Καύση των νεκρών και Εκκλησία * Η τιμή τών αγίων λειψάνων * Η ανάσταση των νεκρών - Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων * Προσδοκώ Ανάστασιν Νεκρών * Η πραγματική οφειλόμενη συζήτηση για την καύση και την ταφή
Θεολογική προσέγγιση της καύσεως των νεκρών και οι εκκλησιολογικές επιπτώσεις Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου
Πηγή: Περιοδικό "Εκκλησιαστική Παρέμβαση" Τεύχος 38 Μάρτιος 1999. Αναδημοσίευση από: https://www.parembasis.gr |
Παραθέτουμε το κείμενο της εισηγήσεως του Σεβ. Μητροπολίτου κ. Ιεροθέου στην ημερίδα που διοργάνωσε η Ιερά Σύνοδος για την καύση των νεκρών.
Κατ’ αρχήν ευχαριστώ την Αγία και Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας για την ανάθεση σε μένα αυτού του κρισίμου θέματος που απασχολεί την ελληνική κοινωνία αυτόν τον καιρό. Δεν πρόκειται να εξαντλήσω το σοβαρό αυτό θέμα, αλλά θα υπογραμμίσω μερικές συνοπτικές απόψεις γύρω από την θεολογία και την εκκλησιολογία του ζητήματος, ενώ άλλοι εισηγητές θα το αντιμετωπίσουν από άλλες ενδιαφέρουσες πλευρές. Εισαγωγικά θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι σε ειδική μελέτη του κ. Γεωργίου Αντουράκη, σήμερα Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, και με τίτλο: “Ταφή, καύση και ανάσταση νεκρών, μηνύματα από την παράδοση και την τέχνη”, υπάρχει πλούσιο υλικό για το θέμα αυτό. Θα ήθελα εδώ να παρουσιάσω τρία ενδεικτικά σημεία. Πρώτον, ότι όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της αρχαιότητας φρόντιζαν για τους νεκρούς τους, περισσότερο από τους ζωντανούς1 και ακόμη στους περισσότερους λαούς υπήρχε η δυνατότητα επιλογής μεταξύ ταφής και καύσεως του σώματος2. Θεωρείται ότι η καύση προήλθε ή από φόβο στους νεκρούς ή για να εξαφανίσουν τα νεκρά πτώματα τα οποία θεωρούσαν πηγή μιάσματος3. Στην αρχαία Ελλάδα, κυρίως από τους κλασσικούς χρόνους μέχρι σήμερα, επικρατεί η παράδοση να θάπτουν τους νεκρούς τους4, διότι επίστευαν ότι η ψυχή του άταφου νεκρού δεν μπορεί να εισέλθη στα “Ηλύσια πεδία”, αλλά περιπλανάται, έως ότου ταφή5. Ωστόσο, στους ομηρικούς χρόνους παρατηρείται και το φαινόμενο της καύσης των νεκρών6. Τα τελευταία χρόνια εισήχθη η καύση των νεκρών στην Γαλλία, μετά την Επανάσταση, με διάταγμα τον Απρίλιο του 17897. Σήμερα σε ευρεία κλίμακα εφαρμόζεται η καύση των νεκρών σε διάφορες Προτεσταντικές Εκκλησίες, στους απίστους και τους Ελευθεροτέκτονες8. Δεύτερον. Όπου εφαρμοζόταν στην αρχαιότητα η καύση των νεκρών συνδεόταν πάντοτε με δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Το ένα ότι γινόταν με θρησκευτική ιεροτελεστία, και το άλλο ότι πουθενά δεν εφαρμοζόταν ως μέθοδος πλήρους αποτεφρώσεως, αλλά μετά την καύση των σωμάτων συνέλεγαν τα εναπομείναντα οστά, τα τοποθετούσαν σε πολυτελείς λάρνακες και τα έθαπταν σε ειδικούς τάφους9. Δηλαδή, γινόταν καύση και ταφή σωμάτων και όχι ολοκληρωτική και πλήρης αποτέφρωση. Η αποτέφρωση σε ειδικούς κλίβανους είναι