, 28:2, 138:2, Δανιήλ 6:10). Οι ορισμένες ώρες προσευχής φαίνεται να ήταν τρεις (Δανιήλ 6:10), δηλαδή 1) η εσπέρα, δηλαδή η ενάτη ώρα (Πράξεις 3:1, 10:3), η ώρα της «εσπερινής θυσίας» (Δανιήλ 9:21), 2) το πρωί, δηλαδή η τρίτη ώρα (Πράξεις 2:15) δηλαδή της «πρωινής θυσίας», 3) η έκτη ώρα ή μεσημέρι. Η επίκληση της ευλογίας τού Θεού, ευχαριστία, πριν και μετά από κάθε γεύμα είναι μία αρχαία ωραία συνήθεια, αν και αναφέρεται μόνο στην Καινή, όπως κατά τον χορτασμό των τεσσάρων χιλιάδων (Ματθαίος 15:36), των πέντε χιλιάδων (Ιωάννης 6:11), κατά το ταξίδι στη Ρώμη του Παύλου εντός του πλοίου (Πράξεις 27:35), κατά το τελευταίο Δείπνο, ο Κύριος «αφού ευχαρίστησε έκοψε» τον άρτο (Α' Κορινθίους 11: 24). Η στάση τους κατά την προσευχή, δεν είναι καθορισμένη στην Αγία Γραφή, αλλά γενικά πιστεύεται ότι άλλοι προσευχόντουσαν όρθιοι (Α' Σαμουήλ 1:26, Δανιήλ 9:20, Ματθαίος 6:5 κτλ. ), άλλοι γονυπετείς (Α' Βασιλέων 8:54, Β' Χρονικών 6:13, Έσδρας 9:5, Δανιήλ 6:10, Λουκάς 22:41), άλλοι με υψωμένα τα χέρια και το κεφάλι σκυμμένο προς το έδαφος (Νεεμίας 8:6). Και στις τρεις περιπτώσεις τα χέρια ήταν υψωμένα προς τον ουρανό ή με διεύθυνση προς τα «άγια των αγίων» (Α' Βασιλέων 8:22, Νεεμίας 8:6, Θρήνοι 2:19, 3:41, Ψαλμοί 28:2 κτλ.). Σε περιπτώσεις προσευχής ταπεινώσεως και μετανοίας, χτυπούσαν τα στήθη τους (Λουκάς 18:13) ή έβαζαν το πρόσωπό τους ανάμεσα στα γόνατα (Α' Βασιλέων 18:42). Οι πλέον αξιοσημείωτες προσευχές που αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη είναι αυτή του Σολομώντα κατά την αφιέρωση του Ναού (Α' Βασιλέων 8:23-53), αυτή του Μωυσή (Ψαλμοί 90) και αυτή του Ιησού του Ναυή με τους συνεργάτες του, μετά την αιχμαλωσία (Νεεμίας 9:5 38). Από τη ερώτηση των Μαθητών προς τον Κύριο: «δίδαξέ μας να προσευχόμαστε» (Λουκάς 11:1), όπως και από τις παραδόσεις των Ιουδαίων, πληροφορούμαστε ότι οι δάσκαλοι και οι θρησκευτικοί τους ηγέτες, όπως ο Ιωάννης, δίδασκαν στους ακολούθους τους να προσεύχονται. Οι προσευχές των Χριστιανών έχουν φυσικά ως βάση την Κυριακή Προσευχή, αλλά οδηγούνται και από το πνεύμα της προσευχής τού Κυρίου στη Γεθσημανή, όπως και αυτή που περιγράφεται στο 17ο κεφάλαιο τού Ιωάννη, πριν από το Πάθος. Η επίδραση των προσευχών αυτών από το παραπάνω πνεύμα γίνεται περισσότερο καταφανής στις προσευχές που περιέχονται στις επιστολές, όπως Ρωμαίους 16:25-27, Εφεσίους 3:14-21, Φιλιππισίους 1:3-11, Κολοσσαείς 1:9-15, Εβραίους 13:20, 21, Α' Πέτρου 5:10, 11 κτλ. ). Στην Καινή Διαθήκη δεν καθορίζεται ορισμένος τόπος ή χρόνος προσευχής, καθότι ο Θεός είναι άχρονος και πανταχού παρών (Ιωάννης 4:21 -24). Δες και Ματθαίος 7:7-11, Φιλιππισίους 4:6, Α' Τιμόθεον 2:1-3, Α΄ Θεσσαλονικείς 5:17, Β' Θεσσαλονικείς 3:1, Ιάκωβος 1:5. Η προσευχή διακρίνεται σε ατομική, οικογενειακή και κοινή. Ως προς το περιεχόμενο, διακρίνεται σε αίτηση ή ικεσία, ευχαριστία για τις ευεργεσίες του Θεού προς εμάς, σε δοξολογία και τέλος εξομολόγηση και αίτηση προς συγχώρηση των αμαρτιών μας. Στην Καινή Διαθήκη αναφέρονται αρκετές προσευχές προς τον Πατέρα του Κυρίου μας, οι οποίες και αποτελούν υποδειγματικούς τύπους προσευχής. Τέτοιες είναι οι αναφερόμεναι στο Ματθαίο 11:25, 26, Ιωάννης 6:11, 11:41, 42, Ματθαίος 26:39, Ιωάννης 17:1, 2, όπως και οι προσευχές προς τον Πατέρα, που έγιναν όταν ο Κύριος ήταν πάνω στο Σταυρό «Ηλί, Ηλί… », «Πάτερ, στα χέρια σου… » (Ματθαίος 27:46, Λουκάς 23:46). Ο Κύριος έδωσε ορισμένες παραγγελίες όπως και υποσχέσεις σε σχέση με την προσευχή. Έτσι, συνιστά την αποφυγή της υποκρισίας κατά την προσευχή (Ματθ. 6:5), της βατολογίας ή πολυλογίας (6:7), της επιδείξεως (6:5, 6) και άλλα. Μετά δε το υπόδειγμα της Κυριακής Προσευχής, ο Κύριος δίνει και υποσχέσεις εκπληρώσεως, όπως «αιτείτε και θα σας δοθεί… » (7:7), «πας ο αιτών λαμβάνει… » (7:8), «όλα όσα ζητήσετε στην προσευχή, έχοντας πίστη, θα τα λάβετε» (21:22).
