Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Δογματικά και Φιλοσοφικά

Λόγος και νους * Τι είναι η ψυχή * Λογική και λογισμοί * Διαίρεση και δυνάμεις τής ψυχής * Η καρδιά ως "μεταφυσικό" όργανο * "Καρδιά", "ψυχή", "νους" και "διάνοια" * Ασθένεια τής καρδιάς * Θεραπεία τής καρδιάς * Λογική και νοερά ενέργεια

Η «απόσυρση του Χάιντεγκερ»,

ο λόγος και το πρόσωπο

Δημήτρης Γ. Ιωάννου

 

Αναδημοσίευση από: http://antifono.gr/portal

 

Τι συμβαίνει άραγε όταν προσπαθώ να λύσω ένα γεωμετρικό πρόβλημα, που περιλαμβάνει κάποιο σχήμα, πχ ένα τετράγωνο;

Ο Χάιντεγκερ θα μας έλεγε ότι, κοιτάζοντας αυτό το τετράγωνο, αισθάνομαι την «ανοικείωση», την «απόσυρση» δηλαδή των πραγμάτων. Και αυτό γιατί τα γεωμετρικά σχήματα θεωρούνται εν γένει «παράγωγα», αφαιρέσεις της επιστήμης, που προκύπτουν ως αποτέλεσμα της υπαρκτικής «βλάβης» με τον κόσμο. Όταν βαδίζω προς τα μπροστά, γιατί πχ θέλω να φτάσω ένα ποτάμι και να πιω νερό, δεν έχω ιδέα ότι ακολουθώ μια ευθεία. Αν βρω μπροστά μου ένα εμπόδιο, θα αναγκαστώ να στρίψω, πράγμα που σημαίνει ότι ο δρόμος μού γίνεται ανοίκειος, και τότε εννοώ τι θα πει «ευθεία». Παρομοίως και με το τετράγωνο, προκύπτει από έναν συνδυασμό πολλών ανοικειοτήτων, που περιλαμβάνουν βέβαια την πρώτιστη ανοικειότητα που λέγεται «ευθεία γραμμή» (πάντα, εννοούμε, ως θεωρητική κατασκευή). Γενικά, η απόσυρση των πραγμάτων, εδώ του «δρόμου», συντελεί ώστε να εμφανιστεί η θεωρία, και, εργαζόμενος «λογικά», λύνω το οποιοδήποτε προκύπτον πρόβλημα. (Για την εν λόγω προσέγγιση του Χάιντεγκερ, δες Hubert Dreyfus, Being-in-the world,  A Commentary on Heidegger’s “Being and Time”, MIT, 1999).

Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Είναι πράγματι η θεωρία παράγωγη; Η πατερική διδασκαλία, που έχει να πει πολλά για «αίσθηση», «διάνοια», «λόγο», «νου», τείνει προς την αντίθετη άποψη. Και μάλιστα, εκλαμβάνει την «θεωρία» ως συστατικό του προσώπου. Ιδού η σχετική πατερική διδασκαλία, όπως την συνοψίζει στο έξοχο βιβλίο του «Θεός Λόγος και Ανθρώπινος Λόγος» ο αγιορείτης μονάχος π. Χρυσόστομος: «Αν και ο νους έχει καθοδηγητικό ρόλο επί των ψυχικών οργάνων, συνήθως η επίδραση των συναισθημάτων και των σκέψεων απαμβλύνει το φυσικό φως και την ενορατική δύναμή του, καθιστώντας τον υποτελή στην αίσθηση και στον λόγο. Την ακριβή θέση του στο εσωτερικό της ψυχής καθορίζει η προσοχή ∙ αυτή είναι μια επί μέρους ενέργεια του νοός, η οποία καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τη θέση του σε σχέση με τις άλλες δυνάμεις. Όταν εντείνουμε την προσοχή μας στις σκέψεις ή σε κάποιο ορατό αντικείμενο, τότε ο νους ενεργεί πλησίον της λογικής, ή της αισθήσεως, αντίστοιχα. Ο παραμερισμός όμως κάθε σκέψεως, ή εξωτερικού αισθήματος, προάγει τον νου στη φυσική ‘‘εποπτική’’ του θέση. Η απαλλαγή του από κάθε είδους ψυχοσωματική επίδραση αφήνει τον απαραίτητο χώρο για την λειτουργία της καθαράς νοήσεως». (Εκδ. Ι.Μ.Αγ. Διονυσίου, 1998, σελ. 46). Γίνεται λόγος εδώ ακόμη και για «καθαρή νόηση».

