Ο Συνοδικός Θεσμός * Η εξουσία τής Εκκλησίας * Πόσο δεσμευτικές είναι οι Σύνοδοι για τους Χριστιανούς; * Από πού πηγάζει το κύρος των Συνόδων;
Το θέλημα (βούληση) τού Θεού και η Ορθόδοξη Εκκλησία Σχέση Επισκόπων και Ιερών κανόνων Παναγιώτης Ι. Μπούμης Ομότ. Καθηγητής Παν/μίου Αθηνών |
Στο μάθημα τού Κανονικού Δικαίου μια μέρα μού λέει ένας φοιτητής ερωτηματικά: Ο τάδε αρχιερέας μάς είπε ότι εμείς οι επίσκοποι είμαστε πάνω από τους κανόνες. Αντί άλλης απαντήσεως τού είπα ρητά: Οι ιεροί και θείοι κανόνες θεσπίστηκαν ακριβώς για τους επισκόπους.
Ίσως αυτή η απάντηση-θέση εκ πρώτης όψεως φαίνεται μονόπλευρη. Πλην όμως ακριβώς οι ιεροί κανόνες έγιναν αφ' ενός για να τους εφαρμόζουν οι επίσκοποι στους εαυτούς τους και ακολούθως να τους προβάλλουν και στα μέλη τής Εκκλησίας, τον κλήρο και το λαό. Ασφαλώς ο εν λόγω αρχιερέας είπε τα ανωτέρω, επειδή επίσκοποι επίσης ήσαν και εκείνοι που συνέταξαν και όρισαν τους κανόνες. Ίσως όμως εκείνη τη στιγμή δεν σκέφθηκε ότι οι επίσκοποι εκείνοι τους διατύπωσαν ή ότι τους όρισαν και εθέσπισαν εν Οικουμενική Συνόδω και άρα είχαν τον φωτισμό και την επιστασία τού Αγίου Πνεύματος και άρα εξέφραζαν το θέλημα τού Θεού. Χαρακτηριστική είναι η διαβεβαίωση τής Αποστολικής Συνόδου «έδοξε τω Πνεύματι τω Αγίω και ημίν» (Πράξ. 15,28), καθώς και τού α΄ καν. τής Ζ΄ Οικουμ. Συνόδου: «... ασπασίως τους θείους κανόνας ενστερνιζόμεθα και ολόκληρον την αυτών διαταγήν και ασάλευτον κρατύνομεν (= δίνουμε κράτος-δύναμη) τών εκτεθέντων υπό τών αγίων σαλπίγγων τού Πνεύματος... Εξ ενός γαρ άπαντες και τού αυτού Πνεύματος αυγασθέντες (= φωτισθέντες) ώρισαν τα συμφέροντα» (Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή, Σύνταγμα τών θείων και ιερών κανόνων, τόμ. 2, σελ. 556). Άρα ο κύριος νομοθέτης τών κανόνων είναι ο Θεός και όχι κάποιος ή κάποιοι επίσκοποι. Γι' αυτό και ο β΄ καν. τής ίδιας (Ζ΄) Οικουμ. Συνόδου ορίζει: «Όθεν ορίζομεν, πάντα τον προάγεσθαι μέλλοντα εις τον τής επισκοπής βαθμόν... ανακρίνεσθαι... ασφαλώς υπό τού Μητροπολίτου, ει προθύμως έχει αναγινώσκειν ερευνητικώς, και ου παροδευτικώς (= επιτροχάδην και επιπολαίως), τους τε ιερούς κανόνας, και το άγιον Ευαγγέλιον, την τε τού θείου Αποστόλου βίβλον, και πάσαν την θείαν Γραφήν· και κατά τα θεία εντάλματα αναστρέφεσθαι, και διδάσκειν τον κατ' αυτόν λαόν. Ουσία γαρ τής καθ' ημάς ιεραρχίας εστί τα θεοπαράδοτα λόγια, ήγουν η τών θείων Γραφών αληθινή επιστήμη... » (Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή, Σύνταγμα, τόμ. 2, σελ. 561). Υπογραμμίζουμε και τονίζουμε τις χαρακτηριστικές εκφράσεις «θεία