νεώτερη συνήθεια, άγνωστη στους αρχαίους χρόνους. Αυτό πρέπει ιδιαιτέρως να υπογραμμισθή. Τρίτον. Δεν υπάρχει καμμία μαρτυρία οικειοθελούς καύσεως σωμάτων στην Χριστιανική περίοδο, αλλά πάντοτε ο Χριστιανισμός ήταν υπέρ της ολόσωμης ταφής των νεκρών10. Πρέπει να πω ότι δεν έχω εντοπίσει απόφαση Οικουμενικής και Τοπικής Συνόδου που να καταδικάζη σαφώς την καύση, ακριβώς γιατί δεν διανοήθηκε κανείς να θέση ζήτημα καύσεως των σωμάτων. Εμμέσως μπορεί κανείς να χρησιμοποιήση το Αποστολικό χωρίο: “εί τις τον ναόν του Θεού φθείρει, φθερεί τούτον ο Θεός” (Α', Κορ. γ', 17) που είναι εναντίον κάθε “κακοποίησης” του σώματος11. Ο Σπυρίδων Μακρής αναφέρει ότι μόνο στον Τερτυλλιανό συναντούμε σαφή θέση εναντίον της καύσεως των νεκρών12, αλλά δεν μπόρεσα να εντοπίσω το χωρίο αυτό. Υπάρχει ωστόσο μια απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος πάνω στο θέμα αυτό. “Όταν το 1960 (σύμφωνα με επιθυμία που εκφράστηκε στην διαθήκη του) το νεκρό σώμα του σπουδαίου καλλιτέχνη - αρχιμουσικού και επίτιμου ακαδημαϊκού Δημ. Μητρόπουλου αποτεφρώθηκε σε κλίβανο και η στάκτη του συγκεντρώθηκε σε μια πολύ απλή λήκυνθο, η Εκκλησία της Ελλάδος –παρά τις παρακλήσεις πολλών– αρνήθηκε κάθε επίσημη ή ανεπίσημη ταφή” έστω και μία ανεπίσημη δέηση13. Μετά τα διαφωτιστικά αυτά εισαγωγικά θα ήθελα να δούμε την θεολογία γύρω από την σχέση της ψυχής με το σώμα και μέσα από αυτήν θεολογία αυτή μπορούμε να καταλήξουμε στο ποιά είναι ή πρέπει να είναι η στάση της Εκκλησίας απέναντι στην αποτέφρωση των σωμάτων.
1. Η θεολογική προσέγγιση Ο άνθρωπος, αποτελούμενος από ψυχή και σώμα, είναι δημιούργημα του Θεού, έχει μια συγκεκριμένη αρχή και βέβαια δεν έχει τέλος, γιατί έτσι το θέλησε ο Θεός. Αυτό λέγεται από την άποψη ότι κάθε κτιστό που έχει αρχή έχει και τέλος, όμως αυτό δεν ισχύει για τον άνθρωπο, σύμφωνα με την βούληση του Θεού. Έτσι, αυτή η σχέση της ψυχής προς το σώμα είναι πολύ δυνατή και μπορούμε να την δούμε μέσα από την οντολογία του ανθρώπου, την διαδικασία του θανάτου, αλλά και την ζωή του ανθρώπου μετά τον θάνατό του, δηλαδή μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, καθώς επίσης και μέσα από την εκ νέου ένωση της ψυχής με το σώμα. Ο άνθρωπος με την δημιουργία του είναι μια συγκεκριμένη υπόσταση - πρόσωπο που διαφέρει από κάθε άλλη υπόσταση. Και η υπόσταση του ανθρώπου δεν συγκεκριμενοποιείται και δεν περιορίζεται στην ψυχή, αλλά επεκτείνεται στην όλη ύπαρξή του. Είναι σημαντικά όσα υποστηρίζει ο άγιος Ιουστίνος ο Μάρτυς και Φιλόσοφος, δίδοντας τον ορισμό του ανθρώπου: “τί γαρ εστιν ο άνθρωπος, αλλ’ ή το εκ ψυχής και σώματος συνεστός ζώον λογικόν; Μη ουν καθ’ εαυτήν ψυχή άνθρωπος; Ού, αλλ’ ανθρώπου ψυχή. Μη ουν καλοίτο σώμα άνθρωπος; Ού, αλλ’ ανθρώπου σώμα καλείται”. Και συνεχίζει για να πη ότι ο άνθρωπος δεν καλείται για ένα από αυτά, δηλαδή για την ψυχή ή για το σώμα, αλλά “το εκ της αμφοτέρων συμπλοκής καλείται άνθρωπος”14. Αυτό σημαίνει ότι το σώμα δεν είναι απλώς το φυλακτήριο της ψυχής, όπως ισχυρίζονταν τα ιδεολογικά φιλοσοφικά ρεύματα της αρχαιότητος, αλλά το ένα στοιχείο της υποστάσεως του ανθρώπου. Η ψυχή βρίσκεται πανταχού του σώματος, με την ενέργειά της, και ζωοποιεί το σώμα. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο ιερός Δαμασκηνός στα νεκρώσιμα τροπάριά του, μιλώντας για το άψυχο σώμα που βρίσκεται στον τάφο, το ονομάζει κατ’ εικόνα Θεού: “και ίδω εν τοις τάφοις κειμένην την κατ’ εικόνα Θεού φθαρείσαν ημίν ωραιότητα, άμορφον, άδοξον μη έχουσαν είδος”. Δηλαδή, το νεκρό σώμα είναι και λέγεται κατ’ εικόνα Θεού. Αυτό δεν νοείται από την άποψη ότι ο Θεός έχει σώμα, αλλά με δύο σημασίες. Πρώτον, με το ότι ο Λόγος του Θεού, ο Οποίος, όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, ενηνθρώπησε, είναι το πρωτότυπο και το αρχέτυπο του ανθρώπου και δεύτερον, με το ότι, όπως ο Θεός ζωοποιεί την κτίση ολόκληρη, έτσι και η ψυχή του ανθρώπου ζωοποιεί το συνημμένο σώμα. Πράγματι, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αναφερόμενος στο γεγονός ότι το κατ’ εικόνα του ανθρώπου είναι ισχυρότερο από το κατ’ εικόνα των αγγέλων, αν και οι δύο έχουν τα λεγόμενα “εικονικά υποδείγματα της Αγίας Τριάδος”, ήτοι νου, λόγο και πνεύμα, διδάσκει ότι αυτό συμβαίνει γιατί η ψυχή του ανθρώπου με το πνεύμα ζωοποιεί το συνημμένο με αυτήν σώμα, το οποίο δεν έχουν οι άγγελοι. Δηλαδή, το κατ’ εικόνα των αγγέλων έχει μεν πνεύμα, αλλά όχι πνεύμα ζωοποιό, αφού δεν έχει λάβει σώμα. Αντίθετα, η νοερά και λογική φύση της ψυχής του ανθρώπου, επειδή κτίστηκε μαζί με το γήινο σώμα, “και ζωοποιόν έλαβε το πνεύμα παρά του Θεού”. Και βέβαια, η ψυχή έχει τέτοια συνάφεια και μάλιστα αγάπη προς το σώμα “ως μηδέποτε απολιπείν του εθέλειν, μηδ’ απολείπειν όλως, μη βίας επενεχθείσης εκ νόσου δη τινος μεγίστης ή πληγής έξωθεν”15. Η μεγάλη και ισχυρά ενότητα μεταξύ ψυχής και σώματος φαίνεται και από το ότι η σωτηρία του ανθρώπου δεν εξαντλείται στην ψυχή, αλλά επεκτείνεται στον όλο άνθρωπο που αποτελείται από ψυχή και σώμα. Ολόκληρη η λατρευτική και μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας αναφέρεται στον όλο άνθρωπο. Αγιάζεται το νερό και μέσα στο αγιασμένο νερό εμβαπτίζεται όλος ο άνθρωπος. Ολόκληρος ο άνθρωπος, αποτελούμενος από ψυχή και σώμα, με την αναγέννησή του και την εν Πνεύματι ζωή, είναι μέλος του Σώματος του Χριστού. Όταν κάνουμε λόγο για μέλη της Εκκλησίας εννοούμε μέλη πραγματικά της τεθεωμένης σαρκός την οποία προσέλαβε ο Χριστός από την Παναγία. Η σχέση μας με την Εκκλησία δεν είναι ιδεολογική, μυστικιστική, αλλά πραγματική, αφού αποτελούμε το Σώμα του Χριστού, όχι μόνο πνευματικά, ψυχικά και ψυχολογικά, αλλά και σωματικά. Και βέβαια, όταν κάνουμε λόγο για σωτηρία, εννοούμε την διατήρηση του όλου ανθρώπου. Η λέξη σωτηρία προέρχεται από το σώον + τηρώ. Είναι χαρακτηριστικό το χωρίο του Αποστόλου Παύλου: “Αυτός δε ο Θεός της