Πρέπει να δεχόμαστε ΜΟΝΟ την Αγ. Γραφή; * Είναι η Αγία Γραφή η ΜΟΝΗ πηγή πίστης; * Είναι η Αγία Γραφή αλάθητη; * Σχέση Αγίας Γραφής και αποκάλυψης Θεού * Ερμηνευτική κακοήθεια των εχθρών του Χριστιανισμού * Η ερμηνεία τής Αγίας Γραφής * Είναι η Αγία Γραφή ο Λόγος του Θεού;
Ήταν οι Ορθόδοξοι
Πατέρες οπαδοί του Προτεσταντικού δόγματος Sola Scriptura («μόνο η Αγία Γραφή»); Απάντηση σε παραπλανητικό Προτεσταντικό κειμενάκι Τού Papyrus 52 |
1. Το παραπλανητικό Προτεσταντικό κείμενο Το παρόν άρθρο τού Papyrus 52, απαντά σε ένα κειμενάκι που εσχάτως χρησιμοποιούν πολλοί Προτεστάντες, για να μας πείσουν για το αιρετικό τους δόγμα: "Μόνο η Γραφή".
2. Η Προτεσταντική απόρριψη της Παράδοσης, οδηγεί σε σφάλματα και αντιφάσεις Το άρθρο αυτό γράφτηκε με αφορμή αυτή την παράδοξη προτεσταντική διαδικτυακή ανάρτηση, η οποία, απομονώνοντας Πατερικά εδάφια που εξάρουν τη σπουδαιότητα και σημασία της Αγίας Γραφής, «βάφτισε» τους Πατέρες της Εκκλησίας ως οπαδούς του Sola Scriptura! Με τον όρο Sola Scriptura, αναφερόμαστε στη «θέση της Μεταρρυθμίσεως (των Προτεσταντών) ότι πηγή της Χριστιανικής πίστεως είναι μόνο η Αγία Γραφή. Οι Προτεστάντες, δηλαδή, απορρίπτουν την Ιερά Παράδοση ως πηγή της πίστεως»[1]. Βεβαίως, αν δεν υπήρχαν οι αυθαιρεσίες των Ρωμαιοκαθολικών στα θέματα της Παραδόσεως και το γεγονός ότι οι Προτεστάντες αντέδρασαν σ’ αυτές με μια άλλη αυθαιρεσία που ήταν η πλήρης απόρριψη κάθε έννοιας Παραδόσεως, δεν θα υπήρχαν καν οι δύο αυτές έννοιες έτσι έντονα διαχωρισμένες. Όπως έγραφε ο δογματολόγος Νίκος Ματσούκας: «Οι νεότερες αντιλήψεις λοιπόν που επισημαίνουν δύο πηγές, ως Αγία Γραφή και Παράδοση, είναι κυρίως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού μεταξύ Προτεσταντισμού και Ρωμαιοκαθολικισμού. Ξέρουμε ότι στη σύνοδο του Τριδέντου (1545-1563), που ήταν η πιο αποφασιστική αντίδραση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας προς τη Μεταρρύθμιση του Λούθηρου, τονίστηκε με έμφαση πως πηγή της χριστιανικής πίστης δεν είναι μονάχα η Αγία Γραφή (Sola scriptura) … αλλά και η Παράδοση. Εδώ για πρώτη ίσως φορά μπήκε μ' ένα τόσο κατηγορηματικό τόνο η διελκυστίνδα μεταξύ Αγίας Γραφής και Παράδοσης, ως ισόκυρων πηγών της χριστιανικής διδασκαλίας … μοιραία θα γινόταν η εστία όλων αυτών των προβληματισμών για τη σχέση Αγίας Γραφής και Παράδοσης»[2]. Όταν λοιπόν οι Ρωμαιοκαθολικοί χωρίστηκαν σε δύο κομμάτια, το ένα από τα οποία ονομάστηκε Προτεσταντισμός, παρουσιάστηκαν δύο αυθαιρεσίες να