Δογματική // Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας // Υπερδογματισμός
Η πλάνη του Αδογματισμού Η Χριστιανική πίστη δεν είναι "ξέφραγο αμπέλι"
Μιχάλης Μαυροφοράκης
Απομαγνητοφώνηση από εκπομπή της Πειραϊκής Εκκλησίας,
της σειράς εκπομπών: "Ορθοδοξία
και Αίρεση", του Β΄ Βιβλικού και των συνεργατών του.
|
Ομιλία Νο 51. (ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ // ΕΠΟΜΕΝΗ).
(Εκφωνήθηκε για πρώτη φορά: 12-2-1993).
Κατεβάστε την από την ΟΟΔΕ και σε ηχητικό αρχείο MP3
Θα ασχοληθούμε, επί του παρόντος, με το τόσο επίκαιρο και σοβαρό πρόβλημα της θέσης των δογμάτων στην χριστιανική πίστη. Πόση, δηλαδή, σημασία πρέπει να δίνει ένας χριστιανός στα δόγματα και ποια αξία και θέση έχουν στη σωτηρία του; Με άλλα λόγια, πόσο απαραίτητες είναι οι θεμελιώδεις διδασκαλίες της πίστεως, στην εν Χριστώ αύξηση και τελείωση του ανθρώπου;
1. Η παρερμηνεία της ορθής έννοιας του δόγματος προκαλεί σοβαρές ρήξεις στον Χριστιανισμό Όπως ήδη τονίσαμε, η λέξη «δόγμα» είναι μια πολύ παρεξηγημένη και αλλοιωμένη, εννοιολογικά, λέξη. Αυτή, ακριβώς, η εννοιολογική αλλοίωση της λέξης «δόγμα», συνοδευομένη με τις προσωπικές αντιλήψεις και τα προσωπικά πάθη πολλών, αφού τους απομακρύνει από την μέση οδό της αληθείας, τους εξακοντίζει στο ένα ή το άλλο άκρο. Παρατηρούνται, λοιπόν, δυο ομάδες ανθρώπων από τις οποίες, οι μεν, πιστεύουν ότι τα δόγματα από μόνα τους σώζουν τον άνθρωπο, αν τα γνωρίζει με ακρίβεια και είναι διανοητικά προσκολλημένος σ' αυτά. Ακριβώς αντιδιαμετρικά με τους προηγούμενους βρίσκονται πολλοί άλλοι που, όχι μόνο δεν πιστεύουν ότι τα δόγματα μπορεί να έχουν κάποια θέση στη σωτηρία αλλά αντίθετα, τα απορρίπτουν πλήρως και τα θεωρούν επικίνδυνα, επιβλαβή και τις βασικές αιτίες που διχάζουν τους χριστιανούς, τους φανατίζουν και ενίοτε τους κάνουν να πολεμούν και μεταξύ τους. Όπως και προηγουμένως αναφέραμε, αυτές οι ομάδες έχουν πιάσει η καθεμιά και από ένα άκρο έχοντας ξεφύγει από την μέση οδό. Αν και υπάρχουν αρκετά στοιχεία αληθείας και στις δυο, εν τούτοις, καμία δεν έχει απόλυτο δίκιο. Και οι δυο έχουν αστοχήσει να κατανοήσουν την βαθύτερη και ουσιαστική σημασία των χριστιανικών δογμάτων και τον ρόλο τους στη σωτηρία. Σχεδόν σε όλες τις μεγάλες χριστιανικές ομολογίες μπορεί να βρει κανείς αντιπροσωπευτικά δείγματα ανθρώπων που ανήκουν στη μια ή την άλλη κατηγορία. Και βεβαίως, από αυτό, δυστυχώς, δεν εξαιρείται και η Ορθοδοξία, αν και η Εκκλησία δια των Αγίων Πατέρων και Διδασκάλων της τόνιζε πάντοτε την ορθή και μέση οδό, την ορθή και ισόρροπη αντίληψη περί δογμάτων. Είναι, όμως, αξιοσημείωτο ότι υπάρχουν πάμπολλες αιρετικές ομάδες που επισήμως αποδέχονται και υποστηρίζουν την μια ή την άλλη προσέγγιση. Υπάρχουν, δηλαδή, χριστιανικές ομολογίες που στηρίζουν την ύπαρξή τους σε ελάχιστες γνωσιολογικές διαφοροποιήσεις από άλλες και πείθουν τους οπαδούς τους ότι θα σωθούν επειδή απλώς και μόνον κατέχουν αυτές τις θεωρητικές γνώσεις, μη δίνοντας μεγάλη σημασία στην εφαρμογή των πρακτικών εντολών του χριστιανικού Ευαγγελίου. Από την άλλη μεριά, υπάρχουν άλλες ομάδες στον χώρο της χριστιανοσύνης που οφείλουν την ύπαρξή τους στην ένωση μικροτέρων ομάδων αφού προηγουμένως απέρριψαν και αγνόησαν, όχι μόνο τις επουσιώδεις αλλά και τις βασικές, ακόμη, δογματικές τους διαφορές και αφού θεώρησαν ότι το αποκλειστικό μέσο της σωτηρία είναι τα καλά έργα.
2.
Το δόγμα δεν
είναι ιδέα ή διανοητική θεώρηση, αλλά ακτίνες θείας αποκαλύψεως
στον άνθρωπο
Επισημάναμε αλλού ότι αυτές οι ακραίες καταστάσεις προήλθαν από την εσφαλμένη ερμηνεία της λέξης «δόγμα» αλλά και την κακή της χρήση από πολλούς για να ικανοποιήσει εμπαθείς προσωπικούς τους στόχους και κυρίως τον εγωισμό και την ματαιοδοξία τους. Η λέξη «δόγμα» από παλαιά αλλά και από τους συγγραφής της Αγίας Γραφής χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει κάθε, από Θεού αποκεκαλυμμένη θεωρητική αλλά και πρακτική αλήθεια της πίστεως, που συνάμα είναι και υποχρεωτική προϋπόθεση για την εν Χριστώ τελείωση του ανθρώπου. Αυτά τα δόγματα ανέκαθεν εκφράζονται, ή αλλιώς, διατυπώνονται, αλλά κυρίως βιώνονται από όλα τα μέλη της Εκκλησίας που έχουν φτάσει στο στάδιο του Αγιασμού και της τελειώσεως δια του Αγίου Πνεύματος. Και λέμε ότι τα δόγματα «βιώνονται» και όχι «μελετώνται» ή «ερευνώνται» ή «αναγιγνώσκονται», διότι είναι καρπός της θείας αποκαλύψεως και όχι της ανθρώπινης ανακαλύψεως. Τα γνήσια χριστιανικά δόγματα δεν ανακαλύπτονται από τους ανθρώπους αλλά αποκαλύπτονται από το Θεό στους ζώντες εν Χριστώ, δηλαδή, στα γνήσια μέλη της Εκκλησίας Του. Έτσι, οι Άγιοι της Εκκλησίας γνωρίζουν τα δόγματα άμεσα και όχι έμμεσα, δια της προσωπικής εμπειρίας και όχι μέσω μελέτης και συλλογισμών. Η γνήσια, λοιπόν, γνώση των δογμάτων είναι εμπειρική και άμεση και όχι διανοητική και έμμεση. Επειδή, όμως, πολλοί απεκόπησαν ή απεσχίσθησαν από το Σώμα του Χριστού, δηλαδή, την Εκκλησία, την οποία το Παράκλητον Πνεύμα καθοδηγεί, και ως εκ τούτου είναι αποστερημένη της αμέσου και εμπειρικής γνώσεως των δογμάτων, γι' αυτό αναγκαστικά και για να καλύψουν αυτήν την πνευματική τους ξηρασία, καταφεύγουν όχι στον Χριστό και την Εκκλησία Του αλλά στην ιστορία περί της θείας αποκαλύψεως, δηλαδή την Αγία Γραφή ή ακόμη και την κοσμική ιστορία. Η Αγία Γραφή είναι γραμμένη από ανθρώπους Αγίους και περιέχει τις προσωπικές τους εμπειρίες και μαρτυρίες για την θεία αποκάλυψη. Έτσι, είναι ένας πολύ χρήσιμος οδηγός και γνώμονας για την αλήθεια. Δεν είναι όμως η Αγία Γραφή η ίδια η θεία αποκάλυψη. Ας φέρουμε ένα παράδειγμα από την καθημερινή ζωή για να το καταλάβουμε καλύτερα: κάποιοι πηγαίνουν σε μια ξένη χώρα, τελείως άγνωστη σε μας και ο καθένας τους γράφει και από μερικές σελίδες, για όσα είδε και άκουσε εκεί. Όταν διαβάζουμε τις αφηγήσεις τους τις προσαρμόζουμε στις δικές μας εμπειρίες και ο καθένας μας φτιάχνει μια δική του εικόνα για την άγνωστη αυτή χώρα. Οι εικόνες, όμως, που φτιάχνουμε μπορεί να απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Μάλιστα, διαφέρουν τόσο περισσότερο από αυτήν όσο διαφέρουν και οι προσωπικές μας εμπειρίες από αυτές των αυτοπτών. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, πόσο έξω πέφτουν στην εκτός της Εκκλησίας ερμηνεία της Αγίας Γραφής, αν θυμηθείτε ότι οι αυτόπτες Άγιοι περιγράφουν εικόνες από την Βασιλεία του Θεού, ενώ εμείς έχουμε στο νου μας και βιώνουμε μόνο τις εικόνες αυτού του πεπτοκώτος κόσμου. Και όπως γράφει ο Απόστολος Παύλος για τον εαυτό του και τους υπολοίπους Αγίους, «εμείς δεν ελάβαμε το πνεύμα του κόσμου αλλά το Πνεύμα που προέρχεται από τον Θεό, δια να γνωρίσομεν εκείνα που μας εχαρίσθησαν από τον Θεόν. Γι' αυτά μιλάμε όχι με λόγους που μας τους εδίδαξε ανθρώπινη σοφία, αλλά με λόγους που τους