Οι Θεσσαλονικείς άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος διδάσκαλοι τών Σλάβων // Η Χριστιανική επέκταση εν μέσω διωγμών // Ο Ευαγγελισμός τών Γότθων // Διάδοση τού Χριστιανισμού στη Μοραβία από τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο // Η 2η περίοδος μεγάλων Ιεραποστολικών επιτευγμάτων τού Βυζαντίου
Περίληψη τής
Ιεραποστολικής δράσης τών Βυζαντινών Εκκλησιών στην Κεντρική και Ανατολική Ασία κατά τους Μέσους Χρόνους
Πηγή: Ιεραποστολικό βιβλίο τού Μακ. Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου: "Έως εσχάτου τής γης" σελ. 155 - 159. |
Είναι γνωστό ότι ο Χριστιανισμός, από τους πρώτους αιώνες, απλώθηκε σε όλη την έκταση του ρωμαϊκού κράτους και συνεπώς σε όλη την πρόσω Ασία. Στους περισσότερους όμως παραμένουν άγνωστες οι σελίδες της εποποιίας που ακολούθησε κατά τους αμέσως επόμενους αιώνες για τη διάδοση του Χριστιανισμού στα αχανή υψίπεδα της Κεντρικής Ασίας και τις πεδιάδες της Άπω Ανατολής. Μια σύντομη μελέτη επ’ αυτού του θέματος είναι απαραίτητη, για να γίνει περισσότερο αντιληπτή η ιεραποστολική φλόγα που πυρπολούσε τις Εκκλησίες της Ανατολής και τις οδήγησε στις πιο τολμηρές και δύσκολες διεισδύσεις.
Ο Γάλλος ιστορικός Αλφρέδος Rambaud σημειώνει: «Ο αριθμός των Εκκλησιών αι οποίαι ευρίσκοντο τον 6ον αιώνα εις τους βαρβάρους, από του Περσικού Κόλπου μέχρι της Κασπίας Θαλάσσης, ήτο σχεδόν ατελείωτος. Οι Χριστιανοί επληθύνοντο από ημέρας εις ημέραν εις τα παράλια και τας νήσους των Ινδιών. Αργότερον οι Βυζαντινοί Ιεραπόστολοι επροχώρησαν αφόβως εις τους Τατάρους και εξημέρωσαν τους αιμοχαρείς εκείνους πολεμιστάς. Εισήλθον μάλιστα εις την Ινδικήν, εις την Κίναν, και η Χριστιανική Θρησκεία εξηπλώθη από της Ιερουσαλήμ μέχρι της Κίνας» [1]. Ίσως φανεί σε μερικούς υπερβολική η διαβεβαίωση αυτή του Rambaud. Και όμως είναι μόνο μια αμυδρή εικόνα της πραγματικότητος. Από πολύ νωρίς έχουμε πληροφορίες ότι υπήρχαν Χριστιανοί στη χώρα της Βακτριανής [2] (Β. Αφγανιστάν Νότιο Τουρκεστάν). Οι εμπορικές σχέσεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας με τις Ινδίες και την Κίνα είχαν ως αποτέλεσμα τη διάδοση της Χριστιανικής πίστεως, τουλάχιστον κατά μήκος αυτών των συγκοινωνιακών αρτηριών [3], όπως είδαμε αναλυτικά στη μελέτη «Ιεραποστολικό έργο των Βυζαντινών». Όταν έκλεισαν για τους εμπόρους του Βυζαντίου οι παλαιοί δρόμοι δια μέσου των κοιλάδων και υψιπέδων της Κεντρικής Ασίας, λόγω των συνεχών συγκρούσεων με τον περσικό κόσμο, οι Βυζαντινοί υποχρεώθηκαν να διατηρήσουν τον σύνδεσμό τους με την Άπω Ανατολή με επικίνδυνες λοξοδρομήσεις. Για να αποφύγουν το περσικό έδαφος δεν απέμεναν παρά η θαλάσσια οδός της ερυθράς Θάλασσας, της θάλασσας του Ομάν και του Ινδικού Ωκεανού και η δια ξηράς μέσω Μαύρης Θάλασσας, Τραπεζούντος, κοιλάδος του Κόρου, Κασπίας, κοιλάδος του Όξου και μέσω Σαμαρκάνδης στο Τουρκεστάν[4]. Για να εξασφαλίσουν τον έλεγχο αυτών των οδών ήταν απαραίτητο να συμπεριληφθούν στη σφαίρα επιρροής του Βυζαντίου πλήθος από λαούς και μικρότερες φυλές. Γι' αυτό βλέπουμε ένα γενικό