Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Ορθοδοξία

Η τιμή προς την Παναγία * Η συμμετοχή της Παναγίας στη σωτηρία του ανθρώπου * Θεοτόκος η μητέρα του Φωτός * Η Μαρία, Θεοτόκος και Παναγία: Δύο χαρακτηριστικά που "σκανδαλίζουν" τους Προτεστάντες * Το αειπάρθενον της Θεοτόκου * Άγιος εξ όρους κατασκίου δασέος

Η δόξα τής Υπεραγίας Θεοτόκου

Θεολογούσα τιμή προς τη Θεοτόκο

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

 

Πηγή: Απομαγνητοφωνημένη Ομιλία στο Συνοδικό τής Ιεράς Μονής Βατοπεδίου στην ιερά αγρυπνία για την Κατάθεση τής Τιμίας Ζώνης (14-9-2024). Περιοδικό: "Εκκλησιαστική Παρέμβαση" Τεύχος 339 - Οκτώβριος 2024.

Αναδημοσίευση από: https://www.parembasis.gr

Πανοσιολογιώτατε άγιε Καθηγούμενε τής Ιεράς αυτής Μονής, τής Μεγίστης Λαύρας, τού Βατοπεδίου, αγαπητοί πατέρες και αγαπητοί αδελφοί,

Θέλω να σάς ευχαριστήσω, άγιε Καθηγούμενε, διότι με προσκαλέσατε να έρθω εδώ στην πανήγυρη τής Ιεράς Μονής, και μάλιστα, όπως μού είπατε, είναι η μεγαλύτερη πανήγυρη τής Ιεράς Μονής, όταν εορτάζουμε την Ζώνη τής Υπεραγίας Θεοτόκου.

 

1. Χριστολογία και Θεοτοκολογία

Όλος ο Αύγουστος είναι αφιερωμένος στην Παναγία μας, από την 1η Αυγούστου μέχρι την 31η Αυγούστου. Εορτάζουμε το γεγονός τής Κοιμήσεως τής Υπεραγίας Θεοτόκου, αλλά συγχρόνως τον μήνα αυτόν εορτάζουμε και το γεγονός τής Μεταμορφώσεως τού Χριστού και συνδέονται πάρα πολύ στενά τα δύο αυτά γεγονότα. Γιατί δεν μπορεί να υπάρξη Χριστολογία χωρίς την Θεοτοκολογία· συνδέεται άρρηκτα η διδασκαλία περί τού Χριστού με την διδασκαλία περί τής Υπεραγίας Θεοτόκου.

Θέλω να πω ότι υπάρχει ένας βασικός κανόνας στην Ορθόδοξη Εκκλησία που λέει ότι υπάρχει μεγάλη σχέση μεταξύ τού κανόνος τής πίστεως, τού κανόνος τής προσευχής και τού κανόνος τής ζωής. Δηλαδή, είναι αυτό που λέμε lex credendi, lex orandi και lex vivendi. Συνδέεται πάρα πολύ στενά η θεολογία τών Οικουμενικών Συνόδων με την προσευχή, διότι βλέπουμε ότι όλους τους όρους και την θεολογία τών Οικουμενικών Συνόδων τους έβαλαν οι άγιοι Πατέρες μέσα στα τροπάρια τής Εκκλησίας, τα οποία ψάλλαμε σήμερα και κάθε φορά που πανηγυρίζουμε την Υπεραγία Θεοτόκο. Είναι όλα θεολογία. Και μάλιστα, κάθε Σάββατο το απόγευμα, που ψάλλουμε το «Θεοτοκίο» τού ήχου, εκεί βλέπουμε ότι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός έβαλε όλη την θεολογία περί τού Χριστού συνδεδεμένη με την θεολογία περί τής Υπεραγίας Θεοτόκου. Και λέμε ότι δεν μπορεί κανείς να είναι Ορθόδοξος και να ακολουθή τα δόγματα τών Οικουμενικών Συνόδων, εάν δεν είναι ταυτόχρονα και προσευχόμενος με τα τροπάρια τής Εκκλησίας μας και, βέβαια, αν και η ζωή του δεν ανταποκρίνεται σε αυτά τα οποία ψάλλει και σε αυτά τα οποία πιστεύει.