εδίδαξε το Πνεύμα το Άγιο, ερμηνεύοντες πνευματικά πράγματα εις πνευματικούς ανθρώπους. Ο φυσικός άνθρωπος δεν δέχεται όσα προέρχονται από το Πνεύμα του Θεού· διότι γι' αυτόν είναι μωρία. Δεν μπορεί να τα καταλάβει διότι πρέπει να εξεταστούν πνευματικώς» (Α΄ Κορ. β΄/2, 12-14). Δεν είναι, λοιπόν, δυνατόν εκτός Εκκλησίας και με μόνο βοήθημα την Αγία Γραφή και τα λεξικά, να έχουμε ακριβή γνώση των δογμάτων της πίστεως, δηλαδή, του καρπού της θείας αποκαλύψεως. Είναι ξεκάθαρο, από όσα είπαμε μέχρι τώρα αλλά και από όσα αναφέραμε την προηγούμενη φορά, ότι τα δόγματα της πίστεώς μας δεν είναι ανθρώπινες ιδέες, σκέψεις, απόψεις, θεωρίες ή φιλοσοφίες αλλά οι από Θεού αποκεκαλυμμένες αλήθειες που είναι απαραίτητες για τη σωτηρία μας. Και δεν είναι μόνον οι θεωρητικές αλήθειες, ότι δηλαδή, ο Σωτήρας του ανθρωπίνου γένους είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού, που έγινε άνθρωπος και σταυρώθηκε για μας και αναστήθηκε, κ.τ.λ., αλλά και οι πρακτικές, δηλαδή, πως ακριβώς πρέπει να ζει ένας χριστιανός για να μην τον εγκαταλείψει η Χάρις του Θεού και αντίστροφα πάλι, τι πρακτικά πρέπει να κάνει για να λάβει δωρεάν την Χάρη και την σωτηρία όπως, για παράδειγμα, να βαπτιστεί, να κοινωνεί του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, να προσεύχεται, κ.τ.λ.. Έτσι, διαβάζουμε, για παράδειγμα, στις Πράξεις των Αποστόλων, ότι «δόγματα» χαρακτηρίζονται οι αποφάσεις της Αποστολικής Συνόδου που, μεταξύ των άλλων, παρήγγειλε στους υπολοίπους χριστιανούς να απέχουν από «ειδωλοθύτων και αίματος και πνικτών και πορνείας» (Πράξ. ιε΄/15, 29). Και οι καθαρά πρακτικές αυτές πτυχές της ζωής των χριστιανών χαρακτηρίζονται, από τον Ευαγγελιστή Λουκά, ως δόγματα της Εκκλησίας και μάλιστα «εγκεκριμένα υπό των Αποστόλων και πρεσβυτέρων» (Πράξ. ις΄/16, 4).
3.
Οι σύνοδοι ως
εκφραστές της θείας αποκαλύψεως – του δόγματος – κατά των
αιρέσεων
Πολλοί, εύλογα, ίσως ρωτούν: «Γιατί εφόσον η πίστις άπαξ παρεδόθη εις τους Αγίους (Ιούδα 3) παρατηρείται η Εκκλησία να συνέρχεται μερικές φορές αρκετούς αιώνες μ.Χ. και να διατυπώνει δόγματα;». Η ερώτησις ευρίσκει εύκολα απάντηση, αν εξετάσει κανείς προσεκτικά το χωρίο των πράξεων των Αποστόλων που αφορά στην πρώτη Αποστολική Σύνοδο και στο οποίο μόλις αναφερθήκαμε. Η Σύνοδος αυτή έγινε μερικά χρόνια μετά την Πεντηκοστή, οπότε και το Πνεύμα το Άγιον κατήλθε στην Εκκλησία και την οδήγησε εις πάσαν την αλήθειαν. Το πρόβλημα που αντιμετωπίστηκε από την Σύνοδο ήταν το αν έπρεπε να τηρείται ο Μωσαϊκός Νόμος και δη η περιτομή, από τους χριστιανούς. Δηλαδή, αν κάποιος, για να σωθεί, έπρεπε κατ' ανάγκην να περιτέμνεται. Όπως ήταν φυσικό, η απόφασις της Συνόδου ήταν αρνητική, διότι ο Μωσαϊκός Νόμος καταργήθηκε ως προς τις υποχρεωτικές του διατάξεις με τον σταυρικό θάνατο του Κυρίου. Οι Απόστολοι και όσοι ήταν σταθεροί στην πίστη και είχαν τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος το εγνώριζαν αυτό καλά. Όμως, όταν μερικοί ιουδαΐζοντες εκήρυτταν το αντίθετο δημιουργήθηκε πρόβλημα στην Εκκλησία και μάλιστα στους αστήρικτους και νέους στην πίστη. Γι' αυτό και η Εκκλησία εν Συνόδω εδογμάτισε με σαφήνεια πάνω στο ζήτημα αυτό. Όχι πως τότε ανακαλύφθηκε αυτό το δόγμα, ότι δηλαδή δεν πρέπει κανείς να τηρεί τον Μωσαϊκό Νόμο για να σωθεί, αλλά όταν δημιουργήθηκε πρόβλημα στην Εκκλησία τότε συνοδικά διατύπωσε το