Η πτώση του Βυζαντίου ως συνέπεια διπλής επιβουλής * «Ο θάνατος της Αυτοκρατορίας» * Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης και οι πολίτες της Ψηφιακό Βιβλίο * Το Βυζάντιο έβλαψε, ή διέσωσε την αρχαιότητα; * Εδουάρδος Γίβων: Ένας... συκοφάντης Ιστορικός * Η πτώση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους * Η πτώση της Κωνσταντινούπολης και οι Μοναχοί * ο "Βυζάντιο" διέσωσε την αρχαιοελληνική γραμματεία
Η νέα Ρώμη-Κωνσταντινούπολη Ανασκόπηση τής ιστορίας τής ευλογημένης πόλης Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Πηγή: Περιοδικό "Εκκλησιαστική Παρέμβαση" Τεύχος 274. Μάιος 2019. Από το βιβλίο Παλαιά και Νέα Ρώμη, έκδοση 2009. Αναδημοσίευση από: http://www.parembasis.gr |
Χάρτης τής Κωνσταντινούπολης τού 1422 από τον Φλωρεντίνο χαρτογράφο Κριστόφορο Μπουοντελμόντι. Αποτελεί τον παλαιότερο γνωστό χάρτη τής πόλης και τον μοναδικό πριν την οθωμανική κατάκτηση.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος αποφάσισε να μεταφέρη την Πρωτεύουσα τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από την Δύση στην Ανατολή και ως χώρο επέλεξε την ανατολική Θράκη, στα στενά τού Βοσπόρου. Η επιλογή αυτή αποδείχθηκε σημαντική πολιτική πράξη, που επηρέασε τα πολιτικά πράγματα για χίλια χρόνια, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο σταθεροποίησε τα σύνορα τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από ανατολάς και έδωσε την δυνατότητα να αναπτυχθή ένας μεγάλος πολιτισμός που ονομάσθηκε αργότερα Βυζαντινός πολιτισμός. Στο σημείο που θα καθόριζε την Πρωτεύουσα τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας υπήρχε μια μικρή πόλη που ονομαζόταν Βυζάντιο, αποικία τών Μεγαρέων, που έλαβε το όνομα τού ιδρυτού της Βύζαντα. Αυτή η μικρή πόλη, που έγινε Πρωτεύουσα τού Ρωμαϊκού Κράτους, μετονομάσθηκε σε νέα Ρώμη και αργότερα έλαβε το όνομα τού Μεγάλου Κωνσταντίνου και ονομάσθηκε Κωνσταντινούπολη. Ο Μ. Κωνσταντίνος δεν είχε την αίσθηση ότι δημιουργούσε μία επί πλέον πόλη στην Αυτοκρατορία παράλληλα με την Ρώμη, αλλά ότι δημιούργησε την νέα Πρωτεύουσα τού Ρωμαϊκού Κράτους, που ήταν συνέχεια τής πρώτης Πρωτεύουσας, τής Παλαιάς Ρώμης. Με νόμο την ονόμασε «altera Roma» (η άλλη Ρώμη), καθώς επίσης ονομάσθηκε «πόλις αντίρροπος τής Ρώμης». Μάλιστα από την παλαιά Μητρόπολη η νέα Πόλη κληρονόμησε και τα «μυστικά» της ονόματα Flora και Amor που αποδόθηκαν στα ελληνικά ως Ανθούσα και Έρως. Στην νέα Πρωτεύουσα αποδόθηκαν όλοι οι θεσμοί και τα προνόμια που είχε