Έτσι, σε όλες αυτές τις ιερές ακολουθίες, και απόψε, θαυμάσαμε και την ποίηση, η οποία έχει μέσα της όλο το δόγμα περί Χριστού και περί τής Υπεραγίας Θεοτόκου, αλλά ακούσαμε και την μουσική και τις ωραίες φωνές τών μοναχών που απέδωσαν αυτά τα τροπάρια και, πράγματι, όλα αυτά αναφέρονται προς την Παναγία μας.

Είναι γεγονός -και το ξέρουμε όλοι όσοι σπουδάσαμε την ορθόδοξη θεολογία- ότι όλη η θεολογία περί τής Υπεραγίας Θεοτόκου είναι καταγεγραμμένη στα Πρακτικά τής Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος απεφάνθη ότι «ει τις ουχ ομολογεί Θεόν είναι τον Εμμανουήλ και δια τούτο Θεοτόκον την αγίαν Παρθένον, ανάθεμα έστω», εκείνος ο οποίος δεν ομολογεί ότι ο Χριστός είναι αληθινός Θεός, ότι ο Εμμανουήλ είναι Θεός, και λέει ότι είναι άνθρωπος και δεν ομολογεί ότι η Υπεραγία Θεοτόκος είναι η Μητέρα τού Χριστού, άρα γέννησε Θεό και όχι απλώς άνθρωπο, όπως έλεγε ο Νεστόριος, τότε αυτός είναι ανάθεμα.

Κοιτάξτε, συνδέεται πάρα πολύ στενά η Χριστολογία με την Θεοτοκολογία. Όταν διαβάζη κανείς τα Πρακτικά τών Οικουμενικών Συνόδων, βλέπει ότι στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο ασχολήθηκαν οι άγιοι Πατέρες με την θεότητα τού Χριστού· ότι δεν ήταν απλώς ένας άνθρωπος, δεν ήταν κτίσμα, όπως έλεγε ο Άρειος. Ο Άρειος, εκτός τών άλλων, είχε την άποψη ότι «παν εκ τής ουσίας» -αυτό που έλεγε ο Αριστοτέλης- «πάντως και ηναγκασμένον», δηλαδή ό,τι προέρχεται από την ουσία είναι αναγκαστικό και εφ’ όσον ο Πατήρ εγέννησε τον Υιό από την ουσία, άρα θα ήταν αναγκαστικό. Και επειδή δεν γεννήθηκε από την ουσία τού Πατρός, αλλά εκ τής βουλήσεως τού Πατρός, δηλαδή εβουλήθη ο Πατήρ και εγέννησε τον Υιόν, άρα είναι κτίσμα, δεν είναι αληθινός Θεός. Και, βέβαια, ξέρουμε ότι η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος απεφάνθη ότι ο Υιος είναι ομοούσιος με τον Πατέρα και εγεννήθη προ πάντων τών αιώνων.

Αμέσως μετά ανεφύησαν άλλες αιρέσεις, για παράδειγμα ο Μακεδόνιος, ο οποίος έλεγε ότι και το Άγιο Πνεύμα δεν είναι Θεός. Και απεφάνθη η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος ότι το Άγιον Πνεύμα είναι Θεός. Και εμφανίζεται μετά ο Νεστόριος, πάλι μιλώντας μέσα από την αριστοτελική φιλοσοφία, για να πη ότι δεν μπορεί να υπάρχει φύση χωρίς την υπόσταση, η φύση δεν είναι ανυπόστατη, επομένως ταύτιζε την φύση με την υπόσταση· και με αυτήν την έννοια έλεγε ότι στον Χριστό δεν έχουμε αληθινή ένωση θείας και ανθρωπίνης φύσεως, άρα είναι δύο υποστάσεις που έχουν μια εξωτερική συνάφεια, σαν να πούμε ότι έχουμε δύο ξύλα τα οποία ενώνουμε μεταξύ τους και μετά θα γίνη ο χωρισμός. Και ο Νεστόριος, επειδή ξεκινούσε από αυτήν την άποψη, έλεγε ότι η Μητέρα τού Χριστού δεν είναι Θεοτόκος, αλλά είναι Χριστοτόκος, δεν γέννησε Θεό, γιατί δεν ήταν αληθινός Θεός, αλλά ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος δέχτηκε την Χάρη τού Θεού. Και γι’ αυτό, βέβαια, συνήλθε η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος και απεφάνθη ορθόδοξα.

