Το μίσος προς τους... συγγενείς και η "μάχαιρα" * Μεγάλη Σαρακοστή: Πορεία προς το Πάσχα * Τα Σάββατα της Μεγάλης Σαρακοστής
Θυσιαστική αγάπη και άγιο μίσος Εικόνα τού παρόντος αιώνος στη Μεγάλη Τεσσαρακοστή Πρωτοπρεσβύτερου Θωμά Βαμβίνη
Πηγή: Περιοδικό "Εκκλησιαστική Παρέμβαση" Τεύχος 333 - Απρίλιος 2024. Αναδημοσίευση από: https://www.parembasis.gr |
Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι εικόνα τού παρόντος αιώνος, μέσα στον οποίο οι πεπτωκότες άνθρωποι ετοιμαζόμαστε για τον μέλλοντα αιώνα, τις πύλες τού οποίου μάς άνοιξε η άκρα ταπείνωση και η άπειρη αγάπη τού Θεού με τον σταυρό, την ταφή και την ανάσταση τού Χριστού. Τα γεγονότα αυτά τα ζούμε τελετουργικά κατά την Μεγάλη Εβδομάδα. Θα έπρεπε, βέβαια, να τα ζούμε και εμπειρικά μέσα στη δική μας ύπαρξη, να τα ζούμε σαν δική μας εκούσια σταύρωση, δική μας ταφή και ανάσταση, να προσλάβουμε δηλαδή ως ήθος, όσο χωρούμε, την ταπείνωση και την σταυρική αγάπη τού Χριστού. Η ασκητική μέθοδος για την απόκτηση αυτών τών αρετών φέρνει την ανθρώπινη λογική, η οποία συνήθως δομείται πάνω στην φιλαυτία τού πεπτωκότος ανθρώπου, σε ερωτήματα και απορίες. Θα αναφερθούμε στα γεγονότα τής Μεγάλης Εβδομάδος, για τα οποία μάς ετοιμάζει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, για να εξετάσουμε ένα ερώτημα που δημιουργεί απορίες. Κατά την Μεγάλη Εβδομάδα βλέπουμε τον Χριστό Εσταυρωμένο, τον βλέπουμε να ακούη τους Γραμματείς και Φαρισαίους, τους Αρχιερείς και τους Πρεσβυτέρους τού λαού να τού λένε: «ει υιος ει τού Θεού, κατάβηθι από τού σταυρού» (Ματθ. 27,40). Κατέβα από τον σταυρό και θα πιστέψουμε. Αυτός δεν κατεβαίνει από τον Σταυρό· εφαρμόζει αυτό που ο ίδιος είπε ως διδασκαλία: «μη αντιστήναι τω πονηρώ» (Ματθ. 5,39). Δεν αντιστέκεται στους πονηρούς, υπομένει όλα όσα τού κάνουν οι πονηροί· τον οδηγούν σε άδικο συνέδριο, σε άδικη καταδίκη, σε άδικο σταυρικό θάνατο, τον καταδικάζουν να σταυρωθή μεταξύ δύο ληστών και όλα αυτά τα ανέχεται, δεν αντιστέκεται με τις μυριάδες τών αγγέλων Του, με την θεία Του δύναμη· και έτσι νικά την πονηρία, νικά τη στρεβλότητα τών ανθρώπων, νικά εν τέλει με τον θάνατό Του τον θάνατο που αναλώνει τους ανθρώπους. Μπαίνει μέσα στον Άδη και καταργεί τον Άδη, φέρνει μέσα στον Άδη την ζωή και ανασταίνει όλους τους ανθρώπους. Μπορεί να δη κανείς, κατά κάποιον τρόπο, την εφαρμογή τού λόγου που καταγράφει στην προς Ρωμαίους επιστολή ο Απόστολος Παύλος, κινούμενος μέσα στο πνεύμα τών εντολών τού Χριστού: «μη νικώ υπό τού κακού, αλλά νίκα εν τω αγαθώ το κακόν» (Ρωμ. 12, 21), να νικάς το κακό με το αγαθό, μην ανταποδίδεις κακό. Απέναντι στον πονηρό μην αντιστέκεσαι με όπλα τής ανθρώπινης φιλαυτίας, αλλά να τον νικάς με το αγαθό, με το να κάνης το καλό, όπως ο Χριστός που δέχθηκε τον θάνατο από τους πονηρούς και έδωσε την ζωή στον Αδάμ παγγενή με την Ανάστασή Του. Βλέπουμε, λοιπόν, τον Χριστό να μην αντιστέκεται με την θεία Του δύναμη στους πονηρούς Γραμματείς, Φαρισαίους και Αρχιερείς, εφαρμόζοντας την δική Του εντολή. Την εντολή τής ανοχής και τής αγάπης, που απορρίπτει το κακό και ανέχεται τους κακούς. Αλλά, όμως, υπάρχει και κάτι «περίεργο» στην διδασκαλία τού Χριστού. Ακούμε τον Χριστό να μιλάη για ταπείνωση, να μην αντιστεκόμαστε στον πονηρό, να νικούμε με το αγαθό το κακό, να είμαστε άνθρωποι που αγαπούμε και τους εχθρούς μας· «...ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί;... αγαπάτε τους εχθρούς υμών» (Λουκ. 6, 32 και 35). Και ενώ μάς μιλάει για τέτοια αγάπη, ακούμε να μάς μιλάη και για μίσος· μια διδασκαλία δύσκολα κατανοητή, ειδικά για ανθρώπους τής εποχής μας. Στην εποχή μας η κάθε επιθυμία γίνεται δικαίωμα, η κάθε επιθυμία που γίνεται δικαίωμα μπορεί να γίνη και νόμος και όταν η οποιαδήποτε επιθυμία γίνεται νόμος, αυτό θεωρείται πρόοδος τής κοινωνίας· σε μια τέτοια κοινωνία, «προοδευτική», εντός πολλών εισαγωγικών, η διδασκαλία για «άγιο μίσος» είναι πολύ δύσκολα αφομοιώσιμη. Συνήθως γίνεται λόγος μόνο για αγάπη, μια αγάπη όμως τυφλή, ιδιοτελή, η οποία δεν είναι απαύγασμα τού φωτισμού τών οφθαλμών τής ψυχής· είναι άσχετη με το φως τής αλήθειας, σκοτίζει μάλιστα την νοερή και λογική όραση, για να μη βλέπη τα φθοροποιά πάθη που σαπίζουν και αχρειώνουν την φύση μας. Ακούμε, λοιπόν, τον Χριστό να λέη στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο: «Ο φιλών την ψυχήν αυτού απολέσει αυτήν, και ο μισών την ψυχήν αυτού εν τω κόσμω τούτω, εις ζωήν αιώνιον φυλάξει αυτήν» (Ιωάν. 12, 25). Μάς λέει ότι πρέπει να μισούμε την ψυχή μας και αυτός που αγαπά την ψυχή του μέσα στον κόσμο αυτόν θα την χάση. Μάς διδάσκει ακόμη πιο εμφαντικά: Αυτός που δεν μισεί τον πατέρα του, την μητέρα του και τους αδελφούς του, «έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί μου μαθητής είναι» (Λουκ. ιδ΄, 26). Για να μπορεί να είναι κανείς μαθητής τού Χριστού, πρέπει να διακατέχεται από ένα μίσος σε ό,τι πιο αγαπητό έχουμε στην ζωή αυτή. Πώς ταιριάζει αυτή η διδασκαλία με την διδασκαλία τού Χριστού για την απροϋπόθετη αγάπη, ακόμη και προς τους εχθρούς μας; Πώς μπορεί να εννοηθή αυτό το μίσος; Πρέπει να τονισθή ότι είναι ένα μίσος άγιο, το οποίο μάλιστα είναι προϋπόθεση τής καθαρής, ανιδιοτελούς αγάπης. Ο Χριστός μάς διδάσκει το άγιο μίσος που, αν το εγκολπωθούμε, μάς ελευθερώνει από όλες τις εξαρτήσεις από στοιχεία τού κόσμου τούτου και μάς κάνει ικανούς να δεχθούμε μέσα μας την χάρη τής θεολογικής αρετής τής αγάπης, η οποία «ουδέποτε εκπίπτει». Η χριστιανική αγάπη συνδέεται με τον φωτισμό τής γνώσεως τού Θεού. Ο άγιος Μάξιμος διδάσκει, ότι «αγάπη είναι αγαθή διάθεση τής ψυχής, η οποία με τίποτε δεν ανταλλάσσει την γνώση τού Θεού» και