Οι δύο θάνατοι και οι δύο αναστάσεις και η μέση κατάσταση τών ψυχών * Το μυστήριο και η διαδικασία του θανάτου * Η διαρκής εξέλιξη στον Μέλλοντα Αιώνα * Η ωφέλεια από τα μνημόσυνα
Ο φόβος τού θανάτου και η υπέρβασή του Τού σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Πηγή: Δημοσιεύθηκε στο «Περιοδικό» τού «Εθνικού Κήρυκα» τής Νέας Υόρκης Σάββατο 22-Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022. (Υπεύθυνη έκδοσης Γιάννα Κατσαγεώργη). Γράφτηκε στις 08 Μαρτίου 2022. Περιοδικό "Εκκλησιαστική Παρέμβαση" Τεύχος 307 - Φεβρουάριος 2022. Αναδημοσίευση από: https://www.parembasis.gr |
Ο πόνος και ο θάνατος είναι μεγάλα υπαρξιακά θέματα, τα οποία απασχολούν όλους τους ανθρώπους, ιδιαίτερα τους νέους. Τα ερωτήματα για το τι είναι η ζωή και τι είναι θάνατος, ποιο είναι το νόημα τής ζωής και τού θανάτου είναι πάντοτε επίκαιρα. Ο Γερμανός φιλόσοφος Χάϊντεγκερ έχει υπογραμμίσει ότι το ερώτημα «γιατί να υπάρχουν τα όντα και όχι το τίποτα», είναι το κεντρικό ερώτημα τής κλασικής μεταφυσικής. Στην συνέχεια θα παρουσιάσω, με μεγάλη συντομία, μερικές σκέψεις μου γύρω από το σοβαρό αυτό θέμα.
1. Ο θάνατος αποτέλεσμα και πρόξενος τής αμαρτίας Στην διδασκαλία τής Εκκλησίας φαίνεται ότι ο άνθρωπος δεν δημιουργήθηκε από τον Θεό για να πεθαίνη, αλλά ο θάνατος είναι αποτέλεσμα τής αμαρτίας τών Πρωτοπλάστων. Το βιβλίο τής Παλαιάς Διαθήκης που λέγεται «Γένεση» περιγράφει τα γεγονότα που προκάλεσαν τον θάνατο τού ανθρώπου. Το γεγονός είναι ότι ο θάνατος εισήλθε στην ύπαρξη τού ανθρώπου, όχι ως τιμωρία τού Θεού, όπως διδάσκει η δυτική θεολογία, αλλ’ ως επιλογή τού ανθρώπου να ζήση μακριά από τον Θεό. Ο δε Θεός δεν δημιούργησε τον θάνατο, αλλά επέτρεψε την εισβολή του στον άνθρωπο, ως ένα θηρίο, από μεγάλη φιλανθρωπία, για να μη μείνη το κακό αθάνατο. Στην συνέχεια με την ενανθρώπησή Του ο Χριστός προσέλαβε εκουσίως θνητό και παθητό σώμα, άκρως όμως καθαρό, προκειμένου να νικήση τον θάνατο και να γίνη το φάρμακο τής αθανασίας.