ειρήνης αγιάσαι υμάς ολοτελείς, και ολόκληρον υμών το πνεύμα και η ψυχή και το σώμα αμέμπτως εν τη παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού τηρηθείη” (Α' Θεσ. ε', 23). Το ότι ο άνθρωπος είναι υπόσταση, ως προς την ολοκληρωτική ενότητα ψυχής και σώματος, φαίνεται και από το ότι η ψυχή του ανθρώπου δεν θέλει να αποχωρισθή από το σώμα και με αυτόν ακόμη τον θάνατο. Το φοβερό μυστήριο του θανάτου δεν έγκειται απλώς στο ότι ο άνθρωπος χάνει και αποχωρίζεται αγαπημένα του πρόσωπα, αλλά στο ότι η ψυχή αποχωρίζεται το αγαπημένο της στοιχείο, δηλαδή το σώμα. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού: “Όντως φοβερώτατον το του θανάτου μυστήριον πώς ψυχή εκ του σώματος βιαίως χωρίζεται εκ της αρμονίας και της συμφυΐας ο φυσικώτατος δεσμός, θείω βουλήματι αποτέμνεται”. Υπάρχει φυσικώτατος δεσμός μεταξύ ψυχής και σώματος, επικρατεί αρμονία μεταξύ αυτών των δύο στοιχείων της υποστάσεως του ανθρώπου, και, επομένως, ο χωρισμός μεταξύ ψυχής και σώματος γίνεται βιαίως και τελικά με την βούληση του Θεού. Αλλά και ακόμη μετά τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα δεν καταργείται η υπόσταση. Καίτοι η ψυχή αποχωρίζεται από το σώμα εν τούτοις η υπόσταση παραμένει αχώριστη και θα λέγαμε άτμητη. Αυτή την θεολογική αλήθεια μπορούμε να την δούμε σε δύο βασικά σημεία. Το ένα ότι η ψυχή, χωριζομένη του σώματος, διατηρεί μέσα της τις αναμνήσεις του. Αυτό μπορούμε να το δούμε σε ένα τροπάριο του Κανόνος του Μ. Σαββάτου: “Ο άδης Λόγε, συναντήσας σοι επικράνθη, βροτόν ορών τεθεωμένον, κατάστικτον της μώλωψι και πανσθενουργόν”. Εδώ λέγεται ότι ο άδης είδε τον Λόγο του Θεού γεμάτον από μώλωπες, αλλά πανσθενουργό. Και εξηγεί ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, πολύ ορθόδοξα και πατερικά, ότι στον άδη κατέβηκε η ψυχή μαζί με την θεότητα, ενώ το σώμα παρέμεινε στον τάφο μαζί με την θεότητα. Οπότε οι μώλωπες που είδε ο άδης έπρεπε να είναι ή της θεότητος ή της ψυχής. Το πρώτο αποκλείεται γιατί όταν έπασχε η ανθρώπινη φύση στον Σταυρό, δεν συνέπασχε η θεότητα, αφού παρέμεινε απαθής. Επομένως, οι μώλωπες που είδε ο άδης ήταν οι μώλωπες της ψυχής. Πώς όμως εννοείται αυτό, αφού οι μώλωπες έγιναν στο σώμα; Από τις δυνάμεις της ψυχής, άλλες ενεργούν χωρίς την συνέργεια του σώματος (νους, διάνοια και δόξα) και άλλες χρειάζονται και την συνέργεια του σώματος (η φαντασία και η αίσθηση). Επειδή τα στίγματα του Χριστού ήταν αισθητά, γι’ αυτό και κοινά ήταν τα στίγματα της ψυχής και του σώματος. Έτσι, όταν μαστιζόταν η σάρκα του Χριστού και έπασχε, τότε “εικόνες και τύποι και φαντασίαι τινές αμυδραί των μαστίγων και παθών και εις αυτήν υπεχαράττοντο την ψυχήν· όθεν ακούομεν ότι και αι ψυχαί των αμαρτωλών απάγονται εις τον άδην, τα στίγματα και σημεία των αμαρτιών αυτών περιφέρουσαι”16. Το δεύτερο σημείο, που δείχνει ότι παρά τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα δεν διασπάται η υπόσταση