Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Φιλοσοφικά

Η (αυτο-)αναίρεση τού Θετικισμού (Positivismus) * Απογύμνωση τού Ιστορικού Υλισμού * Η ιδεολογία του καπιταλισμού * Περί συνέπειας Θεϊσμού, Αγνωστικισμού και Αθεϊσμού * Η «απόσυρση του Χάιντεγκερ», ο λόγος και το πρόσωπο

Οι μεταφυσικές προϋποθέσεις του ουτοπισμού

«Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθαίος 5, 8)

Γεώργιος Φλωρόφσκι

 

Μετάφραση: Ειρηναίος Bulovic

Από το Voie Ν° 4, Paris 1926.

Στην ολόφωτη μνήμη του αλησμόνητου Π. Ι. Νοβγκορόντσεβ.

 

Τα ουτοπιστικά ιδανικά έχουν πάντοτε αφηρημένον χαρακτήρα. Όσο και αν συνδέωνται με ιστορικές και βιοτικές εντυπώσεις, των οποίων η αντανάκλαση αναγνωρίζεται εύκολα, πάντοτε σχεδόν, μέσα τους, εν τούτοις ανοικοδομούνται με την δύναμη της αφαιρέσεως. Την δε λογική δικαίωση των ιδανικών τους δεν την αναζητούν οι ουτοπισταί μέσα στην συγκεκριμένη και ζωντανή εμπειρία, αλλά μέσα στους ομοιομόρφους κανόνες του «ορθού λόγου» ή της «φύσεως», μέσα στο «φυσικό» δηλαδή δίκαιο. εδώ εκδηλώνεται, φυσικά, κατά τρόπον αμυδρό η ορθή επίγνωση της απροϋπόθετης κατηγορηματικότητος των αξιολογικών κριτηρίων, διαστρεβλωμένη όμως λόγω της υποστατικοποιήσεως των κριτηρίων αυτών, λόγω της αποκοπής τους από την ζώσα ηθική συνείδηση, η οποία μόνη τα γεμίζει με νόημα. Μ' αυτόν ακριβώς τον τρόπο του σκέπτεσθαι έχει συνάρτηση η εξισοπεδωτική κοινωνικότητα των ουτοπιστών. Η ιδεώδης κατάσταση, ως κατάσταση της ολοκληρώσεώς, της πληρότητος, της τελειότητος, ως «εκείνο, καλλίτερο του οποίου τίποτε δεν μπορεί να ύπαρξη», πρέπει εξ ορισμού να είναι το μοναδικό «αντικείμενο».

Η αντικειμενικοποίηση της κατηγορικής προσταγής οδηγεί στην ιδέα του μοναδικού και παντελείου κοινωνικού συστήματος, εξ ίσου και αλάνθαστα «ομαλού» (ταιριαστού) για κάθε κοινωνία και κάθε λαό, εξ ίσου ευεργετικού για όλες τις εποχές. Πρόκειται περί ενός «κανονικού συντάγματος» των ανθρωπίνων κοινωνιών, εξαγομένου μονοσήμαντα από την άτρεπτη και αναλλοίωτη, παρά την ιστορική ποικιλομορφία των συνθηκών, «ουσία» η «φύση» του ανθρώπου ως ανθρώπου, ως «γενικής ουσίας». Να γιατί μέσα στην ουτοπιστική κοσμοθεωρία λανθάνει πάντοτε κάποια αντιιστορική απόκλιση, που απλώς συγκαλύπτεται, χωρίς να υπερνικάται, με την παραδοχή της ποικιλίας των ηλικιών των διαφόρων κοινωνιών. Υποτίθεται, πάντως, ότι όλες οι κοινωνίες περνούν τα ίδια ακριβώς στάδια, τις ίδιες ακριβώς φάσεις στην ανάπτυξη τους, ότι, δηλαδή, όλες ανήκουν στον ένα και τον αυτόν εμβρυολογικό τύπο. Τελικά, υποτίθεται, θα ευθυγραμμισθούν όλες κατά την ανέλιξη τους, τότε δε θα εγκαθιδρυθή ένα ομοιογενές πολίτευμα, που προσιδιάζει στην ώριμη ανθρώπινη ύπαρξη. Η παρέκκλιση από τον μοναδικό κανονικό τύπο της εξελίξεως εκτοπίζει τον λαό από τον χώρο της ιστορίας, τον καταδικάζει σε «μη ιστορική» μοίρα. Η σκέψη, εν εσχάτη αναλύσει, προχωρεί στο φανταστικό όνειρο είτε περί ενός πολυσυνθέτου συστήματος ομογενών κυττάρων, περί συστήματος «συνεταιρισμών» δηλαδή, είτε περί μιας ενιαίας παγκοσμίου «αυτοκρατορίας».

Με την εγκατάσταση ενός ομοιομόρφου, «λογικού» και «φυσικού» πολιτεύματος θα αρθή η αναζήτηση για το κοινωνικό «ιδεώδες». Θα υλοποιηθή η ιδανική κοινωνία. Το πρέπον και το πραγματικό θα συμπέσουν και θα συνταυτισθούν για πάντα. Τοιουτοτρόπως εμφαίνεται μέσα από τον κοινωνικό ουτοπισμό η ιδιάζουσα ουτοπική φιλοσοφία της ιστορίας, η οποία το θεμελιώνει και τον υποστηρίζει. Υπάρχει η ελπίδα, ότι κάποτε ίσως μάλιστα και σύντομα κιόλας— «θ' ανατείλη το άστρο της μαγευτικής ευδαιμονίας», και δη θα ανατείλη άπαξ δια παντός, σε μία «πανανθρώπινη» μάλιστα η «οικουμενική» κλίμακα. Αυτή λοιπόν η ελπίδα εμπνέεται και υποθάλπεται από μία ιδιότυπη κατανόηση και ερμηνεία του νοήματος και του χαρακτήρος του ιστορικού γίγνεσθαι.

Εν συνεχεία θα ασχοληθούμε με τούτη την επόμενη βαθμίδα της ουτοπιστικής κοσμοθεωρίας.

Ο κοινωνικός ουτοπισμός αποτελεί την έκφραση της πίστεως στο ολοκληρώσιμο της προόδου, στο τέλος της. Η ρέπει να υπογραμμισθή τούτο: πρόκειται ακριβώς για το τέλος της προόδου και όχι του ιστορικού γίγνεσθαι εν γένει. Η ουσία του πράγματος έγκειται εδώ στο ότι η ροή του ιστορικού χρόνου νοείται, απεναντίας, ως ατέρμων, ως επ’ αόριστον και επ’ άπειρον διαρκούσα. Δεν τερματίζεται η ιστορία· τερματίζεται μόνο η πρόοδος, δηλαδή η αύξηση, ο εμπλουτισμός, η βελτίωση και η τελείωση της ζωής και της υπάρξεως. Επάνω στην ατελεύτητη γραμμή του χρόνου εντοπίζεται κάποιο ιδιαίτερο η κρίσιμο σημείο, όπου η «ιστορία» διαδέχεται την «προϊστορία». Άλλα και μετά το περιλάλητο «άλμα από το βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας» εξακολουθεί να υπάρχη η εναλλαγή των γενεών η εναλλαγή αυτή πρέπει μάλιστα να συνεχισθή, διότι διαφορετικά θα έχανε και η πρόοδος κάθε νόημα. Ολόκληρη η «προϊστορία» δεν είναι άλλο παρά μακροχρόνια διαδικασία παραγωγής και εναποθηκεύσεως προς χάριν του μελλοντικού καταναλωτού· προϋπολογίζεται δηλαδή, ότι θα υπάρχη κάποιος, που θα ζήση υπό τις μακάριες και ευήμερες συνθήκες ζωής του ιδανικού εκείνου καθεστώτος. Εάν με την επίτευξη της τελειότητος τελείωνε και το ίδιο το ιστορικό γίγνεσθαι, Εάν έσβηνε ο ίδιος ο χρόνος, τότε η ζωή, υπό την ουτοπική οπτική γωνία, θα έχανε κάθε νόημα. Η ιστορία θα προσελάμβανε τον χαρακτήρα μιας άκαρπης και παράλογης συσσωρεύσεως άχρηστων και ως εκ τούτου πλαστών άξιων. Ο ουτοπιστής είναι υποχρεωμένος να υποστηρίξη, το λιγώτερο, ότι η «ιστορία» είναι διαρκέστερη από την «πρόοδο». Εκ παραλλήλου όμως είναι ηναγκασμένος να υποστηρίξη την ετερογένεια των δύο αποκομμάτων του ιστορικού χρόνου: η μεν τεθλασμένη ανέρχεται, μετά δε την άνοδο της ακολουθεί ένα άπειρο ή εν πάση περιπτώσει αχανές οροπέδιο…στην προκειμένη περίπτωση η αποδοχή της ομοιογενείας του χρόνου θα εσήμαινε αυτοκτονία. Όταν το αυτάρκες αξιολογικό κριτήριο έχει υποκατασταθή από το χρονολογικό, τότε το τέρας της πεπερασμένης προόδου μέσα σ' έναν άπειρο χρόνο επιβάλλεται με αναπότρεπτο πειθαναγκασμό. Ει δ’ άλλως θα πρέπη να αποστρακίσωμε εντελώς ακόμη και την ιδέα της προόδου, την ιδέα του κοινωνικού ιδεώδους, και ή να ανακηρύξωμε όλην την ιστορία εστερημένη νοήματος ή να «συνδιαλλαγούμε» με την κάθε εποχή. Το κοινωνικό ιστορικό γίγνεσθαι μπορεί να δικαιωθή μόνο τότε, όταν υπάρχει το χρονολογικό στήριγμα. Εν σχέσει προς το εν τω χρόνω απείρως απομεμακρυσμένο σημείο αναφοράς δεν παρατηρείται κανένα προχώρημα. Η κίνηση προς έναν απείρως απομεμακρυσμένο στόχο με τίποτε δεν διαφέρει από την ακινησία, καθ' ότι μέχρι τον στόχο παραμένει, επί της γραμμής του χρόνου, «τόση» πάντοτε απόσταση, όση υπήρχε και πριν — σήμερα η χθες.