ανταγωνίζονται, δημιουργώντας έννοιες ξένες ακόμα και προς την ίδια την Αγία Γραφή! Και θέλουν μάλιστα οι Προτεστάντες να θεωρήσουν τους Πατέρες ως οπαδούς ενός παράλογου δόγματος: πώς είναι όμως δυνατόν, να δεχτούν οι Πατέρες το Sola scriptura, όταν είναι σαφές πως η εκκλησιαστική κοινότητα και ζωή προηγήθηκαν της Αγίας Γραφής και υπήρχαν ήδη και χωρίς αυτήν;! Διότι, ως γνωστόν, «για τους πρώτους Χριστιανούς δεν υπήρχαν βιβλία της Καινής Διαθήκης, κι’ όμως αυτοί κατείχαν την πληρότητα της αλήθειας και της πίστεως του Χριστιανισμού. Η Εκκλησία γεννήθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής, και όμως δεν υπήρχε Καινή Διαθήκη σε γραπτή μορφή. Για δεκαετίες δεν υπήρχαν Ευαγγέλια όπως τα γνωρίζουμε σήμερα. […] η ιστορική πραγματικότητα είναι ότι η Εκκλησία υπήρχε πριν να γραφεί τίποτε, ότι η Εκκλησία προηγήθηκε της υπάρξεως της Καινής Διαθήκης, ότι ήταν ακριβώς η Εκκλησία που γέννησε την Καινή Διαθήκη και ήταν η Εκκλησία από την οποία αναδύθηκαν τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, και ήταν η Εκκλησία που αποφάσισε τελικά ποια από αυτά τα κείμενα θα μπορούσαν να γίνουν δεκτά ως κανονικά. Η Εκκλησία ήταν η αυθεντία της συγγραφής και η αυθεντία της αποδοχής»[3]. Ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος, τη διδασκαλία του τη θεωρεί καρπό της παράδοσης. Επομένως η παράδοση κάνει τις Επιστολές του, και όχι αυτές την παράδοση[4]. «Εγώ αυτό παρέλαβα από τον ίδιο τον Κύριο, κι αυτό σας παρέδωσα ...» (Α΄ Κορ. 11,23)[5]. Εξάλλου, ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος είναι ενάντια στο δόγμα Sola Scriptura, αφού μας λέει: «Αδερφοί, να είστε σταθεροί και να μένετε πιστοί στις διδασκαλίες που σας παραδώσαμε είτε προφορικά είτε με επιστολή μας» (Β΄ Θεσσ. 2,15) Στα λόγια του αυτά ο Παύλος, δεν έδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα ούτε στο «προφορικά» (παπισμός με τις αυθαίρετες «Παραδόσεις» του), ούτε στο «με επιστολή» (Προτεσταντικό Sola Scriptura), αλλά μίλησε για μια κοινή και ενιαία πηγή διδασκαλίας. Όπως φαίνεται όμως, οι Προτεστάντες, στο εδάφιο αυτό (και σε άλλα παρόμοια), βλέπουν μόνο το «δι’ επιστολής», και ουδέποτε το «διά λόγου». Αυτό όμως τους οδηγεί σε έντονες αντιφάσεις, καθώς από τη μία διατυπώνουν την «βεβαιότητα» ότι Εκκλησία «αποστάτησε» και έφυγε μακριά από τον Λόγο του Θεού (και την έφεραν στον «σωστό δρόμο» τον 16ο αιώνα οι Προτεστάντες, με τον εμπνευστή του Ολοκαυτώματος Λούθηρο…), από την άλλη όμως έχουν λάβει