εντάλματα» και «θεοπαράδοτα λόγια», γιατί δεν πιστεύουμε ότι τις διατύπωσαν παροδευτικώς, προχείρως και επιπολαίως, και όχι κατόπιν μεγάλης προσοχής και μελέτης. Εκείνο μόνο που ίσως ξενίζει μερικούς είναι το γιατί βάζουν οι Πατέρες στην ίδια μοίρα, στην ίδια αξία και τιμή την Αγία Γραφή και τους ιερούς κανόνες. Αυτό δεν πρέπει να σκανδαλίζει καθόλου τους πιστούς, γιατί τον Κανόνα, τον κατάλογο τών βιβλίων τής Αγίας Γραφής, οι κανόνες τής Εκκλησίας (πε΄ [85ος] αποστολικός, κδ΄/λβ΄ Καρθαγένης, ξ΄ [60ος] Λαοδικείας, Μεγ. Αθανασίου, Γρηγορίου τού Θεολόγου, Αμφιλοχίου τού Ικονίου, β΄ τής Πενθέκτης) τον καθόρισαν και τον επικύρωσαν1. Και εκτός αυτού οι δογματικές αποφάσεις και οι ιεροί κανόνες τών Οικουμενικών Συνόδων είναι οι αυθεντικότεροι ερμηνευτές τών θείων και θεοπαραδότων λόγων, αφού περιλαμβάνουν, στηρίζονται και διαφωτίζουν στα κείμενά τους πλήθος χωρίων τής Αγίας Γραφής. Επίσης οι ιεροί κανόνες είναι εκείνοι που εναρμονίζουν ακόμη και δύσκολα χωρία τής Αγίας Γραφής και λύνουν τυχόν θεωρούμενες μεταξύ τους αντιθέσεις (εναντιοφάνειες). Σ' αυτό το έργο τους εφαρμόζουν, αλλά και υποδεικνύουν σε μάς μία θεμελιώδη ερμηνευτική αρχή και μέθοδο, που λέει: «Πρόσεχε ουν ακριβώς τη Γραφή και αυτόθεν ευρήσεις την λύσιν τού ζητήματος» (ιστ΄ καν. Μεγ. Βασιλείου). Έτσι, στο σημείο αυτό, ερχόμαστε και στο μεγάλο πρόβλημα που απασχολεί και σήμερα την επιστήμη στο θέμα τής ερμηνείας τού νόμου. Αυτό έγκειται στο εξής δίλημμα: Ο νομοθέτης ή το γράμμα τού νόμου; Δηλαδή ποιο πρέπει να λαμβάνουμε υπ' όψη προκειμένου να ανεύρουμε και να εφαρμόσουμε τη διάταξη ενός νόμου; Το νου και τη θέληση (βούληση) τού νομοθέτη, ή το γράμμα, το κείμενο τού νόμου και αυτό να προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε, για να ανεύρουμε, τι ο νόμος ορίζει;2 Προφανώς, λοιπόν, όταν ο νόμος έχει θεσπισθεί από ένα (άντε δύο) πρόσωπα και είναι εύκολο να αναζητήσουμε και να ανεύρουμε το νου, τη βούληση τού νομοθέτη, τότε μπορούμε να αρκεσθούμε στη θέληση τού νομοθέτη. Όταν όμως είναι πολλοί εκείνοι που ψήφισαν το νόμο-κανόνα, τότε είναι αδύνατο να βρεθεί η θέληση τού νομοθέτη. Γιατί κάθε μέλος τού νομοθετικού σώματος ενδέχεται να είχε διαφορετική θέληση ή σκέψη, όταν ψήφιζε. Οπότε είμαστε αναγκασμένοι να καταφύγουμε στο γράμμα, στο κείμενο, τού νόμου και να λάβουμε υπ' όψη, τι αυτό μάς λέει. Πολύ περισσότερο αυτό ισχύει για τα εντάλματα τής Αγίας Γραφής (Διαθήκης) και τους κανόνες τής Εκκλησίας, στα οποία διατυπώνεται και εκφράζεται η βούληση, το θέλημα, τού Θεού. Και «τις γαρ έγνω νουν Κυρίου;» ρωτάει ο απόστολος Παύλος