Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Δογματικά

Ο "Άγγελος Γιαχβέ" και η θέα του Θεού * H Πολυδιαστασιακή ύπαρξη των αγγέλων * Ζουν τα πνευματικά όντα σε άλλο σύμπαν;

Ο κόσμος τών αγγέλων

Τι γνωρίζουμε γι' αυτούς

Αρχιμανδρίτη Ιωάννη Καραμούζη

 

Πηγή: Ιστοσελίδα της Αποστολικής Διακονίας

 

Η Αγία Γραφή και η λοιπή Ιερά Παράδοση φιλοξενούν πολυάριθμες μαρτυρίες σχετικά με την ύπαρξη και τη δράση των αγγέλων. Μετά από τη πτώση των πρωτοπλάστων άγγελοι φυλάσσουν το Παράδεισο, άγγελοι διδάσκουν στον Αδάμ τον τρόπο καλλιέργειας της γης, ενώ άγγελοι εμφανίζονται στον Αβραάμ, το Λωτ, κατά την έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο και σε πολλούς από τους προφήτες. Στο κείμενο της Καινής Διαθήκης οι άγγελοι μνημονεύονται σε πολλά χωρία, εκ των οποίων τα ενδεικτικότερα είναι κατά τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και καθ΄ όλη τη πορεία του Ιησού από τη Γέννηση μέχρι και την Ανάληψή του.

Οι άγγελοι δημιουργήθηκαν πριν από τον υλικό κόσμο, αφού στο βιβλίο της Π.Δ. «Ιώβ» παρουσιάζεται ο Θεός να μιλά και να ομολογεί ότι μόλις δημιούργησε τα άστρα, όλοι οι άγγελοι τον ύμνησαν με δοξολογίες.


Ενώ και ο
Μ. Βασίλειος αναφέρει ότι πριν τη δημιουργία του υλικού κόσμου υπήρχε υπέρχρονη και πρεσβύτερη κατάσταση, που είναι ο κόσμος των αγγέλων.


Ο τρόπος με τον οποίο δημιουργήθηκαν από τον Θεό δεν μας είναι γνωστός. Ωστόσο μπορούμε να λάβουμε μία εικόνα γι΄ αυτόν μέσα από την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ο οποίος λέγει ότι οι αγγελικές δυνάμεις δημιουργήθηκαν μόλις ο Θεός συνέλαβε την ιδέα της δημιουργίας τους. Δηλ. η απόφαση του Θεού να δημιουργήσει τον αγγελικό κόσμο, σήμανε ταυτόχρονα και τη δημιουργία του.


Ο σκοπός της δημιουργίας των αγγέλων δεν έχει να κάνει με κάποια ανάγκη του Θεού. Δεν είναι δυνατό ο υλικός ή ακόμη και αυτός ο πνευματικός κόσμος να μπορεί να προσφέρει κάτι επιπλέον στη δόξα του Θεού.

 

Ο σκοπός της δημιουργίας των αγγέλων φανερώνεται από τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, ο οποίος λέγει ότι ο Θεός τους έδωσε ύπαρξη και ζωή γι΄ αυτούς τους ίδιους, με κίνητρο την «εκστατική» του αγάπη και αγαθότητα και με σκοπό να συμμεριστούν ως λογικά όντα τη μακαριότητά του. Μετέχουν στη Θεία μακαριότητα και τρέφονται με τη διαρκή θέα του προσώπου του Θεού. Ωστόσο αυτή η συμμετοχή στη θεία μακαριότητα ωθεί τις αγγελικές δυνάμεις σε μία συνεχή ανοδική πορεία, σε μία πορεία προς τη πνευματική τελειότητα.

 


2. Φύση και Χαρακτηριστικά των αγγέλων


Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός προσπαθώντας να δώσει έναν ορισμό περί των αγγέλων λέγει ότι είναι φύσεις νοερές, αεικίνητες, αυτεξούσιες, ασώματες. Υπηρετούν τον Θεό και είναι κατά χάριν αθάνατες. Η φύση των αγγέλων είναι πνευματική. Επειδή όμως απολύτως άϋλος και ασώματος νοείται μόνο ο Θεός, γι΄ αυτό το αγγελικό σώμα νοείται ως αιθέριο, πυροειδές, ταχύτατο και πολύ λεπτότερο από τη γνωστή μας ύλη.


Οι άγγελοι ως προς τη προαίρεση είναι ελεύθεροι και τρεπτοί, έχοντας δυνατότητα να προκόπτουν στο αγαθό, αλλά και να τρέπονται στο κακό. Οι νοερές δυνάμεις διαθέτουν σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά νου και λόγο, δίχως όμως «πνεύμα ζωοποιό» επειδή δεν έχουν σώμα. Γι΄ αυτό δεν συνάγουν τη θεία γνώση μέσα από τις αισθήσεις ή από αναλύσεις λογισμών, αλλά μένοντας καθαροί από κάθε υλικό στοιχείο συλλαμβάνουν τα νοητά νοερώς και αϋλως.

 

Παρ΄ όλη τη καθαρότητα και απλότητα της αγγελικής φύσης, οι άγγελοι είναι δεκτικοί της κακίας. Έτσι μπορούν να επιλέξουν τη συνεχή προαγωγή στην άνωθεν Γνώση και τη κοινωνία της Αγάπης ή την άρνηση αυτής της Αγαθότητας. Αποτέλεσμα της ελευθερίας τους είναι και η πτώση του τάγματος του Εωσφόρου. Αυτό το αγγελικό τάγμα δεν αρκέστηκε στη θαυμαστή λαμπρότητά του, αρνήθηκε την ιεραρχημένη πρόοδο της θείας γνώσης και θέλησε τη πλήρη και άμεση εξομοίωσή του με τον Θεό. Γι΄ αυτό το λόγο ηθελημένα δόθηκε στη κακία, στερήθηκε την αληθινή ζωή, την οποία μόνο του (το τάγμα των δαιμόνων) αρνήθηκε. Κατ΄ αυτό τον τρόπο έγιναν πνεύματα νεκρά αφού απέβαλαν την αληθινή ζωή και δεν αισθάνονται κόρο από την ορμή τους προς τη κακία προσθέτοντας με άθλιο τρόπο διαρκώς κακία επάνω στην ήδη υπάρχουσα.


Οι άγγελοι όμως που δεν ακολούθησαν τον Εωσφόρο στην αποστασία του, απέκτησαν το
χάρισμα της τέλειας ατρεψίας και ακινησίας προς το κακό. Αυτό συνέβη με την ενανθρώπηση, τη σταυρική θυσία και την ανάσταση του Χριστού, αφού έμαθαν ότι ο δρόμος που οδηγεί στην ομοίωση με τον Θεό δεν είναι η έπαρση, αλλά η ταπείνωση.


Η ακινησία των αγγέλων προς το κακό δεν σημαίνει ότι εξαφανίζεται το αυτεξούσιό τους, αλλά ότι εξαγιάζεται με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.


Οι άγγελοι έχουν μεγαλύτερες και ανώτερες γνωστικές ικανότητες από τους ανθρώπους. Βέβαια δεν είναι ούτε παντογνώστες, ούτε παντοδύναμοι όπως ο Θεός.


Δεν προγνωρίζουν τα μέλλοντα, παρά μόνο αν τους τα αποκαλύψει ο Θεός, ούτε γνωρίζουν τι ακριβώς κρύβεται στη καρδιά κάθε ανθρώπου. Δεν γνωρίζουν πότε θα γίνει η συντέλεια του κόσμου και η Δευτέρα παρουσία του Χριστού. Η μετακίνησή τους γίνεται ταχύτατα, αλλά δεν είναι πανταχού παρόντες. Κάθε φορά βρίσκονται σε συγκεκριμένο τόπο, δίχως να γνωρίζουν το τι συμβαίνει αλλού.


Δεν έχουν φύλο, γιατί η φύση τους είναι πνευματική, ενώ δεν χρειάζονται τροφή για να ζήσουν, ή ανάπαυση για να ξεκουραστούν, αλλά ούτε πεθαίνουν και ούτε πολλαπλασιάζονται. Η αθανασία τους δεν πηγάζει από τη φύση τους, αλλά επειδή μετέχουν «κατά χάριν» στην αγιότητα του Θεού.

 

 


3. Διάταξη των αγγέλων


Ο αριθμός των αγγελικών όντων είναι ανυπολόγιστος και απροσμέτρητος. Ο ίδιος ο Ιησούς ομιλεί στη Γεσθημανή για περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων, ενώ ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μαρτυρεί ότι είδε και άκουσε γύρω από το Θεϊκό θρόνο χορωδία από μυριάδες μυριάδων και χιλιάδες χιλιάδων αγγέλων.


Όλοι αυτοί οι αναρίθμητοι άγγελοι είναι οργανωμένοι σε τάγματα ή αλλιώς σε τάξεις.

 

Συγκεντρώνοντας τις αναφορές σε αυτό το θέμα του Προφήτη Ησαϊα, του προφήτη Ιεζεκιήλ, του αποστόλου Παύλου, του αγίου Διονυσίου του αρεοπαγίτη και του Οσίου Νικήτα Στηθάτου, μπορούμε να καταλήξουμε στα εξής:


Τα τάγματα των αγγέλων είναι εννέα, τα οποία ταξινομούνται σε τρεις τρίχορες ιεραρχίες ή ταξιαρχίες, κατά τον ακόλουθο τρόπο:

 

Σεραφείμ, Χερουβείμ, Θρόνοι

Κυριότητες, Δυνάμεις, Εξουσίες

Αρχές, Αρχάγγελοι, Άγγελοι.


Ιδίωμα της πρώτης ιεραρχίας είναι η πύρινη σοφία και η γνώση των ουρανίων, ενώ έργο τους ο θεοπρεπής ύμνος του «γελ». Η δεύτερη ιεραρχία έχει ως ιδίωμα τη διευθέτηση των μεγάλων πραγμάτων και την διενέργεια των θαυμάτων, ενώ έργο τους είναι ο τρισάγιος ύμνος «Άγιος, Άγιος, Άγιος».

 

Τέλος ιδίωμα της τρίτης ιεραρχίας είναι να εκτελούν θείες υπηρεσίες και έργο τους αποτελεί ο ύμνος «Αλληλούϊα».


Πέρα από τα ονόματα των εννέα τάξεων, η Αγία Γραφή μας φανερώνει και τα προσωπικά ονόματα ορισμένων αγγέλων. Γνωρίζουμε το
Γαβριήλ, που σημαίνει «ήρωας του Θεού», από την εμφάνισή του στο προφήτη Δανιήλ, στο προφήτη Ζαχαρία και στη Θεοτόκο. Γνωρίζουμε το Μιχαήλ, που σημαίνει «τις ως ο Θεός ημών», ενώ εμφανίζεται πολλές φορές στη Παλαιά Διαθήκη. Ο Ραφαήλ είναι ο τρίτος άγγελος που γνωρίζουμε, το όνομά του σημαίνει «ο Κύριος θεραπεύει» και εμφανίζεται στον Τωβίτ μεταφέροντας τις ανθρώπινες προσευχές στο θρόνο του Θεού. Τέλος γνωστός από την εβραϊκή παράδοση είναι και ο Ουριήλ.

 


4. Έργο των αγγέλων


Οι άγγελοι πραγματοποιούν τριπλό έργο. Πρώτα απ΄ όλα
δοξολογούν
ακατάπαυστα τον Θεό. Αυτή η δοξολογία δεν τους έχει επιβληθεί ως εντολή, αλλά είναι τελείως αυθόρμητη, που ξεπηγάζει από τους ίδιους, όταν αντικρύζουν το κάλλος του Θεϊκού προσώπου και τα μεγαλεία της δημιουργίας του. Τη νύχτα των Χριστουγέννων π.χ. εμφανίσθηκε πλήθος στρατιάς ουρανίου που αινούσε τον Θεό για το γεγονός της θείας ενσαρκώσεως.


Το δεύτερο έργο τους είναι η
διακονία στη Θεία Οικονομία. Νιώθουν τόση αγάπη και ευγνωμοσύνη προς το Πλάστη τους και σφοδρή επιθυμία για τη δική τους πρόοδο, ώστε να διακονούν τα μυστήρια της Θείας Οικονομίας. Τα αγγελικά τάγματα μεταδίδουν ιεραρχικά το φωτισμό και τη γνώση το ένα στο άλλο. Τις αποκαλύψεις του Θεού τις διδάσκουν οι ανώτερες τάξεις στις κατώτερες και όταν επιτρέψει ο Θεός να αποκαλυφθεί κάποιο μυστήριο σε νου αγίου ανθρώπου, αυτό θα γίνει ιεραρχικά.


Το τρίτο έργο των αγγελικών δυνάμεων αφορά τη
σωτηρία των ανθρώπων. Με αυτό επιφορτίσθηκαν μετά την δημιουργία του ανθρώπου και το επιτελούν με ιδιαίτερη προθυμία και χαρά, αφού κάθε φορά που μετανοεί ένας άνθρωπος για τις αμαρτίες του, πανηγυρίζουν και χαίρονται στον ουρανό.


Στο αρχαιότατο έργο «
ποιμήν» του Ερμά, γίνεται λόγος για τον προσωπικό φύλακα άγγελο κάθε ανθρώπου. Αυτός μάλιστα είναι τρυφερός, σεμνός, πράος, διδάσκει στην ανθρώπινη καρδιά τη δικαιοσύνη και το δρόμο προς το αγαθό. Και άλλοι πατέρες της εκκλησίας μας διδάσκουν ότι απαραίτητη προϋπόθεση παραμονής του φύλακα αγγέλου δίπλα στον άνθρωπο, είναι ο άγιος βίος, διαφορετικά απομακρύνεται εξ΄ αιτίας των πονηρών και αμαρτωλών έργων. Ο άγγελος αυτός παρηγορεί στις θλίψεις, βοηθά στους πόνους, συμπάσχει με τον άνθρωπο, τον οδηγεί στη μετάνοια και τον προστατεύει από ορατούς και αόρατους εχθρούς.


Εκτός όμως από το φύλακα άγγελο του κάθε ανθρώπου, υπάρχουν και οι φύλακες άγγελοι των εθνών, των πόλεων και των κατά τόπους εκκλησιών. Στη Παλαιά Διαθήκη στο βιβλίο του Δευτερονομίου ο Θεός διαμοιράζει τα έθνη και τοποθετεί τα όρια των εθνών σύμφωνα με τον αριθμό των αγγέλων του. Έπειτα ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρατηρεί ότι ο Θεός έχει εγκαταστήσει σε κάθε πόλη στρατόπεδα αγγέλων που αναχαιτίζουν τις επιθέσεις των δαιμόνων. Ενώ τέλος ο άγιος Ιππόλυτος είναι ιδιαίτερα σαφής, όταν παρομοιάζει την εκκλησία με πλοίο που έχει ναύτες τους αγγέλους.

 


5. Τιμή των αγγέλων


Η ορθόδοξη εκκλησία τιμούσε πάντοτε τους αγγέλους. Η δε τιμητική τους προσκύνηση διακηρύχθηκε επίσημα από τη Ζ΄ οικουμενική σύνοδο σε αντιδιαστολή προς τη λατρεία που αφορά μόνο το πρόσωπο του Θεού.


Στον εβδομαδιαίο λειτουργικό κύκλο των ακολουθιών, η Δευτέρα αφιερώνεται στις αγγελικές δυνάμεις. Δύο παρακλητικοί κανόνες αφορούν το φύλακα άγγελο και τις επουράνιες Δυνάμεις.


Ο ετήσιος λειτουργικός κύκλος σηματοδοτείται από έξι εορτές αφιερωμένες στον αγγελικό κόσμο, με κυρίαρχη εκείνη της 8ης Νοεμβρίου, κατά την οποία εορτάζεται η σύναξη των αγγέλων υπό τον αρχάγγελο Μιχαήλ ως αντίσταση κατά της αποστασίας του Εωσφόρου.


Αλλά η κατεξοχήν τιμή των αγγέλων γίνεται στη Θεία Λειτουργία. Εκεί, ο λαός του Θεού στη γη και οι στρατιές του ουρανού με ένα στόμα, σε μία κοινή λειτουργική σύναξη προσφέρουν στον Θεό δοξολογία. Μαζί με τους ιερείς συνέρχονται στο θυσιαστήριο και συλλειτουργούν τη θεϊκή αγαθότητα. Μαζί κυκλώνουν την αγία Τράπεζα και τα τίμια δώρα, δια χειρός αγγέλου αναφέρονται εις οσμήν ευωδίας πνευματικής στο υπερουράνιο και νοερό θυσιαστήριο.