ακριβώς τον Κανόνα της Καινής Διαθήκης από την… «αποστατημένη» Ορθόδοξη Εκκλησία και τους αγίους της! Άρα, πώς είναι δυνατόν να θεωρηθεί λογικό και συνεπές, ότι οι Προτεστάντες, τον Κανόνα με τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης που διατηρούν σήμερα ως ιερότατο Λόγο του Θεού, τον παρέλαβαν οριστικοποιημένο κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. [6], από μια Εκκλησία που ισχυρίζονται ότι «αποξενώθηκε» από τον Θεό και «αλλοτριώθηκε» μέσα στα πλαίσια του ρωμαϊκού κράτους ή αλλιώς «Βυζαντίου»; Πώς είναι δυνατόν ο Θεός να έδωσε τέτοια χάρη, ώστε να διαφυλαχθεί, να προστατευθεί, και να πραγματοποιηθεί το οριστικό κλείσιμο του Ιερού Κανόνα της Κ.Δ., στα πλαίσια μιας «αποστατημένης», «ειδωλολατρικής» και «άπιστης» Εκκλησίας, όπως οι Προτεστάντες ισχυρίζονται; Ακόμα κι αν κάνουμε μια παραχώρηση στους ισχυρισμούς τους ότι ο κανόνας των βιβλίων της Αγίας Γραφής δεν δικαιώνεται από την εξωτερική αυθεντία κάποιας οργανωμένης Εκκλησίας, αλλά από τη δύναμη της πίστεως και το ατομικό θρησκευτικό βίωμα, και πάλι για τους Προτεστάντες υπάρχει αδιέξοδο: Πώς είναι δυνατόν ο Θεός να έδωσε τέτοια χάρη, ώστε να διαφυλαχθεί, να προστατευθεί, και να πραγματοποιηθεί το οριστικό κλείσιμο του Ιερού Κανόνα της Κ.Δ. από ανθρώπους, όπως οι Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι: - όχι μόνο δέχονται τους τρεις βαθμούς της ειδικής ιεροσύνης, αλλά είναι και οι ίδιοι κληρικοί, - δέχονται τις Οικουμενικές Συνόδους, - τιμούν την Θεοτόκο, - τιμούν τους Αγίους, - τιμούν τα Ιερά Λείψανα, - αποδέχονται τον νηπιοβαπτισμό, τα μνημόσυνα και τόσες άλλες εξωτερικές εκδηλώσεις λατρείας, πράγματα που οι Προτεστάντες τα θεωρούν «αντιχριστιανικά», «ειδωλολατρικά» ή «διαβολικά»;! Θα πρέπει λοιπόν να συνειδητοποιήσουν τα κενά των κακοδοξιών τους, και να επιστρέψουν στην Εκκλησία που έτυχε τέτοιας αγάπης και εύνοιας από τον Θεό ώστε να φυλάξει και να παραδώσει στην ανθρωπότητα τα ιερότερα κείμενα του χριστιανισμού. Όταν μάλιστα υβρίζουν την Εκκλησία με τρόπο ακραίο, λες και είναι κάτι εντελώς έξω από τη Χριστιανική πραγματικότητα, σα να πρόκειται π.χ. για το Ισλάμ, τότε θα άξιζε να σκεφτούν και το εξής: Εάν λοιπόν, κατά τη δική τους αλλόκοτη πεποίθηση, ο Θεός παραδίδει στην ανθρωπότητα τα ιερότερα κείμενα διαμέσου άπιστων και εκτροχιασμένων ως προς την χριστιανική πίστη ανθρώπων, ε, τότε, ας υιοθετήσουν και το… Κοράνι οι Προτεστάντες με την ελπίδα ότι θα βρουν εκεί την αλήθεια της πίστης τους!