Γ. Απόσπασμα από το Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας για τη λέξη: Προσευχή: Έκδοση «Βιβλικό Κέντρο Άρτος Ζωής» Αθήνα 1980. Μετάφραση Σάββα Αγουρίδη, Σταύρου Βαρτανιάν, Γεωργίου Γρατσέα, Γαβριήλ Μαραγκού, Γεωργίου Ρηγόπουλου, Σεβαστιανού Φρερή, Καίτης Χιωτέλλη. (Στήλη 858 – 865).
1. Η προσευχή στην ιστορία του Ισραήλ Η πιο σταθερή συνισταμένη των προσευχών της Παλαιάς Διαθήκης είναι αναμφίβολα η άμεση σχέση τους με τα γεγονότα: προσεύχεται κανείς με αφορμή αυτό που συνέβη, αυτό που συμβαίνει και για να συμβεί κάτι, ώστε να δοθεί στη γη η σωτηρία τού Θεού. Το περιεχόμενο λοιπόν της προσευχής του Ισραήλ την τοποθετεί σε ιστορικά πλαίσια. Από την πλευρά της, και η ιερή ιστορία χαρακτηρίζεται από την προσευχή: Εντυπωσιάζει η διαπίστωση ότι τόσες μεγάλες στιγμές αυτής της ιστορίας συνοδεύονται από την προσευχή των μεσιτών και ολόκληρου του λαού, που στηρίζονται στη γνώση της θείας οικονομίας για να πετύχουν την επέμβαση τού Θεού στην παρούσα στιγμή. Θα δοθούν μόνο μερικά παραδείγματα, που αργότερα η προσευχή του Χριστού και της Εκκλησίας θα έρθουν να τα επιβεβαιώσουν. 1. Ο Μωυσής. — Είναι εκείνος που κυριαρχεί σε όλες τις προσευχόμενες μορφές της Παλαιάς Διαθήκης. Η προσευχή του, τυπική προσευχή μεσολαβήσεως, προαναγγέλλει την προσευχή τού Ιησού. Για χάρη του Μωυσή ο Θεός σώζει το λαό (Έξοδος 33,17), από τον οποίο ξεχωρίζει καθαρά ο Μωυσής (32,10· 33,6). Η προσευχή αυτή είναι δραματική (32,32). Τα επιχειρήματά της ακολουθούν το σχήμα κάθε δεήσεως: — επικαλείται την αγάπη τού Θεού: «ότι λαός σου το έθνος το μεγάλο αυτό» (33,13· βλέπε 32,11· Αριθμοί 11,12), — τη δικαιοσύνη και την πιστότητά του: για να σε αναγνωρίσουν, θυμήσου τις προηγούμενες ενέργειές σου, — υπογραμμίζει τη δόξα του Θεού: τι θα πουν οι άλλοι αν μας εγκαταλείψεις; (Έξοδος 32,11-14). Επίσης, από την προσευχή, μια προσευχή με πιο δραματικό χαρακτήρα και που μεταμορφώνει το Μωυσή για το καλό των άλλων (34,29-35), εκπηγάζει και το νομοθετικό του έργο. Ο κύκλος του Μωυσή διατηρεί τέλος την ανάμνηση και τον τύπο μιας διαστροφής της προσευχής: «πειράζει τον Θεό», στην περίπτωση αυτή η προσευχή, αντί να επικαλείται τη χάρη για την επιτέλεση της θείας οικονομίας, ακολουθεί τον κατήφορο της επιθυμίας: στο επεισόδιο της ερήμου Μεριβά και στο επίπεδο των ορτυκιών ο Θεός τίθεται σε δοκιμασία (Έξοδος 16,7- Ψαλμοί 77· 105,32). Είναι σαν να του λένε ότι θα πιστέψουν αν ικανοποιήσει την επιθυμία τους (βλέπε Ιουδήθ 8,11-17). Πρόκειται για αντιπροσευχή. 2. Βασιλείς και Προφήτες. — Η μεσσιανική αγγελία τού Προφήτη Νάθαν προκαλεί την προσευχή του Δαβίδ, της οποίας η ουσία βρίσκεται στη φράση: «Κύριε, το ρήμα με το οποίο μίλησες… πίστωσε έως τού αιώνα» (Β΄ Βασιλέων 7,25. βλέπε Γ΄ Βασιλέων 8, 26). Επίσης ο Σολομών στα εγκαίνια του Ναού περιλαμβάνει στην προσευχή του όλες τις επερχόμενες γενεές (Τελετουργία των Εγκαινίων: Γ΄ Βασιλέων 8,10-61). Κυριαρχεί σ' αυτή το στοιχείο της συντριβής (Γ΄ Βασιλέων 8,47), που ξανασυναντάται μετά την καταστροφή του Ναού (Βαρούχ 2,1—3,8 Νεεμίας 9). Διασώθηκαν κι άλλες βασιλικές προσευχές (4 Βασιλέων 19,15-19· 2 Παροιμίες 14,10· 20,6-12· 33,12. 