Ωστόσο, εκείνοι που τιμούν ιδιαίτερα τους αγγέλους είναι οι μοναχοί. Μέσα από την διαρκή προσευχή τους, την υπεράνθρωπη άσκησή τους, αγωνίζονται να ομοιάσουν στους αγγέλους και να αναπληρώσουν το εκπεσόν τάγμα των δαιμόνων. Γι΄ αυτό και η ακολουθία της μοναχικής κουράς φέρει το όνομα: «Ακολουθία του μεγάλου και αγγελικού Σχήματος».

 


 

6. Ο κόσμος των Αγγέλων

 
Τα βιβλία της Π. Διαθήκης αναφέρουν επουράνια όντα, ζώντα εις το περιβάλλον του Θεού, αποτελούντα τρόπον τινά την Αυλήν του και εκτελούντα τα προστάγματά του παρά τοις ανθρώποις.


Ονόματα   των   αγγέλων. Τα όντα αυτά σημαίνονται δια πολλών και διαφόρων ονομάτων. Είναι, κατά το εβραϊκόν πρωτότυπον κείμενον:


1) "Υιοί του Θεού", μπενέ ελωχίμ (Γέν. στ´ 14 , Ιώβ α´ 6, β´ 1, λη´ 7) ή μπενέ ελίμ, άλλως όντα ανήκοντα εις τον θείον κόσμον, διότι η λέξις "υιοί" εδώ, όπως και εις άλλα σημεία της Βίβλου (Νεεμ. γ´ 88, Ψαλμ. οα´ [οβ´] 4 κ.λπ.), χρησιμοποιείται όχι υπό την κυριολεκτικήν έννοιαν, αλλά δια να εκφράση το ανήκον εις μίαν συγκεκριμένην τάξιν ή χορείαν. Οι Ο´ μετέφρασαν κατά γράμμα αυτήν την έκφρασιν εις την περίπτωσιν του Γέν. στ´ 1-4. [*]


2) Η αυτή ιδέα του ανήκοντος εις την υπερφυσικήν τάξιν εκφράζεται και δια των λοιπών κάτωθι ονομάτων: "Άγιοι" εις Ψαλ. πη´ [πθ´] 6, 8, Ιώβ ιε´ 15, Ζαχ. ιδ´ 5, Δαν. δ´ 14. "Υιοί του υψίστου" εις Ψαλμ. πα´ [πβ´]. "Ισχυροί" (αββιρίμ) εις Ψαλμ. οζ´ (οη´) 25. "Υπέρτατοι" (ρανίμ) εις Ιώβ κα´ 22.


3) Μιά άλλη κατηγορία ονομάτων αφορά εις την δραστηριότητα των επουρανίων τούτων όντων: "Δυνατοί ισχύϊ (γιββορίμ), Ψαλμ. ρβ´ [ργ´] 20, Ιωήλ δ´ 11. "Αγρυπνούντες", εις Δαν. δ´ 10,20 και, τέλος, μάλ' άκ, όπερ, κατά γράμμα, σημαίνει "αγγελιαφόρος" και χρησιμοποιείται ενίοτε και δι' αγγελιαφόρους ανθρώπους (Γεν. λβ´ 4, Αριθ. κ´ 14 κ.λπ.), αλλ' ως σημαίνον την συνηθεστέραν δραστηριότητα των υπηρετών τούτων του Θεού, κατέστη το πλέον εν χρήσει όνομά των. Οι Ο´ το απέδωσαν ακριβολόγως δια του "άγγελος", το οποίον έγινεν εις την λατινικήν Βίβλον
angelus και επεραιώθη εκείθεν υπό την μορφήν αυτήν εις όλας τας νέας γλώσσας.


4) Δια να σημάνουν το σύνολον των αγγέλων, τα παλαιοδιαθηκικά κείμενα ομιλούν περί της "στρατιάς του Γιαχβέ" (Ιησ. Ν. στ´ 14, Γ´ Βασ. κβ´ 19, Β´ Παραλ. ιη´ 18, Ψαλμ. ρμη´ 2) της "εκκλησίας του Θεού" (Ψαλμ. πα´ [πβ´] 1) ή περί της "εκκλησίας των αγίων" (Ψαλμ. πη´ [πθ´] 6,8).


5) Τέλος, ωρισμένα ονόματα αφορούν εις ιδιαιτέρας κατηγορίας των όντων τούτων: τα "χερουβίμ" (Γέν. γ´ 24) και τα "σεραφείμ" (Ησ. στ´ 2,6).
 



Α. Η εξέλιξις της παλαιοδιαθηκικής αγγελολογίας


Η περί των αγγέλων αποκάλυψις είναι κατά τρόπον λίαν αισθητόν προοδευτική κατά τον ρουν της παλαιοδιαθηκικής ιστορίας. Δυνάμεθα ούτω να εξετάσωμεν διαδοχικώς την αγγελολογίαν αυτήν προ και μετά την αιχμαλωσίαν.


1)
Προ της αιχμαλωσίας. Εις τα προαιχμαλωσιακά κείμενα οι άγγελοι μνημονεύονται πολύ αραιά. Εμφανίζονται ιδίως καθ' ομίλους (Γέν. λβ´ 2,3, κη´ 12, ιθ´ 1, Γ´ Βασ. κβ´ 19-23, Ησ. στ´ 2-4).


Δραστηριότης και λειτουργήματα των αγγέλων: Εκτός του Γέν. στ´ 1-4, το οποίον περιέχει απόσπασμα αρχαιοτάτου κειμένου και του οποίου η σημασία είναι σκοτεινή, οι άγγελοι παρουσιάζονται ως αποτελούντες την Αυλήν ή την στρατιάν του Γιαχβέ, μερικοί δε εξ αυτών είναι δυνατόν να αποστέλλωνται περιστατικώς εις τους ανθρώπους με ωρισμένην ανάθεσιν (Γέν. ιθ´ 1 κ. εξ., Ιησ. Ν. στ´ 14, Γ´ Βασ. κβ´ 19-23). Ο ρόλος των είναι δυσδιάκριτος. Ουδείς των αγγέλων φαίνεται να έχη λειτούργημα, το οποίον να επιτρέπη να τον διακρίνωμεν σαφώς από τους λοιπούς, εξαιρουμένων, ίσως, του αρχηγού της στρατιάς του Γιαχβέ (Ιησ. Ν. στ´ 14) και μυστηριώδους τινός προσώπου αποκαλουμένου "Άγγελος του Γιαχβέ" ή "Άγγελος του Θεού".


Ιεραρχία των αγγέλων: Εκτός του Ιησ. Ν. στ´ 14, ένθα ο λόγος περί αρχηγού τινός της στρατιάς του Γιαχβέ, τα προαιχμαλωσιακά κείμενα δεν φαίνεται να ομιλούν περί ιεραρχίας εις τον κόσμον των αγγέλων. Αναφέρουν ρητώς τα χερουβίμ (Γέν. γ´ 24) και τα σεραφείμ (Ησ. στ´ 2). Πρόκειται, όμως, περί ιεραρχικής των διακρίσεως; Είναι εν σημείον, επί του οποίου θα επανέλθωμεν.


2) Μετά την αιχμαλωσίαν. Μετά την αιχμαλωσίαν, τα λειτουργήματα των αγγέλων διακριβούνται, διαστέλλονται και ιεραρχούνται. Ούτως, ο Ιεζεκιήλ διακρίνει εις εν των οραμάτων του άγγελόν τινά, ο οποίος φαίνεται να εκτελή χρέη γραφέως (θ´ 2). Ο Ζαχαρίας γνωρίζει αγγέλους αποστελλομένους παρά του Θεού ως περιοδευτάς προς επιθεώρησιν όλης της γης (α´ 8-17), ως και αγγέλους μεσιτεύοντας υπέρ της Ιερουσαλήμ και πάσης της Ιουδαίας (α´ 12). Άγγελοι επίσης μεταδίδουν εις τον προφήτην τους θείους λόγους παρηγορίας (α´ 14, ιδ´).

 

Γενικώς, δια τον Ζαχαρίαν, ο Θεός κυβερνά τον κόσμον μέσω των αγγέλων. Ο προφήτης αναφέρει όλως ιδιαιτέρως τον άγγελον του Γιαχβέ, τον οποίον παρουσιάζει, κατ' αντίθεσιν προς πολυάριθμα προαιχμαλωσιακά χωρία (βλ. επόμ. άρθρον), ως άγγελον όμοιον προς τους λοιπούς, σαφώς διαστελλόμενον από τον Θεόν. Κατά τον Ζαχαρίαν, ο άγγελος του Γιαχβέ έχει υπό τας διαταγάς του αγγέλους (α´ 8, β´ 7,8, γ´ 4). Μεταδίδει εις τον προφήτην, ως και εις τον αρχιερέα, τα προστάγματα του Θεού (α´ 14, γ´ 6 κ. εξ.). Μεσιτεύει υπέρ του λαού και ασκεί την δικαιοσύνην εν ονόματι του Γιαχβέ (γ´ 1,2). Εξαγνίζει τον κατηγορούμενον από την ανομίαν του (γ´ 4). Τέλος, εις το βιβλίον του Ζαχαρίου, οι άγγελοι, επιφορτισμένοι από τον Θεόν με την διακυβέρνησιν του κόσμου, καλούνται εκ τούτου ακριβώς και εις το να καταστήσουν ανάγλυφον την θείαν υπεροχήν.


Ο Δανιήλ γνωρίζει τους προστάτας των λαών αγγέλους. Είναι, πρώτον, ο άγγελος Μιχαήλ, ο προστάτης του Ισραήλ (ι´ 13,21). Ούτος είναι "εις των αρχόντων των πρώτων", κατά δε την συντέλειαν θα αναλάβη την υπεράσπισιν του περιουσίου λαού (ιβ´ 1). Είναι κατόπιν ο άρχων, δηλαδή ο άγγελος του βασιλείου της Περσίας, ως και ο των Ελλήνων (ι´ 13,20. Πρβλ. Δευτερ. λβ´ 8 εις το κείμενον των Ο´ και Σοφ. Σειρ. ιζ´ 18). Δυνάμεθα να ομιλήσωμεν μετά βεβαιότητος περί ταυτότητος των αρχόντων τούτων των εθνών προς τους "αγρυπνούντας", περί των οποίων το αυτό βιβλίον ομιλεί εις τα δ´ 10,14,20 και, ίσως, προς τους επτά οφθαλμούς του Γιαχβέ τους μνημονευομένους παρά του Ζαχαρίου (δ´ 10), οι οποίοι είναι οι δι' ων ο Θεός κυβερνά τον κόσμον άγγελοι.


Εξ άλλου, τα μεταιχμαλωσιακά κείμενα ομιλούν όλως ιδιαιτέρως περί αγγέλων σαφώς αποστελλομένων παρά του Θεού δια να βοηθήσουν ή προστατεύσουν τούτον ή εκείνον τον πιστόν ειδικώς. Τοιαύτα χωρία είναι τα Ψαλμ. η´ [3 α´] 11,12, Ψαλμ. λγ´ [λδ´] 8, Δαν. στ´ 23, Ιουδίθ ιγ´ 20, Τωβ. ε´ 17,22, ιβ´ 12,15 (πρβλ. Γέν. κδ´ 7,40, μη´ 16, Γ´ Βασ. ιθ´ 5,7). Τα εδάφια αυτά παρουσιάζουν επίσης τους αγγέλους μεσιτεύοντας υπέρ των ανθρώπων παρά τω Θεώ. Πρέπει να σημειωθή επίσης, ότι, ως και προ της αιχμαλωσίας (Εξ. ιβ´ 23, Δ´ Βασ. ιθ´ 35), οι άγγελοι εμφανίζονται ωσαύτως και ως εκτελεσταί των θείων αποφάσεων τιμωρίας (Α´ Παραλ. κα´ 12, 16,27. Πρβλ. Β´ Βασ. κδ´ 15-17, Ιεζ. θ´ 9-13, Ψαλμ. λδ´ [λε´] 5), πράγμα, όπερ επιτρέπει εις τον ποιητήν του οζ´ (οη´) Ψαλμού να ομιλή περί αγγέλων "πονηρών", δηλαδή αγγέλων φερόνων δεινά, τους οποίους ο Θεός, εν τη οργή του, εξαπολύει κατά των εχθρών του ή κατά των ασεβών.


Συγχρόνως προς τον βαθμιαίον καθορισμόν των αγγελικών λειτουργημάτων, αποσαφηνίζεται και η ύπαρξις μιας επουρανίου ιεραρχίας. Κατά τον Ζαχαρίαν, ο άγγελος ο αποκαλούμενος "άγγελος του Γιαχβέ" έχει αγγέλους υπό τας διαταγάς του (α´ 8, β´ 7,8, γ´ 4). Το βιβλίον του Δανιήλ κατονομάζει τους ανωτέρους τον βαθμόν αγγέλους (ι´ 21). Η προσωπικότης των διευκρινίζεται και αυτή και εκ του αυτού βιβλίου δέχονται πλέον ίδια ονόματα: ο Μιχαήλ (Μικά έλ, ο οποίος είναι ως θεός, ι´ 13,21), ο Γαβριήλ (Γαβρί έλ, ο ανήρ, άνθρωπος του Θεού, η´ 16, θ´ 21). Το βιβλίον του Τωβίτ μας παρουσιάζει τον Ραφαήλ (Ραφά έλ, ο Θεός ιάται), περί του οποίου αναφέρει, ότι είναι εν εκ των επτά πνευμάτων, των "προσαναφερόντων τας προσευχάς των αγίων και εισπορευομένων ενώπιον της δόξης του αγίου", δηλαδή του Θεού (ιβ´ 15). Τα απόκρυφα βιβλία παρέχουν άλλα ονόματα αγγέλων.


Τέλος, άλλα χωρία πληροφορούν, ότι ο αριθμός των αγγέλων είναι ανυπολόγιστος (Δαν. ζ´ 7, Ψαλμ. ξζ´ [ξη´] 18).


 


Β. Φύσις και προέλευσις των αγγέλων


Η κτιστή φύσις των αγγέλων: Η Π. Διαθήκη δεν ασχολείται με το ζήτημα της προελεύσεως και της φύσεως των αγγέλων. Δεν ομιλεί, ειμή δια το έργον των. Αλλά, παρουσιάζουσα αυτούς ως αγγελιαφόρους του Θεού ή περιγράφουσα τούτους ως σχηματίζοντας την Αυλήν και την στρατιάν του, επαναλαμβάνουσα ότι τον υμνούν (Ψαλμ. κη´ [κθ´] 1,2, ρβ´ [ργ´] 20-21, ρμη´ 1-2, Ιώβ λη´ 7), υπογραμμίζει την πλήρη εξάρτησιν και υποτέλειάν των έναντι του Θεού. Παρά το ότι ανήκουν εις τον θείον κόσμον (όπερ δεικνύουν τα ονόματά των ως υιών του Θεού, υιών του Υψίστου, αγίων), είναι απείρως κατώτεροι του Θεού, ο οποίος και εις αυτούς ευρίσκει σφάλματα (Ιώβ δ´ 18, ιε´ 15, Σοφ. Σειρ. μβ´ 17) να διασαφηνίζη, ότι ο Θεός δίδει εις τα στρατεύματά του την δύναμιν, επιτρέπων εις αυτά να υπάρχουν ενώπιόν του. Εξ όλων τούτων των μαρτυριών προκύπτει, ότι, κατά την Π. Διαθήκην, οι άγγελοι είναι κτίσματα του Θεού, παρ' όλον ότι ουδέν χωρίον βεβαιώνει τούτο ρητώς, ούτε διευκρινίζει πότε ούτοι εκτίσθησαν. Επί του τελευταίου σημείου του Ιώβ λη´ 7 λέγει απλώς, ότι οι άγγελοι υπήρχον προ της Γης.


