Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας | Ορθοδοξία, Προτεσταντισμός, Μελέτες και Πεντηκοστιανισμός |
Είναι λατρεία η προσκύνηση; || Τι είναι η Προσκύνηση; || Η προσκύνηση τού αγγέλου από τον απόστολο Ιωάννη || Είναι οι άγιες εικόνες είδωλα;
Η σχετική ή τιμητική προσκύνησις στην Αγία Γραφή Επιτρέπει η Αγία Γραφή τη σχετική ή τιμητική προσκύνηση; π. Επιφάνιου Ι. Θεοδωρόπουλου
Πηγή: ΕΚΔΟΣΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ του ΕΛΕΗΜΟΝΟΣ. Αθήνα 1959. |
.
Καθαρεύουσα Αδελφός τις, ευσεβής και φιλόθεος, επηρεασθείς εξ ετεροδιδασκαλιών, προσέφυγεν εις την ταπεινότητά μου, ζητών λύσιν των γεννηθεισών εις αυτόν αποριών. Συνεζήτησα μετ' αυτού θέματα τινα, μεταξύ δε τούτων και το περί σχετικής ή τιμητικής προσκυνήσεως. Ως ήτο επόμενον, συνέλεξα τας περί ταύτης Γραφικάς μαρτυρίας, ίνα, επί τη βάσει τούτων, αποδείξω ορθήν την διδασκαλίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας ημών. Βραδύτερον, έκρινα καλόν, όπως, συμπληρών και επεξεργαζόμενος τας προχείρους εκείνας σκέψεις μου, προβώ εις την δια του τύπου έκδοσιν αυτών, προς έμφραξιν των διηνεκώς κατά της Ορθοδόξου Πίστεως υλακτούντων στομάτων, άμα δε και προς στηριγμόν των τυχόν κλονιζομένων, εκ των ετεροδιδασκαλιών, Ορθοδόξων. Το θέμα διαπραγματεύομαι υπό μορφήν διαλόγου (μεταξύ Ορθοδόξου και αιρετικού), θεωρήσας ως επαγωγότερον τον τρόπον τούτον. Εν τη αντιμετωπίσει του αντιπάλου μου ουδ' επί στιγμήν εγκατέλιπέ με η τιμιότης. Την ιδιότητα ταύτην, νομίζω ότι τηρώ πάντοτε εις τας πολεμικάς μελέτας μου. Δηλαδή, δεν παρουσιάζω τας θέσεις του άλλου ως ασυνεπείς και αστήρικτους διά παραλείψεως μεν των ισχυρών επιχειρημάτων (εάν βεβαίως υπάρχωσι τοιαύτα), εμφανίσεως δε μόνον των ασθενών και ευανατρέπτων. Ου μόνον παρατάσσω πάντα ανεξαιρέτως τα επιχειρήματα τού αντιπάλου, άτινα θα εύρω εν τοις βιβλίοις των αιρετικών, αλλά προβαίνω και εις παραχωρήσεις προς αυτόν θέσεων, ας θα ηδύνατο να λάβη και δεν έλαβε. Φροντίζω, δηλαδή, να παράσχω εις αυτόν οσαδήποτε ακόμη επιχειρήματα δυνηθώ να εφεύρω υπέρ της γνώμης αυτού. Βασανίζω κυριολεκτικώς την σκέψιν μου, ίνα εύρω οιανδήποτε απάντησιν εις τους λόγους μου, οιανδήποτε ένστασιν, έστω και την πλέον ασήμαντον, και τοποθετήσω ταύτην εις το στόμα του συζητητού μου. Και τούτο, ου μόνον ένεκα τιμιότητος, αλλά και ένεκα σκοπιμότητος. Διότι όντως η αίρεσις καθίσταται τελείως αναπολόγητος και η κατ' αυτής νίκη της Ορθοδοξίας συντριπτικωτέρα. Μόνον όταν, παρά πάσαν φροντίδα και παρά πάντα κόπον, δεν κατορθώσω να εφεύρω ουδέν επιχείρημα προς χρήσιν του αντιπάλου μου, μόνον τότε αναγκάζομαι να εμφανίζω αυτόν σιωπώντα και ησυχάζοντα.... Περατών τον λόγον, παρακαλώ και ικετεύω τον ’γιον Θεόν, όπως φωτίση και σοφίση ψυχάς πλανωμένας εις τα πυκνά των αιρέσεων σκότη, και οδηγήση αύτας εις την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν, ην περιεποιήσατο τω Τιμίω Αίματι του Αμώμου και Ασπίλου Αυτού Υιού, του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, του Ευλογητού εις τους αιώνας. Έγραφον εν Καλάμαις κατά Μάρτιον τού σωτηρίου έτους 1958. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ I. ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ
Σημ. Η έκδοσις αύτη προσφέρεται εις τον εν Αθήναις αθορύβως, αλλά θαυμαστώς δρώντα Ορθόδοξον Φιλανθρωπικόν Σύλλογον «’γιον Ιωάννην τον Ελεήμονα», ως μία ελαχίστη ενίσχυσίς του εις Ιερώτατα έργα εκδαπανωμένου Ταμείου αυτού.
Η ΣΧΕΤΙΚΗ Ή ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΙΣ ΕΝ ΤΗ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΣΥΖΗΤΗΣΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥ
Αιρ.: θα επεθύμουν να συζητήσωμεν σήμερον το περί προσκυνήσεως θέμα. Διότι υμείς οι Ορθόδοξοι προσκυνείτε την Παρθένον, τους Αγγέλους, τους Αγίους, τας εικόνας κ.τ.λ.. Ακόμη και τους κληρικούς προσκυνείτε, εφ' όσον πολλάκις προβαίνετε ενώπιον αυτών εις βαθείας του σώματος, ενίοτε δε και εδαφιαίας, υποκλίσεις. Και όμως! Η εντολή του Θεού είνε κατηγορηματική: «Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις». (Δευτ. ς', 13, Ματθ δ', 10). Και: «Ου προσκυνήσεις αυτοίς ουδέ μη λατρεύσεις αυτοίς. Εγώ γάρ ειμί Κύριος ο Θεός σου» (Έξοδ. κ', δ). Ορθ.: Αι εντολαί αύται, αγαπητέ, αναφέρονται εις την αναγνώρισιν και λατρείαν ενός Θεού, του Αληθινού, και απαγορεύουσι την αναγνώρισιν και λατρείαν άλλων θεών, ψευδών και ανυπάρκτων. Δεν εμποδίζουσι την εις εκδήλωσιν σεβασμού, τιμής κ.λ.π., προσκύνησιν σεβαστών και υπερεχόντων προσώπων. Δεν υπάρχει μία μόνη προσκύνησις, η απόλυτος, η αποτελούσα σημείον λατρείας και αναμφιβόλως εις μόνον τον Αληθıvόv Θεόν πρέπουσα. Υπάρχει και έτερον είδος προσκυνήσεως, η ονομαζόμενη σχετική (ή τιμητική), ήτις εκδηλοί ουχί λατρείαν, άλλα τιμήν, σεβασμόν, θαυμασμόν, υποταγήν, ικεσίαν, ευγνωμοσύνην και εί τι προς ταύτα παρόμοιον. Αιρ.: Γνωρίζω αύτας τας δικολαβίας υμών των Ορθοδόξων, άλλα βροντοφωνώ, ότι ταύτα είνε αυθαίρετα κατασκευάσματα προς δικαιολογίαν των αδικαιολογήτων. «Δεν δύναται να νοηθή προσκύνησις μη λατρευτική.Τιμητική προσκύνησις, ως έννοια μεν είνε σολοικισμός, ως επιχείρημα δε είνε σοφιστεία.... Εν τη Χριστιανική Οικονομία, ως και εν τη Ιουδαϊκή, η προσκύνησις ρητώς αποδίδεται εις μόνον τον Θεόν» («Πλανών έλεγχος», σελ. 125, 136, 143). Ορθ.: Σπεύδε βραδέως, αγαπητέ! Η υφ ημών τοιαύτη ερμηνεία των εντολών και η διάκρισις δυο ειδών προσκυνήσεως, δεν είνε δικολαβία, δεν είνε αυθαίρετον κατασκεύασμα, δεν είνε σοφιστεία. Η ερμηνεία αύτη και η διάκρισις είνε η μόνη ορθή, η μόνη πρέπουσα και επιβαλλομένη, η μόνη αποκλείουσα τερατώδεις αντιφάσεις εν τη Αγία Γραφή. Ναι! Μόνον εάν αναγνωρίσωμεν πλην της απολύτου και σχετικήν προσκύνησιν, συμβιβάζονται τα πράγματα. Ενώ εάν υποκύψωμεν εις την γνώμην σου και είπωμεν, ότι μόνον απόλυτος (ήτοι λατρευτική) προσκύνησις υπάρχει και «δεν δύναται να νοηθή προσκύνησις μη λατρευτική», τότε η Αγία Γραφή εμφανίζεται τρομακτικώς αντιφάσκουσα. Διότι βλέπομεν εν αυτή, άλλοτε μεν να απαγορεύηται η προσκύνησις άλλων όντων πλην του Αγίου Θεού, άλλοτε δε να επιτρέπηται η προσκύνησις ανθρώπων η Αγγέλων. Αιρ.: Υπάρχουσιν εν τη Γραφή παραδείγματα προσκυνήσεως ανθρώπων η Αγγέλων; Ορθ.: Δεκάδες! ’κουε λοιπόν: Ο Αβραάμ, «καθήμενος επί της θύρας της σκηνής αυτού μεσημβρίας» και ιδών τρεις επισκέπτας ερχόμενους προς αυτόν έσπευσεν εις συνάντησιν αυτών και «προσεκύνησεν επί την γην» (Γέν. ιη', 2). Βεβαίως ο προσκυνούμενος ήτο ο ’γιος Θεός, όστις έλαβε σχήμα ανθρώπινον. Αλλ ο Αβραάμ ηγνόει τούτο. Προσεκύνησε τον ξένον ως άνθρωπον. Πώς λοιπόν προσεκύνησεν αυτόν; Λατρευτικώς, ή τιμητικώς; Εάν είπης λατρευτικώς, τότε καταλογίζεις εις τον Αβραάμ ασέβειαν μεγίστην, διότι αποδεικνύεις αυτόν ανθρωπολάτρην. Ιδού και δεύτερον παράδειγμα: Ο Αβραάμ «προσεκύνησε τω λαώ της γης, τοις υιοίς του Χετ» ότε εζήτει παρ αυτών τάφον διά την νεκράν Σάρραν. Προσεκύνησε δε δις (Γέν. κγ', 7'12). Ιδού και τρίτον παράδειγμα: Ο Λωτ, καθήμενος παρά την πύλην Σοδόμων προ της καταστροφής αυτών, βλέπει δύο επισκέπτας ερχόμενους προς αυτόν, ους εκλαμβάνει ως απλούς ανθρώπους διερχόμενους εκείθεν. Ιδών δε αυτούς, «εξανέστη εις συνάντησιν αυτοίς και προσεκύνησε τω προσώπω επΙ την γην» (Γέν. ιθ', 1). Πώς προσεκύνησεν αυτούς, αν απηγορεύετο πάσα προσκύνησις εις ανθρώπους, αν πάσα προσκύνησις ήτο λατρείας σημείον; Ιδού και τέταρτον παράδειγμα: Ο Ισαάκ ευλογών τον Ιακώβ, εύχεται αυτώ τα εξής: «Και δώη σοι ο Θεός από της δρόσου του Ουρανού και από της ποιότητος της γης και πλήθος σίτου και οίνου. Και δουλευσάτωσάν σοι έθνη και προσκυνησάτωσάν σοι άρχοντες» (Γέν. κζ', 28-29). Εφ όσον υπάρχει μία μόνη προσκύνησις, η λατρευτική, λατρευτικώς θα προσεκυνείτο ο Ιακώβ; Αλλά τούτο θα ήτο καθαρά άνθρωπολατρία, όπερ απόβλητον. Είνε πρόδηλον, ότι πρόκειται περί προσκυνήσεως τιμής, σεβασμού, υποταγής. Ιδού και πέμπτον παράδειγμα: Ο Ιακώβ επιστρέφων εκ Μεσοποταμίας, βαδίζει μετά πάντων των οικογενών αυτού προς συνάντησιν του αδελφού αυτού Ησαύ. Ιδών δε τον αδελφόν αυτού μακρόθεν, «.προσεκύνησεν επί την γην επτάκις». Ακολούθως «προσήγγισαν αι παιδίσκαι και τα τέκνα αυτών και προσεκύνησαν. Και προσήγγισε Λεία και τα τέκνα αυτής και προσεκύνησαν. Και μετά ταύτα προσήγγισε Ραχήλ και Ιωσήφ και προσεκύνησαν» (Γέν. λγ' 3-7). Πάσαι αύται αι προσκυνήσεις ήσαν προσκυνήσεις λατρείας ή τιμής; Αναμφιβόλως τιμής, διότι η Γραφή δεν επιτρέπει την ανθρωπολατρίαν. Ιδού και έκτον παράδειγμα: Τα τέκνα του Ιακώβ έρχονται εις Αίγυπτον, ένθα άρχει, εν αγνοία αυτών, ο αδελφός αυτών Ιωσήφ, ίνα αγοράσωσι σίτον. «Ελθόντες δε οι αδελφοι Ιωσήφ προσεκύνησαν αυτω επί πρόσωπον επί την γην» (Γέν. μβ', 6.). Ομοίως και βραδύτερον προσκυνούσιν αυτώ δις (Γέν. μγ', 25,27). Εις εκδήλωσιν λατρείας προσκυνούσιν αυτώ, ή τιμής και σεβασμού; Ιδού και έβδομον παράδειγμα: Οι υιοί του Ιωσήφ, Εφραίμ και Μανασσής, προσεκύνησαν τον πάππον αυτών Ιακώβ, ότε ηυλόγει αυτούς. «Και εξήγαγεν αυτούς Ιωσήφ», λέγει το ιερόν κείμενον, «από των γονάτων αυτού και προσεκύνησαν αυτώ επί πρόσωπον επί της γης» (Γέν. μη', 12). Λατρείαν προσφέρουσι προσκυνούντες, ή τιμήν και σεβασμόν; Αιρ.: Τα επιχειρήματα σου ομολογώ ότι θα ήσαν ισχυρά, εάν δεν ανεφέροντο εις την προ του Μωυσέως εποχήν, οπότε δεν είχεν ακόμη δοθή ο Νόμος. Ορθ.: Και εκ τούτου νομίζεις, ότι επετρέπετο η ανθρωπολατρία; Σε ερωτώ: Κατά την προ του Μωυσέως εποχήν επέτρεπεν ο Θεός την λατρείαν ανθρώπων; Aιρ.: Όχι βεβαίως. Ορθ.: Τότε πώς βλέπομεν να προσκυνώνται, ήτοι να λατρεύωνται (ως θέλεις συ όστις δεν εννοείς προσκύνησιν μη λατρευτικήν), απλοί άνθρωποι; Δεν νομίζεις, ότι και προ του Μωυσέως απηγόρευεν ο Θεός εις τους πιστούς Αυτού την λατρείαν ανθρώπων; Αιρ.: Είπον, ναι. Αλλά δεν είχε δοθή και ειδική γραπτή εντολή. Ορθ.: Μήπως είχε δοθή ειδική γραπτή εντολή κατά του ψεύδους προ του Μωυσέως; Και όμως ο Αβραάμ ελέγχεται υπό του βασιλέως των Γεράρων Αβιμέλεχ διά το ψεύδος αυτού προς αυτόν (Γέν. κ',2,9). Μήπως είχε δοθή ειδική γραπτή εντολή κατά του φόνου; Και όμως ο Κάιν τιμωρείται, διότι εφόνευσε (Γέν. δ', 8). Μήπως είχε δοθή ειδική γραπτή εντολή κατά των κακιών γενικώς; Και όμως ο κατακλυσμός (Γέν. ζ',11, κ.έ.) καταστρέφει τους παραβάτας, διότι «επληθύνθησαν αι κακίαι των ανθρώπων επί της γης» (Γέν. ς',δ). Μήπως είχε δοθή ειδική γραπτή εντολή διά την ασέλγειαν; όμως οι Σοδομίται πυρπολούνται διά την εαυτών ασέλγειαν (Γέν. ιθ', 1, κ.