Ας τα διασαφηνίσουμε όλα αυτά, πάντα έχοντας στο νου μας την χαϊντεγκεριανή διδασκαλία. Όταν παρατηρώ ένα ηλιοβασίλεμα, εργάζεται καταρχήν η αίσθηση- δηλαδή η όραση. Βλέπω το ηλιοβασίλεμα, τον ήλιο, την θάλασσα κλπ. Ταυτόχρονα κάνω και διάφορους διανοητικούς συλλογισμούς,  πχ «σε λίγο θα δύσει ο ήλιος», «σήμερα τα χρώματα είναι λίγο διαφορετικά από χθες» κλπ. Μέσα στους συλλογισμούς μου εμπλέκεται και «καθαρός λόγος», πχ υποκρύπτεται η αρχή «δεν μπορεί ο ήλιος να είναι στρογγυλός και συνάμα τετράγωνος». Και τέλος, υπάρχει ο ίδιος ο «νους»: όχι απλά βλέπω κάτι επιμέρους, αλλά θεώμαι το ηλιοβασίλεμα ως «ολότητα», ως γεγονός. Αυτός είναι που «νοεί» ότι ο ήλιος εκεί πέρα, που κινείται αργά, και η θάλασσα που τρεμουλιάζει και το βουνό που τρεμοσβήνει είναι κάτι ενιαίο, «ένα» ηλιοβασίλεμα. Ο νους λοιπόν θεάται, «θεωρεί»: βρισκόμαστε κοντά στον πατερικό όρο «θεωρία», που απαιτεί την πλήρη ενεργοποίηση του  ψυχοδυναμικού ανθρώπινου αποθέματος.

Ωστόσο, το παράξενο είναι ότι συμβαίνει το αντίθετο από αυτό που λέγει ο Χάιντεγκερ: ο νους μπορεί να γίνει φαινομενικά όλος πχ αίσθηση, και έτσι να ξεχάσουμε ότι υπάρχει στ’ αλήθεια, ότι προηγείται με μια έννοια η θεωρία. Ας πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα: σκέπτομαι λχ ένα αγαπημένο πρόσωπο, και το θεώμαι «νοερά», διά της φαντασίας μου, ως ένα ακέραιο ανθρώπινο πρόσωπο. Ξαφνικά θυμάμαι ότι την τελευταία φορά που το είδα είχε μια ανησυχητική ουλή στο πρόσωπο, και αμέσως όλος μου ο νους, το «μυαλό» μου γίνεται αυτή η ουλή. Δεν υπάρχει εδώ μεταφορά: μερικοί φιλόσοφοι νιώθουν άβολα με αυτήν την αλήθεια, ότι δηλαδή μπορεί πράγματι να υπάρχει ένα κόκκινο τετράγωνο μέσα στο νου μου, διά της «φαντασίας». Και όμως γίνεται! Μπορώ στ’ αλήθεια να φανταστώ ένα τετράγωνο! Τελικά, συμβαίνει ενίοτε να γίνεται η φαντασία μου τόσο δυνατή, που να ξεχνώ στο τέλος ότι υπάρχει «νους». Τότε νομίζω ότι τα πάντα είναι μια αίσθηση: αυτή η ουλή του αγαπημένου μου προσώπου (ανησυχία), ή εκείνο το χαρτονόμισμα (φιλαργυρία), ή η σάρκα (φιληδονία), ή αυτή η ανασφαλής είσοδος (αρρωστημένη φίλαυτη ανάγκη για προστασία) κλπ. Γι’ αυτό και οι Πατέρες, ιδίως ο Άγιος Μάξιμος, μιλούν τόσο πολύ για τις εμπαθείς εικόνες των αισθητών…