3. Ορθοδοξία - Αγία Γραφή - Ιερά Παράδοση Η Ιερά Παράδοση και η Αγία Γραφή, αποτελούν την μία και ενιαία Εκκλησιαστική πηγή αλήθειας. Τα κείμενα της Αγίας Γραφής γεννήθηκαν μέσα στην Εκκλησία, είναι κομμάτι της Παράδοσής της, και περιέχουν τα σημαντικότερα σωτηριολογικά γεγονότα που έζησε η πρώτη Εκκλησιαστική Κοινότητα. Εφόσον η Ιερά Παράδοση και η Αγία Γραφή έχουν την ίδια πηγή, δεν είναι δυνατόν να διαφωνούν ως προς τα νοήματα που περιέχουν. Αυτό βεβαιώνει ο Μέγας Αθανάσιος: «Κατά την παραδοθείσαν ημίν παρά των πατέρων αποστολικήν πίστιν παρέδωκα, μηδέν έξωθεν επινοήσας, αλλ’ όπερ έμαθον ενεχάραξα συμφώνως ταις Αγίαις Γραφαίς»[7]. Βεβαίως, οι Πατέρες εξετάζουν τα νοήματα της Γραφής πρωτίστως ως προς το πνεύμα τους. Για το λόγο αυτό, ο Μ. Αθανάσιος μπορεί και μιλά ακόμα και για το «ομοούσιον»[8], το οποίο δεν υπάρχει κατά λέξη μέσα στην Αγία Γραφή, εντούτοις χρησιμοποιήθηκε από την Εκκλησία όχι αυθαίρετα αλλά «συμφώνως τοις εκ των Γραφών και του Σωτήρος ειρημένοις…»[9]. Σύμφωνα λοιπόν με την επίσημη θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η πίστη που αυτή εκφράζει, προκύπτει από το εξής αδιάσπαστο σχήμα: «Οι προφήται ως είδον, οι απόστολοι ως εδίδαξαν, η εκκλησία ως παρέλαβεν, οι διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν […] αύτη η πίστις των αποστόλων, αύτη η πίστις των Πατέρων»[10].
4. Μέγας Αθανάσιος και Παράδοση Είναι σαφές ότι ο για τον Μ. Αθανάσιο «η Εκκλησία τεθεμελίωται» όχι μόνο στην Αγία Γραφή, αλλά στη διδασκαλία του Χριστού την οποία κήρυξαν οι Απόστολοι και διαφύλαξαν οι Πατέρες. Έτσι λοιπόν, η διδασκαλία των Πατέρων αποτελεί μέρος των ενιαίων θεμελίων της Εκκλησίας: «Ίδωμεν... και αύτην την εξ αρχής παράδοσιν και διδασκαλίαν και πίστιν της καθολικής Εκκλησίας, ην ο μεν Κύριος έδωκεν, οι δε Απόστολοι εκήρυξαν και οι Πατέρες εφύλαξαν. Εν ταύτη γαρ η Εκκλησία τεθεμελίωται» (Μ. Αθανασίου, «Πρoς Σεραπίωνα», 1, 28. PG 26, 593D-596A). Κατά τον Μ. Αθανάσιο λοιπόν, ο δογματικός πυρήνας της Εκκλησίας, όπως παραδόθηκε από τους Αποστόλους, διατηρείται σε έναν κανόνα πίστεως που διαιωνίζεται με ασφάλεια «εκ πατέρων εις πατέρας» και αποτελεί πλέον υπέρτατο κριτήριο αληθείας: οι αιρετικοί, στερούμενοι Πατέρων, το μόνο που μπορούν να διατυπώσουν είναι προσωπικές απόψεις, όχι όμως την αληθινή πίστη της Αποστολικής Εκκλησίας: «Ιδού ημείς μεν εκ πατέρων εις πατέρας διαβεβηκέναι την τοιαύτην διάνοιαν αποδεικνύομεν […] ταύτα γεγράφασιν, άπερ οι απ’ αρχής αυτόπται και υπηρέται του Λόγου γενόμενοι παραδεδώκασιν. Ην γαρ η σύνοδος εγγράφως ωμολόγησε πίστιν, αύτη της Καθολικής Εκκλησίας εστί. Ταύτην εκδιδούντες οι μακάριοι πατέρες ούτως έγραψαν» (Μ. Αθανασίου, «Περί της εν Νικαία Συνόδου», 27. PG 25, 465D. 468Α). Και αλλού: «Τίνων ουν εισι κληρονόμοι και διάδοχοι; πως δύνανται λέγειν πατέρας τούτους, ων ουκ αποδέχωνται την ομολογίαν την καλώς και αποστολικώς γραφεύσαν;» (Μ. Αθανασίου, «Προς τους εν Αφρική τιμιωτάτους επισκόπους», 7. PG 26, 1040D-1041A).