Η σχέσις των αγγέλων προς τα άστρα: Το ανωτέρω χωρίον, ως και το Ψαλμ. ρμη´ 1-5 (πρβλ. Ιησ. Ν. ε´ 14, Γ´ Βασ. κβ´ 19), πιθανώτατα δε και τα Ησ. κδ´ 21, μ´ 26, με´ 12,21, Ιερεμ. λγ´ 22, Νεεμ. θ´ 6, Ψαλμ. λβ´ [λγ´] 22 φαίνεται να συνδέουν τους αγγέλους προς τα άστρα. Τούτο αποτελεί ένδειξιν, ότι κατ' αρχάς οι Εβραίοι δεν διέστελλον σαφώς τους αγγέλους, από τα άστρα. Ή, απεναντίας, είναι μία απόδειξις, ότι οι μονοθεϊσταί Εβραίοι έθεσαν αποφασιστικώς εις την τάξιν των κτισμάτων ή των υπηρετών του Θεού τα παρά των Βαβυλωνίων και λοιπών λαών της αρχαίας Ανατολής λατρευόμενα ως θεότητας άστρα; Το ζήτημα συζητείται ακόμη υπό των συγχρόνων ειδικών ερευνητών (βλ. W. Eichrodt, Theologie des A. T., Leipzig 1933-35, ΙΙ, σ. 104).


Η πνευματικότης των αγγέλων: Η Π. Διαθήκη θεωρεί τους αγγέλους ως πνευματικά όντα, παρ' όλον ότι εις τας πλείστας των περιπτώσεων εμφανίζονται ούτοι ως άνθρωποι (Γέν. ιη´ 19, Κριτ. ι´ 11, Ιησ. Ν. ε´ 13, Ιεζ. θ´ 3, Δαν. β´ 21, ι´ 5, Τωβ. ε´ 5 κ. εξ.). Δεν είναι ποτέ πτερωτοί, εκτός της περιπτώσεως των χερουβίμ και των σεραφείμ, αλλά κινούνται ταχέως εις τον αέρα (Δαν. θ´ 21, ιδ´ 35,38). Ενίοτε η όψις των είναι φοβερά (Κριτ. ιγ´ 6, Δαν. η´ 17, ι´ 7). Το πρόσωπόν των είναι φωτεινόν, τα δε ενδύματά των εκθαμβωτικά (Δαν. ι´ 5,6, Β´ Μακ. γ´ 25,26). Εις τας αρχαίας διηγήσεις οι άγγελοι ενίοτε μετέχουν εις τα γεύματα των ανθρώπων (Γέν. ιη´ 19. Πρβλ. Ψαλμ. οζ´ [οη´] 25). Αλλ' ήδη το Κριτ. ιγ´ 15-16 διευκρινίζει, ότι οι άγγελοι δεν τρώγουν και το Τωβ. ιβ´ 19 υπογραμμίζει, ότι φαινομενικώς μοιράζονται με τους ανθρώπους τας γηίνας τροφάς και ότι, εις την πραγματικότητα, τρέφονται με αόρατον τροφήν. Παρ' όλον ότι ωρισμένα εδάφια, εξαρτώμενα εκ του μεταγενεστέρου ιουδαϊσμού και ερμηνεύοντα το Γέν. στ´ 1-4, παραδέχονται ότι πρόκειται εκεί περί συζεύξεων των υιών του Θεού, δηλαδή αγγέλων με θνητάς γυναίκας (βλ. εν προκειμένω C. Robert, Les fils de Dieu et les filles des hommes, εν Revue Biblique 1895, σ. 340-374 και 525-552. H. Junker, Die Biblische Uhrgeschichte, Bonn 1932. Του αυτού, Zur Erklärung von Gen. 6, 1-4, εν Biblica 1935, σ. 205-212. P. Joüon, Les unions entre les fils de Dieu et les filles des hommes, εν Revue des Sciences Religieuses 1939, σ. 108-112. G. E. Closen, Die Sünde der Söhne Gottes, Ein Beitrag der Theologie Genesis, Rome 1937. G. Philips, De spiritualitate Angelorum et matrimonio Filiorum Dei, εν Revue Ecclésiastique de Liège 31 [1940], σ. 290-300), τα αυτά, εν τούτοις, κείμενα δεν θέτουν εν αμφιβόλω την παραδοσιακήν αντίληψιν περί της πνευματικής φύσεως των αγγέλων (βλ. λ.χ. Ενώχ ιε´ 6,7. Πρβλ. Μάρκ. ιβ´ 25, Ματθ. κβ´ 30).


Το ζήτημα της πτώσεως των αγγέλων: Παρά το ότι η Π. Διαθήκη γνωρίζει την ύπαρξιν δαιμόνων και παρουσιάζει τον Σατανάν (Ιώβ α´ 6-12, β´ 1-7, Ζαχ. 1-7 ), ως τον αντιστρατευόμενον εις το θείον σχέδιον και προσπαθούντα να καταστρέψη τας σχέσεις Θεού και ανθρώπων, οι ιεροί συγγραφείς δεν έθεσαν εις εαυτούς το πρόβλημα της προελεύσεως των πνευμάτων του κακού και δεν εσκέφθησαν να αναζητήσουν την εξήγησιν αυτής εις γεγονότα αναφερόμενα εις τον κόσμον των αγγέλων. Είναι αληθές, ότι εις την χριστιανικήν γραμματείαν ερμηνεύεται ενίοτε το Ησ. ιδ´ 12 ως υπαινιγμός εις την πτώσιν του πρώτου αγγέλου, ο οποίος ηθέλησε να εξισωθή με τον Θεόν, και ότι η μετάφρασις "Licifer" της Βουλγάτας, η αντιστοιχούσα εις τας λέξεις "λαμπρόν άστρον, υιος της αυγής", κατέστη εν των ονομάτων, τα οποία αποδίδονται εις τον άρχοντα των δαιμονίων (Εωσφόρος, κατά τους Ο´). Οφείλομεν, εν τούτοις, να αναγνωρίσωμεν ότι το γράμμα του Ησ. ιδ´ 12 δεν ομιλεί, ειμή δια την πτώσιν του βασιλέως της Βαβυλώνος, ως συμβαίνει και με το Ιεζ. κη´ 16-17, το οποίον επίσης εξελήφθη ενίοτε κατά παρόμοιον τρόπον, ενώ δεν αναφέρεται ειμή εις την πτώσιν του βασιλέως της Τύρου. Ούτω, πρέπει να αναμείνη τις τα ιουδαϊκά απόκρυφα, δια να ίδη εμφανιζομένην την ιδέαν, καθ' ην οι δαίμονες είναι πεπτωκότες άγγελοι, με συχνόν υπαινιγμόν εις το Γέν. στ´ 1-4, ως ένδειξιν πιθανήν της αιτίας της πτώσεώς των. Όπως και να έχη το πράγμα, μόνον με την Κ. Διαθήκην η δαιμονολογία τίθεται εις πλήρη σχέσιν προς την αγγελολογίαν, η δε τελευταία διασαφηνίζεται εις πολλά σημεία, τα οποία παρέμειναν σκοτεινά υπό τον αρχαίον Νόμον.




Γ. Ιδιαίτεραι κατηγορίαι των αγγέλων

 
Η Π. Διαθήκη είναι ωσαύτως ασαφής και εις την διδασκαλίαν της περί των ιδιαιτέρων κατηγοριών των αγγέλων, ειδικώτερον δε εις ό,τι αναφέρει περί των μυστηριωδών εκείνων όντων, τα οποία είναι τα χερουβίμ και τα σεραφείμ.


Τα χερουβίμ: Ο όρος ούτος, υιοθετηθείς παρά της χριστιανικής ονοματολογίας, είναι ο πληθυντικός της εβραϊκής λέξεως "χερούβ". Η λέξις αυτή πιθανόν είναι δάνειον εκ του ακκαδικού "χαριβού", μία των μορφών του οποίου σημαίνει τον λατρεύοντα την θεότητα πιστόν και επίσης, τον θεόν ή την θεάν, οι οποίοι μεσιτεύουν (P. Dhorme και L. H. Vincent, Les chérubins, εν Revue Biblique 1926, σ. 328-358 και 481-495). Το προσευχόμενον "χαριβού" (ή "χαρουβού") είναι θείον ον, το οποίον ενθυμίζει τους θέσιν φρουρών επέχοντας προ της θύρας των βαβυλωνιακών ναών ή ανακτόρων πτερωτούς ταύρους ("λαμασού", θηλυκόν: "λαμαστού").


Τα χερουβίμ αναφέρονται ονομαστί το πρώτον εις το Γέν. γ´ 24, όπου λέγεται ότι ο Θεός "έταξε τα χερουβίμ και την φλογίνην ρομφαίαν την στρεφομένην φυλάσσειν την οδόν του ξύλου της ζωής", κλείσας ούτω τον Παράδεισον. Ο ρόλος των ως φυλάκων ή προστατών υπογραμμίζεται επίσης εις το Ιεζ. κη´ 14 και 16. Ουδεμία περιγραφή των γίνεται, αλλ' είναι λίαν πιθανόν, ότι παριστώντο υπό μορφήν ανθρωπίνην, ακριβώς ως συνέβαινε με τας δεομένας θεότητας και τους πτερωτούς ταύρους των Βαβυλωνίων. Κάτι το παρόμοιον θα πρέπει να ήσαν τα δύο πτερωτά χερουβίμ, τα κατεσκευασμένα εξ επιχρύσου ξύλου ελαίας, τα οποία, εν τω ναώ του Σολομώντος, ήσαν τοποθετημένα εις τα Άγια των Αγίων, όπου, με τας τεταμένας πτέρυγάς των, εσχημάτιζον εν είδος σκέπης υπέρ την κιβωτόν της Διαθήκης (Γ´ Βασ. στ´ 23-28 και Β´ Παραλ. Γ´ 10-13). Το αυτό δύναται να λεχθή και δια τα "χρυσοτορευτά" και με τεταμένας τας πτέρυγας χερουβίμ, τα οποία, κατά το Εξ. κε´, ήσαν τοποθετημένα επί του καλύμματος της ιεράς κιβωτού, ως και δια τα υφαντά χερουβίμ, τα επί των "αυλαιών" της Σκηνής (Εξ. κστ´ 1, λα´, λστ´ 8,35) ή εκείνα των οποίων αι μορφαί ήσαν "εγκεκολαμμέναι" εις τας επενδύσεις των τοίχων και τας θύρας του σολομωντείου ναού (Γ´ Βασ. στ´ 32,35). Τα χερουβίμ αυτά φαίνεται ότι ήσαν οι φύλακες της κιβωτού και παραλλήλως τα ορατά σύμβολα της παρουσίας του Γιαχβέ, ο οποίος, κατά τα Εξ. κε´ 22 και Αριθ. ζ´ 89, ελάλει εις τον Μωϋσήν "αναμέσον των δύο χερουβίμ, άνωθεν του ιλαστηρίου, ό εστιν επί της κιβωτού του μαρτυρίου".


Άλλα εδάφια ομιλούν περί των χερουβίμ μάλλον ως χρησιμευόντων εις τον Γιαχβέ δίκην θρόνου (Α´ Βασ. δ´ 4, Β´ Βασ. στ´ 2, Δ´ Βασ. ιθ´ 15, Ησ. λζ´ 16, Ψαλμ. σθ´ [π´] 2, κη´ [κθ´] 1, Δαν. γ´ 55) ή υποζυγίου (Ψαλμ. ιζ´ [ιη´] 15, Β´ Βασ. κα´ 11. Πρβλ. Ησ. ιθ´ 1 και Ψαλμ. ργ´ [ρδ´] 3). Εις την αυτήν τάξιν ιδεών έχουν την θέσιν των και τα οράματα του Ιεζεκιήλ (α´ 4 κ. εξ., θ´ 3, ι´, ια´ 22). Τα χερουβίμ περιγράφονται εκεί ως σχηματίζοντα το άρμα ή τον κινητόν θρόνον, επί του οποίου η δόξα του Γιαχβέ καταβαίνει εκ του ουρανού ή αναβαίνει πάλιν. Εις τα οράματα του Ιεζεκιήλ τα χερουβίμ έχουν "ομοίωμα ανθρώπου επ' αυτοίς" (α´ 5). Εν τούτοις, έχουν τέσσαρα πρόσωπα, ήτοι πρόσωπον ανθρώπου, λέοντος, ταύρου και αετού (α´ 10), τέσσαρας πτέρυγας και χείρας ανθρωπίνας υπό τας πτέρυγας, σκέλη δε ορθά με οπλάς ταύρων. Η λάμψις των είναι ως η της αστραπής (α´ 13) και το πνεύμα των κινεί τους τροχούς του άρματος (α´ 15-21). Είναι πολύ δύσκολον να αναπαρασταθή ακριβώς το θέαμα των χερουβίμ, το οποίον περιγράφει ο Ιεζεκιήλ. Πάντως, εκ των όσων λέγει, είναι όντα μικτά, αποτελούμενα από μέλη διαφόρων ζώων, ως και οι πτερωτοί φύλακες των ασσυροβαβυλωνιακών ναών και ανακτόρων.


Δυνάμεθα, λοιπόν, να συμπεράνωμεν, ότι οπωσδήποτε ο Ισραήλ εδανείσθη το όνομα των χερουβίμ και την πλαστικήν των μορφήν εκ Βαβυλώνος. Αλλά και εδώ, ως και αλλαχού, μετεμόρφωσε τα εννοίας. Το "χαριβί" των Βαβυλωνίων και των άλλων λαών της αρχαίας Ανατολής είναι θεότητες δευτέρας τάξεως και δύνανται να ανήκουν είτε εις το άρρεν είτε εις το θήλυ γένος. Τα χερουβίμ είναι άνευ φύλου και υπηρετούν τον μόνον Θεόν. Φανερώνουν την αόρατον παρουσίαν του και συμβολίζουν την ενέργειάν του, δεικνύοντα την θείαν υπεροχήν και παντοδυναμίαν.


Τα σεραφείμ: Ταύτα, ως επουράνια όντα σχηματίζοντα την Αυλήν του Γιαχβέ, δεν μνημονεύονται παρά της Π. Διαθήκης, ειμή εις το Ησ. στ´ 2-6. Πολλά έτυμα προετάθησαν προς εξήγησιν της εβραϊκής ταύτης λέξως. Συνηθέστερον, αύτη ετυμολογείται εκ του ρήματος "σαράφ", καίω. Συνεσχετίσθη όμως επίσης και με την αιγυπτιακήν λέξιν "σερέφ", την σημαίνουσαν τους πτερωτούς κύνας, οι οποίοι φυλάσσουν την είσοδον ωρισμένων τάφων. Εγένετο επίσης συσχέτισις και με μίαν ρηματικήν ρίζαν, η οποία εις την αραβικήν σημαίνει το είναι τινα ευγενή. Πρέπει, όμως, ωσαύτως να σημειωθή ότι η λέξις "σαράφ", ενικός του σεραφείμ, χρησιμοποιείται ως επίθετον παρά το ουσιαστικόν "ναχάς", όφις, εις τα Αριθ. κα´ 6-9 και Δευτερ. η´ 15, όπου σημαίνει τους πυρίνους όφεις, τους οποίους ο Θεός απέστειλε προς τιμωρίαν των υιών Ισραήλ, όταν ούτοι έδειξαν ανυπομονησίαν και ωμίλησαν κατ' αυτού και κατά του Μωϋσέως εν τη ερήμω. Οι όφεις ούτοι εχαρακτηρίσθησαν, φαίνεται, πύρινοι εξ αιτίας του ιδιαιτέρου άλγους, το οποίον προεκάλουν τα δήγματά των. Ας υπενθυμίσωμεν, τέλος, ότι η λέξις "σαράφ" σημαίνει επίσης τον χαλκούν όφιν, τον οποίον ετοποθέτησεν ο Μωϋσής επί ενός κάμακος (Αριθ. κα´ 8), ως και ένα μυθικόν όφιν, καρπόν της λαϊκής φαντασίας, περί του οποίου γίνεται μνεία εις το Ησ. ιδ´ 29 και λ´ 6.


Δια να επανέλθωμεν εις την διήγησιν του στ´ κεφ. του Ησαίου, τα σεραφείμ παριστάνονται εκεί ως όντα περικυκλούντα τον θρόνον του Γιαχβέ, όμοια με τους αγγέλους του Γ´ Βασ. κβ´ 19. Διακηρύσσουν την αγιότητα του Γιαχβέ και είναι επίσης επιφορτισμένα με την απομάκρυνσιν των βεβήλων και την εξάγνισιν εκείνων, τους οποίους ο Γιαχβέ καλεί να τον πλησιάσουν (στ´ 4), φαίνεται να προέρχεται από την αναπνοήν των, πράγμα όπερ επιτρέπει την εικασίαν ότι είναι εμπύρου πράγματι φύσεως, εξ ης και το όνομά των. Η αυτή διήγησις διευκρινίζει, ότι έχουν χείρας, πόδας, ανθρωπίνην φωνήν και τρία ζεύγη πτερύγων. Διετυπώθη η υπόθεσις, επειδή το όνομά των σημαίνει ενίοτε όφεις, ότι είχον σώμα όφεως και ήσαν, κατ' ακολουθίαν, μικτά όντα, ως τα χερουβίμ των οραμάτων του Ιεζεκιήλ. Αλλά το συμπέρασμα τούτο δεν ευσταθεί, διότι η λέξις "σαράφ" σημαίνει πύρινος και προσιδιάσθη εις ωρισμένους όφεις εξ αιτίας του αποτελέσματος, όπερ προκαλείται εκ του δήγματός των. Τα σεραφείμ είναι λοιπόν επουράνια όντα, των οποίων κύριον λειτούργημα είναι η διακήρυξις της αγιότητος του Θεού και ο συμβολισμός της υπεροχής του.


