Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Αγία Γραφή

Τα βιβλία τής Αγίας Γραφής * Διαβαθμίσεις των βιβλίων * Η διάκριση Θείων και Θεοπνεύστων βιβλίων * Είναι η Αγία Γραφή η ΜΟΝΗ πηγή πίστης; * Είναι το Sola Scriptura (μόνον η Γραφή) το κλειδί για την αλήθεια; * Ήταν οι Ορθόδοξοι Πατέρες οπαδοί του Προτεσταντικού δόγματος Sola Scriptura («μόνο η Αγία Γραφή»); * Η Εκκλησία ως εγγυήτρια τής Αγίας Γραφής

Ιστορική αναδρομή

τού κανόνα τής Αγίας Γραφής

Τού Παναγιώτη Μπούμη

δ. Θ. Αν. Καθηγητή Παν. Αθηνών

Μεταφορά στη Δημοτική Ν. Μ.

 

Πηγή: Παναγιώτη Μπούμη "Οι Κανόνες τής Εκκλησίας περί τού Κανόνος τής Αγίας Γραφής". Αθήνα 1986. Σελ. 17-27.

 

Το ερώτημα των θείων ή θεοπνεύστων βιβλίων της Αγ. Γραφής, ή διαφορετικά το πρόβλημα του κανόνα της Αγ. Γραφής, απασχόλησε τη Χριστιανική Εκκλησία από την αρχή της επίγειας υπόστασης και δράσης της.

 

Βέβαια, οι Ιστορικές λεπτομέρειες της διαμόρφωσης του προβλήματος και τής ιδέας σχηματισμού τού κανόνα της Αγ. Γραφής, δεν είναι σ' εμάς σήμερα πλήρως γνωστές1. Γενικά όμως, θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει, ότι τα κίνητρα, τα οποία προκάλεσαν τη διαμόρφωση αυτής της ιδέας και οι λόγοι, οι οποίοι επέβαλαν την πραγματοποίησή της, ήταν μεταξύ άλλων και οι εξής2:

α) Ο περιορισμός (κατά τη ραββινική Ιουδαϊκή αντίληψη) της περιόδου της θεοπνευστίας μόνο στο χρονικό διάστημα μεταξύ του Μωυσή και του βασιλιά των Περσών Αρταξέρξη του Α', του Μακρόχειρα (465-424 π.Χ.)3. Με αυτό τον τρόπο όμως ετίθετο φραγμός και απεκλείετο τόσο η προμωσαϊκή όσο και η μεταπροφητική θεοπνευστία και αποκαλυπτική γραμματεία4.

β) Η διαφωνία μεταξύ των διαφόρων Ιουδαϊκών μερίδων (Φαρισαίων, Σαδδουκαίων κ.ά.) ως προς τον αριθμό και την έκταση των θεοπνεύστων βιβλίων της Π. Διαθήκης. Έτσι υπήρχε διχογνωμία και αμφισβήτηση π.χ. γύρω από την κανονικότητα των βιβλίων του Άσματος των Aσμάτων, του Εκκλησιαστή, του Ιεζεκιήλ, των Παροιμιών ή της Εσθήρ5.

γ) Συνάρτηση προς το φαινόμενο αυτό είναι και το γεγονός, ότι το 90 (ή 100) μ.Χ. η Ιουδαϊκή σύνοδος της Ιαμνείας (κοντά στη Γιάφα) αναγκάσθηκε να παρέμβει στην εν λόγω διαφωνία και να καθορίσει τον Ιουδαϊκό κανόνα της Π. Διαθήκης. Όπως είναι φυσικό, και το «γεγονός αυτό δεν είναι δυνατό να άφησε ανεπηρέαστη την Εκκλησία»6, και να μην έδωσε αφορμή στον σχηματισμό και απ' Αυτήν ενός ανάλογου κανόνα.

δ) Στη συνέχεια εμφανίζονται διάφοροι λόγοι ιεραποστολικής φύσεως. Η διάδοση της νέας πίστης σε νέες χώρες, και μάλιστα μετά την εκδημία από τον κόσμο αυτό, τών μαθητών του Κυρίου, δημιούργησε την ανάγκη να χρησιμοποιούν οι Χριστιανοί τα έργα που συντάχθηκαν και παραδόθηκαν από τους αυτόπτες και υπηρέτες τού Λόγου. «Τους Αποστόλους και την παράδοσή τους, τα αντικατέστησαν με τα ίσης αυθεντίας γραμμένα απ' αυτούς έργα, περί τού Κυρίου και περί τών όσων έκανε και είπε»7

ε) Η εμφάνιση και πολύ περισσότερο η ανεξέλεγκτη και ευρεία διάδοση των πνευματοκρατικών τάσεων μέσα στην Εκκλησία, οι οποίες ήταν εύκολο να οδηγήσουν τους πιστούς σε υποκειμενισμούς και αυθαιρεσίες8. Με βάση-δικαιολογία την ιδιαίτερη έμπνευση του καθενός από το Άγιο Πνεύμα, ήταν δυνατό να εισέλθουν στην Χριστιανική διδασκαλία στοιχεία ξένα προς την αυθεντική Αποστολική παράδοση. Με αυτό τον τρόπο η Εκκλησία αντιμετώπιζε σοβαρό κίνδυνο να χάσει την ταυτότητα και την ενότητά της9.