η παλαιά Πρωτεύουσα, καθόρισε την σύγκλητο και τής έδωσε και έναν ανθύπατο. Συγχρόνως, ο Μ. Κωνσταντίνος μετέφερε στην νέα Ρώμη ό,τι σημαντικότερο υπήρχε από πλευράς ελληνορωμαϊκής τέχνης, όπως ομολογεί ένας σύγχρονος Χριστιανός: «με την απογύμνωση όλων σχεδόν τών πόλεων εγκαινιάζεται η Κωνσταντινούπολη». Η αρχαία πόλη, το Βυζάντιο, ήταν κτισμένη σε έναν λόφο, ενώ τώρα η νέα Ρώμη-Κωνσταντινούπολη περιέλαβε και άλλους πέντε λόφους, και αργότερα επί τού Θεοδοσίου περιέλαβε και έναν έκτο. Τα εγκαίνια τής νέας Ρώμης έγιναν την 11η Μαΐου τού 330 μ. Χ. μαζί με τον εορτασμό τής 25ης επετείου τής βασιλείας τού Κωνσταντίνου. Πρόκειτο για μια συμβολική ημερομηνία, διότι η πόλη δεν είχε ακόμη αποπερατωθή, και γι’ αυτό μέχρι το έτος 336 η πόλη ήταν ένα είδος εργοταξίου, που συνέχιζε να κατασκευάζεται, οπότε και ο Κωνσταντίνος εόρτασε την τριακονταετηρίδα τής βασιλείας του. Ο Charles Diehl αναφερόμενος στην ίδρυση τής Κωνσταντινούπολης, τής νέας Πρωτεύουσας τού Ρωμαϊκού Κράτους, γράφει: «Όταν ο Κωνσταντίνος θεμελίωσε την πρωτεύουσα στο Βόσπορο, η πρόθεσή του ήταν να δημιουργήση μια δεύτερη Ρώμη. Θεσπίσθηκε σύγκλητος, κτίσθηκαν δημόσια κτίρια και όλος ο μηχανισμός τής αυτοκρατορικής γραφειοκρατίας μεταφέρθηκε στο νέο του διοικητικό κέντρο. Αριστοκρατικές οικογένειες από την Ιταλία ενθαρρύνθηκαν να αποκτήσουν κατοικίες εδώ, όπου ψωμί και θεάματα ιπποδρομίου προβλέπονταν για το λαό. Οι ιπποδρομικές ομάδες, αφού μεταφέρθηκαν εδώ από την παλαιά Ρώμη, σχημάτισαν μια πολιτοφυλακή για την υπεράσπιση τής πόλεως. Η εφαρμοζομένη πολιτική ήταν η δημιουργία ενός πιστού αντιγράφου από την παλαιά πρωτεύουσα που ήταν στον Τίβερη». Με την πάροδο τού χρόνου η νέα Ρώμη απέκτησε χριστιανικό χρώμα, οπότε έγινε η χριστιανική Ρώμη, που στολιζόταν με Ναούς και Ιερές Μονές και όλος ο πολιτισμός της και η κοινωνική της οργάνωση ποτίσθηκε από την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία. Η νέα Ρώμη-Κωνσταντινούπολη, με τον Μ. Κωνσταντίνο και τους διαδόχους του, απέκτησε μεγάλη αίγλη και όλοι οι επισκέπτες της θαύμαζαν τις ομορφιές της, τον πλούτο της, τους θησαυρούς της, τα ανάκτορα, τον ιππόδρομο, τα μνημεία, ιδιαιτέρως την Αγία Σοφία και την όλη κοινωνική και πολιτιστική της ζωή. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και νέας Ρώμης, στα «Έπη εις εαυτόν» εγκωμιάζει την νέα Ρώμη. Σε ένα σημείο την ονομάζει κλεινή καθέδρα τού Κωνσταντίνου, νεώτερη Ρώμη, που ξεπερνά τις άλλες πόλεις, όπως ο αστερόεις ουρανός την γη: «Ω Κωνσταντίνου κλεινόν έδος μεγάλου, οπλοτέρη Ρώμη, τόσσον προφέρουσα πολήων οσσάτιον γαίης ουρανός αστερόεις». Αλλού μακαρίζει την νέα Ρώμη, ως το δεύτερο μάτι τής οικουμένης, την πατρίδα τών ευγενών νέων, την πόλη τού Κωνσταντίνου και το στήριγμα τού κράτους: «Άνδρες, το κλεινόν όμμα τής οικουμένης, οι κόσμον οίκειθ’ ως ορών, τον δεύτερον, γης και θαλάττης κόσμον ημφιεσμένοι, Ρώμη νεουργής, ευγενών άλλων έδος, Κωνσταντίνου πόλις τε και στήλη κράτους». Επίσης, αλλού θεωρεί ότι, ενώ η φύση δεν μάς έχει δώσει δύο ηλίους, εν τούτοις υπάρχουν δύο Ρώμες που φωτίζουν ολόκληρη την οικουμένη, το παλαιό και το νέο κράτος. Οι δύο αυτές Ρώμες είναι διαφορετικές, αφού η μία προβάλλει από την Ανατολή και η άλλη βρίσκεται στην Δύση, αλλά το κάλλος τής μιας ισοζυγίζει το κάλλος τής άλλης. Και στην συνέχεια λέγει ότι σε αυτήν την δική του Ρώμη, που τώρα δεν είναι δική του –προφανώς όταν αποχώρησε από αυτήν –περίσσευσε η πίστη και δένει με τον λόγο τής σωτηρίας την Δύση.
«Δύω μεν ου δέδωκεν ηλίους φύσις, δισσάς δε Ρώμας, τής όλης οικουμένης λαμπτήρας, αρχαίον τε και νέον κράτος, τόσον διαφέροντας αλλήλων, όσον την μεν προλάμπειν ηλίου, την δ’ εσπέρας κάλλει δε κάλλος αντανίσχειν συζύγως. Τούτων δε πίστις, η μεν ην εκ πλείονος, και νυν έτ’ έστιν εύδρομος, την εσπέραν πάσαν δέουσα τω σωτηρίω λόγω, καθώς δίκαιον την πρόεδρον τών όλων όλην σέβουσαν την Θεού συμφωνίαν». Αλλού αναφέρεται στην σύγκληση τής Β΄ Οικουμενικής Συνόδου στην νέα Ρώμη με πρόεδρο τον Μελέτιο Αντιοχείας: «Όσον γαρ ην εώον, Αιγύπτου δίχα, λαών πρόεδρον, άχρι Ρώμης δευτέρας, γης και θαλάττης εκ μυχών εσωτάτων, κινηθέν, ουκ’ οιδ’ οις τίσι Θεού λόγοις, συνέρχεσθ’, ως πήξοντες ευσεβή λόγον». Σε άλλο μέρος αποκαλεί την νέα Ρώμη ευδαίμονα πόλη, τής οποίας οι πρώτοι κάτοικοί της την γνώριζαν και την υπολόγιζαν, όταν κλήθηκε για να τους διδάξη την ορθόδοξη πίστη. «Ρώμης τόδ’ οίδεν άστυ τής ευδαίμονος, και τής μάλιστά φημι το πρώτον γένος, οίμ’ ηξίωσαν και λόγου τυχόν τινος, παρ’ οις πλέον, και μικρόν ευκλείας έχειν, ή πρώτ’ εν άλλοις τιμίου παντός φέρειν». Οι σταυροφόροι με την Δ΄ Σταυροφορία κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη το 1204 και σύλησαν όλους τους θησαυρούς της με αποτέλεσμα να γεμίσουν οι δυτικές πόλεις, κυρίως η Βενετία, από τους συληθέντες θησαυρούς. Πρόκειται για την πρώτη αποικιοκρατική εκστρατεία τού εκκοσμικευμένου Χριστιανισμού εναντίον τής Ανατολής και είναι έκφραση τού μίσους τών δυτικών Χριστιανών για την νέα Ρώμη-Κωνσταντινούπολη, που