Άγγελος του Γιαχβέ: Άγγελος του Γιαχβέ (μάλ άκ Γιαχβέ) ή άγγελος του Θεού (μάλ άκ Ελωχίμ) είναι το όνομα, το οποίον ωρισμένα βιβλικά εδάφια αποδίδουν εις επουράνιον ον, συχνάκις αποστελλόμενον παρά του Θεού προς μετάδοσιν μηνύματός τινος εις τους ανθρώπους, κατά τον ρουν της ιεράς ιστορίας. Ο εβραϊκός όρος "μάλ άκ" σημαίνει κυριολεκτικώς αγγελιαφόρος. Απεδόθη όμως προ πάντων εις τα πνευματικά όντα, τα οποία καλούμεν αγγέλους και τα οποία περιβάλλουν τον Θεόν και αποστέλλονται παρ' αυτού με διαφόρους εντολάς μεταξύ των ανθρώπων. Δεν θα ήτο δυνατόν να αρνηθή τις, μεταξύ των αγγελιαφόρων τούτων του Θεού και του μάλ άκ Γιαχβέ ή μάλ άκ Ελωχίμ, μίαν αναλογίαν. Ωρισμέναι όμως πλευραί αυτής, τουλάχιστον δια την Π. Διαθήκην, απαιτούν διευκρίνισιν. Τούτο ακριβώς θα επιχειρήσωμεν εις το παρόν άρθρον.

 

(Σημείωση ΟΟΔΕ: Οι παρακάτω θεωριολογίες και απόψεις περί του Αγγέλου Γιαχβέ, για εμάς τους Ορθοδόξους έχουν μόνο εγκυκλοπαιδική αξία, καθώς τόσο εμείς, όσο και ο Ιουδαϊσμός από τον οποίο πήγασε η Χριστιανική πίστη, έχουμε σαφή και καθορισμένη θέση για το ότι ο άγγελος Γιαχβέ ήταν άκτιστος. Εμείς οι Ορθόδοξοι μάλιστα, σαφέστατα ταυτίζουμε τον Άγγελο Γιαχβέ με το πρόσωπο του Θεού Λόγου, τον Κύριο Ιησού Χριστό. Γι' αυτό και το ζήτημα αυτό, χρησιμοποιήθηκε ως αναμφισβήτητο δεδομένο επί του οποίου στηρίχθηκαν ακόμα και διατυπώσεις Οικουμενιών Συνόδων. Οποιαδήποτε αμφισβήτηση της ταύτισης του Κυρίου μας Ιησού Χριστού με τον άγγελο Γιαχβέ, αφορά είτε απληροφόρητους, είτε Χριστιανικές αιρέσεις, οι οποίοι βολοδέρνουν να βρουν απαντήσεις σε ήδη απαντημένα και ξεκαθαρισμένα θέματα, εδώ και αιώνες. Περισσότερα επί του ζητήματος, έχουμε στο σχετικό μας άρθρο).


Ο άγγελος του Γιαχβέ ή του Ελωχίμ εμφανίζεται κυρίως εις τα προαιχμαλωσιακά κείμενα. Εις αυτά, το λειτούργημά του ως αγγελιαφόρου του Θεού καθορίζεται σαφώς. Ο Θεός τον αποστέλλει δια να προστατεύση ή να οδηγήση τον Ισραήλ (Εξ. ιδ´ 19, κγ´ 20, Αριθ. κ´ 26) ή δια να πατάξη τους εχθρούς του (Δ´ Βασ. ιθ´ 35). Ενίοτε επίσης, οδηγεί και προστατεύει ωρισμένα επί μέρους πρόσωπα, ως τον υπηρέτην του Αβραάμ (γέν. κδ´ 7) και τον Ιακώβ (Γέν. μη´ 16). Αυτός πάλιν σταματά εις τον δρόμον τον προφήτην Βαλαάμ (Αριθ. κβ´ 22). Συχνάκις αποστέλλεται με θεία προστάγματα και μηνύματα (Γέν. ιστ´ 7-11, κβ´ 11-25, λα´ 11, Κριτ. β´ 1-4, στ´ 11-24, ιγ´ 3-33, Δ´ Βασ. α´ 3,15). Μίαν φοράν αποστέλλεται δια να τιμωρήση τον πταίσαντα Ισραήλ (Β´ Βασ. κδ´ 16=Α´ Παραλ. κα´ 16). Είναι ευμενής έναντι των προς ους αποστέλλεται, υπερβάλλει τους ανθρώπους εις ισχύν, γνώσιν και σοφίαν, είναι δε δυνατόν να υπολογίζη τις επί της βοηθείας του (Α´ Βασ. ιδ´ 17,20).


Το ερμηνευτικόν και θεολογικόν πρόβλημα το αφορών εις τον άγγελον του Γιαχβέ έγκειται εις το ότι πολλά χωρία παρουσιάζουν τον θείον τούτον απεσταλμένον ομιλούντα και ενεργούντα ως εάν ήτο ο ίδιος ο Θεός, ενώ άλλα φαίνεται να τον διαστέλλουν σαφώς από τον Θεόν. Εις την πρώτην κατηγορίαν ανήκουν μαρτυρίαι ως το Γέν. ιστ´ 7-13 (ο άγγελος του Γιαχβέ εμφανίζεται εις την Άγαρ εν τη ερήμω, της αγγέλλει την γέννησιν του Ισμαήλ και της υπόσχεται πολυαρίθμους απογόνους), το Γέν. κα´ 17 κ. εξ. (ο άγγελος του Θεού απευθύνεται προς την Άγαρ εξ ουρανού και της λέγει· "εις έθνος μέγα ποιήσω αυτό" - δηλαδή το τέκνον σου), τα Γέν. κβ´ 11-12 και 14-18 (ο άγγελος του Γιαχβέ ακινητεί την χείρα του ετοίμου να θυσιάση τον υιόν του πατριάρχου Αβραάμ και του επαναλαμβάνει την θείαν επαγγελίαν), το Γέν. λα´ 11-13 (ο άγγελος του Θεού δηλοί εν ονείρω εις τον Ιακώβ: "εγώ ειμι ο Θεός ο οφθείς σοι εν τόπω Θεού [εν Βαιθήλ, δηλαδή], ου ήλειψάς μοι εκεί στήλην και ηύξω μοι εκεί ευχήν"), το Εξ. γ´ 2-5 (ο άγγελος του Γιαχβέ εμφανίζεται εις τον Μωϋσήν εν τη βάτω τη φλεγομένη, αλλά του ομιλεί αυτός ο Θεός), το Κριτ. β´ 1-4 (ο άγγελος του Γιαχβέ εμφανίζεται εις τους υιούς Ισραήλ και τους λέγει: "ανεβίβασα υμάς εξ Αιγύπτου"), το Κριτ. στ´ 11-24 (ο άγγελος του Γιαχβέ φανερούται εις τον Γεδεών και του δίδει σημείον), το Κριτ. ιγ´ 2-23 (ο άγγελος του Γιαχβέ φανερούται εις τον Μανωέ, ο οποίος, αναγνωρίσας αυτόν, λέγει εις την σύζυγόν του: "θανάτω αποθανούμεθα, ότι Θεόν είδομεν"), το Ωσηέ ιβ´ 4-5 (ο προφήτης ταυτίζει προς άγγελον τον θείον αντίπαλον, μετά του οποίου, κατά το Γέν. λβ´ 25-31, επάλαισεν ο Ιακώβ καθ' όλην την νύκτα επί της όχθης του Ιαβώκ). Πρός αυτά τα κείμενα δυνάμεθα επίσης να παραλληλίσωμεν το Εξ. κγ´ 20-22, ένθα ο Γιαχβέ υπόσχεται εις τον Ισραήλ να του αποστείλη ένα άγγελον ("τον άγγελόν μου", κατά τους Ο´), δια να τον οδηγή, και διευκρινίζει: "το όνομά μου έστιν επ' αυτώ". Το όνομα, κατά την Βίβλον, είναι ισοδύναμον προς το πρόσωπον (Εξ. κ´ 24, Ιερεμ. ιδ´ 9). Επομένως, ο άγγελος ούτος, επί του οποίου είναι το όνομα του Γιαχβέ, ασκεί εξουσίαν επί του Ισραήλ ομοίαν εκείνης του Γιαχβέ. Η φωνή του και τα προστάγματά του είναι αυτού του Γιαχβέ. Ας σημειωθή, τέλος, ότι συσχετίζονται επίσης ενίοτε προς τα εδάφια ταύτα το Γέν. ιη´ (ή ενώπιον του Αβραάμ θεοφάνεια παρά την δρύν του Μαμβρή και η μεσίτευσις του Αβραάμ υπέρ των Σοδόμων) και το Γέν. κη´ 10-15 (εμφάνισις του Γιαχβέ εις τον Ιακώβ κατά το όραμα της κλίμακος, βλ. και Γέν. λα´ 11-13).


Αντιθέτως, η δευτέρα κατηγορία εδαφίων υπογραμμίζει την διαστολήν μεταξύ του Γιαχβέ και του αγγέλου του. Βλέπομεν τούτο εις το Γέν. κδ´ 7 (αυτός ο Γιαχβέ θα αποστείλη τον άγγελόν του προ του υπηρέτου του Αβραάμ εις Μεσοποταμίαν), εις το Β´ Βασ. κδ´ 16 ("Κύριος... είπε τω αγγέλω τω διαφθείροντι εν τω λαώ"), εις το Αριθ. κ´ 16 ("και ανεβοήσαμεν προς Κύριον και εισήκουσε Κύριος της φωνής ημών και αποστείλας άγγελον εξήγαγεν ημάς εξ Αιγύπτου" ) και εις τα Εξ. λβ´ 34 και λγ´ 2. Εις τα δύο τελευταία εδάφια, ο λόγος είναι περί ενός αγγέλου, τον οποίον ο Γιαχβέ, μετά το επεισόδιον του χρυσού μόσχου, διακηρύσσει ότι θα αποστείλη δια να οδηγήση τον Ισραήλ εις την Γην της Επαγγελίας. Ο άγγελος ούτος διαστέλλεται από τον Γιαχβέ και είναι μάλιστα κατώτερός του. Πράγματι, οφείλει να αντικαταστήση τον Γιαχβέ, ο οποίος, τιμωρών τον Ισραήλ δια την αποστασίαν του, αρνείται πλέον να οδηγή αυτοπροσώπως τον λαόν του. Τέλος, ευρίσκομεν την αυτήν διαστολήν μεταξύ Γιαχβέ και αγγέλου του εις το Ησ. ξγ´ 9, εν τη μεταφράσει των Ο´: "ου πρέσβυς ουδέ άγγελος, αλλ' αυτός Κύριος έσωσεν". Ο προφήτης υπαινίσσεται εδώ το εξ. λγ´ 14 και αναμιμνήσκεται της αναφερομένης υπό των στίχων 12-15 του αυτού κεφαλαίου παραδόσεως, κατά την οποίαν ο Γιαχβέ υπεσχέθη εις τον Μωϋσήν να οδηγήση αυτοπροσώπως τον Ισραήλ.


Οι πλείστοι των αρχαίων Πατέρων της Εκκλησίας, έχοντες υπ' όψιν τον Φίλωνα τον Αλεξανδρέα, ο οποίος εταύτισε τον άγγελον του Γιαχβέ με τον Λόγον, ενόμισαν ότι ανεγνώρισαν εις αυτό το πρόσωπον θείαν υπόστασιν και υπέθεσαν μίαν προσωπικήν φανέρωσιν του Υιού του Θεού, προοιμιαζομένην την ενανθρώπησίν του (Ιουστίνος, Πρός Τρύφ. 57-60,
PG VI, 605-613, Ειρηναίος, Κατά Αιρέσ.1. IV, V- VII, PG VII, 983-993, Κύριλλος Ιεροσ., Κατηχ. XIV, 27, PG XXXIII, 861, Μ. Βασίλειος, Κατά Ευνομ. 1. ΙΙ, 18, PG XXIX, 609-612). Αλλ' ο Αυγουστίνος, εκ θεολογικών δεδομένων εκτιθεμένων εις το De Trinitate, 1. II, V, 1. III, PL XLII, 848-886, δεν βλέπει εις τας εμφανίσεις του αγγέλου του Γιαχβέ, ειμή κτιστήν αγγελικήν μορφήν, μεταδίδουσαν τους λόγους του Θεού (αυτόθι 1. ΙΙΙ, XI ή 22 27, στήλ. 882-886. Ηκολουθήθη δε εις την άποψιν αυτήν υπό των δυτικών εκκλησιαστικών συγγραφέων, ιδίως υπό Γρηγορίου του Μεγάλου (Moral., 1, XXVII, I. PL LXXVI, 447 κ. εξ.) και Θωμά του Ακινάτου (Sum. Theol., Iα´, Q XLII, α´ 7).


Οι νεώτεροι ερευνηταί προσεπάθησαν επίσης να λύσουν το πρόβλημα του αγγέλου του Γιαχβέ, βασιζόμενοι όμως κυρίως επί της ερμηνείας του κειμένου. Τρείς θεωρίαι διετυπώθηκαν προς εξήγησιν του συνόλου των αφορώντων εις τον άγγελον του Γιαχβέ δεδομένων. Η πρώτη επανέρχεται εις τα συμπεράσματα του Αυγουστίνου και υποστηρίζει, ότι ο άγγελος του Γιαχβέ είναι αγγελιαφόρος, πράγματι διάφορος του Θεού. Αναπτύσσεται, με παραλλαγάς, ιδίως υπό των
J. Rybinsky (Der mal-akh Jahwe, Paderborn 1930), F. Stier (Gott und sein Engel im A.T., Alttestamentliche abhandlungen, XII, 2, Münster W., 1934) κ.λπ.

 

Οι θιασώται της θεωρίας ταύτης, εκτός των χωρίων ως το Γέν. κδ´ 7, Αριθ. κγ´ 31, Εξ. λγ´ 1-3, Δ´ Βασ. κδ´ 16 και Ησ. ξγ´ 9 (κατά τους Ο´), επικαλούνται προς στήριξιν της θέσεώς των την έννοιαν της λέξεως "μάλ άκ" και υπογραμμίζουν, ότι ο αγγελιαφόρος είναι κατ' ανάγκην άλλος από τον αποστέλλοντα. Πρέπει όμως να παραδεχθή τις, ότι η εν λόγω θεωρία δεν εξηγεί την συχνήν ταύτισιν του Γιαχβέ και του αγγέλου του. Δυνάμεθα επίσης να διερωτηθώμεν αν εις το Γέν. κδ´ 7 πρόκειται πράγματι περί του αγγέλου, ο οποίος αλλαχού αποκαλείται "μάλ άκ Γιαχβέ", και αν εις τα Αριθ. κ´ 6, Εξ. λγ´ 1-3 και 1-3 και Ησ. ξγ´ 9 γίνεται λόγος πράγματι περί του αυτού με τον του Εξ. κγ´ 20 κ.α. αγγέλου.