δόγμα αυτό επισήμως. Μέχρι τότε, αυτή η αλήθεια της πίστεως βιωνόταν και ήταν γνωστή και φανερωμένη από το Άγιο Πνεύμα στους Αποστόλους και σε όλους όσους ήταν μέτοχοι σ' αυτό. Η πρώτη Αποστολική Σύνοδος, λοιπόν, όπως και όλες οι εν Πνεύματι Αγίω συνελθούσες σύνοδοι της Εκκλησίας, δεν ανακάλυψε ή εφεύρε νέα δόγματα αλλά φανέρωσε και διατύπωσε επισήμως τα μόνιμα και σταθερά και ήδη γνωστά στους Αγίους. Και αυτό συνέβαινε μόνο στις περιπτώσεις όπου αιρετικοί απειλούσαν να τα αλλοιώσουν και να παρασύρουν τους αστήρικτους πιστούς και να καταλύσουν την Εκκλησία. Το Σώμα, όμως, του Χριστού, η Εκκλησία, στο διάβα των αιώνων και με την ανοχή του Χριστού για να φανούν οι δόκιμοι υφίστατο σχίσματα και διαιρέσεις. Το μεγαλύτερο, μάλιστα, σχίσμα συνέβη όταν το υπό φραγκική κατοχή και επιρροή δυτικό κομμάτι της Εκκλησίας, παροδηγημένο, εγκατέλειψε το σώμα της Εκκλησίας, για πολιτικούς, αρχικά, λόγους. Αυτό ολοκληρώθηκε περί τα τέλη της πρώτης χιλιετίας μ.Χ.. Όπως είναι φανερό, σε όλες τις περιπτώσεις, τα δόγματα και μάλιστα τα θεωρητικά, όσα δηλαδή, αφορούσαν θεολογικά και όχι πρακτικά ζητήματα της χριστιανικής ζωής, υπήρξαν τα αποτελεσματικότερα όπλα στα χέρια των αιρεσιαρχών για να αποκτήσουν οπαδούς και να δημιουργήσουν νέες κινήσεις και οργανώσεις. Η συνταγή ήταν εύκολη και απλή: επεξεργαζόμενοι φιλοσοφικά και θεωρητικά τα δόγματα της θρησκείας όπου ανήκαν, έβρισκαν κάποιο ή κάποια στα οποία διαφωνούσαν, στήριζαν αυτήν τους τη διαφωνία και με κάποια λογικοφανή επιχειρήματα, έπειθαν κάποιους για την ορθότητα της δικής τους τοποθέτησης και δημιουργούσαν την δική τους ομάδα. Τα δόγματα, λοιπόν, από θεόθεν αποκεκαλυμμένες θεωρητικές και πρακτικές αλήθειες της πίστεως μετετράπησαν σε φιλοσοφικές θέσεις και απόψεις και κατ' επέκτασιν, σε αφορμές για μύριες διαιρέσεις του χώρου της Εκκλησίας. Με αυτήν, όμως, την έννοια τα δόγματα αποτελούν και το καύσιμο που τροφοδοτεί την φοβερή φωτιά του θρησκευτικού φανατισμού που κατακαίει τις ψυχές των χριστιανών και δεν τις αφήνει να δροσιστούν με την αγάπη και την ειρήνη του Χριστού. Όταν τα δόγματα ξεκοπούν από την αγιοπνευματική ζωή που βιώνεται εντός της Εκκλησίας και σαν χαρακτηριστικά έχει την αγάπη, την πραότητα και την ταπείνωση του Χριστού, τότε μετατρέπονται σε εγκεφαλικές ιδέες και γνώσεις που σπανίως εκφράζουν την αλήθεια. Και τότε, δυστυχώς, ζυμώνονται μαζί με τον εγωισμό, την κενοδοξία και τα άλλα πάθη που εμφωλεύουν στην καρδία του ανθρώπου και τον σπρώχνουν προς το μίσος των αντιφρονούντων, στην καταλαλιά, ίσως ακόμη και στον φόνο. Πολλές, άλλωστε και αιματηρές, είναι οι μάχες και οι σφαγές που έχουν διαπράξει – κακώς επονομαζόμενοι – χριστιανοί στο όνομα κάποιας δογματικής διαφοράς. Όπως είπαμε, όμως, πολλές φορές μέχρι τώρα, τα δόγματα δεν είναι οι αιτίες αλλά οι αφορμές για τις διαιρέσεις, τις μάχες και τους φόνους. Οι αιτίες είναι βαθύτερες και δεν βρίσκονται στον εγκέφαλο, απ' όπου πηγάζουν οι φιλοσοφικές και θεολογικές αντιλήψεις, που κακώς ονομάζονται «χριστιανικά δόγματα». Οι αιτίες αυτές βρίσκονται στην καρδιά του ανθρώπου, όπως λέγει και ο Κύριος: «εκ γαρ της καρδίας εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι» (Ματθ. ιε΄/15, 19). Η καρδιά, λοιπόν, είναι το όργανο που πρέπει πρώτα να καθαρίσουμε ώστε να γίνει και η διάνοια καθαρή για να αντιληφθεί τα χριστιανικά δόγματα.
