Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Ορθοδοξία

Προέλευση τού ύμνου: «Ο Μονογενής Υιός και Λόγος τού Θεού» * Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ «Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε» * Οι κανόνες και οι βιβλικές ρίζες της Ορθόδοξης υμνογραφίας * Τροπάρια: Τα είδη τους στην υμνολογία τής Εκκλησίας * Οι Ιερές Ακολουθίες της Εκκλησίας μας

Μέρος 2ο

Περίληψη τών 5 πρώτων Οικουμενικών Συνόδων

Στον ύμνο: «Ο Μονογενής Υιός και Λόγος τού Θεού»

Σεβ. Ναυπάκτου Ιερόθεος

 

Πηγή: Περιοδικό "Εκκλησιαστική Παρέμβαση". Τεύχος 343. Φεβρουάριος 2025. Εισηγήση στις εκδηλώσεις τών Γ΄ Καραβαγγελίων στην Καστοριά Το Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2025.

Αναδημοσίευση από: https://www.parembasis.gr

Ευχαριστώ τον Μητροπολίτη Καστορίας κ. Καλλίνικο για την πρόσκληση να συμμετάσχω στο παρόν Συνέδριο και να αναλύσω θεολογικά τον ύμνο «ο μονογενής Υιός και Λόγος τού Θεού...», τον οποίον ψάλλουμε σε κάθε θεία Λειτουργία.

Επειδή, όμως, έχουμε συνηθίσει πολύ τον ύμνο αυτόν, δεν αντιλαμβανόμαστε τα μεγάλα πνευματικά και θεολογικά νοήματα που περικλείει που είναι περίληψη όλης τής δογματικής διδασκαλίας τής Εκκλησίας και τών αποφάσεων τών πέντε πρώτων Οικουμενικών Συνόδων. Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε αυτόν τον ιερό θησαυρό που έχουμε από τον 6ο αιώνα μ.Χ., που συνδέει άρρηκτα το lex credendi (νόμος τής πίστεως) με το lex orandi (νόμος τής προσευχής).

Οι όροι τών Οικουμενικών Συνόδων γίνονται προσευχή, ποίηση, τροπάρια, μουσική και δοξολογία στον Θεό και τελικά σωτηρία μας.

 

1. Ο Λόγος τού Θεού κατά τον Ιουστινιανό

Κατά την παράδοση η πατρότητα τού ύμνου «ο μονογενής Υιός και Λόγος τού Θεού...» αποδίδεται στον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό, ο οποίος βασίλευσε 38 έτη (527-565) και είχε έντονα θεολογικά ενδιαφέροντα. Ο Ιουστινιανός γεννήθηκε στο Ταυρήσιο, στην περιοχή τών Σκοπίων, αλλά λόγω τού θείου του Ιουστίνου, στρατηγού και μετέπειτα Αυτοκράτορα, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και σπούδασε νομική και θεολογία και προχώρησε στην πολιτική ιεραρχία μέχρι την θέση τού Αυτοκράτορα, σε ηλικία 45 ετών.

Δεν ήταν ένας θεωρητικός θεολόγος με επιφανειακές γνώσεις από μελέτες και σπουδές μόνον, αλλά ήταν εμπειρικός θεολόγος, αφού μέσα στα Ανάκτορα, ενώ ήταν Αυτοκράτορας ζούσε ασκητικώς. Ενίοτε, παρέμεινε άσιτος επί δύο ημέρες, παρά τα υψηλά καθήκοντά του, εκοιμάτο λίγες ώρες και γι’ αυτό αποκλήθηκε «ακοίμητος». Ιδιαίτερη απόλαυσή του ήταν να σχολάζη και να εργάζεται στην Βιβλιοθήκη. Αυτό είναι παράδοξο για τους σημερινούς άρχοντες.