αποτέλεσε το κέντρο τής χριστιανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Steven Runciman στον Γʹ τόμο τού βιβλίου Η ιστορία τών Σταυροφοριών, στην ενότητα με τίτλο «Παραστρατημένες σταυροφορίες» και ειδικά στο κεφάλαιο με τίτλο «Η σταυροφορία εναντίον τών χριστιανών», αναφέρεται στην Δ΄ Σταυροφορία και στο τι καταστροφές προξένησαν οι Σταυροφόροι. Θα παραθέσω ολόκληρο αυτό το κείμενο, γιατί είναι σημαντικό και δείχνει την μεγάλη καταστροφή τής Πόλεως από τους δυτικούς σταυροφόρους Χριστιανούς. «Η λεηλασία τής Κωνσταντινούπολης δεν έχει αντίστοιχό της στην ιστορία. Επί εννέα αιώνες, η μεγάλη πόλη υπήρξε η πρωτεύουσα τού χριστιανικού πολιτισμού. Ήταν γεμάτη με έργα τέχνης που είχαν επιζήσει από την αρχαία Ελλάδα και με τα αριστουργήματα τών δικών της έξοχων καλλιτεχνών. Οι Ενετοί ήξεραν την αξία αυτών τών πραγμάτων. Όπου μπόρεσαν, άρπαξαν θησαυρούς και τους μετέφεραν για να στολίσουν τις πλατείες, τους ναούς και τα παλάτια τής πόλης τους. Αλλά οι Γάλλοι και οι Φλαμανδοί είχαν κυριευθεί από μανία καταστροφής. Ξεχύθηκαν, ένας εξαγριωμένος όχλος, στους δρόμους και στα σπίτια αρπάζοντας ό,τι γυάλιζε και καταστρέφοντας ό,τι δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν, σταματώντας μόνο για να σκοτώσουν, να βιάσουν ή να ανοίξουν τα κελάρια για να πιούν. Δεν γλύτωσαν ούτε τα μοναστήρια ούτε οι Εκκλησίες ούτε οι βιβλιοθήκες. Στην ίδια την Αγία Σοφία έβλεπε κανείς μεθυσμένους στρατιώτες να σχίζουν τις μεταξωτές κουρτίνες και να γκρεμίζουν και να κομματιάζουν το μεγάλο ασημένιο εικονοστάσιο, ενώ ποδοπατούσαν ασεβέστατα άγιες εικόνες και ιερά βιβλία. Ενώ έπιναν από τα ιερά σκεύη τού θυσιαστηρίου, μια πόρνη κάθισε στον πατριαρχικό θρόνο και άρχισε να τραγουδά ένα άσεμνο γαλλικό τραγούδι. Καλόγριες βιάσθηκαν μέσα στα μοναστήρια τους. Χωρίς καμιά διάκριση, παλάτια και καλύβες παραβιάσθηκαν και καταστράφηκαν. Πληγωμένα γυναικόπαιδα κείτονταν ετοιμοθάνατα στους δρόμους. Επί τρεις ημέρες εξακολουθούσαν οι φρικιαστικές σκηνές τής λεηλασίας και τής αιματοχυσίας, ώσπου η τεράστια ωραία πόλη έγινε ένα ερείπιο. Ακόμα και οι Σαρακηνοί θα είχαν δείξει περισσότερο οίκτο, αναφωνεί ο ιστορικός Νικήτας, και λέει την αλήθεια. Επιτέλους, οι Λατίνοι αρχηγοί κατάλαβαν ότι τόσο μεγάλη καταστροφή δεν ήταν προς όφελος κανενός. Όταν οι στρατιώτες εξαντλήθηκαν από την ασυδοσία τους αποκαταστάθηκε η τάξη. Όποιος είχε κλέψει πολύτιμα αντικείμενα υποχρεώθηκε να τα παραδώσει στους Φράγκους ευγενείς. Δυστυχισμένοι πολίτες