Ορθόδοξη
Ομάδα
Δογματικής Έρευνας Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο |
Αγία Γραφή |
Σχέση Αγίας Γραφής και αποκάλυψης Θεού // Πρέπει να δεχόμαστε ΜΟΝΟ την Αγία Γραφή; // Από τα κτιστά ρήματα στα άρρητα ρήματα // Διαφορά μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης
Οι Προφήτες της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης Θεούμενοι εντεύθεν και εκείθεν τού τάφου τού π. Ι. Ρωμανίδη
Πηγή: Σεβ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου: "Εμπειρική Δογματική". |
Μεταξύ των θεοπτών Αγίων, που είναι και λέγονται Θεούμενοι, συγκαταλέγονται οι Προφήτες. Προφήτες είναι οι Άγιοι εκείνοι που προλέγουν τα μέλλοντα, αλλά και εκείνοι που διδάσκουν τα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού, τα οποία γνωρίζουν προσωπικά. Αυτό, όμως, προϋποθέτει ένα επίπεδο πνευματικής ζωής και βίωση μεγάλου βαθμού θείας Χάριτος. Οπότε, με τον όρο Προφήτης χαρακτηρίζεται ο άγιος που έχει κοινωνία με τον Θεό, γνωρίζει δι’ αποκαλύψεως το θέλημά Του, έχει φθάσει στην θέωση και γίνεται ο αυθεντικός διδάσκαλος τού λαού. Με αυτήν την έννοια, Προφήτες λέγονται οι δίκαιοι στην Παλαιά Διαθήκη, οι οποίοι αποστέλλονταν από τον Θεό στους ανθρώπους, για να τους καθοδηγήσουν στον αληθινό δρόμο της σωτηρίας. Συνήθως, ο Προφήτης έλεγε στον Θεό που τον καλούσε: «Λάλει, Κύριε, ότι ο δούλος σου ακούει» και στην συνέχεια κήρυττε στον λαό: «Τάδε λέγει Κύριος». Τέτοιοι ιεροί άνδρες ονομάζονταν από τον λαό «ορώντες» και «βλέποντες», γιατί έβλεπαν την άκτιστη δόξα του Θεού. Αυτοί αποκάλυπταν το θέλημα του Θεού στους ανθρώπους, οι οποίοι ήταν δεκτικοί της αποκαλύψεως αυτής.
Στην Παλαιά Διαθήκη βλέπουμε την εμφάνιση των Προφητών και τους λόγους τους και αυτοί είναι οι ηγέτες του λαού, γι’ αυτό δεν πρέπει να θεωρούμε ότι η Παλαιά Διαθήκη είναι απλώς ένα ιστορικό βιβλίο. Οι Πατριάρχες και οι Προφήτες είχαν φθάσει στην θέωση. «Εάν κανείς διάβαση προσεκτικά την Παλαιά Διαθήκη για να δει ποιοι είναι αυτοί οι Πατριάρχες και οι Προφήτες, θα δει κάτι παράξενο. Στους βίους των Αγίων και στην Καινή Διαθήκη, Πατριάρχης ή Προφήτης είναι εκείνος που έχει φθάσει στην θέωση· -θεοπτία λένε οι Πατέρες την θέωση- έχει περάσει από την κάθαρση και έχει φθάσει στον φωτισμό». Όλοι οι Προφήτες είχαν πνευματική εμπειρία, δεν ήταν δηλαδή άνθρωποι με ανεπτυγμένη την λογική σκέψη, τον στοχασμό και την φαντασία, όπως το βλέπουμε στους φιλοσόφους που υπήρχαν και στην εποχή τους. «Στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχουν άνδρες που λέγονται Προφήτες και αυτοί οι Προφήτες είχαν μια ορισμένη εμπειρία. Αυτή η εμπειρία περιγράφεται, όσο μπορεί να περιγραφεί, στην Παλαιά Διαθήκη. Στην Καινή Διαθήκη έχουμε κάτι παρόμοιο. Και μετά, συνδυασμένα με αυτήν την εμπειρία τών Προφητών και τών Αποστόλων είναι και το κήρυγμά τους και όλη η μέθοδος με την οποία προσπαθούν να εισαγάγουν τους πιστούς στην ίδια εμπειρία». Αρχή της πνευματικής εμπειρίας τους ήταν η ενέργεια της αδιάλειπτης νοεράς προσευχής στην καρδιά. «Αυτός ο πεντηκοστός (Ν) ψαλμός, στην πατερική παράδοση, είναι περί νοεράς ευχής, που σημαίνει ο Δαβίδ είχε νοερά προσευχή, οι Προφήτες είχαν νοερά προσευχή. Δεν είναι η νοερά προσευχή εφεύρεση του Συμεών του Νέου Θεολόγου ή του Γρηγορίου του Παλαμά· υπάρχει