5. Μέγας Βασίλειος και Παράδοση Για τον Μ. Βασίλειο, οι επίσημες και αυθεντικές διδασκαλίες της Εκκλησίας, μεταδίδονται όχι μόνο με την Αγία Γραφή, αλλά και «εν μυστηρίω», δηλαδή, με ιεροτελεστίες, σύμβολα και καθιερωμένες λειτουργικές πρακτικές, που μπορεί να μην αναφέρονται στην Αγία Γραφή, αποτελούν όμως παράδοση γνήσια και μεγίστης σημασίας[11]. «Των εν τη Εκκλησία πεφυλαγμένων δογμάτων και κηρυγμάτων, τα μεν εκ της εγγράφου διδασκαλίας έχομεν, τα δε εκ της των αποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα ημίν εν μυστηρίω παρεδεξάμεθα, άπερ αμφότερα την αυτήν ισχύν έχει προς την ευσέβειαν» (Μ. Βασιλείου, «Περί Άγιου Πνεύματος», 66. PG 32, 188A). Η προφορική και η άγραφος παράδοση είναι αυτή που ερμηνεύει αυθεντικά την Αγία Γραφή. Έτσι, κατά τον Μ. Βασίλειο, δεν είναι αποδεκτό το δόγμα Sola Scriptura διότι, η άγνοια ή η εξαφάνιση της άγραφης αποστολικής παραδόσεως, θα είχε ως αποτέλεσμα την διατάραξη του «στερεώματος της πίστεως»[12]: «Πίστις δε εστι το πολεμούμενον, και κοινός σκοπός άπασι τοις εναντίοις και εχθροίς της υγιαινούσης διδασκαλίας, το στερέωμα της εις Χριστόν πίστεως κατασείσαι, εκ του την αποστολικήν παράδοσιν εδαφισθείσαν αφανισθήναι. Διά τούτο … τας εκ των εγγράφων αποδείξεις επιβοώνται την άγραφον των Πατέρων μαρτυρίαν, ως ουδενός αξίαν αποπεμπόμενοι» (Μ. Βασιλείου, «Περί Άγιου Πνεύματος», 25. PG 32, 112C).
6. Ιωάννης Χρυσόστομος και Παράδοση Σύμφωνα με τον Χρυσόστομο, η Αγία Γραφή δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα κομμάτι της αξιόπιστης Εκκλησιαστικής Παράδοσης. Η Παράδοση αυτή δεν ευνοεί σε καμία περίπτωση το Sola Scriptura, αλλά περιλαμβάνει την ισόκυρη και αξιόπιστη άγραφη Παράδοση: «Ότι ου πάντα δι’ επιστολής παρεδίδοσαν, αλλά πολλά και αγράφως, ομοίως δε κακείνα και ταύτα εστιν αξιόπιστα. Ώστε και την Παράδοσιν της Εκκλησίας αξιόπιστον ηγούμεθα. Παράδοσίς εστι, μηδέν πλέον ζήτει» (Χρυσοστόμου, «Εις Β΄ Θεσσαλονικείς, ομιλ. 4, 2. PG 62, 488).