στ) Οι Χριστιανοί με την πάροδο του χρόνου δεν επεδείκνυαν την πρώτη αγιότητα και καθαρότητα του βίου, ώστε η χάρη του Αγ. Πνεύματος να εγκαθίσταται στις ψυχές τους και οι νόμοι του Θεού να γράφονται και να φυλάγονται αδόλως και ανοθεύτως στις διάνοιες και στις καρδιές τους10. Γι' αυτό «η Εκκλησία διαισθάνθηκε την ανάγκη της συγκρότησης της Αγίας Γραφής της», του Κανόνα αυτής, «ο οποίος θα χρησίμευε ως ο κανόνας, δηλαδή το μέτρο και κριτήριο όσων θα έπρεπε να πιστεύονται και να εκτελούνται»11.

ζ) Περαιτέρω η Εκκλησία βρέθηκε στην ανάγκη να ασχοληθεί ειδικότερα με τη σύνταξη ενός τέτοιου καταλόγου - κανόνα των βιβλίων της Αγ. Γραφής χάρη στη δραστηριότητα των αιρετικών παραφυάδων και μάλιστα των Γνωστικών. Αυτοί έβαζαν σε κυκλοφορία πολλά απόκρυφα ή ψευδεπίγραφα βιβλία12 (με το όνομα κάποιου από τους Αποστόλους), τα οποία προβάλλονταν ως πηγές της Χριστιανικής διδασκαλίας και του δόγματος13. Από τους γνωστικούς μάλιστα, ο Μαρκίωνας14 συνέταξε και δικό του κανόνα στην Κ. Διαθήκη (περί το 140 μ.Χ.).

Στο σημείο αυτό θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει, ότι «οι περισσότεροι από τους ερευνητές, πιστεύουν ότι ο Μαρκίων υπήρξε ο πρώτος που συνέλαβε και εφάρμοσε την ιδέα τού ίδιου τού Κανόνα, για τη χρήσιν των οπαδών του στη Ρώμη»15. Αντίθετα με αυτούς άλλοι16, μεταξύ των οποίων και ο καθηγητής Βασ. Ιωαννίδης, δεν παραδέχονται, ότι ο Μαρκίωνας πρώτος εξανάγκασε την Εκκλησία να δημιουργήσει κανόνα της Κ. Διαθήκης.

Ο Βασ. Ιωαννίδης συγκεκριμένα δέχεται, ότι «ο κανόνας της Κ.Δ. προϋπήρχε ήδη και παρελήφθηκε από τον Μαρκίωνα, ο οποίος, παραμορφώνοντάς τον κατά τις δικές του δοξασίες, σχημάτισε τον κανόνα της δικής του εκκλησίας»17. Και προσθέτει μετά από λίγο: «Η κίνηση γύρω από τη διαμόρφωση του Κανόνα στην Εκκλησία, προϋπήρχε ήδη πριν από τον Μαρκίωνα από τα τέλη του πρώτου αιώνα και εξακολουθούσε για πολύ χρόνο ακόμη και μετά τον Μαρκίωνα…»18.

Για τις αντιθέσεις αυτές και για να συμβιβάσει κάπως τα πράγματα ο καθηγητής Σ. Αγουρίδης λέει: «δεν θα εισέλθουμε εδώ στη συζήτηση του θέματος, αν ο Μαρκίων ήταν ο πρώτος που συνέλαβε την ιδέα του Κανόνα… Η Εκκλησία εσωτερικά παρεσκευαζόταν από πολύ καιρό, για να αποκτήσει με τον καιρό, τον δικό της κανόνα. Πολλές δυνάμεις, ανεξάρτητες του ειδικού παράγοντα του Μαρκίωνα, ωθούσαν προς την κατεύθυνση αυτή. Φαίνεται όμως σε πολλούς πιθανό, ότι ο Μαρκίων πρόλαβε την φυσική ροή των πραγμάτων και προκάλεσε την Εκκλησία να λάβει όσο το δυνατό ενωρίτερα θέση στο ζήτημα του Κανόνα των βιβλίων της Κ. Διαθήκης»19.

Δεν θα εισέλθουμε και εμείς στη συζήτηση του θέματος αυτού. Πάντως από τα παραπάνω φαίνεται, ότι ο κανόνας της Αγ. Γραφής είναι προϊόν ιστορικής ανάγκης»20. Είτε από τα τέλη του Α' αιώνα, ως δέχεται ο καθηγητής Βασ. Ιωαννίδης, είτε από τη Β' εκατονταετηρίδα, όπως δέχονται άλλοι21, προέρχεται η ιδέα της συγκρότησης του κανόνα της Αγ. Γραφής, το γεγονός είναι, ότι πολύ ενωρίς άρχισε η διαμόρφωση και η οριοθέτησή του, μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας. Θα έπρεπε ίσως εδώ να προσθέσουμε επιγραμματικά, ότι η αρχαία Εκκλησία θεώρησε καθήκον της να ανταποκριθεί στην «κλήση και την ειδική αποστολή της από τον Θεό», την οποία, κατά τον Martensen, είχε να «καθορίσει τον κανόνα της Αγίας Γραφής»22.

Προς αυτό τον σκοπό λοιπόν, άρχισαν εγκαίρως διάφοροι εκκλησιαστικοί άνδρες, Πατέρες της Εκκλησίας και τοπικές ακόμη σύνοδοι να ασχολούνται με τη διάκριση και τον καθορισμό των θείων βιβλίων, με τον σχηματισμό του καταλόγου τους. Η προσπάθεια αυτή συνεχίσθηκε και στους μετέπειτα χρόνους23. Μεταξύ εκείνων, οι οποίοι ασχολήθηκαν με τον σχηματισμό του κανόνα της Αγ. Γραφής, η' παρέδωσαν τέτοιους καταλόγους, ήταν και οι εξής:

1) Ο συντάκτης των κανόνων, που φέρουν το όνομα τών Αγίων Αποστόλων, στον ΠΕ΄ (85) κανόνα24.

