Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Δογματικά θέματα

Η αμφισβήτηση των αφηγήσεων στην Καινή Διαθήκη // Αδογματισμός // Περί πίστεως

Δόγμα και Υπερδογματισμός

Ο υπερδογματισμός είναι σύμπτωμα εγωισμού

Μιχάλης Μαυροφοράκης
 
 
Απομαγνητοφώνηση από εκπομπή της Πειραϊκής Εκκλησίας, της σειράς εκπομπών: "Ορθοδοξία και Αίρεση", του Β΄ Βιβλικού και των συνεργατών του.
 

 

Ομιλία Νο 50. (ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ // ΕΠΟΜΕΝΗ).

(Εκφωνήθηκε για πρώτη φορά: 29-1-1993).

Κατεβάστε την από την ΟΟΔΕ και σε ηχητικό αρχείο MP3

Θα ασχοληθούμε με ένα φλέγον και επίκαιρο πρόβλημα που έχει δυο όψεις και καθημερινά εμφανίζεται ολοένα και πιο απειλητικό. Είναι το πρόβλημα του κατά πόσο ένας χριστιανός, πρέπει να δίνει σημασία στα δόγματα της πίστεώς του. Με άλλα λόγια, τίθεται το ερώτημα πόσο σημαντικά είναι τα δόγματα ή αλλιώς, πόσο απαραίτητες είναι οι θεμελιώδεις διδασκαλίες της χριστιανικής πίστεως στην εν Χριστώ αύξηση και πρόοδό μας.

1. Ο υπερδογματισμός στον χριστιανισμό ως σύμπτωμα του εγωισμού

Στο ερώτημα αυτό, όπως άλλωστε συμβαίνει και σε όλα σχεδόν τα θέματα, οι περισσότεροι δεν εκλέγουν την μέση οδό της αληθείας αλλά υποκινούμενοι από τα εσωτερικά τους πάθη και τις προσωπικές τους αντιλήψεις εξακοντίζονται στα άκρα, είτε στο ένα είτε στο άλλο. Έτσι, πολλοί πιστεύουν ότι η σωτηρία του ανθρώπου εξαρτάται αποκλειστικά από την δογματική του τοποθέτηση και ότι αρκεί η γνώση των ορθών χριστιανικών δογμάτων για να εξασφαλίσει στον πιστό μια θέση στην Βασιλεία του Θεού.

Ακριβώς στην άλλη άκρη βρίσκουμε ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων, που για πολλούς λόγους, που θα εξηγήσουμε στην συνέχεια, πιστεύουν ότι τα δόγματα της χριστιανικής πίστεως είναι άχρηστα. Και μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις, επικίνδυνα και πως το βάρος της προσπαθείας μας για την σωτηρία πρέπει να πέφτει στον τομέα της ηθικής και των καλών έργων. Όμως και οι δυο αυτές ακραίες τοποθετήσεις είναι νοσηρές και επιζήμιες και καμία απ’ αυτές δεν οδηγεί τον άνθρωπο στην κατά Χριστόν τελείωση και ολοκλήρωση αλλά αντίθετα, δεν τον αφήνει να βρει τον ίσιο δρόμο της σωτηρίας.

Άνθρωποι που ενστερνίζονται και υιοθετούν μια από αυτές τις δυο εσφαλμένες θέσεις περί των δογμάτων της πίστεως βρίσκονται σε όλες τις χριστιανικές ομολογίες. Αντιπροσωπευτικά δείγματα, δυστυχώς όχι λίγα αλλά πάρα πολλά, βρίσκουμε και μέσα στην Ορθοδοξία. Αν και υπάρχουν, λοιπόν, άνθρωποι ακόμα και μέσα στον χώρο της Ορθοδοξίας με αυτές τις εσφαλμένες αντιλήψεις, είτε της μιας αποχρώσεως είτε της άλλης, εν τούτοις η Εκκλησία καταδικάζει αυτές τις θέσεις ως εσφαλμένες και επιβλαβείς υποδεικνύοντας και οριοθετώντας την οδό της αληθείας, την μέση και ισόρροπη οδό. Αντίθετα, τα φαινόμενα αυτά στην πλειοψηφία των άλλων χριστιανικών ομολογιών προσλαμβάνουν χαρακτήρα καθολικό και αυτές οι εσφαλμένες αντιλήψεις επέχουν θέση επίσημης διδασκαλίας και στόχο της νοοτροπίας των πιστών. Τις περισσότερες φορές οι εσφαλμένες αντιλήψεις και ακραίες τοποθετήσεις σε διάφορα ζητήματα και κυρίως τα θεολογικά, προέρχονται από την παρεξηγημένη ερμηνεία ή παρερμηνεία ορισμένων λέξεων, ειδικά όταν η τελευταία αναμιγνύεται με τον εγωισμό, την υπερηφάνεια και άλλα παρόμοια πάθη και νοσήματα της ανθρώπινης ψυχής.

 

2. Η έννοια της λέξης «δόγμα»

Πριν, λοιπόν, αναφερθούμε με λεπτομέρεια στην κάθε μια από αυτές τις δυο ακραίες τοποθετήσεις περί της θέσεως και της αξίας του δόγματος στην χριστιανική τελείωση του ανθρώπου και πριν εκθέσουμε την ορθή διδασκαλία της Εκκλησίας, είναι χρήσιμο να εξετάσουμε τι ακριβώς σημαίνει η λέξη και πως χρησιμοποιείται από τους συγγραφείς της Αγίας Γραφής αλλά και τα υπόλοιπα αγιασμένα μέλη της Εκκλησίας, έτσι ώστε να γίνουν φανερές οι παρεκτροπές και αλλοιώσεις της που θα αναφέρουμε στη συνέχεια.