Η κληρονόμηση τού θανάτου δεν είναι, όπως υποστήριζε ο ιερός Αυγουστίνος, κληρονόμηση τής ενοχής τών Προπατόρων, αλλά κληρονόμηση τών αποτελεσμάτων τής αμαρτίας, που είναι, η φθαρτότητα, η θνητότητα και η παθητότητα. Πράγματι, κατά την διδασκαλία τών αγίων Πατέρων, οι λεγόμενοι δερμάτινοι χιτώνες με τους οποίους ενδύθηκε ο άνθρωπος, με την οικονομία τού Θεού, είναι η φθαρτότητα, η θνητότητα και η παθητότητα που εκφράζονται με την σύλληψη, την κυοφορία, την γέννηση, τον θηλασμό, την μεταποίηση τής τροφής, τις ασθένειες και τελικά τον θάνατο. Σήμερα η μοριακή βιολογία κάνει λόγο για το θέμα τής βιολογικής κληρονομήσεως τού θανάτου. Μέσα στα κύτταρα τού ανθρώπου υπάρχουν και τα γονίδια τών ασθενειών και τής γηράνσεως, τα οποία κληρονομούμε από τους γονείς μας. Το λεγόμενο μιτοχονδριακό DNA, εκτός από την ζωτική ενέργεια που παρέχει στα κύτταρα, συγχρόνως θεωρείται ότι είναι υπεύθυνο για την γήρανση· έτσι, ο θάνατος κληρονομείται από γενιά σε γενιά. Αυτό δείχνει ότι από την ώρα που γονιμοποιήθηκε το ωάριο υπάρχουν μέσα μας τα γονίδια τής γηράνσεως, δηλαδή τα γονίδια τού θανάτου. Έπειτα, μέσα στο σώμα μας πάντοτε υπάρχουν δυνάμεις τής ζωής, αλλά και δυνάμεις τού θανάτου και μάλιστα συνδέεται στενά η ζωή με τον θάνατο. Τα κύτταρα τού οργανισμού μας, εκτός από τα κεντρικά νευροκύτταρα, πεθαίνουν στους περισσότερους ιστούς και δημιουργούνται νέα και σε αυτήν την διαδικασία οφείλεται η παράταση τής ζωής. Ο θάνατος τών κυττάρων διακρίνεται σε δύο κατηγορίες: η πρώτη είναι ο προγραμματισμένος θάνατος που είναι μια φυσιολογική διαδικασία, κατά την οποία αυτοκτονούν τα κύτταρα, η λεγομένη «απόπτωση», και η δεύτερη είναι ο μη φυσιολογικός θάνατος, που λέγεται «νέκρωση». Βλέπουμε, λοιπόν, ότι από την αρχή τής συλλήψεώς μας «κουβαλάμε» σε όλη μας την ζωή τον θάνατο ως ένα παράξενο βιολογικά, αλλά και υπαρξιακό φορτίο. Από πλευράς θεολογικής ο θάνατος δεν είναι μόνον αποτέλεσμα τής αμαρτίας, αλλά και δημιουργεί και τροφοδοτεί τα πάθη. Αυτό έχει την εξής εξήγηση: Ο άνθρωπος αισθάνεται ότι αργά ή γρήγορα θα έλθουν ασθένειες, οι οποίες θα τον οδηγήσουν στον θάνατο, γι’ αυτό και δημιουργείται μια αυτοάμυνα μέσα του ως προσπάθεια αντιμετωπίσεως αυτού τού φαινομένου. Επειδή ο άνθρωπος φοβάται ότι η ζωή κάποτε θα γίνη χωρίς νόημα, γι’ αυτό και προσπαθεί να την κατοχυρώση. Αυτό έχει ως συνέπεια να αναζητά ασφάλεια και ευδαιμονία στα πλούτη, στην δόξα και τις σωματικές απολαύσεις, προσπαθεί να αποκτήση περιουσία για να αντιμετωπίση το άγνωστο μέλλον. Ακόμη προσπαθεί να ικανοποιήση τις ηδονές του, για να αντιμετωπίση την οδύνη τού πόνου και τού θανάτου. Η προσπάθεια τού ανθρώπου να ασφαλισθή για τις ενδεχόμενες δοκιμασίες τής ζωής του, η συγκέντρωση πλούτου, η κοινωνική κατοχύρωση, τα συντάξιμα χρόνια κλπ. είναι αποτελέσματα τού φόβου που προκαλούν οι αρρώστιες και ο θάνατος και όλα αυτά τροφοδοτούν τα πάθη τής φιλοδοξίας, τής φιληδονίας και τής φιλαργυρίας. Επομένως, ο θάνατος είναι αποτέλεσμα τής αμαρτίας, αλλά στην συνέχεια η φθαρτότητα και η θνητότητα αυξάνουν το πάθος τής φιλαυτίας, από το οποίο προέρχονται η φιλοδοξία, η φιληδονία και η φιλαργυρία.