Και πρέπει να πω -και το ξέρετε όλοι σας όσοι ασχοληθήκατε με την ορθόδοξη θεολογία- ότι υπέρμαχος στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο ήταν ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, ο οποίος έγραψε υπέροχα κείμενα, για να παρουσιάση την θεότητα τού Χριστού φυσικά, και στην συνέχεια ότι η Παναγία γέννησε Θεό, γι’ αυτό και λέγεται Υπεραγία Θεοτόκος. Για να πη αργότερα ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ότι ο όρος Θεοτόκος «άπαν το μυστήριον τής θείας οικονομίας συνίστησιν», δηλαδή ο όρος Θεοτόκος συνιστά ολόκληρο το μυστήριο τής θείας οικονομίας· και εκείνος ο οποίος δεν πιστεύει ότι η Παναγία είναι Θεοτόκος, αλλά θεωρεί ότι γέννησε έναν άνθρωπο που έλαβε την Χάρη τού Θεού, δεν πιστεύει στο μυστήριο τής ενανθρωπήσεως τού Υιού και Λόγου τού Θεού.

Γι’ αυτό και είπα ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό το γεγονός που εορτάζουμε και ομιλούμε για την Κυρία Θεοτόκο, αυτό που λένε εδώ στο Άγιον Όρος, «η Υπεραγία Θεοτόκος, η Κυρία Θεοτόκος». Κύριος τού ουρανού και τής γης είναι ο Χριστός, ως Θεός, και η Μητέρα Του, η οποία τον γέννησε, τού έδωσε την ανθρώπινη φύση, δηλαδή ο Χριστός, ο Υιος και Λόγος τού Θεού προσέλαβε την ανθρώπινη φύση από την Υπεραγία Θεοτόκο και ενώθηκαν οι δύο φύσεις στην υπόσταση τού Λόγου «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως και αχωρίστως», όπως ομολόγησε η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος.

Και ξέρουμε ότι ο άγιος Κύριλλος υποστήριζε στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο, στην Έφεσο, το 431 μ.Χ, ότι η Μαρία είναι Θεοτόκος και όχι Χριστοτόκος. Όμως, άργησε να έρθη στην Σύνοδο ο Πατριάρχης Αντιοχείας Ιωάννης, οπότε τελείωσε η Σύνοδος και, όταν ήρθε μετά από λίγες ημέρες, αρνήθηκε την απόφαση τής Συνόδου και έκανε αντισύνοδο, γιατί και εκείνος ομολογούσε, όπως ο Νεστόριος, ότι είναι Χριστοτόκος. Και τότε άρχισε ένας διάλογος μεταξύ τού Πατριάρχου Αντιοχείας Ιωάννου και τού αγίου Κυρίλλου, Πατριάρχου Αλεξανδρείας. Και βλέπει κανείς στον διάλογο αυτόν που έγινε και αυτό οριστικοποιήθηκε το 433 μ.Χ, δηλαδή δύο χρόνια μετά την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο, ότι ο άγιος Κύριλλος έκανε μερικές φραστικές αλλαγές, αλλά δεν ήθελε καμμία αλλαγή πάνω στον όρο Θεοτόκος· το θεώρησε τόσο πολύ σημαντικό. Έκανε κάποιες διαμορφώσεις και απεφάνθη ότι «εις δε εξ αμφοίν Χριστός και Υιος», ένας είναι ο Θεός, ο Θεάνθρωπος, από δύο φύσεις. Αυτό το τήρησε απαρέγκλιτα και εκείνο το οποίο ετήρησε απαρέγκλιτα ως απαραίτητο όρο είναι ο όρος Θεοτόκος. Το αποδέχθηκε αυτό ο Πατριάρχης Αντιοχείας Ιωάννης και έτσι αυτό ετέθη μέσα στα Πρακτικά τής Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, που λέγεται «Έκθεσις τών Διαλλαγών».