του ανθρώπου, είναι ότι η ψυχή, παρά τον χωρισμό της από το σώμα και την διάσπαση των μελών του ανθρωπίνου σώματος, γνωρίζει τα μέλη της και δεν απομακρύνεται από αυτά. Λέγει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης ότι η ψυχή επιγινώσκει το δικό της τεμάχιο και οδηγείται από τα σημεία που βρίσκονται στα λείψανα στην αναγνώριση των μελών του όλου σώματος. Έτσι η ψυχή δεν απομακρύνεται από το δικό της σώμα “ούτε ει εν τη κοινωνία των συντριμμάτων ούτε ει προς το ακατέργαστον της των στοιχείων ύλης καταμιχθείη”. Και βέβαια για να καταλήξη στο συμπέρασμα αυτό χρησιμοποιεί δύο παραδείγματα από την ζωγραφική και την κεραμική τέχνη17. Επομένως, η ψυχή και μετά τον χωρισμό της από το σώμα, γνωρίζει και αναγνωρίζει τα στοιχεία και τα μέλη του σώματος, οπότε με την δύναμη και ενέργεια του Θεού θα εισέλθη πάλι στο δικό της σώμα και έτσι θα γίνη ανάσταση των νεκρών σωμάτων. Είναι πολύ χαρακτηριστική η προφητεία του Προφήτου Ιεζεκιήλ, όπου περιγράφεται θαυμάσια αυτή η ανάσταση των σωμάτων (Ιεζ. λζ', 1-14). Φυσικά το σώμα του ανθρώπου, κατά την ανάσταση των νεκρών, θα είναι το ίδιο, αλλά άφθαρτο, αθάνατο και ανακαινισμένο. Ο Απόστολος Παύλος λέγει περί αυτού: “ούτω και η ανάστασις των νεκρών. σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία· σπείρεται εν ατιμία, εγείρεται εν δόξη· σπείρεται εν ασθενεία, εγείρεται εν δυνάμει· σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευματικόν” (Α' Κορ. ιε', 42-44) Δηλαδή, το αναστημένο σώμα θα έχει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της υποστάσεώς του, αλλά θα είναι ανακαινισμένο, αφού κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού θα γίνη νέα ανάπλαση, ανακαίνιση, χωρίς να υπάρχουν τα στίγματα της φθαρτότητος και της θνητότητος, θα είναι όπως ήταν του Αδάμ και της Εύας προ της πτώσεως και όπως ήταν το Σώμα του Χριστού μετά την Ανάστασή Του. Το ότι θα γίνη καινούρια πλάση, χωρίς να καταργηθούν τα σημεία της υποστάσεώς του, φαίνεται από την διδασκαλία των αγίων Πατέρων, σύμφωνα με την οποία θα αποκατασταθούν και όλες οι ασθένειες, δηλαδή και όλες οι ελλείψεις του ανθρώπινου σώματος. Ο άγιος Ιουστίνος ο μάρτυς και φιλόσοφος λέγει ότι εάν ο Χριστός κατά την πρώτη έλευσή Του στην γη θεράπευσε τις ασθένειες της σαρκός και έκανε ολόκληρο το σώμα του ανθρώπου, αναπληρώνοντας τα ελλείποντα μέλη, “πολλώ μάλλον εν τη αναστάσει τούτο ποιήσει, ώστε και ακέραιον και ολόκληρον αναστήναι την σάρκα”18. Επομένως, η αποκαλυπτική αλήθεια, όπως εκφράστηκε στην Αγία Γραφή και στα πατερικά κείμενα, βεβαιώνει ότι υπάρχει στενή σχέση μεταξύ της ψυχής και του σώματος, και ότι παρά τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, εν τούτοις δεν καταστρέφεται ούτε διαλύεται η υπόσταση του ανθρώπου, αλλά η ψυχή γινώσκει και αναγνωρίζει τα αυθεντικά μέλη της και βέβαια ολόκληρο το σώμα μεταμορφωμένο και ανακαινισμένο θα αναστηθή στην Δευτέρα Παρουσία του Χριστού.