2) Ο Μελίτων Σάρδεων (περί το +180), ο οποίος στην επιστολή του προς τον φίλο του («αδελφό») Ονήσιμο παρέχει κατάλογο τών βιβλίων της Π. Διαθήκης25.

3) Ο άγνωστος συγγραφέας του περίφημου καταλόγου του Muratori, ο οποίος είναι, ως γνωστό, ο αρχαιότερος κατάλογος των βιβλίων τής Κ. Διαθήκης26. Ανάγεται στα τέλη του Β΄ αιώνα και από μερικούς επιστήμονες αποδίδεται στον Ρώμης Ιππόλυτο (περί το +235), ενώ από άλλους στον Πάπα Βίκτωρα (189-199) ή τον Ζεφυρίνο (199-217)27.

4) Ο Ωριγένης (+253-254), ο οποίος στην ερμηνεία του α' Ψαλμού παραθέτει κατάλογο των βιβλίων της Π. Διαθήκης28.

5) Ο ιστορικός Ευσέβιος ο Καισαρείας (+340), ο οποίος ακολουθεί τη διάκριση μεταξύ ομολογούμενων, αντιλεγόμενων και νόθων βιβλίων τής Καινής Διαθήκης29.

6) Ο συντάκτης του βορειοαφρικανικού καταλόγου του Mommsen, ο οποίος παραθέτει τα βιβλία της Π. και της Κ. Διαθήκης (περίπου το 359-360)30.

7) Ο συντάκτης του καταλόγου ή κώδικα Claromontanus (του δ' μ.Χ. αι.) γραμμένου στα Ελληνικά και στα Λατινικά31.

8) Η Σύνοδος τής Λαοδικείας (περί το 360 μ.Χ.) στους νθ' και ξ' κανόνες της.32

9) Ο Πικταβίου ή Πικταύων (Poitiers) της Γαλλίας Ιλάριος (+366-367)33.

10) Ο Μεγάλος Αθανάσιος (+373) στην 39η εορταστική επιστολή του, τού έτους 367.34

11) Η Σύνοδος που συνήλθε στη Ρώμη το 382 στον καιρό τού πάπα Δαμάσου του Α' (366-384), η οποία εξέδωσε το Decretum Gelasianum35.

12) Ο Κύριλλος Ιεροσολύμων (+385-386) στην Α΄ Κατήχησή του «Περί τών Θείων Γραφών»36.

13) Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός ή Θεολόγος (+390) στα έπη του.37

14) Η Σύνοδος τής Ιππώνας, του 393 μ.Χ. στον λστ' κανόνα της.38

15) Ο Αμφιλόχιος Ικονίου (+περί το 395) στους Ιάμβους του προς τον Σέλευκο39, έναν επιφανή νέο.40

16) Ο Φιλάστριος Βρεσκίας (+προ του 397), ο οποίος δίνει κατάλογο τών βιβλίων της Κ. Διαθήκης.41

17) Η Γ' Σύνοδος στην Καρθαγένη, του 397 μ.Χ., η οποία υιοθέτησε τον κανόνα της Συνόδου τής Ιππώνας του 393 μ.Χ. στον μζ' κανόνα της.42

18) Ο άγνωστος συγγραφέας ενός Συριακού κανόνα του έτους 400 μ.Χ. περίπου.43

19) Ο Επιφάνειος Σαλαμίνος ή Κωνσταντίας της Κύπρου (+403).44

20) Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (+407).45

21) Ο Ρουφίνος (+410-411), Πρεσβύτερος της Ακυληΐας της Ιταλίας46.

22) Ο πάπας Ιννοκέντιος ο Α' (+417) σε επιστολή του, του έτους 405 προς τον Τολώσης (Τουλούζης) Exsuperium47 (Εξουπέριον).

23) Η Σύνοδος της Καρθαγένης (419)48 η οποία επεκύρωσε τον κανόνα των Συνόδων Ιππώνος (393) και Καρθαγένης (397)49.

24) Ο Ιερώνυμος (+420)50, ο πολυγραφώτατος άγιος της αρχαίας Εκκλησίας.

25) Ο ιερός Αυγουστίνος, Επίσκοπος Ιππώνος (+430)51, ο κορυφαίος διδάσκαλος της αρχαίας Δυτικής Εκκλησίας.

26) Ο Λεόντιος Σχολαστικός, ο Βυζάντιος (+540-543)52.

27) Ο Αφρικανός Ιουνίλιος (Junilius episcopus Africanus) (+περί το 550)53.

28) Ο Κασσιόδωρος ο συγκλητικός (+562)54.

29) Ο άγνωστος συγγραφέας ενός λατινικού κανόνα του ΣΤ' ή Ζ αιώνα55

30) Ισίδωρος ο Ισπάλεως ή Σεβίλλης (+636)56.

31) Ο συντάκτης του κανόνα, ο οποίος αποδίδεται στον Αναστάσιο Σιναΐτη (+2ο μισό Ζ' αιώνα ).57

32) Ιωάννης ο Δαμασκηνός (+748-749)58.

33) Νικηφόρος Α' Κωνσταντινούπολης (+829)59.

Βέβαια, έμμεσα μπορούμε να πούμε, ότι και άλλοι (όλοι οι) Πατέρες, εκτός των παραπάνω60, υποβοήθησαν ή συντέλεσαν στον σχηματισμό του κανόνα της Αγ. Γραφής με το να παραπέμπουν στα βιβλία της, ή με το να συγγράφουν ερμηνευτικά υπομνήματα σε αυτά, ή με το να συντάσσουν λόγους και εποικοδομητικές ομιλίες, ή με το να συνθέτουν εκκλησιαστικούς ύμνους βάσει αυτών. Με τον τρόπο αυτόν αναγνώριζαν το κύρος των χρησιμοποιούμενων ή ερμηνευόμενων βιβλίων της Αγ. Γραφής.