βασανίσθηκαν για να αποκαλύψουν πού βρίσκονταν τα αγαθά που είχαν κατορθώσει να κρύψουν. Ακόμα και μετά από τέτοια αλόγιστη καταστροφή ο όγκος τής λείας ήταν εκπληκτικός. Κανένας, έγραφε ο Βιλλαρδουίνος δεν μπόρεσε να μετρήσει το χρυσάφι και το ασήμι, τα πολύτιμα σκεύη και τα κοσμήματα, τα χρυσοκέντητα και μεταξωτά φορέματα, τις γούνες από γκρίζες αλεπούδες και ερμίνες. Και, όπως πρόσθετε με το κύρος που διέθετε, από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος ποτέ κανείς δεν είχε πάρει τόσα πολλά από μια πόλη. Όλα μοιράσθηκαν σύμφωνα με τη συνθήκη: τρία όγδοα πήγαν στους σταυροφόρους, τρία όγδοα στους Ενετούς και ένα τέταρτο κρατήθηκε για το μέλλοντα αυτοκράτορα». Μετά την επανάκτησή της, το 1261 μ. Χ., η Κωνσταντινούπολη ήταν πλέον η σκιά τής δόξας τού παλαιού εαυτού της, όμως δεν έπαυε να θυμίζη την παλαιά της αίγλη και δόξα. Ο Ιωσήφ ο Βρυέννιος που έζησε τον 14ο–15ο αιώνα εξυμνεί την Κωνσταντινούπολη. Γι’ αυτόν τον μεγάλο διδάσκαλο η Κωνσταντινούπολη είναι «η μεγαλόπολις αύτη, και Πόλις πασών υπό τον ήλιον πόλεων, και πολυώνυμός εστι Πόλις, και μεγαλώνυμος». Είναι πόλη τού Μεγάλου Βασιλέως Χριστού, βασίλισσα που είναι αφιερωμένη από την καταβολή της στην Βασίλισσα, την Θεοτόκο, την Δέσποινα τού κόσμου. Είναι «επτάλοφος Πόλις, και βυζαντίς, και Κωνσταντινούπολις, και πολυκρατίστη τού κραταιού και αγίου ημών αυτοκράτορος». Η Κωνσταντινούπολη είναι «πόλις τής οικουμένης το άγαλμα, τής καλλονής η εστία, το πρόσκαιρον τής τρυφής χωρίον, η ξένη θέα πασών χαρίτων, τού ημετέρου γένους το έδαφος, το τών αγαθών πρυτανείον, ομόροις το θέλγητρον, και αλλογενέσιν ηδύτατον λάλημα· Πόλις αγία και μητρόπολις πιστή, νέα τε ώμη και νέα Ιερουσαλήμ η αυτή· γη αγαθή, και καλή γη ρέουσα μέλι και γάλα, και πηγή παντοδαπών αγαθών· όρος τετυρωμένον και πίον, όρος δασύ και κατάσκιον, όρος άγιον, εν ω ο τών όλων Θεός κατοικείν ηρετίσατο· κοινή πατρίς και μήτηρ και τροφός τών ορθοδόξων χριστιανών». Η Κωνσταντινούπολη είναι κατά τον Ιωσήφ Βρυέννιο ό,τι ο ουρανός στον κόσμο, ο ήλιος στον ουρανό, ο παράδεισος στην γη, το κοινό εμπόριο στα κλίματα τής γης, η μητρόπολη στην επαρχία, η ακρόπολη στην πόλη, ο λιμένας στο πέλαγος, το πανδοχείο στους τετραόδους, το ταμείο στην οικία, το διδασκαλείο στην πολιτεία, το θέατρο στις πανηγύρεις, η αρμονία στα μέλη, ο οφθαλμός στο πρόσωπο και η κεφαλή στο σώμα. Στην συνέχεια λέγει ότι η Κωνσταντινούπολη- Νέα Ρώμη είναι το κέντρο τής εκκλησιαστικής και τής πολιτικής ζωής, το κέντρο τής επιστήμης