Οι Θεσσαλονικείς άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος διδάσκαλοι τών Σλάβων // Η Χριστιανική επέκταση εν μέσω διωγμών // Οι Χριστιανοί στην Αγγλία // Ο Ευαγγελισμός τών Γότθων // Ο Ευαγγελισμός τών Λαζών και τής Κολχίδος // Μια σύντομη ιστορία τής Ορθόδοξης Εκκλησίας στις Βρετανικές Νήσους // Η 2η περίοδος μεγάλων Ιεραποστολικών επιτευγμάτων τού Βυζαντίου
Ιεραποστολή στα πέριξ της Αυτοκρατορίας βάρβαρα έθνη Ο εκχριστιανισμός τών Βουλγάρων τον 8ο και 9ο αιώνα
Πηγή: Ιεραποστολικό βιβλίο τού Μακ. Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου: "Έως εσχάτου τής γης" σελ. 123 - 128. |
Στην περιοχή όπου αναπτύχθηκε το βουλγαρικό βασίλειο, υπήρχαν Χριστιανικές κοινότητες σε άνθηση και οι Μητροπόλεις Φιλιππουπόλεως, Τραϊανουπόλεως και Μαρκιανουπόλεως ήσαν από τις αρχαιότερες του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Όταν όμως τον 7ο αιώνα η τουρκοταταρική φυλή των Βουλγάρων κατέκλυσε την περιοχή, ο Χριστιανισμός πνίγηκε στο αίμα. Ναοί και μοναστήρια γκρεμίσθηκαν, Επίσκοποι και Ιερείς καταδιώχθηκαν εκτός των συνόρων, πολλοί Χριστιανοί μαρτύρησαν. Οι σκληροί πόλεμοι μεταξύ Βυζαντινών και Βουλγάρων, που ακολούθησαν, έγιναν αφορμή για νέα απροσδόκητη διείσδυση του ευαγγελίου. Οι συρόμενοι στην αιχμαλωσία Έλληνες Χριστιανοί, μεταξύ των οποίων ήσαν και πολλοί κληρικοί, αιχμαλώτιζαν εν συνεχεία, με το παράδειγμά τους και το ευαγγέλιο, πολλές ψυχές Βουλγάρων στον Χριστό. Κατά τον Θ. Ουσπένσκυ, «από τον Η' αιώνα ακόμη υπήρχεν αριθμός Χριστιανών εις τα ανάκτορα των ηγεμόνων (κνιάζ). Οι αγώνες δε μεταξύ Χριστιανών και ειδωλολατρών έγιναν αφορμή πολλών ταραχών και συχνής αλλαγής των Χάνων»1. Κυρίως όμως όταν ο διαβόητος για την αγριότητά του Κρούμμος (802-815) κατέλαβε την Αδριανούπολη και μετέφερε όλους σχεδόν τους κατοίκους της πόλεως, περίπου 40.000, μαζί και τον Μητροπολίτη Μανουήλ, ως ομήρους στη Βουλγαρία, «πολλαχού τα της Χριστιανικής διδασκαλίας κατεβάλοντο σπέρματα» και πολλοί από τους Βουλγάρους μεταστράφηκαν στην αληθινή πίστη. Ήσαν τόσο σημαντικά τα αποτελέσματα της ιεραποστολικής εργασίας των Χριστιανών αιχμαλώτων, ώστε οι Βούλγαροι ηγεμόνες αναγκάσθηκαν να πάρουν αυστηρά μέτρα για να σταματήσουν τη διάδοση της Χριστιανικής πίστεως. Ο διάδοχος του Κρούμμου Ομορτάγ, (Μορτάγαν σύμφωνα με τους Συνεχιστές του Θεοφάνους), καταδίκασε τους μεταστραφέντες Βουλγάρους και τους αιτίους της αλλαγής τους Έλληνες, «αυτόν τε τον ιερώτατον Μανουήλ και πολλούς… Μετά πολλάς αικίας τω δια μαρτυρίου θανάτω παρέπεμψεν»2. Τρεις ακόμη Επίσκοποι θανατώθηκαν και 374 Χριστιανοί. Αναφέρεται ότι και ο γιος του Κρούμμου Ναμπρότα ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό και θανατώθηκε από τον αδελφό του Μαλομίρ3. Έτσι οι ρίζες του δένδρου της πίστεως και στη Βουλγαρία τράφηκαν από τα δάκρυα των Χριστιανών αιχμαλώτων και από το αίμα του μαρτυρίου, όχι μόνο αυτών αλλά και αρκετών Βουλγάρων ευγενών. Για τον ευαγγελισμό των Βουλγάρων, εκτός από τους Βυζαντινούς, ενδιαφέρονταν η Ρώμη και οι Φράγκοι. Οι Βυζαντινοί είδαν εγκαίρως τον κίνδυνο της εγκαταστάσεως άλλης πνευματικής και πολιτικής δυνάμεως στην αυλή τους και ανέπτυξαν όλη την πνευματική και πολιτική δραστηριότητα για να τον αποφύγουν. Η πρώτη ευκαιρία που τους δόθηκε ήταν όταν ο Βούλγαρος ηγεμόνας Βόρις (η Βόγορις), έχοντας βλέψεις προς το σλαβικό κράτος της Μοραβίας, είχε συμμαχήσει με τους Φράγκους και δέχθηκε τους Ιεραποστόλους τους με την υπόσχεση ότι θα βαπτιζόταν. Ο ηγεμόνας της Μοραβίας Ρατισλάβος, επειδή φοβήθηκε από αυτήν τη φραγκοβουλγαρική επαφή, αποφάσισε να προσεγγίσει τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και το 862 πρότεινε συμμαχία στον Βυζαντινό αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ' (842-867). Εν συνεχεία τον παρακάλεσε να στείλει Έλληνες Ιεραποστόλους, που να γνωρίζουν τη σλαβική, για να διαφωτίσουν πνευματικά τον λαό του. Όταν το 864 ο Βόρις εκστράτευσε μαζί με τους Φράγκους εναντίον της Μοραβίας, όπως μας πληροφορεί ο Συμεών ο Μάγιστρος και ο Γεώργιος ο αμαρτωλός, εκστράτευσαν και οι Βυζαντινοί εναντίον των Βουλγάρων. Μπροστά στην αναμφισβήτητη ισχύ των βυζαντινών στρατευμάτων και στον λιμό που την εποχή εκείνη ενέσκηψε στη Βουλγαρία, ο Βόρις αναγκάσθηκε να συνθηκολογήσει και να στραφεί και πάλι προς το Βυζάντιο. Το 864, με μεγάλη επισημότητα, δέχθηκε το βάπτισμα από τον πατριάρχη Φώτιο με ανάδοχο τον αυτοκράτορα Μιχαήλ, έλαβε δε και αυτός το όνομα Μιχαήλ. Η βάπτιση μάλλον τελέσθηκε σε μια πόλη πλησίον των ελληνικών συνόρων4. Αυτό υπήρξε το πολιτικό πλαίσιο των γεγονότων. Ασφαλώς όμως η τόσο εσπευσμένη στροφή του Βόριδος προς το Βυζάντιο δεν είναι άσχετη και με άλλους λόγους. Καθώς φαίνεται, σοβαρή Χριστιανική επίδραση είχαν ασκήσει στον Βούλγαρο ηγεμόνα οι συζητήσεις με τον λόγιο ιερομόναχο Θεόδωρο Κουφαρά, τον οποίο είχε αιχμάλωτο στην Αυλή του. Παράλληλα τον επηρέασε η αδελφή του, η οποία είχε συλληφθεί αιχμάλωτη από τους Έλληνες και είχε ζήσει στο βυζαντινό παλάτι, όπου και εγκολπώθηκε τη Χριστιανική πίστη. Αν και από ορισμένους αμφισβητείται η ακρίβεια των αφηγήσεων αυτών, που μας διασώζουν οι Συνεχιστές του Θεοφάνους 5, νομίζω ότι δεν πρέπει να αποκλεισθεί η «γυναικεία αυτή επίδραση», η οποία, καθώς παρατηρεί ο Άγγλος ιστορικός Bury, «έπαιξε σημαίνοντα