2. Διαδοχικές κρίσεις θανάτου Συνέπεια και συνέχεια τού προηγουμένου είναι ότι ο άνθρωπος περνά διάφορες διαδοχικές κρίσεις στην ζωή του, τις οποίες μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως κρίσεις θανάτου. Σύμφωνα με ψυχαναλυτικές αναλύσεις ο φόβος και το άγχος τού θανάτου δημιουργούν διάφορα προβλήματα στον άνθρωπο από την μικρή του ηλικία και γι’ αυτό ο άνθρωπος περνά κρίσεις. Το παιδί μέχρι την ηλικία τών 7-10 ετών βλέπει τον θάνατο ως κάτι το προσωρινό, ως ένα ταξίδι, ως κάτι το οποίο ανατρέπεται. Γι’ αυτό, όταν πεθαίνη ο παππούς ή η γιαγιά, το παιδί μπορεί να προτείνη στους γονείς του να βάλουν σόμπα στο μνήμα, κατά τους χειμερινούς μήνες, για να μη κρυώνουν. Ο Ελβετός ψυχολόγος J. Piaget, ύστερα από έρευνες, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το παιδί στην ηλικία τών 7-10 ετών περνά μια κρίση, αφού τότε διαπιστώνει ότι ο θάνατος είναι μη αναστρέψιμο γεγονός. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να το απασχολή ο θάνατος και να απευθύνη πολλές ερωτήσεις γύρω από αυτόν. Στην εφηβική ηλικία αναπτύσσονται τα υπαρξιακά ερωτήματα σχετικά με το ποιο είναι το νόημα και ποια είναι η αξία τής ζωής. Στην ηλικία αυτή ο έφηβος προσπαθεί να χαράξη την πορεία του και γι’ αυτό θέλει να μάθη για το νόημα τής ζωής σε σχέση με τον θάνατο, τον οποίο βλέπει γύρω του. Προσπαθεί να βρη απαντήσεις για τον πόλεμο, τις κοινωνικές ακαταστασίες, τις ερωτικές απογοητεύσεις κλπ. Πολλές φορές αυτό τον καταβάλλει. Οι συνεχείς εκρήξεις, η αναρχία, η ερωτική απογοήτευση, η γεύση τών ναρκωτικών ουσιών έχουν πάντοτε σχέση με την υπαρξιακή κρίση τού θανάτου. Ακόμη δε και η κοινωνική αποκατάσταση τού ανθρώπου συνδέεται με αυτήν την κρίση. Στην συνέχεια ο άνθρωπος στην μέση ηλικία περνά πάλι μια άλλη κρίση, που έχει σχέση αφ’ ενός μεν με τις κοινωνικές επιτυχίες, αφ’ ετέρου δε με τις ασθένειες, την πτώση τών σωματικών δυνάμεων, την απογοήτευση από την ζωή του. Κυρίως, βλέπει ότι έχει καταξιωθή κοινωνικά, αλλά στερείται νοήματος για την ζωή. Τέλος, υπάρχει και η κρίσιμη περίοδος τής σύνταξης, τής λεγομένης τρίτης ηλικίας, όταν πια ο άνθρωπος βλέπη να έχουν περάσει τα χρόνια τής ζωής του και οδεύη προς τον θάνατο. Τότε εγείρονται αγωνιώδη υπαρξιακά ερωτήματα που έχουν σχέση με το παρελθόν και το μέλλον. Όλες αυτές οι διαδοχικές κρίσεις έχουν ένα κοινό σημείο, κοινό θέμα που είναι ο θάνατος και στην πραγματικότητα είναι υπαρξιακές κρίσεις. Οι κρίσεις αυτές έχουν σχέση με τον φόβο τού θανάτου, τον φόβο τών ασθενειών, την γνώση ότι η ζωή περνά σύντομα, ότι μεγαλώνουμε γρήγορα, ότι θα καταστραφή ο κόσμος, και καταλήγει πολλές φορές στο να απωθούμε τον θάνατο από την ζωή μας και να μην επιθυμούμε να δούμε κάποιον άρρωστο ή νεκρό. Εκτός από όλες αυτές τις εκδηλώσεις τού φόβου ενώπιον