και το σταυροδρόμι όλου τού κόσμου. Η Κωνσταντινούπολη είναι το κοιμητήριο τών θεραπευτών τού Θεού, το τέμενος τής Θεοτόκου, αφού σε αυτήν υπάρχει η εσθήτα και η ζώνη Της, αλλά και ο τόπος τού Χριστού, αφού εκεί παραμένουν πολλά αντικείμενα τού Πάθους Του, όπως ο χιτών, τα ιμάτια, το αίμα που έρρευσε από την πλευρά Του, ο σταυρός, η λόγχη, οι ήλοι, ο σπόγγος, ο κάλαμος. Στην Πόλη αυτή υπάρχουν τα εχέγγυα τής σωτηρίας, τα ιερά λείψανα τών αγίων που τελειώθηκαν σε όλη την γη. Ακόμη, η Κωνσταντινούπολη είναι η βάση και η ακρώρεια τής θεολογίας, η κορυφή τών δογμάτων. Στην Πόλη αυτή μπορεί ο φιλοθεάμων και ωτακουστής να δη τα κάλλη της που έχουν σχέση με την θέση, την χρήση, την τέρψη, το μέγεθος, την ποικιλία, την ευκρασία σε όλες τις εποχές, την καλλονή, την φαιδρότητα. Μπορεί κανείς να δη τους ξενώνες, τους παρθενώνες, τα φροντιστήρια, τις άγιες Μονές, το πλήθος τών Εκκλησιών, τα ανάκτορα, τους πύργους, τα υψηλά σπίτια, τους κήπους, τους παραδείσους, τας κυπαρίσσους, τα άλση. Σε αυτήν την Πόλη μπορεί να θαυμάση κανείς την σωφροσύνη τών ευγενίδων, την φυλακή τών θαλαμευομένων, την ευλάβεια τών μοναστριών, τους ολονυκτίους ήχους τών μοναχών, την ευταξία τού Κλήρου, την σεμνότητα τών Αρχιερέων, τους χορούς τών ιερέων, και την κεκρυμμένη ζωή αυτών που ζουν εν Χριστώ. Μπορεί να μάθη το πειθήνιο τού λαού, το φιλόστοργο τών πολιτών σε όλους, το προσηνές, το φιλάληθες και καλοθελές, την παίδευση τής πολιτείας, την κατάσταση τών αρχόντων, την γαληνότητα τών Βασιλέων. Και με όλα αυτά μπορεί κανείς να θαυμάση τις συνεχείς εορτές, τα θαύματα τών αγίων, το πολυτελές τών ιερών σκευών, το σεβάσμιο τών θείων εικόνων και την υπεροχή τών αγίων παθών. Ακολούθως, επαινεί τους δύο μεγάλους φωστήρες τής Πόλεως που είναι ο οικουμενικός εκκλησιαστικός θρόνος, που καταφωτίζει τις ψυχές, και ο κραταιός Αυτοκράτωρ που καταφωτίζει τα σώματα, αφού και οι δύο αυτοί περιθάλπουν και ζωογονούν κάθε πιστό. Και γύρω από αυτούς τους δύο φωστήρες κινούνται οι χοροί τών αστέρων, στον μεν αυτοκράτορα ο κύκλος τών συγκλητικών και τών στρατιωτικών, στον δε Πατριάρχη ο κατάλογος τού Κλήρου και όλος ο λαός. Και στο στερέωμα αυτό έχουν στερεωθή άδυτα άστρα που υπερλάμπουν το καλό, και αυτά είναι οι σεβάσμιες Μονές και το πλήθος τών Ναών. Και περιγράφοντας όλην αυτήν την ομορφιά τής Πόλεως καταλήγει: «Τοιαύτη ημίν η Πόλις, ως εν συνόψει ειπείν, και τα τοιαύτα εν ταύτη καλά περιέχεται». Μετά την περιγραφή αυτή τής Πόλεως προτρέπει τους άρχοντες και τον λαό να ενδιαφερθούν για την οχύρωσή της, για την κατασκευή τών τειχών της, που έχουν καταρρεύσει από τον χρόνο και ομοιάζει ωσάν μία γηρανθείσα και συγκύπτουσα μητέρα, και να τής δώσουν χέρι βοηθείας έτσι ώστε να αποδώσουν «τα θρεπτήρια εν τω γήρα» αυτής. Με την πτώση τής Κωνσταντινουπόλεως στους Οθωμανούς το 1453 μ.