Το ιδεώδες είναι γεγονός του κατορθωτού μέλλοντος· επί πλέον δε, είναι ο λανθάνων εμμενής σκοπός όλης της ροής του χρόνου. Χάριν αυτού και συντελείται κατ' ουσίαν η ιστορία. Ο ουτοπιστής αναγκάζεται να εννοή και να ερμηνεύη την ιστορία σε τελολογικές κατηγορίες — να την εννοή δηλαδή και να την ερμηνεύη ως εξέλιξη, ως εκτύλιξη εμφύτων δυνατοτήτων και καταβολών, ως εκβλαστήση και ωρίμανση του σπόρου, ως αυτοπραγμάτωση κάποιου «σχεδίου» ή «εντελέχειας». Μέσα στην ιστορία έχει προδιαμορφωθή και προορισθή όλος ο κύκλος των αλληλοδιαδόχων μετασχηματισμών καθ' οδόν προς την αρτιότητα, προς την οιονεί «ενηλικίωση». Αφού έχει σκοπό ή «τέλος», η ιστορία πρέπει να έχη και σχέδιο. Η ιδέα της τελολογικής εξελίξεως συνεπάγεται αναπόφευκτα μία ιδιόρρυθμη λογική πίστη στην Πρόνοια. Μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι επιτυγχάνεται και πραγματοποιείται ένας προδιαγεγραμμένος και προκαταβλημένος σκοπός, η δε πραγματοποίηση του προχωρεί με τελολογικό ρυθμό, δια μέσου οίκοθεν τεκμηριωμένων φάσεων. Όποιοι και αν είναι οι παράγοντες και οι δυνάμεις, που πραγματοποιούν το ενύπαρκτο αυτό σχέδιο, η ενέργεια τους δεσμεύεται από την ολοκληρωτική αναγκαιότητα. Αυτή δε η ιστορική ανάγκη δικαιολογεί τα δεινά του βίου. Από την σκοπιά της ανελίξεως η «τέλεια», «ώριμη» και «κανονική» κατάσταση δεν ενδέχεται να ήταν η πρωταρχική, ούτε, πάλιν, είναι δυνατό να παρουσιασθή δια μιας. Πρέπει να «προπαρασκευασθή». Από την άποψη αυτή δικαιώνεται ο κόσμος εν συνόλω, μέσα σ' όλες τις δομές του, και αναδεικνύεται, υπό το πρίσμα της τελολογικής του αρμονίας, ως «ο καλύτερος από όλους τους κόσμους». Η δικαίωση αυτή του κόσμου διεξάγεται μπροστά στο δικαστικό βήμα της λογικής διανοίας· έτσι όμως μας αφήνει συχνά ανικανοποίητους συναισθηματικούς, αφού μένει βουβή για το άμεσο και ακέραιο ηθικό αισθητήριο. Δικαιώνεται ακριβώς ο κόσμος και όχι ο άνθρωπος, η ιστορία ως σύνολο και όχι η προσωπική ζωή. Το πρόσωπο, τουναντίον, μετατρέπεται σε όργανο η στοιχείο της ουσίας του κόσμου, θυσιάζεται στο όλον. Κατ' αυτόν δε τον τρόπο θεμελιώνει και εδραιώνει η ιστορική τελολογία την προσωπομαχία, την εχθρική στάση έναντι του προσώπου, η οποία και συνιστά την παρεκτροπή της ουτοπικής κοσμοθεωρίας. Ο μεν άνθρωπος —ο εν γένει άνθρωπος εντάσσεται στην φύση, το δε κοινωνικό ιδεώδες αυξάνει μέχρι των διαστάσεων της παγκοσμιότητος. Η υποταγή αυτή του ανθρώπου στην φύση, η φυσιοποίησή του (naturalisation), συνδέεται στενώς με την αντίληψη περί του κόσμου ως τελολογικής ενότητος, ως οργανικού συνόλου, ως κάποιου υπερτέρας τάξεως ατόμου. Η ιστορία είναι ιστορία του κόσμου, η τελολογική δηλαδή και νομοτελής γένεσις και διάπλασίς του εν τω προσώπω του ανθρώπου, και απ’ εδώ ακριβώς πηγάζει η αρμονία και η ευταξία της. Η οργανική αυτή αίσθηση του κόσμου αποτελεί και την πρωταρχική βάση της ουτοπιστικής αντικειμενοποιήσεως των ιδανικών. Ο σκοπός της ιστορίας είναι αντικειμενικός, εμπράγματος, και δεν μπορεί να είναι άλλος, ούτε να συνίσταται σε τίποτε άλλο ειμή στην «τάξη», στο «σύστημα», εφ' όσον τούτο συνιστά την οριακή κατάσταση ενός φυσικώς αναπτυσσομένου και ολοκληρουμένου κόσμου.

Επαναλαμβάνουμε: μέσα σ' αυτήν την ρεαλιστική πρόσβαση στην ιστορία, μέσα σ' αυτήν την αντικειμενοποίηση των ιδανικών στόχων, μέσα στην διεύρυνση της «επί πάσαν την κτίσιν», μέσα σ' όλ' αυτά εμφιλοχωρεί μία βαθειά και αδιαφιλονείκητη αλήθεια. Η αποστολή της ιστορίας συνίσταται ως αληθώς στην πραγματική υπέρβαση της ατέλειας, στην πραγματική και οντολογική απολύτρωση, αναγέννηση και μεταμόρφωση, και όχι σε μία σκέτη άρση και κατάργηση όλων των επιγείων, ούτε και σε κάποια υποκειμενική ατομική αναχώρηση από του κόσμου σε μία απόκοσμη, ασκητική απαισιοδοξία. Το ψεύδος του οργανικού Ιστορισμού δεν έγκειται σ' αυτού του είδους τον «ρεαλισμό» ή πραγματισμό, αλλά στην άρση της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στην φύση και στην ιστορία, ανάμεσα στην φύση και στον άνθρωπο. Εάν και εφ' όσον η ιστορία αποτελή την συνέχιση και την ολοκλήρωση της «φύσεως», την φυσική δηλαδή διεργασία της εξελίξεως, τότε είναι, σ' όλα τα τμήματά της και σ' όλα τα στάδια της, απαραίτητη, άνευ εξαιρέσεων. Τότε μάλιστα, από την άλλη πλευρά, αποκτά το κυριολεκτικό της νόημα η έκφραση «ιστορία της ανθρωπότητας». Διότι καθώς μέσα στην φύση το οριακό υποκείμενο της εξελίξεως είναι το γένος,. που ζη στην πληθύ των εξατομικευόντων αυτό ειδών και στην πολυμορφία των παροδικών ατόμων, έτσι και μέσα στην ιστορία το γένος των ανθρώπων καταργεί και απορροφά τον πληθυντικό των ανθρωπίνων προσώπων. Σ' αυτό ακριβώς το σημείο δίδεται συνήθως η συναισθηματική έμφαση, — αφού ακριβώς ο ιστορικός αυτοματισμός, δηλαδή η «σιδηρά ανάγκη» της υπάρξεως ή το συναίσθημα της αδιάρρηκτου εμπλοκής της ατομικής μοίρας στον μοιραίο προορισμό του σύμπαντος, αποτελεί το καλλίτερο εχέγγυο για το δίχως άλλο πραγματοποιήσιμο των ιδανικών. Η κατανόηση του ιδανικού ως ενθαδικού σκοπού μιας ακάθεκτης φυσικής διαδικασίας του προσδίδει στερεότητα και σταθερότητα, το ξεχωρίζει από τις φαντασιώσεις και ονειροπολήσεις και του εξασφαλίζει την ιστορική νίκη. Εδώ γεννάται η υπόσχεση της υπακοής, το τάμα της εκούσιας υποταγής: αν ευρίσκεσαι «σε διάσταση με την πραγματικότητα», δεν έχει νόημα να την μάχεσαι αφρόνως, αλλά πρέπει να μαντεύσης «τις φυσικές τάσεις της εξελίξεως» και να προσαρμοσθής προς αυτές. Ο ιστορικός αυτοματισμός παραμερίζει τον κίνδυνο της αποτυχίας. Εν ταυτω δε δολοφονεί και την δυνατότητα της δημιουργίας. Σύμφωνα με την επιτυχή έκφραση του π. Σεργίου Μπουλγκάκωφ, απ’ αυτής της απόψεως παρουσιάζεται όλη η ζωή σαν «παθητική φωνή». Εδώ μπορεί να προσθέση κανείς: και σαν τις απρόσωπες εκφράσεις… Διότι το προσωπικό χάνει εν προκειμένω την αυτοτέλειά του, διαλυόμενο μέσα στο γενικό. Απ’ εδώ ακριβώς πηγάζει η περίεργη εκείνη αδιαφορία, που μας καταπλήσσει με την τυφλή σκληρότητα της, η αδιαφορία, με την οποία οι θεωρητικοί της «μοιραίας και αδιάλειπτης προόδου» αντικρίζουν τα συγκεκριμένα, εμπειρικά βάσανα και δεινοπαθήματα. Εξ ου και η σκυθρωπή εκείνη αποφασιστικότητα τους, η οποία ετρόμαζε τον Ντοστογιέφσκυ, — η αποφασιστικότητα, με την οποία επιχειρούν να ανοικοδομήσουν την «μελλοντική αρμονία» επάνω σε ποταμούς αθώου αίματος και δακρύων.

Ο Ρενουβιέ παρετήρησε εύστοχα, ότι η θεωρία της προόδου δεν είναι κατ' ουσίαν τίποτε άλλο παρά μια από τις παραλλαγές του δόγματος της δυτικής χριστιανοσύνης περί της ακαταμάχητης θείας χάριτος. Η θεωρία της προόδου, έλεγε, «αποβλέπει στην προνοητική δύναμη των αλλεπάλληλων γεγονότων, τα οποία εξάγουν το καλό εκ του κακού». Νομίζω, ότι εδώ έχομε κάτι παραπάνω από μία απλή οξυδερκή αναλογία. Ο Ομολογητής της προόδου αισθάνεται μέσα του μία οικουμενική, υπερπροσωπική αλάνθαστη δύναμη. Ιστορικά, μάλιστα, παρατηρούμε τον απαράλλακτο συνδυασμό της διδασκαλίας περί της «βίας της χάριτος» με την ένταση των ουτοπικών προσδοκιών. Το διαπιστώνομε αυτό στον μακάριο Αυγουστίνο, καθώς και στον πρώιμο καλβινισμό. Εν προκειμένω δεν έχει σημασία τόσο το μοτίβο του «ντετερμινισμού», η ιδέα δηλαδή του απολύτου προορισμού, όσο η βίωση της χάριτος ως παντελώς εξωτερικού και, τρόπον τινά, φυσικού νόμου. Κατά την επιτυχή έκφραση του πρίγκηπος Έ. Ν. Τρουμπετσκόυ, ολόκληρο το έργο του ιερού Αυγουστίνου διαπνέεται από την «αναζήτηση μιας τέτοιας οικουμένης, που να υπερβαίνη τις αντιφάσεις της πρόσκαιρης πραγματικότητος, την παράλογη δηλαδή διχοτομία της, και να χαίρεται την ενότητα της καθολικής ειρήνης και γαλήνης». Εδώ προεξάρχει ακριβώς η ιδανική οικουμένη, η αντικειμενική αρμονία του οικουμενικού, εγκόσμιου είναι. Η χάρις μετουσιώνεται σε φυσική δύναμη αυτής της «γνησίας» αντικειμενικής σφαίρας. Ο απόλυτος προορισμός («ντετερμινισμός») είναι απλώς μία από τις συνιστώσες αυτής της καθολικής οργανικής κοσμοθεωρίας. Η αναγκαιότης είναι μόνο μία από τις πλευρές της αντικειμενικότητας. Το πρωταρχικό είναι εδώ ακριβώς η αντικειμενοποίηση ηθικώς άξιου κόσμου, η οποία μοιραίως του προσδίδει το ακαταμάχητο. Το «κοινωνικό ιδεώδες» συμπίπτει με την άρτια, την ολοκληρωμένη αντικειμενικότητα, με την ισόρροπη κατάσταση του κόσμου — όχι με ένα προκείμενο έργο, όχι με κάτι το επιτευκτέο, αλλ' ακριβώς με μία κατάσταση, μ' ένα γεγονός, με μία τάξη. Με άλλα λόγια, πρόκειται περί του σχήματος της οργανώσεως του κόσμου. Γι’ αυτό και λησμονούνται τα προσωπικά βάσανα και τα δεινοπαθήματα των άλλων στα ληρώδη όνειρα περί της «μεσσιανικής ευωχίας»· η προσοχή έχει προσηλωθή προς τα έξω, στον κόσμο. Η σκέψη λειτουργεί με κατηγορήματα κοσμολογικά η φυσιοκρατικά («νατουραλιστικά»). Τα πρόσωπα και οι γενεές εκλαμβάνονται ως μέρη η μάλλον λεπτομέρειες του περιλαμβάνοντος αυτά συνόλου.

Μέσα από τον μονομερή αυτόν αντικειμενισμό, από την αντικειμενοποίηση ή φυσιοποίηση των ηθικών άξιων, από κάποια μαγευμένη προσήλωση προς τον «τελικό σκοπό του κόσμου», εκδηλώνεται η αυτογνωσία ή μάλλον η αυτοσυναίσθηση του ανθρώπου. Η ιστορία φανερώνεται στον παρατηρητή κατά το μέτρο της διορατικότητας του: αυτός δηλαδή διαβλέπει σ' αυτήν ό,τι ο ίδιος είναι εις θέσιν να εισφέρη σ' αυτήν. Και έτσι ο μεν γεννημένος ελεύθερος θα διίδη, σ' αυτήν μεγαλουργήματα και ανδραγαθήματα και θ' ακούση ένα ηρωικό και δημιουργικό ποίημα, ο δε δούλος θα διίδη μοναχά ένα «σύστημα λεπτεπίλεπτων εξαναγκασμών», θα διακρίνει μόνο ένα «πέτρινο τείχος», και οι ήρωές θα του φανούν αποβλακωμένοι μεροκαματιάρηδες, που παίζουν ένα «συλλαβόγριφο στην υπηρεσία της Προνοίας». Μέσα στην βουλητική αυτοσυναίσθηση του ανθρώπου κρύπτεται η ρίζα της κοσμοαισθήσεώς του. Πίσω από τον αντιατομικισμό η μάλλον αντιπροσωπισμό της ουτοπιστικής θεωρήσεως διαφαίνεται τρανώς η διάσπαση της προσωπικής αυτοσυνειδησίας, η αδυναμία της θελητικής αυτοδιαθέσεως. Οι πηγές του ουτοπισμού ευρίσκονται εδώ — στον διαισθητικό συσχετισμό του εγώ και του «άλλου», του εγώ και του κόσμου.