τους Ρωμαίους (11,34). Πρβλ. και Α΄ Κορ. 2,11. Ποιος μπορεί να μάς αποκαλύψει ποια ήταν η βούληση και ο νους τού Θεού. Αφού είναι «θεοπαράδοτα λόγια», μόνο εκείνο που μάς έχει παραδοθεί μπορούμε να ερευνήσουμε και να ερμηνεύσουμε και να μεταφράσουμε. Το πολύ να ανατρέξουμε και σε άλλα παράλληλα χωρία τής θείας Γραφής ή τών θείων κανόνων. Εκτός όμως από αυτή τη μέθοδο άλλη ερμηνευτική αρχή, συμπληρωματική τής προηγούμενης, είναι και αυτή που μάς παραδίδει ο πζ΄ (87ος) καν. τού Μεγ. Βασιλείου. Αυτός ορίζει: «Το εκ τής ακολούθου επιφοράς (= από την ακολουθίαν τού λόγου) το σιωπηθέν συλλογίζεσθαι, νομοθετούντός εστιν, ου τα τού νόμου λέγοντος». Τον κανόνα αυτόν το «Πηδάλιον» αποδίδει ως εξής: «Το να συμπεραίνη τινάς από την ακολουθίαν τού λόγου εκείνο, οπού η Γραφή εσιώπησε, τούτο δεν είναι ίδιον εκείνου οπού θέλει να λέγη, όσα λέγει ο νόμος, αλλ' εκείνου οπού θέλει να νομοθετή αυτός από λόγου του» (σελ. 635). Έτσι πρέπει ο ερμηνευτής ή ο εφαρμοστής ενός θείου εντάλματος ή κανόνα να αποφεύγει αβάσιμες προεκτάσεις και επεκτάσεις στα παραδιδόμενα κείμενα, γιατί έτσι είναι σα να νομοθετεί αυτός από λόγου του. Όπου σταματάει το θείο κείμενο, εκεί πρέπει να σταματάει και ο ερμηνευτής, χωρίς να προσθέτει σ' αυτό κάτι δικό του. Γιατί ακόμη μπορεί να το πάει προς άλλη κατεύθυνση ή και να περιορίσει το νου τού κειμένου. Έτσι αν δεν ακολουθήσουμε αυτές τις αρχές καταντούμε να ακολουθούμε το θέλημα το δικό μας και όχι το νου και το θέλημα τού Θεού. Και αν γίνεται κάτι τέτοιο από άγνοια, είναι κάπως δικαιολογημένα τα σφάλματά μας, μπορεί να ισχυρισθεί κάποιος, αν και λέει προφητικώς η Γραφή «Συ επίγνωσιν απώσω (= απώθησες) καγώ απώσομαί σε (= θα σε αποδιώξω) τού μη ιερατεύειν μοι» (Ωσηέ 4,16). Πλην όμως εδώ πρέπει να προσέξουμε ως ένα ελαφρυντικό ότι αυτό το προφητικό χωρίο το έχει ο β΄ καν. τής Ζ΄ Οικουμ. Συνόδου στο τέλος και αφού προηγουμένως αποφαίνεται προειδοποιητικώς: «Ει δε αμφισβητοίη, και μη ασμενίζοι ούτω ποιείν τε και διδάσκειν, μη χειροτονείσθω». Που σημαίνει ότι, αν αμφισβητεί και δεν τού αρέσει έτσι να πράττει και να διδάσκει ο υποψήφιος επίσκοπος, τελικά να μην χειροτονείται. Επομένως δεν μιλάει ο κανόνας για μία ενδεχόμενη άγνοια τού κληρικού δικαιολογημένη, αλλά μιλάει για ηθελημένη αμέλεια και αδιαφορία στο να εντρυφά στις θείες Γραφές και τους θείους κανόνες με τελικό αποτέλεσμα να μη διδάσκει ορθώς το λαό. Πολύ χειρότερα καθίστανται τα πράγματα και οι συνέπειες, όταν ο υποψήφιος ή και ο ενεργεία Μητροπολίτης ή επίσκοπος, δεν ακολουθεί και δεν εφαρμόζει τη Γραφή και τους κανόνες, αλλά