Γιατί τα είπα αυτά; Είναι η ώρα λίγο προχωρημένη και δεν είναι για τέτοιες θεολογικές συζητήσεις, αλλά δεν μπορεί κανείς να μιλάη για την Υπεραγία Θεοτόκο, αν δεν θεολογή. Η Παναγία δεν είναι απλώς μια γυναίκα, δεν είναι απλώς ένας άνθρωπος, που έχει πολλά χαρίσματα και πολλά προσόντα και πολλές αρετές, αλλά τιμούμε την Υπεραγία Θεοτόκο, όχι απλώς για τις αρετές της, και είχε πάρα πολλές αρετές, αλλά την τιμούμε «δια τον καρπόν τής κοιλίας της», διότι έδωσε την σάρκα της στον Υιό και Λόγο τού Θεού.

Αυτά δεν είναι απλώς θεωρητικά και συζήτηση για έναν όρο. Όπως λέμε για τον Χριστό ότι είναι αληθινός Θεός και αληθινός άνθρωπος. Πώς το ξέρουμε αυτό; Το ξέρουμε από την εμπειρία. Όταν οι άγιοι Απόστολοι επάνω στο όρος Θαβώρ είδαν την δόξα τού Χριστού, «και έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος και τα ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως» (Ματθ. ιζ΄, 2), και αργότερα το είδαν και οι άγιοι Πατέρες, είδαν την δόξα τού Θεού, τότε ήξεραν ότι ο Χριστός έχει δύο φύσεις, την ανθρώπινη φύση και την θεία φύση. Το φως δεν είναι μια τρίτη κεκρυμμένη φύση μέσα στον Χριστό, αλλά είναι αυτή η δόξα τής Θεότητος που φάνηκε πάνω στο όρος Θαβώρ. Οπότε, έβλεπαν σώμα, έβλεπαν την κεφαλή, το πρόσωπο τού Χριστού, αλλά έβλεπαν και το φως το οποίο εκπορευόταν μέσα από το σώμα και έτσι ήξεραν ότι είναι δύο φύσεις στον Χριστό, θεία και ανθρωπίνη, άρα έχουμε έναν Θεάνθρωπο, μία υπόσταση. Αυτό είναι εμπειρία και αυτήν, βέβαια, την εμπειρία την εξέφρασαν οι Πατέρες στις Οικουμενικές Συνόδους μέσα από τους όρους και είπαν ότι είναι δύο φύσεις, ένα πρόσωπο, που ενώθηκαν «ασυγχύτως, ατρέπτως, αχωρίστως και αδιαιρέτως». Γιατί; Διότι το έβλεπαν μέσα στην εμπειρία τους, το έβλεπαν μέσα στην δόξα.

Γιατί, όταν κανείς έχη τις προϋποθέσεις και προχωρά από την κάθαρση στον φωτισμό και στην θέωση, όπως το βλέπουμε και στους αγίους τής Εκκλησίας μας, τότε αυτός βλέπει την δόξα τού Θεού στο πρόσωπο τού Χριστού.

Κατά ανάλογο τρόπο συμβαίνει και με την Υπεραγία Θεοτόκο, όπως είπε προηγουμένως ο άγιος Καθηγούμενος, ότι πολλοί βλέπουν την Υπεραγία Θεοτόκο μέσα στην δόξα. Και ο άγιος Κύριλλος και οι άλλοι Πατέρες, για παράδειγμα ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει ότι εκείνος ο οποίος «δεν ομολογεί την αγίαν Παρθένον ως Θεοτόκον εκτός εστιν τής θεότητος», δεν ομολογεί και την θεότητα τού Χριστού.

Οπότε, έχουμε πολλούς αγίους μέσα στην ζωή τής Εκκλησίας που βλέπουν τον Χριστό μέσα στην δόξα. Στην Παλαιά Διαθήκη ήταν ο Κύριος τής Δόξης, ο Γιαχβέ, στην Καινή Διαθήκη είναι ο Χριστός, ο οποίος Κύριος τής δόξης έγινε άνθρωπος και ενώθηκε η θεία με την ανθρώπινη φύση· κατά τον ίδιο τρόπο βλέπουν και την δόξα τής Παναγίας, που είναι η δόξα τού Θεού, δεν είναι απλώς δική της δόξα.