και στην Παλαιά Διαθήκη, κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας». Οι Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη έφθασαν στον δοξασμό, ο οποίος στην γλώσσα των Αγίων Πατέρων ταυτίζεται με την θέωση. Λέγοντας δοξασμό, εννοούμε την θέα της Ακτίστου δόξης του άσαρκου Λόγου. Αυτή η θέωση τών Προφητών ήταν προσωρινή. «Η εμπειρία της Θεώσεως και της δόξης είναι μια προσωρινή κατάσταση, διότι παρ' ό,τι είχαν αυτήν την εμπειρία, παρά ταύτα πέθαιναν δηλαδή, και αναστήθηκαν στην εις Άδου κάθοδο του Χριστού. Αναστήθηκαν πάλι οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Έχουμε την εικόνα της Αναστάσεως του Χριστού, που είναι ολοφάνερη η διδασκαλία τών Πατέρων πάνω σε αυτό το θέμα». Η μετοχή στον δοξασμό αυτόν λέγεται θέωση. Οπότε, οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης έφθασαν στην θέωση, χωρίς όμως ακόμη να ενωθούν με την ανθρώπινη φύση του Χριστού, η οποία τότε δεν είχε ακόμη προσληφθεί από τον Λόγο. «Οι Πατέρες των Πατέρων ημών στην Παλαιά Διαθήκη, δηλαδή οι Προφήτες, έχουν την θέωση χωρίς την ανθρώπινη φύση του Χριστού, μετά οι Απόστολοι έχουν και αυτοί θέωση με την ανθρώπινη φύση του Χριστού». Αυτή η εμπειρία των Προφητών υπέρκειται των κτιστών ρημάτων και νοημάτων. Δηλαδή, έχουμε τα κτιστά ρήματα και νοήματα των Προφητών, τα οποία διαβάζουμε στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά έχουμε και την ίδια την εμπειρία των Προφητών. «Για τους Πατέρες της Εκκλησίας, όλοι οι Προφήτες είχαν φθάσει στην θέωση και όλα τα λόγια στην Παλαιά Διαθήκη είναι κτιστά ρήματα και φέρουν κτιστά νοήματα. Αλλά εκτός από τα κτιστά ρήματα και τα κτιστά νοήματα υπάρχει και η εμπειρία της Θεώσεως τών Προφητών, η οποία εμπειρία της Θεώσεως δεν είναι αυτά τα ρήματα και τα νοήματα». Δια της θεώσεώς τους οι Προφήτες κατηλλάγησαν με τον Θεό και έγιναν φίλοι Του. Από το στάδιο της δουλείας πέρασαν στο στάδιο του μισθωτού και από εκεί στο στάδιο της φιλίας με τον Θεό. Από αυτό συνάγεται ότι οι Προφήτες απέκτησαν την τελειότητα, η οποία συνίσταται στην ανιδιοτελή αγάπη, η οποία «ου ζητεί τα εαυτής» (Α' Κορινθίους ιγ', 5). Είναι χαρακτηριστικό ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς συνδέει την εμπειρία της δόξης του Χριστού που είχε ο Πρωτομάρτυρας Στέφανος και οι Άγιοι της Καινής Διαθήκης με την εμπειρία του δοξασμού που είχε ο Μωυσής της Παλαιάς Διαθήκης. Παρά το ότι οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης έφθασαν στην θέωση-δοξασμό-τελείωση, εν τούτοις δεν επέτυχαν την σωτηρία, αφού δεν απηλλάγησαν από τον θάνατο. Η νίκη επί του θανάτου έγινε με τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού. «Έχουμε στην Παλαιά Διαθήκη αυτές τις εμπειρίες του δοξασμού των Προφητών, οι οποίοι φθάνουν στην θεοπτία. Αυτή η θεοπτία είναι η θέωση των Προφητών, η οποία, όμως, δεν συνοδεύεται από την σωτηρία, διότι πέφτουν στον θάνατο, όπως όλοι οι άλλοι και πεθαίνουν δηλαδή, και ανίστανται την ημέρα της Σταυρώσεως του Χριστού, την ημέρα της εις Άδου Καθόδου. Έκτοτε γίνεται η Ανάσταση των Προφητών και έχουμε την κοινωνία των Αγίων πέραν του τάφου. Αυτοί είχαν θέωση εντεύθεν του τάφου, όχι πέραν του τάφου. Μετά την Ανάσταση του Χριστού, έχουν την θέωση και τώρα, διότι μετέχουν στην πρώτη Ανάσταση δηλαδή». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι Προφήτες αποτελούν την αυθεντία στον λαό του Θεού, έτσι τους δέχονται οι πιστοί προκειμένου να οδηγηθούν και αυτοί στην θεοπτία. Αυτοί είναι οι αληθινοί Πνευματικοί Πατέρες και έτσι αποκτώνται τα πνευματικά τέκνα. Η πνευματική πατρότητα δεν είναι μια μηχανική κατάσταση, δεν είναι μια τυπική σχέση, αλλά το μυστήριο της αναγεννήσεως και Θεώσεως του ανθρώπου. «Στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχει και όλη η διδασκαλία περί αυθεντίας. Γιατί είναι ο Προφήτης αυθεντία; Επειδή έχει άμεση γνώση του Θεού. Ο λαός πιστεύει επειδή έχει εμπιστοσύνη στην εμπειρία περί Θεού που έχουν οι Θεούμενοι. Δέχονται τους θεουμένους ως αυθεντία, τους Προφήτες δηλαδή και τους φωτισμένους, όσοι είναι σε αυτήν την εμπειρική κατάσταση. Αυτούς δέχονται ως Πνευματικούς Πατέρες και αυτούς ακολουθούν. Τον Μωυσή έτσι τον δέχτηκαν και όλους τους Προφήτες έτσι τους δέχτηκαν. Και μετά βλέπουμε ότι αυτοί οι Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη είχαν και μαθητές, πνευματικά τέκνα δηλαδή. Και τι κάνουν με τα πνευματικά τέκνα; Τους οδηγούν στον φωτισμό και την θέωση. Αυτό είναι ολοφάνερο. Λοιπόν, η όλη σχέση μεταξύ Πνευματικών Πατέρων και πνευματικών τέκνων είναι σαφέστατη στην Παλαιά Διαθήκη. Γι’ αυτό και στα Μυστήρια της Εκκλησίας επικαλούμεθα τις ευχές από τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Στις ευχές του Μυστηρίου της εξομολογήσεως, της μετανοίας αναφέρεται ο Δαβίδ με τον Νάθαν τον Προφήτη. Επαναλαμβάνουμε το ίδιο πράγμα με τα Μυστήρια τα σημερινά κ.ο.κ.». Οι Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη έβλεπαν το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, τον άσαρκο Λόγο, αφού όλες οι θεοφάνειες του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη ήταν αποκάλυψη του Λόγου ασάρκως. Προφήτες δεν υπάρχουν μόνον στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά και στην Καινή Διαθήκη. Η έννοια του Προφήτου, που αναλύθηκε πιο πάνω, αποδίδεται και στους Αποστόλους και τους Πατέρες της Καινής Διαθήκης. Μεταξύ τών Προφητών συγκαταλέγεται και ο Τίμιος Πρόδρομος, που αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. «Ο τελευταίος Προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης που θεώθηκε είναι ο Πρόδρομος, ο οποίος είναι ο τελευταίος θεούμενος Προφήτης, αλλά και ο πρώτος όμως ο οποίος εμαρτύρησε περί της ενσαρκώσεως αυτού του Λόγου, που εμφανίσθηκε στους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Και έχουμε τον συνδετικό κρίκο, από την Παλαιά Διαθήκη στην Καινή Διαθήκη, όχι με κείμενα, αλλά με την ζωντανή μαρτυρία της εμπειρίας της Θεώσεως». Σε ένα χωρίο του Αποστόλου Παύλου καταγράφονται τα χαρίσματα που υπάρχουν μέσα στην Εκκλησία. Γράφει ο Απόστολος Παύλος: «Και ους μεν έθετο ο Θεός εν τη Εκκλησία πρώτον Αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, είτα χαρίσματα ιαμάτων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών, μη πάντες Απόστολοι; μη πάντες Προφήται; μη πάντες διδάσκαλοι; μη πάντες δυνάμεις; μη πάντες χαρίσματα έχουσιν ιαμάτων; μη πάντες γλώσσαις λαλούσι; μη πάντες διερμηνεύουσι;» (Α Κορινθίους ιβ', 28-30). Οι Προφήτες της αρχαίας Εκκλησίας είναι οι Θεούμενοι Επίσκοποι στην Καινή Διαθήκη. Από τους