Είναι γνωστόν ότι ο Ιουστινιανός έκτισε τον Ναό τής τού Θεού Σοφίας, η οποία Σοφία δεν είναι μια αγία, αλλά η Σοφία και ο Λόγος τού Θεού, ο «είς τής Τριάδος», για την οποία Σοφία και τον Λόγο τού Θεού δογμάτισε ασφαλώς η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος το 325 μ.Χ., αντιμετωπίζοντας την αίρεση τού Αρείου, τής οποίας την επέτειο τών 1700 ετών εορτάζουμε εφέτος, και στην συνέχεια η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος ολοκλήρωσε το έργο τής Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Οι Αρχιτέκτονες τής τού Θεού Σοφίας, Ανθέμιος και Ισίδωρος, δημιούργησαν ένα οικοδόμημα, το οποίο πλημμυρίζει μέσα στο φως, που κατεβαίνει από τον τρούλλο, ο οποίος τρούλλος φαίνεται σαν να αιωρήται στον Ναό. Με τον τρόπο αυτόν θεολόγησαν για την Θεότητα τού Λόγου, χρησιμοποιώντας τα υλικά από την γη.

Θαυμάζουμε τον περίφημο αυτόν Ναό τής τού Θεού Σοφίας, αλλά αγνοούμε ή δεν δίνουμε σημασία στον μικρό Χριστολογικό ύμνο «ο μονογενής Υιός και Λόγος τού Θεού», που ορίσθηκε να ψάλλεται ως αντίφωνο στην Θεία Λειτουργία από τον Ιουστινιανό, που στην πραγματικότητα είναι ποίημα, δηλαδή μια μικρή Αγία Σοφία, μια ζωντανή Αγία Σοφία, και προσφέρεται να τον ψάλλουμε μέσα στην θεία Λειτουργία, η οποία δείχνει την ίδια την Οικονομία τού Υιού και Λόγου τού Θεού με την σάρκωσή Του. Έτσι, με τον ύμνο αυτόν εισερχόμαστε ζωντανά μέσα στο μυστήριο τού ζώντος Χριστού, την «ζωντανή Αγία Σοφία» με έναν ιλαρό και δοξολογικό τρόπο. Δεν μπορούμε σήμερα να λειτουργηθούμε στον Ναό τής Αγίας Σοφίας τού Ιουστινιανού, αλλά μπορούμε να ψάλλουμε σε κάθε θεία Λειτουργία και να εισερχόμαστε στο άδυτο μυστήριο τού λειτουργικού αυτού ύμνου τού ίδιου τού Αυτοκράτορα Ιουστινιανού, που αναφέρεται στην Σοφία τού Θεού, τον Ιησού Χριστό.

Με τα δύο αυτά δημιουργήματα τού Αυτοκράτορος Ιουστιανιανού, που υπάρχουν μέχρι σήμερα, το πρώτο σε ιδιαίτερο τόπο, το δεύτερο παντού όπου τελείται η θεία Λειτουργία, θαυμάζουμε τον Αυτοκράτορα τής Χριστιανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζάντιο), επί τών ημερών τού οποίου εισήλθε στα Ανάκτορα η θεολογία, όπως επί τού Μάρκου Αυρηλίου εισήλθε στην Αυτοκρατορία η φιλοσοφία. Και όση διαφορά υπάρχει μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας τόση διαφορά υπάρχει μεταξύ τού Ναού τής Αγίας Σοφίας και τού λειτουργικού ύμνου «ο μονογενής Υιός και Λόγος τού Θεού, αθάνατος υπάρχων».

Θα προχωρήσω στην ανάλυση αυτού τού ύμνου για να διαπιστώσουμε την αξία του και την μεγάλη σημασία του. Θα σάς ξεναγήσω στον ζωντανό αυτόν «Ναό τής Αγίας Σοφίας», που είναι πλήρης φωτός και δόξης.

Εισαγωγικά πρέπει να αναφερθή ότι ο Αυτοκράτωρ Ιουστινιανός συνεκάλεσε την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο το 553 μ.Χ., η οποία κατεδίκασε τα λεγόμενα «τρία κεφάλαια», δηλαδή τα αιρετικά κείμενα τού Θεοδώρου Μοψουεστίας, τού Θεοδωρήτου Κύρου και τού Ίβα Εδέσσης, που ευνοούσαν τον Νεστοριανισμό. Ο Αυτοκράτωρ Ιουστινιανός με την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο παρέμεινε πιστός στον όρο τής Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου που συνεκλήθη στην Χαλκηδόνα το 451 μ.Χ. Δηλαδή, από την σύγκληση τής Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (451 μ.Χ.), μέχρι την σύγκληση τής Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου, το 553, περίπου 100 χρόνια, γίνονταν θεολογικές συζητήσεις, που φαίνονται, εκτός τών άλλων, στην ανοικοδόμηση τού Ναού τής Αγίας Σοφίας και στον ύμνο «ο μονογενής Υιός και Λόγος τού Θεού».