4.
Ο φανατικός
δογματισμός μπορεί να προκαλέσει τον εξίσου καταστροφικό
αδογματισμό
Αναφέραμε, την προηγούμενη φορά, τον ιστορικό δρόμο που ακολούθησε η διαστρέβλωση της έννοιας «δόγμα». Δηλαδή, πως από θεόθεν αποκεκαλυμμένες θεωρητικές αλλά και πρακτικές αλήθειες της χριστιανικής πίστεως, ξεγυμνώθηκαν σχεδόν από το πρακτικό μέρος και από θείες αποκαλύψεις κατήντησαν φιλοσοφικές απόψεις που πάνω τους στηρίχθηκαν και εξακολουθούν να στηρίζονται οι αιρεσιάρχες για να δημιουργούν τις δικές τους ομάδες και οργανώσεις. Φανερό, λοιπόν, είναι πως αυτά τα δόγματα, με την παρεξηγημένη βεβαίως έννοια του όρου, προξενούν αντιπάθεια και άρνηση σε πολλούς, διότι ακριβώς, είναι τα μέσα διαίρεσης και φανατισμού των περισσοτέρων που ανήκουν στον χριστιανικό κόσμο. Πολλοί, αντιδρούν και μόνο στο άκουσμα της λέξης «δόγμα» διότι την συνδέουν με κάποιον αρχηγό-εμπνευστή στον οποίο υπακούν, σχεδόν τυφλά, μια ομάδα φανατισμένων οπαδών που βλέπουν τους υπολοίπους ανθρώπους – το λιγότερο – ως στερημένους των χριστιανικών αληθειών και αξίους της αιωνίου καταδίκης. Παρατηρώντας, λοιπόν, οι περισσότεροι, αυτή την διαστρεβλωμένη χρήση της λέξης «δόγμα» και τα τραγικά αποτελέσματά της αλλά αγνοώντας την ορθή και μέση οδό της αληθείας, οδηγούνται με πάθος στο άλλο άκρο και υποστηρίζουν ότι τα δόγματα, γενικώς και ανεξαρτήτου προελεύσεως, είναι βλαβερά και καταστροφικά. Φθάνουν, μάλιστα, μερικές φορές να πουν, ότι τα δόγματα απομακρύνουν τον άνθρωπο απ' τον Θεό διότι του φουσκώνουν το μυαλό, τον φανατίζουν και τελικά δεν τον αφήνουν να επικεντρώσει τις προσπάθειές του στην τήρηση των πρακτικών εντολών του Χριστού. Λένε μάλιστα, πολλές φορές, ότι δεν έχει καμία αξία το «τι πιστεύεις» αλλά τελικά το «τι κάνεις». Έτσι, οδηγούνται, σταδιακά, στην απόρριψη κάθε θεολογικού δόγματος, πάντοτε, με την αιτιολογία, ότι χωρίζει και δεν ενώνει τους ανθρώπους και διακηρύσσουν την οδό των καλών έργων, την οδό, δηλαδή, του καλού κι αγαθού ανθρώπου. Μια τέτοια αντίληψη και διάθεση, κατ' αρχήν, φαίνεται καλή και σωστή και επαινετή. Ιδιαίτερα σε όσους έχουν νοιώσει τον πόνο και την θλίψη των αποτελεσμάτων του φανατισμού, που προέρχεται από τον στείρο και δηλητηριώδη υπερδογματισμό που αναφέραμε προηγουμένως. Ωστόσο, μια τέτοια αντίληψη, της άρνησης, δηλαδή, κάθε δόγματος και την αντικατάστασή τους με την θεωρία των καλών έργων, είναι εξίσου καταστροφική και επιβλαβής και ίσως πολύ πιο επικίνδυνη από την προηγούμενη – για λόγους που θα εξηγήσουμε αμέσως. Διότι αν η προηγούμενη είναι μια διαστρέβλωση των λόγων του Ευαγγελίου, όπου ο καθένας τα ερμηνεύει όπως θέλει, αυτή η κατάσταση είναι, στην ουσία, άρνηση του Λόγου του Θεού, του Ευαγγελίου της σωτηρίας και αντικατάστασή τους με έναν ουμανιστικού χαρακτήρα στόχο ζωής, δηλαδή, με ένα σύστημα όπου το κέντρο του δεν είναι ο Θεός που χαρίζει στον αμαρτωλό άνθρωπο την σωτηρία δωρεάν, αλλά ο άνθρωπος που προσπαθεί να τελειωθεί και να ολοκληρωθεί μόνος του. Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, ότι αν και εξωτερικά και επιφανειακά, σαν ιδεολογία η απόρριψη των δογμάτων που διαιρούν τους ανθρώπους φαίνεται όμορφη και καλή, εν τούτοις, στο βάθος της, κρύβεται το φίδι της αποστασίας και η κακή επιλογή του ανθρώπου να φτάσει μόνος του στην τελειότητα, να γίνει μόνος του θεός. Η παντελής άρνηση και απόρριψη των δογμάτων, δηλαδή, ο αδογματισμός, που στην ουσία έχει σαν επικάλυμμα, τον ανθρωπισμό, είναι ίσως πιο επικίνδυνος και από τον άλλο αρρωστημένο αντίποδά του, τον υπερδογματισμό.