 

2. Δύο Θεοτοκόφιλοι αγιορείτες

Για τεκμηρίωση αυτού που έλεγα προηγουμένως, θα σάς αναφέρω δύο παραδείγματα αγιορειτών Πατέρων, που δείχνουν πραγματικά ότι η θεολογία μας είναι εμπειρική και η θεολογία περί τής Υπεραγίας Θεοτόκου είναι εμπειρική, δεν είναι απλώς στοχαστική.

Το πρώτο παράδειγμα είναι από τον άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη, ο οποίος, όπως ξέρετε, κοιμήθηκε το 1938 και κατετάγη στο Αγιολόγιο τής Εκκλησίας μας.

Ο άγιος Σιλουανός γράφει για την Υπεραγία Θεοτόκο, και τι λέει: «Τι ανταποδώσω εγώ στην Υπεραγία Θεοτόκο που δεν με περιφρόνησε, ενώ ήμουν βυθισμένος στην αμαρτία -εννοεί πριν γίνει μοναχός-, αλλά σπλαγχνικά με επισκέφθηκε και με συνέτισε». Κοιτάξτε λέξεις, «σπλαγχνικά με επισκέφθηκε και με συνέτισε. – είναι αυτό που είπε προηγουμένως ο άγιος Γέροντας-. Και γράφει με πάσαν ειλικρίνεια ο άγιος Σιλουανός: «Εγώ δεν την είδα, αλλά το Άγιο Πνεύμα μού έδωσε να την αναγνωρίσω από τα γεμάτα χάρη λόγια της και το πνεύμα μου χαίρεται και η αγάπη μου από την αγάπη ελκύεται τόσο προς αυτήν, ώστε και μόνη η επίκληση τού ονόματός της γλυκαίνει την καρδία μου».

Αν διαβάση κανείς λίγο προσεκτικά και θεολογικά αυτά τα λόγια, βλέπει την θεολογία τής Εκκλησίας. Γράφει ότι τον επισκέφθηκε η Υπεραγία Θεοτόκος, δεν την είδε, αλλά το Άγιο Πνεύμα τού έδωσε να την αναγνωρίση με τα λόγια. Γιατί, όταν διέπραξε κάποια αμαρτία πριν γίνει μοναχός, άκουσε την φωνή τής Παναγίας που τού είπε: «Δεν είναι αρεστά σε μένα τα έργα σου». Αυτό, λέει, το είπε τόσο γλυκά που γλύκανε την καρδιά του και στην συνέχεια μετά ελκύστηκε η αγάπη του προς την αγάπη αυτή.

Και προχωρεί, ότι ο ίδιος προσευχόταν, όταν ήρθε στο Άγιον Όρος και μάλιστα στην αρχή, στις τρεις πρώτες εβδομάδες «ως υποτακτικός στην εικόνα της και η προσευχή τού Ιησού εισήλθε στην καρδία μου και άρχισε από μόνη της να προφέρεται εκεί». Βλέπετε εδώ τον σύνδεσμο τού Χριστού με την Υπεραγία Θεοτόκο. Προσεύχεται μπροστά στην εικόνα τής Θεοτόκου και εισήλθε μέσα στην καρδιά του η προσευχή τού Ιησού και ενεργείτο εκεί. Γιατί; Διότι πραγματικά η Υπεραγία Θεοτόκος οδηγεί τον άνθρωπο στην αγάπη τού Υιού της, τού Χριστού, και ο Χριστός μετά ανοίγει στον άνθρωπο την καρδιά του για να γνωρίση το μέγεθος τής αγάπης και τής δόξας τής Παναγίας.

Και προχωρεί: «Η αγάπη της για τον Θεό ήταν ισχυρότερη και φλογερότερη από την αγάπη τών Χερουβείμ και τών Σεραφείμ», -το λέμε, «την τιμιωτέραν τών Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως τών Σεραφείμ»-, η αγάπη για τον Χριστό μέσα της ήταν φλογερότερη και ισχυρότερη από την αγάπη τών Χερουβείμ και τών Σεραφείμ, «και όλες οι δυνάμεις τών αγγέλων και τών αρχαγγέλων εκπλήσσονται με αυτήν».