2. Ποιμαντικές και εκκλησιολογικές επιπτώσεις Η θεολογική αυτή τοποθέτηση που είδαμε προηγουμένως πρέπει να περάση μέσα στην εκκλησιαστική ζωή και να δούμε τις ποιμαντικές και εκκλησιολογικές παραμέτρους, ακριβώς γιατί ζούμε σε μια κοινωνία εκκοσμικευμένη. Λέγεται αυτό γιατί οι αρχαίοι Χριστιανοί έτρεφαν απεριόριστο σεβασμό στα λείψανα των αγίων, τα οποία, ακόμη και τότε που υφίσταντο τα μαρτύρια και ενδεχομένως εκαίγονταν, τα συνέλεγαν από την φωτιά και τα τοποθετούσαν με ιδιαίτερη ευλάβεια σε ιδιαιτέρους χώρους και τα προσκυνούσαν. Σέβεται κανείς και τα μικρά υπολείμματα, ακριβώς γιατί και “μερισθέντος του σώματος αμέριστος η Χάρη διαμένει”. Δηλαδή, στους αγίους γίνεται κατά αναλογία ό,τι έγινε και στον Χριστό. Η ψυχή του Χριστού χωρίστηκε από το σώμα, αλλά όμως η θεότητα παρέμεινε αδιαίρετη, αφού η ψυχή μαζί με την θεότητα κατέβηκε στον άδη, και το σώμα μαζί με την θεότητα παρέμεινε στον τάφο. Αυτό κατά αναλογία γίνεται και στους αγίους, αφού όταν η ψυχή χωρίζεται από το σώμα, τότε στο σκήνωμα του αγίου παραμένει η Χάρη του Θεού, με έκδηλα σημεία. Δυστυχώς, όμως, οι εκκοσμικευμένοι Χριστιανοί δεν βλέπουν έτσι τα πράγματα και συζητούν και το ενδεχόμενο αποτεφρώσεως των νεκρών σωμάτων. Πώς αντιμετωπίζουμε αυτήν την κατάσταση από πλευράς ποιμαντικής και εκκλησιολογίας; Θα ήθελα στο σημείο αυτό πολύ συνοπτικά να υπογραμμίσω δύο σημεία. Πρώτον. Η Εκκλησία δεν μπορεί να δεχθή για τα μέλη της ή να υιοθετήση την αποτέφρωση των σωμάτων. Και αυτό γιατί σέβεται το ανθρώπινο σώμα, που το θεωρεί ναό του Αγίου Πνεύματος, το ένα στοιχείο της υποστάσεως του ανθρώπου. Δεδομένου δε ότι, παρά τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, υφίσταται αυτή η ενότητα, μια τέτοια βίαιη πράξη μπορεί να είναι ένας “βιασμός” της φύσης, αφού το φυσικό είναι η αποσύνθεση και, βέβαια, κάθε βιασμός της φύσης δημιουργεί οικολογικό πρόβλημα. Άλλωστε, εμείς δεν δεχόμαστε τις πλατωνικές θεωρίες περί φύσει θνητού σώματος και φύσει αθανάτου ψυχής, και περί δύο διακεκριμένων πραγματικοτήτων, ανεξαρτήτων μεταξύ τους. Ακόμη, δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε την αποτέφρωση των σωμάτων, γιατί όσοι το επιθυμούν το πιθανότερο είναι να δέχωνται τις πλατωνικές και αρχαίες φιλοσοφικές αντιλήψεις περί του σώματος, ότι το σώμα είναι δεσμωτήριο της ψυχής ή ότι δεν πρόκειται να αναστηθή και ότι είναι σκεύος ηδονής που πρέπει να αποκοπή και περιφρονηθή, ώστε να σωθή η ψυχή. Έτσι, λοιπόν, κάτω από την επιθυμία καύσεως κρύπτεται η περιφρόνηση προς το σώμα, η απιστία στην ανάσταση των νεκρών, η μετεμψύχωση και ίσως να κρύπτεται και η άρνηση της υπάρξεως της ψυχής μετά τον θάνατο. Βέβαια, υπάρχουν περιπτώσεις που τα σώματα των αγίων κάηκαν ή και σώματα ανθρώπων πυρπολήθηκαν από διάφορες αιτίες. Το θέμα αυτό διαφέρει από την οικειοθελή και βίαιη πυρπόληση. Άλλο η καύση του σώματος χωρίς να το επιδιώκη κανείς, και άλλο η οικειοθελής αποτέφρωση του σώματος. Το πρώτο γίνεται χωρίς την θέληση του ανθρώπου και τότε