μάς επισημαίνει ότι «είναι αδύνατον να φθάση κανείς στην στερέωση τής αγάπης αυτής, εάν έχη προσκόλληση έστω και σε ελάχιστο γήϊνο πράγμα». Ο Χριστός, λοιπόν, μάς διδάσκει ότι πρέπει να μισούμε την ψυχή μας σε αυτόν τον κόσμο, όπως είναι τώρα, γιατί η ζωή αυτού τού κόσμου δεν είναι το αρχικό θέλημα, το κατ’ ευδοκίαν θέλημα τού Θεού. Δεν είναι η ζωή που θέλησε ο Θεός για τον κόσμο· είναι η πεπτωκυία ζωή, η οποία χαρακτηρίζεται από την θνητότητα και είναι γεμάτη από πόνους, κόπους και ασθένειες που οδηγούν στον θάνατο. Είναι μια ζωή στην οποία κυριαρχεί, λόγω τού θανάτου, η ιδιοτέλεια. Ο θάνατος μάς κάνει ιδιοτελείς και μάς βυθίζει στην αμαρτία. Μάς το λέει ο Απόστολος Παύλος σαφέστατα «...εβασίλευσεν η αμαρτία εν τω θανάτω» (Ρωμ. 5,21). Η ιδιοτέλεια γεννιέται από τον φόβο τού θανάτου και μάς κάνει φιλοχρήματους, φιλόδοξους και φιλήδονους· μάς οδηγεί σε έναν εσμό παθών. Αυτή είναι η πεπτωκυία ζωή, μια ζωή που δεν αξίζει στον άνθρωπο, όπως τον έπλασε ο Θεός. Από τον κόσμο αυτής τής ζωής πρέπει να απελευθερωθή ο άνθρωπος και να προχωρήση σε μια άλλη πορεία, προσλαβάνοντας την ζωή που ο Θεός μάς δώρισε με τον Σταυρό και την Ανάσταση τού Χριστού. Κι αυτό μπορεί να επιτευχθή με το να αποκτήση μια αποστροφή σε ό,τι καλό έχει αυτός ο κόσμος, το οποίο δεν υπάρχει μετά τον θάνατο. Ακούμε στις νεκρώσιμες ακολουθίες: «πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα όσα ουχ υπάρχει μετά θάνατον», όχι ότι όλα τα ανθρώπινα είναι ματαιότης, αλλά όσα «ουχ υπάρχει μετά θάνατον», που σημαίνει ότι υπάρχουν υλικά πράγματα, απόψεις, τρόποι ζωής, οι οποίοι μάς οδηγούν σε μια διάλυση τής ύπαρξής μας, μάς βυθίζουν στα πάθη, στην αμαρτία, στον πνευματικό θάνατο, μάς κάνουν ανίκανους να κατανοούμε την αγάπη τού Θεού για τον κόσμο και την αγάπη που θέλει ο Θεός να έχουμε γι’ Αυτόν και τον κόσμο όλον. Για να έχουμε την αγάπη που μάς εμπνέει η Χάρη τού Θεού, δεν θα πρέπει να είμαστε προσκολλημένοι στον παρόντα κόσμο. Αυτό το νόημα έχει η διδασκαλία τού Χριστού για το μίσος, για ένα υγιές, άγιο μίσος, δηλαδή μια αποστροφή προς τα παρόντα νομιζόμενα καλά. Αυτή η αποστροφή, όμως, για να είναι, υγιής και όχι σύμπτωμα κάποιου ψυχολογικού προβλήματος, πρέπει να γεννιέται από την γεύση τής άλλης ζωής, τής εν Χριστώ αναστημένης. Γι’ αυτό η Εκκλησία μάς καλεί να γευτούμε στην ψυχή μας από τώρα τα δώρα τού Σταυρού, τής Ταφής και τής Αναστάσεως τού Χριστού. Ο άγιος Μάξιμος μάς διδάσκει: «Τα φαινόμενα πάντα δείται σταυρού... τα δε νοούμενα πάντα, χρήζει ταφής». Αν αυτό συμβή, τότε ο «λόγος» μέσα μας, αποχωρισμένος από φαινόμενα και νοούμενα, «ώσπερ εκ νεκρών εγηγερμένος αναφαίνεται»· γευόμαστε την ανάσταση τής ψυχής πριν από τον θάνατο και την τελική ανάσταση τού σώματος· ό γένοιτο! |
Δημιουργία αρχείου: 23-5-2024.
Τελευταία μορφοποίηση: 23-5-2024.