Ο άγιος Σιλουανός δεν είχε σπουδάσει στην Θεολογική Σχολή, όπως σπουδάσαμε εμείς και διαβάσαμε τα Πρακτικά τών Οικουμενικών Συνόδων, αλλά όλα αυτά τα γράφει μέσα από την πείρα του. Κατάλαβε, όταν είδε την δόξα τής Θεοτόκου, και αισθάνθηκε και βίωσε και άκουσε· γιατί και η ακοή είναι θεωρία, κατά την διδασκαλία τών Πατέρων, και η όραση τού Θεού είναι ακοή και η ακοή είναι όραση και η γεύση είναι όραση και ακοή και κατά την διάρκεια τής εμπειρίας όλες οι αισθήσεις γίνονται μία αίσθηση. Λοιπόν, όταν άκουσε την γλυκειά φωνή τής Παναγίας, τότε είδε και την δόξα της.

Και προχωρεί: «Αξιοθαύμαστο και ακατανόητο πράγμα, (η Θεοτόκος) ζη στους ουρανούς και θεωρεί αδιαλείπτως την δόξα τού Θεού, αλλά δεν λησμονεί και εμάς τους φτωχούς και αγκαλιάζει με την ευσπλαγχνία της όλη την γη και όλους τους λαούς».

Είναι εκπληκτικό αυτό που γράφει ο άγιος Σιλουανός. Γιατί λέει σε ένα άλλο σημείο ότι, όταν φθάνη κανείς στην θεωρία και δη την δόξα τού Θεού, όπως ο ο ίδιος είδε εν Πνεύματι Αγίω τον Χριστό, τότε λησμονεί την γη. Μέσα σε αυτήν την εμπειρία και την θεωρία δεν μπορεί να έχη αίσθηση τών αισθητών πραγμάτων. Και όμως, λέει, αυτό είναι το παράδοξο με την Υπεραγία Θεοτόκο, ότι θεωρεί την δόξα τού Θεού, αλλά δεν λησμονεί και εμάς και προσεύχεται για όλον τον κόσμο.

Το δεύτερο παράδειγμα αγιορείτου μοναχού που αγαπά και αγαπούσε, όπως και κάθε αγιορείτης αγαπά την Υπεραγία Θεοτόκο, είναι τού αγίου Ιωσήφ τού Ησυχαστού.

Στο βιβλίο που εξέδωσε η Ιερά Μονή τού Βατοπαιδίου, στο οποίο υπάρχουν οι επιστολές και τα ποιήματα τού αγίου Ιωσήφ τού Ησυχαστού, δημοσιεύεται και ένα ποίημα, «Εις την Κυρίαν Θεοτόκον». Κοιτάξτε ορολογία· δεν λέει στην Παναγία γενικά και αφηρημένα, σε μια γυναίκα, αλλά στην Κυρίαν Θεοτόκον. Κύριος τού ουρανού και τής γης είναι ο Χριστός και εκείνη ως Μητέρα τού Χριστού, είναι η Κυρία Θεοτόκος, διότι έτεκεν Θεόν. Και όταν διαβάση κανείς το ποίημα αυτό, βλέπει αφ’ ενός μεν την θεολογία τής Εκκλησίας, και αφ’ ετέρου τον ποιητικό τρόπο με τον οποίο έγραφε. Είχε πολλά χαρίσματα και είχε σαφή θεολογική ορολογία.

Τι λέει εδώ; «Γλυκειά παρηγοριά μου, Θεοτόκε Μαρία». «Θεού μητέρα», «Μητρόθεε Μαρία», «Θεοτόκε Μαριάμ», «Δέσποινα Παναγία», «Παντάνασσα Μαρία».

Επίσης, εκτός από το ότι έχει σαφή ορολογία, έχει και σαφή θεολογία, Τριαδολογία. Όταν λέμε Τριαδολογία, εννοούμε θεολογία περί τού Τριαδικού Θεού, και Χριστολογία, εννοούμε θεολογία και λόγο περί τού Χριστού.