18). Η προσευχή του βασιλιά για το λαό αποτελούσε ασφαλώς μέρος των επίσημων καθηκόντων του. Η εξουσία να μεσολαβεί (Γένεση 18,22-32) κάνει τον Αβραάμ άξιο του τίτλου τού Προφήτη (20,7). Οι Προφήτες υπήρξαν άνθρωποι της προσευχής (Ηλίας: Γ΄ Βασιλέων 18,36 από· βλέπε Ιάκωβος 5,17 από) και, όπως ο Σαμουήλ (βλέπε Ιερεμίας 15,1), ο Αμώς (Αμώς 7,1-6), αλλά προπάντων ο Ιερεμίας, μεσολαβητές. Η παράδοση βλέπει τον Ιερεμία ως τον «πολλά προσευχόμενο περί του λαού και της αγίας πόλης» (Β΄ Μακκαβαίων 15,14). Το έργο τού μεσολαβητή προϋποθέτει μια σαφή συνείδηση της διακρίσεως και συνάμα της σχέσεως που δημιουργείται ανάμεσα στο άτομο και στην κοινωνία. Σ' αυτή τη συνείδηση (βλέπε επίσης Ιερεμίας 51,1-5) οφείλεται ο πλούτος της προσευχής του Ιερεμία, που είναι παράλληλη σε πολλά σημεία με την προσευχή του Μωυσή, αλλά πολύ πιο παραστατική. Άλλοτε ζητάει τη σωτηρία τού λαού (Ιερεμίας 10,23· 14,7 από. 19-22· 30, 3… ) που τις θλίψεις του τις βλέπει σαν δικές του (4,19· 8,18-23· 14,17 από). Άλλοτε παραπονείται για το λαό (15,10 12,1-5) και μάλιστα κραυγάζει για εκδίκηση (15,15· 17,18· 18,19-23). Άλλοτε πάλι κλαίει τη μοίρα του (20,7-18… ). Ανάμεσα σ' αυτές τις προσευχές και στη συλλογή των Ψαλμών υπάρχουν πολυάριθμες σχέσεις μορφής και περιεχομένου. Ο Έσδρας και ο Νεεμίας προσεύχονται επίσης τόσο για τον εαυτό τους όσο και για τους άλλους (Εσθήρ 9,6-15- Νεεμίας1,4-11). Το ίδιο αργότερα και οι Μακκαβαίοι δεν πολεμούν χωρίς να προσευχηθούν (Α΄ Μακκαβαίων 5,33· 11,71· Β΄ Μακκαβαίων 8,29· 15, 20-28). Η σπουδαιότητα της τυποποιημένης προσωπικής προσευχής γίνεται ακόμα μεγαλύτερη στα μεταιχμαλωσιακά βιβλία που προσφέρουν έτσι πολύτιμες μαρτυρίες (Ιωνάς 2,3-10· Τωβίτ 3,11-16· Ιουδίθ 9,2-4· Εσθήρ 4,17). Οι προσευχές αυτές γράφτηκαν για να διαβαστούν μέσα σε μια διήγηση, και στη συνέχεια μπορούν να γίνουν προσωπικές προσευχές, πράγμα στο οποίο παροτρύνει και η Εκκλησία. Ο σκοπός όμως αυτών που μάζεψαν τους Ψαλμούς σε μια συλλογή ήταν για να χρησιμοποιηθούν ως προσευχές. Ο παγκόσμιος χαρακτήρας των Ψαλμών τους ξεχωρίζει από τις άλλες προσευχές τού Ισραήλ που καμιά δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί τους.
2. Οι Ψαλμοί, προσευχή της Συνάξεως Τα θαυμαστά του Θεού (Ψαλμοί 103), οι εντολές (Ψαλμοί 14· 80… ), οι προφητείες (Ψαλμοί 49… ), η σοφία (Ψαλμοί 36… ), όλη η Βίβλος σαν μέσα από τριχοειδή αγγεία καταλήγει στους Ψαλμούς και γίνεται προσευχή. Εκείνο που είχε πρωτεύοντα ρόλο στη συγκρότηση του Ψαλτηρίου, όπως και στην υιοθέτησή του από την Εκκλησία, ήταν το αίσθημα της ενότητας της προσευχής του εκλεκτού λαού. Δίνοντάς μας το Ψαλτήριο, ο Θεός μας βάζει στα χείλη τις λέξεις που θέλει να ακούσει, μας επισημαίνει τις διαστάσεις της προσευχής. 1. Κοινή και ατομική προσευχή. — Συχνά ολόκληρος ο λαός σκιρτά, θυμάται ή θρηνεί: «θυμήσου», «έως πότε;» (Ψαλμοί 43· 73· 76), ή ακόμη η κοινότητα των ευσεβών (Ψαλμοί 41,5· οι ωδές των αναβαθμών… ). Συχνά μνημονεύεται ο ναός, παρών ή μακρινός, ως τόπος στον οποίον αντηχεί η προσευχή της κοινότητας (Ψαλμοί 5,8- 27,2· 47,10… ). Λέει κανείς ότι είναι από τους δικαίους (Ψαλμοί 118,63). Αυτοί χρησιμεύουν ως επιχείρημα: ας μη χάσουν την πίστη τους βλέποντας μας να πέφτουμε (Ψαλμοί 68,7). Αυτούς θα ενημερώσει κανείς όταν θα εισακουστεί από τον Θεό (Ψαλμοί 21,23 = Εβραίους 2,12). Παρά τη συχνή επανάληψη των ιδίων εκφράσεων, το Ψαλτήριο δεν είναι ένα απλό τελετουργικό ή τυπικό βιβλίο. Ο αυθόρμητος τόνος τοποθετεί την προέλευση ιών Ψαλμών στην προσωπική εμπειρία. Εκτός από τις καθαρά ατομικές προσευχές, η θέση κυρίως που παρέχεται στο βασιλιά δείχνει την ίση σπουδαιότητα που δίνεται στο άτομο και στην κοινότητα: ο βασιλιάς αποτελεί το κατ' εξοχήν μοναδικό πρόσωπο, και συνάμα η κοινότητα βρίσκει σ' αυτό το ζωντανό της σύμβολο. Η παραδοσιακή απόδοση της συλλογής στο Δαβίδ, που ήταν ο πρώτος ψαλμωδός, δείχνει τη σχέση της συλλογής αυτής με τη μεσιτική προσευχή του Ιησού, υιού του Δαβίδ. 