Η λέξη «δόγμα» προέρχεται από το ρήμα «δοκώ» και προσδιόριζε μια αυθεντική απόφανση που είχε υποχρεωτικό χαρακτήρα και κύρος. Έτσι χρησιμοποιήθηκε για να δηλώνει τα θεωρητικά ή πρακτικά αξιώματα που έθετε ο ιδρυτής της εκάστοτε φιλοσοφικής – κυρίως – σχολής και είχαν υποχρεωτικό χαρακτήρα για τους μαθητάς ή οπαδούς της σχολής. Κατ’ επέκτασιν, η λέξη «δόγμα» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει κυριαρχική απόφαση της νομίμου αρχής, μ’ άλλα λόγια, νόμους και διατάγματα της εξουσίας. Με αυτήν την έννοια χρησιμοποιείται πολλές φορές και στην Παλαιά Διαθήκη, κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο΄): «τότε ο βασιλεύς εν θυμώ και οργή είπεν απολέσαι πάντας τους σοφούς Βαβυλώνος· και το δόγμα(=το διάταγμα, η απόφασις) εξήλθε, και οι σοφοί απεκτέννοντο» (Δαν. β΄2, 12-13). Με την ίδια έννοια χρησιμοποιείται και από τον Ευαγγελιστή Λουκά: «εξήλθε δόγμα(=διάταγμα) παρά Καίσαρος Αυγούστου απογράφεσθαι πάσαν την οικουμένην» (Λουκά β΄/2, 1). Είναι φυσικό, λοιπόν, αυτή η λέξη να χρησιμοποιείται για να δηλώνει τις υποχρεωτικά επιβεβλημένες διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου και πράγματι, έτσι την χρησιμοποιεί ο Απόστολος Παύλος στην προς Εφεσίους επιστολή του: «τον νόμον των εντολών εν δόγμασιν (=δηλαδή τον νόμο των εντολών που συνίστατο από διατάγματα ή διατάξεις)» (Εφ. β΄/2, 15). Με την ίδια έννοια απαντάται και στο Κολ. β΄/2, 14 [«εξαλείψας το καθ' ημών χειρόγραφον τοις δόγμασιν ό ην υπεναντίον ημίν»].

Παρατηρούμε, λοιπόν, σαφώς ότι ο Απ. Παύλος χρησιμοποιεί την λέξη «δόγματα» για να περιγράψει τις διατάξεις και εντολές του Θεού προς τους Ισραηλίτες. Αλλά «δόγματα» χαρακτηρίζονται από τον Ευαγγελιστή Λουκά και οι αποφάσεις της πρώτης Αποστολικής Συνόδου, στην Ιερουσαλήμ: «Ως δε διεπορεύοντο τας πόλεις, παρεδίδουν αυτοίς φυλάσσειν τα δόγματα τα κεκριμμένα υπό των αποστόλων και των πρεσβυτέρων των εν Ιερουσαλήμ» (Πράξ. ις΄/16, 4) (=και καθώς περνούσαν από τας πόλεις παρέδιδαν εις αυτούς τα δόγματα(=τις αποφάσεις) που είχαν εγκριθεί από τους Αποστόλους και τους πρεσβυτέρους εις την Ιερουσαλήμ δια να τας τηρούν). Δόγματα, λοιπόν, είναι και οι εκκλησιαστικές αποφάσεις που αποσκοπούν στην στερέωση και διατήρηση των πιστών στο σώμα του Χριστού στην Εκκλησία. Είναι φανερό ότι υπάρχει μια ουσιώδης και βασική διαφορά ανάμεσα στα δόγματα, δηλαδή στις διατάξεις των φιλοσοφικών σχολών και των βασιλέων απ’ τη μια μεριά και στα εκκλησιαστικά δόγματα, από την άλλη. Διότι τα δόγματα που ενεκρίθησαν από τους Αποστόλους και τους πρεσβυτέρους στην Ιερουσαλήμ είχανε ρητώς την σφραγίδα του Θεού. Το ίδιο το κείμενο των εκκλησιαστικών αποφάσεων έλεγε: «έδοξε γαρ (δηλαδή, απεφασίσθη από) τω Πνεύματι τω Αγίω και ημίν» (Πράξ. ιε΄/15, 28). Η ειδοποιός, λοιπόν, διαφορά που διαχωρίζει τα δόγματα της γνήσιας εκκλησίας του Χριστού από όλους τους υπολοίπους ανθρώπινους οργανισμούς, οργανώσεις και σχολές, είναι ότι τα δόγματα της Εκκλησίας έχουν αποτυπωμένη την σφραγίδα της θείας αποκαλύψεως. Ενώ, στις άλλες περιπτώσεις, τα δόγματα είναι ανθρώπινες διατάξεις.

Θα μπορούσαμε, συνοψίζοντας, να πούμε, ότι γνήσια εκκλησιαστικά δόγματα είναι όλες οι εκ Θεού αποκεκαλυμμένες θεωρητικές και πρακτικές αλήθειες της πίστεως οι οποίες, από παλιά, κηρύσσονται από την Εκκλησία και βιούνται από τα μέλη της και οι οποίες στόχο και θέμα έχουν την εν Χριστώ σωτηρία των πιστών.