Χ. ολοκληρώθηκε η καταστροφή της. Ο Ράνσιμαν στο βιβλίο του Η άλωση τής Κωνσταντινουπόλεως γράφει: «Τα ιδιωτικά σπίτια λεηλατήθηκαν συστηματικά· κάθε τμήμα λαφυραγωγών άφηνε μια μικρή σημαία στην είσοδο για να δείξει ότι το σπίτι είχε λεηλατηθή ολοσχερώς. Μαζί με τα υπάρχοντά τους έπαιρναν και τους ενοίκους. Όποιος λιποθυμούσε ή έπεφτε από αδυναμία, σφαζόταν μαζί με μερικά μικρά παιδιά πού θεωρήθηκαν ότι δεν είχαν αξία· αλλά κατά κανόνα τώρα πια δε θυσίαζαν τη ζωή τών αιχμαλώτων. Υπήρχαν ακόμα μεγάλες βιβλιοθήκες στην Πόλη, μερικές κοσμικές και οι περισσότερες τών μοναστηριών. Τα περισσότερα βιβλία κάηκαν· αλλά υπήρξαν μερικοί τούρκοι αρκετά έξυπνοι για να καταλάβουν ότι ήταν εμπορεύσιμα αντικείμενα και διέσωσαν μερικά πού αργότερα πουλήθηκαν για ευτελή ποσά σε όποιον ενδιαφερόταν. Μέσα στις εκκλησίες έγιναν σκηνές ακολασίας. Πολλοί εσταυρωμένοι με πολύτιμες πέτρες κουβαλήθηκαν με τούρκικα τουρμπάνια τυλιγμένα γύρω από τα κεφάλια τους. Πολλά κτίρια έπαθαν ανεπανόρθωτες ζημίες. Το βράδυ δεν υπήρχαν πολλά για να λαφυραγωγηθούν· και κανένας δε διαμαρτυρήθηκε, όταν ο σουλτάνος προκήρυξε ότι η λαφυραγωγία έπρεπε να σταματήσει. Οι στρατιώτες είχαν αρκετή ασχολία για τις υπόλοιπες δύο μέρες να μοιράσουν τα λάφυρα και να μετρήσουν τους αιχμαλώτους. Διαδόθηκε ότι αυτοί ήταν πενήντα χιλιάδες, από τους οποίους μόνο πεντακόσιοι ήταν στρατιώτες. Οι υπόλοιποι από τους χριστιανούς στρατιώτες σκοτώθηκαν, εκτός από τους λίγους άνδρες πού διέφυγαν με τα πλοία. Οι νεκροί, μαζί με τους αμάχους πού υπήρξαν θύματα τής σφαγής, λέγεται ότι ήταν τέσσερις χιλιάδες». Ο Μιχαήλ Δούκας θρήνησε για την άλωση τής Πόλης με τα εξής λόγια: «Ω πόλις, πόλις, πόλεων πασών κεφαλή! ω πόλις, πόλις κέντρον τών τεσσάρων τού κόσμου μερών! ω πόλις, πόλις, Χριστιανών καύχημα και βαρβάρων αφανισμός! ω πόλις, πόλις, άλλη παράδεισος φυτευθείσα προς δυσμάς, έχουσα ένδον φυτά παντοία βρίθοντα καρπούς πνευματικούς! πού σου το κάλλος, παράδεισε; πού σου η τών χαρίτων τού πνεύματος ευεργετική ρώσις ψυχής τε και σώματος; πού τα τών αποστόλων τού κυρίου μου σώματα, τα προ πολλού φυτευθέντα εν τω αειθαλεί παραδείσω, έχοντα εν μέσω τούτων το πορφυρούν