θεουμένους, τους Προφήτες, εκλέγονταν στην αρχαία Εκκλησία οι Επίσκοποι. Οι Προφήτες στην Καινή Διαθήκη λέγονται και Απόστολοι και θεόκλητοι. «Για το ποιος είναι Προφήτης θα διαβάσουμε το δέκατο τέταρτο κεφάλαιο της Α' προς Κορινθίους επιστολής. Εκεί θα δούμε τι είναι οι Προφήτες δηλαδή. Και μετά διαβάζουμε το δέκατο πέμπτο κεφάλαιο και άλλες επιστολές του Αποστόλου Παύλου, για να δούμε ότι οι Προφήτες είναι το ίδιο πράγμα με έναν Απόστολο, διότι όπως ο Απόστολος είδε τον Χριστό εν δόξη και ο Προφήτης είναι εκείνος που είδε τον Χριστό εν δόξη. Όποιος δει τον Θεό εν δόξη γίνεται Προφήτης, αυτός στην αρχαία Εκκλησία λέγεται θεόκλητος. Ο θεόκλητος είναι εκείνος, στον οποίο ο Θεός εμφανίσθηκε και έχει κληθεί κατευθείαν από τον Θεό, όπως και ο Απόστολος Παύλος, κ.ο.κ.». Οι Απόστολοι στην αρχαία Εκκλησία δεν έχουν ιδιαίτερες επισκοπές, όπως οι Προφήτες-Επίσκοποι, αλλά είχαν την αρμοδιότητα όλων των επισκοπών. Αργότερα, αυτή η πνευματική κατάσταση χάθηκε, οπότε οι Επίσκοποι έχασαν το προφητικό χάρισμα και δεν μπορούσαν να εξασκήσουν το προφητικό έργο που είναι η ποιμαντική καθοδήγηση των πιστών για να φθάσουν στην θέωση. «Από τους ίδιους τους επισκοπικούς καταλόγους φαίνεται ότι δεν είναι ο Πέτρος Επίσκοπος, είναι Απόστολος. Διότι ο Απόστολος δεν έχει Επισκοπή, ο Απόστολος ήτανε για όλες τις Επισκοπές, ο Απόστολος ίδρυε Επισκοπές. Λοιπόν, γι’ αυτό λέγει ο Απόστολος Παύλος, πρώτον Αποστόλους, δεύτερον Προφήτες, δεν λέει δεύτερον Επισκόπους. Γιατί λέει Προφήτης; Προφήτης δεν σημαίνει λειτουργικό οφφίκιο. Επίσκοπος σημαίνει πνευματική κατάσταση. Είναι αυτός που έχει φθάσει στην θέωση. Μετά είναι ο δάσκαλος κ.τ.λ. Οπότε, η ερμηνεία ότι ο Επίσκοπος είναι εκείνος που έχει φθάσει στην θέωση, είναι του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου που είναι ερμηνεία του Αποστόλου Παύλου, δηλαδή ερμηνεύει τον Απόστολο Παύλο στο θέμα αυτό και βγάζει αυτό το συμπέρασμα. Γι’ αυτό και φαίνεται αυτό σε όλη την Παράδοση. Έχουμε τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο που λέει ότι σήμερα οι Επίσκοποι είναι μερικοί, οι οποίοι στην εποχή του Αποστόλου Παύλου θα ήταν οι λαϊκοί που θα λέγανε το «Αμήν», δεν θα ήτανε Επίσκοποι, σε εκείνη την εποχή». Μιλώντας για Προφήτες της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, έχει εντοπισθεί πιο πάνω η διαφορά μεταξύ τους. Δηλαδή, οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης έβλεπαν τον άσαρκο Λόγο, ενώ οι Προφήτες της Καινής Διαθήκης έβλεπαν τον σεσαρκωμένο Λόγο. Αυτή είναι η βασική διαφορά μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. «Η διαφορά τι είναι μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης; Πρώτα - πρώτα, είπαμε είναι η ενσάρκωση. Οπότε, ο κάθε Προφήτης δέχθηκε αποκάλυψη του ιδίου του Χριστού, του άσαρκου Χριστού, πριν γίνει Χριστός, όταν ήταν Άγγελος του Κυρίου μόνον, Λόγος κλπ, εφ’ όσον Χριστός έγινε με την ενσάρκωση». Έπειτα, ο Προφήτης της Καινής Διαθήκης είναι μέλος του Σώματος του Χριστού, βλέπει τον Θεό εν τη σαρκί του Χριστού, η θέωση είναι μόνιμη και σταθερή, η Εκκλησία είναι το Σώμα του αναστημένου Χριστού, και ζώντας κανείς ενωμένος με το Σώμα του Χριστού, βιώνει την νίκη επί του θανάτου. |
Δημιουργία αρχείου: 28-2-2015.
Τελευταία ενημέρωση: 28-2-2015.