2. Προσευχή δοκιμασίας. — Η προσευχή των Ψαλμών έχει ως αφετηρία την ύπαρξη τού ανθρώπου στις διάφορες φάσεις της. Πολύ λίγο αισθάνεται κανείς την αύρα της μοναξιάς (Ψαλμοί 54,7- 10,1). Περισσότερο ακούει κανείς τους δημόσιους χώρους και τον πόλεμο (Ψαλμοί 54· 58· 21,13 από. 17), πράγμα που καθιστούσε το κείμενο πιο χαώδες και θορυβώδες απ’ ό,τι θα περίμεναν ορισμένοι από ένα βιβλίο προσευχών. Αν επικαλείται κανείς τον Θεό με κραυγές και στεναγμούς (Ψαλμοί 68,4· 6,7· 21,2· 101,6), είναι γιατί διακυβεύονται τα πάντα και χρειάζεται τον Θεό με ολόκληρο το είναι του, με το σώμα και την ψυχή (Ψαλμοί 62,2). Το σώμα, με τις δοκιμασίες και τις χαρές του, κατέχει σ' αυτές τις προσευχές τη θέση που έχει και στη ζωή (Ψαλμοί 21· 37… ). Ο Ψαλμωδός αναζητεί όλα τα αγαθά, (Ψαλμοί 4), και δεν τα περιμένει παρά μόνο από τον Θεό. Επειδή θέλει και να ζήσει με τον Θεό και να πορεύεται εδώ κάτω στη γη, ετοιμάζεται για το χωνευτήρι της δοκιμασίας. Έξω από αυτή την προοπτική —την εμπειρία της συμπεριφοράς του Θεού στους δρόμους που ακολουθεί ο άνθρωπος—, δεν μπορεί κανείς να καταλάβει την προσευχή του. Οι κραυγές της ικεσίας ξεκινούν από τις στιγμές στις οποίες τίθεται σε δοκιμασία η προσδοκία της πίστεως: αποτυγχάνει ναι ή όχι το λυτρωτικό σχέδιο του Θεού για το άτομο ή για το λαό; Γύρω από τον ικέτη αγνοούν την προσευχή (Ψαλμοί 52,5) ή τον ειρωνεύονται λέγοντας «πού είναι ο Θεός σου;» (Ψαλμοί 41,4). Αναρωτιέται και ο ίδιος (Ψαλμοί 41—42· 72): η βεβαιότητα του δεν είναι τέτοια, ώστε η ζωή να μην μπορεί κάτι να της αφαιρέσει ή κάτι να της προσθέσει. Αυτό ρίχνει φως στα χωρία εκείνα, στα οποία η αθωότητα αυτοπροβάλλεται όχι από απλή αυταρέσκεια, αλλά εξαιτίας της παρουσίας του κινδύνου και γιατί ο πάντοτε παρών ·εχθρός την αρνείται (Ψαλμοί 7,4 από· 25). 3. Προσευχή με βεβαιότητα. — Η επωδός στις προσευχές των Ψαλμών είναι το batah, το «πεποιθέναι» (Ψαλμοί 24,2· 54,24). Αυτή η εμπιστοσύνη στον Θεό και στην πρόνοιά του, που περνάει από το γέλιο στα δάκρυα και αντίστροφα (Ψαλμοί 22,4· 115,10· 118,143), κρατάει την Ισορροπία ανάμεσα στη δέηση και στην ·ευχαριστία. Συμβαίνει μάλιστα να εκφράζει κανείς ευχαριστίες πριν να λάβει ό,τι ζήτησε (Ψαλμοί 21,25 και εξής· 139,14· βλέπε Ιώβ 11,41). Οι Ψαλμοί που περιέχουν μόνο αίνο αποτελούν ένα σπουδαίο μέρος της συλλογής. Οι τρεις νέοι που, όλοι μαζί, υμνούν τον Θεό μέσα στο καμίνι, αποτελούν για τον Ψαλμωδό μια εικόνα τυπική τού είδους. 4. Προσευχή στην αναζήτηση τού αληθινού αγαθού. — Περιμένοντας κάθε αγαθό από τον Θεό, ο άνθρωπος αποκαλείται να ξεπεράσει τον εαυτό του ανακαλύπτοντας ότι μ' αυτό το αγαθό τού προσφέρεται ο ίδιος ο Θεός. Σε ορισμένους ψαλμούς υπογραμμίζεται η χαρά να ζει κανείς κάτω από το βλέμμα του Θεού, να είναι μαζί του, να κατοικεί στον οίκο του (Ψαλμοί 15· 22· 24,14· 64,5· 90· 118,33 και εξής). Όσο για την ελπίδα ότι θα επιτρέψει ο Θεός στον άνθρωπο να φθάσει ως τη δική του ζωή, δεν μπορεί βέβαια να ισχυριστεί κανείς ότι η προσευχή των ψαλμών τρέφεται με μια τέτοια ελπίδα, υπάρχει όμως η προαίσθηση αυτής της δωρεάς (Ψαλμοί 72,24 και εξής·15). Όποιος διαμορφώνεται με την προσευχή των ψαλμών προετοιμάζεται να τη δεχτεί, και θα βρει σ’ αυτούς πώς να εκφράσει αυτή την εμπειρία. 5. Το Ψαλτήριο, προσευχή του Ιησού. — Γιατί η αποκάλυψη τού Χριστού θα επιτρέψει μια μετάθεση και έναν εμπλουτισμό των ελπίδων τού ψαλμωδού. Δε θα εξαλείψει όμως τη ρίζα που έχουν αυτές οι ελπίδες στην ανθρώπινη κατάσταση μας. Εκτός απ’ αυτό, πριν από κάθε μετάθεση, η χρήση των Ψαλμών θα μπορέσει να γίνει από το Χριστό, γιατί οι Ψαλμοί θα είναι η προσευχή του (βλέπε Ματθαίος 26,30). Θα διαμορφωθεί απ’ αυτούς, όπως και όλο του το περιβάλλον. Μια ·ευσέβεια που θα επιθυμούσε να «μάθει το Χριστό» (Εφεσίους 4,20), θα μπορούσε να παραμελήσει ένα τέτοιο βασικό κείμενο;