Τι γράφει;

«Η τον Θεόν κυήσασα Πατρός τού Προανάρχου

και φέρουσα δευτερεία Θεού τρισυποστάτου,

εσύ γαλακτοτρόφησας τον κτίστην τών απάντων

και παρρησίαν έλαβες ως υπέρ πάντα λόγον

να μεσιτεύης τους πιστούς ως μήτηρ ούσα όλων».

Εδώ, εάν αναλύση κανείς κάθε φράση, μιλάει για ότι εκύησε Υιόν τού Πατρός τού Προανάρχου, ο Χριστός είναι Υιος και Λόγος τού Θεού. Εδώ αναφέρεται σε ένα χωρίο που λέει ότι η Παναγία είναι η τα δευτερεία τής Τριάδος κατέχουσα, και γαλακτοτρόφησε τον κτίστη τών απάντων. Εδώ είναι το μέγα μυστήριο.

Το βλέπουμε σε κείμενα αγίων Πατέρων, στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, τον άγιο Γερμανό Κωνσταντινουπόλεως και άλλων Πατέρων που γράφουν ότι, όταν ο Υιος και Λόγος τού Θεού προσέλαβε την ανθρώπινη φύση μέσα από τα αγνά αίματα τής Υπεραγίας Θεοτόκου, συνελήφθη υπερφυσικώς εκ Πνεύματος Αγίου, αναπτύχθηκε κατά φυσικό τρόπο, εννέα μήνες η Θεοτόκος μέσα της είχε ολόκληρο τον Παράδεισο. Και αν σκεφθή κανείς ότι υπάρχει μια ενότητα μεταξύ τού εμβρύου και τής μητέρας και τρέφεται το έμβρυο από την μητέρα και προσφέρει στην μητέρα από αυτό που έχει, άρα όσο ο Χριστός ήταν μέσα στην κοιλία τής Υπεραγίας Θεοτόκου, είχε στενή ενότητα με την μητέρα Του. Οπότε, ήταν μια αδιάλειπτη και συνεχής θεία Λειτουργία, εννέα μήνες, και μια αδιάλειπτη και συνεχής θεία Κοινωνία, εννέα μήνες.

Μπορείτε να το σκεφθήτε αυτό; Εμείς θα καθίσουμε στην αγρυπνία 16-17 ώρες και θα κουραστούμε, κάνουμε μια ακολουθία, μια Λειτουργία 3,4,5 ώρες, πόσο μπορεί να κρατήση μια Λειτουργία. Φαντάζεστε μια λειτουργία εννέα μήνες; Φαντάζεστε μια θεία Κοινωνία εννέα μήνες; Πηγαίνουμε κοινωνούμε και παίρνουμε τον Χριστό μέσα μας. Μπορείτε να σκεφθήτε ότι κάποιος συνεχώς κοινωνεί εννέα μήνες; Τι δόξα είχε αυτή η αγία Μητέρα; Και στην συνέχεια μετά να δίνη το γάλα της στον Χριστό, αυτό που λέει γαλακτοτρόφησας. Και ο Βασίλειος Σελευκείας παρουσιάζει ένα ωραίο κείμενο που λέει ότι, όταν η Υπεραγία Θεοτόκος είχε στην αγκαλιά της τον Χριστό και τού έδινε γάλα, έλεγε: «Τι να κάνω, είμαι τώρα σε μεγάλη δυσκολία, γάλα να σού δώσω ή να σε θυμιατίσω ως Θεό; Να σού δώσω αυτό που έχω ή να ζητήσω να μού δώσης εσύ;». Φοβερό μυστήριο! Δεν μπορούμε να συλλάβουμε το μυστήριο τής Υπεραγίας Θεοτόκου.

Και συνεχίζει ο άγιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής -και, φυσικά, αυτήν την παράδοση την μετέδωσε και στους υποτακτικούς του- και τής προσφέρει λόγους θεολογικούς. Έχουμε, λοιπόν, ορολογία θεολογική, έχουμε μετά σαφή θεολογία, Τριαδολογία, Χριστολογία και Θεοτοκολογία και μετά τής προσφέρει και λόγους θεολογικούς. Τι λέει:

«Θεοτόκε Μαριάμ, ο πόθος τής ψυχής μου,

η μόνη μου παράκλησις, η καθαρά ελπίς μου».