 

2. Η φιλοσοφία, βάση τών αιρέσεων

Μελετώντας την ιστορία τών Δογμάτων μπορούμε να δούμε το πώς οι φιλοσοφούντες θεολόγοι έφθασαν σε απόκλιση από την ορθόδοξη θεολογία, η οποία είναι ταυτότητα τών εμπειριών τών Προφητών, τών Αποστόλων και τών Πατέρων, με την χρήση τών όρων τής εποχής.

Το σημαντικό είναι ότι οι φιλοσοφούντες θεολόγοι, οι οποίοι εξελίχθησαν σε αιρετικούς, χρησιμοποιούσαν για την διατύπωση τών χριστιανικών αληθειών την φιλοσοφία και όχι την εμπειρία τών θεοπτών αγίων.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ένας μεγάλος Πατέρας τού 14ου αιώνος μ.Χ. που αντιμετώπισε τον δυτικόφρονα Βαρλαάμ, που μετέφερε τις απόψεις τής σχολαστικής θεολογίας στην Ανατολή, γράφει για το θέμα που μάς απασχολεί: «Καν εξετάσης ίδοις αν πάσας ή τας πλείστας τών δεινών αιρέσεων εντεύθεν (εκ τής φιλοσοφίας) λαβούσας τας αρχάς». Δηλαδή, οι αιρετικοί προκειμένου να θεολογήσουν λαμβάνουν τις αρχές από την φιλοσοφία. Και πρέπει να σημειωθή ότι οι φιλοσοφούντες θεολόγοι τού 3ου-5ου αιώνος μ.Χ. είχαν ως βάση τής αριστοτελική φιλοσοφία, η οποία ήκμαζε τότε στην Ανατολή, ήτοι στην Αντιόχεια και στις γύρω από αυτήν περιοχές.

Θα αναφερθούν τρεις φιλοσοφικές φράσεις που έγιναν οι βάσεις τού Αρειανισμού, τού Νεστοριανισμού και τού Μονοφυσιτισμού.

Η πρώτη φράση είναι ότι «παν εκ τής ουσίας, πάντως ηναγκασμένον», δηλαδή κάθε τι που προέρχεται από την ουσία είναι αναγκαστικό. Δεδομένης αυτής τής φιλοσοφικής αρχής, κατά τους φιλοσοφούντας αιρετικούς, ο Πατήρ δεν γεννά τον Λόγο Του από την ουσία Του, γιατί αυτό θα ήταν αναγκαστικό, αλλά δημιουργεί τον Υιό Του με την βούληση-θέλησή Του, γι’ αυτό και είναι κτιστός, αφού παρεμβάλλεται χρόνος μεταξύ τού Πατρός και τού Υιού.

Ο Μέγας Αθανάσιος ανέτρεψε αυτήν την φιλοσοφική αρχή για την θεολογία και υποστήριξε ότι δεν ισχύει στην θεολογία το «παν εκ τής ουσίας, πάντως ηναγκασμένον», αφού, για παράδειγμα, και η ενέργεια τού ηλίου προέρχεται από την ουσία του και δεν είναι αναγκαστική, αλλά φυσική. Αυτό ισχύει και για την Γέννηση τού Υιού από τον Πατέρα, επειδή γεννήθηκε ο Λόγος τού Θεού από την ουσία τού Πατρός, είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, γι’ αυτό και ομολογούμε στο Σύμβολο τής Πίστεως: «Φως εκ φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού, γεννηθέντα, ου ποιηθέντα». Και για να καταλήξουν οι Πατέρες στην διατύπωση αυτήν δεν χρησιμοποίησαν την αριστοτελική φιλοσοφία, αλλά την εμπειρική θεολογία-θεοπτία τών θεουμένων αγίων.