Κατόπιν αυτών μπορούμε να προσθέσουμε προς ολοκλήρωση εδώ, ότι, και εάν ακόμη η αρχή της διαμορφώσεως του κανόνα της Αγ. Γραφής ήταν η άμυνα της Εκκλησίας κατά των αιρετικών (γνωστικών) και η προφύλαξη των πιστών από κάθε είδους παρέκκλιση, όμως στη συνέχεια, και ιδιαίτερα από τον Α΄ αιώνα και μετά, ο κανόνας συνδέθηκε «με την κατήχηση, τη διαμόρφωση του δόγματος και τα εκφραστικά αναγνώσματα τής πίστης στη λατρεία»61. Έγινε κανόνας αλήθειας και ζωής γι' αυτήν και τα μέλη Της62.

Σε το σημείο αυτό ίσως είναι χρήσιμο να πούμε κάτι λίγα και γύρω από την έννοια του όρου «κανόνας»63. Όταν λέμε «κανόνας», όπως είναι γνωστό, εννοούμε κατ' αρχές το όργανο εκείνο, δηλαδή τη μεταλλική ή ξύλινη ράβδο (χάρακα), η οποία μας δίνει την ευθεία γραμμή, ή μάλλον μας βοηθάει να χαράσσουμε την ευθεία γραμμή, ή και αντιστρόφως, να ελέγχουμε την ευθύτητα κάποιας γραμμής. Και μεταφορικά, κανόνα εννοούμε τον ορισμό εκείνο, ο οποίος μας βοηθάει να ακολουθούμε την ορθή γραμμή, να χαράσσουμε την ορθή πορεία ή να ελέγχουμε, εάν ακολουθούμε την ορθή γραμμή στη ζωή, εάν βρισκόμαστε στην ορθή πορεία προς την αλήθεια και τη σωτηρία64.

Ειδικότερα, λέγοντας κανόνα της Αγ. Γραφής, εννοούμε το σύνολο των βιβλίων της Αγ. Γραφής, τα οποία μας υποδεικνύουν την ορθή οδό για την επίγνωση της αλήθειας και για τη βίωση της αληθινής εν Χριστώ ζωής και ελευθερίας. Έπεται, λοιπόν, ότι αυτά είναι αλάθητα. Αλάθητο όμως και αλάνθαστο μπορούμε μετά βεβαιότητος να πούμε, ότι είναι εκείνο, το οποίο προέρχεται από τον παντογνώστη Θεό, ή τουλάχιστον εκείνο, το οποίο έχει γραφτεί κάτω από την επίβλεψή Του, ως του μόνου αλάθητου όντος. Επομένως και σύμφωνα με τα παραπάνω, αλάθητα βιβλία είναι εκείνα, τα οποία γράφτηκαν κατ' αποκάλυψη Θεού ή κάτω από δική Του έμπνευση, δηλαδή είναι Θεόπνευστα, ή έστω εγράφησαν με τη Θεία Εποπτεία, με τη Θεία Επιστασία, και έχουν τη Θεία σφραγίδα.

Στην παραπάνω έννοια του κανόνα της Αγίας Γραφής οφείλουμε να προσθέσουμε και την εξής διευκρίνηση ή προϋπόθεση: «Όταν λέμε κανόνας της (Π. ή) Κ.Δ., εννοούμε πάντοτε έναν κλειστό αριθμό ιερών και αυθεντικών κειμένων. Ανοικτός κανόνας αποτελεί αντίφαση προς αυτή την ίδια την έννοια του κανόνα»65.

 

Σημειώσεις


1. Παράβαλλε Αθ. Χαστούπη, Εισαγωγή στην Παλιά Διαθήκη, Αθήνα 1981, σελ. 547. Παράβαλλε και Βασ. Ιωαννίδη, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Αθήνα 1960, σελ. 485, όπως και Α. Wikenhauser  J. Schmid, Einleitung in das Neue Testament, 6. Aufl, Freiburg - Basel Wien 1973, σελ. 29.

2. Δεν εξετάζουμε εδώ το θέμα, ποιοί λόγοι επέδρασαν περισσότερο και ποιοί λιγότερο.

3. Παράβαλλε Φλαβίου Ιωσήπου, Περί αρχαιότητας Ιουδαίων, Κατά Απίωνος, Λόγ. Α', 8, στο «Τα ευρισκόμενα» (έκδ. τού G. Dindorfius), τόμ. Β΄, Parisiis 1929, σελ. 340-341. Παράβαλλε και Μητροπ. Μύρων Χρυσοστόμου Κωνσταντινίδου· Εμμ. Φωτιάδου, έκθεση περί των πηγών της θείας Αποκαλύψης κατά την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία, Θεσσαλονίκη 1971, σελ. 9 και εξής

4. Παράβαλλε Αθ. Χαστούπη, Εισαγωγή, σελ. 547.

5. Παράβαλλε Αθ. Χαστούπη, Εισαγωγή, σελ. 548.

6. Σάββα Αγουρίδη, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Αθήνα 1971, σελ. 66. Παράβαλλε Wil. Μίchaelis, Einleitung in das Neue Testament, 2. Aufl., Bern 1954, σελ. 321.

7. Βασ. Ιωαννίδη, Εισαγωγή, σελ. 488. Παράβαλλε Mich. Schmaus, Katholische Dogmatik, τόμ. Ill, 1, 35. Aufl., München 1958, σελ. 754.