 

3. Το δόγμα απλώς υπενθυμίζει στον πιστό την ευαγγελική αλήθεια, ως έκφραση της θείας αποκαλύψεως

Όπως αναφέραμε και προηγουμένως, η χριστιανική πίστις ορίζεται και περιγράφεται από ένα σύνολο δογμάτων. Τα δόγματα, στην ουσία, είναι οι θεωρητικές και πρακτικές αλήθειες που είναι από τον Θεό αποκεκαλυμμένες απ’ αρχής και που είναι απαραίτητες για την σωτηρία μας. Τα γνήσια δόγματα της Εκκλησίας διαφέρουν από τα δόγματα άλλων συστημάτων, θρησκευτικών οργανώσεων και ομολογιών στο ότι πηγάζουν από την θεία αποκάλυψη. Συνδέονται απ’ αρχής με την χριστιανική πίστη και δεν αλλοιώνονται ή ανακαλύπτονται με την πάροδο του χρόνου. Ας μην ξεχνούμε ότι «η πίστις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους» (Ιούδα, 3).

Εδώ, ας κάνουμε μια διευκρίνιση: πολλές φορές ονομάζουμε δόγματα τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνοδών. Και πράγματι είναι, μια και εμπίπτουν στον γενικότερο ορισμό που αναφέραμε ως ειδικές περιπτώσεις. Πολλές από τις βασικές και σωτηριώδεις διδασκαλίες της Εκκλησίας, ιδιαίτερα όσες αφορούσαν θεολογικά και χριστολογικά θέματα, αλλοιώθηκαν ή διαστρεβλώθηκαν παντελώς από διαφόρους αιρετικούς σε διαφορετικές εποχές. Γι’ αυτό η Εκκλησία αναγκάστηκε, μέσω συνοδικών αποφάσεων, να διατυπώσει με λεπτομέρεια και ακρίβεια της αλήθειες της πίστεως εκθέτοντας και καταδικάζοντας, ταυτόχρονα, τις αιρετικές ψευδοδιδασκαλίες. Όπως είναι φανερό, ενώ οι διδασκαλίες αυτές ανέκαθεν βιώνονταν από τους χριστιανούς όλων των εποχών εν τούτοις, πήραν την συγκεκριμένη μορφή και διατύπωση όταν χρειάστηκε να αμυνθεί η Εκκλησία σε κατάφορες και ριζικές διαστρεβλώσεις τους από τους αιρετικούς.

Με άλλα λόγια, όταν πολλά από τα παραδεδομένα με χονδροειδή ορολογία δόγματα της Εκκλησίας, που όμως ήταν ενεργά και βιώνονταν ενσυνείδητα από τους πιστούς αλλοιώνονταν από τους αιρετικούς, με αποτέλεσμα να μεταβάλλονται από θείες αποκαλύψεις σε ανθρώπινες διατάξεις, χάνοντας έτσι τον σωτηριώδη τους χαρακτήρα, τότε η Εκκλησία, εν συνόδω, αναγκαζόταν να τα διατυπώνει με περισσότερη ακρίβεια και λεπτομέρεια και να τα παραδίδει επισήμως, πλέον, στους πιστούς. Αυτό, βεβαίως, σε καμία περίπτωση δεν συνιστά ανακάλυψη νέων δογμάτων αλλά απλώς ακριβέστερη διατύπωση των ήδη υπαρχόντων. Έτσι, για παράδειγμα, οι διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου δεν καταργήθηκαν με την απόφαση της Αποστολικής Συνόδου, που αναφέρεται στο 15ο κεφάλαιο του βιβλίου των Πράξεων, ούτε η απόφαση αυτή ήταν καινοτομία στην ήδη υπάρχουσα χριστιανική πίστη. Ο Μωσαϊκός Νόμος, ως προς τις υποχρεωτικές του διατάξεις, έπαψε να ισχύει και καταργήθηκε με το Σταυρό του Χριστού. Έτσι τα δόγματα της Αποστολικής Συνόδου απλώς διευκρίνησαν με ακρίβεια και σαφήνεια το ζήτημα της ισχύος του Μωσαϊκού Νόμου όταν κάποιοι προσπάθησαν να αλλοιώσουν το χριστιανικό Ευαγγέλιο, στο ζήτημα αυτό και να καταργήσουν την οδό της σωτηρίας. Δηλαδή, η Αποστολική Σύνοδος, εδογμάτισε για το ζήτημα της ισχύος του Νόμου όταν ακριβώς υπήρξε ο κίνδυνος της παρερμηνείας και της αλλοίωσης των ήδη, σιωπηρά έως τότε, κηρυττομένων θέσεων της Εκκλησίας. Όποτε κινδυνεύουν να διαστρεβλωθούν τα θεόθεν αποκεκαλυμμένα δόγματα της πίστεως η Εκκλησία, εκφραζομένη συνοδικά, τα διατυπώνει με ακρίβεια αποκηρύσσοντας και αποκρούοντας τις αιρετικές απόψεις. Και αυτό, το κάνει για να διασφαλίσει την ορθότητα και ευθύτητα της οδού της αληθείας που οριοθετείται από τα δόγματα και που κάθε τόσο κινδυνεύει να λοξοδρομεί εξ αιτίας των ποικίλων αιρέσεων.