Επειδή λοιπόν τα χρησιμοποιούμενα προς κατοχύρωσιν της πρώτης θεωρίας εδάφια δεν είναι τόσον πειστικά, όσον φαίνονται, εδόθη ο λόγος εις μίαν άλλην θεωρίαν. Αύτη υποστηρίζει την ταυτότητα Γιαχβέ και αγγέλου του. Την διατύπωσίν της ευρίσκομεν ιδίως εις τους
A. B. Davindson (άρθρ. Angel, εν Hasting- s, Bible Dictionary, I. σ. 93-97), J. Touzard (άρθρ. Ange de Yahveh, εν Dictionnaire de la Bible, Supplément, I, σ. 242-263), B. Stern (Der Engel des Auszugs, εν Biblica, 1939, σ. 286-237) κ.λπ. Κατά τους συγγραφείς αυτούς, με σπουδαίας αποχρώσεις αντιλήψεως, ο άγγελος του Γιαχβέ είναι η προσιτή εις τας αισθήσεις φανέρωσις του αοράτου Θεού. Καθ' όλας δηλαδή τας εμφανίσεις του αγγέλου του Γιαχβέ, πρόκειται περί αυτού τούτου του Θεού, φανερουμένου υπό ορατήν μορφήν ή, γενικώς, διακρινομένου δια των αισθήσεων. Ούτως, εξηγείται διατί εις τα αρχαία κείμενα ο άγγελος του Γιαχβέ εκφράζεται ως ο ίδιος ο Θεός και όσοι τον βλέπουν διακηρύσσουν ότι είδον τον Θεόν. Όσον αφορά εις τον όρον "άγγελος του Γιαχβέ", πρόκειται περί εκφράσεως μιας αρχεγόνου εισέτι θεολογίας, η οποία δεν είναι ακόμη ικανή να διακρίνη μεταξύ αυτής ταύτης της υπάρξεως του Θεού και ωρισμένων εξωτερικών φανερώσεών της.


Νεώτεροί τινες ερευνηταί, ως ο π.
Lagrange (L' Ange de Jahvé, εν Revue Biblique, 1903, σ. 212-223), ο G. Von Rad (Angelos εν Theologisches Wörterbuch zum A.T., I, σ. 72 κ. εξ.), και νεώτερα υπομνήματα εις την Γένεσιν και τους Κριτάς προτείνουν τρίτην θεωρίαν, κατά την οποίαν το πρόσωπον και ο όρος του αγγέλου του Γιαχβέ ή του Ελωχίμ εισήχθησαν "a posteriori" εις τας περί των θεοφανειών διηγήσεις, αι οποίαι αρχικώς ωμίλουν μόνον περί Γιαχβέ και Ελωχίμ. Κατά τους θιασώτας της εκδοχής ταύτης, αι θεοφάνειαι παρίσταντο εις τας αρχαίας διηγήσεις ως εμφανίσεις του Θεού προσιταί εις τας αισθήσεις, αργότερον δε, προς προσαρμογήν των αρχαίων διηγήσεων εις τας απαιτήσεις μιας θεολογίας μάλλον εξειλιγμένης και προς αντιμετώπισιν των ανθρωπομορφισμών, οι οποίοι δεν ενηρμονίζοντο εις την περί υπεροχής του Θεού ιδέαν, διεμόρφωσαν τας θεοφανικάς περιγραφάς δια της αντικαταστάσεως του Θεού με τον άγγελον του Γιαχβέ ή του Ελωχίμ. Αι διορθώσεις αυταί έγιναν με ελαφροτάτην αλλαγήν του κειμένου, πράγμα όπερ εξηγεί τας συχνάς εναλλαγάς μεταξύ Γιαχβέ και του αγγέλου του: ο άγγελος εμφανίζεται, αλλ' ο Θεός ομιλεί κ.λπ.


Το προτέρημα της τρίτης θεωρίας είναι ακριβώς το ότι προσπαθεί να δώση μίαν εξήγησιν εις αυτήν την επί πολλών εδαφίων εναλλαγήν μεταξύ Γιαχβέ και του αγγέλου του. Δυστυχώς όμως η εν λόγω υπόθεσις δεν στηρίζεται εις ό,τι γνωρίζομεν εκ της ιστορίας του βιβλικού κειμένου και εις τας σχετικάς μαρτυρίας. Δεν λαμβάνει επίσης υπ' όψιν το γεγονός, ότι δεν διωρθώθησαν κατά την αυτήν έννοιαν άλλαι αρχαίαι διηγήσεις σχετικαί προς θεοφανείας, ως αι Γέν. ιη´, Εξ. κδ´ 9-11 κ.λπ.


Αναφέρομεν, δια να είμεθα πλήρεις, την επί του θεολογικού πεδίου διατυπωθείσαν εικασίαν υπό του νεωτέρου ορθοδόξου συγγραφέως πρωθιερέως Σεργίου Μπουλγκακώφ εις την αγγελολογικήν πραγματείαν του "Η κλίμαξ του Ιακώβ" (ρωσιστί), Παρίσιοι 1929, σ. 181-193. Κατά τον π. Μπουλγκακώφ, ο άγγελος του Γιαχβέ είναι κτιστή αγγελική μορφή, αλλ' ο ίδιος ο Θεός φανερούται δια του προσώπου της. Το γεγονός ότι οι άγγελοι είναι οι μηνύτορες του Θεού, σημαίνει όχι μόνον ότι μεταδίδουν τους λόγους του, αλλά και ότι εκδηλώνουν την παρουσίαν του, χρησιμοποιούμενοι ως ενδιάμεσοι κατά την προσωπικήν αποκάλυψιν των θείων υποστάσεων. Ούτως, ο π. Μπουλγκακώφ χαρακτηρίζει τας εμφανίσεις του αγγέλου του Γιαχβέ ως "θεοφανικάς αγγελοφανείας", τας οποίας ανατοποθετεί εις τα γενικά πλαίσια της διδασκαλίας περί της φύσεως και του έργου των αγγέλων, ως ταύτα ώρισε και κατέστησεν η δημιουργική θέλησις του Θεού.


Οφείλομεν, πάντως, να προσθέσωμεν ότι, καθ' ό μέτρον προχωρεί η παλαιοδιαθηκική αποκάλυψις, αι αναφερόμεναι εις τας εμφανίσεις του αγγέλου του Γιαχβέ μαρτυρίαι καθίστανται αραιότεραι. Εις τας προφητικάς βίβλους, εξαιρέσει της του Ζαχαρίου, ο άγγελος του Γιαχβέ δεν μνημονεύεται. Η έκφρασις "μάλ άκ Γιαχβέ", είτε εις τον ενικόν (Αγγ. α´ 3, Μαλ. β´ 7), είτε εις τον πληθυντικόν (Ησ. μδ´ 26), σημαίνει εις τα κείμενα αυτά ανθρώπους διαγγελείς: προφήτας (βλ. και Β´ Παράλ. λστ´ 15), και ιερείς (βλ. και Σοφ. Σειρ. ε´ 15). Εις τον Ζαχαρίαν, χρησιμεύει προς δήλωσιν ιδιαιτέρου τινός αγγέλου, αλλ' ο άγγελος ούτος διαστέλλεται σαφέστατα από τον Θεόν. Ούτως, εις τα μεταγενέστερα βιβλία της Π. Διαθήκης, ο άγγελος του Γιαχβέ δεν έχει πλέον τον ρόλον, τον οποίον του αποδίδουν τα αρχέγονα κείμενα. Μετά την αιχμαλωσίαν, διαστέλλεται σαφέστατα από τον Γιαχβέ και παρουσιάζεται πάντοτε ως απλούς μηνύτωρ του Θεού, ως εκτελεστής των προσταγμάτων του.

 

 


7. Ο περί Αγγέλων λόγος στην Καινή Διαθήκη

 

Τηρουμένων των αναλογιών, ο περί αγγέλων λόγος είναι λίαν πυκνότερος εις την Καινήν από ό,τι εις την Π. Διαθήκην. Η σάρκωσις του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος και η δι' αυτού δοθείσα εις τους ανθρώπους χάρις και αλήθεια (Ιω. α´ 14,17), επανασυνέδεσαν τελείως το ανθρώπινον γένος και την ορατήν κτίσιν με τον πνευματικόν κόσμον. Οι πολίται του κόσμου τούτου, τα άϋλα πνεύματα, ήτο άρα επόμενον, δια του Χριστού, να έλθουν εις συχνότερον και ευρύτερον συγχρωτισμόν με τους ανθρώπους και η περί των πνευμάτων τούτων διδασκαλία του Νόμου και των Προφητών να διασαφηνισθή. Η ενανθρώπησις του Υιού του Θεού έχει ούτω μίαν παράλληλον συμπλησίασιν των αγγέλων προς τον ορατόν κόσμον, τόσον εις γεγονότα, όσον και εις αποκαλυπτικότητα.


Αυτός ο Κύριος διακηρύσσει την ύπαρξιν των αγγέλων (Μάρκ. η´ 38, Λουκ. ιε´ 10, ιστ´ 22 κ.α.), κατά δε τα κορυφαία σημεία του βίου του εμφανίζονται ούτοι ως λειτουργοί, υπηρέται και συμπαραστάται της θεανδρικής του φύσεως, αινούντες αυτόν μαρτυρούντες περί αυτού, διακονούντες αυτώ, ενισχύοντες την ανθρωπίνην φύσιν αυτού και παρεμβαίνοντες ως δευτεραγωνισταί. Ούτως, ο Γαβριήλ ευαγγελίζεται την έλευσίν του (Λουκ. α´ 26 κ. εξ.), ο "άγγελος Κυρίου" εμφανίζεται εις τον Ιωσήφ (Ματθ. α´ 20 κ. εξ., β´ 13,19,20) και εις τους ποιμένας (Λουκ. β´ 8 κ. εξ.), στρατιά ολόκληρος δοξολογεί τον Ύψιστον επί τη γεννήσει του Σωτήρος (Λουκ. β´ 13,15), άλλοι διακονούν αυτώ εις την έρημον μετά το πέρας των πειρασμών (Ματθ. δ´ 11), έτερος ενισχύει αυτόν εις το όρος των Ελαιών, προ του πάθους (Λουκ. κβ´ 43), ενώ λεγεώνες των θα παρίσταντο προς υπεράσπισίν του κατά την σύλληψιν, αν το εζήτει από τον πατέρα του (Ματθ. κστ´ 53), δύο εξ αυτών βεβαιούν την ανάστασίν του, του ενός ή ετέρου τρίτου αποκυλίσαντος τον λίθον εκ του μνημείου (Ματθ. κη´ 2 κ. εξ., Μάρκ. ιστ´ 5 κ. εξ., Λουκ. κδ´ 44 κ. εξ. 23, Ιω. κ´ 12,13), δύο δε επίσης ομιλούν εις τους μαθητάς περί της δευτέρας παρουσίας κατά την Ανάληψιν (Πράξ. α´ 10,11).


Η αγγελική συμπαράστασις επεκτείνεται και εις την πρώτην Εκκλησίαν, όπου, ιδιαιτέρως ο "άγγελος Κυρίου" της Π. Διαθήκης είναι ο κατ' εξοχήν προστάτης, ως ήτο και δια τον αρχαίον Ισραήλ (Πράξ. ε´ 19,20, η´ 26, ι´ 3 κ. εξ., ιβ´ 7 κ. εξ., 23, κζ´ 23).


Η περί της φύσεως και του έργου των αγγέλων διδασκαλία της Κ. Διαθήκης περιλαμβάνει τας εξής κυρίας αληθείας: Ούτοι είναι κατώτεροι του Χριστού (Κολασ. Β´ 14 κ. εξ., Εβρ. α´ 14 κ. εξ.). Διακρίνονται εις τάξεις, εκ των οποίων κατονομάζονται αι αρχαί, αι εξουσίαι, αι δυνάμεις, αι κυριότητες, οι θρόνοι, οι άγγελοι και οι αρχάγγελοι (Εφεσ. α´ 21, γ´ 10, στ´ 12, Κολασ. α´ 16, Α´ Θεσ. δ´ 16, Ιούδα στίχ. 9 κ. αλ.). Είναι πνεύματα (Εβρ. α´ 14), αθάνατοι (Λουκ. κ´ 36), δεν διακρίνονται εις φύλα (Ματθ. κβ´ 30) και ο αριθμός των είναι μέγας (Ματθ. κε´ 31, κστ´ 53, Λουκ. β´ 13, Ιούδα στίχ. 14, Αποκ. ε´ 11). Το έργον των έγκειται εις το να δοξάζουν τον Θεόν λειτουργικώς (Λουκ. β´ 13) και να διαδραματίζουν βοηθητικόν μέρος εις την θείαν περί το ανθρώπινον γένος οικονομίαν (Εβρ. α´ 14), ήτοι να προστατεύουν τους δικαίους, να "αποφέρουν" εις τον ουρανόν τας ψυχάς των (Λουκ. ιστ´ 22) και να συνάξουν και χωρίσουν τους δικαίους και τους αδίκους κατά την ημέραν της κρίσεως (Ματθ. ιγ´ 41,42,49,50, κδ´ 31, Μάρκ. ιγ´ 27, Α´ Θεσ. δ´ 15 κ. εξ.).


Σχετικάς προς τους αγγέλους κακοδοξίας η Καινή Διαθήκη αναφέρει την των
Σαδδουκαίων, οίτινες ηρνούντο την ύπαρξιν αυτών και γενικώς των πνευμάτων (Πράξ. κγ´ 8), ως και την χαρακτηριζομένην ως "θρησκείαν των αγγέλων", ήτοι την ιουδαιογνωστικής προελεύσεως λατρευτικήν προσκύνησιν αυτών (Κολασ. Β´ 18).
 

 


8. Η περί Αγγέλων δογματική διδασκαλία


Ουδείς ίσως κλάδος της Δογματικής εμφανίζει τόσα θεολογούμενα σημεία όσα η αγγελολογία. Πράγματι, το εκ της θείας αποκαλύψεως δεδομένον εις την συνείδησιν της Εκκλησίας φως δεν είναι αρκετόν, όπως διαυγάση πολλάς εκ των όψεων του περί των επουρανίων τούτων όντων θέματος. Αύται, αν και κεντρίζουν την ευσεβή περιέργειαν με ιδιαιτέραν δύναμιν, δεν εκπροσωπούν στοιχεία της πίστεως απαραίτητα δια την σωτηρίαν και πιθανώς ουδέποτε πρόκειται ούτω να γίνουν αντικείμενον γνώσεως βεβαίας εκ μέρους της επί γης Εκκλησίας.


Η Αγία Γραφή αναφέρει πολλά περί των αγγέλων, είτε γεγονότα, εις α πρωταγωνιστούν ή μετέχουν ούτοι, είτε αφορισμούς και υπαινιγμούς περί της προελεύσεως και των ιδιοτήτων των. Όχι ολίγα, επίσης, είναι τα όσα σχετικά προσκομίζει η Παράδοσις, κυρίως δια της πατερικής γραμματείας και της ασκητικής πράξεως. Παρά ταύτα, ολίγα παραμένουν τα περί των αγγέλων εξηκριβωμένα και αναντιρρήτως παραδεκτά, ενώ τα υπόλοιπα περιβάλλονται από την αχλύν της αδηλότητος και αποτελούν πεδίον μόνον των εικασιών και των υποθέσεων, ακινδύνων ως επί το πολύ.

 


9. Η δημιουργία των Αγγέλων


Δημιουργία των αγγέλων. Οι άγγελοι ανήκουν εις την αόρατον κτίσιν (Σύμβολον Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως). Ό,τι είναι δημιουργήματα του Θεού, διδάσκεται ρητώς εις την Γραφήν (Ρωμ. η´ 38,39, Α´ Κορ. δ´ 9, Κολοσ. α´ 16). Ό,τι δεν γνωρίζομεν, είναι ο χρόνος της κτίσεώς των εν σχέσει με τον ορατόν κόσμον. Επικρατεστέρα παρ' ημίν είναι πάντως η κυρίως υπό Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και Ιωάννου του Δαμασκηνού διατυπωθείσα εκδοχή, καθ' ην τα λογικά ταύτα όντα είναι αρχαιότερα του υλικού κόσμου (Λόγ. 38ος, PG 36,320, έκδ. Ορθ. Πίστ. Β 3, PG 94,873). Ο τρόπος, καθ' ον ήλθον εις ύπαρξιν, είναι εντελώς άδηλος, κατ' αντίθεσιν προς την ποίησιν του υλικού κόσμου και του ανθρώπου, περί ης γίνεται λόγος εν αρχή της Γραφής.


Φύσις. Εκ των ιδιοτήτων, του προορισμού και της διακονίας των, περί των πλεισταχού ομιλεί η θεία αποκάλυψις, δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι πρόκειται περί προσώπων και υποστάσεων αναλόγων προς τον άνθρωπον, αν και οντολογικώς πεπροικισμένων δαψιλέστερον ή ούτος. Και επ' αυτών δύναται να λεχθή, ότι εκτίσθησαν κατ' εικόνα και ομοίωσιν του Θεού. Περί της αναλογίας αυτών ταύτης θα διαλάβωμεν κατωτέρω.