Η ουτοπιστική αυτοσυναίσθηση μπορεί να ορισθή ως κατοχή του ανθρώπου από τον κόσμο, ως κάποια «κοσμοληψία». Το αίσθημα της άνευ όρων και ορίων εξαρτήσεως, το αίσθημα δηλαδή του να είσαι ολοσχερώς προκαθωρισμένος έξωθεν, το αίσθημα της πλήρους εντάξεως και ενσωματώσεώς σου στον οικουμενικό μηχανισμό, προσδιορίζει τόσο την ουτοπική αυτοαξιολόγηση όσο και την ουτοπική αξιολόγηση του κόσμου. Ο άνθρωπος νοιώθει τον εαυτό του «βιδούλα» μιας μηχανής ή κρίκο μιας αλυσίδας, που τυλίγει τα πάντα, — νοιώθει την μονοσήμαντα αδυσώπητη συμπλοκή και αλληλουχία του εαυτού του με το σύμπαν. Ομολογεί, ότι ευρίσκεται παγιδευμένος μέσα στην δίνη του κόσμου, όπου φανερώνεται και πραγματώνεται η ζωή αυτού του καθολικού υπερπροσωπικού οργανισμού. Συνάμα δε ομολογεί και τον αφανισμό του εαυτού του μέσα στην «παμφάγον και ειρηνοποιόν άβυσσον», εκ της οποίας αδιακόπως, ο ένας κατόπιν του άλλου, αναδύονται κόσμοι, για να γκρεμισθούν και πάλι, κατά την πεπρωμένη ώρα, στο πρωτόπλαστο βάραθρο του χάους. Αυτή είναι η αβουλία. Ενώπιον του ορμητικού και πανίσχυρου κόσμου και του ακατάσχετου εξαναγκασμού, τον οποίον εξασκεί αυτός, συνειδητοποιεί ο ουτοπικός άνθρωπος το φανταστικό και την μηδαμινότητα της «ιδιωτικής ζωής» του· μάλιστα δε, διστάζει να αποδώση στον εαυτό του την ιδική του ζωή και την ιδική του θέληση. Με υπερβολική οξύτητα αισθάνεται την ξένη, φυσική, μοιραία, απρόσωπη δύναμη, που κυλά μέσα σ' όλο του το είναι. Κάτι τον ωθεί να ριχθή στον «αυτεξούσιον ωκεανόν» της θείας φύσεως. Θεωρεί τον εαυτό του γέννημα κάποιου άλλου, ξένο όργανο, όργανο διατασσόμενο απ’ έξω, προϊόν του «περιβάλλοντος», δούλον του πεπρωμένου ή της ειμαρμένης… Ζη στα δίκτυα της παγκοσμίας αναγκαιότητος. Πρόκειται για το καθαρό, αμιγές πάθος του πράγματος.

Τούτο το πάθος του πράγματος ενδέχεται και να μη εκδηλωθή υποκειμενικώς ως αίσθημα καταθλίψεως και εξανδραποδισμού. Η «οικουμενική αίσθηση» μπορεί να αναφλέξη την ψυχή με ενθουσιασμό και να της εμπνεύση ευλαβικό δέος και θάμβος μπροστά στον αστείρευτο πλούτο και το άμετρο του πολύχρωμου κόσμου. Ένα μόνο πράγμα δεν δύναται να ξυπνήση μέσα στην κοσμοκρατούμενη ψυχή, την σαστισμένη από την ισχύ των στοιχείων του κόσμου: η θέληση προς το θέλειν, η τόλμη της ελευθερίας, η συνείδηση του χρέους της δημιουργίας και της ευθύνης. Ο κόσμος παρουσιάζεται ως «τετελειωμένος», ώστε, όση κίνηση και να ενυπάρχη μέσα του, να μη αναφαίνεται τίποτε το νέο, ούτε και να μπορή να αναφανή, — όπως δηλαδή και σε μία συλλογιστική αλυσίδα το συμπέρασμα ούτε περιέχει ούτε δύναται να περιέχη τίποτε παραπάνω εν συγκρίσει με τις προτάσεις του όλου συλλογισμού, τις οποίες απλώς και μόνο εκφράζει σε ανεπτυγμένη μορφή. Κατά την διαδικασία της αναπτύξεως αποκαλύπτονται απλώς οι προκαταβεβλημένες δυνάμεις. Ο άνθρωπος δεν ημπορεί να εισαγάγη κάτι καινούργιο. μπορεί μεν να δράση εν τω κόσμω, συμμετέχοντας άθελά του στην γενική δίνη, αλλά δεν μπορεί να επίδραση επί του κόσμου κατά την ελεύθερη προαίρεσή του. Εξ άλλου, δεν υπάρχει καμία ανάγκη να αποφασίζωμε ή να προκρίνωμε κάτι — τα πάντα έχουν προαποφασισθή, τα πάντα συντελούνται σύμφωνα με την τάξη και την σειρά τους. Τούτο όμως δεν σημαίνει, ότι η ατομική ύπαρξη δεν χρειάζεται και περιττεύει. Στον κόσμο δεν υπάρχει τίποτε το περιττό — το κάθε τι έχει την ιδική του θέση και προορισμό. Αλλ’ ο προορισμός αυτός είναι — υπηρεσιακός! Τα άτομα εξυπηρετούν την προκοπή του κοραλλιογενούς υφάλου. Από τις ατομικές ανθήσεις και μαρασμούς, από τους ατελείωτους θανάτους των προσώπων, συναρμολογείται η ζωή του όλου. Τα πρόσωπα στερούνται ουσιαστικής, υποστασιακής μονιμότητος, το είναι τους είναι συμβεβηκός, τυχαίο, — υπάρχουν οική και ως έτυχε. Βεβαίως, όλα τα βιώματα και όλα τα συμβάντα συσσωρεύονται κάπως και διατηρούνται στην μνήμη του κόσμου· ούτε ένας ήχος, που, αντήχησε κάποτε, δεν χάνεται χωρίς ίχνος, αλλ’ ως υπερηχητικός τόνος εντάσσεται στην αέναη η αείρροη μελωδία του κόσμου, εμπλουτίζοντάς την. Ο κάθε ήχος εξακολουθεί να αντηχή κρυφά, έστω και σιγανά-σιγανά, τρεμοσβήνοντας, σε κάθε νέα βαθμίδα της εξελίξεως. Πλην όμως, αυτός καθ' εαυτόν είναι ένα μηδέν και διακρίνεται μόνο δια της αφαιρέσεως. Πραγματικό και αυθυπόστατο είναι μόνο το όλον του κόσμου. Ο οικουμενικός οργανισμός είναι το μοναδικό «ον», το μοναδικό αυθεντικό πρόσωπο. Μόνο η πανενότητα του κόσμου υφίσταται καθ' εαυτήν. Υπάρχει μόνο ο κόσμος· — ο κόσμος ως πανενότητα. Τούτο δε σημαίνει, ότι ο κόσμος είναι ο Θεός. Κάθε άλλη ύπαρξη είναι ύπαρξη εντός και χάριν του κόσμου· τίποτε άλλο. Στην ολότητά του ο κόσμος ζη, εξελίσσεται, καθίσταται. Η, πανενότητα εμπλουτίζεται, μορφοποιείται, φανερώνεται, εξατομικεύεται, με αντάλλαγμα τον όλεθρο της κάθε επί μέρους υπάρξεως. Συνεχώς κιτρινίζουν, μαραίνονται και πέφτουν φύλλα από το αθάνατο δένδρο της απρόσωπης ζωής, ενώ εκείνο στέκεται αειθαλές και αδιάφορο. Όπως λέγει ο ποιητής, «η φύση αγνοεί το παρελθόν» και γι’ αυτήν η κάθε καινούργια άνοιξη είναι «δροσερή σαν την πρώτη άνοιξη».

Μέσα στην πανενότητα αυτή του κόσμου δεν υπάρχει θέση για την αυτοδιάθεση και την ελευθερία. Κάθε αυτοδιάθεση είναι εδώ πλασματική και συνεπώς απρεπής και κακή. Η ελευθερία και η δημιουργικότητα προσιδιάζουν μόνο στο Εν, που είναι και το Παν· το γίγνεσθαι αυτού ισοδυναμεί με την δημιουργική εξέλιξη. Κανένας όμως νεωτερισμός των απροβλέπτως αναφυομένων μετασχηματισμών δεν μπορεί να χορήγηση στους τελευταίους αυτάρκη σημασία· το σημαίνον είναι μόνο το σύνολον. Σ' αυτού του είδους τον «οικουμενισμό» ή «καθολικισμό» έχει τις ρίζες της η ουτοπιστική ροπή προς ένα «εμπράγματο» ιδεώδες. Πίσω από την αντίθεση του προσώπου και της κοινωνίας κρύβεται η αντίθεση του προσώπου και του κόσμου. Το πάθος για την συλλογική κοινωνία τρέφεται από ένα πρωτογενές φυσιοκρατικό («νατουραλιστικό») δράμα, από μία αντίληψη περί του κόσμου ως συμπαγούς πανενότητος, η οποία ρέπει προς την οριστική οργάνωση όλων των φυσικών και εμπραγμάτων δυνάμεών της.

Υπήρχε κάποια βαθειά αλήθεια στον διαχωρισμό μεταξύ δύο ανεξαρτήτων περιοχών, —του «καθαρού» και του «πρακτικού» νου,— με τον οποίο διαχωρισμό επεχείρησε ο Κάντιος να απελευθέρωση την ηθική αυτονομία μέσα από τις θηλειές της φύσεως, από τον ζυγό της φυσιοκρατίας. Αλλά ο Κάντιος δεν ήξερε να αξιοποίηση την ζωντανή του διαίσθηση και δεν ξεπέρασε τον μονισμό. Γι’ αυτό και εταλαντεύετο αβοήθητα ανάμεσα στην «διαπλή λογιστική» των δύο ασυμφώνων νόων, εκφυλιζόμενη αναπόδραστα σε μηδενισμό, και στον ίδιο πάντοτε φυσιοκρατικό μονισμό ή το «αγαθόν» αποδεικνύεται ανίσχυρο, οπότε η ηθική συνείδηση μεταβάλλεται σε κάποιο ανενέργητο επιφαινόμενο της φυσικής πραγματικότητος, ή ο κόσμος διαλύεται σε όνειρο, οπότε διατηρείται μόνο «ο κόσμος των σημαινόμενων», για τον οποίο δεν μπορεί να λεχθή, ότι «υπάρχει»… Ή, τέλος, οι αξίες αντικειμενοποιούνται ως κρυμμένες «ουσίες» των εμπειρικών πραγμάτων και συμπαρασύρονται στην δίνη της φύσεως. Το «επέκεινα» αποβαίνει ο «νοητός χαρακτήρ», η ρίζα και οιονεί ουσία του «ενθάδε». Ο «κόσμος των άξιων» αποδεικνύεται η «ουσία» του κόσμου των «φαινομένων»· μέσα στον δεύτερο αντικατοπτρίζεται και πραγματοποιείται ο πρώτος. Οι δύο κόσμοι εξισώνονται και συνενώνονται αρρήκτως. Το αρχέτυπο και η απεικόνιση του, το αίτιο και το αιτιατό, το πρωτότυπο και το αντίγραφο, η δυνατότης και η πραγματικότης, η ουσία και το φαινόμενο — όλα αυτά αποτελούν σύστοιχα ζεύγη, διαιρετά μόνο αφαιρετικώς. Εισερχόμεθα πλέον στην σφαίρα της πανθεϊστικής θεοποιήσεως του κόσμου. Η φύσις εισάγεται στους κόλπους της Θεότητος, ως φάση και μέρος της θεϊκής ζωής, ως εκροή της θείας δυνάμεως, φανερουμένης και πραγματοποιούμενης εντός του κόσμου ως «πράγμα» μέσα στα «φαινόμενα». Ο Θεός αναλύεται σε κόσμο, συμφύεται με τον κόσμο. Εδώ είναι δυνατές διάφορες αποχρώσεις. Η «πανενότης» μπορεί να νοηθή λογικώς, ως ενότης θεμελιώσεως (ο Θεός είναι η ultima rati rerum), η φυσιοκρατικώς, «νατουραλιστικώς», ως το φυσικό «ομοούσιο» του Είναι του Θεού και του είναι του κόσμου (ο Θεός είναι η potentia actuosa της πραγματικότητος του κόσμου). Και στις δύο περιπτώσεις όλα τα υπάρχοντα, συμπεριλαμβανομένου και του Θεού, συνυφαίνονται σ' ένα ιστό. Το παν αποδεικνύεται στην απόλυτη βάση του «απροϋπόθετο» και «θείο», ως κρίκοι μιας και μόνης αλυσίδος. «Και κάτω από το απαθές προσωπείο της ύλης παντού καίει το πυρ το θεϊκό… » γι’ αυτό και πάλιν απουσιάζουν οι ευδιάκριτες και αυστηρές αξιολογικές οριοθεσίες. Ο «νόμος της επαρκούς βάσεως» αποδεικνύεται η υπέρτατη κοσμοκράτειρα αρχή. Στον κόσμο, που είναι φυσική «θεοφάνεια», δεν μπορεί να υπάρχη ούτε απάτη ούτε κακία. Τα πάντα στον κόσμο καθαγιάζονται δια της αναγωγής τους στην Πρώτη Αιτία, η οποία γεννά και εκχέει το είναι μέσα από την ιδική της πληρότητα και αφθονία, χωρίς όμως την συμμετοχή της βουλήσεως — «άνευ προαιρέσεως», καθώς εξεφράσθη ο Πλωτίνος. Οι «επί μέρους παραφωνίες» όχι μόνο δεν εξομαλύνονται μέσα στην παγκόσμια αλληλεπίδραση, αλλ’ αποδεικνύονται ακόμη και απαραίτητες για λόγους αισθητικούς, για την πληρότητα δηλαδή της οικουμενικής αρμονίας, η οποία θα έχανε διαφορετικά την ευφωνία και την πολυχρωμία της.