7. Ισίδωρος Πηλουσιώτης και Παράδοση «Τοις παλαιοίς ο Θεός ου διά γραμμάτων διελέγετο, αλλά δι’ εαυτού, καθαράν ευρίσκων αυτών την γνώμην, και της άνευ μεσίτου διδασκαλίας αξίαν. Και τούτο δήλον εξ ων γραμμάτων άνευ διελέγετο, και τω Νώε, και τω Αβραάμ, και τοις ευδοκίμοις απογόνοις εκείνου» (Ισίδωρος Πηλουσιώτης, Επιστολή ρστ΄ «Ισιδώρω διακόνω», PG 78, 812D). Το παραπάνω απόσπασμα, είναι ένα από τα εδάφια που επικαλείται ο άγ. Νεκτάριος, για να εδραιώσει τη θέση του ότι, «Οι άγιοι της Εκκλησίας Πατέρες την ιεράν παράδοσιν θεωρούσιν ως το άγραφον τεύχος του ιερού Ευαγγελίου […] πλείστοι … πατέρες … θεωρούσι την ιεράν παράδοσιν ως την μόνην αναγκαίαν προς ασφαλή κατανόησιν των Γραφών, και οδηγόν προς την αληθή πίστιν»[13].
8. Αυγουστίνος και Παράδοση Αυγουστίνου, c. epistolam Fundamenti, v. 6: «Πράγματι, δεν θα επίστευον το Ευαγγέλιον, εάν δεν με εκίνει η αυθεντία της καθολικής Εκκλησίας»[14]. Σύμφωνα με τον Φλορόφσκυ, ο Αυγουστίνος δεν χρησιμοποίησε τη φράση αυτή για τον εαυτό του, αλλά την αναφέρει περιγράφοντας τη στάση που θα έπρεπε να κρατά ο πιστός αντιμετωπίζοντας την αιρετική διεκδίκηση της αυθεντίας. Ευαγγέλιο λοιπόν και εκκλησιαστική παράδοση αποτελούν την ενιαία πηγή πίστεως και μάλιστα, το Ευαγγέλιο έλαβε την αυθεντία του από την Εκκλησία, στους κόλπους της οποίας γεννήθηκε. Και συνεχίζει ο Αυγουστίνος: «Επίστευσα το Ευαγγέλιον καθ’ αυτό, καθοδηγηθείς από κήρυκες της καθολικής Εκκλησίας»[15]. Κατά συνέπεια, το Sola Scriptura δεν έχει ουδεμία αξία, διότι η Αγία Γραφή ερμηνεύεται αυθεντικά μόνο στα πλαίσια της Εκκλησίας.
9. Μέγας Φώτιος και Παράδοση Ειδικά για τον Μ. Φώτιο, από τον οποίο καταγγέλλεται επίσημα η «υπό της Ρώμης αθέτησις διαφόρων παραδόσεων της αρχαίας Εκκλησίας»[16] εξαιτίας της οποίας εισήχθησαν αυθαίρετα πολλές λατινικές καινοτομίες που, δεν μπορεί να τεθεί το ζήτημα περί αποδοχής του Sola Scriptura. Για τον Μ. Φώτιο, η διδασκαλία των Αποστόλων είναι ταυτόσημη με αυτή των Πατέρων και με αυτή των Οικουμενικών Συνόδων: «Αύτη [εστί] της πίστεως ημών των χριστιανών η καθαρά και αμώμητος ομολογία, αύτη της αχράντου και ειλικρινούς λατρείας ημών και των περί αυτήν σεπτών Μυστηρίων η θεόσοφος μυσταγωγία... Τούτο γαρ των Αποστόλων το κήρυγμα, τούτο δε των Πατέρων το μάθημα, τούτο των Οικουμενικών συνόδων το φρόνημα...» (Φωτίου, Επιστολή 24, Μητροπολίτη Ακυλείας, 20. PG 102, 813Β).