8. Παράβαλλε την προειδοποίηση του Απ. Παύλου: «μηδείς υμάς καταβραβευέτω θέλων εν ταπεινοφροσύνη και θρησκεία των αγγέλων, α μη εώρακεν εμβατεύων, εική φυσιούμενος υπό του νοός της σαρκός αυτού» (Κολοσ. 2, 18).

9. Παράβαλλε Σάββα Αγουρίδη, Κανόνας της Καινής Διαθήκης, στην Εγκυκλοπαίδεια «Υδρία», τόμ. 30, Αθήνα 1983, σελ. 391Α.

10. Παράβαλλε Β΄ Κορινθίους 3,3: «Φανερούμενοι ότι εστέ επιστολή Χριστού διακονηθείσα υφ’ ημών, εγγεγραμμένη ου μέλανι, αλλά Πνεύματι Θεού ζώντος, ουκ εν πλαξί λιθίναις, αλλά εν πλαξί καρδίαις σαρκίναις». Στην προς Εβραίους 10, 15-16 λέει: «Μαρτυρεί δε ημίν και το Πνεύμα το Άγιον· μετά γαρ το προειρηκέναι, αύτη η διαθήκη ην διαθήσομαι προς αυτούς μετά τας ημέρας εκείνας, λέγει Κύριος· διδούς νόμους μου επί καρδίας αυτών, και επί των διανοιών αυτών επιγράψω αυτούς».

11. Παράβαλλε Ιωάννη του Χρυσοστόμου, Υπόμνημα στον άγιο Ματθαίο τον Ευαγγελιστή, Ομιλ. A', PG 57, 13-14, και Βασ. Ιωαννίδη, Εισαγωγή, σελ. 479. «Χωρίς την Αγία Γραφή… η Χριστιανική διδασκαλία δεν θα ήταν δυνατό να διατηρηθεί σε όλη της την καθαρότητα και απλότητα» (Παν. Τρεμπέλα, Δογματική της Ορθόδοξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', Αθήνα 1959, σελ. 125).

12. Παράβαλλε Ed. Hennecke - W. Schneemelcher, Neutestamentliche Apokryphen, τόμ. Ι, 3. Aufl, Tübingen 1959, σελ. 15.

13. Παράβαλλε Στ. Σάκκου, Η λθ' εορταστική επιστολή του Μεγ. Αθανασίου, Θεσσαλονίκη 1973-74, σελ. 64.

14. Αυτός ήταν γιός του Επισκόπου της Σινώπης, αλλά αποκόπηκε απ' αυτόν από την Εκκλησία, για τις αιρετικές του δοξασίες.

15. Σάβ. Αγουρίδη, Εισαγωγή, σελ. 67.

16. Παράβαλλε Α. Wikenhauser  J. Schmid, Einleitung, σελ. 37 και εξής.

17. Βασ. Ιωαννίδη, Εισαγωγή, σελ. 490.

18. Βασ. Ιωαννίδη, Εισαγωγή, σελ. 490.

19. Σάβ. Αγουρίδη, Εισαγωγή, σελ. 67-68. Παράβαλλε Στ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία, τόμ. Α', Αθήνα 1977, σελ. 232.

20. Σάβ. Αγουρίδη, Κανόνας, σελ. 390Γ΄.

21. Παράβαλλε W. ΚümmeI, Notwendigkeit und Grenze des neutestamentlichen Κanons, στο «Das NT als Kanon», σελ. 63 και Η. Braun, Hebt die heutige neutestamentlich - exegetische Forschung den Kanon auf? στο ίδιο, σελ. 219.

22. Τού Παν. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμ. Α', σελ. 130, υποσ. 31. Παράβαλλε Η. Martensen, Die Christliche Dogmatik, Berlin 1856, σελ. 383 ή, Η. Martensen, Dogmatique chrétienne, traduite par G. Ducros, Paris 1879, σελ. 631.

23. Παράβαλλε και Joh. Leipoldt, Geschichte des neutestamentlichen Kanons, Teile Ι-ΙΙ, Leipzig 1907-1908.

24. Ράλλη Ποτλή, τόμ. Β΄, σελ. 109-110, PG 137, 212BCD, «Πηδάλιον»,σελ. 110-111, Mansi 1, 48ABC, P.- P. Jοannοu, Discipline générate antique,τόμ. 1, 2, Grottaferrata (Roma) 1962, σελ. 51-52.

25. Παράβαλλε Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία (βιβλ. 4, κεφ. 26, 13-14), από Ed. Schwartz, εκδ. Ε', Berlin - Leipzig 1952, σελ. 164, η ΒΕΠΕΣ 19,309.

26. Ο κατάλογος βρέθηκε σε χειρόγραφο της Αμβροσιανής βιβλιοθήκης τού Μιλάνου από τον Ιταλό Ιστοριογράφο L. Α. Muratori και δημοσιεύθηκε το 1740 από τον ίδιο. Παράβαλλε Βασ. Ιωαννίδη, Εισαγωγή, σελ. 496, Στ. Σάκκου, Ο κατάλογος του Muratori, Θεσσαλονίκη 1970, σελ. 25 και 59 και Στ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία, τόμ. Α', σελ. 314.

27. Το κείμενο στο Τh. Zahn, Geschichte des neutestamentlichen Kanons, τόμ. 2,1-11, Erlangen und Leipzig 1890-1892, σελ. 5-8 και 139-143, ή Στ. Σάκκου, Ο κατάλογος του Muratori, σελ. 8 και εξής κ.ά.