πάει αντίθετα εν γνώσει του προς τα θεία εντάλματα και κανόνες. Τότε πάει αντίθετα προς το εκπεφρασμένο θέλημα τού Θεού. Και, όπως είναι γνωστό: «Τω βουλήματι αυτού τις ανθέστηκε;» (Ρωμ. 9,19). Ό,τι και να κάνει ο άνθρωπος, όσο πανίσχυρος και αν είναι στο τέλος το θέλημα τού Θεού (θα) γίνεται και η αλήθεια (θα) υπερισχύει. Άλλο, όταν κατ' οικονομίαν ―κατά θείαν χάριν― ο (αρχ)ιερέας ωφείλει να παρέχει άδεια για να παρεκκλίνει ο πιστός από την τήρηση ενός κανόνα κατ' ανάγκην ή να τον συγχωρήσει για κάποια παράβασή του. Αλλά και τότε πρέπει μαζί με την παρεχόμενη άδεια-συγχώρηση να τού υπενθυμίζει και μάλιστα εγγράφως τη σχετική εντολή ή τον κανόνα, ο οποίος ισχύει και πρέπει πάντοτε να τηρείται και ο οποίος ανεστάλη προσωρινώς για την ψυχική και σωματική αυτού τού πιστού ωφέλεια και σωτηρία χωρίς σκανδαλισμό τών άλλων. Βεβαίως, για να παρέχεται κάτι κατ' οικονομία και να μην αποτελεί παράβαση, πρέπει να γίνεται, να χορηγείται, από το ιεραρχικώς ανώτερο εκκλησιαστικό όργανο από ό,τι είναι εκείνο που τη ζητάει. Δηλαδή ο κλήρος και ο λαός από τον επίσκοπό του, ο επίσκοπος από την τοπική σύνοδό του, και η τοπική σύνοδος από τη γενική (π.χ. Πανορθόδοξο) και από την Οικουμενική. Πάντως είτε κατ' ακρίβεια είτε κατ' οικονομία πράττουν κάτι τα εκκλησιαστικά όργανα, πρέπει πάντα να έχουν ως γνώμονα το θέλημα τού Θεού, όπως έχει παραδοθεί και ως στόχο την επικράτηση αυτού. Και όχι μόνο αυτό, αλλά πρέπει να έχουν και την αυτομαρτυρία ότι πορεύονται και συνάγονται σύμφωνα με τη θέληση τού Θεού και με την ευλογία Του αποφασίζουν και πράττουν τα δέοντα και πρέποντα. Και επί πλέον: Να έχουν την παρρησία να διακηρύσσουν εκείνο που διακήρυξαν οι απόστολοι κατά τη Σύνοδο τών Ιεροσολύμων: «Έδοξε τω πνεύματι τω αγίω και ημίν» (Πράξ. 15,28), ή οι Πατέρες τής Ζ΄ Οικουμ. Συνόδου (α΄ και β΄ κανόνες). Διαφορετικά πώς θα έχουν την επιθυμία ή την απαίτηση να πιστεύουν οι χριστιανοί ότι οι λόγοι τους, οι αποφάσεις τους και οι πράξεις τους είναι κατά Θεόν, ότι αυτά που λένε και πράττουν είναι θεάρεστα, «αληθή, σεμνά (και) δίκαια» (βλ. Φιλιπ. 4,8), ότι είναι «τα καλά και ωφέλιμα τοις ανθρώποις» (Τίτ. 3,8); Ευλογημένο το νέο έτος 2020.
Σημειώσεις 1. Περισσότερα για το θέμα αυτό μπορεί ο ενδιαφερόμενος να ανεύρει στο Παν. Μπούμη, Οι κανόνες τής Εκκλησίας περί τού κανόνος τής Αγίας Γραφής, Αθήναι 1986. 2. Πολύ περισσότερα περί αυτών μπορεί ο ενδιαφερόμενος να ανεύρει στο βιβλίο Παν. Μπούμη, Κανονικόν Δίκαιον, Έκδ. Γ΄, εκδ. «Γρηγόρη», Αθήνα 2002, σελ. 76 εξ. |
Δημιουργία αρχείου: 4-1-2020.
Τελευταία μορφοποίηση: 4-1-2020.