3. Η προσευχή όπως τη διδάσκει ο Ιησούς Με την ενσάρκωσή του, ο Υιός του Θεού τοποθετείται στο επίκεντρο της αδιάκοπης παρακλήσεως των ανθρώπων. Δίνοντας απάντηση σ' αυτή την παράκληση, την τρέφει με ελπίδα. Συγχρόνως επαινεί, ενθαρρύνει και διαμορφώνει την πίστη (Λουκάς 7,9· Ματθαίος 9,22. 29· 15,28). Η διδασκαλία του για την προσευχή τοποθετείται σ' αυτό το βιωματικό υπόβαθρο και επεκτείνεται πρώτα και αφθονότερα στον τρόπο της προσευχής παρά στην ανάγκη για προσευχή: «όταν προσεύχεστε, λέγετε… » (Λουκάς 11,2). 1. Οι Συνοπτικοί. — Το «Πάτερ ημών» αποτελεί το κέντρο της διδασκαλίας αυτής (Λουκάς 11,2 από· Ματθαίος 6,9-13). Από την επίκληση τού Θεού ως Πατέρα, που επεκτείνει την οικειότητα των Ψαλμών υπερβαίνοντάς την, διαμορφώνεται όλη η στάση τού προσευχομένου (Ψαλμοί 26,10· 102,13- βλέπε Ησαϊας 63,16-64,7). Η επίκληση αυτή είναι μια πράξη πίστεως και ήδη μια αυτοπροσφορά που τον εντάσσει στο κύκλωμα της αγάπης. Σ' αυτό οφείλεται το γεγονός ότι ο προσευχόμενος, μολονότι βρίσκεται πλήρως στη γραμμή της βιβλικής προσευχής, δίνει προτεραιότητα στο ενδιαφέρον για την οικονομία τού Θεού: για το όνομά του, για τη βασιλεία του (βλέπε Ματθαίος 9,38), για την εκπλήρωση του θελήματός του. Αλλά ζητάει επίσης αυτό τον άρτο (που προσφέρει στη θεία Ευχαριστία), έπειτα την άφεση, αφού πρώτα συνδιαλλαγεί με τα τέκνα τού ίδιου Πατέρα, τέλος τη χάρη να μην υποκύψει στις δοκιμασίες των επερχόμενων καιρών. Οι άλλες προτροπές, που πλαισιώνουν η συμπληρώνουν την Κυριακή προσευχή, αναφέρουν συχνά τον Πατέρα. Η εντύπωση που κυριαρχεί είναι ότι η βεβαιότητα πώς εισακούεται κανείς αποτελεί την πηγή και την προϋπόθεση της προσευχής (Ματθαίος 18,19· 21,22· Λουκάς 8,50). Ο Μάρκος το εκφράζει αυτό με τον πιο άμεσο τρόπο: «ος μη διακριθή εν τη καρδία αυτού, αλλά πιστεύσει ότι ά λέγει γίνεται, έσται αυτώ ό εάν είπη» (Μάρκος 11,23· βλέπε 9,23 και κυρίως Ιάκωβος 1,5-8). Αλλά, αν είναι κανείς βέβαιος ότι θα εισακουστεί, είναι γιατί προσεύχεται στον Πατέρα (Λουκάς 11,13· Ματθαίος 7,11). Η εσωτερικότητα βασίζεται στην παρουσία του Πατέρα που βλέπει «στα κρυφά» (Ματθαίος 6,6· βλέπε 6,4. 18). Δεν πρέπει κανείς να «βαττολογεί» πληθαίνοντας τα λόγια του (Ματθαίος 6,7) σαν να ήταν μακριά μας ο Θεός, όπως ο Βάαλ που τον ειρωνεύεται ο Ηλίας (Γ΄ Βασιλέων 18,26 και εξής), τη στιγμή που ο Θεός είναι ο Πατέρας μας. Πρέπει κανείς να συγχωρεί (Μάρκος 11,25 παράβαλλε Ματθαίος 6, 14), να προσεύχεται σε ενότητα αδελφική (Ματθαίος 18,19), να θυμάται με συντριβή τα σφάλματά του στην προσευχή (Λουκάς 18,9-14). Πρέπει να προσεύχεται κανείς ακατάπαυστα (Λουκάς 18,1· βλέπε 11,5-8): η προσκαρτερία μας πρέπει να δοκιμάζεται και η εγρήγορση της καρδιάς να εκφράζεται. Η απόλυτη αναγκαιότητα της προσευχής διδάσκεται στη συνάφεια των έσχατων καιρών (Λουκάς 18,1-7), που έρχονται πλησίον με το Πάθος. Χωρίς την προσευχή θα καταποντιστεί κανείς μέσα στα μέλλοντα να συμβούν (Λουκάς 21,36· βλέπε 22,39-46). Έτσι και η Κυριακή προσευχή τελειώνει με την παράκληση προς τον Θεό να μας γλιτώσει από τον αβάσταχτο πειρασμό των έσχατων καιρών. 2. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης παρουσιάζει μια πολύ ενοποιημένη θεώρηση της παιδαγωγίας της προσευχής, που έγκειται στο πέρασμα από την παράκληση στην αληθινή προσευχή, από την επιθυμία των δωρεών του Θεού στην επιθυμία της δωρεάς που προσφέρει τον ίδιο τον Θεό, όπως το διαβάζαμε ήδη στους Ψαλμούς. Έτσι η Σαμαρείτισσα οδηγείται από τις δικές της επιθυμίες ως την επιθυμία της δωρεάς του Θεού (Ιωάννης 4,10), και ο όχλος ως την «βρώση την που μένει σε ζωή αιώνιο» (6,27). Γι’ αυτό, η πίστη δεν είναι μόνο προϋπόθεση της προσευχής, Αλλά το αποτέλεσμά της: η επιθυμία εισακούεται και συνάμα εξαγνίζεται (Ιωάννης 4, 50. 53· 11,25 και εξής. 45).