ενδιαφέρον του βυζαντινού κράτους για τον εκχριστιανισμό των λαών που κατοικούσαν βορείως της Περσικής αυτοκρατορίας, μεταξύ Ευξείνου και Κασπίας, στην κοιλάδα του Όξου και του οροπεδίου του Ταρίμ. Ήδη οι Ίβηρες (Γεωργιανοί) είχαν προσελκυσθεί στον Χριστιανισμό επί Μεγάλου Κωνσταντίνου [5]. Επίσης και οι Αρμένιοι [6]. Τον 6ο αιώνα, επί Ιουστίνου Α' (522), ο βασιλιάς των Λαζών Τζάθος ήρθε από τον ανατολικό μυχό του Ευξείνου Πόντου στην Κωνσταντινούπολη, είδε την άνθηση του Χριστιανικού πολιτισμού και ζήτησε να βαπτισθει. Όταν γύρισε πίσω, η νέα θρησκεία διαδόθηκε ταχύτατα [7]. Λίγο αργότερα, επί Ιουστινιανού, εκχριστιανίσθηκαν οι Αβασγοί (νοτιότερα από τη Λαζική). Όπως γράφει ο Ευάγριος ο Σχολαστικός, «Ιουστινιανός ιερόν της Θεοτόκου εν Αβασγοίς οικοδομησάμενος, Ιερέας αυτοίς κατεστήσατο. Όθεν ες το ακριβέστερον τα Χριστιανών εξέμαθον δόγματα» [8]. Στη συνέχεια ο Χριστιανισμός επεκτάθηκε στο εσωτερικό του Καύκασού και σε διάφορα ουννικά φύλα [9]. Η επαφή αυτών των φύλων με λαούς που κατοικούσαν στη Μογγολία, Κίνα και Τουρκεστάν, καθώς και οι εμπορικές συναλλαγές των Βυζαντινών, βοήθησαν στην εμφάνιση Χριστιανικών εστιών σε διάφορα μέρη της Κεντρικής Ασίας. Οι Χριστιανικές κοινότητες του οροπεδίου του Ταρίμ, για τις οποίες έχουμε πληροφορίες τόσο από τα ερείπια της Τουρφάν, όσο και από την πολεμική ιστορία στα μέρη αυτά κατά τον 13ο αιώνα, όφειλαν χωρίς αμφιβολία τις ρίζες τους σε Ιεραποστόλους που είχαν ακολουθήσει τους εμπόρους και τα καραβάνια του μεταξιού στους δύο δρόμους, τον βορειότερο και τον νοτιότερο[10]. Στον 13ο αιώνα Χριστιανοί Αλανοί, προερχόμενοι από τον Καύκασο, αποτελούν μέρος των ενόπλων δυνάμεων που στήριζαν τη μογγολική κυριαρχία στην Κίνα[11]. [… ] Άλλοτε Χριστιανοί έμποροι, άλλοτε πριγκίπισσες, άλλοτε αιχμάλωτοι [12], άλλοτε η μετανάστευση πληθυσμών, με αφορμή τον άλφα ή τον βήτα λόγο, έφεραν το ευαγγέλιο δια μέσου της Άνω Ασίας στη Μογγολία και στην Κίνα, ήδη από τις πρώτες εκατονταετηρίδες του Μεσαίωνα.
Σημειώσεις: 1. Βλέπε Ε. Φωτιάδου, Η ενότης των Ελλήνων, Αθήνα 1950, σ. 229. 2. Βλέπε Ευσεβίου, ευαγγελική προπαρασκευή, IV, X, PG, 376. Το 478 ο Πέρσης αυτοκράτορας Kawad βρήκε Χριστιανούς μεταξύ των θύννων της Βακτρίας και των Τούρκων που ήσαν εγκατεστημένοι στις όχθες του Όξου (John Foster, «The Triumphs and Failures of the Church of the East», The Student World, Geneva 1960, No 1-2, σ. 52). Πληροφορίες από τα μέσα του 6ου αιώνα αναφέρουν ότι μεταξύ των Τούρκων υπήρχαν Βυζαντινοί αιχμάλωτοι και ότι, σύμφωνα με την εντολή Αγγέλου, ένας νεστοριανός Επίσκοπος εστάλη για να βαπτίσει πολλούς από αυτούς και να τους διδάξει την τέχνη της γραφής (Mingana, The Early Spread of Christianity in India, University Press, Manchester 1926, σ. 9). 3. Για τις εμπορικές σχέσεις του Βυζαντίου βλέπε Charles Worth, Trades Routs and Commerce of the Roman Empire, Cambridge, 1924, σ. 76 και εξής Σύμφωνα με πληροφορίες του Κοσμά του Ινδικοπλεύστου υπήρχαν Χριστιανοί στην Κεϋλάνη (Δ. Ζακυθηνού, «Activité apostolique et politique étrangère à Byzance», La Revue du Caire, 9o έτος, αρ. 92, Ιούλ. 1946). 