Αποξεχνάμε ότι υπάρχει νους. Και έτσι, αυτό που μας προσφέρεται είναι τα «πράγματα τα ίδια», αλλά εμπαθώς. Όχι τα αληθινά πράγματα εκεί έξω, αλλά τα πράγματα ως αφορμές παθών. Ωστόσο, για τον Χάιντεγκερ, καθώς αρνείται την ύπαρξη της «θεωρίας», απομένουν τούτα «τα πράγματα τα ίδια», ως δευτερεύουσες εικόνες μέσα στο μυαλό μου, που συναπαρτίζουν δήθεν τον «κόσμο όπως μου αποκαλύπτεται» (ένα χαρτονόμισμα, η σάρκα, ένα σφυρί και όλα τα εργαλεία, ένα πιάτο φαγητό, το σπίτι κλπ). Αδυνατεί να καταλάβει ότι έτσι όπως περιγράφει τα πράγματα, απλώς ο νους έχει γείρει προς την αίσθηση, και είμαστε πολύ μακριά από αυτό που θα έλεγε ο άγιος Μάξιμος «θεωρία των λόγων των όντων», των πραγμάτων. Γενικά, αυτά τα φαινόμενα γνωρίζουν καλύτερα οι Φαινομενολόγοι.

Ωστόσο, ακόμη το πιο περίεργο είναι ότι μπορεί κάνεις, χρησιμοποιώντας τη διάνοιά του, σκεπτόμενος με τον «λόγο», να χάσει επίσης την αίσθηση ότι υπάρχει «νους». Για παράδειγμα: βλέπω κάποιον άνθρωπο, έναν φίλο, και τον θεωρώ νοερά, ως αυτόν εκεί τον συγκεκριμένο άνθρωπο. Όταν όμως αρχίσω να τον βλέπω ως μαθηματική μονάδα, πχ σκεπτόμενος ότι «πολλοί (όπως αυτός) που έχουν αυτήν την καταγωγή, κάνουν συνήθως αυτό το πράγμα», τότε αρχίζει ολοένα και περισσότερο η λογική σκέψη να με απασχολεί, και να χάνω την «νοερή αίσθηση» ότι ο φίλος μου είναι κάτι παραπάνω από οποιουδήποτε είδους αλγεβρική οντότητα. Ο νους μου προσέγγισε τόσο πολύ τη διάνοια, που στο τέλος μεταβλήθηκε όλος σε «λόγο»- «λογική». Όπως υπάρχει στ’ αλήθεια ένα κόκκινο τετράγωνο μέσα στο μυαλό μου (διά της φαντασίας), παρομοίως μπορεί ο νους μου να μεταβληθεί σε καθαρή λογική-εκλογίκευση. Εδώ υπάρχει μια ομοιότητα με τη σκέψη του Χάιντεγκερ, που βλέπει τη θεωρία, το «λόγο» ως «παράγωγο», ως προκύπτοντα κατόπιν βλάβης στη σχέση μου με τον κόσμο. Ωστόσο υπάρχει και μια διαφορά: είναι ίδιον του νου, παρόλο που υπερέχει του «λόγου», να έχει λογική δύναμη. Η λογικότητα δεν είναι κάτι «παράγωγο», ένα παραπροϊόν του νου, με αρνητική σημασία. Είναι μια δυναμική ενέργεια του νου, γι’ αυτό και συστοιχεί φύσει με αυτόν- αυτό είναι ένα μυστήριο, ότι ο νους υπερβαίνει τη λογική, και όμως ο λόγος δεν είναι κάτι δευτερεύον, αλλά δυναμική έκφραση αυτού (μια εικόνα που θα χρησιμοποιούσαν οι Πατέρες είναι αυτή του Ήλιου και του φωτός που εκπέμπει).