4. Η προσευχή του Ιησού 1. Η προσευχή του και η αποστολή του. — Τίποτε μέσα στο Ευαγγέλιο δε φανερώνει καλύτερα την απόλυτη αναγκαιότητα της προσευχής όσο η θέση που παίρνει η προσευχή στη ζωή του Ιησού. Συχνά προσεύχεται στο όρος, «κατ’ ιδίαν» (Ματθαίος 14,23), μόνος (Λουκάς 9,18), ακόμη κι όταν όλος ο κόσμος τον αναζητεί (Μάρκος 1,37). Θα ήταν λάθος αν περιόριζε κανείς αυτή την προσευχή μόνο στην επιθυμία μιας σιωπηλής οικειότητας με τον Πατέρα. Η προσευχή του Ιησού αφορά την αποστολή του ή την παιδαγωγία των μαθητών, που και τα δυο μνημονεύονται σε τέσσερις αναφορές προσευχής, από το Λουκά: στη βάπτιση (3,21), πριν από την εκλογή των Δώδεκα (6,12), στη Μεταμόρφωση (9,29), πριν από τη διδασκαλία τού «Πάτερ ημών» (11,1). Η προσευχή του είναι το μυστικό που ελκύει τους πιο κοντινούς του και στο οποίο τους εισάγει ολοένα και περισσότερο (9,18). Η προσευχή του τους αφορά: προσευχήθηκε για την πίστη των δικών του. Η στενή σχέση ανάμεσα στην προσευχή του και στην αποστολή του γίνεται φανερή με τις σαράντα μέρες στην έρημο με τις οποίες την εγκαινίασε, γιατί ξαναζωντανεύουν, ξεπερνώντας το, το παράδειγμα του Μωυσή. Η προσευχή αυτή είναι μια δοκιμασία για τον προσευχόμενο: ο Ιησούς θα θριαμβεύσει καλύτερα από το Μωυσή πάνω στο σατανικό σχέδιο να πειράξει τον Θεό (Ματθαίος 4,7 = Δευτερονόμιο 6,16) και ήδη πριν από το Πάθος του μας δείχνει ενάντια σε ποια εμπόδια θα πρέπει να θριαμβεύει και η δική μας προσευχή. 2. Η προσευχή του και το Πάθος του. — Η αποφασιστική δοκιμασία είναι η δοκιμασία τού τέλους, τότε που ο Ιησούς προσεύχεται και θέλει να προσευχηθούν μαζί του και οι μαθητές στο όρος των Ελαιών. Η στιγμή αυτή συνοψίζει όλη τη χριστιανική προσευχή. Είναι υική: «αββά», σίγουρη: «πάντα δυνατά σ’ εσένα», δοκιμασία υπακοής όπου ο πειράζων αποκρούεται: «αλλ ου τι εγώ θέλω, αλλ’ εάν τι συ» (Μάρκος 14,36). Κι ακόμα είναι διστακτική, όπως οι δικές μας προσευχές, σχετικά με το πραγματικό της αντικείμενο. 3. Η προσευχή του και η ανάσταση του. — Η προσευχή του τέλος εισακούεται, πέρα από κάθε προσδοκία. Η ενίσχυση του αγγέλου (Λουκάς 22,43) είναι η άμεση απάντηση που δίνει ο Πατέρας για την παρούσα στιγμή. Η προς Εβραίους όμως επιστολή μας δείχνει με ριζοσπαστικό και τολμηρό τρόπο ότι με την Ανάσταση εισακούστηκε αυτή η τόσο αληθινά ανθρώπινη προσευχή του Ιησού: «ος εν ταις ημέραις της σαρκός αυτού δεήσεις τε και ικετηρίας προς τον δυνάμενον σώζειν αυτόν εκ θανάτου μετά κραυγής ισχυράς και δακρύων προσενέγκας, και εισακουσθείς από της ευλάβειας… » (Εβραίους 5,7). Η ανάσταση του Ιησού, κεντρική στιγμή της σωτηρίας της ανθρωπότητας, είναι η απάντηση σ' αυτή την προσευχή τού Θεανθρώπου που επαναλαμβάνει όλα τα ανθρώπινα αιτήματα της ιστορίας της σωτηρίας (Ψαλμοί 2,8: «ζήτησε από εμένα»). 4. Η βραδιά τού Μυστικού Δείπνου. — Εδώ ο Ιησούς, αφού είπε μεταξύ των άλλων πώς πρέπει να προσεύχεται κανείς, προσεύχεται έπειτα και ο ίδιος. Η διδασκαλία του επαναλαμβάνει τη γνωστή από τους Συνοπτικούς διδασκαλία σχετικά με τη βεβαιότητα ότι ο προσευχόμενος εισακούεται (βλέπε «παρρησία» στα χωρία Α΄ Ιωάννου 3,21· 5,14), αλλά ο όρος «εν τω ονόματί μου» ανοίγει καινούριες προοπτικές. Πρόκειται για το πέρασμα από τη λίγο ή πολύ ενστικτώδη παράκληση στην αληθινή προσευχή. Το «Έως άρτι δεν ητήσατε ουδέν εν τω ονόματί μου» (Ιωάννης 16,24) μπορεί να εφαρμοστεί σε πολλούς βαπτισμένους. Να προσεύχεται κανείς «στο όνομα» του Χριστού προϋποθέτει κάτι περισσότερο από μια διατύπωση, όπως να κάνει κανείς ένα διάβημα «εν ονόματι» ενός άλλου προϋποθέτει ένα αληθινό δεσμό μ' αυτό τον άλλο. Να προσεύχεται κανείς έτσι, δε σημαίνει καθόλου ότι ζητεί αποκλειστικά τα επουράνια, αλλά ότι θέλει εκείνο που θέλει και ο Ιησούς. Η θέληση όμως του Ιησού είναι η αποστολή του: θέλει η ενότητά του με τον Πατέρα να γίνει το θεμέλιο