Κατά τον ορισμόν, ον παρέχει η προς Εβραίους Επιστολή, ούτοι είναι "λειτουργικά πνεύματα, εις διακονίαν αποστελλόμενα δια τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν" (α´ 14). Ο όρος "πνεύματα" υποδηλοί πιθανώτατα απλώς το ότι ούτοι υπάγονται εις την αόρατον κτίσιν και οπωσδήποτε δεν σημαίνει ότι κέκτηνται φύσιν αμιγώς πνευματικήν, διότι καθαρόν και απόλυτον πνεύμα είναι μόνον ο Θεός. Αρκεί να ενθυμηθώμεν, ότι και οι εκ τούτων πεπτωκότες αποκαλούνται εις την Γραφήν πνεύματα, δια να βεβαιωθώμεν, ότι ο όρος δεν έχει απόλυτον έννοιαν. Αρκετοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς των πρώτων αιώνων (Τερτυλλιανός, Ωριγένης, Βασίλειος, Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, Ιλάριος) υπογραμμίζουν την ανάγκην να παραδεχθώμεν, ότι οι άγγελοι έχουν σώμα τι, όπερ υποθέτουν άλλος ούτω και άλλος ούτω, πάντως δε πολύ λεπτότερον της γνωστής ύλης, της δι' όλων των αισθήσεων ημών γινομένης αντιληπτής. Το αιθέριον ή πυροειδές ή νοερόν τούτο σώμα είναι άγνωστον αν έχη ουσιαστικήν σχέσιν προς την ύλην, ον προέκτασις αυτής ή μέγα υπόλειμμα της προ της παρακοής των πρωτοπλάστων κτίσεως. Η γραφική πάντως μαρτυρία, καθ' ην οι άνθρωποι "εν τη αναστάσει... ως άγγελοι Θεού εισι" (Ματθ. κβ´ 30) και η άλλη, καθ' ην , το της αναστάσεως σώμα έχων ο Κύριος, ενεφανίσθη εις τους μαθητάς του, συνέφαγε μετ' αυτών και έγινεν απτός παρ' αυτών, δεν αποκλείουν την άποψιν, ότι το σώμα των αγγέλων είναι συγγενές προς την γνωστήν ύλην. Ο χαρακτηρισμός αυτών ως Ασωμάτων (ο κυρίως δια της Ζ´ εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου καθιερωθείς) δεν έχει άρα την έννοιαν κυριολεξίας, αλλά διαστολής προς το ανθρώπινον σώμα, προσφυέστατα δε ο Δαμασκηνός αποφαίνεται εν προκειμένω, γράφων: "Άγγελος τοίνυν εστίν ουσία νοερά... ασώματος δε λέγεται και άϋλος όσον προς ημάς" (
PG 94,865. Πρβλ. ημέτερον ανώνυμον άρθρον εν ΜΕΧ., τεύχ. 2, σ. 63,4). Αι εις την Γραφήν, εξ άλλου, αγγελοφάνειαι ενισχύουν ουκ ολίγων αυτήν την άποψιν.


Απεναντίας, η υπό τινων εκφερομένη δόξα, καθ' ην άγγελοι εμψυχώνουν και κινούν τα κοσμικά υλικά σώματα (ιδίως άστρα), είναι λίαν εξεζητημένη και προϊόν μάλλον εξωχριστιανικής επιδράσεως.


Αριθμός. Ο αριθμός των αγγέλων, ως πολλαχού της Γραφής υπεμφαίνεται, είναι μέγιστος και δη και μετά την πτώσιν ενός μέρους των. Παραμένει, όμως, απροσδιόριστος έστω και κατά χονδρικήν προσέγγισιν. Άκρως πιθανόν, πάντως, είναι, ότι θα υπέρκειται του των ανθρώπων έως της συντελείας του αιώνος, διότι η εκδοχή, καθ' ην έκαστος των ανθρώπων έχει τον ίδιον άγγελον, δεν δύναται να αποκλεισθή.


Άδηλον επίσης είναι, αν ο αριθμός ούτος αυξομειούται ή παραμένη σταθερός μετά την πτώσιν του Εωσφόρου και των ακολουθησάντων αυτώ αγγέλων. Ως θα ίδωμεν, η Εκκλησία παραδέχεται, ότι οι άγγελοι είναι έκτοτε αμετάθετοι εις το αγαθόν, αλλά το θέμα δεν δύναται να θεωρηθή ερμητικώς κλειστόν, εάν λάβη τις υπ' όψιν τον τόνον, όστις δίδεται υπό των ασχοληθέντων σχετικώς Πατέρων.


Ιδιότητες. Οι άγγελοι είναι αθάνατοι κατά χάριν (Λουκ. κ´ 36), ως μέτοχοι της επουρανίου μακαριότητος, δεν διακρίνονται δε εις φύλα (Ματθ. κβ´ 30), όντες υπεράνω της δι' αναπαραγωγής γεννήσεως, του θανάτου και της διατροφής (Ψευδοδιονύσ. PG 3,693, Γρηγ. Ναζ. PG 36,72). Τα τρία ταύτα δεν αποτελούν εις την συνείδησιν της Εκκλησίας απολύτου ισχύος προϋποθέσεις, παρά τας δύο ανωτέρω γραφικάς διαβεβαιώσεις. Πράγματι, δεν γνωρίζομεν μετά βεβαιότητος, αν οι άγγελοι ήλθον εις την ύπαρξιν άπαξ και συλλήβδην, ούτε αν το υπέρυλον σώμα των έχη ανάγκην διατροφής τινος.


Λόγω της τοιαύτης υφής του σώματός των και του ότι ανήκουν εις το ήδη σεσωσμένον τμήμα της συνόλου Εκκλησίας, τον πνευματοκρατούμενον κόσμον, υπέρκεινται των φυσικών ήτοι των της πεπτωκυίας κτίσεως νόμων, δυνάμενοι να μετακινούνται εντός αυτής εντελώς απροσκόπτως, άτρωτοι εκ των συνεπειών των νόμων τούτων (Πρβλ. Δαμασκ. 94,689), αλλ' ουχί και πανταχού παρόντες, ως πεπερασμένα όντα.


Διακρίσεις. Ο ιερός Δαμασκηνός παρατηρεί περί αυτών ότι αν είναι: "Είτε ίσοι κατ' ουσίαν, είτε διαφέροντες αλλήλων, ουκ ίσμεν" (Έκδ. Ορθ. Πίστ. Β´ 3). Όντως, δεν δυνάμεθα να είπωμεν μετά βεβαιότητος, αν ουσιώδεις διαφοραί διακρίνουν αυτούς ή ουχί. Το Περί Ουρανίου Ιεραρχίας του Ψευδοδιονυσίου έργον, όπερ είναι το πρώτον σύστημα αγγελολογίας, διαστέλλει αυτούς εις τρεις ιεραρχίας τριχόρους, ήτοι:

 

α) Χερουβίμ, Σεραφείμ, Θρόνους,

 

β) Εξουσίας, Κυριότητας, Δυνάμεις και

 

γ) Αγγέλους, Αρχαγγέλους, Αρχάς.

 

Η ταξινόμησις αύτη δεν δύναται, όμως, να θεωρηθή ως έχουσα την βάσιν της εις ουσιαστικά ειδολογικά δεδομένα (ως υπεστήριξαν ο Μεθόδιος και άλλοι), αλλά απλώς εις τας λειτουργικάς διακρίσεις, ίσως δε και εις διαφοράς μετοχής εις την θείαν μακαριότητα (Ωριγένης).


Μετοχή   εις   την   θείαν   μακαριότητα. Οι άγγελοι, ως κεκτημένοι το κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν και ελευθέραν έχοντες την βούλησιν, ευρίσκονται μεν κατά χάριν εις την ην κατέχουν θέσιν, αλλά τούτο συνέβη και διότι εχρησιμοποίησαν θεαρέστως την ελευθερίαν των. Θεώνται πρόσωπον προς πρόσωπον την δόξαν του Θεού, δεν κατανοούν, όμως, αυτήν (Πρβλ. Δαμ. PG 94,800), ευρισκόμενοι εντός του πεδίου της ακτίστου ουσίας του Θεού. Η γνώσις των δεν είναι τελεία, αλλ' απλώς ανωτέρα των μελών της στρατευομένης Εκκλησίας, έχουσα αποφατικόν χαρακτήρα και αύτη. Τούτο τονίζεται ιδίως εις την προ του Αυγουστίνου πατερικήν γραμματείαν.

 

 Δύναται να λεχθή μεθ' ικανής βεβαιότητος, ότι οι άγγελοι δεν εγνώριζον πολλά των στοιχείων της θείας περί απολυτρώσεως του ανθρώπου και της συνωδινούσης μετ' αυτού κτίσεως οικονομίας, δεν γνωρίζουν δε και έτερα αφορώντα εις την εσχατολογίαν της οικονομίας ταύτης (Πρβλ. Ματθ. κδ´ 36, Εφεσ. γ´ 3-10, Α´ Τιμ. γ´ 16). Τούτο εξαίρεται και εις την υμνωδίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ένθα γίνεται ουχί σπανίως λόγος περί "εκπλήξεως" των αγγελικών δήμων ενώπιον του θανάτου του Ιησού, της αναστάσεως αυτού, της μεταστάσεως της Θεοτόκου κ.λπ. Το πότε οι άγγελοι υπέστησαν δοκιμασίαν της ελευθέρας βουλήσεώς των και αν έκτοτε είναι αμετάθετοι εις το αγαθόν ή αν, ως ενόμισάν τινες προ του Αυγουστίνου, υπόκεινται εις πτώσιν και μετά την δοκιμασίαν εκείνην, είναι ερωτήματα αναπάντητα εκ μέρους της θείας αποκαλύψεως. Πάντως, δυνάμεθα να είπωμεν, ότι η συνείδησις της Εκκλησίας κλίνει αισθητώς προς την άποψιν του αδιαπτώτου της φύσεως των αγγέλων, ως αύτη εξήλθεν εκ της πρώτης και άρα και μόνης εκείνης δοκιμασίας.


Περί του αρνητικού αποτελέσματος της εν λόγω δοκιμασίας, ήτοι περί της πτώσεως και της καταδίκης μερίδος του αγγελικού κόσμου, ομιλεί η Γραφή ειδικώτερον εις τα χωρία Λουκ. η´ 31, Β´ Πέτρ. β´ 4 και Ιούδα στίχ. 6.


Ομοίως δεν παρουσιάζει έδαφος η θεία αποκάλυψις εις την υπόθεσιν περί της φύσεως της πτώσεως ταύτης. Η αντίληψις ότι, κατά το Γέν. στ´ 2, επρόκειτο περί πτώσεως σαρκικής, αναπτυχθείσα με αφετηρίαν τον Ψευδοενώχ, δεν κέκτηται πολλά και ισχυρά υπέρ εαυτής επιχειρήματα, πιθανωτέρου όντος, ότι η φάσις ή η λεπτομέρεια της σαρκικής πώσεως υπήρξεν επακόλουθον της αρχικής αμαρτίας, ήτις ήτο μάλλον η έπαρσις, αυτή ακριβώς ή και εις το πρωτόπλαστον ανθρώπινον ζεύγος υποβληθείσα παρά του νοητού όφεως. Το κακόν, άρα, εισήλθεν εις την ορατήν κτίσιν εκ του αγγελικού κόσμου, γενόμενον πραγματικότης εκ της μη θεαρέστου χρήσεως της ελευθέρας βουλήσεως εκ μέρους μερίδος του κόσμου τούτου και ον ανέκαθεν "ανούσιον" κατά τον Δαμασκηνόν, ήτοι μη έχον ιδίαν υπόστασιν και ουσίαν (Κατά Μανιχ. 14,
PG 94, 1957).



10. Η διακονία των Αγγέλων


Η  προς  τον  Θεόν  και  τον  άνθρωπον  διακονία. Οι άγγελοι έχουν διπλούν έργον. Αφ' ενός μεν λειτουργικόν ενώπιον της δόξης του Θεού και των μεγάλων γεγονότων της θείας οικονομίας (πρβλ. Ψαλμ. ρβ´ 20, ργ´ 4, Ησ. στ´ 3, Λουκ. β´ 13,4), αφ' ετέρου δε την μετάδοσιν θείων μηνυμάτων εις τους ανθρώπους, την προστασίαν και βοήθειαν των δικαίων (πρβλ. Γέν. ιθ´, Γ´ Βασ. ιθ´ 5 κ. εξ., Ψαλμ. λγ´ 8, η´ 11 κ. εξ., Δαν. γ´ 25 κ. εξ., στ´ 22, Ματθ. α´ 19 κ. εξ., Ιω. ε´ 4, Πράξ. ι´ 3 κ. εξ., ιβ´ και των παιδίων (Ματθ. ιη´ 10), την τιμωρία των ασεβών (Δ´ Βασ. ιθ´ 35, Ησ. λζ´ 36, Πράξ. ιβ´ 23 κ.α.), την αντιμετώπισιν των πονηρών πνευμάτων (Ιουδ. στίχ. 9, Αποκ. ιβ´ 7), την παιδαγωγείαν των πεπτωκότων (Πρβλ. Σμικρός Λαβύρινθος, ΒΕΠ ΣΤ´ σ. 22,23), ίσως την παραλαβήν των ψυχών εκ των σωμάτων κατά τον θάνατον (Λουκ. ιστ´ 22, ιβ´ 20), την συναγωγήν των εκλεκτών και των ανόμων κατά την ημέραν της κρίσεως (Ματθ. ιγ´ 41, κδ´ 31, Μάρκ. ιγ´ 27, α´ Θεσ. δ´ 15 κ. εξ.), τον χωρισμόν μετά την κρίσιν (Ματθ. ιγ´ 49) και τον εγκλεισμόν των ασεβών εις την κόλασιν (Ματθ. ιγ´ 42,50). Άγγελοι επίσης φρουρούν την Εδέμ μετά την έξωσιν του Αδάμ και της Εύας (Γέν. γ´ 24).


Η κατά τον Ψευδοδιονύσιον και τινας άλλους μετ' αυτόν αντίληψις, καθ' ην δεν στέλλονται γενικώς όλοι οι άγγελοι εις τους ανθρώπους, αλλά μόνον οι κατώτεροι εξ αυτών, δεν έχει σοβαρόν γραφικόν έρεισμα, και δη ως προς την διάκρισιν μεταξύ ανωτέρων και κατωτέρων αγγέλων. Απεναντίας, η εκ της αποστολής των εν μέσω των ανθρώπων προέλευσις και του γενικού των ονόματος (άγγελος) είναι τι το ισχυρώς αντικρούον την διάκρισιν, ην ποιείται ο Ψευδοδιονύσιος, διότι άγγελος κατ' εξοχήν είναι αυτό τούτο το σαρκωθέν δεύτερον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, το ως ο
Danielou αποδεικνύει, ου μόνον εκ της Γραφής, αλλά και της ιουδαιοχριστιανικής γραμματείας εντόνως χαρακτηριζόμενον με την ιδιότητα ταύτην, ο άγγελος του Πατρός (Διαταγ. Αποστ. Ε´ ΧΧ 12).


Δέον να σημειωθή ότι αι αγαθαί αγγελοφάνειαι προϋποθέτουν πάντοτε ιδιαιτέρως υψηλήν ψυχικήν ποιότητα και λόγους σοβαρούς. Άλλως πρόκειται περί μετασχηματισμού του πονηρού (πρβλ. Ματθ. α´ 20, β´ 13, Πράξ. ι´ 1 κ. εξ., Β´ Κορ. ια´ 14). Δεν περιορίζονται δε εις τα χρονικά πλαίσια της Γραφής, αλλά σημειούνται και κατόπιν, ως μαρτυρεί ιδίως η ασκητική γραμματεία.