Στην σύλληψη της οντολογικής πανενότητος ενυπάρχει μία άλλη— θεία. Μέσα από την τάση να αναχθούν. Τα πάντα στις πρώτες πηγές και να κατανοηθούν, αφ’ ενός μεν όλο το είναι ως αξία και δραστικές δυνάμεις, εκδηλώνεται γνήσιο θρησκευτικό ένστικτο. Σφαλερή, εν τούτοις, και απατηλή είναι η τάση να ερμηνευθούν τα πάντα με κατηγορήματα εμπράγματα, αντικειμενικά, να υποταγούν δηλαδή τα πάντα στην ειμαρμένη, στην ανάγκη. Από ενεργό πρόσωπο και δημιουργός, που ενσυνείδητα θέλει και επιλέγει, γι’ αυτό δε και διακινδυνεύει την ευθύνη' για την αυτοδιάθεση του, ο άνθρωπος μετατρέπεται σε πράγμα, σε βελόνη, με την οποία κάποιος κάτι ράβει. Στην οργανική πανενότητα δεν χωρεί η δράση εδώ είναι δυνατή μονάχα η κίνηση. όπως παρετήρησε οξυνούστατα ο Σέλλιγκ (Schelling) στην Φιλοσοφία τής Αποκαλύψεως, εδώ αποκλείεται κάθε πράξη και αναγνωρίζονται μόνο οι «ουσιώδεις σχέσεις» (wesentliche Verhaltnisse)· η σκέψη είναι εν προκειμένω αποκλειστικώς «ουσιαστική», ώστε «όλα παρέπονται mod aeterno, καθαρά λογικώς, δια μέσου της εμμενούς κινήσεως». Δεν χωρεί η πράξη, δεν χωρεί η άσκηση και η άθληση. Όλα αποπνέουν εδώ ένα πονηρό ησυχασμό (quietismus), μία πονηρή και δουλοπρεπή υποταγή στα εξωτερικά. «Και είπεν ο Αδάμ· η γυνή, ην έδωκας μετ' εμού, αυτή μοι έδωκε ν από του ξύλου, και έφαγον… » Ο διαπρεπής Ρώσσος στοχαστής Β/Ι. Νεσμέλωφ ερμήνευσε διεισδυτικά την πτώση των πρωτοπλάστων ως πειρασμό της ατροφικής και αποδυναμωμένης θελήσεως. Το προπατορικό αμάρτημα συνίστατο στην άρνηση της δημιουργικότητας και της τόλμης, στην άρνηση της ενεργού αυτοδιαθέσεως. Οι προπάτορες επεθύμησαν «η ζωή και η τύχη τους να μη καθορίζεται από τους ιδίους, αλλ’ από εξωτερικά υλικά αίτια». Με τον λογισμό αυτό και «με την δεισιδαίμονα ενέργεια τους οι άνθρωποι υπετάγησαν οικειοθελώς στην έξω φύση και κατέστρεψαν οι ίδιοι οικειοθελώς την παγκόσμια σημασία, που μπορούσαν και ώφειλαν να 'έχουν ανάλογα με την πνευματική φύση της προσωπικότητός τους». Κατεβίβασαν τον εαυτό τους, «ως την θέση των απλών πραγμάτων του κόσμου», «εισήγαγαν το πνεύμα τους στην γενική αλυσίδα των φαινομένων του κόσμου», «υπέταξαν τον εαυτό τους στην 'έξω φύση», υπήκουσαν στον «φυσικό νόμο των μηχανικών σχέσεων αιτίου και αιτιατού». «Αντί να είναι οι ελεύθεροι εκτελεστοί του καθολικού σκοπού του είναι του κόσμου, αντιθέτως απετάθησαν οι ίδιοι στον κόσμο ζητώντας βοήθεια, ώστε αυτός με τις μηχανικές του δυνάμεις να πραγματοποίηση αντ' αυτών τον ιδικό τους προαιώνιο προορισμό». Με την πράξη τους αυτή απαρνήθηκαν την δημιουργική ελευθερία, διέλυσαν τον εαυτό τους μέσα στον κόσμο, εχάθησαν ανάμεσα στα μηδαμινά πράγματα του κόσμου τούτου. Αφήρεσαν την ανασφάλεια της υπεύθυνης πράξεως από την οικονομία της φύσεως. Στην λιποψυχία και 'έγκειται ακριβώς η αμαρτωλότητα της θελήσεως, η οποία αναζητεί «αντικειμενικά» δεκανίκια. Χάριν εξησφαλισμένης επιτυχίας ο άνθρωπος απαρνείται, παρόμοια με τον πονηρό δούλο της ευαγγελικής παραβολής, την αυτοσημασία και αυτοδιάθεση του, απαρνείται «ένα τόσο φοβερό βάρος, όπως είναι η ελευθερία της εκλογής», κατά την έκφραση του Μεγάλου Ιεροεξεταστού. Ψάχνοντας μάλιστα για «στερεές βάσεις», ζητεί «να προσκύνηση εκείνο, το οποίον είναι πλέον αναμφισβήτητο, τόσο αναμφισβήτητο, ώστε όλοι οι άνθρωποι να συμφωνήσουν αμέσως να το προσκυνήσουν όλοι συλλήβδην και αθρόως». Και τι είναι πιο «αναμφισβήτητο,» από τη φύση; Έτσι γεννάται ένα νέο αυτοαίσθημα, η αυτοσυναίσθηση του δούλου των στοιχείων της φύσεως, αλυσοδεμένου με το αόρατο «σύστημα λεπτεπίλεπτων εξαναγκασμών». Η άρνηση της ασκήσεως, του. αγώνος, της αθλήσεως, η άρνηση του θάρρους της ελευθερίας, εισάγει τον άνθρωπο στην πύρινη αμαξά των γεννήσεων και των θανάτων και τον καταδικάζει στην βασανιστική ματαιότητα της άληκτης φυγής. Την θέση της ασκήσεως την καταλαμβάνει η εξέλιξη, Εδώ ακριβώς εντοπίζεται η έσχατη βάση της παράλογης εμπλοκής στην αμετάτρεπτη ροή του χρόνου, «στο κενό του μακρυνού και του απείρου», που αποτελεί και την εστία της ουτοπικής κοσμοαισθήσεως.

Η έσχατη βάση είναι άρα η κοσμοληψία, η κατοχή του ανθρώπου από τον κόσμο, η φυσική αυτοσυναίσθηση, το γεγονός, ότι οι άνθρωποι, σύμφωνα με τα λόγια του προφήτου Ιερεμίου, «τω ξύλω είπαν, ότι: πατήρ μου ει συ, και τω λίθω: συ εγέννησάς με». Αυτός ο «σκοτισμός της ασύνετου καρδίας», ο οποίος αλλάζει «την δόξαν του άφθαρτου Θεού» στην εικόνα του «φθαρτού ανθρώπου», στην εικόνα του κτίσματος, εφανερώθη ολοκάθαρα στην αρχαία φιλοσοφία, η οποία καθ5 όλη ν την διάρκεια της από τον πανδαιμονισμό του Θαλή έως τα θεωρητικά ύψη της νεοπλατωνικής γνώσεως δεν εξήλθε από το αδιέξοδο της φυσιοκρατίας (του «νατουραλισμού»). Παρ' όλην την ασκητική διάθεση του κουρασμένου από την βιοτική τύρβη ελληνιστικού πνεύματος και παρ' όλην την στροφή του προς τα υπερουράνια μυστήρια, ο νεοπλατωνισμός αποδέχεται τον Μέγαν Πάνα, εν όσω όλα προέρχονται «εκ του Ενός». Και συγχρόνως στο πλατωνικό σύστημα της δυναμικής πανενότητος μεταστοιχειώνονται όλοι οι αξιολογικοί χαρακτηρισμοί σε αντικειμενικούς ορισμούς. Το Εν είναι αγαθόν, διότι αποτελεί το μεταφυσικό κέντρο, την μεταφυσική αρχή και αιτία των πάντων, ενώ το ίδιο είναι απροϋπόθετο και αναίτιο. Η ανίατη φυσιοκρατία και ο κοσμολογισμός της ελληνιστικής σκέψεως φάνηκε με ιδιαίτερη οξύτητα κατά την εποχή των τριαδολογικών δογματικών διενέξεων, όταν με τόση δυσκολία κατωρθώνετο η διάκριση μεταξύ των εσωτερικών μυστηρίων της Θείας Ζωής και των μυστηρίων της Οικονομίας, μεταξύ του μυστηρίου της Προαιωνίου Γεννήσεως του Θεού Λόγου και του μυστηρίου της δημιουργίας του κόσμου. Η αρχαία σκέψη δεν ήτο εις θέσιν να εξέλθη. Από τα όρια του κόσμου τούτου, δεν μπορούσε να υπερβή την φυσιοκρατική αντίληψη περί της Θεότητος ως εγκοσμίου δυνάμεως και περί της Προνοίας ως νομοτελούς συνοχής του κόσμου. Αλλ’ εάν προ του Ευαγγελίου υπήρχε μέσα στις πλάνες αυτές του αποκαμωμένου και απομονωμένου πνεύματος μία ευλογημένη νοσταλγία, στον χριστιανικό κόσμο η φυσιοκρατία της σκέψεως γίνεται η ασύγγνωστη «ψευδώνυμος γνώσις». Και όμως, και στην κατοπινή φιλοσοφία έμειναν πάρα πολλοί φυσιοκρατικοί («νατουραλιστικοί») πειρασμοί, έμεινε πάρα πολύ μεγάλη, αν και ακαθόριστη, κληρονομιά της ειδωλολατρικής εποχής. Δεν έχει ακόμη ξεπερασθή ούτε η «ρωμαϊκή ιδέα», η ιδέα της βιαίας ενοποιήσεως της ανθρωπότητος, η οποία και στις ημέρες μας πλήττει τον κόσμο με σφαδασμούς και σπασμούς. Όμως οι ρίζες της ευρίσκονται στην «ελληνική ιδέα», στον ειδωλολατρικό κοσμοθεϊσμό, στις συνήθειες του φυσιοκρατικής διαπλασθέν τως πνεύματος. Θα αποτελούσε εγκληματική αμέλεια το να μειώσουμε την πραγματικότητα και την δραστικότητα των ειδωλολατρικών πειρασμών, οι οποίοι πολυμερώς και πολυτρόπως συνεκάλυπταν για την ανθρώπινη συνείδηση το από του Θεού αποκεκαλυμμένο ευαγγέλιο της χριστιανικής ελευθερίας. Και δεν θα είναι υπερβολή, αν λεχθή, ότι στην πάλη με τους πειρασμούς αποκάμνει το ανθρώπινο πνεύμα. Η ιστορία των φιλοσοφικών διδασκαλιών είναι ένα αποκρυσταλλωμένο χρονικό των αδιακόπων στοχαστικών αποτυχιών να χωρέση η κτιστή διάνοια την θεία Αποκάλυψη, η οποία την υπερβαίνει. Το κύριο εμπόδιο είναι και εδώ η συνηθισμένη κοσμολογική τοποθέτηση της συνειδήσεως, η οποία κλείνεται μέσα σε τούτον τον αιώνα και ως εκ τούτου είναι ανίκανη να χωρέση το μυστήριο της ο από του μηδενός η «εξ ουκ όντων» δημιουργίας. Τούτο ισχύει όλως ιδιαιτέρως για την δυτικοευρωπαϊκή φιλοσοφία, τρεφόμενη από μία πενιχρή και συσκοτισμένη θρησκευτική εμπειρία.