Είπαμε προηγουμένως ότι τα δόγματα της πίστεως είναι οι εκ Θεού αποκεκαλυμμένες θεωρητικές και πρακτικές αλήθειες και σ’ αυτό ακριβώς διαφέρουν από τα ποικίλα άλλα δόγματα που εκφράζουν ανθρώπινες εμπνεύσεις και απόψεις. Πώς μπορούμε να διαπιστώσουμε ποια είναι τα γνήσια δόγματα; Αυτό είναι ένα σπουδαίο και σοβαρό ζήτημα που απαιτεί ειδική μελέτη. Ωστόσο, πολύ σύντομα, μπορούμε να πούμε ότι τα γνήσια δόγματα είναι φανερό ότι πρέπει να είναι σε απόλυτη συμφωνία με τις πηγές της θείας αποκαλύψεως. Και ποιες είναι οι πηγές της θείας αποκαλύψεως; Φυσικά η παράδοση της αληθινής Εκκλησίας του Χριστού η οποία έχει δυο αλληλοσυμπληρούμενες μορφές: (α) την μία η γραφή, της οποίας το σημαντικότερο τμήμα είναι η Αγία Γραφή και (β) την άγραφη, ή προφορική, που διασώζει και όσα ήταν αδύνατον, είτε λόγω εκτάσεως είτε λόγο συνθηκών, να καταγραφούν. Τονίζουμε στο σημείο αυτό, ότι ο φορέας της θείας αποκαλύψεως είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός και το Σώμα Του, δηλαδή τα γνήσια μέλη της γνήσιας χριστιανικής Εκκλησίας και όχι η Αγία Γραφή, όπως θέλουν οι διάφοροι Προτεστάντες. Η Αγία Γραφή δίνει, απλώς, μια σύντομη, αλλά και αψευδή ιστορία και περιγραφή της θείας αποκαλύψεως. ΔΕΝ είναι η θεία αποκάλυψη, η οποία κατά χάριν γνωρίζεται και οικειοποιείται από τον πιστό βιωματικά και όχι δια της αναγνώσεως κειμένων και της εγκεφαλικής επεξεργασίας. Η θεία αποκάλυψις δεν είναι φιλοσοφική και φιλολογική μελέτη κειμένων που μιλούν για την θεία αποκάλυψη, όπου και δυστυχώς εξαντλούνται οι οπαδοί των διαφόρων προτεσταντικών ομολογιών, αλλά η μετοχή στην ζωή του Χριστού και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος.

Ας μην επεκταθούμε, όμως, περισσότερο σ’ αυτά τα πολύ ενδιαφέροντα ζητήματα για να επικεντρωθούμε στο θέμα των δογμάτων που μας απασχολεί. Η θεία αποκάλυψις, λοιπόν, είναι η πηγή αλλά και το κριτήριο γνησιότητος των δογμάτων της χριστιανικής πίστεως.

 

4. Η θέση του δόγματος στην Εκκλησία και η ιστορική του προοδευτική φθορά στη Δύση

Τώρα, λοιπόν, που τοποθετήσαμε την λέξη «δόγμα» στα σωστά της πλαίσια, διότι σε μερικούς ανθρώπους αλλά και χώρους ολοκλήρους και μόνο η λέξη προκαλεί άμεσες και βίαιες αντιδράσεις, ας δούμε ποια θέση έχουν τα δόγματα στη χριστιανική πίστη και πως παραμορφώνεται η θέση αυτή από πολλούς.

Όπως έγινε φανερό απ’ όσα αναφέραμε προηγουμένως, τα δόγματα της πίστεώς μας δεν είναι τίποτα άλλο από τις αρχικά θεόθεν παραδεδομένες διδασκαλίες της Εκκλησίας μας, είτε αυτές αφορούν την πρακτική ζωή των χριστιανών είτε την θεωρητική κατάρτισή τους στα μυστήρια της σωτηρίας. Συνηθίζεται, όταν ακούμε «δόγματα», να εννοούμε τις θεωρητικές πτυχές της χριστιανικής θεολογίας, διακρίνοντάς τις έτσι από τους πρακτικούς κανόνες που εσφαλμένα τους λέμε «Ηθική». Αυτή η διάκριση είναι πέρα για πέρα εσφαλμένη και προέρχεται από την δυτική αντίληψη ότι ο άνθρωπος είναι διάνοια που μπορεί να φτάσει στο Θεό και σώμα που είναι εμπόδιο σε κάτι τέτοιο και επομένως άχρηστο και αποβλητέο. Όπως είδαμε και στην πρώτη Αποστολική Σύνοδο, τα δόγματα περιλαμβάνουν και πρακτικούς κανόνες: «απέχεσθαι ειδωλοθύτων και αίματος και πνικτού και πορνείας» (Πράξ. ιε΄/15, 29). Ο άνθρωπος ολόκληρος αγιάζεται και οι θείες διατάξεις, δηλαδή τα δόγματα, έχουν αυτόν σαν τον μόνο στόχο. Δεν είναι θεωρητικές διατυπώσεις που έχουν καταντήσει να αποτελούν μέσον διανοητικής εξάσκησης και προβολής των εγκεφαλικών ικανοτήτων των διανοουμένων θεολόγων. Τέτοια μορφή πήραν, δυστυχώς, στην Δύση και είναι εξίσου βαρειά διαστροφή της πραγματικότητος όσο διαστροφή είναι το να μετατρέπει κανείς το φαγητό, που είναι βασικό μέσον διατήρησης στη ζωή, σε αντικείμενο επιδείξεως και απολαύσεως.