ρόλο στην επιστροφή πολλών βαρβάρων αρχόντων». Μερικοί από τους Βουλγάρους μεγιστάνες αρνήθηκαν να αποδεχθούν το βάπτισμα και αντιστάθηκαν. Ο Βόρις όμως «πάντας αναφανδόν εποίησε Χριστιανούς»6. Για την οργάνωση της Εκκλησίας και τη συστηματική πνευματική καλλιέργεια του λαού, εστάλησαν από την Κωνσταντινούπολη Επίσκοποι και Ιερείς με επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο Ιωσήφ. Τους Βυζαντινούς κληρικούς συνόδευσαν αρχιτέκτονες, ζωγράφοι και πολλοί τεχνίτες, οι οποίοι στη συνέχεια έκτισαν ναούς, μοναστήρια, και εργάσθηκαν για τον εκπολιτισμό της χώρας. Ο Βούλγαρος ιστορικός Ιβάν Σνεγάρωφ σημειώνει ότι «ο ελληνικός κλήρος ελθών εις Βουλγαρίαν, μετά την επίσημον εις την Χριστιανικήν θρησκείαν επιστροφήν του βουλγαρικού λαού, έγινεν εν γνώσει ή εν αγνοία ο κήρυξ και ο φορεύς του βυζαντινού πολιτισμού»7. Με την πάροδο του χρόνου τα βάρβαρα έθιμα υποχωρούν, η πολυγαμία καταργείται και μια πνευματική ζωή ανθίζει στη χώρα, η οποία θα γίνει σφριγηλότερη μετά την έλευση των μαθητών του Μεθοδίου. Τα επόμενα χρόνια ο Βόρις, φοβούμενος μήπως οι Βούλγαροι αφομοιωθούν από τον ανώτερο από πάσης πλευράς πολιτισμό των γειτόνων του Βυζαντινών, αποφάσισε να επιδιώξει τη δημιουργία ανεξάρτητου Βουλγαρικού Πατριαρχείου. Με πονηρό όσο και αφελή τρόπο, τονίζοντας ότι η παρουσία ενός πατριάρχη θα έδινε στη φτωχή του Αυλή μεγάλη λαμπρότητα, έγραψε στον Φώτιο για να το επιτύχει. Ο Βυζαντινός πατριάρχης, άνθρωπος με μεγάλη πείρα και διορατικότητα, αντί για πατριάρχη του έστειλε μια θαυμάσια επιστολή, αναπτύσσοντας στον Βούλγαρο ηγεμόνα τις αρχές της Χριστιανικής πίστεως και τη μορφή του ιδανικού άρχοντα. Με λεπτότητα δε απέκλεισε κάθε ενδεχόμενο να αποσταλεί πατριάρχης στη Βουλγαρία 8. Για να πετύχει το σχέδιό του ο Βόρις αποφάσισε να απευθυνθεί στη Δύση. Ο πάπας Νικόλαος Α' έσπευσε να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία. Απάντησε με πολλή προσοχή στα ερωτήματα του Βούλγαρου ηγεμόνα και έστειλε αρκετούς απεσταλμένους στην Αυλή του, μεταξύ των οποίων τον μετέπειτα πάπα Φορμόση. Όταν όμως ο Βόρις-Μιχαήλ διαπίστωσε την, παρά τις εξωτερικές φιλοφρονήσεις, εξίσου σαφή απόφαση της Ρώμης να μην ενδώσει στα σχέδιά του, στράφηκε και πάλι προς το Βυζάντιο. Στο τέλος της Συνόδου του 869/870, η οποία έγινε στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ Ανατολικών και Δυτικών για τη συνένωση των Εκκλησιών, μια βουλγαρική αντιπροσωπεία εμφανίσθηκε στην Πόλη για να ρωτήσει δήθεν απλώς από ποιο Πατριαρχείο έπρεπε να εξαρτάται η νέα Εκκλησία της Βουλγαρίας. Η απάντηση τών Πατριαρχών της ανατολής ήταν σαφής: Από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Με