Δεν ξεχωρίζει την Υπεραγία Θεοτόκο από τον Χριστό. Ξέρουμε, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος στην προς Τιμόθεο επιστολή του, «εις γαρ Θεός, εις και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Χριστός Ιησούς» (Α΄ Τιμ. ε΄, 2), γιατί αυτός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση. Η Υπεραγία Θεοτόκος είναι μεσίτρια μεταξύ ημών και τού Χριστού, είναι μεσίτρια προς τον Χριστό και ο Χριστός είναι ο πραγματικός μεσίτης με τον Θεό. Και, επιπλέον, με αυτήν την έννοια λέγει η μόνη μου παράκλησις, δεν την ξεχωρίζει από τον Χριστό, γιατί την αποκαλεί Κυρία Θεοτόκο, και η καθαρά ελπίς μου, λέει.

Και μετά έχει και σαφή σωτηριολογία. Είναι ένα μικρό ποίημα, αλλά αξίζει τον κόπο να το αναλύση κανείς πιο πολύ θεολογικά. Τι λέει:

«Επάκουσον την δέησιν, μητρόθεε Παναγία».

Βλέπετε εδώ ζητάει να υπακούση την δέηση η μητέρα τού Θεού, η Μητρόθεος Παναγία.

«Μη με αφήσης, Δέσποινα, στών παθών το σκοτάδι,

αλλ’ εσύ με καθάρισον, εσύ και φώτιζέ με»

«και από τους νοητούς εχθρούς εσύ απάλλαξέ με»

ως μεσίτρια προς τον Χριστό, με αυτήν την έννοια.

Την αγαπούσε πάρα πολύ την Παναγία, αγαπούσε τον Κύριο Ιησού Χριστό, την Υπεραγία Θεοτόκο. Αυτός που λέει την ευχή, «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», λέει και την ευχή, «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον με». Την αγαπούσε υπερβολικά. Γι’ αυτό και τον αξίωσε η Υπεραγία Θεοτόκος να κοιμηθή την ημέρα τής εορτής της, τής Κοιμήσεως τής Υπεραγίας Θεοτόκου. Ήταν μια εύνοια μεγάλη σε αυτόν τον μεγάλο αθλητή. Δεν μπορεί κανείς να καταλάβη λογικά τους άθλους τού αγίου Ιωσήφ τού Ησυχαστή, να παραμένη χρόνια ολόκληρα μέσα την έρημο και να προσεύχεται μέρα-νύχτα και να είναι ο νους του διαρκώς μέσα στην καρδιά.

 

3. Συμπέρασμα

Θέλω να καταλήξω και να πω ότι εορτάζουμε την Υπεραγία Θεοτόκο με θεολογία και θεολογούμε με εμπειρία. Αυτό είναι το βίωμα τής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Γι’ αυτό και λέμε με όλη μας την καρδιά: «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον με», με την έννοια όχι απλώς ότι πρεσβεύει, αλλά είναι κάτι παραπάνω από τους αγίους, με την έννοια τής σωτηρίας εν Χριστώ Ιησού, χωρίς να φθάνουμε, βέβαια, στις υπερβολές τών Ρωμαιοκαθολικών, τών Παπικών ότι η Θεοτόκος είναι «συλλυτρώτρια», αλλά μεσιτεύει στον Υιό και Λόγο τού Θεού για μάς, με την μεγάλη παρρησία που έχει στον Χριστό.

Επομένως, προσευχόμαστε με το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιε τού Θεού, ελέησόν με» και το «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον με». Ευχαριστώ για την προσοχή σας. Ζητώ συγνώμη γιατί είναι και η ώρα ακατάλληλη, αλλά προσπάθησα να πω μερικές θεολογικές θέσεις, διότι δεν μπορεί κανείς να μιλήση για την Υπεραγία Θεοτόκο, χωρίς να θεολογήση.

Γ. Εφραίμ: Πολύ καλά τα είπατε. Γι’ αυτό γιορτάζουμε την ημέρα αυτή με θεολογία. Αυτό που είπατε, με θεολογία.

Δημιουργία αρχείου: 25-11-2024.

Τελευταία μορφοποίηση: 25-11-2024.

ΕΠΑΝΩ