ιμάτιον, την λόγχην, τον σπόγγον, τον κάλαμον, άτινα ασπάζοντες εφανταζόμεθα τον εν σταυρώ υψωθέντα οράν, πού τα τών οστών λείψανα, πού τα τών μαρτύρων; πού τα τού μεγάλου Κωνσταντίνου και τών λοιπών βασιλέων πτώματα;...». Όμως και κατά την διάρκεια τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η Κωνσταντινούπολη ήταν το κέντρο όλων τών Ρωμηών, αφού ο Οικουμενικός Πατριάρχης αναγνωρίσθηκε όχι μόνον ως θρησκευτικός αρχηγός, αλλά, και κατά κάποιον τρόπο, και πολιτικός αρχηγός, ως εθνάρχης (Millet Basi) τού ρωμαίϊκου έθνους. Ιδίως, όταν κατά το 1517 η Αίγυπτος, η Συρία και η Παλαιστίνη καταλήφθηκαν από τους Οθωμανούς και τα τρία Πατριαρχεία ενώθηκαν στο ένα Οθωμανικό Κράτος, ως τμήματα τού ενός Rum Mileti, τού ενός χριστιανικού έθνους, «ο Οικουμενικός Πατριάρχης έλαβε παρά τής Υψηλής Πύλης σαφείς πληρεξουσιότητας, εν τη ιδιότητι αυτού ως Εθνάρχου (Millet Basi) να είναι εθνικός αρχηγός και επί τών λοιπών Πατριαρχείων και μεσίτης μεταξύ τών πατριαρχών τούτων και τής κυβερνήσεως εν τη εκλογή τών πατριαρχών, τη επικυρώσει τών βερατίων αυτών, και επί πάντων τών έργων, εφ’ ων ήσαν απαραίτητοι αι αποφάσεις και εντολαί τής εξουσίας, μέχρι και τής παροχής αδείας ελεύσεως εις Κωνσταντινούπολιν πατριάρχου τινός». Οι Σουλτάνοι στα βεράτια τής εκλογής τών Οικουμενικών Πατριαρχών, όπως έγινε στην εκλογή τού Διονυσίου Δ΄, σημείωναν: «Οι πατριάρχαι τών άλλων χωρών διενεργήτωσαν τας υποθέσεις αυτών δια τού πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως» (Μητροπολιτης Σάρδεων Μάξιμος). Μέχρι σήμερα ο Οικουμενικός Πατριάρχης καλείται «Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης» και η έδρα τού Οικουμενικού Πατριαρχείου καλείται «Βασιλεύουσα Πόλη». Το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι το συντονιστικό όργανο όλων τών Ορθοδόξων Εκκλησιών και διακονεί θυσιαστικώς όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, ενδιαφέρεται για την ενότητα τών Εκκλησιών μέσα στο πλαίσιο τού συνοδικού και ιεραρχικού θεσμού τής Ορθοδόξου Εκκλησίας και ο Οικουμενικός Πατριάρχης προεδρεύει στις Συνόδους και συντονίζει όλο το διορθόδοξο εκκλησιαστικό έργο, γι’ αυτό και τού απονέμεται ο δίκαιος σεβασμός και η πρέπουσα τιμή. Είναι ο Πρώτος τών άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Στα ανωτέρω παρουσιάσθηκε μια σύντομη στην ιστορία διαδρομή τής ένδοξης και τιμημένης νέας Ρώμης. (Aπό το βιβλίο Παλαιά και Νέα Ρώμη, έκδοση 2009). |
Δημιουργία αρχείου: 29-6-2019.
Τελευταία μορφοποίηση: 29-6-2019.