Ο Συνοδικός Θεσμός * Η εξουσία τής Εκκλησίας * Πόσο δεσμευτικές είναι οι Σύνοδοι για τους Χριστιανούς; * Από πού πηγάζει το κύρος των Συνόδων;
Η αληθινή Κεφαλή τών αυτοκεφάλων Εκκλησιών Η χρησιμότητα (το προδιαγεγραμμένο) τών ορθόδοξων αυτοκεφαλιών και τών συνόδων τους Παναγιώτης Ι. Μπούμης Ομότ. Καθηγητής Παν/μίου Αθηνών |
Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε τα ποικίλα μηνύματα και υποδείξεις τού πολυσήμαντου και πάντοτε επίκαιρου λδ΄ (34ου) αποστολικού κανόνα.
Ο κανόνας αυτός αρχίζει ορίζοντας: «Τους επισκόπους εκάστου έθνους ειδέναι χρη τών εν αυτοίς πρώτον, και ηγείσθαι αυτόν ως κεφαλήν, και μηδέν τι πράττειν περιττόν[1] άνευ τής εκείνου γνώμης... Αλλά μηδέ εκείνος άνευ τής πάντων γνώμης ποιείτω τι». Εν πρώτοις από αυτό το τμήμα τού λδ΄ κανόνα συμπεραίνουμε ότι κάθε έθνος, κάθε κράτος, κάθε εκκλησιαστική παροικία, κάθε εκκλησιαστική επαρχία ή διοίκηση μπορεί να έχει αυτοδιοίκηση και «αυτοκεφαλία». Προς τούτο πρέπει να προσέξουμε ιδιαιτέρως τη χρησιμοποίηση τού ρήματος «χρη». Οι επίσκοποι κάθε έθνους ορίζει ο κανόνας «χρη», είναι ανάγκη, χρειάζεται, να γνωρίζουν τον «εν αυτοίς πρώτον». Αλλά για να τον γνωρίζουν πρέπει να υπάρχει, να υφίσταται, να αναγνωρίζεται. Πρέπει να υπάρχει αυτή η αυτοδιοίκητη, «αυτοκέφαλη», εκκλησιαστική οντότητα. Επομένως δεν πρέπει να μετανοούν όσοι αναγνώρισαν κανονικές αυτοκεφαλίες, «αυτοκέφαλες» Εκκλησίες. Περαιτέρω και οι επίσκοποι αυτής τής εκκλησιαστικής εθνότητας και οντότητας οφείλουν να πραγματοποιούν το «ειδέναι τον πρώτον». Και αυτό με το να τον αναγνωρίζουν, να τον βλέπουν, να τον επισκέπτονται και να τον τιμούν. Να προβαίνουν σ' αυτές τις εκδηλώσεις και ενέργειες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι ανώτερός τους. Είναι και ο «πρώτος» ένας εξ αυτών, επίσκοπος και αυτός τού ίδιου ιερατικού βαθμού. Αυτό το δηλώνει καθαρά ο κανόνας, όταν λέει να γνωρίζουν «τον εν αυτοίς πρώτον». Τον πρώτο ανάμεσά τους, τον πρώτο μεταξύ τους. Το «αυτοίς» είναι επαναληπτική αντωνυμία και τίθεται αντί τού «επισκόποις». Έτσι είναι σα να λέει «τον εν τοις ιδίοις - ίσοις επισκόποις». Αυτό τονίζεται και από τον παράλληλο θ΄ καν. τής Αντιοχείας, ο οποίος λέει ρητώς: «Τους καθ' εκάστην επαρχίαν επισκόπους ειδέναι χρη τον εν τη μητροπόλει προεστώτα επίσκοπον και την φροντίδα αναδέχεσθαι (αναδεχόμενον κατά το «Πηδάλιον», σελ. 411, ως ορθότερον) πάσης τής επαρχίας, δια το εν τη μητροπόλει πανταχόθεν συντρέχειν πάντας τους τα πράγματα έχοντας. Όθεν έδοξε και τη τιμή προηγείσθαι αυτόν... περαιτέρω δε μηδέν πράττειν (έκαστον επίσκοπον) επιχειρείν, δίχα τού τής μητροπόλεως επισκόπου, μηδέ αυτόν άνευ τής τών λοιπών γνώμης». Στον κανόνα αυτόν παρατηρούμε ότι χαρακτηρίζεται σαφώς και τις δύο φορές ο προεστώς και αυτός επίσκοπος, όχι υπερεπίσκοπος. Επίσης άξιον προσοχής είναι ότι ορίζει ο θ΄ αυτός κανόνας «και τη τιμή προηγείσθαι αυτόν». Δεν λέει «τη εξουσία», αλλά προσδιορίζει «τη τιμή», κατά την τιμή, να προηγείται (όχι κατά [την] εξουσία) ένεκα τής φροντίδας που αναλαμβάνει. Επομένως σύμφωνα με τους ανωτέρω κανόνες και ο ονομαζόμενος «πρώτος» ή «προεστώς» είναι primus inter paris. Εξάλλου το πρώτος υπονοεί, προϋποθέτει, ότι υπάρχει και δεύτερος και τρίτος. Έχουμε