28. PG 12, 1084BC ή ΒΕΠΕΣ 15, 257. Εκτός αυτού στην ερμηνεία του κατά Ματθαίον ευαγγελίου (PG 13, 829Α), του κατά Ιωάννην ευαγγελίου (PG 14, 188C-189Α) και της προς Εβραίους Επιστολής (PG 14, 1308D-1309B) παρέχει ορισμένες πληροφορίες περί των βιβλίων της Κ. Διαθήκης. Παράβαλλε και Ευσεβίου, Εκκλησιαστική Ιστορία (βιβλίο 6, κεφ. 25, 1-14), σελ. 244-247, ή ΒΕΠΕΣ 19, 366-368 και Er. Preuschen, Analecta, Kürzere Texte zur Geschichte der alten Kirche und des Kanons, Freiburg I. B. Und Leipzig 1893, σελ. 163-167.

29. Ευσεβίου, Εκκλησιαστική Ιστορία (βιβλίο 3, κεφ. 25, 16), σελ. 104-105, ή ΒΕΠΕΣ 19, 269. Παράβαλλε Α. Wikenhauser - J. Schmid, Einleitung, σελ. 48 και εξής.

30. Αυτός βρέθηκε από τον Τ. Mommsen στο Cheltenham το έτος 1886. Έχει συνταχθεί στη Λατινική γλώσσα. Το κείμενο στο Τh. Zahn, Geschichte, τόμ. 2, 1, σελ. 143-145. Παράβαλλε τού ιδίου, Grundriss der Geschichte des neutestamentlichen Kanons, 2. Aufl, Leipzig 1904, σελ. 83-84.

31. Το κείμενο στο Τh. Ζahn, Geschichte, τόμ. 2, 1, σελ. 158159. Παράβαλλε του αυτού, Grundriss der Geschichte, σελ. 81-82, Er. Preuschen, Analecta, σελ. 142-144 και A. Sοuter - C. S. C. Williams, The text and canon of the Νew Testament, London 1960, σελ. 194-195.

32. Ράλλη Ποτλή, τόμ. Γ, σελ. 225-226, PG 137, 1420BC, «Πηδάλιον», σελ. 442, Μansi 2, 574CDE, P.-  P. Joannou, Discipline, τόμ. 1, 2, σελ. 154-156.

33. S. Ηilarii, Tractatus super Psalmos, 15, PL 9, 241 AB.

34. Ράλλη Ποτλή, τόμ. Δ', σελ. 78 και εξής, PG 26, 1176Β-1180Α και 1436Β-1440Α ή ΒΕΠΕΣ 33, 76-77 και 83-85 ή «Πηδάλιον», σελ. 583-585, Ρ. - P. Jοannοu, Discipline, τόμ. ΙΙ, σελ. 71-76, Στ. Σάκκου, Η λθ' Εορταστική Επιστολή, σελ. 41 και εξής. Με το όνομα του Μεγάλου Αθανασίου εμφανίζεται και το έργο Σύνοψη Επίτομος της Θείας Γραφής, Παλαιάς και Νέας Διαθήκης, PG 28, 283-438 ή ΒΕΠΕΣ 33, 263-343. Παράβαλλε και Τh. Ζahn, Geschichte, τόμ. 2, 1, σελ. 302 και εξής.

35. Decretum de libris recipiendis, et non recipiendis, Pars I, PL 19, 791-793 και 59, 157-159 όπως και 166-168. Αυτό το Decretum πολλές φορές αποδίδεται εσφαλμένα στον Πάπα Γελάσιο (492-496). Παράβαλλε Βασ. Ιωαννίδη, Εισαγωγή, σελ. 498, και Α. Wikenhauser - J. Schmid, Einleitung, σελ. 53 και εξής. Παράβαλλε και Τh. Ζahn, Grundriss der Geschichte, σελ. 69-70 και 84.

36. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, Δ', 33-36, PG 33, 493C-501Α ή ΒΕΠΕΣ 39, 78-79. Παράβαλλε Τh. Ζahn, Geschichte, τόμ. 2, 1, σελ. 177-180.

37. Γρηγορίου του Θεολόγου, Έπη, Βιβλ. Ι, Ι, 12, PG 37, 472Α-474Α ή PG 138, 924ABC. (Με μετάφραση δύο ανωνύμων PG 38, 841-846). Παράβαλλε Ράλλη - Ποτλή, τόμ. Δ', σελ. 363-364, «Πηδάλιον», σελ. 663, και Ρ. - P. Joannοu, Discipline, τόμ. II, σελ. 229-231.

38. Concilii Hipponensis, Statuta, can. XXXVI (36), Mansi 3, 924A-C. Σε αυτή τη σύνοδο συμμετείχε και ο I. Αυγουστίνος ως Πρεσβύτερος, ενώ στις επόμενες συνόδους της Καρθαγένης των ετών 397 και 419 ως Επίσκοπος. (Τh. Zahn, Geschichte, τόμ. 2, 1, σελ. 250). Δυστυχώς δεν έχουμε βεβαιότητα ως προς την αρχική μορφή των κανόνων της Συνόδου αυτής, και επομένως και περί του κανόνα τού αναφερομένου στην Αγ. Γραφή. Παράβαλλε Τh. Ζahn, Geschichte, τόμ. 2, 1, σελ. 247, 248, 249.

39. PG 37, 1593Α-1598Α ή PG 138, 925C-928D, Ράλλη Ποτλή, τόμ. Δ', σελ. 365-367, «Πηδάλιον», σελ. 664-665, Ρ. - P. Joannou, Discipline, τόμ. IΙ, σελ. 232-237. (Κακώς αποδίδεται στον Γρηγόριο τον Θεολόγο από μερικούς).

40. Παράβαλλε Τh. Ζahn, Geschichte, τόμ. 2, 1, σελ. 214.