της ενότητας εκείνων που κάλεσε «έτσι ώστε να είναι ένα καθώς εμείς είμαστε ένα» (Ιωάννης 17,22 και εξής). Να είναι κανείς «εν τω ονόματί» του και να θέλει αυτό που και εκείνος θέλει, σημαίνει επίσης να ζει κανείς σύμφωνα με τις εντολές του, που η πρώτη τους επιβάλλει αυτή την αγάπη που ζητάμε. Η αγάπη λοιπόν είναι το παν στην προσευχή: η προϋπόθεσή της και το τέλος της. Ο Πατέρας δίνει το παν εξαιτίας αυτής της ενότητας. Έτσι η συνεχής διαβεβαίωση των Συνοπτικών ότι κάθε προσευχή εισακούεται επιβεβαιώνεται εδώ για τις ανανεωμένες καρδιές: «Δες! Τώρα με παρρησία μιλάς και καμία παροιμία δεν λες» (Ιωάννης 16,29). Πρόκειται εδώ για μια νέα κατάσταση, αλλά που πραγματοποιεί την υπόσχεση της ημέρας τού Κυρίου, όπου «Οποιοσδήποτε αν επικαλεσθεί το όνομα του Κυρίου θα σωθή» (Ιωήλ 1,32 = Ρωμαίους 10,13). Η προσευχή τού Μυστικού Δείπνου εγκαινιάζει την αναμενόμενη εποχή, όπου οι ευεργεσίες του ουρανού θα ανταποκρίνονται στις επιθυμίες της γης (Ωσηέ 2,23-25· Ησαϊας 30,19-23· Ζαχαρίας 8,12-15· Αμώς 9,13). Τέτοια είναι η προσευχή το» Ιησού, που υπερβαίνει τη δική μας. Σπάνια λέει «προσεύχομαι», γενικά λέει «αιτούμαι», και μια φορά «θέλω» (Ιωάννης 17,24). Η προσευχή αυτή εκφράζει τη μεσολάβησή του (αιώνια σύμφωνα με το Εβραίους 7,25) και αποκαλύπτει το βαθύτερο περιεχόμενο τόσο τού Πάθους όσο και του ευχαριστιακού δείπνου. Γιατί η θεία Ευχαριστία είναι το εχέγγυο της πλήρους παρουσίας τού Θεού στο δώρο του και η δυνατότητα της τέλειας αμοιβαιότητας.
5. Η προσευχή της Εκκλησίας 1. Η κοινότητα Η ζωή της Εκκλησίας αρχίζει στα πλαίσια της προσευχής του Ισραήλ. Το ευαγγέλιο τού Λουκά τελειώνει με τη μνεία τού Ναού, όπου οι Απόστολοι «ήταν δια κάθε… αινούντες και ευλογούντες τον Θεό» (Λουκάς 24,53· Πράξεις 5,12). Ο Πέτρος προσεύχεται την έκτη ώρα (Πράξεις 10,9). Ο Πέτρος και ο Ιωάννης πηγαίνουν στο Ναό για την προσευχή της ενάτης ώρας (Πράξεις 3,1· βλέπε Ψαλμοί 54,18: ένδειξη λειτουργικού ωραρίου). ΟΙ Χριστιανοί υψώνουν τα χέρια προς τον ουρανό (Α΄ Τιμόθεον 2,8· βλέπε Γ΄ Βασιλέων 8,22· Της οποίας 1,15), όρθιοι και μερικές φορές γονατιστοί (Πράξεις 9,40· βλέπε Γ΄ Βασιλέων 8,54). Ψάλλουν ψαλμούς (Εφ 5,19· Κολοσσαείς 3,16). «Πάντες ήταν επιμένοντας με υπομονή ομοθυμαδόν τη προσευχή» (Πράξεις 1,14). Η ομαδική αυτή προσευχή που προετοιμάζει την Πεντηκοστή προετοιμάζει μετά απ’ αυτήν όλες τις μεγάλες στιγμές της εκκλησιαστικής ζωής όπως αναφέρονται στις Πράξεις: την αντικατάσταση του Ιούδα (1,24-26), το θεσμό των επτά διακόνων (6,6) που ακριβώς πρόκειται να διευκολύνει την προσευχή των Δώδεκα (6,4). Προσεύχονται για την απελευθέρωση του Πέτρου (4,24-30), γι’ αυτούς που βάπτισε ο Φίλιππος στη Σαμάρεια (8,15). Επίσης βλέπουμε να προσεύχεται ο Πέτρος (9,40· 10,9) και ο Παύλος (9,11· 13,3· 14,23· 20,36· 21,5… ). Η Αποκάλυψη μας δίνει μια εικόνα της Συνάξεως που προσεύχεται με ύμνους (Απ. 5,6-14… ). 2. Ο Απόστολος Παύλος α) Αγώνας. — Όταν ο Παύλος χρησιμοποιεί τις λέξεις που σημαίνουν την προσευχή, τις συνοδεύει με τις εκφράσεις «αδιαλείπτως», «εν παντί καιρώ» (Ρωμαίους 1,10 Εφεσίους 6,18· Β΄ Θεσσαλονικείς 1,3. 11· 2,13· Φιλήμονα 4· Κολοσσαείς 1,9) ή «νύχτας και ημέρας» (Α΄ Θεσσαλονικείς 3,10. Α΄ Τιμόθεον 5,5). Θεωρεί την προσευχή σαν ένα αγώνα: «να συναγωνισθείτε μαζί μου στις προσευχές υπέρ μου προς τον Θεό» (Ρωμαίους 15,30. Κολοσσαείς 4,12), αγώνα που δεν ξεχωρίζει από τον αγώνα της διακονίας του (Κολοσσαείς 2,1). Για να δει το «πρόσωπο» των Θεσσαλονικέων, προσεύχεται «υπερεκπερισσού» (Α΄ Θεσσαλονικείς 3,10), και τον ίδιο υπερθετικό χρησιμοποιεί για να προσδιορίσει τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός μας εισακούει (Εφεσίους 3,20). Λέει: «τρις τον Κύριο παρακάλεσα» (Β΄ Κορινθίους 12,8) για να φύγει ο σκόλοψ της σαρκός του. β) Αποστολική προσευχή. — Το πιο πάνω παράδειγμα