5. Ο αδογματισμός
οδηγεί
σε
σχετικοποίηση, σε ισοπέδωση και σε πνευματική ερήμωση
Ζούμε σε μια εποχή πολύ δύσκολη αλλά και πολύ αξιόλογη, από πλευράς ταχύτητας εξελίξεως των ιστορικών γεγονότων. Η γνώση έχει πληθυνθεί, οι επικοινωνίες συνδέουν τους ανθρώπους αστραπιαία σε όποια μέρη του κόσμου κι αν βρίσκονται, οι πληροφορίες ανταλλάσσονται μαζικά και ταχύτατα με κάθε γωνιά της γης και φυσικό είναι η ιστορία του ανθρώπου να έχει σε μια καινούργια φάση. Είναι δύσκολο, πλέον, για μας έστω και απλώς να παρακολουθούμε τις επιστημονικές, τεχνολογικές αλλά και πολιτικές και θρησκευτικές εξελίξεις που συμβαίνουν στις μέρες μας. Ας σταθούμε για λίγο στις τελευταίες, δηλαδή, στις πολιτικοθρησκευτικές εξελίξεις και ας αντλήσουμε απ' αυτές μερικές πληροφορίες που σχετίζονται με το θέμα που εξετάζουμε. Στις μέρες μας παρατηρείται μια, σίγουρα, δυσανάλογη έξαρση των ομάδων και των οργανώσεων θρησκευτικού χαρακτήρα, με επίκεντρο την χριστιανική πίστη, αλλά και τις ανατολικές θρησκείες και του εσωτερισμού και μυστικισμού. Μερικές ομάδες από αυτές, χαρακτηρίζονται από φανατισμό που προέρχεται από την έντονη και ιερή προσκόλληση στα δόγματά τους. Ένα μεγάλο πλήθος, όμως, από αυτές τις θρησκευτικές ομάδες, είτε χριστιανικές είναι είτε όχι, σε αντίθεση – ίσως και αντίδραση – προς τις προηγούμενες, προβάλλουν σαν κεντρικό στόχο την τελειοποίηση του ανθρώπου. Και ας προσέξουμε ότι δεν καταφέρονται εναντίον των υπολοίπων αλλά, απλώς, τις θεωρούν σαν διαφορετικούς δρόμους που καταλήγουν και αυτές, τελικά, στον ίδιο σκοπό με τις ίδιες. Με άλλα λόγια, λένε ότι δεν έχει σημασία αν είσαι καλός ευαγγελικός ή καλός καθολικός ή ακόμη και καλός βουδιστής ή ινδουιστής, σημασία έχει να είσαι καλός άνθρωπος. Δεν έχει τόση σημασία το τι, στην ουσία, πιστεύεις μια και όλες οι θρησκείες το ίδιο περίπου λένε και σαν στόχο έχουν την τελειοποίηση του ανθρώπου. Ισχυρίζονται, λοιπόν, ότι όλες οι θρησκείες είναι απλώς διαφορετικοί δρόμοι που, όμως, καταλήγουν στο ίδιο σημείο. Τα αποτελέσματα αυτής της αντιλήψεως, αυτής της ιδεολογίας, αυτής της θρησκευτικής, πλέον, διδασκαλίας του αδογματισμού, είναι, βεβαίως, ενωτικά και συγκεντρωτικά. Δηλαδή υπάρχει η τάσις όχι πλέον να διαιρούνται και να διασπώνται οι θρησκείες σε άλλες μικρότερες αλλά ακριβώς το αντίστροφο. Πολλές μικρές θρησκευτικές ομάδες, να πλησιάζουν η μία την άλλη και τελικώς να συγχωνεύονται ουσιαστικά, αλλά ίσως και τυπικά. Όμως και στον χώρο τον πολιτικό, σε επίπεδο κρατών, παρατηρούμε σιγά-σιγά κάτι ανάλογο να συμβαίνει. Μετά από τις εθνικιστικές, δηλαδή, διαιρετικές εξάρσεις που εκτονώνονται με πολέμους, παρατηρείται μια τάση ενοποίησης – στην ουσία ισοπέδωσης – των λαών, σε μεγάλα ενιαία συγκροτήματα με ενιαίο οικονομικό, διοικητικό αλλά και πολιτιστικό σύστημα. Ένα τέτοιο παράδειγμα, μέσα στο οποίο ανήκει η χώρα μας και ζει μέρα με τη μέρα την αλλοτρίωση του παραδοσιακού της πολιτισμού και την αφομοίωσή της, είναι η Ε.Ο.Κ.. Αλλά αυτές οι δυο κινήσεις, παγκοσμίου χαρακτήρα, έχουν και ονόματα. Η πολιτιστική, ισοπεδωτική ενοποίηση ονομάζεται «Νέα Τάξη Πραγμάτων» και η αντίστοιχη θρησκευτική ονομάζεται «Νέα Εποχή». Ο συνδυασμός τους προβλέπει έναν κόσμο ειρηνικό μεν αλλά η ειρήνη αυτή δεν μοιάζει καθόλου με την ειρήνη του Χριστού. Μοιάζει, μάλλον, με την ειρήνη που παρουσιάζει ο κοιμισμένος ή ο νεκρός. Και βέβαια, κάπως έτσι ενωμένος και ναρκωμένος – ή νεκρωμένος – πνευματικά θα είναι ο κόσμος που θα υποδεχτεί τον Αντίχριστο. Ο Απ. Ιωάννης διηγείται: «Και είδον εκ του στόματος του δράκοντος και εκ του στόματος του θηρίου και εκ του στόματος του ψευδοπροφήτου πνεύματα τρία ακάθαρτα, ως βάτραχοι· εισίν γαρ πνεύματα δαιμονίων ποιώντα σημεία, α εκπορεύεται επί τους βασιλείς της οικουμένης όλης, συναγαγείν αυτούς (να τους μαζέψουν όλους) εις τον πόλεμον της ημέρας εκείνης της μεγάλης του Θεού του παντοκράτορος» (Αποκ. ις΄/16, 13-14). Μαζεύονται, ακριβώς πριν από το τέλος και ενώνονται, όλα τα βασίλεια εναντίον των Αγίων υποκινούμενα από τον Διάβολο, τους δαίμονες και τα επίγεια όργανά του.