10. Συμπέρασμα Όπως είδαμε, οι Πατέρες που συκοφαντεί το προτεσταντικό blog, σε καμία περίπτωση δεν αποδέχονται το Sola Scriptura αλλά ίσα-ίσα, το απορρίπτουν ως δόγμα των αιρετικών: χωρίς την ασφάλεια της Πατερικής Παράδοσης που είναι ταυτόχρονα και Αποστολική, η Αγία Γραφή μετατρέπεται σε ένα εργαλείο παραγωγής κακοδοξιών και αιρέσεων. Σημειώσεις [1] Φλορόφσκυ Γεώργιος, «Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 5ου αιώνα», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 43, σημ. #5. [2] Ματσούκας Α. Νίκος, «Δογματική και Συμβολική θεολογία», τόμ. Α΄, 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 184-185. [3] Φλορόφσκυ Γεώργιος, «Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 5ου αιώνα», ό.π., σελ. 42-43. [4] Βλ. Ματσούκας Α. Νίκος, «Δογματική και Συμβολική θεολογία», τόμ. Α΄, ό.π., σελ. 184, σημ. #3. [5] Τα μεταφρασμένα εδάφια από το συλλογικό έργο: «Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη)», Μετάφραση από τα πρωτότυπα κείμενα, Βιβλική Εταιρεία, Αθήνα 1997. [6] «Τελικός σταθμός στην εξέλιξη και οριστική διαμόρφωση του κανόνα θεωρείται η 39η Εορταστική Επιστολή του Μ. Αθανασίου (367), στην οποία αναφέρονται ως κανονικά τα 27 βιβλία της Κ.Δ. […] πρώτος ο Μ. Αθανάσιος χρησιμοποιεί τον όρο ‘’κανών’’ προς δήλωση του σώματος των βιβλίων της Αγίας Γραφής» (Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Εισαγωγή Στην Καινή Διαθήκη», 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 113). [7] Μ. Αθανασίου, «Πρoς Σεραπίωνα». PG 26,605 D. [8] Δογματικός όρος, που χρησιμοποιήθηκε από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325) και μέσω αυτού επαλήθευσε την αρχέγονη πίστη της η Εκκλησία καταδικάζοντας τους κακόδοξους νεωτερισμούς του Αρειανισμού. Σύμφωνα με τον όρο «ομοούσιος», ο Ιησούς Χριστός είναι της «ίδιας ακριβώς ουσίας» με τον Θεό Πατέρα, δηλαδή, είναι κατά φύση Θεός και υπάρχει αιώνια μαζί με τον Πατέρα και συνδοξάζεται ισότιμα (βλ. περισσότερα στο σχετικό άρθρο στο Ορθόδοξο Wiki). Ο Αρειανισμός άλλωστε, εξαρχής έγινε αντιληπτός ως «καινοτομία» (Σωκράτης Σχολαστικός, «Εκκλησιαστική Ιστορία» 5,6. PG 67,572C), ως μια κακοδοξία που εμφανίστηκε ξαφνικά στα 320 μ.Χ. (Θεοφάνους, «Χρονογραφία», 17). [9] PG 25,468C. [10] «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας», λειτουργικό βιβλίο «Τριώδιον», σελ. 157α. [11] Φλορόφσκυ Γεώργιος, «Αγία Γραφή …», ό.π., σελ. 118-119. [12] Βλ. Κρικώνης Θ. Χρίστος, «Η Αυθεντία της Εκκλησίας, το Κύρος της Παραδόσεως της και η Διδασκαλία των Πατέρων», Univercity Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 33. [13] Αγίου Νεκταρίου, «Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις», 4η έκδ., εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2001 (c1899), σελ. 260.262. [14] Το παράθεμα στο πρωτότυπο και μετάφραση από το: Φλορόφσκυ Γεώργιος, «Αγία Γραφή …», ό.π., σελ. 126. [15] Το παράθεμα στο πρωτότυπο και μετάφραση από το: Φλορόφσκυ Γεώργιος, «Αγία Γραφή …», στο ίδιο. [16] Καρμίρης Ιωάννης, «Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 320. |
Δημιουργία αρχείου: 5-8-2011.
Τελευταία μορφοποίηση: 27-6-2017.