βάση αυτή την απάντηση ο Βούλγαρος ηγεμόνας άνοιξε και πάλι τη θύρα στους Βυζαντινούς Ιεραποστόλους. Αργότερα, στη Σύνοδο του 879/880 ο πάπας Ιωάννης Η' επιχείρησε να υπαγάγει στη δικαιοδοσία του τη Βουλγαρική Εκκλησία, εν τω μεταξύ όμως ο Βόρις-Μιχαήλ είχε διδαχθεί πολλά και ήταν πλέον αρκετά ψυχρός προς τη Δύση. Η Βουλγαρία έμεινε οριστικά στη σφαίρα επιρροής της Βυζαντινής Εκκλησίας. Πολλοί Βούλγαροι ηγεμόνες εκπαιδεύθηκαν στο Βυζάντιο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του διαδόχου του Βόριδος Συμεών (893-927), ο οποίος σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη με τόση επιμέλεια, ώστε από τους συμμαθητές του ονομάσθηκε ημιέλλην. Παρά τους σφοδρούς πολέμους που εξαπέλυσε εναντίον των Βυζαντινών,9 εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος Ζ' ο Πορφυρογέννητος (912-959) ήταν ακόμη ανήλικος, ο Βόρις είχε οργανώσει την Αυλή του κατά το πρότυπο της βυζαντινής και μερίμνησε για τη μετάφραση διαφόρων ελληνικών έργων, θεολογικών και μη, όπως κειμένων του Μ. Βασιλείου, Μ. Αθανασίου, Ιωάννου Δαμασκηνού και Βυζαντινών χρονογράφων. Ο ίδιος μετέφρασε εκκλησιαστικές ομιλίες και σχημάτισε ανθολογία από 155 ομιλίες του Χρυσοστόμου. Παράλληλα με τη φιλολογία καλλιεργήθηκε και η Χριστιανική τέχνη. Η Βουλγαρική Εκκλησία δεν έπαυσε και αργότερα να αρδεύεται από ελληνικές πηγές. Κατά τον 14ο αιώνα ο Έλληνας μοναχός Γρηγόριος ο Σιναΐτης μετέφερε στη Βουλγαρία τη θεολογική κίνηση του Αγίου Όρους, ο δε μαθητής του Ευθύμιος Τυρνόβου και άλλοι δημιούργησαν νέα πνευματική αναγέννηση μεταφράζοντας διάφορα Ελληνικά θρησκευτικά έργα. Όπως παρατηρεί ο Γάλλος βυζαντινολόγος Charles Diehl, η Βουλγαρία, παρά τον φόβο που δοκίμασε για την ενδεχόμενη κυριαρχία του Βυζαντίου, «χρωστούσε στη βυζαντινή επιρροή το ότι εισήλθε στον κύκλο των πολιτισμένων εθνών»10.
Σημειώσεις: 1. Vassiliev, μν. έργ. σ. 350-351. 2. Συνεχισταί του Θεοφάνους, εκδ. Βόννης, σ. 217. 3. Γενναδίου, Μητροπολίτου Ηλιουπόλεως και Θείρων, Ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Α', Αθήναι 1953, σ. 343. 4. Μητρ. Γενναδίου, ενθ. αν., σ. 345. 5. Συνεχισταί του Θεοφάνους, εκδ. Βόννης, σ. 162. 6. Συμεών Μάγιστρος, PG 109. 728. 7. Ιβάν Σνεγκάρωφ, «La fondation de l’ Église Orthodoxe Bulgare», στον αναμνηστικό τόμο Σ. Λάμπρου, Αθήναι 1935, σ. 278-292. 8. Φωτίου, εκ της προς Μιχαήλ τον άρχοντα Βουλγαρίας επιστολής, Τι έστιν έργον άρχοντος, PG 102,628-696. 9. Παράβαλλε Και επιστολές Νικολάου του Μυστικού. 10. Ch. Diehl, Byzance, grandeur et decadénce, Paris 1930, σ. 300. |
Δημιουργία αρχείου: 24-3-2016.
Τελευταία μορφοποίηση: 24-3-2016.