6. Οι
αντιφάσεις στον αδογματισμό
Δεν είναι, όμως, ο κατάλληλος χώρος για να επεκταθούμε σ’ αυτό το ζήτημα. Απλώς θέλουμε να επισημάνουμε δυο πράγματα: (α) ότι η ενότητα δεν είναι κατ’ ανάγκην και από μόνη της καλή αλλά εξαρτάται και από τον στόχο που αποσκοπεί και (β) ότι μια άνομη και καταστροφική σύγκλιση θα ενώσει όλους εναντίον του Θεού και των Αγίων. Ας μην επιδιώκουμε, λοιπόν, τέτοια σύμπνοια και ενότητα. Είναι πραγματικά πολύ ανησυχητικό φαινόμενο των ημερών μας, ο αδογματισμός. Και βέβαια δεν υπονοούμε ότι όλοι όσοι τον ασπάζονται γνωρίζουν και το τέλος του δρόμου και σκοπίμως τον ακολουθούν. Απλώς, οι περισσότεροι, έχοντας άγνοια της αληθείας, αντιδρούν στον εσφαλμένο υπερδογματισμό και απορρίπτουν τα δόγματα της πίστεως, το ένα πίσω από το άλλο, αδιακρίτως σαν άχρηστα και ανθρώπινες ανακαλύψεις. Έχουν, όμως, δίκιο; Είναι πράγματι έτσι; Άραγε δεν συμπεριλαμβάνει η χριστιανική διδασκαλία θεωρητικά δόγματα παρά μόνον πρακτικές εντολές και παραινέσεις; Πώς μπορεί να είναι εξίσου δεκτός, ως χριστιανός, εκείνος που πιστεύει ότι ο Θεός είναι μόνον ο Πατέρας με αυτόν που πιστεύει ότι ο Θεός είναι μόνον τρία ισότιμα πρόσωπα, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα; Δηλαδή, πώς και οι δύο ευρίσκονται στην αλήθεια Του Χριστού όταν ο ένας πιστεύει ότι ο Χριστός είναι ο Θεός και ο άλλος πιστεύει ότι ο Χριστός είναι ένα από τα κτίσματα, δηλαδή, τα δημιουργήματα; Ή, ακόμη χειρότερα, ο ένας να πιστεύει ότι το Άγιο Πνεύμα είναι ο Θεός και ο άλλος να πιστεύει ότι είναι πράγμα απρόσωπο και άβουλο, όπως η πέτρα; Άραγε μπορούν και οι δυο να έχουν δίκιο; Να γνωρίζουν και οι δυο την αλήθεια; Προφανώς όχι. Αν προχωρήσουμε λίγο περισσότερο, ρωτούμε: «Πώς δεν έχει σημασία ο ένας να πιστεύει ότι το βάπτισμα αφαιρεί αμαρτίες και η Θεία Ευχαριστία είναι κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού ενώ ο άλλος να πιστεύει ότι και τα δυο είναι απλώς εξωτερικά σύμβολα και δημόσιες εκδηλώσεις και διακηρύξεις;» Για τον έναν αποτελούν μέσα σωτηρίας ενώ, για τον άλλον, προαιρετικά και πιθανόν ξεπερασμένα μέσα εκφράσεως της προσωπικής τους θέσης που πιθανόν να μπορούσαν να αντικατασταθούν με μια υπεύθυνη δήλωση. Και αν αυτές οι τόσο σοβαρές δογματικές διαφορές είναι άνευ σημασίας, γιατί να έχει σημασία αν τον Λυτρωτή και Σωτήρα τον λένε «Ιησού Χριστό» ή «Βούδα» ή κάπως αλλιώς; Πού μπορεί να τοποθετηθεί μια διαχωριστική γραμμή; Όντως, πουθενά. Σ’ αυτό το σημείο οδηγεί αναπόφευκτα ο αδογματισμός, η αλόγιστη και από αντίδραση ισοπέδωση των δογμάτων. Η χριστιανοσύνη, όμως, δεν είναι έτσι. Βεβαίως και υπάρχουν θεωρητικά δόγματα της πίστεώς μας τα οποία, όμως, έχουν άμεσο αντίκτυπο στην πρακτική μας στάση. Επί παραδείγματι, το ότι ο Θεός είναι τρία πρόσωπα, δηλαδή, κοινωνία προσώπων, μας δείχνει ότι ο άνθρωπος που είναι εικόνα του Θεού πρέπει να είναι και αυτός κοινωνία προσώπων. Μεταξύ των προσώπων του Θεού υπάρχει ο φυσικός και άρρηκτος σύνδεσμος της αγάπης και της ενότητος. Το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και στον άνθρωπο. Αν ο Θεός είναι ένα πρόσωπο μόνο του, άρα η αγάπη δεν είναι φυσικό Του ιδίωμα ενώ, ταυτόχρονα, το πρότυπο του ανθρώπου μεταβάλλεται σε ατομοκεντρικό.