όχι, η «ευρωπαϊκή» φιλοσοφία δεν πάσχει από το πολύ «μη αν», αλλ' από το αντίστροφο νόσημα — από τον αποκλειστικό και Ισοπεδωτικό αντικειμενισμό. Η κοσμοληψία εξαναγκάζει τον άνθρωπο να αναζητή εντός του κόσμου και να αντικειμενοποιή την ενυπάρχουσα στην ψυχή του εικόνα της άνευ δρω ν και ορίων τελειότητος. Εδώ ευρίσκεται η λύση του οξύμωρου συνδυασμού της δουλικής συνειδήσεως με την αλαζονική αυτοπεποίθηση. Επειδή ακριβώς συνειδητοποιεί την μεταφυσική μηδαμινότητά του και αισθάνεται τον εαυτό του ως «όνειρο της φύσεως», ως μέσον της εξωτερικής αντικειμενικότητας, ο άνθρωπος είναι επιρρεπής στο να αποδίδει αντικειμενική σημασία στα όνειρά του, εξ ου και η εωσφορική πεποίθηση, ότι τα μυστήρια του κόσμου είναι εξ άπαντος προσιτά σε γνώση και ότι είναι πραγματοποιήσιμες οι επιδιώξεις, τις οποίες δεν μας τις έχει εμφυτεύσει εις μάτην η φύση. Τούτο βρήκε την πιο δυνατή έκφραση του στην «υποκειμενογονία», που ανέπτυξαν οι Γερμανοί ιδεαλισταί των αρχών του παρελθόντος αιώνος: το υποκείμενο γεννάται από την ίδια ρίζα, από την οποία γεννάται και το αντικείμενο· γι’ αυτό και είναι δυνατό να γνωσθή ολοκληρωτικώς το αντικείμενο. Κατ' ουσίαν η γνώση δεν είναι άλλο παρά η αυτογνωσία του αντικειμένου, μία φάση της προτελευτίας διαμορφώσεως. Και ακόμη περισσότερο: η γνώση είναι βαθμίδα της θεϊκής αυτοφανερώσεως. Ιδού γιατί η γνώση αναλογεί ουσιωδώς προς το είναι και είναι απεριόριστη και απόλυτη κατά την ίδια την φύση της. Απ’ εδώ πηγάζουν οι υπερήφανες εκείνες εκκλήσεις «να εμπιστευώμεθα πριν απ’ όλα στην επιστήμη και στους εαυτούς μας» η «να πιστεύωμε στην δύναμη του πνεύματος», με τις οποίες ενεψύχωνε ο Έγελος τους μαθητάς του. Ο άνθρωπος, είχε την εντύπωση ο Έγελος, «δεν μπορεί να έχη γνώμη αρκετά υψηλή όσον αφορά το . μεγαλείο και την δύναμη του πνεύματος του». Ακόμη και «η πιο έγκλειστη και απόκρυφη ουσία του Σύμπαντος αδυνατεί να αντισταθή στην ανδρεία της γνώσεως: οφείλει, αντιθέτως, να φανερωθή σ' αυτήν, ν' αποκάλυψη τους θησαυρούς τη. σ’ και τα βάθη της, να δώση στον άνθρωπο την ευκαιρία να τα απόλαυση». Διότι ο άνθρωπος είναι το νόημα και το επίκεντρο των πάντων, ο μικρόκοσμος. Και κάτι παραπάνω: μέσα στον άνθρωπο συνειδητοποιεί η επιγινώσκει τον Εαυτό του ο Θεός. Η ανθρώπινη επίγνωση είναι θεϊκή και άρα αλάνθαστη. Η ψυχή αναπτερώνεται με αυτοβεβαιωτική γνωσιολογική αισιοδοξία, στηριζόμενη επί της εμπράκτως αναπόφευκτης αντιστοιχίας της τάξεως των αντικειμένων και της τάξεως των νοουμένων ήτοι επί της «αλληλουχίας, συμφωνίας και συμπτώσεως» του είναι και του νοείν, σύμφωνα με τις κατηγορίες τους και τους νόμους της λογικής, όπως διευκρίνιζε ο Έ. Χάρτμαν. Το αίσθημα του μυστηρίου, το αίσθημα της «καταπλήξεως», —αυτός ο γνήσιος φιλοσοφικός έρως,— αποκλείεται εξ ολοκλήρου από μία τέτοια αισιοδοξία και το αντικαθιστά μία αφελής αλαζονική αυτοπεποίθηση και πεποίθηση για το εύκολο της παντογνωσίας. Δημιουργείται η εντύπωση, ότι αρκεί ν' άνοιξη κανείς τα γνωστικά του μάτια και θα ιδή, εξαίφνης και ευθύς αμέσως, «όλα όσα υπήρξαν, όλα όσα υπάρχουν και όλα όσα επέρχονται εις τους αιώνας… » Μάλιστα δε, θα τα ιδή με την αυστηρή τήρηση των αντικειμενικών αναλογιών. Στην γνώση εναπομένει μόνο το να ξεπεράση τα ποσοτικά και βαθμολογικά φράγματα, να επεκταθή εις πλάτος και μάκρος, να αυτοσυμπληρωθή, ν’ αναπτυχθή. Στην εποχή μας αρχίζει πάλιν να κρατύνεται με νέο δυναμισμό η κατανόηση της γνώσεως ως θεωρίας (ως θέας, ως εναντενίσεως), που θα πη ως άμεσης και παθητικής αντιλήψεως και καταγραφής. Αδιαφόρως του αν ο θεωρών οφθαλμός είναι στραμμένος προς τα 'έξω η προς τα έσω, από την γνωστική ενέργεια αφαιρείται η δημιουργική στιγμή. Αυτή η τάση του ψεύδους ησυχασμού (του quietismus) φαίνεται έκδηλα στην αναγέννηση του «αφελούς πραγματισμού» (του «αφελούς ρεαλισμού»), στην προσπάθεια να αντικειμενικοποιηθούν ολοτελώς οι γνωσιολογικές κατηγορίες και να μεταφερθή όλος ο μηχανισμός των κατηγοριών αυτών στο αλάθητο δεδομένο του θεωρουμένου αντικειμένου. Η αντίληψη για την γνώση ως «ενατένιση του κόσμου στο πρωτότυπο» εξογκώνει την αυτοπεποίθηση του μικροσκοπίου έως του σημείου μιας ιδιόρρυθμης ρεμβαστικής θωπείας και τρυφής. Και ήδη στην παραδοχή μιας τέτοιας αναπόφευκτης αντιστοιχίας της γνώσεως και της πραγματικότητος λανθάνει το ουτοπικό όνειρο περί της εξωτερικώς εφικτής ολοκληρώσεως. Η «αντιστοιχία» του φυσικού και του νοητικού επιπέδου πρέπει να φανή και να άχθη εις πέρας. τότε η μεν φύση θα γεμίση από νόηση, η δε νόηση θα ενσαρκωθή παντελώς. Ο κόσμος θα επιτύχη την τελείωση του, την πλήρη διαμόρφωση του, θα πραγματωθή η «Ιδανική οικουμένη» και η γη θα γίνη «δικαία»… Ο κύκλος των επαμφοτερισμών, των αναζητήσεων και των ανησυχιών θα έχη οριστικώς εξαντληθή και θα έχη επέλθει η πανευδαίμων γαλήνη της οικουμενικής απολαύσεως — το «μεσσιανικό δείπνο»… Προς τούτο το οριακό σημείο είναι στραμμένη όλη η ερευνητικότητα και όλη η προσοχή της ουτοπικής σκέψεως. Η θεωρητική αυτή παρέκκλιση του πνεύματος 'έχει σχέση με την 'ένταξη στον ρουν του χρόνου.

Η «ουτοπική κοσμοθεωρία» εξελίσσεται λοιπόν με απαρέγκλιτη συνέπεια επί τη βάσει του φυσιοκρατικού («νατουραλιστικού») μονισμού. Μέσω αυτής εκδηλώνεται η «ουτοπική εμπειρία» — μία θέα του κόσμου ως κεκλεισμένης, ωλοκληρωμένης, οργανικής πανενότητος ως εσωτερικά συγκεντρωμένης και εξισορροπημένης ολότητος. Ως πανενότης αυτού του είδους ο κόσμος κείται «επ’ εκείνα του καλού και του κακού», πέρα από κάθε αξιολόγηση. Οι αξίες, θετικές και αρνητικές, είναι δυνατές μονάχα εντός του κόσμου. Ο κόσμος αυτός καθ' εαυτόν πρέπει απλώς να γίνη αποδεκτός εν συνόλω, δίχως αποτίμηση. Η σοφία του κόσμου τούτου συνοψίζεται, εν εσχάτη αναλύσει, στην έξης ομολογία: έτσι είναι, έτσι ήταν, έτσι θα είναι. ποια, άλλωστε, ουσιαστική αλλαγή μπορεί να σημειωθή μέσα σε μία παν ενότητα; για την φυσιοκρατική («νατουραλιστική») συνείδηση δεν υπάρχει συμφιλίωση μεταξύ της αισιοδοξίας και της απαισιοδοξίας, αφού και οι δύο πόλοι πρέπει να οδηγηθούν στην ακρότητα. Πρέπει η όλος ο κόσμος να γίνη δεκτός η πάλιν όλος ο κόσμος να απορριφθή. Πρόκειται περί δύο τύπων μηδενισμού. Και στις δύο περιπτώσεις ο κόσμος παραμένει από αξιολογικής απόψεως κενός. Κάθε μονισμός καταλήγει στον μηδενισμό, διότι το είναι είναι διττό.

Ο δυαδισμός αυτός γίνεται αισθητός, πάντοτε σχεδόν, αμυδρά. Από την αίσθηση αυτή γεννάται η αντιμαχία με τον εξωτερικό αντικειμενισμό. Πλην η αντιμαχία αυτή μπορεί μέσα στα φυσιοκρατικά («νατουραλιστικά») πλαίσια να απόληξη μόνο σε ακοσμική άρνηση. Η έξοδος από το φυσιοκρατικό αδιέξοδο αποκαλύπτεται μόνο μέσα από την μεταμόρφωση της εμπειρίας. Μόνο στην εμπειρία της πίστεως, στην θρησκευτική εμπειρία, φανερώνεται η μεταφυσική διάσπαση του είναι, η άβυσσος δηλαδή της αποστασίας… Και μόνο μέσα στην εμπειρία της πίστεως, στην εμπειρία της ελευθερίας δηλαδή, διανοίγεται η βασιλική οδός της ορθής θεωρίας.