τού θανάτου, υπάρχουν και πολλές άλλες περιπτώσεις, οι οποίες δείχνουν αυτήν την βίωση τού θανάτου. Για παράδειγμα οι γιορτές, οι επέτειοι, τα γενέθλια, εκτός από την χαρά, έχουν μέσα τους και ένα αίσθημα καταθλίψεως, γιατί σκεπτόμαστε την απουσία αγαπητών ανθρώπων, καθώς επίσης ότι τα χρόνια περνούν και ότι πλησιάζουμε στο τέλος τής βιολογικής ζωής. Ακόμη και, όταν πληροφορούμαστε τον θάνατο ενός ανθρώπου, καταλαμβανόμαστε από λύπη, γιατί σκεπτόμαστε τον δικό μας θάνατο. Έτσι, η γνώση τού θανάτου είναι πράγματι ένα «υπαρξιακό φορτίο», το οποίο «κουβαλάμε» σε όλη μας την ζωή. Αυτό οδηγεί στο ερώτημα για το ποιο είναι το νόημα τής ζωής και αυτό χαρακτηρίζεται ως υπαρξιακή αγωνία. Συνήθως αυτό συνδέεται και με τον φόβο τής αβεβαιότητας τού μέλλοντος. Αυτό που ευχόμαστε «και τού χρόνου» δείχνει ότι υφέρπει μέσα μας η άποψη ότι ίσως τού χρόνου δεν θα ζούμε. Γενικά, ο θάνατος είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο, που απασχολεί όλους τους ανθρώπους και, βεβαίως, τους χαρακτηρίζει η αγωνία τού θανάτου. Όταν μελετήσουμε τον πολιτισμό και την ανθρώπινη ιστορία, θα δούμε μια «πείνα αθανατοποίησης». Ο άνθρωπος θέλει να ζη αιώνια. Αυτό μαρτυρούν τα μνημεία τής τέχνης και άλλα δημιουργήματα που είναι στην πραγματικότητα απόπειρες τού ανθρώπου να ξεπεράση το φράγμα τού θανάτου. Ο αγώνας τού ανθρώπου εναντίον τού θανάτου είναι πολύπλευρος. Ο βιολογικός μηχανισμός τού σώματος αμύνεται εναντίον τού θανάτου, το ίδιο συμβαίνει και με τους ψυχολογικούς μηχανισμούς. Το κίνητρο τής ανθρώπινης συμπεριφοράς δεν είναι απλώς η επιδίωξη τής ηδονής, αλλά η επιβίωση τής ύπαρξης. Μέσα σε αυτήν την προοπτική ο δυτικός άνθρωπος προσπάθησε να απωθήση αυτό το γεγονός τού θανάτου από την ζωή του, ακόμη δε και τα νεκροταφεία τα κατασκευάζει ως πάρκα, αλλά τελικά αυτό δημιουργεί μια νεύρωση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στην Αμερική εισάγεται και στις ιατρικές Σχολές μια ιδιαίτερη επιστήμη που λέγεται θανατολογία, γιατί διαπιστώνεται ότι, όσο κανείς θυμάται και αντιμετωπίζει τον θάνατο και εξοικειώνεται με αυτόν, τόσο και περισσότερο απαλλάσσεται από ψυχολογικές και νευρολογικές καταστάσεις. Διαπιστώνεται ότι η ζωή συνδέεται με τον θάνατο, όπως η ημέρα με την νύκτα. Αν η ημέρα έχη αξία και η νύκτα έχει μια μαγεία. Δεν μπορεί κανείς να αποκλείση τον θάνατο από την ζωή του. Ο Χάϊντεγκερ (Heidegger) και ο Σάρτρ (Sartre) θεωρούσαν ότι ο θάνατος δίνει νόημα στην ύπαρξη τού ανθρώπου και βοηθά στην ολοκλήρωσή του. Με την μνήμη τού θανάτου ο άνθρωπος είναι δημιουργικός. Αν η βιολογική ζωή δεν είχε όρια, τότε ο άνθρωπος δεν θα αγωνιζόταν να κατορθώση κάτι. Βέβαια, οι άθεοι υπαρξιστές θεωρούν ότι μετά τον θάνατο δεν υπάρχει τίποτε, αντίθετα οι Χριστιανοί πιστεύουμε στην ζωή μετά τον θάνατο.