ε.). Μήπως είχε δοθή κατά της κενοδοξίας ειδική γραπτή εντολή; Και όμως οι κτίζοντες τον Πύργον, πάσχουσι σύγχυσιν γλωσσών διά την εαυτών κενοδοξίαν. (Γέν. ια', 19). Μήπως είχε δοθη διά την μοιχείαν ειδική γραπτή εντολή; Και όμως ο Ιωσήφ αρνείται να αμαρτήση και κραυγάζει έντρομος: «Πώς ποιήσω το ρήμα το πονηρόν τούτο και αμαρτήσομαι εναντίον του Θεού;» (Γέν. λθ', 9.) Όπως λοιπόν απηγορεύοντο προ του Μωυσέως, το ψεύδος, ο φόνος, η ασέλγεια, η μοιχεία, και γενικώς αι κακίαι, καίτοι δεν υπήρχε δι αυτά ειδική γραπτή εντολή, ούτως απηγορεύετο και η λατρεία άλλων όντων πλήν του Θεού, καίτοι δεν είχε δοθή δι αυτήν ειδική γραπτή εντολή. Η τελευταία μάλιστα αύτη απηγορεύετο περισσότερον πάσης άλλης κακίας, διότι είνε η μεγίστη κακία. Εφ όσον λοιπόν η προσκύνησις σημαίνει λατρείαν, δεν έπρεπε, τα πρόσωπα, άτινα είδομεν, να προσκυνώσιν ανθρώπους, διότι άλλως θα ετιμωρούντο; Εφ όσον όμως και προσκυνούσι και ατιμώρητα μένουσι, μάλλον δε και ευλογούνται υπό Θεού, είνε φυσικόν να διακρίνωμεν την τιμητικήν προσκύνησιν από της λατρευτικής. Tι λέγεις; Aιρ.: Θα ήθελον και άλλα παραδείγματα μετά την παράδοσιν του Νόμου εις τον Μωυσή. Υπάρχουσιν; Ορθ.: Πλείστα. Πάντως εις τα ανωτέρω ουδέν απαντάς! ’κουε λοιπόν: Αναγινώσκω πρώτον το Έξοδ. ιη', 7: «Εξήλθε δε Μωυσής εις συνάντησιν τω γαμβρώ (δηλ. τω πενθερώ αυτού Ιοθόρ) και προσεκύνησεν αυτώ και εφίλησεν αυτόν». Λατρείαν εκδηλοί η προσκύνησις αύτη; Αλλ' επειδή ενδέχεται να μοι είπης πάλιν, ότι ακόμη δεν είχε δοθή εις τον Μωυσή ο Νόμος, προχώρει εις το Αριθ. κβ', 31. Ευρισκόμεθα πλέον εις την μετά την παράδοσιν του Νόμου εποχήν: Aιρ.: «Απεκάλυψε δε ο Θεός τους οφθαλμούς Βαλαάμ και ορά τον ’γγελον Κυρίου ανθεστηκότα εν τη οδώ και την μάχαιραν εσπασμένην εν τη χειρί αυτού και κύψας πρoσεκύνησε τω προσώπω αυτού». Oρθ.: Λατρείαν προσφέρει ο Βαλαάμ εις τον ’γγελον, ή τιμήν; Aιρ.: Δεν δυνάμεθα να λάβωμεν ως υπόδειγμα την διαγωγήν του Βαλαάμ, διότι ο Βαλαάμ ήτο ψευδοπροφήτης και ήτο ενδεχόμενον να απονείμη λατρείαν και εις ’γγελον. Ορθ.: Δυνάμεθα όμως ή μάλλον οφείλομεν να λάβωμεν ως υπόδειγμα την διαγωγήν του Αγγέλου. Πώς ο ’γγελος δεν διαμαρτύρεται; Πώς δεν λέγει εις τον Βαλαάμ ότι εις μόνον τον Θεόν ανήκει η λατρεία; Πώς τολμά και αποδέχεται αυτός λατρείαν, δηλ. πράγμα ανήκον εις μόνον τον Θεόν; Αναμφιβόλως, εάν δεν υπήρχε προσκύνησις τιμής, αλλά πάσα προσκύνησις εξεδήλου λατρείαν, επ ουδενί λόγω ο ’γγελος θα εδέχετο την προσκύνησιν του Βαλαάμ, επ ουδενί λόγω θα εσφετερίζετο θεϊκήν τιμήν! Η υπ αυτού όμως αδιαμαρτύρητος αποδοχή της προσκυνήσεως, αποδεικνύει ότι υπάρχει και προσκύνησις τιμής. Τι έχεις να αντείπης; Aιρ.: Ορθ.: ’κουσον και έτερον: «Και εγένετο ως ήν Ιησούς εν Ιεριχώ, και αναβλέψας τοις οφθαλμοίς είδεν άνθρωπον εστηκότα εναντίον αυτού, και η ρομφαία εσπασμένη εν τη χειρί αυτού. Και προσελθών Ιησούς είπεν αυτώ: ημέτερος εί, ή των υπεναντίων; ο δε είπεν αυτώ: εγώ αρχιστράτηγος δυνάμεως Κυρίου νυνί παραγέγονα. Και Ιησούς έπεσεν επί πρόσωπον επί την γην και είπεν αυτώ: δέσποτα, τι προστάσσεις τω σω οικέτη; Και λέγει ο αρχιστράτηγος Κυρίου προς τον Ιησούν: λύσαι το υπόδημα εκ των ποδών σου˙ ο γαρ τόπος, εφ ώ νυν έστηκας επ' αυτού άγιοςεστιν» (Ίησ. Ναυή ε', 13). Εφ όσον πάσα προσκύνησις εκδηλοί λατρείαν και δεν υπάρχει προσκύνησις τιμής, λατρείαν προσφέρει ο ευσεβέστατος και θεόπνευστος Ιησούς του Ναυή εις το κτίσμα, ήτοι τον ’γγελον; Και ο ’γγελος τολμά και δέχεται αδιαμαρτυρήτως θείαν τιμήν; Aιρ.: Ορθ.: Προχωρώ: Εν τη βίβλω της Ρουθ αναγινώσκoμεν, ότι αύτη «έπεσεν επί πρόσωπον αυτής και προσεκύνησεν επί την γην» τον Βοόζ (Ρουθ β', 10). Εις εκδήλωσιν λατρείας προσκυνεί, ή τιμής και ευγνωμοσύνης; Αιρ.: Αλλ η Ρουθ δεν ήτο Ισραηλίτις και δεν πρέπει να αναμένωμεν παρ αυτής γνώσιν και τήρησιν του απαγορεύοντος την προσκύνησιν Νόμου. Ορθ.: Ήτο όμως ο Βοόζ Ισραηλίτης, και μάλιστα ευσεβής. Πώς ούτος θα εδέχετο την προσκύνησιν, αν αύτη απηγορεύετο υπό του Νόμου; Πώς θα εδέχετο την προσκύνησιν, αν αύτη απετέλει λατρείαν; Αλλ ας προχωρήσω: Εν Α' Βασ. β', 36, ο Θεός αναγγέλλων εις τον Ιερέα Ηλί τας προς αυτόν επερχομένας τιμωρίας, επάγεται: «Και έσται ο περισσεύων εν οίκω σου ήξει προσκυνείν αυτώ (τω υπό του Κυρίου αναδειχθησομένω Ιερεί) οβολού αργυρίου λέγων˙ παράρριψόν με επί μίαν των ιερατείων σου φαγείν αρτον». Προσκύνησις λατρείας θα ήτο αύτη, ή προσκύνησις παρακλήσεως και ικεσίας; Ο Δαυίδ συναντών τω υιώ του βασιλέως Σαούλ Ιωνάθαν, όστις έσωσεν αυτόν εκ της επιβουλής του πατρός αυτού, ιδού πώς συμπεριφέρεται: «έπεσεν επί πρόσωπον αυτού και προσεκύνησεν αυτώ τρις και κατεφίλησεν έκαστος τον πλησίον αυτού.» (Α' Βασιλ. κ', 41). Λατρείαν προσφέρει ο Δαυίδ εις τον Ιωνάθαν διά της τριπλής προσκυνήσεως, ή τιμήν και ευγνωμοσύνην; Και εν Α' Βασιλ. κδ',9), βλέπω ετέραν προσκύνησιν του Δαυίδ: «Και έβόησε Δαυίδ οπίσω Σαούλ.... Και έκυψε Δαυίδ επί πρόσωπον αυτού επί την γην και προσεκύνησεν αυτώ». Προσκύνησις λατρείας είνε αύτη, ή τιμής και σεβασμού προς τον βασιλέα; Και εν Α' Βασιλ. κε', 23, αναγινώσκω, ότι η Αβιγαία «έπεσεν ενώπιον Δαυίδ επί πρόσωπον αυτής και προσεκύνησεν αυτώ επί την γην επί τους πόδας αυτού». Λατρεία προσφέρεται εις τον Δαυίδ, ή τιμή; Εν Β' Βασιλ. α, 2, αναγινώσκω, ότι, έλθών εις τον Δαυίδ ο κομίζων το άγγελμα του εν τη μάχη θανάτου του Σαούλ και Ιωνάθαν, «έπεσεν επί την γην και προσεκύνησεν αυτώ». Εν Β' Βασιλ. θ', 6, ότι «παραγίνεται Μεμφιβοσθέ υιός Ιωνάθαν υιού Σαούλ προς τον βασιλέα Δαυίδ και έπεσεν επί πρόσωπον αυτού και προσεκύνησεν αυτώ ». Εν Β' Βασιλ. ιδ', 4, ότι «εισήλθεν η γυνή η Θεκωΐτις προς τον βασιλέα και έπεσεν επί πρόσωπον αυτής εις την γην και προσεκύνησεν αυτώ». Εν Β' Βασιλ. ιδ', 22, ότι «έπεσεν Ιωάβ επί πρόσωπον αυτού επί την γην και προσεκύνησεν και ευλόγησε (ηυχαρίστησε) τον βασιλέα». Εν Β' Βασιλ. ιδ', 33, ότι ο Αβεσσαλώμ «εισήλθε προς τον βασιλέα και προσεκύνησεν αυτώ και έπεσεν επί πρόσωπον αυτού επί την γην κατά πρόσωπον του βασιλέως». Εν Β' Βασιλ. ις', 4, ότι «είπεν ο βασιλεύς τω Σιβά.... και είπε Σιβά, προσκυνήσας: εύροιμι χάριν εν οφθαλμοίς σου, κύριε μου βασιλεύ». Εν Β' Βασιλ. ιη', 21, ότι «προσεκύνησε Χουσί τω Ιωάβ και εξήλθε». Εν Β' Βασιλ. ιη', 28, ότι ο Αχιμάας «προσεκύνησε τω βασιλεί επί πρόσωπον αυτού επί την γην». Εν Β' Βασιλ. κδ', 20, ότι «εξήλθεν Ορνά και προσεκύνησε τω βασιλεί επί πρόσωπον αυτού επί την γην». Εν Γ' Βασιλ. α', 16,31, ότι «έκυψε Βηρσαβεέ και προσεκύνησε τω βασιλεί». Εν Γ' Βασιλ. α', 23, ότι ο προφήτης Νάθαν «προσεκύνησε τω βασιλεί κατά πρόσωπον αυτού επί την γην». Εν Γ' Βασιλ. α', 53, ότι ο Αδωνίας «εισήλθε και προσεκύνησε τω βασιλεί Σαλωμών». Εν Γ' Βασιλ. β', 13, ότι «εισήλθεν Αδωνίας εισήλθεν Αγγίθ προς Βηρσαβεέ μητέρα Σαλωμών και «προσεκύνησεν αυτή». Εν Δ' Βασιλ. α', 13, ότι «ήλθεν ο πεντηκόνταρχος ο τρίτος και έκαμψεν επί τα γόνατα αυτού κατέναντι Ηλιού και εδεήθη αυτού και ελάλησεν προς αυτόν και είπεν...». Προσκύνησις λατρείας ήτο αύτη, ή τιμής και σεβασμού και, προ παντός, ικεσίας; Εν Δ' Βασιλ. β', 15, αναγινώσκω πάλιν, ότι οι υιοί των προφητών «ήλθον εις συναντήν αυτού (του προφήτου Ελισαιέ) και προσεκύνησαν αυτώ επί την γην». Εν Δ' Βασιλ. δ', 37, ότι η Σωμανίτις γυνή, ης το τέκνον ανέστησεν ο προφήτης Ελισαιέ, «έπεσεν επί τους πόδας αυτού και προσεκύνησεν επί την γην.» Εν Α' Παραλ. κθ',20, ότι ο λαός «κάμψαντες τα γόνατα προσεκύνηααν τω Κυρίω και τω βασιλεί (Δαυίδ)». Πάσαι αύται αι προσκυνήσεις ήσαν απόλυτοι, ή σχετικοί; Δηλαδή λατρείαν εξεδήλουν ή τιμήν, σεβασμόν, υποταγήν, ικεσίαν, ευγνωμοσύνην κ.τ.τ.; Αιρ.: Ορθ.: Εάν εξεδήλουν λατρείαν, ως μη υπαρχούσης σχετικής προσκυνήσεως, τότε ορθούνται ενώπιον σου τα εξής αδυσώπητα ερωτήματα και απαιτούσιν απάντησιν: α') Πώς, τόσα ευσεβή πρόσωπα κατεπάτουν ασυστόλως την εντολήν του Θεού και προσέφερον λατρείαν εις ανθρώπους, ή εδέχοντο λατρείαν προσφερομένην εις αυτούς; β') Πώς, ούτε έν έξ αυτών των προσώπων δεν ετιμωρήθη υπό της Ισραηλιτικής Κοινότητος δια την τρομεράν αυτήν πράξιν, ενώ εν τη Π. Διαθήκη υπάρχει πλήθος παραδειγμάτων λιθοβολισμού τών παραβατών του Νόμου; γ') Πώς, ούτε έν εξ αυτών των προσώπων δεν ετιμωρήθη υπό του Θεού διά την φρικτήν ταύτην ασέβειαν, ενώ πλειστάκις εν τη Π. Διαθήκη βλέπομεν Αυτόν τιμωρούντα μικροτέρας παραβάσεις; Ειδικώτερον, ερωτώ σε: α') Πώς, ο θεόπνευστος και μέγας Ιησούς του Ναυή, ο πιστός θεράπων του Κυρίου, προσφέρει λατρείαν εις ’γγελον, καταφρονών αδιστάκτως του θείου Νόμου; β') Πώς, ο Νάθαν, ο άγιος αυτός προφήτης, ο απεσταλμένος του Θεού, ο πλήρης παρρησίας και θάρρους, ο ατρόμητος Νάθαν, διαπράττει αυτήν την βλασφημίαν και προσφέρει λατρείαν εις άνθρωπον; Πώς τολμά και προσκυνεί τον βασιλέα Δαυίδ, ότε κατ εντολήν Θεού μετέβη ίνα ελέγξη αυτόν διά το διπλούν αυτού αμάρτημα; γ') Πώς ο Δαυίδ, ο ευσεβέστατος και θεοφιλέστατος, ο Δαυίδ περί ου είπεν ο ’γιος Θεός «εύρον Δαυίδ τον του Ιεσσαί άνδρα κατά την καρδίαν μου» (Πράξ. ιγ', 22), τολμά και δέχεται τόσας λατρευτικάς εκδηλώσεις καταπατών την εντολήν του Θεού; Πώς δε ο Θεός, Όστις παρ όλην την αγάπην Αυτού προς τον Δαυίδ, ετιμώρησεν αυστηρώς αυτόν διά την μοιχείαν και τον φόνον, άτινα διέπραξεν, αφήκεν αυτόν ατιμώρητον διά το αμάρτημα αυτού τούτο, όπερ ήτο ασυγκρίτως βαρύτερον των πρώτων, εφ' όσον ούτος εσφετερίζετο πράγματα πρέποντα εις μόνον τον Θεόν; Πώς, ου μόνον δεν ετιμώρησεν, αλλ ουδ απλώς ήλεγξε τον Δαυίδ διά τοσαύτην ασέβειαν; δ') Πώς ο πύρıvος εν ζήλω και ευσεβεία προφήτης Ηλίας, τολμά και δέχεται την προσκύνησιν, ήτοι την λατρείαν, του πεντηκοντάρχου; Πώς διαπράττει τοιαύτην ασέβειαν; ε') Πώς ο θεοφόρος προφήτης Ελισαίος δέχεται αδιαμαρτυρήτως την προσκύνησιν, ήτοι την λατρείαν, της Σωμανίτιδος γυναικός και των υιών των προφητών; Πώς δεν αποποιείται έντρομος το προσφερόμενον; Τι έχεις να απαντήσης εις πάντα ταύτα; Αιρ.: .. Ορθ.: Δεν απαντάς! Αγαπητέ μου, πάσαι αι προσκυνήσεις αύται ήσαν προσκυνήσεις σχετικαί. Δεν ήσαν προσκυνήσεις απόλυτοι, δηλ. προσκυνήσεις λατρείας. Εάν υπήρχεν εν αυταίς και ίχνος λατρείας, τα ευσεβέστατα αυτά πρόσωπα ούτε θα εδέχοντο, ούτε θα προσέφερον προσκυνήσεις. Ας προχωρήσω όμως εις έν ακόμη χωρίον: Εν τη βίβλω Δανιήλ αναγινώσκω, ότι ο «βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ έπεσεν επί πρόσωπον και τω Δανιήλ προσεκύνησε» (Δαν. β', 46), μετά την υπό του Δανιήλ εξήγησιν