Η πίστη είναι η εμπειρία της ελευθερίας. Τούτο, βεβαίως, δεν σημαίνει, ότι ο άνθρωπος δεν περιορίζεται από τίποτε· μία τέτοια αυθαιρεσία θα αποτελούσε παντοδυναμία και όχι ελευθερία… Μέσα στον θρησκευτικό φωτισμό γίνεται κατάδηλο, ότι η κοσμοϊστορική αρχή είναι η ελευθερία και όχι η ειμαρμένη, η αγάπη και όχι το έμφυτο ius talioris. Με άλλα λόγια, ο κόσμος ευρίσκεται «εν χειρί Θεού» και η βούλησις του Πανάγαθου Παντοκράτορας, η οποία τον παρήγαγε «εξ ουκ όντων», τον ζωοποιεί και τον διαφυλάσσει. Μέσα στην θρησκευτική εμπειρία ο κόσμος φανερώνεται ως ελεύθερη δημιουργική πράξη του Θεού, ως κάποιο «περίσσευμα», το οποίο μπορούσε και να μη υπάρχη καθόλου, — ως δώρο λοιπόν του άφατου Ελέους και της αβίαστης Αγάπης. Ο Θεός είναι Πανταυτάρκης και —αν μπορούμε ν' αποτολμήσωμε το να μιλήσωμε γι' αυτά τα πράγματα— δεν υπήρχε γι' Αυτόν κανένας «εξαναγκαστικός» λόγος να δημιουργήση τον κόσμο και να πλάση τον άνθρωπο, όπως επίσης δεν έχει ανάγκη ούτε τον ήδη δημιουργημένο κόσμο. Ο κόσμος είναι «τυχαίος», εμπροϋπόθετος, θα μπορούσε δηλαδή και να μη υπήρχε. Από την αλήθεια, ότι ο κόσμος δεν μπορεί να υπάρχη χωρίς τον Θεό, δεν έπεται, ότι και ο Θεός δεν μπορούσε να υπάρχη χωρίς τον κόσμο. Η αφετηριακή απορία συνίσταται ακριβώς στο γεγονός, ότι ο κόσμος είναι «περίσσευμα». Για να το κατανοήσωμε και αισθανθούμε εις βάθος αυτό μας εμποδίζει η εκθαμβιστική λάμψη της Θείας Δόξης σ' όλη ν την κτίση. Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού… δεν μπορεί όμως και να είναι αλλιώς, μια και είναι δημιούργημα ο κόσμος. Μέσα στην αμορφία και μηδαμινότητά του κτιστού φανερώνεται αντινομικώς η πανταχού Παρουσία του Θεού το χέρι του Θεού ευρίσκεται πάνω σ' όλα. Μέσα στην κτίση είναι αισθητή η Σοφία. Μέσα στον άνθρωπο φανερώνεται «το κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν» του Θεού. Φανερώνεται το μυστήριο της Ενυποστάτου Θεανθρωπότητος, το μυστήριο της θείας αγάπης και ταπεινώσεως άχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού, άχρι θανάτου ως θυσίας «δι' ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν». Το κτιστό περιχωρείται απανταχού από τα ρείθρα της χάριτος, το μυστήριο του ανθρώπου αναβιβάζεται εις τα άνω και δια της Αναλήψεως και της εκ δεξιών του Πατρός Καθέδρας του Χριστού συνδέεται αδιαρρήκτως με την Παμμακαριότητα της Θείας Ζωής. Εκχέονται και λαμβάνονται υπερεκπερισσού —«ου μέτρω»— τα χαρίσματα του Πνεύματος.

Είναι άρρητο και ανεκλάλητο τούτο το μυστήριο και μόνο «συμβολικώς» αποκαλύπτεται στον νου μας η αυταξιόπιστη γνώση της πίστεως — η εμπειρία της θείας Προνοίας και η εμπειρία της εγκαταλείψεως του κόσμου από τον Θεό. Συγκεκαλυμμένως δηλώνεται το μυστήριο αυτό με την έννοια του «κτιστού». Στην βίωση της κτιστότητος ευρίσκεται η εγγύηση της ελευθερίας. Εάν ο κόσμος ήτο αΐδιος και αυθύπαρκτος, εάν ήτο «απαραίτητος», τότε θα ήτο αδιεξόδως κλειστός, πέρα ως πέρα προκαθωρισμένος, θα ήτο ένας κόσμος του θανάτου, υποτελής στην μοίρα των ατελείωτων γεννήσεων και θανάτων. Η χαρά η μεγάλη και η λύτρωση έγκειται στο ότι ο κόσμος είναι κτίση, στο ότι υφίσταται —εστίν— ο «Ποιήσας και πλάσας τον άνθρωπον», ο Ποιητής ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων. Ο κόσμος έχει τις ρίζες του στην θεία ελευθερία, Ο κόσμος είναι ελεύθερος, διότι υπάρχει ο Θεός, ο έκτος του κόσμου υπάρχων. «Εγώ ειμί ο Ων» — απ’ αυτήν την Αποκάλυψη αρχίζει η θρησκευτική ζωή. Απ’ αυτήν αρχίζει η υπέρβαση της κοσμοληψίας, της κατοχής του ανθρώπου από τον κόσμο. Η ιστορία του κόσμου δεν είναι εξέλιξη, δεν είναι δηλαδή η μοιραία εκτύλιξη των κληρονομημένων, έμφυτων προκαταβολών, αλλ' άσκηση η άθληση, η αναρίθμητη δηλαδή σειρά των θαυμάσιων ελευθέρων ψηλαφήσεων της θείας Δόξης η των θαυμαστών συναντήσεων του ανθρώπου με τον Θεό. Η νέα αυτή εμπειρία φθάνει στο πλήρωμα της μέσα στην Φανέρωση του Θεού εν σαρκί, μέσα στην Καινή Διαθήκη εν τω αίματι του Θεανθρώπου, μέσα στην Εκκλησία, που είναι το ζων και «μυστικόν» (δηλαδή μυστηριώδες) Σώμα του Χριστού. Περί αυτής ακριβώς της εμπειρίας κάνομε λόγον εμείς, αντιπαραθέτοντας την εμπειρία της πίστεως στην φυσιοκρατική («νατουραλιστική») εμπειρία, και όχι περί «φυσικής θεογνωσίας», καταργηθείσης άπαξ δια παντός με την ίδρυση της Εκκλησίας.

Η ιστορία δεν είναι απλή διάρκεια του σφυγμού της ζωής, ούτε και «παλμός της ζωής», αλλ' ασκητική πράξη. «Ο Πατήρ μου έως άρτι εργάζεται… » Μέσα σ' αυτήν την αδιάκοπη κοινωνία του Θεού, με τον κόσμο, μέσα στην υπό του Θεού προνοητική πλάση και ανάπλαση του κόσμου, εδραιώνεται και η δυνατότητα της ανθρώπινης πράξεως και δημιουργίας. Η ανθρώπινη δημιουργία είναι η χαρμόσυνη παραλαβή και οικειοποίηση των άνωθεν χορηγουμένων δωρημάτων και δόσεων και η εμπέδωση τους στον κόσμο. Μέσα στην ανθρώπινη δημιουργία και στον ανθρώπινο μόχθο συντελείται η δια της χάριτος σημάδευση του κόσμου και ο καθαγιασμός του. — Ακριβώς όμως επειδή η ιστορία Ισοδυναμεί με την άσκηση, είναι δυνατή η αποτυχία της. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η ιστορία είναι τραγική. Το ειδύλλιο στηρίζεται στο πεπρωμένο, η αταραξία στηρίζεται στην αναγκαιότητα. Υπάρχουν διάφοροι τύποι τραγικότητος: η τραγικότητα του εκβιασμού (όταν το πρόσωπο εκπίπτει από την σταθερή και απαρασάλευτη τάξη του κόσμου και συντρίβεται απ’ αυτόν), η τραγικότητα της αδυναμίας («η μοίρα μας επροίκισε με αγαθές παρορμήσεις και διαθέσεις, δεν έχομε όμως δύναμη για τίποτε») και η ακραιφνώς χριστιανική τραγικότητα της ελευθερίας. Η τραγικότητα της ελευθερίας δεν δημιουργείται από το αδιαπέραστο της φυσικής τάξεως των πραγμάτων για τις ατομικές σκοπιμότητες, ούτε και από την ανεπάρκεια ή το περιωρισμένο των δυνάμεων ως προς το προκείμενο έργο. Η ρίζα της έγκειται στην δυνατότητα της αμαρτίας. Η δυνατότητα της αμαρτίας είναι μυστηριώδης, καθώς η κάθε ελευθερία είναι μυστηριώδης. Εν προκειμένω μάλιστα υφίσταται η ανθρώπινη σκέψη τον καυτό πειρασμό να αποδείξη την αναγκαιότητα της αμαρτίας και έτσι να «δικαίωση τον Θεό». Πρέπει με περισσή νηφαλιότητα του πνεύματος να υπερνίκηση κανείς τούτους τους πειρασμούς και να μη επιδίδεται στα μάταια φιλοσοφήματα περί του Εάν «μπορούσαν» οι προπάτορες να μη αμαρτήσουν και πώς θα έβαιναν τα πράγματα τότε. Η θρησκευτική μας συνείδηση έχει ως αφετηρία το γεγονός της αμαρτίας. «Η αμαρτία εις τον κόσμον εισήλθεν» και, κατά συνέπεια ν’ γνωρίζομε μόνο την ιστορία της αμαρτωλής ανθρωπότητας, αδυνατώντας να φαντασθούμε την πρωτόπλαστη αναμαρτησία… Όλο το νόημα του κόσμου φανερώνεται για μας μονάχα υπό το φως της απολυτρώσεως. Η μεν συντελεσθείσα ιστορία είναι τραγική και αποτελεί την οικονομία της σωτηρίας μας, το δε μυστήριο της Θείας Προγνώσεως παραμένει για μας απολύτως κεκρυμμένο. Την ιστορία την γνωρίζομε μόνο ως βίωση της αμαρτίας και δεν χρειάζεται να επινοούμε, ούτε και ως casus irrealis, την ανύπαρκτη «αναμάρτητη ιστορία». Μέσα στον κόσμο και στον άνθρωπο υπάρχει η αμαρτία: «Ου γαρ ο θέλω ποιώ αγαθόν, αλλ' ο ου θέλω κακόν Τούτο πράσσω… » Και η μεν αμαρτία πρέπει να εκριζωθή από του κόσμου, ο δε κόσμος πρέπει ν’ αναγεννηθή δημιουργικώς. Η πιστεύουσα συνείδηση αγνοεί το επ’ άπειρον της ιστορίας η ιστορία ως τραγωδία 'έχει την λύση της, την κάθαρση της. Δεν έχει ενδοκόσμια ολοκλήρωση, αλλά την Ημέρα της Κρίσεως… Η ιστορία τερματίζεται, άλλα δεν εκμηδενίζεται. Το είναι δεν καταργείται, αλλά μεταβαίνει σ' εξωϊστορικούς τρόπους υπάρξεως. Η ιστορία τελειώνει, άλλα δεν πληρούται, δεν φθάνει στα έσχατα όριά της υπό την έννοια της εξελικτικής συσσωρεύσεως η ωριμάνσεως. ωριμάζει μάλλον προς καταστροφήν — μέσα της «συσσωρεύονται» και ωριμάζουν και το καλό και το κακό, δηλαδή τα ζιζάνια εν μέσω του σίτου. Η ιστορία είναι πέρα για πέρα διφορούμενη. Στο ορατό και εμπειρικό επίπεδο αποτελείται από εναλλαγή γεγονότων μη στρεφομένων και μη ρεπόντων προς κανένα εγκόσμιο στόχο. Στο επίπεδο όμως των νοουμένων επιτελείται αδιάλειπτα η θαυμαστή μεταμόρφωση της κτίσεως, προλαμβάνουσα την επερχόμενη οικουμενική ανατροπή των πάντων, που θα συντελεσθή όταν «ο χρόνος ουκέτι έσται». Η ιστορία έχει μεν όριο χρονολογικό, δεν έχει όμως εντός εαυτής το αποκορύφωμα της. Διότι η αξία της δεν προσδιορίζεται από ενθαδικές επιδιώξεις, αλλ' από τους επέκεινα στόχους· ο δε κόσμος δεν τελειοποιείται από μέσα του, αλλά πρέπει να εισδεχθή την θεία Χάρι. Το βάρος της Ιστορικής υπάρξεως έγκειται στο ότι για την αμαρτωλή κτίση η «εργασία του Κυρίου» δεν είναι χαροποιός, άλλα «βαρειά», στο ότι την Βασιλεία του Θεού «οι βιασταί αρπάζουσιν»… Ο κόσμος προ της πύρινης ανακαινίσεώς του δεν δύναται να χωρέση μέσα του το πλήρωμα της χάριτος. Ο εμπειρικός κόσμος, ο εν τω πονηρώ κείμενος, αδυνατεί να πραγμάτωση τον «προορισμό» του' έχει ανάγκη από την θαυμαστή μεταμόρφωση… «Παντός δε αλλαγησόμεθα», ενώ «ούπω εφανερώθη τι εσόμεθα… »