41. S. Philastrii, Liber de haeresibus, 88, PL 12, 1199A-1200A. Παράβαλλε Τh. Ζahn, Geschichte, τόμ. 2, 1, σελ. 233 και εξής Και Α. Sοuter C. S. C. Williams, The text and canon, σελ. 201-203.

42. Concilium Carthaginense, can. XLVII (47), Mansi 3, 891AB. Δυστυχώς δεν έχουμε απόλυτη βεβαιότητα ούτε ως προς την αρχική μορφή και αυτού τού κανόνα (παράβαλλε Τh. Ζahn, Geschichte, τόμ. 2, 1, σελ. 248, 249, 250), ούτε ως προς την ταύτισή του με τον κανόνα της Συνόδου τής Ιππώνας (στο ίδιο, σελ. 249).

43. Παράβαλλε Τh. Zahn, Grundriss der Geschichte, σελ. 86. Παράβαλλε και Βασ. Ιωαννίδη, Εισαγωγή, σελ. 509.

44. Επιφανίου, Επισκόπου Σαλαμίνος, Κατά αιρέσεων ογδοήκοντα (Πανάριος), βιβλίο Ι, τόμ. 1, 8, 6, στο PG 41, 213ΑΒ, και βιβλίο IΙΙ, τόμ. 1, 76, 5, στο PG 42, 560D-561Α. Παράβαλλε τού ιδίου, Περί μέτρων και σταθμών, 4, στο PG 43, 244AC.

45. Δες Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Σύνοψις της Παλαιάς τε και καινής ως εν τάξει υπομνηστικού, PG 56, 313 και εξής, 317. Παράβαλλε Τh. Zahn, Geschichte, τόμ. 2, 1, σελ. 226-230.

46. Rufini, Aquileiensis presbyterii, Commentarius in Symbolum Apostolorum, 37, PL 21, 373C-374B. Παράβαλλε A. Sοuter C. S. C. Williams, The text and canon, σελ. 205-206.

47. S. Innocentii I papae, Epistolae et decreta, VI, 7-13, PL 20, 501A-502A.

48. Δες κδ' (λβ') κανόνα της Συνόδου τής Καρθαγένης ή της Βίβλου Κανόνων της εν Αφρική Εκκλησίας (Codex canonum ecclesiae africanae), Ράλλη - Ποτλή, τόμ. Γ', σελ. 368-369, «Πηδάλιον», σελ. 480, Mansi 3, 723-724BC, Ρ. -P. Joannou, Discipline, τόμ. 1, 2, σελ. 239-240. Παράβαλλε και Μansi 4, 430AB (Can. XIXX =29).

49. Παράβαλλε W. Μichaelis, Einleitung, σελ. 340, Βασ. Ιωαννίδη, Εισαγωγή, σελ. 500. Είναι καλό όμως να σημειωθεί, ότι δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα, ότι ο κανόνας αυτός είναι ταυτόσημος με τον κανόνα της εν Συνόδου τής Ιππώνος τού 393 μ.Χ. (παράβαλλε Τh. Ζahn, Geschichte, τόμ. 2, 1, σελ. 250).

50. S. Eusebii Hieronymi, Epistolae, 53, Ad Paulinum 8, PL 22, 545-549. Παράβαλλε και του ιδίου, Praefatio in libros Salomonis, PL 28,1306-1308. Παράβαλλε και PL 29, 23-24 (ελάχιστη πληροφορία). Παράβαλλε επί πλέον και Synopsis divinae bibliothecae ex epistola Hieronymi ad Paulinam desympta, PL 28, 173-178. Παράβαλλε Τh. Ζahn, Geschichte, τόμ. 2, 1, σελ. 334 και εξής.

51. S. Aurelii Augustini, De doctrina Christiana, lib. 2, 8, 13, PL 34, 41. Παράβαλλε A. Sοuter - C. S. C. Williams, The text and canon, σελ. 204-205. Παράβαλλε S. Aur. Augustini, Retractationes, lib. 2, 4, PL 32, 631-632, του ιδίου, De civitate dei, lib. 18, 36, PL 41, 596, του ιδίου, De peccatorum meritis etremissione, lib. 1, 27, PL 44, 131 και εξής, 140.

52. Λεοντίου Σχολαστικού βυζαντίου, Σχόλια περί Αιρέσεων, Πράξεις Β΄, 1-4, PG 86A, 1200D-1204C.

53. Junilii, Episcopi Africani, De partibus divinae legis, lib. 1, 6 και εξής, PL 68, 19 και εξής. Παράβαλλε A. Sοuter - C. S. C. Williams, The text and canon, σελ. 214-215.

54. Μ. Aurelii Cassiodori, De institutione divinarum litterarum, 14, PL 70, 1125Bc. Γράφτηκε περί το 544 μ.Χ. Παράβαλλε Τh. Zahn, Geschichte, τόμ. 2, 1, σελ. 267.

55. Παράβαλλε Τh. Zahn, Geschichte, τόμ. 2, 1, σελ. 285.

56. S. Isidοri, Hispalensis episcopi, Etymologiarum, lib. VI, De libris etofficiis ecclesiasticis, cap. Ι και εξής, PL 82, 229 και εξής. Παράβαλλε και τού ιδίου, το: In libros Veteris ac Novi Testamenti Proemia, PL 83, 159 και εξής, 180.

57. Ο κανόνας αυτός βρίσκεται στην αρχή των Αποστολικών Διαταγών: PG 1, 515C-517A. Παράβαλλε Τh. Zahn, Geschichte, τόμ. 2, 1, σελ. 290-292.

58. Ιωάννη του Δαμάσκηνου, Έκδοσις ακριβής της Ορθόδοξου πίστεως, βιβλίο Δ', 17, PG 94, 1180ABC.