Η δεύτερη φράση που προέρχεται από την αριστοτελική φιλοσοφία είναι ότι δεν υπάρχει φύση ανυπόσταστη, ούτε υπόσταση ανούσια χωρίς την φύση, δηλαδή ταυτίζεται η φύση με την υπόσταση. Αυτή η άποψη κατέληξε στον Νεστοριανισμό και τον Μονοφυσιτισμό. Εφ’ όσον, κατά τους φιλοσοφούντας θεολόγους-αιρετικούς δεν υπάρχει φύση ανυπόστατη σημαίνει ότι υπάρχουν δύο δυνατότητες. Η μία δυνατότητα είναι το να διατηρηθούν στον Χριστό οι δύο φύσεις-υποστάσεις, οπότε η θεία φύση και η ανθρώπινη φύση είναι ενωμένες εξωτερικά και κάποια στιγμή χωρίσθηκαν, όπως υποστήριζαν οι Νεστοριανοί τους οποίους αντιμετώπισε η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος. Η άλλη δυνατότητα είναι το να απορροφήση η θεία φύση την ανθρώπινη φύση-υπόσταση, που καταλήγει στον Μονοφυσιτισμό, τον οποίο αντιμετώπισε η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος.

Οι Πατέρες τής Συνόδου αυτής είχαν δική τους εμπειρία-θεοπτία, και όσοι δεν είχαν δική τους εμπειρία, ακολούθησαν τους «πείρα μεμυημένους». Όπως το βλέπουμε στο Όρος Θαβώρ, οι τρεις Μαθητές τού Χριστού, ο Πέτρος, ο Ιωάννης και ο Ιάκωβος είδαν το Φως τής θεότητος που προχεόταν από το σώμα - την άνθρώπινη φύση τού Λόγου, επίσης ήταν ενωμένες μεταξύ τους οι δύο φύσεις -θεία και ανθρωπίνη- χωρίς να είναι διηρεμένες, όπως δίδασκε ο Νεστοριανισμός, ούτε αφομοιώθηκε η μία από την άλλη, όπως ισχυριζόταν ο Μονοφυσιτισμός.

Έτσι, οι Πατέρες τών δύο αυτών Οικουμενικών Συνόδων (Γ΄ και Δ΄) χρησιμοποίησαν τέσσερα επιρρήματα, ήτοι ότι οι δύο φύσεις στον Χριστό, θεία και ανθρωπίνη, είναι ενωμένες «ασυγχύτως και ατρέπτως», για να αντικρούσουν τον Μονοφυσιτισμό και «αδιαιρέτως και αχωρίστως», για να ανατρέψουν τον Νεοστοριανισμό. Οι Πατέρες χρησιμοποίησαν ελληνικές λέξεις με το στερητικό άλφα (α) για να εκφράσουν τον αποφατισμό στην διατύπωση τού Θεού, αλλά δι’ αυτών εξέφρασαν την ορθόδοξη εμπειρία τών αγίων που συνιστά, κατά την ανθρώπινη ερμηνευτική, μια αντινομία. Αυτό λέγεται αποφατική γνώση και έκφραση.

Η τρίτη φράση που προέρχεται από την φιλοσοφία είναι ότι οι δύο φύσεις θεία και ανθρωπίνη ενώθηκαν στον Χριστό «τη θεωρία μόνη». Κατά τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, οι δύο φύσεις στον Χριστό, θεία και ανθρωπίνη, διακρίνονται «τη θεωρία μόνη», δηλαδή «κατ’ επίνοιαν», διότι δεν μπορούν να διαιρεθούν πραγματικά λόγω τής ενώσεώς τους στην μία υπόσταση τού Λόγου, που δηλώνει την υποστατική ένωση. Αντίθετα, κατά τον Σεβήρο, η θεία και η ανθρώπινη φύση είναι ενωμένες «τη θεωρία μόνη» «κατ’ επίνοιαν», μέσα από την προοπτική τής σύνθετης φύσης-υπόστασης, αφού η ανθρώπινη φύση απορροφήθηκε από την θεία φύση.

Τελικά, γίνεται κατανοητός ο λόγος τού αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου, αντιμετωπίζοντας τον Σαβέλλιο που ταύτιζε ουσία και υποστάσεις, και τον Ευνόμιο που ταύτιζε ουσία και ενέργεια, ότι χρησιμοποιούμε αυτούς τους όρους με άλλη σημασία και έννοια, διότι θεολογούμε «αλιευτικώς ουκ αριστοτελικώς», δηλαδή θεολογούμε με τον τρόπο που θεολόγησαν οι Απόστολοι, που ήταν αλιείς, αλλά έλαβαν το Άγιον Πνεύμα και έγιναν θεόπνευστοι θεολόγοι, και όχι με τους όρους και τις προϋποθέσεις τής αριστοτελικής φιλοσοφίας.