******************

Για να αντικρούσουμε περισσότερο τον Χάιντεγκερ, πρέπει να εξετάσουμε την φράση «καθαρή νόηση», για την οποία είδαμε ότι μιλούν οι Πατέρες. Μπορούμε πράγματι να παραμερίσουμε τη λογική σκέψη ή κάθε εξωτερικό αίσθημα, και να μείνει ο νους καθαρός, όπως τόνισε ο π. Χρυσόστομος; Ας υποθέσω ξανά ότι βλέπω ένα ηλιοβασίλεμα, και αποφασίσω να κάνω στην άκρη όλες τις ρητές λογικές σκέψεις, οτιδήποτε θα λέγαμε «λογική δραστηριότητα»: παύω να διερωτώμαι αν το βουνό ονομάζεται Όλυμπος ή όχι, αν η ώρα είναι 8 ακριβώς ή 8 και κάτι, αν εκείνο το φως μακριά ανήκει σε κάποιο διερχόμενο αυτοκίνητο… Παύω να σκέπτομαι λοιπόν ενεργώς, ρητώς- γιατί υπάρχει και ρητή εσωτερική σκέψη- οτιδήποτε: κάθε φορά που συναντώ τον Γιάννη, δεν σκέπτομαι άλλωστε «να ένας άνθρωπος». Η συντριπτική ποσότητα γνώσης μένει στο «ασυνείδητο»: το παραδέχεται και ο ίδιος ο Χάιντεγκερ. Όταν χοροπηδά κανείς στο δάσος, δεν σκέπτεται ούτε πώς περπατά, ούτε πως στήνει τα πόδια του, ούτε τι ήχους ακριβώς εκπέμπει το στόμα του κλπ….

Εκτός από όλη αυτή την συλλογιστική δραστηριότητα, ας διώξω και κάθε εξωτερικό ερέθισμα, που γίνεται πηγή για εσωτερικό ψυχικό «θόρυβο»: τι θα γίνει μ’ εκείνη την υπόθεση, αν κινδυνεύω στ’ αλήθεια από το άλλο θέμα, αν θα πετύχω στις εξετάσεις κλπ. Όλα αυτά, μπορώ, αν προσπαθήσω, βλέποντας το ηλιοβασίλεμα, να τα θέσω στο περιθώριο. Θα προσπαθούν βέβαια πάντα τα εξωτερικά ερεθίσματα να εισβάλλουν μέσα στο ψυχικό κόσμο μου, αλλά εγώ μπορώ, με μια υπαρκτή αν και ανεπαίσθητη κίνηση του νου, να τα εκδιώκω. Αυτό, για να πούμε την αλήθεια, φαίνεται πιο καλά από οπουδήποτε αλλού στην προσευχή, για τούτο και τα φαινόμενα αυτά τα γνωρίζουν τόσο καλά οι Νηπτικοί Πατέρες. Όταν προσπαθήσω να σκεφθώ «εισάκουσόν μου, Κύριε», αμέσως θα έρθουν στο μυαλό μου ως αντίπαλοι διάφορα εξωτερικά ερεθίσματα: πρέπει να φάγω, επείγει αυτή η υπόθεση, άφησα κάτι ημιτελές κλπ. Στην προσευχή φτάνει κανείς στην οντολογική πληρότητά του, γι’ αυτό και η έννοια «εξωτερικός ερεθισμός», «περισπασμός», παίρνει εκεί την αληθινή της σημασία. Εν πάση περιπτώσει, υπάρχει μια αναλογία, και ομοιότητα μαζί, και με τις λοιπές δραστηριότητες, όπως περιγράψαμε. Αν λοιπόν καταφέρω και παραμερίσω όλα αυτά, χαίρομαι πολύ καλύτερα το ηλιοβασίλεμα. Τότε αμυδρά αρχίζει ο «νους» να γίνεται αισθητός ως αληθινή ύπαρξη, ως κάτι που με διαφοροποιεί από το χαιντεγκεριανό «da-sein» (= «ενθάδε-είναι»), που γίνεται πρόσωπο μόνο δευτερευόντως. Φαίνεται να είμαι εξαρχής πρόσωπο, γιατί, συμφώνως και προς τον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό, ό,τι έχει «λόγο», είναι δηλαδή νοερή ύπαρξη, αποτελεί πρόσωπο. Ο λόγος δεν είναι κάτι δευτερεύον για την προσωπική ύπαρξη.