δηλαδή μία αρίθμηση, μία σειρά προτεραιότητας, τάξεως, κατατάξεως, προβαδίσματος. Πολύ διαφωτιστικός επ' αυτού είναι ο λστ΄ (36ος) καν. τής Πενθέκτης Οικουμ. Συνόδου, η οποία είχε υπ' όψει της και τον λδ΄ αποστολικό κανόνα. Ο λστ΄ τής Πενθέκτης ορίζει και λέει: «Τον Κωνσταντινουπόλεως θρόνον τών ίσων απολαύειν πρεσβείων τού τής πρεσβυτέρας Ρώμης θρόνου... δεύτερον μετ' εκείνον υπάρχοντα, μεθ' ον τής Αλεξανδρέων μεγαλοπόλεως αριθμείσθω θρόνος, είτα ο Αντιοχείας, και...». Χαρακτηριστικές και δηλωτικές είναι επί τού προκειμένου οι εκφράσεις «ίσων πρεσβείων», «δεύτερον μετ' εκείνον» και «αριθμείσθω». Στα ανωτέρω πρέπει να προσθέσουμε και την ακόλουθη διαφωτιστική πρόταση από τη συνέχεια τού λδ΄ αποστολικού αυτού κανόνα, όπου συμβουλεύει τους επισκόπους τού «έθνους» λέγοντας: «Και ηγείσθαι αυτόν (τον πρώτον) ως κεφαλήν». Λέει: «Ηγείσθαι», όχι «ειδέναι», δηλαδή να θεωρούν, να «νομίζωσιν» κατά το Πηδάλιον, σελ. 37. Τους υποδεικνύει να τον θεωρούν ως κεφαλή, όχι να γνωρίζουν ότι είναι κεφαλή και μάλιστα τού καθενός τους. Κεφαλή είναι ο Χριστός. Ο Χριστός είναι κεφαλή και τού πρώτου τών επισκόπων και όλων τών επισκόπων και τού κάθε ανδρός, από τον Πάπα Ρώμης μέχρι τού απλού πιστού. Ο απόστολος Παύλος γράφει ρητώς: «Θέλω δε υμάς ειδέναι ότι παντός ανδρός η κεφαλή ο Χριστός εστι» (Α΄ Κορ. 11,3). Ίσως το κεφαλή έχει σχέση με αυτό που γράφει αμέσως προηγουμένως: «Καθώς παρέδωκα υμίν τας παραδόσεις (= τις χριστιανικές αλήθειες) κατέχετε» (Α΄ Κορ. 11,2). Ίσως όμως μπορεί να θεωρείται ως «κεφαλή» τού σώματος τών επισκόπων, τής Συνόδου τών επισκόπων, και ως προεστώς μπορεί να προεδρεύει, να εισηγείται θέματα, να διευθύνει τις εργασίες της και να φροντίζει να τηρούνται οι αποφάσεις τής Συνόδου, τις οποίες και θα ανακοινώνει στο χριστεπώνυμο πλήρωμα. Και όχι μόνο αυτό αλλά σαν κεφαλή οφείλει να κατέχει το λόγο τού Θεού και τις παραδόσεις τών αποστόλων, να ακούει «τις γνώμες όλων τών άλλων συνεπισκόπων του», όπως ορίζει ο κανόνας, και να μεταφέρει και να εκφράζει τον γνήσιο, αληθινό και αυθεντικό λόγο τής Εκκλησίας, τής οποίας κεφαλή είναι ο Χριστός. Επομένως και κάθε τοπικής Εκκλησίας πραγματική κεφαλή, ουσιαστική οντολογικώς, υπαρξιακώς, είναι ο Χριστός και όχι ο πρώτος τών επισκόπων. Γι' αυτό και όταν λέμε «αυτοκέφαλη» Εκκλησία το λέμε μεταφορικώς, κατ' ευφημισμόν, χαριστικώς. Ότι δηλ. μπορεί κάθε μία Εκκλησία να διοικείται από μόνη της έχοντας ως κεφαλή το Χριστό και το λόγο Του. Γι' αυτό και ο μεγάλος κανονολόγος Βαλσαμών, Πατριάρχης Αντιοχείας, δεν σφάλλει, όταν γράφει: «Το παλαιόν πάντες οι τών επαρχιών μητροπολίται αυτοκέφαλοι ήσαν...»[2]. Και γι' αυτό μπορεί και σήμερα να υπάρχουν πολλές «αυτοκέφαλες» Εκκλησίες στην Ορθοδοξία ως τέκνα αυτής τής Ορθόδοξης Εκκλησίας και συνεχιστές τής πρότερης ενιαίας μορφής και παραδόσεώς της.
Σημειώσεις 1. Περιττό, τ.έ. κάτι που είναι πέραν τής αποκλειστικής αρμοδιότητας και ευθύνης τους για τη δική τους επαρχία. Λέει ο κανόνας: «Εκείνα δε μόνα πράττειν έκαστον, όσα τη αυτού παροικία επιβάλλει και ταις υπ' αυτήν χώραις». 2. Γ. Ράλλη – Μ. Ποτλή, Σύνταγμα τών θείων και ιερών κανόνων, τόμ. Β΄, Αθήνησι 1852, σελ. 171. |
Δημιουργία αρχείου: 25-2-2021.
Τελευταία μορφοποίηση: 25-2-2021.