είναι μοναδικό, γιατί η προσευχή τού Παύλου συνδέεται αναπόσπαστα με τη θεία οικονομία η οποία πραγματοποιείται στην αποστολή του, κι όλα τα ρητά αιτήματα αφορούν την προαγωγή της Βασιλείας τού Θεού. Έτσι, αυτή η προσευχή περιέχει συγκεκριμένες επιθυμίες: να γίνει ευπρόσδεκτη η διακονία του στην Ιερουσαλήμ (Ρωμαίους 15,30 και εξής), να αποδοθούν ευχαριστίες στον Θεό για τη διάσωσή του από τον κίνδυνο που διέτρεξε (Β΄ Κορινθίους 1,11), να ελευθερωθεί από τα δεσμά (Φιλήμονα 22). Γι’ αυτά και για πολλά άλλα (Φιλιππισίους 1,19· Α’ Θεσσαλονικείς 5,25) ζητάει τις προσευχές των άλλων, όπως σημειώνει στους Κολοσσαείς (4,12) ότι ο Επαφράς αγωνίζεται γι’ αυτούς στις προσευχές του. Η προσευχή παρουσιάζεται σαφώς στον Απ. Παύλο ως γνώρισμα ενότητας στους κόλπους του Σώματος του Χριστού που οικοδομείται (βλέπε επίσης Α΄ Ιωάννου 5,16). γ) Πράξη ευχαριστίας. — Στον Παύλο παρατηρείται μόνιμα η παραδοσιακή ισορροπία μεταξύ δεήσεως και αίνου: «εν παντί τη προσευχή και τη δεήσει μετά ευχαριστίας» (Φιλιππισίους 4,6· βλέπε Α΄ Θεσσαλονικείς 5,17 από· Α΄ Τιμόθεον 2,1). Ο ίδιος άλλωστε αρχίζει τις επιστολές του (εκτός από την προς Γαλάτας και Β' Κορινθίους, για συγκεκριμένους λόγους), ευχαριστώντας τον Θεό για την πρόοδο των παραληπτών και μνημονεύοντας τις προσευχές του «έτσι ώστε η αγάπη… Ακόμα μάλλον και μάλλον περισσεύει» (Φιλιππισίους 1,9). Φαίνεται ότι το είδος της ευχαριστίας προσελκύει και όλα τα άλλα είδη προσευχής: ύστερα από ό,τι λάβαμε μια φορά για πάντα στο πρόσωπο τού Ιησού Χριστού, δεν μπορούμε πια να προσευχόμαστε χωρίς να ξεκινάμε απ’ αυτή τη δωρεά, και ζητάμε από τον Θεό για να μπορούμε να τον ευχαριστούμε (Β΄ Κορινθίους 9,11-15). δ) Προσευχή «εν τω Πνεύματι» του Υιού. — Ο Παύλος μας διαφωτίζει επακριβώς για το ρόλο τού Πνεύματος στην προσευχή, που μας ενώνει με την Αγία Τριάδα όπως γίνεται και σήμερα στις λειτουργικές μας προσευχές, απευθύνει τις προσευχές του δια τού Χριστού στον Πατέρα. Σπάνια απευθύνεται στον «Κύριο», δηλαδή στον Ιησού (Β΄ Κορινθίους 12,8· βλέπε Εφεσίους 5,19, στο παράλληλο όμως χωρίο Κολοσσαείς 3,16 γίνεται λόγος για τον Θεό αντί για τον Κύριο). Αλλά εκείνο που μας κάνει να προσευχόμαστε δια τού Χριστού (= στο όνομά του), είναι ακριβώς το Πνεύμα της υιοθεσίας (Ρωμαίους 8,15). Δι’ αυτού, όπως και ο Ιησούς, ονομάζουμε τον Θεό «·Πατέρα» και μάλιστα με μια λέξη οικειότητας «Αββά», που οι Ιουδαίοι επιφύλασσαν για τους επίγειους πατέρες τους και που ποτέ δε θα τη χρησιμοποιούσαν για τον ουράνιο Πατέρα. Η εύνοια αυτή μόνο από τα άνω μπορεί να προέλθει: «εξαπέστειλε ο Θεός το Πνεύμα τού Υιού Του στις καρδιές μας, κράζοντας Αββά ο πατήρ» (Γαλάτας 4,6· βλέπε Μάρκος 14,36). Έτσι, η ανάγκη που δοκιμάζει η ανθρωπότητα να δικαιολογήσει την προσευχή της με μια θεία πρωτοβουλία ικανοποιείται πραγματικά. Πολύ βαθύτερα από μια υική συμπεριφορά, στην καρδιά της προσευχής μας βρίσκεται μια ύπαρξη υιού. Έτσι, μ' όλες τις αδυναμίες μας (Ρωμαίους 8,26), το Πνεύμα που προσεύχεται μέσα μας δίνει στην προσευχή μας τη βεβαιότητα (Εβραίους 4,14 και εξής· Ιάκωβος 4,3 και εξής) ότι φθάνουμε στα βάθη από όπου μας καλεί ο Θεός, κι αυτά τα βάθη είναι τα βάθη της αγάπης. Ξέρουμε ποια είναι αυτή η δωρεά που αποτελεί την αρχή και το τέλος της προσευχής. Είναι το Πνεύμα της αγάπης που ήδη λάβαμε (Ρωμαίους 5,5), και που όμως το ζητάμε (Λουκάς 11,13). «Εν τω Πνεύματι» ζητάμε έναν καινούριο κόσμο, όπου είμαστε σίγουροι ότι θα εισακουστούμε. Έξω απ’ αυτό τον κόσμο προσευχόμαστε «ως οι εθνικοί». «Εν τω Πνεύματι» κάθε προσευχή είναι το αντίθετο της φυγής, ζητάμε τη συνάντηση του ουρανού και της γης: «Το Πνεύμα και η Νύμφη λένε: Έλα!… ναι έλα, Κύριε Ιησού» (Απ. 22,17. 20).
Έρευνα - ψηφιοποίηση - μετάφραση τμημάτων σε απλή γλώσσα: N. M. |
Δημιουργία αρχείου: 30-7-2008.
Τελευταία ενημέρωση: 30-7-2008.