3. Η τραγική τριάδα Ο Βίκτωρ Φρανκλ (Victor Frankl), ο οποίος εκφράζει την τρίτη ψυχοθεραπευτική Σχολή τής Βιέννης, ομιλώντας για τις αρχές τής λογοθεραπείας, κάνει λόγο για την τραγική τριάδα που απασχολεί τον άνθρωπο και είναι: η ενοχή, ο πόνος και ο θάνατος. Κάνοντας λόγο για ενοχή, εννοεί την ενοχή, η οποία θεολογικά λέγεται αμαρτία, αλλά και την υπαρξιακή ενοχή που είναι σύμφυτη με την ανθρώπινη ύπαρξη, δηλαδή συνδέει την ενοχή με την ανυπαρξία νοήματος για την ζωή, καθώς και με το υπαρξιακό κενό. Στα κείμενά του συνδέεται στενά η ενοχή με τα υπαρξιακά γεγονότα που είναι ο πόνος και ο θάνατος. Αναφερόμενος στον πόνο, εννοεί τον γενικό πόνο που αισθάνεται κανείς στην ζωή του, σωματικό, ψυχικό και υπαρξιακό και κάνει λόγο για το ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να αγωνισθή για την ανάλυση και την αποφυγή τού πόνου, αλλά πρέπει να είναι διατεθειμένος να υποφέρη στην ζωή του, με την προϋπόθεση ότι ο πόνος έχει νόημα ζωής. Μάλιστα τονίζει ότι, όταν ο ανθρωπος δεν μπορή να αλλάξη τα γεγονότα τής ζωής του, τότε θα πρέπει να αναλαμβάνη την ευθύνη τού πόνου του, να τον αποδέχεται, γιατί αυτό θα δώση νόημα στην ζωή του. Στα κείμενά του γράφει ότι η ελευθερία τού ανθρώπου δεν συνίσταται στην απελευθέρωσή του από τα δύσκολα και τα τραγικά γεγονότα, αλλά στην ελεύθερη στάση απέναντι στις δυσκολίες. Χαρακτηριστικά γράφει: «Οι ασθενείς ποτέ δεν απελπίζονται πραγματικά, εξ αιτίας τού ίδιου τού πόνου. Αντίθετα, η απελπισία τους έχει τη ρίζα της σε κάθε περίπτωση αμφιβολίας, εάν ο πόνος τους έχει νόημα. Ο άνθρωπος είναι έτοιμος και πρόθυμος να επωμισθή κάθε πόνο μόλις μπορέσει να βρη ένα νόημα σε αυτόν». Πάντως, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα τής εποχής μας είναι ότι οι άνθρωποι αναζητούν την ευχαρίστηση και αποφεύγουν τον πόνο. Επί πλέον ο θάνατος, που είναι το τρίτο στοιχείο τής τραγικής τριάδος, είναι αυτός που βασανίζει πραγματικά τον άνθρωπο. Δεν μπορεί κανείς να αποφύγη τον θάνατο, γιατί έχει προσωπικές εμπειρίες από την φθαρτότητα και την θνητότητα και από τον θάνατο που βλέπει γύρω του, και καταλαβαίνει ότι ο θάνατος δεν είναι αποκύημα τής φαντασίας. Στην λογοθεραπεία τού Frankl ένα από τα βασικά αξιώματά της είναι η προσωρινότητα τού ανθρώπου επάνω στην γη. Ο άνθρωπος θα πρέπει να συμφιλιωθή με αυτό το γεγονός, γιατί τότε θα κάνη ορθή χρήση τού χρόνου, θα αναπτύξη την δημιουργικότητά του και θα αποκτήση νόημα ζωής. Τα τρία αυτά υπαρξιακά γεγονότα, η λεγομένη τραγική τριάδα, ήτοι η ενοχή, ο πόνος και ο θάνατος, είναι δεδομένα και δεν μπορεί ο άνθρωπος να τα αποφύγη, γι’ αυτό και πρέπει να τα αποδεχθή. Η στάση, την οποία ο άνθρωπος τηρεί απέναντι σε αυτά, δείχνει κατά πόσον είναι πνευματικά ώριμος.