Βεβαίως, οι Πατέρες χρησιμοποιούσαν τους όρους κάθε εποχής, αλλά έδιναν διαφορετική σημασία. Γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Καν τις τών Πατέρων τής έξω φθέγγηται (χρησιμοποιεί όρους τής φιλοσοφίας) αλλ’ επί τών ρημάτων μόνον, επί δε τών νοημάτων πολύ το μεταξύ».

Ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός τα γνώριζε όλα αυτά, παρακολουθούσε όλα αυτά τα ρεύματα και γι’ αυτό υποστήριξε τους όρους τών τεσσάρων Οικουμενικών Συνόδων, Α΄, Β΄, Γ΄ και Δ΄, και αυτό το πέρασε στα κείμενά του και συγκεκριμένα στον θεόπνευστο αυτόν ύμνο που είναι ένα ψαλλόμενο «Σύμβολον τής πίστεως». Στην συνέχεια θα γίνη μια μικρή ανάλυση τού ύμνου.

 

3. Ανάλυση τού ύμνου

Αυτός ο ύμνος, όπως γνωρίζουμε όλοι, ψάλλεται στα λεγόμενα τυπικά τής θείας Λειτουργίας και μάλιστα στο Β΄ Αντίφωνο, μετά το «Σώσον ημάς Υιε Θεού, ο αναστάς εκ νεκρών, ψάλλοντάς σοι, αλληλούϊα», λίγο πριν την Μικρά Είσοδο. Θα διαβάσω το ύμνο, όπως ψάλλεται, διότι είναι πασίγνωστος, θα παραθέσω, όμως, μια μετάφρασή του και θα εκθέσω μερικές ερμηνευτικές αναλύσεις.

Το Κείμενο τού ύμνου είναι:

«Ο μονογενής Υιός και Λόγος τού Θεού αθάνατος υπάρχων, και καταδεξάμενος δια την ημετέραν σωτηρίαν, σαρκωθήναι εκ τής αγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας ατρέπτως ενανθρωπήσας, σταυρωθείς τε, Χριστέ ο Θεός, θανάτω θάνατον πατήσας, είς ων τής Αγίας Τριάδος, συνδοξαζόμενος τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, σώσον ημάς».

Η Μετάφραση έχει ως εξής:

«Συ ο μονογενής Υιός και Λόγος τού Θεού, που είσαι αθάνατος και καταδέχθηκες για την σωτηρία μας να σαρκωθής από την αγία Θεοτόκο και αειπάρθενο Μαρία και ατρέπτως (χωρίς να αλλοιωθής) να γίνης άνθρωπος και να σταυρωθής, Χριστέ ο Θεός μας, και τον θάνατο να πατήσης με τον θάνατο, που είσαι ένας από την Αγία Τριάδα και συνδοξάζεσαι (μαζί) με τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα, σώσε μας».

Αυτός είναι ένας Χριστολογικός ύμνος, δηλαδή αναφέρεται στον Θεάνθρωπο Χριστό, τον Υιό και Λόγο τού Θεού, κατά την θεία φύση, και τον Υιό τού ανθρώπου κατά την ανθρώπινη φύση. Η λέξη Χριστός δηλώνει ότι εχρίσθη η θεία φύση από την ανθρώπινη φύση, ότι Αυτός ως Θεός εμφανίζεται μέσα σε δόξα στους Προφήτας τής Παλαιάς Διαθήκης, ως άσαρκος, και Αυτός εμφανίσθηκε στους Αποστόλους εν σαρκί. Έτσι, είναι Θεός άσαρκος στην Παλαιά Διαθήκη, ο Ίδιος Θεός εν σαρκί στην Καινή Διαθήκη. Αυτή η Χριστολογία συνδέεται στενά με την Τριαδολογία, αφού είναι ο ένας τής Αγίας Τριάδος, δηλαδή τού Πατρός, τού Υιού και τού Αγίου Πνεύματος.

Μελετώντας τον δογματικό αυτόν ύμνο προσεκτικά διακρίνουμε τέσσερεις ενότητες.