*******************

Ας διασαφηνίσουμε όμως ακόμη περισσότερο κάποια ζητήματα. Τι είναι λοιπόν ο νους; Γράφει ο π. Χρυσόστομος ότι «ο νους είναι ο ‘‘ψυχικός οφθαλμός’’. Όπως ο μικροσκοπικός, σε σχέση με το όλο σώμα, οφθαλμός καθοδηγεί όλον τον άνθρωπο, κατά τον ίδιο τρόπο η ακρότατη δύναμη της ψυχής, ο νους, έχει την φυσική δυνατότητα να κατευθύνει όλο το ψυχικό δυναμικό και να διαμορφώνει ανάλογα τις επιλογές των άλλων ψυχικών οργάνων. Παρόλο που και αυτός είναι αλληλοπεριχωρούμενος με τον λόγο και την αίσθηση λειτουργικό μέρος της ψυχής, αποτελεί την μόνη ενορατική δύναμή της, με την οποία μπορούν να συνειδητοποιηθούν τα  ψυχικά ενεργήματα. Η ιδιαίτερη αξία του νοός γίνεται άμεσα αντιληπτή από τις ίδιες τις λειτουργίες του. Όπως η όραση αντιλαμβάνεται πληρέστερα κάθε ορατό αντικείμενο σε σχέση με την αντίστοιχη περιγραφή αυτού μέσω μόνον της ακοής, αντίστοιχα και ο νους έχει την ικανότητα για την πληρέστερη γνώση των υπεραισθητών δυνάμεων. Με την φυσική ενορατική δύναμή του υπερέχει από τη γνωστική ικανότητα του λόγου, καθώς οι περί γνώσεως δια-λογισμοί της ψυχής είναι δικά του γεννήματα. Ο νους κινείται ταχύτατα σε έναν μετά-λογικό χώρο, αν και η λειτουργία του, η ‘‘νόηση’’, μπορεί να εκφρασθεί με λόγους. Στην καθαρή μορφή της η νόηση είναι εσωτερική όραση, η οποία υπέρκειται της αναγκαιότητας μιας διαλογικής διεργασίας. Γι αυτό και οι λόγοι του νοός διαφέρουν ποιοτικά από εκείνους της λογικής, η διαφορά αυτή όμως αποτελεί ύστερη γνώση»  (ό.π. σελ. 45-6).

Πρέπει να δούμε τώρα τι θα πει η λέξη «αλληλοπεριχώρησις» (σε μια φράση όπως «ο νους αλληλοπεριχωρείται και καθοδηγεί τον λόγο»). Άλλο είναι λοιπόν μια αφηρημένη αρχή της τυπικής λογικής, αυτή καθαυτή, πχ «α=α», και άλλο η ίδια αρχή ως βιωμένη πραγματικότητα, ως η ικανότητα του προσώπου να την αναγνωρίζει, να την χρησιμοποιεί εντός μια δυναμικής διαδικασίας που λέγεται «νόηση». Ωστόσο, είναι εντελώς παράδοξο πράγμα ότι μπορεί στ’ αλήθεια να βιώνεται μια «αφηρημένη» λογική αρχή, να μεταβάλλεται σε ψυχικό (όχι «συναισθηματικό») γεγονός! Υπάρχει πράγματι, για τους  Πατέρες της Εκκλησίας, ανθρώπινη νόηση, πράγμα που κάνει πολλούς φιλοσόφους σήμερα να νιώθουν άβολα, γιατί δεν μπορούν να καταλάβουν πώς γεννιέται μια τέτοια οντολογική αρχή εντός της «συνείδησης». Οι φιλόσοφοι αυτοί δεν μιλούν για ανθρώπινη νόηση, αλλά για μια μερική «ικανότητά μας να κρίνουμε ως έγκυρο ή άκυρο ένα επιχείρημα». Ωστόσο, πρόκειται για ένα σόφισμα: η «ικανότητά» μας να βλέπουμε οφείλεται στο ότι έχουμε ακριβώς μάτια, παρομοίως κάτι θα πρέπει να μας κάνει «ικανούς» να παρακολουθούμε και να ελέγχουμε επιχειρήματα. Σημειώνουμε πάντως ότι η «τυπική» λογική ως βιωμένη πραγματικότητα είναι κάτι που καθιστά προβληματική την ύπαρξη του «ενθάδε-είναι» ως καταρχήν μη προσωπική.