4. Η υπέρβαση τού θανάτου Απέναντι στις διαδοχικές κρίσεις θανάτου που περνάμε στην ζωή μας δεν ωφελούν οι διανοητικές θεωρίες, αλλά η πίστη την οποία έχουμε ως προς την ζωή και τον θάνατο και μάλιστα η πίστη στην νίκη τού Χριστού επάνω στον θάνατο, την υπέρβαση τού θανάτου από την παρούσα ζωή και την ανάσταση τών σωμάτων κατά την Δευτέρα Παρουσία τού Χριστού. Κατά τον άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο (2ος αιώνας μ.Χ.), ο Χριστός είναι ο μόνος ιατρός και το φάρμακο τής αθανασίας. Η κοινωνία τού Σώματος και τού Αίματος τού Χριστού μεταδίδει σε όλο τον ψυχοσωματικό οργανισμό την ενέργεια τής αθανάτου ζωής. Αυτή η άκτιστη Χάρη τού Θεού εισέρχεται στην ψυχή και το σώμα και αγιάζει όλον τον άνθρωπο. Στην πραγματικότητα με την βρώση τού Σώματος και την πόση τού Αίματος τού Χριστού γίνεται μια πνευματική μεταμόσχευση, γεμίζουμε από θεία ζωή. Έτσι δικαιολογούνται και τα λείψανα τών αγίων τής Εκκλησίας. Κανονικά τα κύτταρα τού σώματος, με την έξοδο τής ψυχής από αυτό, αποσυντίθενται. Όμως, στους θεουμένους αγίους η Χάρη τού Θεού κάνει ανάσχεση σε αυτόν τον θάνατο τών κυττάρων και γι’ αυτό παρατηρείται το φαινόμενο τής αφθαρσίας. Ο Μέγας Αθανάσιος αναλύει διεξοδικά ότι δεν μπορούσε ο άνθρωπος να ελευθερωθή από τον θάνατο με μόνη την διδασκαλία τών Προφητών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Χριστός προσέλαβε εκουσίως παθητό και θνητό σώμα για να νικήση τον θάνατο. Το συμπέρασμα είναι ότι ο άνθρωπος στην ζωή του περνά διάφορες διαδοχικές κρίσεις θανάτου, που δημιουργούν πόνο, αλλά, όταν ζη μέσα στο αναστημένο Σώμα τού Χριστού που είναι η Εκκλησία, μπορεί να περάση και διαδοχικές ευλογίες υπέρβασης τού θανάτου και βίωσης τής Αναστάσεως τού Χριστού με την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση, ή ακόμη από δούλος να γίνη μισθωτός και τελικά υιος και φίλος τού Χριστού. Αυτό το βλέπουμε στους αγίους, οι οποίοι δεν φοβούνται τον θάνατο, αλλά τον επιδιώκουν, τον θεωρούν φίλο και τον αναμένουν ως «εορταστικό γεγονός» (άγιος Σωφρόνιος Αθωνίτης), διότι θα τους οδηγήση στο ουράνιο τμήμα τής Εκκλησίας. Η όλη εκκλησιαστική ζωή δεν εξαντλείται στην ικανοποίηση τών συναισθημάτων και σε ένα κοινωνικό έργο, αλλά στην θεραπεία και την υπέρβαση τής φθαρτότητας και τής θνητότητας, την υπέρβαση τού θανάτου, ο οποίος θάνατος μάς βασανίζει από την ώρα τής συλλήψεώς μας, και αυτό γίνεται με την αληθινή εκκλησιαστική ζωή. |
Δημιουργία αρχείου: 16-3-2022.
Τελευταία μορφοποίηση: 16-3-2022.