του ενυπνίου αυτού. Λατρείαν εκδηλοί ο Ναβουχοδονόσορ, ή τιμήν και θαυμασμόν; Και αν αυτός εκδηλοί λατρείαν, ως μη Ισραηλίτης, πώς ο θεοφιλέστατος και θεόπνευστος Δανιήλ δέχεται αδιαμαρτυρήτως ταύτην; Απάντησον, διότι εγώ ετελείωσα τα χωρία, όσα τουλάχιστον εσκόπουν να χρησιμοποιήσω. Αιρ.: Έχω έν παράδειγμα, ένθα υπάρχει άρνησις προσκυνήσεως ανθρώπου. Ορθ.: Θα ίδωμεν και το παράδειγμα σου, αλλά προηγουμένως οφείλεις να απάντησης εις τα εκτεθέντα. Αιρ.: θα απαντήση αυτό τούτο το παράδειγμα. Ορθ.: Τι λέγεις, αγαπητέ; Ο,τι δήποτε και αν λέγη το παράδειγμα σου, θα ισχύση να ανατρέψη την σωρείαν των εκτεθέντων παραδειγμάτων; Το έν θα νικήση και θα υποτάξη τα πολλά (αν υποτεθή ότι υπάρχει αντίθεσις, ην εγώ αποκλείω, διότι εν τη Γραφή δεν υπάρχουσι πραγματικαί αντιθέσεις), ή τα πολλά το έν; Ας ακούσω όμως το παράδειγμα σου. Αιρ.: Εν τω βιβλίω της Εσθήρ αναγινώσκω: «Μετά δε ταύτα εδόξασεν ο βασιλεύς Αρταξέρξης Αμάν Αμαδάθου Βουγαίον και ύψωσεν αυτόν, και επρωτοβάθρει πάντων των φίλων αυτού και πάντες οι εν τη αυλή προσεκύνουν αυτώ, ούτως γαρ προσέταξεν ο βασιλεύς ποιήσαι: ο δε Μαρδοχαίος ου προσεκύνει αυτώ» (Έσθήρ γ', 1). Ιδού ότι ο ευσεβής Ισραηλίτης Μαρδοχαίος αρνείται να προσκύνηση τον Αμάν, διότι επίστευεν ότι η προσκύνησις αποτελεί λατρείαν. Εάν απετέλει τιμήν, διατί θα ηρνείτο να προσκύνηση; Ορθ.: Το παράδειγμά σου στρέφεται εναντίον σου και ουχί εναντίον μου. Διότι εμβάλλει εις το στόμα μου τα εξής ερωτήματα: Εάν όντως πάσα προσκύνησις σημαίνει λατρείαν, τότε διατί και τα προηγούμενα πρόσωπα δεν πολιτεύονται ομοίως προς τον Μαρδοχαίον; Διατί αυτοί, εν οις και ο Ιησούς του Ναυή και ο προφήτης Νάθαν, προσκυνούσιν, οικειοθελώς μάλιστα, ενώ ο Μαρδοχαίος δεν προσφέρει την προσκύνησιν, καίτοι αύτη εζητείτο; Διατί οι προηγούμενοι προσκυνούσι χωρίς να διατρέχωσιν, εάν δεν προσεκύνουν, ουδένα κίνδυνον, ενώ ο Μαρδοχαίος αρνείται να προσκυνήση, καίτοι εγνώριζεν ότι εκινδύνευε; Και οι άλλοι εκ των προηγουμένων, εν οις και ο μέγας Δαυίδ και ο πύρινος Ηλίας και ο άγιος Ελισαίος και ο θαυμαστός Δανιήλ, διατί δέχονται τας εις αυτούς προσφερομένας προσκυνήσεις; Μήπως ο Ιησούς και ο Νάθαν και ο Δαυίδ και ο Ηλίας και ο Ελισαίος και ο Δανιήλ ήσαν ολιγώτερον του Μαρδοχαίου ευσεβείς και πιστοί εις τον Θεόν του Ισραήλ; Αιρ.: .. . . . . Ορθ.: Το παράδειγμα του Μαρδοχαίου ου μόνον δεν αναιρεί τα προηγούμενα, αλλ αντιθέτως επισφραγίζει αυτά και πείθει ημάς, ότι εκεί πρόκειται περί σχετικών προσκυνήσεων, διότι το παράδειγμα τούτο εμφανίζει την αρνητικήν στάσιν των ευσεβών Ισραηλιτών έναντι της λατρευτικόν εχούσης χαρακτήρα προσκυνήσεως. Ότι δε η παρά του Μαρδοχαίου απορριφθείσα προσκύνησις δεν ήτο απλή εκδήλωσις τιμής, αλλ είχε χαρακτήρα λατρείας, πείθουσι τα εξής: α') Αύτη εζητείτο υποχρεωτικώς και εζητείτο υπό ειδωλολάτρου. Είνε δε γνωστά ότι κατά την αρχαιότητα οι ειδωλολάτραι άρχοντες εξελάμβανον εαυτούς ως θεία όντα και ηξίουν θείας τιμάς, β') Ο Μαρδοχαίος αρνείται να προσκυνήση τον «υπερήφανον Αμάν», ουχί ένεκα υπερηφανίας («ουκ εν ύβρει ουδέ εν υπερηφανία ουδέ εν φιλοδοξία εποίησα τούτο»), αλλ' «ίνα μη θη δόξαν ανθρώπου υπεράνω δόξης Θεού», ως λέγει εν τη προσευχή αυτού (Έσθήρ δ', 17). Εάν λοιπόν ο Μαρδοχαίος, όστις δεν ήτο θεόπνευστος προφήτης, αλλ απλούς ευσεβής Ισραηλίτης, αρνείται όπως προσκύνηση και ούτω «θη δόξαν ανθρώπου υπεράνω δόξης Θεού», διατί οι θεόπνευστοι άνδρες Ιησούς, Δαυίδ, Νάθαν, Ηλίας, Ελισαίος, Δανιήλ, δεν πράττουσι το αυτό, αλλ αντιθέτως και προσφέρουσι και αποδέχονται προσκυνήσεις, και «ούτω τιθέασι δόξαν ανθρώπου υπεράνω δόξης Θεού»; Αναμφιβόλως, διότι αι προσκυνήσεις αυτών ήσαν άλλου χαρακτήρος, και ούτω δεν ετίθετο «δόξα ανθρώπου υπεράνω δόξης Θεού»! Τι έχεις να αντείπης; Αιρ.: . Ορθ.: Ας συνοψίσω: Είνε γεγονός αναντίρρητον, ότι έχομεν ενώπιον ημών δυο πραγματικότητας. Την μίαν αποτελούσι δεκάδες προσώπων προσφερόντων ή δεχόμενων προσκύνησιν, και την άλλην ο Μαρδοχαίος, αρνούμενος προσφοράν προσκυνήσεως. Πλησίον του Μαρδοχαίου πρέπει να τεθώσι και οι τρεις ευσεβείς Ιουδαίοι Παίδες, oι μη προσκυνήσαντες την χρυσήν εικόνα του Ναβουχοδονόσορος και ριφθέντες διά τούτο εις την κάμινον του πυρός, αλλά σώοι διατηρηθέντες (Δαν. γ'). Έχοντες λοιπόν ενώπιον ημών αύτας τας δύο αντιθέτους πραγματικότητας, ας αντιμετωπίσωμεν εξ αρχής το ζήτημα της προσκυνήσεως, εν συσχετισμώ προς αύτας τας δύο πραγματικότητας: Συ φρονείς, ότι μία μόνη προσκύνησις υπάρχει, η λατρευτική. Ας ίδωμεν τι θα συμβή αν λάβωμεν ως ορθήν την γνώμην σου: α') Εμφανίζεται μεν η παράταξις του Μαρδοχαίου και των Τριών Παίδων ως καλώς και θεαρέστως πράξασα, η παράταξις όμως πάντων των άλλων προσώπων, εμφανίζεται ως ασεβής και βλάσφημος, εφ όσον προσέφερεν ή εδέχετο την εις μόνον τον Θεόν ανήκουσαν λατρείαν. Ιδιαιτέρως δε οι θεόπνευστοι άνδρες Ιησούς, Δαυίδ, Νάθαν, Ηλίας, Ελισαίος και Δανιήλ, εμφανίζονται ως άθλιοι καταφρονηταί του θείου Νόμου, β') Μένει ανεξήγητος η στάσις της Γραφής, ήτις αμφοτέρας τας παρατάξεις φαίνεται αποδεχόμενη. Μάλλον δε η Γραφη εμφανίζεται ως βιβλίον άνευ σταθερών αρχών και ασυνάρτητον, ως βιβλίον αντιθέσεων και αντιφάσεων, εφ όσον ουδεμίαν εκ των δύο παρατάξεων αποδοκιμάζει ή ελέγχει, αλλ απεναντίας φέρεται ως αμφοτέρων τας πράξεις, καίτοι αντιθέτους, επιδοκιμάζουσα και εγκρίνουσα και επευλογούσα. Ιδού τα αποτελέσματα της εφαρμογής της γνώμης σου! Ας ίδωμεν ήδη την εφαρμογήν της γνώμης ημών, ότι δηλ. υπάρχει και σχετική και απόλυτος προσκύνησις: α') Εμφανίζονται αμφότεροι αι παρατάξεις ως καλώς και θεαρέστως πράττουσαι. Η μεν πρώτη, διότι προσφέρει και δέχεται προσκύνησιν τιμής, η δε δευτέρα, διότι αρνείται προσκύνησιν λατρείας, β') Η Γραφή εμφανίζεται ως βιβλίον θείον και τέλειον, απηλλαγμένον πάσης αντιθέσεως και αντιφάσεως και ορθώς εγκρίνουσα αμφοτέρων των παρατάξεων τας πράξεις: Της μεν πρώτης, διότι αύτη, προσφέρουσα και δεχόμενη απλήν τιμήν, σεβασμόν, υποταγήν κ.λ.π., ουδέν το αντίθετον προς τον θείον Νόμον πράττει˙ της δε δευτέρας, διότι αύτη, αρνούμενη προσφοράν λατρείας εις άλλον πλην του Θεού, υπακούει εις τον θείον Νόμον, τον ούτω διατάσσοντα. Ως βλέπεις, η δευτέρα αύτη λύσις, η λύσις της αποδοχής δύο ειδών προσκυνήσεως, είνε η μόνη αίρουσα πάσαν φαινομένην αντίθεσιν, η μόνη συμβιβάζουσα άριστα τα πράγματα, η μόνη μη δημιουργούσα άλυτα προβλήματα. Ακούω ό,τι έχεις να απάντησης. Αιρ.: Κατ αρχήν θα ήθελον να πληροφορηθώ τούτο: Εάν υπάρχωσι δύο είδη προσκυνήσεως, πώς θα διακρίνωμεν το έν από του ετέρου; Πώς θα διακρίνωμεν την απόλυτον ή λατρευτικήν προσκύνησιν από της σχετικής τοιαύτης, ώστε να μη κινδυνεύωμεν να προσκυνήσωμεν λατρευτικως άλλα όντα πλην του Θεού; Ορθ.: Εύλογος η απορία σου. Αλλ η διάκρισις είνε ευχερέστατη, διότι είνε αυτόματος, ούτως ειπείν. Δηλαδή, πάσα προσκύνησις (και προσκύνησις είνε η υπόκλισις του σώματος, φθάνουσα και μέχρι προσπτώσεως), προσφερόμενη εις τον Θεόν, είνε απόλυτος. Προσφερόμενη δε εις άνθρωπον, ως εις άνθρωπον, ή εις ’γγελον, ως εις ’γγελον, είνε σχετική. ’λλαις λέξεσιν, όταν προσκυνή τις τούτο ή εκείνο το ον ως Θεόν, τότε η προσκύνησις είνε αυτομάτως απόλυτος και λατρευτική, ακριβώς ως περιέχουσα το στοιχείον της ως Θεού αναγνωρίσεως του όντος αυτού. Τοιαύτη δε (δηλ. απόλυτος) είνε και η προς άνθρωπον απονεμόμενη προσκύνησις, όταν εκλαμβάνωμεν τον άνθρωπον αυτόν ουχί ως απλούν άνθρωπον (μέγαν έστω και σπουδαίον και άγιον και ό,τι δήποτε άλλο, αλλά πάντως άνθρωπον), αλλ ως θείον ον. Όταν όμως προσκυνώμεν ένα ’γγελον ή ένα άνθρωπον, χωρίς να παραγνωρίζωμεν την φύσιν αυτού, χωρίς να εκλαμβάνωμεν αυτόν ως θείον ον (την λέξιν «θείον» χρησιμοποιώ ενταύθα ουχί υπό την έννοιαν του ιερού και αγίου και του τω Θεώ ανατεθειμένου, αλλ εν τη εννοία του έχοντος φύσει θεϊκάς ιδιότητας), χωρίς να παραγνωρίζωμεν ότι και αυτός είνε κτίσμα του μόνου Αληθινού Θεού, τότε η προσκύνησις είνε αυτομάτως σχετική. Είνε δε τοιαύτη, ακριβώς ως μη περιέχουσα το στοιχείον της ως Θεού αναγνωρίσεως του προσκυνουμένου προσώπου. Ίνα δε καταληπτότερον εκφρασθώ, φέρω εν παράδειγμα: Υποτεθείσθω ότι ο αδελφός σου κατεδικάσθη εις θάνατον. Συ υψοίς τας χείρας ικέτιδας προς τον Θεόν και παρακαλής Αυτον ίνα σώση τον αδελφόν σου. «Κύριε, σώσον τον αδελφόν μου», βοάς συνεχώς. Αποφασίζεις δε να κίνησης και ανθρωπίνους δυνάμεις, όσον δύνασαι. Τη βοηθεία ισχυρών φίλων σου, εμφανίζεσαι τάχιστα ενώπιον του βασιλέως και καθικετεύεις αυτόν ίνα απονείμη χάριν. «Βασιλεύ, σώσον τον αδελφόν μου», βοάς μετά δακρύων και προς αυτόν.... Ποίος ήδη δύναται να είπη ότι ησέβησας, επειδή ικέτευσας περί του αυτού πράγματος και κατά τον αυτόν φραστικόν τρόπον, και τον Θεόν και τον βασιλέα; Αναμφιβόλως ουδείς˙ διότι συ, ικετεύων τον βασιλέα, ικέτευες αυτόν ως άνθρωπον˙ άνθρωπον έχοντα βεβαίως προνόμια και εξουσίας, αλλά πάντως άνθρωπον! Εάν όμως εξελάμβανες τον βασιλέα ως θείον ον (όπως κατά την αρχαιότητα οι ειδωλολάτραι λαοί), τότε αναμφιβόλως θα διέπραττες ασέβειαν μεγίστην. Εάν δε θέλης και Γραφικόν περί τούτου παράδειγμα, ιδού: Οι εν τη ερήμω ευρισκόμενοι Ισραηλίται, πλήρεις γογγυσμών και αχαριστίας προς τον Θεόν και τον θεράποντα Αυτού Μωυσή, «είπαν έτερος τω ετέρω: δώμεν αρχηγόν και αποστρέψωμεν εις Αίγυπτον. Και έπεσε Μωυσής και Ααρών επί πρόσωπον εναντίον πάσης συναγωγής υιών Ισραήλ» (Αριθ. ιδ', 45), ικετεύοντες ούτω και εκλιπαρούντες αυτούς όπως αλλάξωσιν απόφασιν και μη επιστρέψωσιν εις Αίγυπτον. Και βραδύτερον πάλιν, ότε ο Κορέ ήγειρεν επανάστασιν κατά του Μωυσέως, ο Μωυσής «έπεσεν επί πρόσωπον, και ελάλησε προς Κορέ και προς πάσαν αυτού την συναγωγήν, λέγων...» (’ριθ. ις', 4-5.) Μετ ολίγον όμως ο Θεός γνωστοποιεί εις τον Μωυσή και Ααρών ότι θα καταστρέψη τον λαόν εξ αιτίας της διαγωγής του Κορέ και των οπαδών αυτού. Τότε ο Μωυσής και ο Ααρών «έπεσαν επί πρόσωπον αυτών και είπαν: Θεός, Θεός των πνευμάτων και πάσης σαρκός, ει άνθρωπος εις ήμαρτεν, επί πάσαν την συναγωγήν οργή Κυρίου;» (Αριθ. ις', 22.) Τι βλέπομεν εν τοις χωρίοις τούτοις; Ότι ο Μωυσής, θέλων να εκφράση διαμαρτυρίαν διά τινα ληφθείσαν απόφασιν, άμα δε και ικεσίαν προς αλλαγήν αυτής της αποφάσεως, χρησιμοποιεί τον αυτόν ακριβώς εξωτερικόν τρόπον, είτε προς τον Θεόν αποτείνεται είτε προς τους ανθρώπους. Και ο τρόπος αυτός είνε η πρόσπτωσις, η πτώσις επί του εδάφους. Δια προσπτώσεως ικετεύει τον Θεόν, διά προσπτώσεως ικετεύει και τους Ιοραηλίτας. ’ραγε ησέβησεν ο Μωυσής; Παν τουναντίον! Τον μεν Θεόν ικέτευεν ως Θεόν, τους δε Ισραηλίτας ικέτευεν ως ανθρώπους. Είχεν εν εαυτώ καθαράν και ακριβεστάτην την ιδέαν της αξίας και της θέσεως εκάστου, ασχέτως αν εχρησιμοποίει όμοια εξωτερικά σχήματα. Σημασίαν έχει η εσωτερική διάθεσις και ουχί τα εξωτερικά σχήματα. Εκείνο λοιπόν, όπερ κατασκευάζει την προς άνθρωπον ικεσίαν ή προσκύνησιν κ.