Προχωρούμε στην κατανόηση της έννοιας της «αλληλοπεριχώρησης». Ας δώσουμε το εξής παράδειγμα: προσπαθώ να λύσω μια μαθηματική άσκηση εφαρμόζοντας έναν συγκεκριμένο τρόπο. Ξαφνικά, διαπιστώνω (που θα πει αποστασιοποιούμαι από τον μέχρι τότε «λόγο») ότι αυτός ο τρόπος είναι ανεπαρκής και στρέφομαι προς κάποιον άλλον, εντελώς διαφορετικό. Η νόησή μου έτσι αποτελεί έναν ορίζοντα για τον λόγο, υπέρκειται αυτού: κατανοεί πρώτα από όλα τον ίδιο τον λόγο, τον παρακολουθεί, τον ελέγχει, του δίνει μια πορεία. Και τι παράξενο είναι και αυτό επίσης, να «παρακολουθείται» ο λόγος! Αυτή είναι η σημασία του «συλλογισμού»: δεν γνωρίζω απλά ότι «α=α», αλλά κρατώ δυναμικά μέσα μου («ψυχολογικά», στη «μνήμη» μου, όπου εδώ η μνήμη αποκτά μια πολύ πιο δυναμική σημασία) αυτή την λογική αρχή ως εφαλτήριο για το επόμενο συμπέρασμα. Και έτσι, η αλήθεια είναι λογική, νοερή, και καθόλου μη θεωρητική, ως η άμεση δήθεν επιστροφή στα «πράγματα», ως η αναίρεση της «λήθης» (α στερητικό + λανθάνω) αυτών.

Παρόλα όσα έχουμε πει μέχρι τώρα, η έννοια του «λόγου» δεν έχει αποσαφηνιστεί αρκετά. Τι είναι αυτός; «Πρόκειται για την διεργασία της σκέψεως, της κρίσεως, της μνήμης, το καθολικό γεγονός της ‘‘λογικής’’ ευρύτερα, το οποίο γίνεται αντιληπτό από τους ενδογενείς λόγους-λογισμούς της εσώτερης γνώσεως... Ο ανθρώπινος λόγος… περιλαμβάνει ακριβώς στο απροσδιόριστο σύνολο του όλους τους εσωτερικούς λόγους-λογισμούς, συνειδητούς και μη. Ως ιδιαίτερο μέρος του είναι μας, η σύνολη γνώση, με όλες τις επί μέρους λειτουργίες της σκέψεως, της συνειδήσεως, της μνήμης και της κρίσεως που εμπεριέχει, καθορίζει τον ανθρώπινο λόγο» (ό.π. σελ. 42). Όλα αυτά σημαίνουν ότι ο ανθρώπινος λόγος (που καθορίζει και τι εστί «κοσμικός» λόγος, καθώς ο άνθρωπος ερμηνεύει τον κόσμο), δεν είναι μόνο μια τυπική λογική αρχή, αλλά, όπως ήδη είπαμε, «συνείδηση» (που περιθωριοποιείται στον Χάιντεγκερ, ως συστατική του ψυχολογίζοντος «εγώ»), αλλά και «κρίση» (που επίσης περιθωριοποιείται, ως ψυχολογίζουσα ενεργοποίηση του «Dasein», σε περιπτώσεις «βλάβης» της εμπλοκής του με τον κόσμο). Στους Πατέρες, η έννοια της «συνείδησης» είναι βασική, καθώς αυτή εκφράζει, με μια έννοια, το ακατάλυτο της προσωπικής ιδιοσυστασίας του προσώπου και τη μη συγχώνευσή του εντός κάποιας κοσμικής γενικότερης αρχής. Γι’ αυτό υπάρχει και μια τάση στην πατερική και ασκητική γραμματεία να γίνεται η εσωτερική ζωή του πιστού ολοένα και πιο συνειδητή (ποιος είμαι, ποια είναι τα πάθη μου κλπ), σε σημείο που λέμε ότι ο άγιος δεν έχει «ασυνείδητο». Αλλά και η «κρίση», η θεωρητική δηλαδή προσωπική κρίση είναι και αυτή συστατικός όρος του προσώπου. Και μάλιστα ο Θεός, νοείται κατά τους θεολόγους (πχ τον π. Στανιλοάε) ως η άκρα «συνειδητότητα».