Σύγκρισις  προς  τους  ανθρώπους. Οι άγγελοι είναι υποστάσεις απείρως κατώτεραι των της Αγίας Τριάδος, "σύνδουλοι" ημών των ανθρώπων (Αποκ. ιθ´ 10, κβ´ 8,9). Πιθανώτατα κατά την αρχικώς δημιουργηθείσαν φύσιν των και την καθορισθείσαν θέσιν των, οπωσδήποτε δε μετά την δοκιμασίαν των, είναι κτίσματα ανώτερα ημών ("βραχύ τι παρ' αυτούς ηλαττωμένων", Εβρ. β´ 7). Η υπεροχή των όμως αύτη δεν είναι απόλυτος, διότι και ο άνθρωπος, θεούμενος δια της εις Χριστόν πίστεως, είναι δυνατόν να φθάση εις την μακαριότητα αυτών, έτι δε και να υπερβή αυτούς. Οι δίκαιοι, εν τω ουρανώ, ως εβεβαίωσεν ο Σωτήρ, θα διαβιούν ως οι άγγελοι και θα είναι όμοιοι προς αυτούς. Ήδη δε η Εκκλησία έχει την πεποίθησιν, ότι μία τουλάχιστον ανθρωπίνη υπόστασις από τούδε υπέρκειται όλων των Ασωμάτων Δυνάμεων, η Θεοτόκος, χαρακτηριζομένη ως "τιμιωτέρα των χερουβίμ και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των σεραφείμ", ως και "ανωτέρα πάντων των ποιημάτων του Υψίστου". Ομοίως, ο ιερός Χρυσόστομος, εις ένα των θαυμασίων εγκωμιαστικών λόγων του προς τον Παύλον, δεν διστάζει να εξάρη αυτόν υπέρ τους αγγέλους. Εσχατολογικώς, λοιπόν, αι μεγάλαι διαφοραί μεταξύ των δύο τούτων ειδών της λογικής κτίσεως παύουν υφιστάμεναι. Εις τον μέλλοντα αιώνα θα υπάρχουν διαφοραί ουχί μεταξύ αγγέλων και ανθρώπων, αλλά μεταξύ πλέον και έλασσον δεδοξασμένων θεοεικέλλων λογικών όντων, χωρίς να έχουν σημασίαν αι επί μέρους οντολογικαί διακρίσεις μεταξύ των δύο κόσμων, του αγγελικού και του ανθρωπίνου.


Η εσχατολογική αύτη προοπτική, μαρτυρουμένη τρανότατα εις την Γραφήν και την λοιπήν Παράδοσιν, συνηγορεί υπέρ της παραδοχής, ότι το κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν, ου μετέχουν άγγελοι και άνθρωποι, εξικνείται και εις τας σωματικάς αναλογίας. Δεδομένου, ότι εις τον μέλλοντα αιώνα το ανθρώπινον είδος θα εισέλθη ενσώματον, η ομοιότης του προς το αγγελικόν δεν αποκλείεται να εκτείνεται και εις τους σωματικούς χαρακτήρας, χωρίς βεβαίως να ελλείπουν διαφοραί, ούσαι όμως άνευ ιδιαιτέρας σημασίας. Αν ούτω θα συμβαίνη, τότε δέον να παραδεχθώμεν, ότι αι επί γης αγγελοφάνειαι δεν έχουν το νόημα ανθρωποπαθούς συμβολισμού, αλλά αντιστοιχούν εις μίαν πραγματικότητα. Η μορφή και το σχήμα των εμφανιζομένων αγγέλων είναι περίπου τα πραγματικά. Τα ζωόμορφα είδη εξ αυτών (χερουβίμ και σεραφείμ), ως παραδέχεται η νεωτέρα ερμηνευτική, είναι απλώς επίδρασις ασσυροβαβυλωνιακών προτύπων εις την Παλαιάν Διαθήκην.
 

 

11. Η Τιμή προς τους Αγγέλους

 

Οι άγγελοι ως μακάρια πνεύματα, απολαύουν τιμής παρά της στρατευομένης Εκκλησίας, οίας και γενικώς οι άγιοι, ήτοι τα εις την βασιλείαν των ουρανών ανήκοντα πλέον πνεύματα. Κατά τους πρώτους αιώνας, οι Πατέρες δεν εξήραν την οφειλήν αυτήν, διότι την Εκκλησίαν περιέβαλλεν εισέτι ο ειδωλολατρικός κόσμος και υπήρχε κίνδυνος δια την καθαρότητα του χριστιανικού μονοθεϊσμού. Αργότερον, η οφειλή αύτη κατέστη βαθύτατα συνειδητή, διεστάλη δε σαφώς παρά της Ζ´ Οικουμενικής Συνόδου από την εις μόνον τον Θεόν οφειλομένην λατρείαν.


Η προς τους αγγέλους τιμητική προσκύνησις, διδάσκεται ήδη από της Γενέσεως (ιη´ 2, ιθ´ 1), διαφαίνεται δε πολλαχού εις την Καινήν Διαθήκην. Κατά τον Ψευδοδιονύσιον, και αυτός ο Χριστός, ως άνθρωπος, υπετάσσετο εις τους αγγέλους. Ευσταθεί όμως περισσότερον, εν προκειμένω, η γνώμη Γρηγορίου του Διαλόγου, καθ' ην τούτο δεν συνέβαινε, διότι λ.χ. οι άγγελοι εμφανίζονται διακονούντες αυτώ εις την έρημον, μετά το βάπτισμα, πράγμα όπερ αναφέρεται εις την νικήσασαν τους πειρασμούς του Σατανά ανθρωπίνην φύσιν και ουχί απλώς εις την θείαν.


Φύλαξ άγγελος. Η χριστιανική αντίληψις περί των αγγέλων έδωκε πρωτεύουσαν σπουδαιότητα εις το γεγονός της υπό τούτων προστασίας και καθοδηγήσεως του ανθρώπου. Το έργον δηλαδή των αγγέλων αναφέρεται μεν κατ' αρχήν εις την δοξολογίαν του Θεού, αλλά σημειούται και εις την περιοχήν των σχέσεων του ανθρώπου με τον Δημιουργόν του. Κατά ταύτα, βοηθείται υπό των αγγέλων εις την επιτυχίαν της προσπαθείας του να καταστή μέτοχος της αρρήτου μεγαλειότητος του Θεού και προφυλλάσεται συγχρόνως από τας εξωτερικάς και εσωτερικάς επηρείας των εχθρών της υποστάσεώς του.


Η Θεία Πρόνοια εκφαίνεται εις τον κόσμον δια μέσου της διακονίας των αγγέλων (Εβρ. α´ 14). Ως λειτουργοί των θείων βουλών, παρουσιάζονται προστατεύοντες και παρορμώντες τον άνθρωπον προς το αγαθόν υπό πολλάς μορφάς διακονιών. Οι άγγελοι απομακρύνουν τους κινδύνους και φρουρούν τους ανθρώπους (Ψαλμ. λγ´ 8, Μ. Βασιλείου, Ομιλ. εις Ψαλμ. λγ´ § 5,
PG 29,364)· προστατεύουν τον δίκαιον (Ψαλμ. κ´)· προασπίζουν τους πιστούς, πολεμούντες και εκδιώκοντες τα πονηρά δαιμόνια (Τωβ. ιβ´ 3)· παρουσιάζουν τας προσευχάς εις τον Θεόν (Τωβ. ιβ´ 12)· εκτελούν το έργον του ψυχοπομπού (Λουκ. ιστ´ 22)· ανήγγειλον τον νόμον εις τους Ιουδαίους (Πράξ. ζ´ 53, Γαλάτ. γ´ 19) και κατά την ημέραν της κρίσεως θ' αναλάβουν το έργον του διαχωρισμού των δικαίων από των αδίκων (Ματθ. ιγ´ 49).


Υπό το αυτό πνεύμα διατυπώνουν και αναπτύσσουν τας σκέψεις των όλοι σχεδόν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Τους αγγέλους θεωρεί ο Κύριλλος Αλεξανδρείας ως "ακονώντας εις ευανδρίαν". Ο Ιουστίνος, ο Ωριγένης, ο Ι. Χρυσόστομος, ο Μ. Βασίλειος, ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Κύριλλος Αλεξανδρείας, ο Αυγουστίνος κ.α. ποιούνται λόγον περί των φυλάκων αγγέλων (Ιουστίνου, Απολ. Β´ § 5,
PG 6,452. Ωριγένους, εις Αριθμ., Ομ. κ´ § 3, PG 12,733. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις επιστολήν προς Κολασ., Ομιλ. γ´ § 3, PG 6, 329. Μ. Βασιλείου, Κατ' Ευνομίου, Λόγος γ´ § 1, PG 29, 656. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ομιλ. εις Ψαλμ. 33, PG 69,888). Πλείστοι εκ των Πατέρων υποστηρίζουν την άποψιν, ότι μόνον ο πιστός έχει φύλακα άγγελον, εφ' όσον η αμαρτία απομακρύνει τούτον του ανθρώπου (Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις Πράξ. Ομιλ. κστ´ § 3, PG 60,201). Εκ του γεγονότος τούτου εμορφώθη η αντίληψις ότι και έκαστος αμαρτωλός έχει εις το πλευρόν του τον δαίμονα (Ωριγένους, Υπόμνημα εις Ματθ. PG 13, 1168. Περί αρχών, βιβλίον γ´ § 140-141, PG 11, 309-310). Η δοξασία αυτή απαντά εις τον Ποιμένα του Ερμά (PG 2, 928-929), όπου εξαίρεται ο άγγελος της δικαιοσύνης, παραβαλλόμενος προς τον άγγελον της πονηρίας. Εις το εν λόγω έργον έχομεν συστηματικήν ανάπτυξιν της δοξασίας περί φύλακος αγγέλου.


Εκ της Αγίας Γραφής έχομεν την πληροφορίαν, ότι υπάρχουν και φύλακες άγγελοι των εθνών. Οι Ιουδαίοι είχον τον Μιχαήλ, ο οποίος αντεμάχετο κατά των αγγέλων των άλλων εθνών (Δαν. ι´ 12,13. Βλ. επιστ. Ιούδ. 9). Ο εν λόγω άγγελος κατέστη μετά ταύτα προστάτης της εν Χριστώ Εκκλησίας (Αποκ. ιβ´ 7). Και ο Μ. Βασίλειος και ο Γρηγόριος Νύσσης ποιούνται λόγον περί των αγγέλων των εθνών και των πόλεων (Μ. Βασιλείου, Κατ' Ευνομίου, Λόγος γ´ § 1,
PG 29, 657, Γρηγορίου Νύσσης, Εις Άσμα Ασμάτων, Ομιλ. ιβ´, PG 44,1033). Εν προκειμένω διαβλέπομεν, ότι συμβαδίζουν εις τον Ιουδαϊσμόν και τον μετέπειτα Χριστιανισμόν και συνυφαίνονται αρρήκτως αι αντιλήψεις περί προστασίας αναφερομένης εις ένα έκαστον και εις την συλλογικήν οντότητα του περιουσίου λαού ή της χριστιανικής Εκκλησίας. Γενικώς, ο φύλαξ άγγελος προσαγορεύεται υπό των Πατέρων δια πολλών ονομασιών. Ούτω, καλείται "φρουρός", "προστάτης", "έφορος", "επιμελητής", "ποιμήν" και "πομπός", "αλεξιτήρ", "βοηθός" κατά τον Γρηγόριον Ναζιανζηνόν (Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Ποιήματα δογματικά, PG 37,519).


Εν προκειμένω πρέπει να τονισθή, ότι η γνώμη πολλών, κατά την οποίαν αι αντιλήψεις του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού περί των αγγέλων είναι δάνειον εκ των ομόρων χωρών του Ισραήλ και των εν γένει ειδωλολατρικών λαών, είναι κατά πάντα πεπλανημένη. Βεβαίως, διαπιστώνεται ευκολώτατα η ομοιότης των αντιλήψεων της Γραφής και των άλλων εθνών, η οποία είναι μόνον εξωτερική. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς τονίζει την ομοιότητα αυτήν (Στρωματ. 5,
PG 9,136,189,192). Κατά τον Ησίοδον (Έργ. και Ημέρ. 249-257) υπάρχουν άγγελοι "αθάνατοι Ζηνός φύλακες θνητών ανθρώπων"· είναι δε ούτοι προάγγελοι των βουλών του Διός (Ιλ. Ω´ 290-299), εις τον "Φαίδωνα" επίσης γίνεται λόγος περί του δαίμονος ενός εκάστου. Παρά ταύτα, αι αντιλήψεις της Γραφής περί των αγγέλων συνυφαίνονται με το ιδιάζον και κατά πάντα διάφορον περιεχόμενον του έργου του Θεού και της σχέσεως του ανθρώπου μετ' Αυτού εν συγκρίσει προς τας ξένας αντιλήψεις. Εις τον Ιουδαϊσμόν, εξ άλλου, έχομεν παράλληλον προς τα άλλα έθνη και συγχρόνως πηγαίαν ανάπτυξιν των περί αγγέλων αντιλήψεων εκ της πίστεως προς το έργον του Δημιουργού, χωρίς ν' αποδεικνύεται οιαδήποτε εξάρτησις από άλλους λαούς.


Η γνώμη του Ωριγένους και άλλων, ότι υπάρχουν άγγελοι επαγρυπνούντες δια την γέννησιν, συντήρησιν και αύξησιν των ζώων και φυτών, δεν επιδοκιμάζεται υπό των Πατέρων (
H. Leclercq, DACL, Ι, σ. 2083). Μία τοιαύτη ιδέα μόνον ημπορεί να θεωρηθή ως έχουσα σχέσιν προς ειδωλολατρικάς αντιλήψεις.


Η πίστις εις τους φύλακας αγγέλους έδωκεν αφορμήν δια την δημιουργίαν ύμνων προς τιμήν των προστατών αγγέλων. Παραλλήλως εκαλλιεργήθησαν και η ζωγραφική και αι λοιπαί μορφαί της τέχνης προς την κατεύθυνσιν αυτήν. Από του Ε´ αιώνος, όταν παρουσιάζεται εντονώτερον η τάσις προς απεικόνισιν του έργου των αγγέλων, δημιουργούνται πολλαί συνθέσεις περί το θέμα των φυλάκων αγγέλων. Εις το Μουσείον του Λούβρου υπάρχει βυζαντινής προελεύσεως πλάξ εξ ελεφαντοστού παριστώσα τον Μ. Κωνσταντίνον ή Ιουστινιανόν, ως θριαμβευτήν· συν τοις άλλοις παριστάνονται δύο άγγελοι κρατούντες το εγκόλπιον. Επίσης ευρίσκεται πίναξ του
Rembrandt παριστών την οικογένειαν του Τωβίτ προσκυνούσαν τον προστάτην Ραφαήλ (Βλ. ΜΕΕ, Δ´, σ. 167-170. DTC, λέξις anges, σ. 1253).


Η πίστις αυτή εις τον φύλακα άγγελον έχει βαθυτάτας τας ρίζας εις την ψυχήν του λαού. Πολλαί αντιλήψεις, θρύλοι και παραδόσεις επεχρίσθησαν με τον μανδύαν της πίστεως εις την προστατευτικήν αποστολήν των αγγέλων. Η ποίησις και αι λαϊκαί παραδόσεις έχουν να παρουσιάσουν συγκινητικάς αποχρώσεις εις το θέμα τούτο. Εξ αυτών των αντιλήψεων ανεβλάστησεν εις την ψυχήν του λαού η πεποίθησις ότι ο αποθνήσκων "αγγελοφοριέται", ήτοι βλέπει οράματα αγγέλων ή δαιμόνων, αναλόγως της ψυχικής του καθαρότητος. Εις την δραματικήν πλοκήν του θρύλου του "Μαρμαρωμένου Βασιλιά" πρωτεύοντα ρόλον παίζει ο φύλαξ άγγελος. Παραλλήλους παραδόσεις έχουν και τα άλλα χριστιανικά έθνη, ως επίσης και περιεχόμενον εις την λογοτεχνίαν, εμπεποτισμένον με τας αντιλήψεις αυτάς.

 

 


12. Η εικονογράφηση των Αγγέλων


 Η αρχή της παραστάσεως των αγγέλων δεν είναι σαφώς καθωρισμένη. Λέγεται συνήθως, ότι τα παλαιά χριστιανικά μνημεία παριστούν τους αγγέλους ως κοινούς θνητούς, άνευ των ιδιαιτέρων συμβολικών γνωρισμάτων των, των πτερύγων δηλαδή και του φωτοστεφάνου, και ότι η διαμόρφωσίς των εις πτερωτόν εικονογραφικόν τύπον άρχεται από του Δ´ αιώνος υπό την επίδρασιν των πτερωτών Νικών της αρχαίας ελληνικής τέχνης.

 

Ότι όμως αυτά δεν είναι δυνατόν να γίνουν αποδεκτά αβασανίστως, φαίνεται εκ των εξής: Ως γνωστόν, η χριστιανική τέχνη κατά τους τρεις πρώτους αιώνας ήτο τέχνη καθαρώς συμβολική.