Κάθε ανθρώπινο επίτευγμα είναι αναποφεύκτως ανάπηρο, ατελές, πλημμελές, όχι όμως επειδή ο άνθρωπος ως δημιούργημα είναι περιωρισμένος και ουδόλως επειδή υπάρχει μέσα στον χώρο και στον χρόνο, άλλα συνεπεία της αμαρτίας. Και σ' όλην την ανθρωπότητα ανθίσταται και ολοένα μένει απραγματοποίητο το ζητούμενο 'έργο της τελειώσεώς της με θεϊκή τελειότητα. Η ιστορία είναι 'ένα κινητό ολοκλήρωμα, αποτελούμενο από την αόριστη πληθύ των προσωπικών δημιουργικών αθλημάτων, φιλοδοξιών, νοσταλγιών… γι’ αυτό σ' αυτήν όλα είναι δυναμικά, τεταμένα… Παρ' ότι γνωρίζομε μόνο την αμαρτωλή κτίση, η αμαρτία δεν συνίσταται στην κτιστότητα. Στα ύψη μάλιστα της πνευματοφορούμενης θέας έχει δοθή στους μεγάλους ασκητάς να ενατενίσουν την πρωτόπλαστη κτίση μέσα στην αμώμητη λευκότητα της. Αυτή τώρα «συστενάζει και συνωδίνει», και είναι παραμορφωμένη. Είναι άμορφη και υποδουλωμένη στην φθορά. Είναι ασθενής και αδύναμη. Πλην όμως, «εν ασθένεια τελείται» η δύναμις του Θεού, και ήδη υφίσταται και η «καινή κτίσις». Η απολύτρωση και η Τάση δεν κατορθώνονται μόνο σε κάποιους απομακρυσμένους χρόνους, άλλα και ανά πάσαν στιγμήν, καθ' ότι «το Πνεύμα όπου θέλει πνει… » Έτσι συνυφαίνονται «το νόημα της ιστορίας» και «το νόημα της ζωής» και νοηματοδοτείται η κάθε στιγμή. Με ανθρώπινες δυνάμεις δεν σφυρηλατείται μέσα στην ιστορία τίποτε το τελειωτικό. Παρά ταύτα όμως, το επέκεινα εισέρχεται στην γήινη πενιχρότητα και αμέσως ξεπετούνται οι σπινθήρες της Αιωνίας Ζωής. Διότι το κέντρον του θανάτου έχει ήδη εκριζωθή και το νίκος του άδου ήδη κατασυντριβή. Φυτρώνουν οι χαρισματικοί σπόροι της Βασιλείας του Θεού και ζη το θεανθρώπινο Σώμα της Εκκλησίας. Η ιστορία είναι πέρα για πέρα συμβολική: μέσα στο εμπειρικό συντελείται το υπερεμπειρικό. Και μόνο δια του υπερεμπειρικού στέκεται η γη. Ο κόσμος του γίγνεσθαι δεν εξαντλεί το είναι. Πίσω απ’ αυτό δεν ευρίσκονται τα δικά του βάθη ούτε η «σκοτεινή φύση» των μαινόμενων στοιχείων του κόσμου… Έξω του κόσμου μένει ο Παντοκράτωρ Κύριος, ο «Θησαυρός των αγαθών και ζωής Χορηγός», και «οι ποταμοί ύδατος ζώντος» καταρδεύουν την οικουμένη… Και έτσι προλαμβάνεται και προπαρασκευάζεται η παγκόσμια μεταμόρφωση, μέσα στην οποία θ' αποκατασταθή η γνησιότητα και η πληρότητα όλων των ζώντων και ζησάντων — θ' αποκατασταθή δε πέραν των ορίων του χρόνου. Αυτή συνίσταται στην Ανάσταση των νεκρών και συνιστά ιδιαίτερη θαυμαστή πράξη της δημιουργικής ενεργείας του Θεού.

Κάθε γνήσιο έργο είναι θαύμα. Είναι δηλαδή ένα είδος «άρσεως» της φυσικής τάξεως και αντικαταστάσεως της τελευταίας από την κατά χάριν τάξη, χωρίς όμως να παραγκωνίζεται η ίδια η φύση. Γι’ αυτόν τον λόγο το έργο πραγματοποιείται μόνο με την θυσία και την αυταπάρνηση του ανθρώπου προς χάριν του Χριστού και του Ευαγγελίου. Εν προκειμένω τελεσιουργείται η πραγματική 'έξοδος η χειραφέτηση από την φύση. Τα ανθρώπινα ρήματα πρέπει να σιωπήσουν για να ηχήση ο λόγος του Θεού. Μ' αυτό η κτίση δεν ταπεινώνεται, ούτε απορρίπτεται, αλλ' απροσμέτρητα εξυψώνεται και βεβαιώνεται. Εδώ πρόκειται περί του μυστηρίου του προορισμού της κτίσεως για την δόξα. Στην κάθε όντως δημιουργική πράξη του ανθρώπου επαναλαμβάνεται το μυστήριο της κενώσεως. Διότι τα πάντα κατορθώνονται μόνο «Θεού συνεργούντος», μόνο δια της ενεργείας και μεταλήψεως της χάριτος. Κατορθώνονται, εν τούτοις, μέσα στην αμορφία του κτιστού. Μόνο εκείνο, που έχει συντελεσθή εις το όνομα του Θεού και του Χριστού, έχει συντελεσθή αυθεντικά μόνο εκείνο και υφίσταται κυριωνύμως, ενώ τα ψιλά ανθρώπινα έργα είναι φαινομενικά και πλασματικά, σκέτη ματαιότητα και διασκόρπιση. Ανάμεσα όμως στους αγκαθωτούς θάμνους και στην παντοειδή ξεραΐλα της κοσμικής δράσεως αναλάμπει ξαφνικά, τη δυνάμει και τω ελέει του Θεού, η Άφλεκτος Βάτος. Τούτο είναι το τεκμήριο της μεταφυσικής πραγματικότητος της κτίσεως. Όλη, μάλιστα, η ευσεβής δράση του ανθρώπου μέσα στην ιστορία ομοιάζει προς την Άφλεκτον Βάτον. Υπάρχει κάτι το οντικό μέσα στην κτίση, όσο και να μας είναι δυσνόητο αυτό το μυστήριο της αρχομένης μεν εν τω χρόνω και παραγώγου, άληκτου όμως και ελευθέρας υπάρξεως. Έτσι στερεώνεται το είναι της κτίσεως με το έλεος του Θεού και αυτή ανθίζει, όπως εξήνθησε η ράβδος του Ααρών. Ανθίζει μέσα στους δικαίους και στους αγωνιστάς. Και ο κόσμος θα ίσταται χάρις στους επτά δικαίους — έως της Δευτέρας Παρουσίας.

Η ιστορία είναι και τραγωδία και μυστήριο εν ταύτω — τραγωδία μεν της θεομάχου αντιστάσεως, μυστήριο δε της κατά χάριν θεώσεως της κτίσεως. Το πλήρωμα είναι αχώρητο στα πλαίσια της εμπειρικής ιστορίας, διότι ο Θεός είναι ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, ο Θεός των ζώντων, και καμία χρονολογική σύμπτωση άωρης η πρόωρης γεννήσεως δεν μπορεί να 'εξαίρεση αυτομάτως ούτε και «'ένα των μικρών τούτων» εκ της «βίβλου της ζωής». Η Βασιλεία του Θεού πρέπει να συμπεριλάβη το πλήρωμα των ανθρωπίνων προσώπων και ως 'εκ τούτου μέχρι την καθολική ανάσταση «ουκ έρχεται μετά παρατηρήσεως». Καμία «αντικειμενική» μεταμόρφωση του κόσμου χωρίς την ανάσταση δεν θα συνιστούσε το «τέλος». Γι’ αυτό και δεν είναι δυνατή καμία μορφή συλλογικής τελείας ζωής 'έως την Ανάσταση — έκτος της Εκκλησίας, μέσα στην οποία έχει προληφθή και προτυπωθή η Ανάσταση. αυτή υψώνεται υπεράνω του χρόνου, εξέρχεται εξ αυτού και εξάγει τα τέκνα της. Έξω απ' αυτήν είναι ψεύτικα όλα τα όνειρα περί της «δίκαιης γης», αφού δεν πηγάζουν από την ελπίδα για το «τέλος των χρόνων». Η ιστορία δεν στηρίζεται στην ενδοκόσμια ολοκλήρωση, δεν επερίδεται στην «Τρίτη Διαθήκη», ούτε και σε επίγεια μεσσιανική βασιλεία, άλλα στην Παρουσία και στην φοβερή Κρίση. Δεν υπάρχει η εκπλήρωσης της ιστορίας ούτε η εξαγγελλόμενη στην Αποκάλυψη χιλιετής βασιλεία. Η τελευταία αυτή είναι τω όντι χιλιετής, που θα πη περατούμενη, και δεν περιλαμβάνει όλους, άλλα μόνο «τας ψυχάς των πεπελεκισμένων δια την μαρτυρίαν Ιησού και δια τον λόγον του Θεού» κατά τις έσχατες ήμερες, ενώ «οι λοιποί των νεκρών ουκ έζησαν έως τελεσθή τα χίλια έτη» (Αποκ. 20, 45). Μετά τα χίλια έτη συντελείται η Έσχατη Κρίσις και περατώνεται όντως ο κόσμος και χρόνος. Αρχίζει ο καινός ουρανός και η καινή γη, ο δε Θεός θα φανή τα πάντα εν πάσιν. Η προσδοκία της αναστάσεως των νεκρών και της ζωής του μέλλοντος αιώνος αποτελεί την μοναδική και την πραγματική δικαίωση και «μεταφυσική θεμελίωση» τόσο του προσώπου όσο και της προσωπικής πράξεως και δημιουργίας. Μοναχά τον σκεπτόμενο με τα κατηγορήματα των κτιστών του πύργου της Βαβέλ, τον αγαπήσαντα η μάλλον ποθήσαντα περιπαθώς ετούτη την γη υπέρ την αληθή «επουράνιον πατρίδα» μας, ημπορούν να φοβίσουν και να παραλύσουν οι αποκαλυπτικές προφητείες. Σ' αυτές εντοπίζεται μάλιστα όλη η ελπίδα μας.