Η πρώτη ενότητα αναφέρεται στην Θεότητα τού Υιού και Λόγου τού Θεού. Ο Χριστός είναι «ο μονογενής Υιός και Λόγος τού Θεού» που είναι «αθάνατος» κατά την θεία φύση Του.

Η φράση ο «Υιός και Λόγος τού Θεού» αναφέρεται στον Ευαγγελιστή Ιωάννη, που γράφει στο Ευαγγέλιό του: «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος» (Ιω. α΄, 1) και προσδιορίζει την θεότητα τού Λόγου, κατά την θεία φύση. Ως Υιός και Λόγος τού Θεού είναι «μονογενής», διότι διαφέρει σαφώς από τα κτίσματα, αφού Αυτός γεννήθηκε από τον Πατέρα «προ πάντων τών αιώνων», ενώ τα κτίσματα δημιουργήθηκαν εν χρόνω. Άλλο η γέννηση εκ φύσεως και άλλο η δημιουργία εκ θελήσεως. Μάλιστα, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει: «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε· ο μονογενής Υιός ο ων εις τον κόλπον τού Πατρός, εκείνος εξηγήσατο» (Ιω. α΄, 18). Ως μονογενής Υιός τού Πατρός έχει δόξα (Ιω. α΄, 14).

Με αυτήν την διατύπωση δηλώνεται η θεότητα τού Υιού και Λόγου τού Θεού σε αντίθεση με τον Αρειανισμό που έκανε λόγο για κτίσμα, ότι, δηλαδή, ο Χριστός είναι το πρώτο κτίσμα τής δημιουργίας, δηλώνεται σαφώς ότι «ουκ ην (χρόνος) ότε ουκ ην», ότι είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, γεννηθείς προ πάντων τών αιώνων.

Ο Υιός και Λόγος τού Θεού είναι αθάνατος κατά την φύση, δηλαδή «αθάνατος υπάρχων». Μού θυμίζει τον λόγο τού Αποστόλου Παύλου ότι ο Χριστός είναι «ο μακάριος και μόνος δυνάστης, ο βασιλεύς τών βασιλευόντων και κύριος τών κυριευόντων, ο μόνος έχων αθανασίαν, φως οικών απρόσιτον, ον είδεν ουδείς ανθρώπων ουδέ ιδείν δύναται· ω τιμή και κράτος αιώνιον· αμήν» (Α΄ Τιμ. στ΄, 15-16).

Η δεύτερη ενότητα αναφέρεται στην ενανθρώπηση τού Υιού και Λόγου τού Θεού, δηλαδή «καταδεξάμενον δια την ημετέραν σωτηρίαν σαρκωθήναι» από την «αγίαν Θεοτόκον και αειπάρθενον Μαρίαν». Εδώ μάς υπενθυμίζει την απόφαση τής Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου ότι η μητέρα τού Χριστού δεν γέννησε έναν ψιλόν (απλούν) άνθρωπον, αλλά τον Υιό και Λόγο τού Θεού. Στην μήτρα της ενώθηκαν οι δύο φύσεις, θεία και ανθρωπίνη, γι’ αυτό πρέπει να ονομάζεται Θεοτόκος και όχι Χριστοτόκος. Αυτό είναι το μυστήριο τής θείας Οικονομίας, αφού κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, ο Υιός και Λόγος τού Θεού «εταπείνωσεν αταπεινώτως το αταπείνωτον αυτού ύψος».

Αυτό μάς υπενθυμίζει τον λόγο τού Αποστόλου Παύλου: «Ότε δε ήλθε το πλήρωμα τού χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον εξαγοράση, ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν» (Γαλ. δ΄, 4-5).

Η πρόσληψη τής ανθρώπινης φύσης από την θεία φύση έγινε «ατρέπτως», δηλαδή χωρίς να αλλοιωθή, χωρίς να τραπή. Αυτό μάς υπενθυμίζει την απόφαση τής Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου ότι οι δύο φύσεις εν Χριστώ ενώθηκαν «ασυγχύτως και ατρέπτως», αλλά και «αδιαιρέτως και αχωρίστως». Σε αυτό συνίσταται το μέγα μυστήριο τής θείας Οικονομίας.