λ.π. ασεβή και απηγορευμένην, είνε το στοιχείον της αναγνωρίσεως αυτού ως θείου όντος. Ελλείποντος του στοιχείου τούτου, ουδεμία ασέβεια διαπράττεται και ουδείς Νόμος του Κυρίου καταπατείται! Αιρ.: Πάντα τα προηγούμενα περί σχετικής προσκυνήσεως παραδείγματά σου, ήσαν εκ της Π. Διαθήκης. Θα ήθελον παραδείγματα και εκ της Καινής Διαθήκης, πείθοντα ότι υπάρχει και σχετική προσκύνησις. Ορθ.: Δεν έχεις ουδέν δικαίωμα λογικόν να απαιτήσης παραδείγματα και εκ της Καινής Διαθήκης. Διότι αι εντολαί, αι καθ' υμάς απαγορεύουσαι πάσαν εις ανθρώπους προσκύνησιν, ευρίσκονται εις την Παλαιάν και ουχί εις την Καινήν Διαθήκην. Εάν αι εντολαί ευρίσκοντο εις την Καινήν Διαθήκην και εγώ προσεκόμιζον παραδείγματα προσκυνήσεως ανθρώπων εκ της Παλαιάς, ίνα δι' αυτών αποδείξω ότι δεν απαγορεύουσιν αι εντολαί πάσαν προσκύνησιν, τότε θα ηδύνασο να μοι είπης: «Τα παραδείγματα εκ της Παλαιάς δεν ισχύουσι, διότι αι εντολαί εδόθησαν βραδύτερον, εδόθησαν εν τη Καινή Διαθήκη. Συνεπώς, εν τη Παλαιά είνε φυσικόν να εύρωμεν πράγματα αντίθετα προς τας εντολάς, εφ' όσον αύται τότε ήσαν άγνωστοι. Διά τούτο απαιτώ παραδείγματα εκ της Καινής Διαθήκης». Δεν συμβαίνει όμως τούτο εις το θέμα της προσκυνήσεως. Η απαγόρευσις της λατρείας ανθρώπων ή άλλων όντων, δεν είνε νέον τι, ως π.χ. η απαγόρευσις του διαζυγίου ή του όρκου. Η απαγόρευσις της ανθρωπολατρίας ισχύει τόσον εν τη Καινή όσον και εν τη Παλαιά Διαθήκη. Εάν λοιπόν πάσα προσκύνησις εξεδήλου λατρείαν, εάν «δεν ηδύνατο να νοηθή προσκύνησις μη λατρευτική», ως φρονείτε και ισχυρίζεσθε υμείς, δεν έπρεπε να υπάρχη ούτε έv παράδειγμα προσκυνήσεως ανθρώπου εν τη Π. Διαθήκη. Ή, εάν υπήρχεν, έπρεπε να υπάρχη ως παράβασις, επισύρουσα την αποδοκιμασίαν και την αυστηράν τιμωρίαν του ενόχου. Εφ όσον όμως εν τη Παλαιά Διαθήκη υπάρχουσι, πλείστα μάλιστα, παραδείγματα προσκυνήσεως ανθρώπων, το ζήτημα είνε λελυμένον! Η έρευνα της Καινής Διαθήκης εν προκειμένω είνε περιττή. Τα εκ της Παλαιάς Διαθήκης συναγόμενα (εν τω ζητήματι τούτω, εννοείται,) συμπεράσματα, είνε αυτάρκη. Κατά συνέπειαν, θα ήμην εν απολύτω λογική και ηθική τάξει, εάν έκλειον ενταύθα το ζήτημα. Ίνα όμως μη νομίσης ότι φοβούμαι μήπως η Καινή Διαθήκη ανατρέψη την γνώμην μου και δι' αυτό αποφεύγω αυτήν, προχωρώ εις την έρευναν και της Καινής Διαθήκης. Αιρ.: Ακούω λοιπόν εν πάση προσοχή. Ορθ.: Αναγινώσκω τα εξής χωρία: α') «Και ιδού λεπρός ελθών προσεκύνει αυτώ λέγων: Κύριε, εάν θέλης, δύνασαι με καθαρίσαι» (Ματθ. η', 2). β') «Ταύτα αυτού λαλούντος αυτοίς ιδού άρχων είς προσελθών προσεκύνει αυτώ λέγων ότι η θυγάτηρ μου άρτι ετελεύτησεν» (Ματθ. θ', 18). γ') «Προσήλθεν αυτώ άνθρωπος γονυπετών αυτόν και λέγων: Κύριε, ελέησόν μου τον υιόν....» (Ματθ. ιζ', 14). δ') «Τότε προσήλθεν αυτώ η μήτηρ των υιών Ζεβεδαίου μετά των υιών αυτής προσκυνούσα και αιτούσα τι παρ' αυτού» (Ματθ. κ', 20). ε') «Και έρχεται είς των αρχισυναγώγων ονόματι Ιάειρος, και ιδών αυτόν πίπτει προς τους πόδας αυτού» (Μάρκ. ε', 22). ς') «Η δε γυνή φοβηθείσα και τρέμουσα, ειδυία ό γέγονεν επ αυτή, ήλθε και προσέπεσεν αυτώ και είπεν αυτώ πάσαν την άλήθειαν» (Μάρκ. ε', 33). ζ') «Ιδών δε Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοις γόνασιν Ιησού λέγων....» (Λουκ. ε', 8). η') «Είς δε εξ αυτών (των δέκα λεπρών), ιδών ότι ιάθη, υπέστρεψε μετά φωνής μεγάλης δοξάζων τον Θεόν, και έπεσεν επί πρόσωπον παρά τους πόδας αυτού (του Ιησού) ευχαριστών αυτώ » (Λουκ. ιζ', 15-16). θ') «Ο δε (εκ γενετής τυφλός) έφη: «πιστεύω Κύριε» και προσεκύνησεν αυτώ » (Ίωάνν. θ', 38). ι') «Η ουν Μαρία ως ήλθεν όπου ην ο Ιησούς, ιδούσα αυτόν, έπεσεν αυτού εις τους πόδας λέγουσα αυτώ ...» (Ιωάνν. ια', 32). Ιδού χωρία και εκ της Καινής Διαθήκης! Αιρ.: Οποία αφέλεια! Αγνοείς ότι αυτά αναφέρονται άπαντα εις τον Κύριον, ή αγνοείς ότι ο Κύριος ήτο Θεός και συνεπώς ηδύνατο ή μάλλον ώφειλε πας τις να προσφέρη λατρείαν εις αυτόν; Προς τι επικαλείσαι τα χωρία ταύτα; Ορθ.: Οποία απερισκεψία! Αγνοείς ότι ουδείς εγνώριζε τον Κύριον ως Θεόν, αλλά πάντες ενόμιζον Αυτόν ως άνθρωπον; Ως άνθρωπον σπουδαίον βεβαίως και θαυμαστόν και άγιον και μέγαν, ως διδάσκαλον απαράμιλλον, ως προφήτην και απεσταλμένον του Θεού υπερέχοντα παντός προηγουμένου, ως.., ως.., ως.., αλλά πάντως ΑΝΘΡΩΠΟΝ! Ουδείς εχώρει περαιτέρω. Ουδείς εγνώριζεν ή υπώπτευε καν, ότι ο άσημος εξωτερικώς υιός της Μαρίας ήτο η ενσάρκωσις του Δευτέρου Προσώπου της Τριαδικής θεότητος. Ουδ' εγνώριζον όλως οι Ιουδαίοι την Αγίαν Τριάδα, δεδομένου ότι η διδασκαλία της Παλαιάς Διαθήκης περί Τριαδικού Θεού συνίσταται εις νύξεις τινάς, δυναμένας μόνον διά του φωτός της Καινής Διαθήκης να κατανοηθώσι. Πάντες λοιπόν οι προσφέροντες τιμάς εις τον Κύριον, προσέφερον ταύτας ως εις άνθρωπον - άνθρωπον, επαναλαμβάνω, μέγαν και άγιον και παντός άλλου υπέρτερον, αλλά πάντως άνθρωπον! Ουχί ως εις σεσαρκωμένον Θεόν. Πώς λοιπόν προσεκύνουν, ήτοι ελάτρευον (εφ όσον καθ υμάς «δεν δύναται να νοηθή προσκύνησις μη λατρευτική»), άνθρωπον, ενώ η λατρεία ανήκει αποκλειστικώς εις μόνον τον Αληθινόν Θεόν; Απάντησόν μοι! Aιρ.: . Ορθ.: Και έν επιχείρημα ακόμη: Εάν πάσα προσκύνησις εξεδήλου λατρείαν, ο Κύριος θα ήλεγχε τους προσκυνούντας Αυτόν, ως καταπατούντας τον Νόμον του Θεού και προσφέροντας λατρείαν εις ανθρώπους (εφ όσον, καθώς είπομεν, εθεώρουν Αυτόν ως άνθρωπον, αγνοούντες ότι ήτο σεσαρκωμένος Θεός). Αιρ.: Δεν ήτο τούτο (ο έλεγχος) απαραίτητον. Ο Κύριος, εφ όσον ήτο Θεός, ηδύνατο να δέχηται αδιαμαρτυρήτως την λατρευτικήν προσκύνησιν των ανθρώπων, έστω και αν ούτοι προσέφερον ταύτην εις Αυτόν ως εις άνθρωπον και ουχί ως εις Θεόν. Ορθ.: Παν τουναντίον! Θα έπραττε τουλάχιστον ό,τι και τότε ότε ο νεανίσκος απεκάλεσεν Αυτόν «διδάσκαλον αγαθόν». Ενθυμείσαι την απάντησιν του Κυρίου; «Tι με λέγεις αγαθόν;» απήντησεν: «ουδεις αγαθός ει μη εις, ο Θεός» (Μάρκ. ι', 17-18). Ήτοι: «Εφ όσον με εκλαμβάνεις ως απλούν άνθρωπον (και είνε αδύνατον να μη εκλαμβάνης με ως τοιούτον, διότι αγνοείς ότι είμαι και Θεός), διατί προσφωνείς με αγαθόν; Μόνος ο Θεός είνε όντως και αφ Εαυτού αγαθός και μόνον Αυτόν να προσφωνής ούτω». Παρόμοιόν τι θα έλεγε και εις τους προσκυνούντας Αυτόν: «Διατί προσφέρετε λατρείαν εις εμέ, εφ όσον θεωρείτε με ως άνθρωπον (και αγνοείτε ποίος όντως είμαι); Εις μόνον τον Θεόν ανήκει η λατρεία!» Δια να μη πράττη όμως τούτο, αλλά να αποδέχηται αδιαμαρτυρήτως τας προσκυνήσεις, ασφαλώς εφρόνει και διέβλεπεν ότι αύται ήσαν απλώς τιμής και σεβασμού και ικεσίας εκδηλώσεις, ουχί δε λατρείας προσφορά. Τι απαντάς; Αιρ.: . Ορθ.: Προχωρώ, και σε ερωτώ: Ποίον είνε βαρύτερον, να προσφωνήσης ένα άνθρωπον «αγαθόν» ή να απονείμης λατρείαν εις αυτόν; Αιρ.: Αναμφιβόλως το δεύτερον. Ορθ.: Είπες δ εν αρχή, ότι η προσκύνησις σημαίνει λατρείαν και «δεν δύναται να νοηθή προσκύνησις μη λατρευτική». Αιρ.: Μάλιστα. Ορθ.: ’κουσον λοιπόν: Ο νεανίσκος, ο προσαγορεύσας τον Κύριον «αγαθόν» και επιτιμηθείς δια τούτο υπ Αυτού, προσεκύνησεν, ήτοι ελάτρευσε, προηγουμένως Αυτώ. «Προσδραμών είς και γονυπετήσας αυτόν επηρώτα αυτόν: διδάσκαλε αγαθέ, τι ποιήσω ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;» (Μάρκ. ι', 17). Πώς όμως ο Κύριος επιπλήττει αυτόν δια την προφοράν του επιθέτου «αγαθός» και σιωπά δια την προσκύνησιν, ήτοι δια την προσφοράν λατρείας;;; Αναμφιβόλως σιωπά, διότι η προσκύνησις δεν εξεδήλου λατρείαν, αλλά τιμήν και σεβασμόν. Ο χαρακτηρισμός «αγαθός» δύναται, επί τέλους, να απονεμηθή, καταχρηστικώς πάντοτε, και εις άνθρωπον. (Πρβλ. και Ματθ. ε', 40, ιβ', 35, Λουκ. κγ', 50, Πράξ. ια', 24, κ.ά.). Η λατρεία όμως ουδέποτε. Και όμως ο Κύριος διαμαρτύρεται δια το πρώτον, το ελαφρότερον, και σιωπά δια το δεύτερον, το βαρύτερον!... Νομίζω, αγαπητέ, ότι και μόνον τούτο το παράδειγμα αρκεί ίνα αποδείξη την ύπαρξιν σχετικής προσκυνήσεως. Μήπως έχης αντιρρήσεις; Αιρ.: Ομολογώ ότι ουδέν έχω να αντιτάξω. Ορθ.: ’κουσον και έτερον παράδειγμα, πείθον ότι υπάρχουσι και προσκυνήσεις μη λατρευτικοί: «Ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω βασιλεί, ος ηθέλησε συνάραι λόγον μετά των δούλων αυτού. Αρξαμένου δε αυτού συναίρειν προσηνέχθη αυτώ είς οφειλέτης μυρίων ταλάντων, μη έχοντος δε αυτού αποδούναι, εκέλευσεν αυτόν ο κύριος αυτού πραθήναι και την γυναίκα αυτού και τα τέκνα και πάντα όσα είχε, και αποδοθήναι. Πεσών ουν ο δούλος προσεκύνει αυτώ λέγων: κύριε, μακροθύμησον επ εμοί και πάντα σοι αποδώσω, σπλαγχνισθείς δε ο κύριος του δούλου εκείνου, απέλυσεν αυτόν και το δάνειον αφήκεν αυτώ. Εξελθών δε ο δούλος εκείνος εύρεν ένα των συνδούλων αυτού, ος ώφειλεν αυτώ εκατόν δηνάρια, και κρατήσας αυτόν έπνιγε λέγων: απόδος μοι ει τι οφείλεις. πεσών ουν ο σύνδουλος αυτού εις τους πόδας αυτού παρεκάλει αυτόν λέγων: μακροθύμησον επ' εμοί και αποδώσω σοι....» (Ματθ. ιη', 23-29). Ερωτώ σε, αγαπητέ: Αι προσκυνήσεις αύται των παραβολικών δούλων ήσαν λατρευτικοί; Δεν είνε ηλίου φαεινότερον, ότι ήσαν παρακλήσεως και ικεσίας θερμοτάτης και ολοψύχου εκδηλώσεις; Αιρ.: .. Ορθ.: ’κουσον και άλλο παράδειγμα σχετικής προσκυνήσεως: Ότε εγένετο ο σεισμός εν τω δεσμωτηρίω των Φιλίππων, ένθα εκρατείτο ο Παύλος μετά του Σίλα και, συνεπεία αυτού, ανεώχθησαν αι θύραι της φυλακής και ελύθησαν τα δεσμά πάντων των κρατουμένων, ο δεσμοφύλαξ, νομίσας ότι εδραπέτευσαν οι δέσμιοι, και γνωρίζων την αναμένουσαν αυτόν τιμωρίαν, ήτο έτοιμος να αυτοκτονήση διά μαχαίρας. Κατ εκείνην όμως ακριβώς την στιγμήν, «εφώνησε φωνή μεγάλη ο Παύλος, λέγων: μηδέν πράξης σεαυτώ κακόν˙ άπαντες γαρ εσμεν ενθάδε. Αιτήσας δε (ο δεσμοφύλαξ) φώτα εισεπήδησε, και έντρομος γενόμενος προσέπεσε τω Παύλω και τω Σίλα και προαγαγών αυτούς έξω έφη: κύριοι, τι με δει ποιείν ίνα σωθώ;» (Πράξ.ις', 25-30). Η προσκύνησις αύτη, αγαπητέ, τι εκδηλοί; Λατρείαν, ή τιμήν και σεβασμόν και ικεσίαν; Και εάν ο δεσμοφύλαξ, ως άπιστος, προσφέρη διά της προσπτώσεως λατρείαν εις ανθρώπους, πώς οι Απόστολοι δεν διαμαρτύρονται εντόνως και δεν αποκρούουαιν εντρόμως το προαφερόμενον; Το χωρίον τούτο δεν αποδεικνύει άριστα, ότι υπάρχει και προσκύνησις μη λατρευτική; Μήπως έχης αντιρρήσεις;