Ας δούμε, όμως, σιγά σιγά, πως η υπόθεση των δογμάτων της Εκκλησίας πήρε τον στραβό δρόμο και που ακριβώς βρίσκεται σήμερα. Χονδρικά, αναφέρουμε ότι στην αρχή τα πράγματα πήγαιναν καλά. Η Εκκλησία, γενικά ενωμένη, αντιμετώπιζε αποτελεσματικά, με συνοδικό τρόπο, κάθε μεγάλης εκτάσεως επίθεση των εκάστοτε αιρετικών εναντίον των γνησίων δογμάτων. Ύστερα, οι Φράγκοι, κυριαρχούν στη ρωμαϊκή Δύση, αλλοιώνουν με τη βία την ηγεσία εκεί της εκεί Εκκλησίας και έτσι αποσχίζεται η χριστιανική Δύση από το σώμα της Εκκλησίας. Συνέβη, δηλαδή, το Σχίσμα, η απόσχιση της Παπικής Εκκλησίας. Όπως ήταν φυσικό, για να εδραιώσει την ύπαρξή της, αλλοίωσε ορισμένα δόγματα της πίστεως και προσέθεσε ορισμένα άλλα τα οποία δεν ήταν σε συμφωνία με την θεία αποκάλυψη και την παραδεδομένη διδασκαλία των Αποστόλων. Τέτοια, είναι τα περί του Πρωτείου και του Αλαθήτου του Πάπα, περί της Ασπίλλου Συλλήψεως της Θεοτόκου, κ.τ.λ.. Φανερό είναι, ότι οι παπικοί οδηγήθηκαν στην αλλοίωση της γνήσιας παραδόσεως της Εκκλησίας όχι μόνον από υστεροβουλία αλλά επειδή, ταυτόχρονα, είχαν ξεκοπεί από αυτή και δεν συνεβάδιζαν, πλέον, η θεωρητική γνώση των δογμάτων με την εμπειρική τους επιβεβαίωση που δίδεται κατά χάριν και είναι εξ αποκαλύψεως, στους αξίους, δηλαδή στους Αγίους. Με άλλα λόγια, η βιωματική εμπειρία της θείας αποκαλύψεως που είναι και ο στόχος των χριστιανών αντικατεστάθη με την φιλοσοφική μελέτη των γεγραμμένων περί της θείας αποκαλύψεως και ειδικότερα της Αγίας Γραφής.

Τα δόγματα, λοιπόν, κατήντησαν από ζωντανή μαρτυρία της Εκκλησίας περί της θείας αποκαλύψεως να γίνουν αντικείμενο φιλοσοφικής επεξεργασίας και η δογματική, κατήντησε θεωρητική επιστήμη που διδάσκεται σε πανεπιστημιακές σχολές από θεολόγους, που δεν έχουν γνήσια εμπειρία της εν Χριστώ ζωής και που συχνά δηλώνουν και παντελώς άθεοι. Επόμενο, λοιπόν, είναι, η δογματική της Παπικής Εκκλησίας να αποκλίνει σημαντικά από την αληθινή και παραδεδομένη από τους Αποστόλους και να έρχεται βεβαίως σε σύγκρουση, ακόμα και με το μικρό μέρος της Αποστολικής Παραδόσεως, που είναι καταχωρημένη στην Αγία Γραφή. Αυτό έγινε σιγά σιγά αντιληπτό από πολλούς και παρά τα δρακόντεια κατασταλτικά μέτρα της Παπικής Εκκλησίας εναντίον κάθε αντιρρήσεως ή διαφοροποιήσεως από τα δόγματα που η ίδια είχε θέσει, δεν άργησαν να δημιουργηθούν μερικές ομάδες, που διαφοροποιήθηκαν από αυτήν, διαφοροποιώντας και ορισμένα δόγματα. Αυτοί, είναι οι γνωστοί μας Διαμαρτυρόμενοι ή Προτεστάντες.

Ας σημειώσουμε ότι ο έλεγχος ορισμένων δογμάτων της Παπικής Εκκλησίας από τις προτεσταντικές παραφυάδες δεν έγινε επί τη βάσει της εμπειρίας της θείας αποκαλύψεως και της Αποστολικής Παραδόσεως, των οποίων θεματοφύλακας και ασφαλής οδοδείκτης είναι η Μία, Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία αλλά επί τι βάσει φιλολογικών και φιλοσοφικών μελετών της Αγίας Γραφής και δυστυχώς και των προσωπικών επιδιώξεων των αρχηγών αυτών των κινήσεων.