Ο Χριστός σταυρώθηκε εκουσίως και έτσι επάτησε, δηλαδή ενίκησε τον θάνατο με τον θάνατό του, που δηλώνει την ανάστασή Του. Σταυρός και Ανάσταση ενώνονται μεταξύ τους· ούτε σταυρός χωρίς ανάσταση μπορεί να νοηθή, γιατί αυτό θα ήταν απόγνωση και θλίψη, ούτε ανάσταση χωρίς σταυρό μπορεί να πιστευθή, γιατί αυτό θα ήταν μια εξωτερική επιπόλαια συναισθηματική χαρά.

Η φράση αυτή τού λειτουργικού αυτού ύμνου θυμίζει τον ύμνο τού Αποστόλου Παύλου: «Και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού. διό και ο Θεός αυτόν υπερύψωσε και εχαρίσατο αυτώ όνομα το υπέρ παν όνομα, ίνα εν τω ονόματι Ιησού παν γόνυ κάμψη επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων, και πάσα γλώσσα εξομολογήσηται ότι Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού πατρός» (Φιλ. β΄, 8-11).

Η τρίτη ενότητα αναφέρεται στην Τριαδικότητα τού Θεού, αφού ο Θεός δεν είναι μόνος, αλλά Τριάς, δηλαδή Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα. Ο Υιός και Λόγος τού Θεού είναι «ο είς τής Αγίας Τριάδος». Δεν γίνεται λόγος για Δεύτερο Πρόσωπο τής Αγίας Τριάδος, διότι δεν θέλει να εισαχθή χρόνος μεταξύ Πατρός και Υιού, δεν υπάρχει ιεράρχηση μεταξύ τών Προσώπων τής Αγίας Τριάδος. Καταχρηστικά κάνουμε λόγο για Πρώτο, Δεύτερο και Τρίτο πρόσωπο, και όπως εννοείται θεολογικά ο «ιερός αριθμός».

Στην πραγματικότητα ο Υιός και Λόγος τού Θεού είναι «συνδοξαζόμενος τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι», που σημαίνει συμμετέχει κατά την φύση στην δόξα τού Πατρός, στο Φως τού Θεού. Αυτό το «συνδοξαζόμενον» δηλώνει το κατ’ ουσίαν και κατά φύσιν, το ομοούσιον Πατρός, Υιού και Πνεύματος Αγίου.

Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είδε την δόξα τού Χριστού στο όρος Θαβώρ, που είναι δόξα τού Πατρός και τού Αγίου Πνεύματος, δηλαδή είναι το Φως τού Θεού. Γι’ αυτό γράφει στην αρχή τού Ευαγγελίου του: «Εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός» (Ιω. α΄, 14). Ο Ίδιος ο Χριστός στην αρχιερατική του προσευχή είπε: «Πάτερ, ους δέδωκάς μοι, θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν ην δέδωκάς μοι, ότι ηγάπησάς με προ καταβολής κόσμου» (Ιω. ιζ΄, 24).

Η τέταρτη ενότητα είναι παράκληση και ικεσία. Αφού ο λειτουργικός αυτός ύμνος αναφέρεται στην ορθόδοξη Χριστολογία με την θεότητα τού Υιού και Λόγου τού Θεού και το μυστήριο τής θείας Οικονομίας, την ενανθρώπησή Του, και στην ορθόδοξη Τριαδολογία, καταλήγει στην αίτηση: «Σώσον ημάς».

Τόσο η Χριστολογία όσο και η Τριαδολογία δεν υφίστανται ανεξάρτητα από την σωτηρία τού ανθρώπου, αλλά σε σχέση με αυτήν. Όταν κάνουμε λόγο για σωτηρία, δεν εννοούμε την έξοδο τού ανθρώπου από τα σχήματα τού κόσμου αυτού, ούτε για την έξοδο τής ψυχής από το κακό σώμα και την μετάβαση στον κόσμο τών ιδεών τού Πλάτωνος, ούτε άνοδο σε κάποια μυστικιστική οδό τών νεοπλατωνικών, ή στην στωική απάθεια την οποία συναντούμε στην Ινδουϊστική ανατολή, αλλά στην μέθεξη τής δόξης τού Θεού, στο να γίνη ο άνθρωπος κατά Χάρη αυτό που ο Χριστός είναι κατά φύση, και αυτό γίνεται δια τής καθάρσεως, τού φωτισμού και τής θεώσεως.