59. Νικηφόρου πατριάρχη Κωνσταντινούπολης, Περί των κανονικών γραφών, PG 100, 1056C-1060A. Παράβαλλε Τh. Zahn, Geschichte, τόμ. 2, 1, σελ. 297 και εξής Και Ed. Hennecke΅- W. Schneemelcher, Neutestamentliche Apokryphen, τόμ. Ι, σελ. 24-25.

60. Εκτός των παραπάνω εκκλησιαστικών παραγόντων και άλλοι εκκλησιαστικοί άνδρες της αρχαίας Εκκλησίας, μάς παρέχουν πληροφορίες περί των διαφόρων βιβλίων της Αγ. Γραφής, όπως ο Επίσκοπος Λουγδούνου (Λυώνος) Ειρηναίος (+202), ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας (+περί το 220), ο Τερτυλλιανός (+225-240), ο Ιππόλυτος (+235), ο Κυπριανός (+258), ο Εφραΐμ ο Σύρος (+374-376), ο Γρηγόριος Νύσσης (+394), ο Δίδυμος ο Τυφλός (+περί το 400), ο Θεόδωρος Μοψουεστίας (+428), ο Θεοδώρητος Κύρου (+460) και ο συντάκτης των Αποστολικών Διαταγών (II, 57 και VI, 16, στο PG 1, 728Α-729Α και 949Α-956Α).

61. Σάβ. Αγουρίδη, Κανόνας, σελ. 391Γ.

62. Ο Oskar Cullmann (Die Tradition und die Festlegung des Kanons durch die Kirche des 2. Jahrhunderts, στο «Das NT als Kanon», σελ. 102) βλέπει τα πράγματα ως εξής: «Indem die Kirche des 2. Jahrhunderts einen Kanon forderte (es geht hier um das Prinzip, nicht um die endgültige Bildung des Kanons), hat sie nicht nur im Blick auf die auftauchenden Gefahren, vor allem gegenüber der Gnosis, Stellung genommen. Sie hat einen die ganze Zukunft der Kirche verpflichtenden Entscheid getroffen. Sie hat nicht für die andern, sondern für sich selbst eine Norm aufgestellt und hat die Kirche aller Zeiten dieser Norm unterworfen».

63. Παράβαλλε Γαλ. 6, 16: «και όσοι τω κανόνι τούτω στοιχήσουσιν, ειρήνη επ' αυτούς και έλεος». Γύρω από την προέλευση και την έννοια του όρου «κανόνας» δες και Η. W. Beyer, Κανόνας, στο ThWB, τόμ. III, σελ. 600-606, Ed. Hennecke - W. Schneemelcher, Neutestamentliche Apokryphen, τόμ. Ι, σελ. 1 και εξής.

64. Ο βυζαντινός κανονολόγος Ζωναράς, σχολιάζοντας τη λθ' Εορταστική Επιστολή του Μεγ. Αθανασίου, η οποία αναφέρεται στα βιβλία του κανόνα της Αγ. Γραφής, λέει σχετικά: «Κεκανονισμένα δε βιβλία έφη ο άγιος εκ τού κανόνος, ος εστι ξύλον, ώ κέχρηνται οι τεχνίται εις ξύλων και λίθων ευθύτητα· παρατιθέντες γαρ τον κανόνα τοις παρ' αυτών εργαζομένοις, δι' αυτού, εί τινας ευρίσκουσιν εν αυτοίς λοξότητας, εισοχάς τε και εξοχάς, εις ευθύτητα αποξέουσι, και ορθούσι το εργαζόμενον. Τούτο ουν και επί των βιβλίων τούτων ο λόγος ώσπερ κανών εποίησεν, αποδιελών αυτά των μη ορθώς εχόντων, αλλά διεστραμμένων…» (Ράλλη - Ποτλή, τόμ. Δ', σελ. 81). Παράβαλλε και «Πηδάλιον», σελ. ιη'.

65. Σάβ. Αγουρίδη, Εισαγωγή, σελ. 60. Παράβαλλε και W. - G. Κummel, Notwendigkeit, σελ. 86: «Wir sahen ja… dass der Kanon seine Funktion nur erfülen kann, wenn er grundsätzlich für jede spätere Erweiterung geschlossen ist. Nun hat die Kirche zwar nicht den Kanon durch einen bewussten Akt geschaffen, wohl aber im 4. Jahrhundert nach zweihundertjährigem Schwanken eine endgültige Begrenzung des Kanons dekretiert, die als Werk der Kirche notwendigerweise der immer erneuten Nachprüfung bedarf». Και ο μεγάλος ρώσσος θεολόγος π. Γ. Φλωρόφσκυ δέχεται το κλειστό του κανόνα, λέγοντας: «Die Bibel ist vollendet… Der abgeschlossene Kanon der Heiligen Schriften selbst ist Symbol einer Vollendung. Die Bibel ist abgeschlossen, weil eben das Wort Gottes Fleisch geworden ist» (G. Florofsky, Offenbarung und Deutung, στο «Die Autorität…», σελ. 204-205). Παράβαλλε και του ιδίου (σε μετάφραση Αντ. Κουμάντου), Ερμηνεία και Αποκάλυψη, στο «Θέματα Ορθόδοξου Θεολογίας», εκδ. «Άρτος Ζωής», Αθήνα 1973, σελ. 60-61. Παράβαλλε περαιτέρω Inge Lönning, Kanon im Kanon, Oslo-Μünchen 1972, σελ. 263 και εξής: Die Problematik der Kanongrenze - «offener» und «geschlossener» Kanon.

Δημιουργία αρχείου: 13-2-2023.

Τελευταία μορφοποίηση: 14-2-2023.

ΕΠΑΝΩ