Επειδή, όμως, χάνοντας μέρος των πιστών της, η Παπική Εκκλησία έχανε και μέρος τη κυριαρχίας της, γι’ αυτό στο όνομα των δογμάτων συνέβησαν πλήθος ιστορικών εγκλημάτων, όπως βασανισμοί, σφαγές, μάχες, κ.τ.λ.. Τα δόγματα, όμως, όπως είπαμε, ήταν οι αφορμές. Οι αιτίες ήταν, κυρίως, τα προσωπικά πάθη, οι αποστατικές αντιλήψεις και τα κυριαρχικά δικαιώματα που ήθελαν να έχουν οι αρχηγοί των ομολογιών πάνω στους πιστούς τους. Αυτό ακριβώς συμβαίνει, κατά τον ίδιο τρόπο, μέχρι και σήμερα. Μέσα από τις διάφορες, κυρίως προτεσταντικές ομολογίες, κάθε επίδοξος αρχηγός νέας θρησκείας βρίσκει και κάποιες, μικρές ή μεγάλες φιλοσοφικές διαφορές σε κάποιο ή κάποια δόγματα του μεγαλυτέρου συνόλου, πλήττει όσους μπορεί από τον χώρου που ανήκει και αποχωρεί μαζί μ’ αυτούς ιδρύοντας μια νέα, χριστιανική κατ’ επίφασιν, ομολογίαν. Γι’ αυτό και στην εποχή μας έχουμε γεμίσει και από προτεσταντικά παρακλάδια. Διότι τα δόγματα δεν είναι για τους πολλούς θεόθεν αποκεκαλυμμένες θεωρητικές και πρακτικές διδασκαλίες που παραδόθηκαν από τον Χριστό και τους Αποστόλους και βιώνονται από τους αξίους εντός της Εκκλησίας, αλλά απλώς μέσα για την επίτευξη των ανόμων στόχων των αιρεσιαρχών που με κατάλληλους φιλοσοφικούς χειρισμούς τα χρησιμοποιούν για να αποκτήσουν οπαδούς και άλλες άνομες και ταπεινές επιδιώξεις 

Ήταν επόμενο, λοιπόν, τα διάφορα χριστιανικά παρακλάδια που ιδρύθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο να τονίζουν ιδιαιτέρως της δογματικές τους διαφορές από τις υπόλοιπες ομολογίες μια και αυτές είναι που τους δίνουν την συγκεκριμένη τους υπόσταση και ταυτότητα και τις διαφοροποιούν από αυτές. Οι δογματικές διαφορές, που στην ουσία είναι διαφορές στην φιλοσοφική θεώρηση και ερμηνεία του γράμματος, χωρίς να έχει καμία σχέση με το πνεύμα της αληθινής Εκκλησίας, είναι το στοιχείο που μπορεί να επιδείξει η κάθε μια αίρεση, για να δικαιολογήσει την ύπαρξή της.

 

5. Η παθολογία της διδασκαλίας των «ετεροδιδασκάλων»

Έτσι, καταβάλλεται ιδιαίτερη προσπάθεια από τις ηγεσίες των κατ’ επίφασιν αυτών χριστιανικών εκκλησιών, να τονίζουν στους οπαδούς τους αυτές τις δογματικές τους ανακαλύψεις και να τις προβάλλουν ως τις μόνες απολύτως σωστές. Αυτό, τις περισσότερες μορφές, εκλαμβάνει μορφή πλύσης εγκεφάλου και κατ’ αυτόν τον τρόπο οι οπαδοί φανατίζονται, θεωρούν τους εαυτούς τους ιδιαίτερα προνομιούχους έναντι των υπολοίπων ανθρώπων και επιδίδονται με ζήλο στο κήρυγμα αυτών των θεωριών ή ακόμα και σε μάχες κάθε είδους με όσους τους αντιτίθενται ή διαφωνούν μ’ αυτούς. Σ’ αυτήν την κατηγορία, βρίσκουν απόλυτη εφαρμογή τα λόγια του Αποστόλου Παύλου που λέγει: «διότι μαρτυρώ περί αυτών ότι έχουσι ζήλον Θεού, αλλ’ ουχί κατ’ επίγνωσιν. Επειδή μη γνωρίζοντες την δικαιοσύνην του Θεού, και ζητούντες να συστήσωσι την ιδίαν αυτών δικαιοσύνην, δεν υπετάχθησαν εις την δικαιοσύνην του Θεού» (Ρωμ. ι΄/10, 2-3). Για όλους αυτούς που, ναι μεν έχουν ζήλο Θεού, αλλά από την άλλη μεριά δεν έχουν επίγνωση του Θεού, ενώ παράλληλα η υπερηφάνειά τους δεν τους αφήνει να υποταχθούν στην Δικαιοσύνη του Θεού αλλά τους ωθεί να συστήσουν δικό τους θρησκευτικό δίκαιο.

Λέγει και κάτι ακόμη ο Απόστολος, καυτηριάζοντας αυτήν την φορά το θράσος τους να φιλοσοφούν πάνω στα παραδεδομένα δόγματα των Αποστόλων και άλλα από αυτά να απορρίπτουν και άλλα πάλι να αλλοιώνουν ενώ δεν έχουν καμιά προσωπική, εμπειρική εξ αποκαλύψεως γνώση γι’ αυτά: «να παραγγείλης εις τινάς να μη ετεροδιδασκαλώσι μηδέ να προσέχωσιν εις μύθους και γενεαλογίας απεράντους, αίτινες προξενούσι φιλονικίας μάλλον παρά την εις την πίστην οικοδομήν του Θεού· το δε τέλος της παραγγελίας είναι αγάπη εκ καθαράς καρδίας και συνειδήσεως αγαθής και πίστεως ανυποκρίτου, από των οποίων αποπλανηθέντες τινές εξετράπησαν εις ματαιολογίαν, θέλοντες να είναι νομοδιδάσκαλοι, ενώ δεν νοούσιν ούτε όσα λέγουσι ούτε περί τίνων δε ισχυρίζονται» (Α΄ Τιμ. α΄/1, 3-7). Είναι σαφέστατο αυτό που λέγει ο Απόστολος και ταιριάζει απόλυτα για τους σημερινούς ετεροδιδασκάλους, όσους δηλαδή, με την πρόφαση και την αφορμή νέων δογμάτων δημιουργούν διαιρέσεις επί διαιρέσεων του χριστεπωνύμου πληρώματος με στόχο την αρχηγική θέση του διδασκάλου μιας νέας ομάδας.