ο Θεός δεν θα καταμαρτυρήση ασέβεια προς το σώμα. Το δεύτερο γίνεται με την θέληση του ανθρώπου και αυτό δείχνει απιστία. Φυσικά και στην μία και στην άλλη περίπτωση ο Θεός θα αναστήση και θα κατασκευάση και πάλι το σώμα από την τέφρα, αφού όλοι οι άνθρωποι θα αναστηθούν κατά την Δευτέρα Παρουσία, είτε υπέστησαν διωγμούς, είτε φαγώθηκαν από ζώα, είτε κάηκαν από φωτιά, αλλά όμως εκείνο που έχει σημασία είναι η ιδέα που κρύπτεται κάτω από την επιδίωξη μιας αποτεφρώσεως. Γι’ αυτό και η Εκκλησία στέκεται πολύ προσεκτικά απέναντι σε τέτοια φαινόμενα. Εκτός από τους θεολογικούς λόγους, υπάρχουν και άλλοι λόγοι, ψυχολογικοί, κοινωνικοί που δεν ευνοούν την αποτέφρωση των νεκρών σωμάτων, αλλά άλλοι εισηγητές θα αναλύσουν αυτήν την πλευρά. Δεύτερον. Όσοι δεχθούν, με ελεύθερη συγκατάθεση, να αποτεφρωθούν τα σώματά τους, επειδή έχουν διαφορετική αντίληψη για την ύπαρξη της ψυχής, την ανάσταση του σώματος και την αιώνια ζωή, αλλά συγχρόνως επιθυμούν την εκκλησιαστική κήδευση, θα δημιουργήσουν μεγάλο προβληματισμό στην Εκκλησία. Τί θα κάνη η Εκκλησία; Θα κηδεύση και θα ενταφιάση μια τέφρα; Θα δεχθή να κάνη την κηδεία του νεκρού σώματος, όταν μετά την εξόδιο ακολουθία το σώμα θα οδηγήται στον κλίβανο για την αποτέφρωση; Θα ενταφιάζη την τέφρα στα κοιμητήρια; Τα ερωτήματα αυτά προκαλούν ποιμαντικά και εκκλησιολογικά ζητήματα, τα οποία άπτονται όπως είπα προηγουμένως και θεολογικών προβλημάτων, ανάλογα με τις ιδέες που κρύπτονται κάτω από την ενέργεια αυτή. Και πρέπει η Εκκλησία να λάβη σαφή θέση απέναντι στα ποιμαντικά αυτά θέματα. Κατά την γνώμη μου η ενδεχόμενη απάντηση μπορεί να είναι συνάρτηση δύο παραμέτρων. Πρώτον, ότι η εξόδιος ακολουθία συνδέεται στενά με όραση ανθρωπίνου σώματος και όχι τέφρας. Όλα τα τροπάρια κάνουν λόγο για κεκοιμημένο, και όχι για αποτεφρωμένο, για σώμα που βρίσκεται μπροστά μας, για τελευταίο ασπασμό κλπ. Πώς, λοιπόν, θα γίνεται κηδεία χωρίς σώμα; Δεύτερον, η όλη εκκλησιαστική ακολουθία της ταφής έχει σχέση με ενταφιασμό σώματος και όχι με ενταφιασμό τέφρας. Οπότε και τα δύο αυτά σημεία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να γίνεται εξόδιος ακολουθία προ της καύσεως ή μετά από αυτήν, εφ’ όσον στην πρώτη περίπτωση δεν θα ακολουθήση ταφή και στην δεύτερη δεν θα υπάρχη σώμα, αλλά τέφρα.
Συμπερασματικά, θα ήθελα να πω ότι η Εκκλησία πρέπει να μείνη ανεπηρέαστη από το κοσμικό πνεύμα και να εξακολουθή να κηδεύη και να ενταφιάζη τα σώματα τα οποία μπορεί να είναι και λείψανα, και τα οποία θα κοιμούνται αναμένοντας την ανάστασή τους και όταν γίνεται εκταφή να μπορή να διαπιστώνεται η αγιότητα του κεκοιμημένου. Διότι η αφθαρσία και η θαυματουργία των λειψάνων είναι τεκμήριο θεώσεως του ανθρώπου, αφού η Χάρη του Θεού διαπορθμεύεται και σε ολόκληρο το σώμα. Και βέβαια, η βεβαίωση υπάρξεως ενός αγίου έχει βαθειά σημασία, γιατί τότε θα ξέρουμε ότι οι πρεσβείες του θα συντελούν και στην δική μας σωτηρία. |
Δημιουργία αρχείου: 9-11-2022.
Τελευταία μορφοποίηση: 9-11-2022.