Αιρ.: Επ αυτού δεν έχω. Υπάρχουσιν όμως εν τη Καινή Διαθήκη δύο παραδείγματα, εν οις αποκρούεται η προσκύνησις ανθρώπων: α') «Ως δε εγένετο του εισελθείν τον Πέτρον, συναντήσας αυτώ ο Κορνήλιος πεσών επί τους πόδας προσεκύνησεν. Ο δε Πέτρος αυτόν ήγειρε λέγων ανάστηθι· καγώ αυτός άνθρωπος ειμι.» (Πράξ. ι', 25-26.) β') Εν τη Αποκαλύψει λέγει ο Ιωάννης: «Και έπεσα έμπροσθεν των ποδών αυτού (του Αγγέλου) προσκυνήσαι αυτώ, και λέγει μοι: όρα μη' σύνδουλός σου ειμι και των αδελφών σου των εχόντων την μαρτυρίαν Ιησού' τω Θεώ προσκύνησον.» (Αποκ. ιθ', 10.) Τι απαντάς; Πώς αντιμετωπίζεις τα χωρία ταύτα; Ορθ.: Τινές εκ των ημετέρων φρονούσιν, ότι και ενταύθα έχομεν τιμητικάς απλώς προσκυνήσεις, αίτινες όμως δεν γίνονται δεκταί ένεκα μετριοφροσύνης. Βεβαίως, πολλάκις άνθρωποι αποποιούνται προσφερομένην εις αυτούς τιμήν, ουχί διότι νομίζουσιν ότι δεν έχουσι δικαιώματα επ αυτής, αλλ απλώς εκ λόγων μετριοφροσύνης. Ενταύθα όμως δεν νομίζω ότι έχομεν ανάλογον περίπτωσιν. Μάλλον πρόκειται περί λατρευτικών προσκυνήσεων, αποκρουσμένων υπό του Πέτρου και του Αγγέλου, επειδή δεν ήθελον, ουδε ετόλμων, να σφετερισθώσι θεϊκάς τιμάς. Εις την γνώμην ταύτην με ωθεί η έντονος διαμαρτυρία του Πέτρου και του Αγγέλου κατά της προσφερόμενης προσκυνήσεως. Ο ’γγελος μάλιστα, κυριολεκτικώς έντρομος, απορρίπτει την προσκύνησιν του Ιωάννου. «Όρα μή!» κραυγάζει˙ «τω Θεώ προσκύνησον.» Και ο τόσον αυστηρός και κατηγορηματικός και σχεδόν εναγώνιος τόνος, είνε δύσκολον να αποδοθή εις απλήν μετριοφροσύνην. Εάν η προσκύνησις απτεκρούετο ουχί ως ανήκουσα εις μόνον τον Θεόν, ουχί δηλ. εκ φόβου σφετερισμού θείων τιμών, αλλ απλώς εκ μετριοφροσύνης, τότε η διαμαρτυρία τόσον του Πέτρου όσον και του Αγγέλου θα ήτο αναμφιβόλως ηπιωτέρα και ουχί τόσον ισχυρά και έντονος. Φαίνεται λοιπόν, ότι ο Κορνήλιος εξέλαβε τον Πέτρον ως θείον ον και ότι ο Πέτρος, διά θείου φωτισμού, διέγνω τούτο, δι ο και ου μόνον ήγειρεν αυτόν, αλλά και είπε: «καγώ αυτός άνθρωπος είμι». Ποίον νόημα θα είχον οι λόγοι ούτοι του Αποστόλου, αν ο Κορνήλιος δεν είχε συλλάβει εσφαλμένην ιδέαν περί αυτού; Η διαβεβαίωσις «καγώ άνθρωπος ειμι» δεικνύει, ότι ο Πέτρος διείδεν ότι ο Κορνήλιος εξέλαβεν αυτόν ουχί ως απλούν άνθρωπον. Είνε όμοια η διαβεβαίωσις αύτη προς την διαβεβαίωσιν του Παύλου και του Βαρνάβα ενώπιον των κατοίκων των Λύστρων, οίτινες ενόμισαν αυτούς ως θεία όντα («οι θεοί ομοιωθέντες ανθρώποις κατέβησαν προς ημάς»), και ητοιμάζοντο εις προσφοράν θείων τιμών. «’νδρες, τι ταύτα ποιείτε;» έκραύγασαν οι δύο Απόστολοι˙ «και ημείς ομοιοπαθείς εσμεν υμίν άνθρωποι» (Πράξ ιδ', 11-15). Η ομοιότης του τρόπου αντιδράσεως των Αποστόλων εν αμφοτέραις ταις περιπτώσεσι, πείθει, νομίζω, ότι και οι λόγοι της αντιδράσεως ήσαν όμοιοι. Ο δε Ιωάννης πάλιν, φαίνεται ότι εξέλαβε τον ’γγελον ως αυτόν τον Κύριον Ιησούν, μεθ' Ου ήτο εν αρχή της θείας Οπτασίας (Αποκ. α', 17). Τούτο δεν ήτο δύσκολον, διότι ο Ιωάννης ήτο έκθαμβος και κατάπληκτος εκ των τελουμένων. Η σύγχυσις λοιπόν ήτο δυνατον ουχί άπαξ, αλλά και δις να συμβή, ως και συνέβη (Αποκ κβ', 89). Ο δε ’γγελος, διά θείου και αυτός φωτισμού, εννοήσας ότι προσεκυνείτο αντί του Κυρίου, ου μόνον διαμαρτύρεται ισχυρώς και αποκρούει την προσκύνησιν, αλλά και λέγει: «σύνδουλός σου ειμί». (Η αντίδρασις ομοιάζει και πάλιν προς την του Παύλου και Βαρνάβα εν Λύστροις.) Ποίον νόημα θα είχον οι λόγοι ούτοι του Αγγέλου, αν ο Ιωάννης δεν είχεν εκλάβει τον ’γγελον ως τον Κύριον; Η διαβεβαίωσις «σύνδουλός σου ειμί» πείθει ότι ο ’γγελος διείδεν ότι ο Ιωάννης δεν εξέλαβεν αυτόν απλώς ως ’γγελον. Διά τούτο και απορρίπτει έντρομος το υπό του Ιωάννου προσφερόμενον. Αιρ.: Βλέπω ότι συμφωνούμεν εν τοις χωρίοις τούτοις, διότι και ημείς κατά τον αυτόν τρόπον ερμηνεύομεν αυτά. Και διά την συμφωνίαν ταύτην χαίρω λίαν. Ορθ.: Μη χαίρε, διότι συντόμως θα λυπηθής. Ατυχώς διά σε, αγαπητέ, τα χωρία ταύτα ου μόνον δεν καταργούσι την σχετικήν προσκύνησιν, αλλά και συνηγορούσι θαυμαστώς υπέρ της υπάρξεως αυτής. Αιρ.: Περίεργον!.... Τίνι τρόπω; Ορθ.: Ομίλησα και προηγουμένως περί αυτού: Διότι δεικνύουσι την συμπεριφοράν των αγίων προσώπων έναντι της προσκυνήσεως, όταν αύτη έχη λατρευτικόν χαρακτήρα. Και η συμπεριφορά αύτη, είνε συμπεριφορά εντόνου διαμαρτυρίας, αντιδράσεως και αποστροφής. Εάν λοιπόν πάσα προσκύνησις εξεδήλου λατρείαν και δεν υπήρχε και σχετική προσκύνησις, τότε έπρεπεν άπαντα ανεξαιρέτως τα άγια πρόσωπα της Γραφής, εις απάσας ανεξαιρέτως τας περιστάσεις, να διαμαρτύρωνται και να αντιδρώσιν εντόνως και εντρόμως κατά πάσης απόπειρας προσκυνήσεως. Αλλ ημείς είδομεν προσκυνούντας ή δεχόμενους αδιαμαρτυρήτως προσκυνήσεις, Αβραάμ, Λωτ, Ιακώβ, Ιωσήφ, Εφραίμ, Μανασσήν, Μωυσήν, Ιησούν Ναυή, Βοόζ, Δαυίδ, Νάθαν, Ηλίαν, Ελισαίον, Δανιήλ, Παύλον, Σίλαν. Πώς θα συμβιβάσωμεν τα πράγματα, εάν δεν αναγνωρίσωμεν και σχετικής προσκυνήσεως ύπαρξιν; Εγώ τουλάχιστον, αδυνατώ άλλως να λύσω το πρόβλημα. Προηγουμένως δε είδομεν τον Βαλαάμ και τον Ιησούν του Ναυή προσκυνούντας Αγγέλους, και τους Αγγέλους δεχόμενους αδιαμαρτυρήτως την προσκύνησιν. (Αριθμ. κβ', 31 Ιησούς Ναυή ε',13). Νυν δε, βλέπομεν τον Ιωάννην προσκυνούντα τον ’γγελον, και τον ’γγελον ουχί απλως διαμαρτυρόμενον, αλλ εντόνως και εντρόμως αποποιούμενον την προσκύνησιν. Διατί αυτή η διάφορος συμπεριφορά των Αγγέλων, αν πάσαι αύται αι προσκυνήσεις ήσαν λατρείας εκδηλώσεις; Πώς οι πρώτοι ’γγελοι τολμώσι και δέχονται εκείνο, όπερ ανήκει εις μόνον τον Θεόν, εκείνο, όπερ ο δεύτερος μετά τρόμου αποκρούει, ως μη ανήκον εις αυτόν; Η διάφορος συμπεριφορά των Αγγέλων, αγαπητέ, πείθει, ότι το προσφερόμενον δεν ήτο όμοιον και εις τας τρεις περιπτώσεις. Εάν ήτο όμοιον, θα ήτο ομοία και η συμπεριφορά. Εφ όσον όμως αύτη ήτο διάφορος, άρα και το προσφερόμενον ήτο διάφορον. Εκεί μεν ήτο τιμή, ενταύθα δε λατρεία. Εάν έχης να είπης τι, ακούω. Αιρ.: Ορθ.: Θέλεις και έν ακόμη χωρίον, αποδεικνύον ηλίου εναργέστερον, ότι υπάρχει και σχετική προσκύνησις, και κυριολεκτικώς κονιορτοποιούν τας κατ αυτής ιδέας σου; Ιδού: Ο Κύριος λέγει εις τον Επίσκοπον της εν Φιλαδελφεία Εκκλησίας: «Ιδού δίδωμι εκ της συναγωγής του σατανά των λεγόντων εαυτούς Ιουδαίους είναι, και ουκ εισίν, αλλά ψεύδονται: ιδού ποιήσω αυτους ίνα ήξουσι και προσκυνήσουσιν ενώπιον των ποδών σου, και γνώσιν ότι εγώ ηγάπησά σε». (Αποκ γ', 9). Εάν θέλης, ειπέ ότι και αυτή η προσκύνησις δεν είνε προσκύνησις σχετική, προσκύνησις τιμής, σεβασμού, υποταγής κ.λ.π., αλλά προσκύνησις απόλυτος, προσκύνησις λατρείας! Εάν θέλης, ειπέ ότι ο Θεός επιτρέπει την λατρείαν ανθρώπων, μάλλον δε και συνεργεί εις αυτήν. («Ιδού ποιήσω», λέγει.) Εάν θέλης, ειπέ ότι ο Θεός απεφάσισε να καταβή Αυτός εκ του Εαυτού θρόνου και να αναβιβάση εις αυτόν ανθρώπους, ίνα δέχωνται την αρμόζουσαν εις μόνον τον επί θρόνου θείου καθήμενον, λατρείαν. Και τότε, άφες τον Θεόν και λάτρευσον ανθρώπους. Δεν θα ασεβήσης. Ο Θεός διέταξεν ούτως! Αιρ.: Δεν δυνάμεθα να είπωμεν, ότι ενταύθα πρόκειται περί της προσχωρήσεως των χαρακτηριζομένων ως «συναγωγής του Σατανά» εις την Εκκλησίαν, και να εκλάβωμεν τον Επίσκοπον ως σύμβολον του Χριστού; Ορθ.: Δεν θα είχον αντίρρησιν. Η λατρεία όμως ανήκει εις μόνον τον Θεόν και εις ουδέν άλλο ον, είτε τούτο συμβολίζει και εκπροσωπεί τον Θεόν, είτε όχι. Πάντα όσα προσφέρομεν εις τον Θεόν (τιμήν, σεβασμόν, υποταγήν, ευγνωμοσύνην, ικεσίαν κ.λ.π.), δυνάμεθα, εν σχετικώ βεβαίως βαθμώ), να προσφέρωμεν και εις τους ανθρώπους. Πάντα πλην ενός: της λατρείας. Τούτο δε, διότι προϋπόθεσις, αλλά και ουσία της λατρείας, είνε ότι αναγνωρίζομεν ως Θεόν το λατρευόμενον ον. Λατρεία δεν είνε άλλο τι, ει μη πάσα τιμή, προσφερόμενη προς Ον, όπερ αναγνωρίζομεν ως Θεόν. Εάν λοιπόν πάσα προσκύνησις εκδηλοί λατρείαν, τότε δεν ήτο δυνατόν να προσκυνηθή ο Επίσκοπος, είτε εκληφθή ως σύμβολον και εκπρόσωπος του Κυρίου, είτε όχι. Αιρ.: Δεν εννοώ, ότι θα προσεκυνείτο αυτός ούτος ο Επίσκοπος. θέλω να είπω, ότι ο Επίσκοπος πρέπει να εκληφθή ως σύμβολον του Χριστού, και τα προς αυτόν λεγόμενα, ως αναφερόμενα εις το πρόσωπον του Κυρίου. Επομένως, θα προσεκυνείτο ο Κύριος και ουχί ο Επίσκοπος. Ορθ.: Αλλ ο ομιλών εις τον Επίσκοπον είνε αυτός ο Κύριος. Διατί λοιπόν να είπη «ιδού ποιήσω ίνα ήξουσι και προσκυνήσουσι ενώπιον των ποδών ΣΟΥ», και ουχί «ενώπιον των ποδών ΜΟΥ»; Πού ηκούσθη να ομιλή ο Χριστός περί του Χριστού εις δεύτερον πρόσωπον; Εκτός δε τούτου, εάν εκλάβης τα εις τον Επίσκοπον λεγόμενα, ως αναφερόμενα εις το πρόσωπον του Χριστού, τότε είσαι ηναγκασμένος να εφαρμόσης εις το πρόσωπον του Χριστού και τας άλλας προς τον Επίσκοπον λεγομένας φράσεις, οπότε θα κατάληξης εις διδάγματα ου μόνον βλακώδη, αλλά και βλάσφημα. Διότι πώς είνε δυνατόν να λέγη ο Χριστός προς τον Χριστόν «ότι εγώ ηγάπησά σε»; Πώς είνε δυνατόν να λέγη ο Χριστός προς τον Χριστόν, ότι «μικράν έχεις δύναμιν και ετήρησας μου τον λόγον και ουκ ηρνήσω το όνομά μου»; Πώς είνε δυνατόν να λέγη ο Χριστός προς τον Χριστόν, «ότι ετήρησας τον λόγον της υπομονής μου, καγώ σε τηρήσω εκ της ώρας του πειρασμού της μελλούσης έρχεσθαι επί της οικουμένης όλης»; Πώς είνε δυνατόν να λέγη ο Χριστός προς τον Χριστόν, ότι «έρχομαι ταχύ˙ κράτει ό έχεις ίνα μηδείς λάβη τον στέφανόν σου»; Όπως λοιπόν πάντα ταύτα αναφέρονται εις τον Επίσκοπον, ούτω και το «προσκυνήσουσιν ενώπιον των ποδών σου» αναφέρεται εις τον Επίσκοπον. Και συνεπώς, αποκλείεται να ήτο η προσκύνησις αύτη εκδήλωσις λατρείας, αλλά τιμής και σεβασμού και υποταγής. Εάν έχης να είπης τι, ακούω και πάλιν. Αιρ.: .. Ορθ.: Απεδείχθη λοιπόν διά πλήθους παραδειγμάτων και εκ της Παλαιάς και εκ της Καινής Διαθήκης, ότι υπάρχει και σχετική προσκύνησις. Ο δε ισχυρισμός σου, ότι «δεν δύναται να νοηθή προσκύνησις μη λατρευτική» και ότι «εν τη Χριστιανική Οικονομία ως και εν τη Ιουδαϊκή, η προσκύνησις ρητώς αποδίδεται εις μόνον τον Θεόν» καταδεικνύεται τελείως σφαλερός και αστήρικτος και της αληθείας παρασάγγας απέχων. ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩ ΒΑΣΙΛΕΙ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ ΑΦΘΑΡΤΩ ΑΟΡΑΤΩ ΜΟΝΩ ΣΟΦΩ ΘΕΩ ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΑΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ. ΑΜΗΝ.
ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ: «Αγία Γραφή και πονηρά πνεύματα.» (Επίκρισις του κ. θ. Λαναρά. Γραφικός και λογικός Έλεγχος του περί Διαβόλου βιβλίου αυτού.) Εν Αθήναις 1956. Σελ. 198, τιμή δρχ. 10. «Απαγορεύει ο Κύριος όπως οι Κληρικοί προσαγορεύωνται πατέρες;» (Απάντησις εις Ευαγγελικούς) Εκδ. β', επηυξημένη. Εν Καλάμαις 1958. Σελ. 36, τιμη δρχ. 3. Μελέται και άρθρα εν θρησκευτικοίς περιοδικοίς.
|
Δημοτική Κάποιος αδελφός, ευσεβής και φιλόθεος, έχοντας επηρεαστεί από ετεροδιδασκαλίες, προσέφυγε στην ταπεινότητά μου, ζητώντας να του λύσω τις απορίες που του δημιουργήθηκαν. Συζήτησα μαζί του κάποια θέματα, και μεταξύ αυτών το περί σχετικής ή τιμητικής προσκύνησης. Όπως ήταν επόμενο, συνέλεξα τις Γραφικές μαρτυρίες γι αυτήν, έτσι ώστε, με βάση αυτές, να αποδείξω ορθή τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας. Αργότερα έκρινα καλό να συμπληρώσω και να επεξεργαστώ εκείνες τις πρόχειρες σκέψεις μου και να τις εκδώσω στον τύπο, για να κλείσουν τα στόματα που διαρκώς αλυχτούν κατά της Ορθόδοξης Πίστης, και συγχρόνως να στηριχθούν οι Ορθόδοξοι που τυχόν κλονίστηκαν από ετεροδιδασκαλίες. Διαπραγματεύομαι το θέμα σε μορφή διαλόγου (μεταξύ Ορθόδοξου και αιρετικού), θεωρώντας τον τρόπο αυτό πιο ελκυστικό. Στην αντιμετώπιση του αντιπάλου μου η τιμιότητα δεν με εγκατέλειψε ούτε στιγμή. Νομίζω ότι πάντα ακολουθώ πιστά αυτή την ιδιότητα στις πολεμικές μελέτες μου. Δηλαδή, δεν παρουσιάζω τις θέσεις του άλλου ως ασυνεπείς και αστήρικτες παραλείποντας τα ισχυρά επιχειρήματα (εάν βέβαια υπάρχουν τέτοια), και εμφανίζοντας μόνο τα ασθενή που ανατρέπονται εύκολα. Όχι μόνο παρατάσσω όλα ανεξαιρέτως τα επιχειρήματα τού αντιπάλου που θα βρω στα βιβλία των αιρετικών, αλλά προχωρώ παραχωρώντας του θέσεις που θα μπορούσε να λάβει και δεν έλαβε. Φροντίζω, δηλαδή, να παρέχω σ αυτόν οσαδήποτε ακόμη επιχειρήματα μπορέσω να εφεύρω υπέρ της γνώμης του. Βασανίζω κυριολεκτικά τη σκέψη μου, έτσι ώστε να βρω οποιαδήποτε απάντηση στους λόγους μου, οποιαδήποτε ένσταση, έστω και την πιο ασήμαντη, και να την τοποθετήσω στο στόμα αυτού με τον οποίο συζητώ. Και αυτό, όχι μόνο εξαιτίας τιμιότητας, αλλά και εξαιτίας σκοπιμότητας. Επειδή πραγματικά η αίρεση γίνεται τελείως αναπολόγητη και η νίκη της Ορθοδοξίας εναντίον της γίνεται συντριπτικότερη. Μόνο όταν, παρ όλη τη φροντίδα και παρ όλο τον κόπο, δεν κατορθώσω να εφεύρω κανένα επιχείρημα προς χρήσιν του αντιπάλου μου, μόνο τότε αναγκάζομαι να τον εμφανίζω να σωπαίνει και να ησυχάζει.... Τελειώνοντας τον λόγο, παρακαλώ και ικετεύω τον ’γιο Θεό να φωτίσει και να δώσει σοφία στις ψυχές που πλανώνται στα πυκνά σκοτάδια των αιρέσεων και να τις οδηγήσει στη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, την οποία διέσωσε για τον εαυτό Του με το Τίμιο Αίμα του ’μωμου και ’σπιλου Υιού Του, του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, ο Οποίος αξίζει να δοξάζεται στην αιωνιότητα. Έγραφα στην Καλαμάτα το Μάρτιο του σωτηρίου έτους 1958. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ I. ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ
Σημείωση: Η έκδοση αυτή προσφέρεται στον Ορθόδοξο Φιλανθρωπικό Σύλλογο «’γιο Ιωάννη τον Ελεήμονα» που έχει αθόρυβη αλλά θαυμαστή δράση στην Αθήνα, ως μία ελάχιστη ενίσχυση του Ταμείου του, το οποίο διαθέτει σε δαπάνες για ιερώτατα έργα.
Η ΣΧΕΤΙΚΗ Ή ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΗ στην ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥ
Αιρ.: θα επιθυμούσα να συζητήσουμε σήμερα το θέμα περί προσκύνησης. Επειδή εσείς οι Ορθόδοξοι προσκυνάτε την Παρθένο, τους Αγγέλους, τους Αγίους, τις εικόνες κ.τ.λ.. Ακόμη και τους κληρικούς προσκυνάτε, εφ όσον πολλές φορές υποκλίνεστε μπροστά τους βαθιά, μερικές φορές και μέχρι το έδαφος. Και όμως! Η εντολή του Θεού είναι κατηγορηματική:«Τον Κύριο τον Θεό σου θα προσκυνήσεις και μονάχα αυτόν θα λατρεύσεις». (Δευτ. 6:13, Ματθ. 4:10). Και: «Μην τα προσκυνήσεις μήτε να τα λατρεύσεις· επειδή, εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σου...» (Έξοδ. 20:4). Ορθ.: Οι εντολές αυτές, αγαπητέ, αναφέρονται στην αναγνώριση και λατρεία ενός Θεού, του Αληθινού, και απαγορεύουν την αναγνώριση και λατρεία άλλων θεών, ψεύτικων και ανύπαρκτων. Δεν εμποδίζουν την προσκύνηση σεβαστών και υπερεχόντων προσώπων ως εκδήλωση σεβασμού, τιμής κ.λ.π.,. Δεν υπάρχει μία μοναδική προσκύνηση, η απόλυτη, που αποτελεί σημείο λατρείας και αναμφίβολα αρμόζει μόνο στον Αληθıvό Θεό. Υπάρχει και άλλο είδος προσκύνησης, η ονομαζόμενη σχετική (ή τιμητική), η οποία εκδηλώνει όχι λατρεία, αλλά τιμή, σεβασμό, θαυμασμό, υποταγή, ικεσία, ευγνωμοσύνη και άλλα παρόμοια με αυτά. Αιρ.: Γνωρίζω αυτές τις δικολαβίες των Ορθοδόξων, αλλά βροντοφωνάζω ότι αυτά είναι αυθαίρετα κατασκευάσματα για να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα. «Δεν μπορεί να νοηθεί προσκύνηση μη λατρευτική. Η τιμητική προσκύνηση, ως έννοια είναι ανάρμοστη και ως επιχείρημα είναι σοφιστεία.... στην Χριστιανική Οικονομία, όπως και στην Ιουδαϊκή, η προσκύνηση αποδίδεται ρητά μόνο στον Θεό» («Πλανών έλεγχος», σελ. 125, 136, 143). Ορθ.: Να ενεργείς γρήγορα αλλά με σύνεση, αγαπητέ! Αυτή η ερμηνεία που δίνουμε στις εντολές και η διάκριση δυο ειδών προσκύνησης, δεν είναι δικολαβία, δεν είναι αυθαίρετο κατασκεύασμα, δεν είναι σοφιστεία. Η ερμηνεία και η διάκριση αυτή είναι η μόνη ορθή, η μόνη που πρέπει και επιβάλλεται να γίνει, η μόνη που αποκλείει τερατώδεις αντιφάσεις στην Αγία Γραφή. Ναι! Μόνο αν αναγνωρίσουμε εκτός από την απόλυτη προσκύνηση και σχετική, συμβιβάζονται τα πράγματα. Ενώ αν υποκύψουμε στη γνώμη σου και πούμε, ότι μόνο απόλυτη (δηλαδή λατρευτική) προσκύνηση υπάρχει και «δεν μπορεί να νοηθεί προσκύνηση μη λατρευτική», τότε η Αγία Γραφή εμφανίζεται να αντιφάσκει τρομακτικά. Επειδή βλέπουμε σ αυτή, άλλοτε να απαγορεύεται η προσκύνηση άλλων όντων εκτός του Αγίου Θεού και άλλοτε να επιτρέπεται η προσκύνηση ανθρώπων η αγγέλων.