Στο σημείο αυτό μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα γιατί ο Χάιντεγκερ εξακολουθεί πάντα να είναι ένας Προτεστάντης: γι’ αυτόν είναι πράγματι αδύνατον να εξέλθει κανείς εκ του κόσμου, να τον θέσει σε «παρένθεση». Ο προσευχόμενος όμως νους, για την ορθόδοξη θεολογία, μπορεί να βάζει πράγματι σε παρένθεση ολόκληρο το ψυχοδυναμικό του πεδίο που σχετίζεται με τον κόσμο, όλες τις αγωνίες του, τις ελπίδες του, τους φόβους του, τις χαρές του κλπ, ώστε απρόσκοπτα το άτομο να ασχοληθεί με το «εν ου έστι χρεία», τον Θεό. Αυτό έχει ένα όνομα στους Πατέρες: λέγεται «αμεριμνησία», και δεν ταυτίζεται απλά με κάποια επουσιώδη ψυχική διεργασία, αλλά με μια υπαρξιακή στάση του πιστού, με μια «φυγή» από τον κόσμο και τα του κόσμου. Ποια πράγματα αλήθεια βάζει κανείς σε παρένθεση όταν αρχίσει να στρέφεται προς τον Θεό; Αν δεν ξεχάσω λοιπόν τα πάντα, τον κόσμο όπως χαϊντεγκεριανά μου «αποκαλύπτεται», δηλαδή και την αρρώστια μου, και τον πόνο μου, και τον φόβο μου, και την ανυπομονησία μου κλπ, όλα αυτά, δεν αρχίζει η μυστική ανάβαση προς τον Θεό. Έτσι μόνο γεννάται η «θεωρία», ως μυστική υπόθεση, ως καρδιακή «στάση», για την οποία ρητά πρωτομίλησε ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης («Εις τον βίον Μωυσέως» κλπ), δημιουργώντας την νηπτική παράδοση.

******************

Δεν μπορούμε εδώ να συζητήσουμε άλλα θέματα, πχ το γιατί υπάρχει μια αληθινή τελεολογία και ηθική ιεράρχηση, άγνωστη επίσης στον Χάιντεγκερ, ο οποίος μπορεί να ρωτά «για ποιον άραγε τελικό ηθικό σκοπό έχω φίλους;». Κάθε άνοιγμα προς τον Άλλον, κάθε είδους «σχέση», πχ η φιλία, είναι ταυτόχρονα αυτοσυστολή,  αυτοπεριορισμός. Γι’ αυτό και δεν είναι «δραστηριότητα» το να έχω φίλους, αλλά «πράξη». Και τι θα πει άραγε «φίλος», δίχως την έννοια της αυτοσυστολής, του αυτοπεριορισμού; Ούτε το ζήτημα του «συνείναι» μπορεί επίσης να εξεταστεί εδώ, καθώς και η προτεραιότητα αυτού ακόμη και έναντι της αγάπης, που θεωρείται απλώς και πάλι παράγωγη. Αλλά η «αγάπη», κατά τους Πατέρες, έχει και μια θεωρητική διάσταση (μιλάμε άλλωστε και για αγαπητική «θεωρία» του Θεού). Απλώς λέμε ότι γενικώς, ακόμη και στην ηθική, οι πολύ μεγάλες διαφοροποιήσεις Χάιντεγκερ και ορθόδοξης θεολογίας οφείλονται στην εν γένει αντιθεωρητική στάση του γερμανού φιλοσόφου, που δεν τον αφήνει καθόλου να αντιληφθεί τι θα πει θείος «έρως», τι θα πει το βιβλικό -και τόσο σημαντικό για μια ορθόδοξη φιλοσοφία του προσώπου- «είδον την δόξαν αυτού» (Λουκ. θ 32), που κάνει λόγο για κάτι υπερφυές, την «όραση» της θείας «δόξας» του κατ’ εξοχήν Προσώπου. 

 

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Κάζιμιρ Μάλεβιτς.

Πηγή κειμένου: Aντίφωνο

Δημιουργία αρχείου: 4-12-2017.

Τελευταία μορφοποίηση: 4-12-2017.

ΕΠΑΝΩ