4. Δ. Ζακυθηνού, ένθ. αν.., σ. 188. 5. Βλέπε Κεφ. 3 «Ιεραποστολικό έργο των Βυζαντινών»· βλέπε επίσης Ν. Ελληνομνήμων, τόμος 17, σ. 36. «Διήγησις περί Ιβήρων, πως ήλθον εις θεογνωσίαν». 6. Η παράδοση αναφέρει ότι ο Χριστιανισμός εισέδυσε στην Αρμενία από τους Αποστολικούς χρόνους, αλλά ουσιαστικά επικράτησε με τη δράση του Γρηγορίου του Φωτιστού (+332), ο οποίος κατόρθωσε να ελκύσει στην πίστη τον ηγεμόνα Τιριδάτη, κήρυξε σε όλη την Αρμενία και διοργάνωσε την Αρμένική Εκκλησία (L. Petit, «Arménie», Dictionnaire de Théologie Catholique, Paris, τόμ. I). Ο Ευάγριος ο Σχολαστικός αναφέρει ότι προσχώρησαν επί Ιουστίνου πολλοί από την Περσαρμενία: «Ως οι λεγόμενοι Αρμένιοι Πέρσαι τοις Χριστιανοίς προσεχώρησαν· διόπερ ο προς Πέρσας ανερράγη πόλεμος» (Ευαγρίου Σχολαστικού, Εκκλησιαστική Ιστορία, V, Z'. PG, 86, 2805). 7. Προκοπίου, Περσικοί Πόλεμοι, ΙΙ, 15, 27, 22. Από το 680 αναφαίνονται δύο Επίσκοποι Λαζικής, ο Πέτρας Θεόδωρος και ο Φάσιδος Ιωάννης, οι οποίοι έλαβαν μέρος και στην ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδο. Έως τον 13ο αιώνα η Λαζική αποτελούσε ιδιαίτερη Μητρόπολη. Μετά υπήχθη στη Μητρόπολη Τραπεζούντος, ο δε Μητροπολίτης Τραπεζούντος διατηρούσε μέχρι τελευταίως τον τίτλο «υπέρτιμος και έξαρχος πάσης Λαζικής». 8. Ευαγρίου Σχολαστικού, Εκκλησιαστική Ιστορία, IV, ΚB΄, PG 86, 2740. 9. Προκοπίου, Περί κτισμάτων, ΙΙΙ, 6. Επί Αλεξίου Κομνηνού, η Μητρόπολη της Αλανίας ενώθηκε με την Επισκοπή Σωτηριουπόλεως, στα σύνορα Αβασγίας και Αλανίας, με τον τίτλο Μελιτηνή. Ο τίτλος του Μητροπολίτη Μελιτηνής αναφέρεται μέχρι το 1590. 10. Ε. Tisserant, «L’Eglise Nestorienne», Dictionnaire de Théologie Catholique, Paris 1931, τόμ. VI, σ. 209. Μέσα στα ερείπια της Τουρφάν βρέθηκαν, δίπλα στα αποσπάσματα της λειτουργικής γλώσσας της Νεστοριανικής Εκκλησίας (συριακά), άλλα λείψανα Χριστιανικών χειρογράφων σε σογδιανή και τουρκική γλώσσα (Ε. Sachau, «Litteratur Bruchstücke aus Chinesischturkistan», Sitzungsbehchte der Kgl, Preussen Akademie der Wissenschaft, 1905, σ. 964-973). Στην αρχή του 8ου αιώνα αναφέρεται ότι ο πρίγκιπας του Κασγκάρ ήταν Χριστιανός με το Ελληνικό όνομα Σεργιανός (Ε. Tisserant, αυτόθι). 11. K. S. Latourette, History of the Expansion of Christianity, τόμ. ΙΙ (The Thousand Years of Uncertainty), London 1938, σ. 266. 12. Ο Φραγκισκανός Γουλιέλμος Ρυμπρούκ, απεσταλμένος του Λουδοβίκου, αναφέρει (1254) ότι συνάντησε στο Καρακορούμ (Μογγολία) Χριστιανούς εξόριστους ή αιχμαλώτους από τη Δύση και άλλους Ορθοδόξους -Γεωργιανούς, Αρμένιους, Ρώσους- σε πλήρη θρησκευτική εγκατάλειψη, διότι οι νεστοριανοί της Μογγολίας, τους οποίους ο Ρυμπρούκ οικτίρει για την άγνοια και τη ροπή τους στο πιοτό, τους απαγόρευαν την είσοδο στους ναούς αν δεν βαπτίζονταν και πάλι (G. Richard, «Les Missions chez les Mongols aux XIII et XIV siècles, Histoire Universelle des Missions Catholiques, Paris 1956, τόμ. I, σ. 180). |
Δημιουργία αρχείου: 28-7-2016.
Τελευταία μορφοποίηση: 28-7-2016.