Αιρ.: Υπάρχουν στη Γραφή παραδείγματα προσκύνησης ανθρώπων ή αγγέλων; Ορθ.: Δεκάδες! ’κου λοιπόν: Ο Αβραάμ, «ενώ καθόταν στην είσοδο της σκηνής στον καύσωνα της ημέρας» και αφού είδε τρεις επισκέπτες να έρχονται προς το μέρος του έσπευσε να τους συναντήσει και «προσκύνησε μέχρι το έδαφος» (Γέν. 18:2). Βέβαια ο προσκυνούμενος ήταν ο ’γιος Θεός, ο οποίος έλαβε ανθρώπινη μορφή. Αλλά ο Αβραάμ το αγνοούσε αυτό. Προσκύνησε τον ξένο ως άνθρωπο. Πώς λοιπόν τον προσκύνησε; Λατρευτικά, ή τιμητικά; Αν πεις λατρευτικά, τότε καταλογίζεις στον Αβραάμ τη μεγαλύτερη ασέβεια, επειδή τον βγάζεις ανθρωπολάτρη. Να και δεύτερο παράδειγμα: Ο Αβραάμ «προσκύνησε προς τον λαό τού τόπου, προς τους γιους του Χέτ» όταν τους ζητούσε τάφο για τη νεκρή Σάρρα. Και προσκύνησε δύο φορές (Γέν. 23: 7,12). Να και τρίτο παράδειγμα: Ο Λωτ, καθισμένος δίπλα στην πύλη των Σοδόμων πριν από την καταστροφή τους, βλέπει να έρχονται προς το μέρος του δύο επισκέπτες, τους οποίους εκλαμβάνει για απλούς ανθρώπους που περνούσαν από κει. Αφού λοιπόν τους είδε, «σηκώθηκε σε συνάντησή τους, και προσκύνησε με το πρόσωπό του μέχρι το έδαφος» (Γέν. 19:1). Πώς τους προσκύνησε, αν απαγορευόταν κάθε προσκύνηση σε ανθρώπους, αν κάθε προσκύνηση ήταν σημείο λατρείας; Να και τέταρτο παράδειγμα: Ο Ισαάκ ευλογώντας τον Ιακώβ, του εύχεται τα εξής: «Λοιπόν, ο Θεός να σου δώσει από τη δρόσο τού ουρανού, και από το πάχος τής γης, και αφθονία σιταριού και κρασιού· Λαοί να σε δουλέψουν, και έθνη να σε προσκυνήσουν» (Γέν. κζ', 28-29). Εφ όσον υπάρχει μία μόνο προσκύνηση, η λατρευτική, λατρευτικά θα προσκυνούσαν τον Ιακώβ; Αλλά αυτό θα ήταν καθαρά ανθρωπολατρεία, που είναι απόβλητο. Είναι φανερό ότι πρόκειται για προσκύνηση τιμής, σεβασμού, υποταγής. Να και πέμπτο παράδειγμα: Ο Ιακώβ επιστρέφοντας από τη Μεσοποταμία, βαδίζει με όλη του την οικογένεια προς συνάντηση του αδελφού του Ησαύ. Αφού λοιπόν είδε τον αδελφόν αυτού από μακριά, «προσκύνησε μέχρις εδάφους επτά φορές». Στη συνέχεια «πλησίασαν και η Λεία και τα παιδιά της, και προσκύνησαν· και ύστερα απ' αυτά, πλησίασαν ο Ιωσήφ και η Ραχήλ, και προσκύνησαν» (Γέν. λγ' 3-7). Όλες αυτές οι προσκυνήσεις ήταν προσκυνήσεις λατρείας η τιμής; Αναμφίβολα τιμής, επειδή η Γραφή δεν επιτρέπει την ανθρωπολατρεία. Να και έκτο παράδειγμα: Τα παιδιά του Ιακώβ έρχονται να αγοράσουν σιτάρι στην Αίγυπτο, όπου χωρίς να το ξέρουν, είναι διοικητής ο αδελφός τους ο Ιωσήφ. «Ήρθαν, λοιπόν, οι αδελφοί τού Ιωσήφ, και τον προσκύνησαν κατά πρόσωπο μέχρις εδάφους» (Γέν. 42:6.). Το ίδιο τον προσκυνούν και αργότερα δυο φορές (Γέν. 43:25,28). Τον προσκυνούν για να εκδηλώσουν λατρεία, ή τιμή και σεβασμό; Να και έβδομο παράδειγμα: Οι γιοι του Ιωσήφ, Εφραίμ και Μανασσής, προσκύνησαν τον παππού τους Ιακώβ, όταν τους ευλογούσε. «Και τους έβγαλε ο Ιωσήφ», λέει το ιερό κείμενο, «από το μέσον των γονάτων του. Και [Ο: τον προσκύνησαν] [Φίλος: προσκύνησε] με το πρόσωπο μέχρι το έδαφος» (Γέν. 48:12). Λατρεία του προσφέρουν που τον προσκυνούν, ή τιμή και σεβασμό; Αιρ.: Τα επιχειρήματα σου ομολογώ ότι θα ήταν ισχυρά, αν δεν αναφέρονταν στην εποχή πριν από τον Μωυσή, οπότε δεν είχε ακόμη δοθεί ο Νόμος. Ορθ.: Και από αυτό νομίζεις ότι επιτρεπόταν η ανθρωπολατρεία; Σε ρωτάω: Κατά την εποχή πριν από τον Μωυσή επέτρεπε ο Θεός τη λατρεία ανθρώπων; Aιρ.: Όχι βέβαια. Ορθ.: Τότε πώς βλέπουμε να προσκυνώνται, δηλαδή να λατρεύονται (όπως θέλεις εσύ που δεν εννοείς να υπάρχει προσκύνηση μη λατρευτική), απλοί άνθρωποι; Δεν νομίζεις, ότι και πριν από τον Μωυσή απαγόρευε ο Θεός στους πιστούς Του τη λατρεία ανθρώπων; Αιρ.: Είπα, ναι. Αλλά δεν είχε δοθεί και ειδική γραπτή εντολή. Ορθ.: Μήπως είχε δοθεί ειδική γραπτή εντολή κατά του ψεύδους πριν από τον Μωυσή; Και όμως ο Αβραάμ ελέγχεται από τον βασιλιά των Γεράρων Αβιμέλεχ για το ψέμα του προς αυτόν (Γέν. 20:2, 20:9). Μήπως είχε δοθεί ειδική γραπτή εντολή κατά του φόνου; Και όμως ο Κάιν τιμωρείται, επειδή έκανε φόνο (Γέν. 4:8). Μήπως είχε δοθεί ειδική γραπτή εντολή κατά των κακιών γενικά; Και όμως ο κατακλυσμός (Γέν. 7:11, κ.αλλού) καταστρέφει τους παραβάτες, επειδή «η κακία τού ανθρώπου πληθυνόταν επάνω στη γη» (Γέν. 6:5). Μήπως είχε δοθεί ειδική γραπτή εντολή για την ασέλγεια; Όμως οι Σοδομίτες πυρπολούνται για την ασέλγειά τους (Γέν. ιθ', 1, κ.ε.). Μήπως είχε δοθεί κατά της κενοδοξίας ειδική γραπτή εντολή; Και όμως αυτοί που έχτιζαν τον Πύργο [της Βαβέλ] παθαίνουν σύγχυση γλωσσών για την κενοδοξία τους. (Γέν. ια', 19). Μήπως είχε δοθεί για τη μοιχεία ειδική γραπτή εντολή; Και όμως ο Ιωσήφ αρνείται να αμαρτήσει και κραυγάζει έντρομος: «και πώς να πράξω αυτό το μεγάλο κακό, και να αμαρτήσω ενάντια στον Θεό;» (Γέν. 39: 9.) Όπως λοιπόν απαγορεύονταν πριν από τον Μωυσή το ψέμα, ο φόνος, η ασέλγεια, η μοιχεία, και γενικά οι κακίες, αν και δεν υπήρχε γι αυτά ειδική γραπτή εντολή, έτσι απαγορευόταν και η λατρεία άλλων όντων εκτός του Θεού, αν και δεν είχε δοθεί γι αυτήν ειδική γραπτή εντολή. Η τελευταία μάλιστα αυτή απαγορευόταν περισσότερο από κάθε άλλη κακίας, επειδή είναι η μεγαλύτερη απ όλες. Εφ όσον λοιπόν η προσκύνηση σημαίνει λατρεία, δεν έπρεπε τα πρόσωπα, τα οποία είδαμε να προσκυνούν ανθρώπους, επειδή διαφορετικά θα τιμωρούνταν. Εφ όσον όμως και προσκυνούν και μένουν ατιμώρητα, και ακόμα περισσότερο να ευλογούνται από τον Θεό, είναι φυσικό να διακρίνουμε την τιμητική προσκύνηση από την λατρευτική. Tι λες; Aιρ.: Θα ήθελα και άλλα παραδείγματα μετά την παράδοση του Νόμου στον Μωυσή. Υπάρχουν; Ορθ.: Πολλά. Πάντως στα παραπάνω δεν απαντάς τίποτα! ’κου λοιπόν: Διαβάζω πρώτο το Έξόδ. 18:7: «Και ο Μωυσής βγήκε σε συνάντηση του πεθερού του, και τον προσκύνησε, και τον φίλησε». Λατρεία εκδηλώνει η προσκύνηση αυτή; Αλλά επειδή ενδέχεται να μου πεις πάλι, ότι ακόμη δεν είχε δοθεί στον Μωυσή ο Νόμος, προχώρα στο Αριθ. 22:31. Βρισκόμαστε πλέον στην μετά την παράδοση του Νόμου εποχή: Aιρ.: «Και ο Κύριος άνοιξε τα μάτια τού Βαλαάμ, και είδε τον άγγελο του Κυρίου να στέκεται στον δρόμο, και να έχει στο χέρι του τη ρομφαία του γυμνωμένη· και αφού έσκυψε, προσκύνησε με το πρόσωπό του προς τη γη.» Oρθ.: Λατρεία προσφέρει ο Βαλαάμ στον άγγελο, ή τιμή; Aιρ.: Δεν μπορούμε να λάβουμε ως υπόδειγμα τη διαγωγή του Βαλαάμ, επειδή ο Βαλαάμ ήταν ψευδοπροφήτης και ήταν ενδεχόμενο να απονείμει λατρεία και σε άγγελο. Ορθ.: Μπορούμε όμως ή μάλλον οφείλουμε να λάβουμε ως υπόδειγμα τη διαγωγή του αγγέλου. Πώς ο άγγελος δεν διαμαρτύρεται; Πώς δεν λέει στον Βαλαάμ ότι σε μόνο τον Θεό ανήκει η λατρεία; Πώς τολμά και αποδέχεται αυτός λατρεία, δηλ. πράγμα που ανήκει μόνο στον Θεό; Αναμφίβολα, αν δεν υπήρχε προσκύνηση τιμής, αλλά κάθε προσκύνηση εκδήλωνε λατρεία, ο άγγελος για κανένα λόγο δεν θα δεχόταν την προσκύνηση του Βαλαάμ, για κανένα λόγο θα σφετεριζόταν θεϊκή τιμή! Όμως το ότι αποδέχεται αδιαμαρτύρητα την προσκύνηση, αποδεικνύει ότι υπάρχει και προσκύνηση τιμής. Τι έχεις να αντείπης; Aιρ.: Ορθ.: ’κου και άλλο: «ΚΑΙ όταν ο Ιησούς ήταν κοντά στην Ιεριχώ, ύψωσε τα μάτια του, και είδε, και να, στεκόταν απέναντί του ένας άνθρωπος και η ρομφαία του ήταν στο χέρι του γυμνωμένη· και καθώς ο Ιησούς πλησίασε του είπε: Δικός μας είσαι ή από τους εχθρούς μας; Κι εκείνος είπε: Όχι· αλλ' εγώ είμαι ο Αρχιστράτηγος της δύναμης του Κυρίου, τώρα ήρθα. Και ο Ιησούς έπεσε με το πρόσωπό του επάνω στη γη, και προσκύνησε· και του είπε: Τι προστάζει ο κύριός μου στον δούλο του; Και ο Αρχιστράτηγος της δύναμης του Κυρίου είπε στον Ιησού: Λύσε το υπόδημά σου από τα πόδια σου· επειδή, ο τόπος, επάνω στον οποίο στέκεσαι, είναι άγιος. Και ο Ιησούς το έκανε.» (Ιησ. Ναυή 5:13-15). Εφ όσον κάθε προσκύνηση εκδηλώνει λατρεία και δεν υπάρχει προσκύνηση τιμής, λατρεία προσφέρει ο ευσεβέστατος και θεόπνευστος Ιησούς του Ναυή στο κτίσμα, δηλαδή τον άγγελο; Και ο άγγελος τολμά και δέχεται αδιαμαρτύρητα θεία τιμή; Aιρ.: Ορθ.: Προχωρώ: στο βιβλίο της Ρουθ διαβάζουμε ότι αυτή «έπεσε κατά πρόσωπο, και προσκύνησε μέχρι το έδαφος» τον Βοόζ (Ρουθ 2:10). Σε εκδήλωση λατρείας προσκυνά, ή τιμής και ευγνωμοσύνης; Αιρ.: Αλλά η Ρουθ δεν ήταν Ισραηλίτισσα και δεν πρέπει να περιμένουμε απ αυτήν να γνωρίζει και να τηρεί το Νόμο που απαγόρευε την προσκύνηση. Ορθ.: Ήταν όμως ο Βοόζ Ισραηλίτης, και μάλιστα ευσεβής. Πώς αυτός θα δεχόταν την προσκύνηση, αν αυτή απαγορευόταν από τον Νόμο; Πώς θα δεχόταν την προσκύνηση, αν αυτή αποτελούσε λατρεία; Αλλά ας προχωρήσω: Στο Α' Βασ. 2:36, ο Θεός αναγγέλλοντας στον Ιερέα Ηλί τις τιμωρίες που θα έρθουν σ αυτόν, λέει: «Και καθένας που θα έχει εναπομείνει μέσα στην οικογένειά σου, θα έρχεται [Ο΄: προσκυνώντας τον] [Φίλος[i]: προσπέφτοντας σ' αυτόν] (στον ιερέα που θα έχει αναδειχθεί από τον Κύριο) για λίγο ασήμι και θα λέει: Διόρισέ με, παρακαλώ, σε κάποια από τις ιερατικές υπηρεσίες, για να τρώω λίγο ψωμί». Προσκύνηση λατρείας θα ήταν αυτή, ή προσκύνηση παράκλησης και ικεσίας; Ο Δαυίδ συναντώντας το γιο του βασιλιά Σαούλ Ιωνάθαν, ο οποίος τον έσωσε από την επιβουλή του πατέρα του, να πώς συμπεριφέρεται: «έπεσε μπροστά του στη γη, και προσκύνησε τρεις φορές· και φιλήθηκαν μεταξύ τους» (Α' Βασιλ. 20:41[ii]). Λατρεία προσφέρει ο Δαυίδ στον Ιωνάθαν με την τριπλή προσκύνηση,, ή τιμή και ευγνωμοσύνη; Και στο Α' Βασιλ. 24:8 [iii] βλέπω να κάνει κι άλλη προσκύνηση ο Δαυίδ: «και φώναξε δυνατά πίσω από τον Σαούλ ... ο Δαβίδ έσκυψε με το πρόσωπό του στη γη, και τον προσκύνησε». Προσκύνηση λατρείας είναι αυτή, ή τιμής και σεβασμού προς τον βασιλιά; Και στο Α' Βασιλ. 25:23[iv], διαβάζω ότι η Αβιγαία «έπεσε μπροστά στον Δαβίδ μπρούμυτα, και προσκύνησε μέχρι το έδαφος στα πόδια του». Λατρεία προσφέρεται στον Δαυίδ, ή τιμή; Στο Β' Βασιλ. 1:2,[v] διαβάζω, ότι, όταν ήρθε στον Δαυίδ αυτός που έφερνε την είδηση ότι ο Σαούλ και ο Ιωνάθαν σκοτώθηκαν στη μάχη, «έπεσε στη γη και προσκύνησε». Στο Β' Βασιλ. 9:6[vi], ότι «όταν ο Μεμφιβοσθέ, γιος του Ιωνάθαν, γιου του Σαούλ, ήρθε στον Δαβίδ, έπεσε με το πρόσωπό του στη γη, και τον προσκύνησε». Στο Β' Βασιλ. 14:4[vii], ότι «καθώς η Θεκωίτισσα γυναίκα μιλούσε στον βασιλιά, έπεσε μπρούμυτα καταγής, και προσκύνησε». Στο Β' Βασιλ. 14:22[viii], ότι «ο Ιωάβ έπεσε μπρούμυτα στη γη, και προσκύνησε, και ευλόγησε (ευχαρίστησε) τον βασιλιά». Στο Β' Βασιλ. 14:33[ix], ότι ο Αβεσσαλώμ «ήρθε στον βασιλιά, και πέφτοντας μπρούμυτα καταγής, προσκύνησε μπροστά στον βασιλιά». Στο Β' Βασιλ. 16:4,[x] ότι «ο βασιλιάς είπε στον Σιβά ... Και ο Σιβά είπε [Ο΄: αφού προσκύνησε]: Παρακαλώ, με σεβασμό να βρω χάρη στα μάτια σου, κύριέ μου βασιλιά». Στο Β' Βασιλ. 18:21,[xi] ότι «ο Χουσεί προσκύνησε τον Ιωάβ, και έτρεξε». Στο Β' Βασιλ. 18:28[xii], ότι ο Αχιμάας «προσκύνησε τον βασιλιά με το πρόσωπό του μέχρι το έδαφος». Εν Β' Βασιλ. 24:20[xiii], ότι «ο Ορνά βγήκε και προσκύνησε τον βασιλιά με το πρόσωπό του μέχρι το έδαφος». Στο Γ' Βασιλ. 1:16,31[xiv], ότι «η Βηρσαβεέ [Φίλος: Βηθ-σαβεέ] έσκυψε και προσκύνησε τον βασιλιά». Στο Γ' Βασιλ. 1:23[xv], ότι ο προφήτης Νάθαν «προσκύνησε τον βασιλιά με το πρόσωπό του μέχρι το έδαφος». Στο Γ' Βασιλ. 1:53[xvi], ότι ο Αδωνίας «ήρθε, και προσκύνησε τον βασιλιά Σολομώντα». Στο Γ' Βασιλ. 2: 13[xvii], ότι «ο Αδωνίας, ο γιος τής Αγγείθ, ήρθε στη Βηρσαβεέ τη μητέρα του Σολομώντα» και «την προσκύνησε». Στο Δ' Βασιλ. 1:13[xviii], ότι «ο τρίτος πεντηκόνταρχος ανέβηκε, ήρθε και γονάτισε μπροστά στον Ηλία, και τον παρακάλεσε, και του είπε...». Προσκύνηση λατρείας ήταν αυτή, ή τιμής και σεβασμού και, προπαντός, ικεσίας; Στο Δ' Βασιλ. 