Ας δούμε, όμως, και την γνώμη του Αποστόλου γι’ αυτούς τους ετεροδιδασκάλους, τους διδασκάλους νέων ή αλλοιωμένων δογμάτων. Την διαβάζουμε από την ίδια προς Τιμόθεον επιστολή: «εαν τις ετεροδιδασκαλεί και δεν ακολουθεί τους υγιαίνοντας λόγους του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και την διδασκαλίαν την κατ’ ευσέβειαν είναι τετυφωμένος και δεν εξεύρει ουδέν αλλά νοσεί περί συζητήσεις και λογομαχίας εκ των οποίων προέρχεται φθόνος, έρις, βλασφημίαι, υπόνοιαι πονηραί, μάταιαι συνδιαλέξεις ανθρώπων διεφθαρμένων τον νουν και αποστερημένων της αληθείας νομιζόντων την ευσέβειαν ότι είναι πλουτισμός. απομακρύνου από των τοιούτων» (Α΄ Τιμ. ς΄/6, 3-5). Αληθινά, πάρα πολύ βαρείς χαρακτηρισμοί αυτοί που προσάπτει ο Απ. Παύλος σε όσους αλλοιώνουν την θεωρητική ή πρακτική διδασκαλία της Εκκλησίας, δηλαδή σε όσους αλλοιώνουν τα παραδεδομένα δόγματα. Και το ότι οι ετεροδιδάσκαλοι είναι αυτοί που διδάσκουν αλλοιωμένα τα δόγματα της Εκκλησίας το μαρτυρεί η ετυμολογία της λέξης αλλά και η ρητή δήλωση του Αποστόλου ότι «δεν ακολουθούν τους υγιαίνοντας λόγους του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και την διδασκαλίαν την κατ’ ευσέβειαν». «Υγιαίνοντες λόγοι» του Κυρίου και «κατ’ ευσέβειαν διδασκαλία» είναι το σύνολο των δογμάτων, δηλαδή των διδασκαλιών της αποστολικής Εκκλησίας που έχει θεμέλιο τον Χριστό. Πώς, όμως, χαρακτηρίζει τους ετεροδιδασκάλους ο Απ. Παύλος; Ως «τετυφωμένους», δηλαδή «φουσκωμένους». Από τι; Από εγωισμό και υπερηφάνεια, ότι δήθεν τα ξέρουν όλα. Και είναι πράγματι έτσι; Ακούστε τι λέγει: «ο ετεροδιδάσκαλος είναι τετυφωμένος και δεν εξεύρει ουδέν». Μα πώς δεν «εξεύρει ουδέν», αφού μπλέκεται σε συζητήσεις και λογομαχίες και συνδιαλέξεις – μάταιες βέβαια; Ο λόγος είναι απλός. Μπορεί, μεν, ο κάθε ετεροδιδάσκαλος και αιρεσιάρχης να έχει πλούσια κατά κόσμον μόρφωση και παιδεία, μπορεί μάλιστα να είναι διακεκριμένος και πλήρως καταρτισμένος πανεπιστημιακός θεολόγος, εν τούτοις, όμως, κατά Θεόν, «να μη εξεύρει ουδέν». Διότι «εμώρανεν ο Θεός την σοφίαν του κόσμου τούτου. Πού ο σοφός; Πού ο γραμματεύς; Πού ο συζητητής του αιώνος τούτου;» (Α΄ Κορ. α΄/1, 20). Η κατά κόσμον γνώσις αν δεν συνοδεύεται από την ταπείνωση και την ευσέβειαν είναι όπλο καταστροφικό και γκρεμίζει τον άνθρωπο και όσους τον ακολουθούν σε απύθμενα βάθη. Ο Απ. Παύλος γράφει: «η γνώσις φυσιοί» (Α΄ Κορ. η΄/8, 2), δηλαδή φουσκώνει τον άνθρωπο με εγωισμό και υπερηφάνεια, όπως ο αέρας το μπαλόνι και αν δεν προσέξει θα σκάσει με θόρυβο. Ο Ιάκωβος, ο αδελφός του Κυρίου, γράφει για την κατά κόσμον σοφία: «η σοφία δε αύτη δεν είναι άνωθεν καταβαίνουσα αλλ’ είναι επίγειος, ζωώδης, δαιμονιώδης» (Ιακ. γ΄/3, 15). Ο ετεροδιδάσκαλος, λοιπόν, «δεν εξεύρει ουδέν και δεν νοεί ούτε όσα λέγει ούτε περί τίνων δε ισχυρίζεται»

 