Η κάθε ανθρώπινη χειρονομία έχει σωτηριολογική σημασία — με ένα «συν» η «πλην», δηλαδή θετική η αρνητική. Και δεν γίνεται να ζήση κανείς για λογαριασμό κάποιου άλλου. Αυτός είναι ο έσχατος λόγος, για τον οποίο δεν είναι δυνατές οι τελευταίες λέξεις και οι τελικές λύσεις επάνω σε τούτη την γη και μέσα σε τούτη την ιστορία. Σε μία αφηρημένη άχρονη διατύπωση δεν είναι δυνατό να χωρέσουν τα ανεπανάληπτα και αναντικατάστατα στιγμιότυπα. Τούτο αναφέρεται σ' όλο το πλήρωμα των προσώπων. Για τούτου δεν ισοπεδώνονται όμως όλα τα εμπειρικά σε μία ισομηδαμινότητα (η «εν μηδαμινότητι ισότητα»). Δεν αποκλείεται η σχετική ετερογένεια των εμπειρικών σχημάτων. Δεν υπάρχει, ούτε και θα υπάρξη η «επίγειος πόλις»· πρέπει όμως αδιάλειπτα να «επιζητούμεν» την «Επουράνιον Πόλιν» και να αγωνιζώμεθα να εισέλθωμε σ' αυτήν, αποθηκεύοντας έλεον δια τις μελλοντικές μας λαμπάδες. Και μόνον «οι καλώς αθλήσαντες και στεφανωθέντες» μέσα στον αγώνα της εν τω κόσμω σταυροφορίας είναι ικανοί να εισέλθουν, εν ταις ημέραις εκείναις, εις τον «νυμφώνα τον κεκοσμημένον». Η πίστη δεν κλείνει το πρόσωπο σε μία αυτοπαθή —«σολιψιστική»— μόνωση και σιγή, αλλ’ απαιτεί την ενεργό αυταπάρνηση της δημιουργικής αγάπης προς τους πλησίον και προς τους εχθρούς. «Έκαστος εν τη κλήσει η εκλήθη» οφείλει να επιτελή το διακόνημά του και μόνο δια της «επί ολίγα» πιστότητος μπορούμε να αυξήσωμε «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» και ν' αποκτήσωμε μεγάλα χαρίσματα. Μέσα στον κόσμο τίποτε δεν είναι δυνατό να οικοδομηθή για να μείνη «εις τον αιώνα», διότι ο άνθρωπος δεν είναι μοναχός του στον κόσμο και διότι δεν έχει δοθή σ' ένα άνθρωπο το να σώση τον κόσμο ολόκληρο. Πρέπει όμως να κτίζη κανείς και για μία ημέρα — «αρκετόν τη ήμερα η κακία αυτής… » Ο σκοπός της ιστορικής υπάρξεως δεν είναι η επίγεια πόλις, η επίγεια, έστω και «ελεύθερη» θεοκρατία η επίγεια θεονομία, δεν είναι ο σκοπός της η δυναμένη να σφάλλη κοινωνία των μεμυημένων, αλλά — η Βασιλεία των ουρανών. Αυτή δεν είναι πάντοτε «επί θύραις». Προς αυτήν στρέφεται όλη η ελπίδα του κόσμου, προς το γεγονός δηλαδή, ότι, κατά την Αποκάλυψη, «η βασιλεία του κόσμου» θα γίνη «η Βασιλεία του Κυρίου ημών και του Χριστού αυτού» (11, 15). Και ήδη οι άγγελοι του Ουρανού κατέρχονται από τα άνω ύψη στις επίγειες ερημιές και ανέρχονται απ’ αυτές σ' εκείνα.

Τοιουτοτρόπως υπερβαίνονται δια της εν πίστει θεωρήσεως ριζικώς οι ουτοπιστικοί πειρασμοί στην ερμηνεία της ιστορίας και του νοήματος της. Η εμπειρία της πίστεως δεν αποκαλύπτει μόνο την γνώση περί του Θεού, αλλά και την γνώση περί της κτίσεως. «για του θανάτου Σου ετράνωσας την κτίσιν», μεγαλύνει η Εκκλησία τον Σωτήρα του κόσμου. «για πίστεως νοούμεν» όλο το είναι. Τούτο δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι με την θρησκευτική φώτιση καταργείται η «φυσική» γνώση και η «φυσική» εμπειρία· δεν καταργείται, αλλά μεταμορφώνεται και κατά τίνα τρόπον μετουσιώνεται. Μέσα από την θρησκευτική εμπειρία δεν μπορούμε να «εξαγάγωμε» έτοιμη γνώση δεν μπορούμε όμως να την «εξαγάγωμε» ούτε από την φυσική εμπειρία. Η γνώση είναι ερμηνεία της εμπειρίας, έκφανση της μεταφυσικής θέας μέσω λογικών εικόνων και εννοιών. Και ιδού που ο πιστός βλέπει αλλά και άλλως από τον άπιστο και γι' αυτό γινώσκει επίσης διαφορετικά. Στον πιστεύοντα φανερώνεται ο κτιστός χαρακτήρ και ως εκ τούτου η ελευθερία του κόσμου — εν αντιδιαστολή προς την μοιραία αναγκαιότητα της φυσιοκρατικής («νατουραλιστικής») αντιλήψεως περί του ολοκληρώσαντος εαυτόν «αιωνίου» κόσμου. Στην εμπειρία της πίστεως φανερώνεται το αδιάφθορο μεταφυσικό υπόβαθρο του προσώπου, πραγματοποιητέον μέσα στη άσκηση της αυτοδιαθέσεως. Για της πίστεως συνειδητοποιείται η τραγικότητα της ιστορίας. Η εμπειρία της πίστεως εμπνέει την φιλοσοφία της ελευθερίας και της δημιουργικής γενέσεως και ενεργείας. Τούτο όμως δεν σημαίνει, ότι ο πιστεύων έχει και ενεργεία, εμπράκτως, πάντοτε δίκαιο στο θέμα της' γνώσεως. Ακόμη και επί τη βάσει της θρησκευτικής εμπνεύσεως δεν αναφύονται εν τω αιώνι τούτω καρποί άμεμπτοι και παντέλειοι. Το φιλοσοφείν μένει εσαεί ένας χώρος εικασιών και υποθέσεων, ένας χώρος συμβολικών προσπελάσεων, όπου πολλά πράγματα είναι συζητήσιμα, ίσως δε πρέπει και να μείνουν συζητήσιμα. όπως θαυμάσια εξεφράσθη ο πρίγκηψ, Σ. Ν. Τρουμπετσκόυ, «κάθε θεωρητική λύση είναι και πρέπει να είναι λύση μόνο κατά προσέγγισιν, διότι πρόκειται μόνο περί μιας προμαντευομένης, προσδοκώμενης λύσεως», — μόνο περί προγεύσεως τής νέας εμπειρίας. Και ακριβώς επειδή μόνο κατά τον «μέλλοντα αιώνα» θα έλθη «το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου» και μόνο εκεί θα ατενίσωμε τα μυστήρια του Θεού «πρόσωπον προς πρόσωπον», εντός της ιστορίας μαντεύομε μόνο. Μέσα στην θρησκευτική θεώρηση είναι ασάλευτο και πρόσφορο μόνον ό,τι έχει χαρισματικώς εγκριθή εκ μέρους των πνευματοφόρων οικουμενικών συνόδων. Αλλ’ ακόμη και αυτή η «πέτρα της πίστεως» μένει πάντοτε ένα προκείμενο έργο για την φιλοσοφούσα σκέψη. Εδώ υπάρχει ανεξάντλητη και η σειρά των φιλοσοφικών γεννημάτων, είναι ακόρεστη η δίψα του φιλοσοφείν. Δεν πρέπει να κατατείνωμε προς μία μονοσήμαντη επίλυση του «αινίγματος του κόσμου», άλλα —κατά το μέτρον του προσιτού στον καθένα μας προσωπικώς— να κατορθώσωμε ό,τι προς την επίλυση αυτή μας δίδεται —και ό,τι απορρίπτεται— από την αποκάλυψη. Αυτή είναι η σφαίρα των «θεολογικών γνωμών» στην φιλοσοφία ως «φυσική θεολογία». Και ποτέ στην ιστορία δεν θα καταργηθή η σφαίρα αυτή. Εδώ βασιλεύει η σχετικότητα —όχι όμως η σχετικότητα της «αδιαφορίας», άλλα η σχετικότητα των συμβόλων, τα οποία σημαίνουν κάτι μόνο κατά το μέτρο της διαφάνειας τους και μόνο για εκείνον που ξεύρει να βλέπη δια μέσου αυτών και να ιδή πίσω απ’ αυτά. Και όσο περισσότερο εντάσσεται το πνεύμα του ανθρώπου στους κόλπους της Εκκλησίας, τόσο διαυγέστερη καθίσταται η γνώση περί του κόσμου.

Δύο εμπειρίες είναι προσιτές στον άνθρωπο. Αναρίθμητες είναι όμως οι «νόθες» προσμίξεις στον κόσμο της σκέψεως. Δύο δρόμοι γνώσεως περιπλέκονται μεταξύ τους μέσα στην ιστορική πραγματικότητα μέχρι του σημείου να μη διακρίνωνται πλέον και γι’ αυτό είναι τόσο άφθονες και πάντοτε εκ νέου δυνατές οι «πλάνες», οι αποστασίες και οι αστοχίες. Πρέπει να αγωνισθεί κανείς υπέρ της εμπειρίας της πίστεως, οι δε πειρασμοί του κόσμου τούτου είναι οξείς και καυστικοί… Μέσα στο εκκλησιαστικό πλήρωμα ξεπερνιούνται κατά το μέτρο της ασκήσεως,, του άθλου, της πάλης. Μόνο δια της Εκκλησίας και εν τη Εκκλησία υπερνικάται ο ουτοπικός πειρασμός. Υπάρχει 'ίσως κάποιο μυστικό σημείο στο γεγονός, ότι κατά παραχώρησαν Θεού το πλέον ιοβόλο ουτοπικό άνθος εξήνθησε επί της ρωσσικής γης, στην Ορθόδοξη Ανατολή. Διότι μονάχα μέσω της αλώβητης καθαρότητος της ορθοδόξου πίστεως και εμπειρίας μπορεί τούτο να θεραπευθή γνησίως και όχι κατ' επίφασιν. Είναι ανεξιχνίαστα τα κρίματα του Θεού.

Του μας καλεί στην ομολογία της πίστεως. Στις θολές και δυσώδεις ημέρες μας η ρωσσική σκέψη έχει μία ειδική κλήση. Αυτή δεν καθορίζεται από το ότι το πνεύμα του Ρωσσικού λαού έχει εκφυλισθή κατά Ιδιαίτερο τρόπο και ότι ο νέος λαός πρέπει με μία ιδική του, ιδιαίτερη χροιά να συμπλήρωση τόσο τα προγενέστερα ιδικά του όσο και ξένα επιτεύγματα. Το «πνεύμα του λαού» δεν είναι ένα έτοιμο και εγγενές μέγεθος, άλλα κάτι που γίνεται. Αυτό μάλιστα δεν προσδιορίζεται από την μοιραία γέννηση, αλλ’ από την άσκηση. Διαμορφώνεται από την επαφή με τα αΐδια όσια και ιερά. Η δικαίωση της ειδικής κλήσεως της Ρωσσίας δεν έγκειται στην σλαβική καταγωγή η στην ανατολική προέλευση της, άλλα στην Ορθόδοξη καταγωγή της. Στα γνήσια κατάβαθα της η Αγία Ρωσσία είναι το Ιστορικό έργο της Ορθοδοξίας. Πάρα πολύ λίγα —μάλλον δε ελάχιστα— είναι ορθόδοξα μέσα στη Ρωσσική ψυχή. Αλλά δεν την έχει εγκαταλείψει ο Θεός. Στην ζωή η Ορθοδοξία ήτο και είναι και θα μείνη πάντοτε έργο, αποστολή. Ίσως και δεν πρέπει η Ορθοδοξία να είναι ένα δοξασμένο φαινόμενο μέσα στον κόσμο. Μ' αυτό όμως δεν γίνεται εκποδών η παντοτινή επιδίωξη. Και σήμερα ευρισκόμεθα με ιδιάζουσα ευθύνη μπροστά στο έργο της ορθοδόξου φιλοσοφίας, μπροστά στο έργο της επιστροφής στην κεχαριτωμένη χώρα των πατέρων μας, των Πατέρων της Καθολικής Εκκλησίας. Σ' αυτό ευρίσκεται η εγγύηση της αναγεννήσεως και ανακαινίσεως της ζωής, της ιάσεως από τις ανοικτές πληγές. Και μέσα στην φρίκη ενώπιον της παταγώδους εμφανίσεως των δηλητηριωδών ζιζανίων του ουτοπικού πειρασμού με ιδιαίτερη δύναμη ελκυόμεθα «εις τας αγκάλας τας πατρικός»… Διότι, κατά τον λόγου του Ψαλμωδού, «ούτε εξ εξόδων ούτε από δυσμών ούτε από έρημων ωραίων» επαίρεται «εις ύψος το κέρας ημών», άλλα «ο Θεός Κριτής εστί… »

Δημιουργία αρχείου: 2-6-2008.

Τελευταία μορφοποίηση: 3-9-2018.

ΕΠΑΝΩ