Δι' αυτής επεδιώκοντο τρία τινά·

 

1) η έκφρασις της θεμελιώδους χριστιανικής διδασκαλίας εις τους πιστούς, κατά τρόπον απλούν και παραστατικόν,

 

2) η απόκρυψις ταύτης από των αμυήτων, κατά την γενικώς επικρατούσαν τότε αρχήν (disciplina arcana) και

 

3) η αποφυγή της μεταπτώσεως του χριστιανισμού εις ειδωλολατρίαν, η οποία περί πολλού εποιείτο την τέχνην και ιδίως τα αγάλματα. Ακόμη και αυτός ο αρχηγός της πίστεως, ο Χριστός, παρίσταται πάντοτε ως Ορφεύς ή "καλός ποιμήν" ή νέος αγένειος ή φιλόσοφος, ουδέποτε δε όπως ήτο εις την πραγματικότητα. Αι λεγόμεναι, λοιπόν, αναγνωρίσεις αγγέλων εις τοιχογραφίας κατακομβών της εποχής εκείνης είναι τουλάχιστον αμφίβολοι, αν μη εσφαλμέναι, αφού δεν βλέπομεν ποίον συμβολισμόν θα ηδύνατο να λάβουν ανάλογοι παραστάσεις.


Αναμφισβήτητοι παραστάσεις αγγέλων άνευ πτερύγων είναι αι της "Φιλοξενίας" του αγίου Βιταλίου της Ραβέννης και της
Santa Maria Μaggiore της Ρώμης, αμφότεραι του ΣΤ´ αιώνος, αι οποίαι όμως δεν οφείλονται εις την ύπαρξιν αναλόγου τεχνοτροπίας, αλλ' εις την κατά γράμμα μάλλον απόδοσιν της διηγήσεως της Αγίας Γραφής. Η Γένεσις, διηγουμένη τα σχετικά με την φιλοξενίαν του Αβραάμ, λέγει ρητώς ότι οι επισκέπται του ήσαν "άνδρες", δηλ. κοινοί θνητοί. "Και ιδού τρεις άνδρες ειστήκεισαν..." (Γέν. ιη´ 2). Εάν μάλιστα ληφθή υπ' όψιν, ότι οι ομιλούντες περί απτέρων αγγέλων ουδέν συγκεκριμένον παράδειγμα έχουν να προσκομίσουν, πλήν τινων αμφιβόλων και δυσδιακρίτων, φαίνεται ότι οι άγγελοι από της πρώτης εμφανίσεώς των, η οποία συμπίπτει προς την εποχήν του θριάμβου του χριστιανισμού, παρίστανται πτερωτοί, πράγμα το οποίον και άπαντα τα γνωστά μνημεία επιβεβαιούν και σύμφωνον προς την περί αγγέλων διδασκαλίαν της Γραφής είναι (Εξ. κε´ 20-22, Ησ. στ´ 2, Δαν. θ´ 21 κ.λπ.).


Όθεν, η προσαρμογή των πτερύγων εις τους αγγέλους της χριστιανικής τέχνης έγινεν ευθύς ως παρέστη ανάγκη παραστάσεως αυτών, αφού οι χριστιανοί εγνώριζον εξ ιδικών των πληροφοριών, ότι οι άγγελοι ήσαν όντα πτερωτά, ουδείς δε λόγος συντρέχει να ζητώμεν το ανάλογον εις την εθνικήν τέχνην. Βεβαίως, δεν δυνάμεθα να αρνηθώμεν ότι προς παράστασιν των πρώτων πτερωτών αγγέλων οι χριστιανοί καλλιτέχναι εδέχθησαν την επίδρασιν των Νικών κ.λπ., η επίδρασις όμως αύτη ήτο επίδρασις εντελώς εξωτερική, μορφολογική, θα ελέγομεν τυχαία, και ουδεμίαν σχέσιν έχει προς την προέλευσιν των αγγελικών πτερύγων, η οποία είναι αυτόχρημα βιβλική. Όσον δ' αφορά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνας, φαίνεται ότι αντί αγγελικών παραστάσεων οι χριστιανοί ηρκούντο να χαράσσουν τα ονόματα των αγγέλων, όπου ταύτα ήσαν απαραίτητα.

 

Ούτως, επί τετραπλεύρου αμεθύστου, ευρισκομένου εις το Βρεταννικόν Μουσείον, εικονίζεται αναγλύφως ο Χριστός και παρ' αυτόν αναγράφονται τα ακόλουθα ονόματα· ΡΑΦΑΗΛ, ΡΕΝΕΛ, ΟΥΡΙΕΛ, ΙΧΘΥΣ, ΜΙΧΑΗΛ, ΓΑΒΡΙΗΛ, ΑΖΑΗΛ. Επίσης, εις χρυσούν έλασμα, περισυλλεγέν μεταξύ των κτερισμάτων του τάφου της αυτοκρατείρας, συζύγου του Ονωρίου, Μαρίας, εις Ρώμην, υπάρχουν χαραγμένα ελληνιστί τα εξής αγγελικά ονόματα· ΜΙΧΑΗΛ, ΓΑΒΡΙΗΛ, ΡΑΦΑΗΛ, ΟΥΡΙΗΛ. Φαίνεται δε, ότι ωρισμένοι χριστιανοί, πιθανώς αιρετικοί, έφερον ως φυλακτήρια λίθους πολυτίμους, επί των οποίων υπήρχον χαραγμένα ονόματα αγγέλων, ως επιτρέπει να εικάσωμεν ο λε´ (35) κανών της εν Λαοδικεία (363) Συνόδου (Ράλλη και Ποτλή, Σύνταγμα θείων και ιερών κανόνων Γ´, σ. 201).


Αγγελικαί παραστάσεις της παλαιοχριστιανικής και της πρωίμου βυζαντινής τέχνης διασώζονται εις όλα σχεδόν τα είδη της απεικονίσεως·

 

1) εις νωπογραφίας (fresco), ως αι της ελληνικής κατακόμβης του Καρμούς εις Αλεξάνδρειαν και μιας τοιχογραφίας ευρεθείσης το 1895 εις Καρχηδόνα·

 

2) εις ψηφιδωτά, ως τα του αγίου Βιταλίου και τα του αγίου Απολλιναρίου του Νέου εις Ραβένναν, (τα τελευταία τούτων θεωρούνται από τα καλύτερα ψηφιδωτά της χριστιανικής τέχνης)·

 

3) εις ανάγλυφα, ως η σαρκοφάγος του Ναού της Αγίας Θεοδώρας εις Άρταν και εν κάλυμμα σαρκοφάγου ευρεθέν το 1878 εις γαλατικήν νεκρόπολιν, ανατολικώς του Πουατιέ (Poitiers) της Γαλλίας κ.α.·

 

4) εις έργα κεραμικής, ως πήλινον κυλινδρικόν αγγείον ευρεθέν εις Καρχηδόνα, το οποίον φέρει αναγλύφους δύο ευτραφείς αγγέλους, εκ των οποίων ο μεν εις γυμνός και "κατ' ενώπιον", ο δ' έτερος ενδεδυμένος χιτώνα "και εν κατατομή", και θραύσματα ερυθρού κεραμικού σκεύους αποκείμενα εις το Βρεταννικόν Μουσείον και φέροντα πέντε σφραγίδας, εκ των οποίων η μία είναι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, ως δηλοί το ευκρινώς αναγινωσκόμενον όνομα·

 

5) εις μικρογραφίας, ως η "Γένεσις της Βιέννης", εις την οποίαν υπάρχει παράστασις του Θεού τοποθετούντος ανατολικώς της Εδέμ τρία χερουβίμ φέροντα μικράς πτέρυγας, λευκούς χιτώνας και στεφάνους εις την κεφαλήν εκ φύλλων·

 

6) εις έργα μικροτεχνίας, ως ελεφαντίνη πλάξ εκ βυζαντινού διπτύχου, η οποία ευρίσκεται εις το Βρεταννικόν Μουσείον και παριστά τον Αρχάγγελον Μιχαήλ και αργυρούν δισκάριον βάρους 1,5 χλγ. και διαμέτρου 0,15 μ., ανευρεθέν εις την Σιβηρίαν και προερχόμενον εκ Κωνσταντινουπόλεως, επί της έσω επιφανείας του οποίου υπάρχουν ανάγλυφος σταυρός και εκατέρωθεν αυτού δύο Αρχάγγελοι·

 

7) εις πολυτίμους λίθους, ως όνυξ (αχάτης) του Βρεταννικού Μουσείου, επί του οποίου εικονίζεται ο Αρχάγγελος Γαβριήλ ευαγγελιζόμενος εις την Παρθένον το "χαίρε", κρύσταλλος του στ´ ή ζ´ αιώνος εικονίζων άγγελον οδηγούντα έφιππον, κ.α.


Εις όλας τας ανωτέρω παραστάσεις των αγγέλων παρατηρείται έντονος η προς τα ελληνιστικά πρότυπα σχέσις. Θέματα, μορφαί, πτυχολογία, κίνησις, όλα δεικνύουν την ζωηράν επίδρασιν της ελληνιστικής τέχνης επί της παλαιοχριστιανικής. Ο βυζαντινός αγγελικός τύπος καθιερούται ολίγον βραδύτερον και εξακολουθεί να ισχύη, με μερικάς παραλλαγάς, μέχρι και της μεταβυζαντινής εποχής. Βεβαίως και ούτος διετήρησεν ωρισμένα ελληνιστικά στοιχεία κατά τόπους, απέβαλεν όμως δια παντός όλα εκείνα, τα οποία έφερον τους αγγέλους εγγύς των αρχαίων Νικών και Ερωτιδέων. Οι βυζαντινοί άγγελοι διακρίνονται δια την ιεροπρέπειαν, την κάποιαν σχηματικότητα, την μετωπικότητα, την έκφρασιν και, προ παντός, δια την πνευματικότητά των, η οποία προσδίδει εις αυτούς κάτι από το θείον μεγαλείον, του οποίου είναι διαρκείς αυτόπται και υμνηταί.

 

Παρίστανται πάντοτε ως πτεροφόροι νεανίαι με πρόσωπον κανονικόν και κόμην μαύρην ή ξανθίζουσαν, δεμένην δια ταινίας ανεμιζομένης. Ωρισμένοι απλοϊκοί ζωγράφοι, εκ παρανοήσεως, εζωγράφισαν τα άκρα της ταινίας ταύτης ως δύο μικράς σάλπιγγας, αι οποίαι συν τω χρόνω καθιερώθησαν και εξελήφθησαν ως συμβολίζουσαι τα όργανα, δια των οποίων οι άγγελοι ακούουν τα εν τω κόσμω συμβαίνοντα, διο και ωνομάσθησαν "ακοαί". Συνήθως εικονίζονται εις στάσιν ιερατικήν, άλλοτε μεν δεόμενοι με τας χείρας ανοικτάς, άλλοτε δε γονυπετείς και άλλοτε ιστάμενοι. Εις την δεξιάν χείρα κρατούν σκήπτρον, ενδεικτικόν της θείας εξουσίας, της οποίας είναι φορείς (Πρβλ. και κηρύκειον Ερμού, ράβδον Μωϋσέως, μαγικήν ράβδον κ.λπ.), εις δε την αριστεράν, σφαίραν ή μονόγραμμα του Χριστού. Το σκήπτρον των πάντοτε σχεδόν απολήγει εις το άνω μέρος εις τρία σφαιρίδια, μαργαρίτας. Τούτους παρεξηγήσαντες οι μεταγενέστεροι ζωγράφοι της Δύσεως, μετέτρεψαν το σκήπτρον και τους μαργαρίτας εις κρίνον, τον οποίον βλέπομεν να κρατή ο Γαβριήλ εις εικόνας του Ευαγγελισμού και να προσφέρη τούτον εις την Παρθένον Μαρίαν, πράγμα εντελώς ξένον προς την βυζαντινήν εικονογραφίαν και την ιστορίαν του Ευαγγελισμού. Η ενδυμασία των αγγέλων είναι συνήθως λευκή, συμβολίζουσα την φυσικήν καθαρότητα και τελείαν αγνότητά των· ωρισμέναι όμως τάξεις αγγέλων, υπό την επίδρασιν των έργων του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, των οραμάτων της Παλαιάς Διαθήκης ή και αναλόγως του λειτουργήματος, το οποίον εκτελούν, εικονίζονται και με πολυχρώμους εσθήτας.

 

Τοιουτοτρόπως, αι Κυριότητες, αι Δυνάμεις και αι Εξουσίαι φέρουν ποδήρη ιερατικά άμφια, ζώνην χρυσήν και πράσινον ωμοφόριον, κρατούν δε δια μεν της δεξιάς χρυσήν ράβδον εις ένδειξιν της εξουσίας των, δια δε της αριστεράς σφραγίδα με το μονόγραμμα του Χριστού. Αι Αρχαί, οι Αρχάγγελοι και οι Άγγελοι εικονίζονται συνήθως με πολεμικήν στολήν και χρυσήν ζώνην, κρατούντες ρομφαίαν. Τα Σεραφείμ εικονίζονται εξαπτέρυγα, συμφώνως προς το όραμα του Ησαϊου (στ´ 2), τα δε Χερουβίμ και οι Θρόνοι, ως τροχοί πύρινοι, φέροντες πτέρυγας και επ' αυτών οφθαλμούς (πολυόμματα), συμφώνως προς το όραμα του Ιεζεκιήλ (α´ 15 κ. εξ.).


Οι άγγελοι εις τας τοιχογραφίας ζωγραφίζονται εις πολλά σημεία του ναού. Ζωγραφίζονται περί τον Παντοκράτορα εις τον τρούλλον, εκατέρωθεν της Πλατυτέρας εις την κόγχην, αλλά και εις οιονδήποτε μέρος του ναού, και εις αυτόν τον νάρθηκα, όταν το απαιτούν τα ιστορούμενα θέματα. Είναι δε τα θέματα ταύτα αρχικώς μεν δύο κυρίως, ο Ευαγγελισμός και η Προσκύνησις των μάγων, κατόπιν όμως άγγελοι εικονίζονται εις όλας σχεδόν τας σκηνάς, τας ειλημμένας εκ του βίου του Χριστού και της Θεοτόκου, ως εις την Γέννησιν του Χριστού, την Βάπτισιν, την Σταύρωσιν, την Ταφήν, την Ανάστασιν, την Ανάληψιν και την Κοίμησιν της Θεοτόκου. Εικονίζονται ακόμη εκατέρωθεν του ενθρόνου Χριστού και της Πλατυτέρας, ως και εις τας παραστάσεις της θείας λειτουργίας, παριστώνται δε όλοι ομού εις "Σύναξιν" ή εις "Χορόν" και μεμονωμένοι ως Αρχάγγελοι εις διαφόρους αποστολάς κ.λπ. Παραστάσεις αγγελικάς ευρίσκουν ακόμη εις θέματα της Αποκαλύψεως, εις έργα της κεντητικής, εις επιταφίους, επιτραχήλια, επιμάνικα και αέρας, μάλιστα δε υπό διαφόρους μορφάς, ως πολυόμματα Χερουβίμ υπό την αναφερθείσαν μορφήν των διαλλήλων πυρίνων τροχών, εξαπτέρυγα, Σεραφείμ κ.λπ.


Γενικώς, οι άγγελοι, ως συνδεόμενοι είτε αμέσως είτε εμμέσως με τα σημαντικώτερα περιστατικά της ιεράς ιστορίας, κατέλαβον σημαίνουσαν θέσιν εις την καθόλου χριστιανικήν εικονογραφίαν και ιδίως την βυζαντινήν. Τοιουτοτρόπως, ο εισερχόμενος εντός πλήρως ιστορημένου βυζαντινού ναού, και δια των παραστάσεων των αγίων και δια των σκηνών της Αγίας Γραφής, αλλά και δια του πλήθους των αγγέλων, οι οποίοι πληρούν τον ναόν, αισθάνεται ότι εκείνο το οποίον λέγει ο υμνωδός εις στιγμήν ποιητικής εξάρσεως, ότι δηλαδή "τα επίγεια συγχορεύει ουρανοίς", είναι όχι μόνον μία ωραία ποιητική έκφρασις, αλλά και πραγματική εμπειρία, την οποίαν εντόνως βιούν οι αληθινοί λάτραι του Θεού.

 

* Σημείωση ΟΟΔΕ: Το χωρίο στη Γένεση περί των "Μπενέ Ελοχίμ", παρά την ομοιότητά του (λόγω συνωνυμίας) με τον τρόπο που αποκαλούνται οι άγγελοι, αναφέρεται σε ανθρώπους. Περισσότερα εδώ.

Δημιουργία αρχείου: 30-5-2006.

Τελευταία μορφοποίηση: 17-5-2023.

ΕΠΑΝΩ