7. Χριστός: η ελπίδα και ο λυτρωτής του ανθρώπου από την
θύελλα του αδογματισμού
Δεν θα επεκταθούμε, όμως, προς το παρόν, σε περισσότερα παραδείγματα. Αντ’ αυτού, ας διαβάσουμε την γνώμη των ιερών συγγραφέων της Αγίας Γραφής για το αν πράγματι έχει σημασία η δογματική διδασκαλία. Ο Απ. Παύλος λέγει: «ας αφήσουμε λοιπόν την στοιχειώδη περί Χριστού διδασκαλία και ας φερόμεθα προς την τελειότητα, χωρίς να βάζομεν πάλιν θεμέλιον μετανοίας από νεκρά έργα και πίστεως εις τον Θεόν, διδασκαλίας περί βαπτισμάτων και περί επιθέσεως των χειρών, περί αναστάσεως των νεκρών και περί αιωνίου κρίσεως» (Εβρ. ς΄/6, 1-2). Αυτά τα θεωρητικά θέματα ή δόγματα, είναι το θεμέλιο του Χριστιανισμού. Το κέντρο του χριστιανικού κηρύγματος δεν είναι ούτε τα καλά έργα ούτε ο ουμανισμός, ούτε η οικολογία. Αυτά, βέβαια, είναι επακόλουθα. Το κέντρο του χριστιανικού Ευαγγελίου είναι ο Χριστός. «Οι Ιουδαίοι θέλουν θαύματα οι δε Έλληνες ζητούν σοφία. Εμείς, όμως, κηρύττομεν Χριστόν εσταυρωμένον» και πάλι «κηρύττομεν μυστικήν σοφίαν Θεού που ήτο κρυμμένη και την οποίαν προόρισεν ο Θεός προ των αιώνων προς δόξαν μας» (Α΄ Κορ. α΄/1, 22-23 και β΄/2, 7). Ας μην αγνοούμε ή απορρίπτουμε τα χριστιανικό δόγματα, αλλοιώνοντας έτσι το Ευαγγέλιο του Χριστού και υπηρετώντας έτσι τα σχέδια του Διαβόλου και των σκοτεινών δυνάμεων, έστω και ακουσίως, αλλά ας προσεγγίσουμε την σταθερή και ισορροπημένη διδασκαλία της Εκκλησίας μας έτσι ώστε με την Χάρη του Χριστού να φτάσουμε «εις άνδρα τέλειον» (Εφ. δ΄/4, 13) και «ητοιμασμένον εις παν έργον αγαθόν» (Β΄ Τιμ. β΄/2, 21) Και ας μην ξεχνάμε ότι «εξ έργων νόμου ου δικαιοθήσεται πάσα σαρξ» (Ρωμ. γ΄/3, 20). Αλλά «καθένας που θα επικαλεστεί το όνομα του Κυρίου, θα σωθεί. Πώς, λοιπόν, θα επικαλεσθούν Εκείνον εις τον οποίον δεν επίστεψαν; Και πώς θα πιστέψουν εις Εκείνον δια των οποίων δεν άκουσαν;... Επομένως η πίστις έρχεται από την ακοή του κηρύγματος και το κήρυγμα είναι ο λόγος του Θεού» (Ρωμ. ι΄/10, 13-14 και 17). Ας μην ακυρώνουμε, λοιπόν, το κήρυγμα της σωτηρίας και το έργο του Χριστού και των Αποστόλων κηρύττοντας ουμανισμό. Ούτε να ακρωτηριάζουμε την πίστη που στηρίζεται σε δυο πόδια: την θεωρία και την πράξη, κόβοντας άλλοτε το ένα και άλλοτε το άλλο. Απομαγνητοφώνηση: Θανάσης Αναστασίου |
Δημιουργία αρχείου: 21-3-2007.
Τελευταία μορφοποίηση: 14-2-2017.