6. Η αποστολική Εκκλησία έχει για αλάθητο οδηγό το Άγιο Πνεύμα

Όπως γνωρίζουμε, η ορθή γνώση είναι εκείνη που συνοδεύεται και από ανάλογη εμπειρία, αυτή που επιβεβαιώνεται με το πείραμα. Όταν, λοιπόν, κάποιος μιλεί για τον Θεό και τις δωρεές Του χωρίς να γνωρίζει με προσωπική εμπειρία τίποτε από αυτά και μάλιστα όταν έρχεται σε φανερή και άμεση ρήξη με όσους τα γνωρίζουν από προσωπική πείρα, δηλαδή την Εκκλησία των Αγίων, είναι φανερό ότι «δεν εξεύρει τι λέγει, δεν εξεύρει ουδέν. Δεν νοεί ούτε τι λέγει ούτε περί τίνων δει ισχυρίζεται». Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο και στην γνήσια αποστολική Εκκλησία. Διότι η Εκκλησία δεν πιθανολογεί, ούτε θεωρητικολογεί περί των δογμάτων. Έχει την Αγία Γραφή σαν γνήσιο οδηγό και ιστορική αναφορά περί της θείας αποκαλύψεως, αλλ’ όμως ο στόχος του κάθε πιστού είναι να βιώσει και να επιβεβαιώσει προσωπικά αυτήν την θεία αποκάλυψη. Να οδηγηθεί, δηλαδή, από την θεωρητική και εξ ακοής γνώση στην εμπειρική γνώση του Θεού, που συντελείται εν Χριστώ Ιησού δια του Αγίου Πνεύματος και με χειραγωγό την Εκκλησία των Αγίων.

Ας θυμηθούμε τι παρήγγειλε ο Κύριος στους μαθητάς Του: «όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, θέλει σας οδηγήσει εις πάσαν την αλήθειαν», «ο δε παράκλειτος το Πνεύμα το Άγιον το οποίο θέλει πέμψει ο πατήρ εν τω ονόματί μου εκείνος θέλει σας διδάξει πάντα και θέλει σας υπενθυμήσει πάντα όσα είπον προς εσάς» (Ιωάν. ις΄/16, 13 και ιδ΄/14, 26). Ας προσέξουμε ότι η γνήσια και ολοκληρωμένη διδασκαλία και υπενθύμιση των δογμάτων της αληθείας δεν γίνεται με ανθρώπινα μέσα ή πρακτικές, όπως βιβλία, ιστορική μνήμη, κ.τ.λ., αλλά δια του Παρακλήτου, του Αγίου Πνεύματος. Αυτό το βεβαιώνει και ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης στην πρώτη του επιστολή, ως εξής: «και σεις έχετε χρίσμα από του αγίου, και γνωρίζετε πάντα» (Α΄ Ιωάν. β΄/2 20). Το χρίσμα, λοιπόν, που έλαβαν από τον Θεό μέσω των μυστηρίων της χάριτος, αυτό είναι εκείνο που τους διδάσκει και τους κάνει να «γνωρίζουν πάντα». Είναι βεβαιωμένη στη γνώση της πίστεως όχι με ανθρώπινα μέσα και διαδικασίες. Και λίγο πιο κάτω λέγει πάλι: «και το χρίσμα το οποίον υμείς ελάβετε από αυτού, εν υμίν μένει, και δεν έχετε χρείαν να σας διδάσκει τις, αλλά καθώς θα σας διδάσκει το αυτό χρίσμα περί πάντων, ούτω και αληθές είναι και δεν είναι ψεύδος, και καθώς σας εδίδαξε θέλετε μένει εν αυτώ» (Α΄ Ιωάν. β΄/2, 27).

Παρατηρούμε ότι δεν υπάρχει ούτε το ελάχιστο περιθώριο για φιλοσοφικές και φιλολογικές αναλύσεις, υποθέσεις και θεωρίες. Το Άγιο Πνεύμα διδάσκει άμεσα τους χριστιανούς τέλεια και ορθά και δεν τους αφήνει κενά και αμφιβολίες. Όσοι, λοιπόν, δεν το έλαβαν, εκείνοι κατ’ ανάγκην προσπαθούν να εξετάζουν με άλλα μέσα την γνώση του Θεού και γι’ αυτό και οδηγούνται σε χιλιάδες διαφορετικές διατυπώσεις, θεωρίες και υποθέσεις. Αντί με ταπείνωση να αναγνωρίσουν το τεράστιο έλλειμά τους και να προσκολληθούν στην Εκκλησία για να φτάσουν στη βιωματική και εμπειρική γνώση του Θεού, μέσα από τον δρόμο που άφησε ο Χριστός και ακολούθησαν με επιτυχία όλοι οι Άγιοι, ορθώνουν το ανάστημά τους και θεωρώντας ασφαλές και επαρκές εφόδιο τις κοσμικές τους γνώσεις αποτολμούν να δογματίζουν περί Θεού και να παρασύρουν και άλλους στο κατρακύλισμά τους.

Δυστυχώς, όμως, στο σημείο αυτό πρέπει να διακόψουμε την ανάλυση αυτή, ελπίζοντας ότι θα μας δοθεί η ευκαιρία να επεκταθούμε περισσότερο και να θίξουμε και τον αντίποδα αυτής της πλάνης του υπερδογματισμού, δηλαδή τον αδογματισμό, που πιστεύουμε πως στις μέρες μας εξελίσσεται σε εξίσου επικίνδυνο εχθρό της Εκκλησίας, αν όχι και μεγαλύτερο.

Στο μεταξύ, ας ευχηθούμε η Χάρις του Κυρίου μας Ιησού Χριστού να μας προστατέψει από την ετεροδιδασκαλία αλλά και από τον στείρο υπερδογματισμό, που τυφλώνει και φανατίζει τον άνθρωπο και έτσι δεν τον αφήνει να δει τον ίσιο δρόμο της σωτηρίας.

Απομαγνητοφώνηση: Θανάσης Αναστασίου

Δημιουργία αρχείου: 19-3-2007.

Τελευταία μορφοποίηση: 7-2-2017.

ΕΠΑΝΩ