Με την πτώση τού Αδάμ σκοτίστηκε το νοερό τής ψυχής τού ανθρώπου, το κατ’ εικόνα, και με την σωτηρία αυτός ο σκοτεινός νους πρέπει να φωτισθή. Ο Απόστολος Παύλος γράφει: «Ημείς δε πάντες ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι την αυτήν εικόνα μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν, καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος» (Β΄ Κορ. γ΄, 18). Και πιο κάτω γράφει: «Ο Θεός ο ειπών εκ σκότους φως λάμψαι, ος έλαμψεν εν ταις καρδίαις ημών προς φωτισμόν τής γνώσεως τής δόξης τού Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού» (Β΄ Κορ. γ΄, 18).

Αυτήν την σωτηρία προξένησε σε εμάς ο Υιός και Λόγος τού Θεού με το μυστήριον τής ενανθρωπήσεώς Του, και γι’ αυτό Τον δοξάζουμε με ψαλμούς και ύμνους, άδοντες και ψάλλοντες στην καρδιά μας (Εφ. ε΄, 19), αλλά και στους Ιερούς Ναούς, τελώντας την θεία Λειτουργία. Αυτό είναι το μυστήριο τής συνεργείας, αφού ο Θεός ενεργεί και ο άνθρωπος συνεργεί.

Το περιεχόμενο τού ύμνου αυτού ερμηνεύεται από έναν άλλον πολύ γνωστόν ύμνο που ψάλλουμε στην εξόδιο ακολουθία: «Το τριλαμπές τής μιας θεότητος ευσεβώς υμνήσωμεν βοώντες, άγιος ει ο Πατήρ ο άναρχος, ο συνάναρχος Υιός και το θείον Πνεύμα, φώτισον ημάς πίστει σοι λατρεύοντας και τού αιωνίου πυρός εξάρπασον».

Αναλύοντας αυτόν τον θαυμάσιο ύμνο προσπάθησα σε ένα μικρό χρονικό διάστημα να εντοπίσω τις τέσσερεις ενότητές του, ήτοι την Θεότητα τού Λόγου, την ενανθρώπησή Του, την Τριαδολογία και την σωτηριολογία που αναφέρεται στον άνθρωπο.

Το συμπέρασμα τής σύντομης αυτής εισηγήσεως είναι ότι ο Αυτοκράτωρ Ιουστινιανός θεολόγησε τόσο με την ανοικοδόμηση τού Ιερού Ναού τής Αγίας Σοφίας, στην Κωνσταντινούπολη, όσο και με το τροπάριο αυτό που ψάλλουμε κάθε φορά στην θεία Λειτουργία, που αρχίζει με το «ο μονογενής Υιός και Λόγος τού Θεού», που είναι η ζωντανή και ψαλλόμενη «Αγία Σοφία». Και επειδή θεολόγησε με τον τρόπο αυτόν έμεινε στην ιστορία με ζωντανό τρόπο και όχι απλώς στοιβαζόμενος στις Βιβλιοθήκες τών ανθρώπων. Μάς άφησε ζωντανή θεολογία.

Σήμερα οι πολιτικοί άρχοντες δεν κυβερνούν τον λαό με την θεολογία, αλλά με την κοινωνιολογία, την οικονομία και την κοινωνική πολιτική. Ένας λόγος είναι ότι δεν θεολογούν, αφού παραθεολογούν, δηλαδή διευθύνουν τον λαό με τον ουμανισμό, τον αγνωστικισμό, τον δεϊσμό, αντίθετα από την ζωντανή παράδοση τού λαού. Ευχόμαστε και αυτό να το κάνουν σωστά. Αλλά και οι Χριστιανοί, οι Θεολόγοι και οι Κληρικοί δεν θεολογούν.

Εμείς, όμως, μέσα στην θεία Λειτουργία ζούμε την παράδοσή μας που είναι γεμάτη ζωή, φως, δόξα, έχει νόημα ζωής και ύπαρξης, και γινόμαστε θεούμενοι. Ψάλλουμε το «ο μονογενής Υιός και Λόγος τού Θεού», το ποίημα τού Αυτοκράτορα Ιουστινιανού όρθιοι, προσευχόμενοι και τον ευγνωμονούμε.

Δημιουργία αρχείου: 22-3-2025.

Τελευταία μορφοποίηση: 22-3-2025.

ΕΠΑΝΩ