2: 15[xix], διαβάζω πάλι, ότι οι γιοι των προφητών «ήρθαν σε συνάντησή του (του προφήτη Ελισαιέ), και τον προσκύνησαν μέχρι το έδαφος». Στο Δ' Βασιλ. 4:37[xx], ότι η Σωμανίτισα, της οποίας το παιδί ανέστησε ο προφήτης Ελισαιέ, «έπεσε στα πόδια του και προσκύνησε μέχρι το έδαφος.» Στο Α' Παραλ. 29:20[xxi], ότι ο λαός «έσκυψαν, προσκύνησαν τον Κύριο και τον βασιλιά (Δαυίδ)». Όλες αυτές οι προσκυνήσεις ήταν απόλυτες, ή σχετικές; Δηλαδή εκδήλωναν λατρεία ή τιμή, σεβασμό, υποταγή, ικεσία, ευγνωμοσύνη κ.τ.τ.; Αιρ.: Ορθ.: Αν εκδήλωναν λατρεία, σε περίπτωση που δεν υπάρχει σχετική προσκύνηση, τότε ορθώνονται μπροστά σου και απαιτούν απάντηση τα εξής αδυσώπητα ερωτήματα: α') Πώς, τόσα ευσεβή πρόσωπα καταπατούσαν ασύστολα την εντολή του Θεού και πρόσφεραν λατρεία σε ανθρώπους, ή δέχονταν να προσφέρεται λατρεία σε αυτούς; β') Πώς, ούτε ένα από αυτά τα πρόσωπα δεν τιμωρήθηκε από την Ισραηλιτική Κοινότητα για την τρομερή αυτή πράξη, ενώ στην Π. Διαθήκη υπάρχει πλήθος παραδειγμάτων λιθοβολισμού των παραβατών του Νόμου; γ') Πώς, ούτε ένα από αυτά τα πρόσωπα δεν τιμωρήθηκε από τον Θεό για την φρικτή αυτή ασέβεια, ενώ πολλές φορές στην Π. Διαθήκη βλέπουμε να τιμωρούνται μικρότερες παραβάσεις; Ειδικότερα, σε ρωτάω: α') Πώς, ο θεόπνευστος και μεγάλος Ιησούς του Ναυή, ο πιστός υπηρέτης του Κυρίου, προσφέρει λατρεία σε άγγελο, καταφρονώντας αδίστακτα το θείο Νόμο; β') Πώς, ο Νάθαν, ο άγιος αυτός προφήτης, ο απεσταλμένος του Θεού, ο γεμάτος παρρησία και θάρρος, ο ατρόμητος Νάθαν, διαπράττει αυτή τη βλασφημία και προσφέρει λατρεία σε άνθρωπο; Πώς τολμά και προσκυνά τον βασιλιά Δαυίδ, όταν κατ εντολή Θεού πήγε να τον ελέγξει για το διπλό του αμάρτημα; γ') Πώς ο Δαυίδ, ο ευσεβέστατος και πολύ αγαπητός στο Θεό, ο Δαυίδ για τον οποίο είπε ο ’γιος Θεός «βρήκα τον Δαβίδ, τον γιο τού Ιεσσαί, άνδρα σύμφωνα με την καρδιά μου» (Πράξ. 13:22), τολμά και δέχεται τόσες λατρευτικές εκδηλώσεις καταπατώντας την εντολή του Θεού; Και πώς ο Θεός, ο Οποίος παρ όλη την αγάπη Τού προς τον Δαυίδ, τον τιμώρησε αυστηρά για τη μοιχεία και τον φόνο, τα οποία διέπραξε, τον άφησε ατιμώρητο γι αυτό του το αμάρτημα, το οποίο ήταν ασυγκρίτως βαρύτερο από τα προηγούμενα, εφόσον αυτός σφετεριζόταν πράγματα που πρέπουν μόνο στον Θεό; Πώς, όχι μόνο δεν τιμώρησε, αλλά ούτε απλά έλεγξε τον Δαυίδ για μια τέτοια ασέβεια; δ') Πώς ο προφήτης Ηλίας με τον πύρıvo ζήλο και ευσέβεια, τολμά και δέχεται την προσκύνηση, δηλαδή τη λατρεία, του πεντηκοντάρχου; Πώς διαπράττει αυτή την ασέβεια; ε') Πώς ο θεοφόρος προφήτης Ελισαίος δέχεται αδιαμαρτύρητα την προσκύνηση, δηλαδή τη λατρεία, της Σωμανίτιδας γυναίκας και των γιών των προφητών; Πώς δεν αποποιείται έντρομος αυτό που του προσφέρουν; Τι έχεις να απαντήσεις σε όλ αυτά; Αιρ.: .. Ορθ.: Δεν απαντάς! Αγαπητέ μου, όλες αυτές οι προσκυνήσεις ήταν προσκυνήσεις σχετικές. Δεν ήταν προσκυνήσεις απόλυτες, δηλ. προσκυνήσεις λατρείας. Αν υπήρχε σ αυτές και ίχνος λατρείας, τα ευσεβέστατα αυτά πρόσωπα ούτε θα δέχονταν, ούτε θα πρόσφεραν προσκυνήσεις. Ας προχωρήσω όμως σε ένα ακόμη χωρίο: στο βιβλίο του Δανιήλ διαβάζω, ότι ο «βασιλιάς Ναβουχοδονόσορας, έπεσε επάνω στο πρόσωπό του, και προσκύνησε τον Δανιήλ» (Δαν. 2:46), μετά την εξήγηση του ονείρου του από τον Δανιήλ. Λατρεία εκδηλώνει ο Ναβουχοδονόσορας, ή τιμή και θαυμασμό; Και αν αυτός εκδηλώνει λατρεία, ως μη Ισραηλίτης, πώς ο πολύ αγαπητός στο Θεό και θεόπνευστος Δανιήλ τη δέχεται αδιαμαρτύρητα; Απάντησε, επειδή εγώ τελείωσα τα χωρία, όσα τουλάχιστον σκόπευα να χρησιμοποιήσω. Αιρ.: Έχω ένα παράδειγμα, όπου υπάρχει άρνηση προσκύνησης ανθρώπου. Ορθ.: Θα δούμε και το παράδειγμα σου, αλλά προηγουμένως οφείλεις να απαντήσεις σ αυτά που σου εξέθεσα. Αιρ.: θα απαντήσει το ίδιο το παράδειγμα. Ορθ.: Τι λες, αγαπητέ; Οτιδήποτε και αν λέει το παράδειγμα σου, θα ισχύσει να ανατρέψει τη σωρεία των παραδειγμάτων που εξέθεσα; Το ένα θα νικήσει και θα υποτάξει τα πολλά (αν υποτεθεί ότι υπάρχει αντίθεση, την οποία εγώ αποκλείω, επειδή στη Γραφή δεν υπάρχουν πραγματικές αντιθέσεις), ή τα πολλά το ένα; ’ς ακούσω όμως το παράδειγμα σου. Αιρ.: Στο βιβλίο της Εσθήρ διαβάζω: «Ύστερα από τα πράγματα αυτά, ο βασιλιάς Ασσουήρης μεγάλυνε τον Αμάν, τον γιο του Αμμεδαθά, του Αγαγίτη, και τον ύψωσε, και έβαλε τον θρόνο του πιο πάνω από όλους τους άρχοντες, που ήσαν γύρω απ' αυτόν. Και οι δούλοι τού βασιλιά, που ήσαν στη βασιλική πύλη, έσκυβαν και προσκυνούσαν τον Αμάν· επειδή, έτσι πρόσταξε ο βασιλιάς γι' αυτόν. Ο Μαρδοχαίος, όμως, δεν έσκυβε, και δεν τον προσκυνούσε.» (Εσθήρ 3:1). Να που ο ευσεβής Ισραηλίτης Μαρδοχαίος αρνείται να προσκυνήσει τον Αμάν, επειδή πίστευε ότι η προσκύνηση αποτελεί λατρεία. Αν αποτελούσε τιμή, γιατί να αρνιόταν να προσκυνήσει; Ορθ.: Το παράδειγμά σου στρέφεται εναντίον σου και όχι εναντίον μου. Επειδή μου βάζει στο στόμα τα εξής ερωτήματα: Αν πραγματικά κάθε προσκύνηση σημαίνει λατρεία, τότε γιατί και τα προηγούμενα πρόσωπα δεν φέρονται ανάλογα με τον Μαρδοχαίο; Γιατί αυτοί, που μεταξύ τους είναι και ο Ιησούς του Ναυή και ο προφήτης Νάθαν, προσκυνούν, οικειοθελώς μάλιστα, ενώ ο Μαρδοχαίος δεν προσφέρει την προσκύνηση, αν και αυτή ζητιόταν; Γιατί οι προηγούμενοι προσκυνούν χωρίς να διατρέχουν κανένα κίνδυνο αν δεν προσκυνήσουν, ενώ ο Μαρδοχαίος αρνείται να προσκυνήσει, αν και γνώριζε ότι κινδύνευε; Και οι άλλοι από τους προηγούμενους, με τον μεγάλο Δαυίδ και τον πύρινο Ηλία και τον άγιο Ελισαίο και τον θαυμαστό Δανιήλ μεταξύ τους, γιατί δέχονται τις προσκυνήσεις που προσφέρονται σ αυτούς; Μήπως ο Ιησούς και ο Νάθαν και ο Δαυίδ και ο Ηλίας και ο Ελισαίος και ο Δανιήλ ήταν λιγότερο ευσεβείς και πιστοί στον Θεό του Ισραήλ από τον Μαρδοχαίο; Αιρ.: .. . . . . Ορθ.: Το παράδειγμα του Μαρδοχαίου όχι μόνο δεν αναιρεί τα προηγούμενα, αλλά αντίθετα τα επικυρώνει και μας πείθει ότι εκεί πρόκειται περί σχετικών προσκυνήσεων, επειδή το παράδειγμα αυτό εμφανίζει την αρνητική στάση των ευσεβών Ισραηλιτών έναντι της προσκύνησης που έχει λατρευτικό χαρακτήρα. Για το ότι η προσκύνηση που απέρριπτε ο Μαρδοχαίος δεν ήταν απλή εκδήλωση τιμής, αλλά είχε χαρακτήρα λατρείας, μας πείθουν τα εξής: α') Αυτή ζητιόταν υποχρεωτικά και ζητιόταν από ειδωλολάτρη. Και είναι γνωστό ότι κατά την αρχαιότητα οι ειδωλολάτρες άρχοντες θεωρούσαν τους εαυτούς τους θεία όντα και είχαν την αξίωση να τους αποδίδονται θεϊκές τιμές, β') Ο Μαρδοχαίος αρνείται να προσκυνήσει τον «υπερήφανο Αμάν», όχι εξαιτίας υπερηφάνειας («δεν το έκανα αυτό ούτε από ύβρι ούτε από υπερηφάνεια ούτε από φιλοδοξία»), αλλά «για να μη θέσει τη δόξα ενός ανθρώπου πάνω από τη δόξα του Θεού», όπως λέει στην προσευχή του (Εσθήρ 4:17)[xxii]. Αν λοιπόν ο Μαρδοχαίος, που δεν ήταν θεόπνευστος προφήτης, αλλά απλός ευσεβής Ισραηλίτης, αρνείται να προσκυνήσει και έτσι «να θέσει τη δόξα ενός ανθρώπου πάνω από τη δόξα του Θεού», γιατί οι θεόπνευστοι άνδρες Ιησούς, Δαυίδ, Νάθαν, Ηλίας, Ελισαίος, Δανιήλ, δεν πράττουν το ίδιο, αλλά αντίθετα και προσφέρουν και αποδέχονται προσκυνήσεις, και «έτσι θέτουν τη δόξα ανθρώπου πάνω από τη δόξα του Θεού»; Αναμφίβολα, επειδή οι προσκυνήσεις τους ήταν άλλου χαρακτήρα, και έτσι δεν έθεταν «τη δόξα του ανθρώπου πάνω από τη δόξα του Θεού»! Τι έχεις να πεις αντίθετα σ αυτό; Αιρ.: . Ορθ.: Ας συνοψίσω: Είναι γεγονός αναντίρρητο, ότι έχουμε μπροστά μας δυο πραγματικότητες. Τη μία αποτελούν δεκάδες προσώπων που προσφέρουν ή δέχονται προσκύνηση, και την άλλη ο Μαρδοχαίος, που αρνείται να προσφέρει προσκύνηση. Κοντά στον Μαρδοχαίο πρέπει να τεθούν και οι τρεις ευσεβείς Ιουδαίοι Νέοι, που δεν προσκύνησαν τη χρυσή εικόνα του Ναβουχοδονόσορα και ρίχτηκαν γι αυτό στο καμίνι με τη φωτιά, αλλά παρέμειναν σώοι (Δαν.3). Έχοντας λοιπόν μπροστά μας αυτές τις δύο αντίθετες πραγματικότητες, ας αντιμετωπίσουμε από την αρχή το ζήτημα της προσκύνησης, σε συσχετισμό με αυτές τις δύο πραγματικότητες: Εσύ θεωρείς ότι μία μόνο προσκύνηση υπάρχει, η λατρευτική. Ας δούμε τι θα συμβεί αν θεωρήσουμε σωστή τη γνώμη σου: α') Από τη μια εμφανίζεται η παράταξη του Μαρδοχαίου και των Τριών Νέων να έπραξε σωστά και θεάρεστα, η παράταξη όμως όλων των άλλων προσώπων, εμφανίζεται ως ασεβής και βλάσφημη, εφόσον πρόσφερε ή δεχόταν τη λατρεία που ανήκει μόνο στον Θεό. Ιδιαίτερα οι θεόπνευστοι άνδρες Ιησούς, Δαυίδ, Νάθαν, Ηλίας, Ελισαίος και Δανιήλ, εμφανίζονται ως άθλιοι καταφρονητές του θείου Νόμου, β') Μένει ανεξήγητη η στάση της Γραφής, που φαίνεται να αποδέχεται και τις δύο παρατάξεις. Ακόμα περισσότερο, η Γραφή εμφανίζεται ως βιβλίο χωρίς σταθερές αρχές και ασυνάρτητο, ως βιβλίο με αντιθέσεις και αντιφάσεις, εφόσον δεν αποδοκιμάζει ή δεν ελέγχει καμία από τις δύο παρατάξεις, αλλά απεναντίας φέρεται σαν να επιδοκιμάζει και να εγκρίνει και να ευλογεί τις πράξεις και των δύο, αν και είναι αντίθετες. Να τα αποτελέσματα της εφαρμογής της γνώμης σου! Ας δούμε τώρα την εφαρμογή της γνώμης μας, ότι δηλαδή υπάρχει και σχετική και απόλυτη προσκύνηση: α') Εμφανίζονται και οι δύο παρατάξεις να πράττουν σωστά και θεάρεστα. Η πρώτη, επειδή προσφέρει και δέχεται προσκύνηση τιμής, και η δεύτερη, επειδή αρνείται προσκύνηση λατρείας, β') Η Γραφή εμφανίζεται ως βιβλίο θείο και τέλειο, απαλλαγμένο από κάθε αντίθεση και αντίφαση και σωστά εγκρίνοντας τις πράξεις και των δύο παρατάξεων: Της πρώτης, επειδή αυτή, με το να προσφέρει και να δέχεται απλή τιμή, σεβασμό, υποταγή κ.λ.π., δεν κάνει τίποτα αντίθετο με τον θείο Νόμο˙ και της δεύτερης, επειδή αυτή, με το να αρνείται να προσφέρει λατρεία σε άλλον εκτός από τον Θεό, υπακούει στον θείο Νόμο, που διατάζει έτσι. Όπως βλέπεις, η δεύτερη αυτή λύση, η λύση της αποδοχής δύο ειδών προσκύνησης, είναι η μόνη που αίρει κάθε φαινομενική αντίθεση, η μόνη που συμβιβάζει άριστα τα πράγματα, η μόνη που δεν δημιουργεί άλυτα προβλήματα. Ακούω ό,τι έχεις να απαντήσεις. Αιρ.: Κατ αρχήν θα ήθελα να πληροφορηθώ αυτό: Αν υπάρχουν δύο είδη προσκύνησης, πώς θα διακρίνουμε το ένα από το άλλο; Πώς θα διακρίνουμε την απόλυτη η λατρευτική προσκύνηση από μια σχετική, ώστε να μην κινδυνεύουμε να προσκυνήσουμε λατρευτικά άλλα όντα εκτός από τον Θεό; Ορθ.: Εύλογη η απορία σου. Αλλά η διάκριση είναι πολύ εύκολη, επειδή είναι ας πούμε αυτόματη. Δηλαδή, κάθε προσκύνηση (και προσκύνηση είναι η υπόκλιση του σώματος, που φτάνει και μέχρι την πτώση στο έδαφος), που προσφέρεται στο Θεό, είναι απόλυτη. Όταν προσφέρεται σε άνθρωπο, ως σε άνθρωπο, ή σε άγγελο, ως σε άγγελο, είναι σχετική. Με άλλα λόγια, όταν κάποιος προσκυνά αυτό η εκείνο το ον ως να είναι Θεός, τότε η προσκύνηση είναι αυτόματα απόλυτη και λατρευτική, ακριβώς επειδή περιέχει το στοιχείο της αναγνώρισης του όντος αυτού ως Θεού. Τέτοια (δηλ. απόλυτη) είναι και η προσκύνηση που απονέμεται προς άνθρωπο, όταν εκλαμβάνουμε τον άνθρωπο αυτό όχι ως απλό άνθρωπο (έστω μεγάλο και σπουδαίο και άγιο και οτιδήποτε άλλο, αλλά πάντως άνθρωπο), αλλά ως θείο ον. Όταν όμως προσκυνούμε έναν άγγελο ή έναν άνθρωπο, χωρίς να παραγνωρίζουμε την φύση του, χωρίς να τον περνάμε για θείο ον (την λέξη «θείο» χρησιμοποιώ εδώ όχι με την έννοια του ιερού και αγίου και του αφιερωμένου στο Θεό, αλλά με την έννοια αυτού που έχει με φυσικό τρόπο από τη φύση του θεϊκές ιδιότητες), χωρίς να παραγνωρίζουμε ότι και αυτός είναι κτίσμα του μόνου Αληθινού Θεού, τότε η προσκύνηση είναι αυτόματα σχετική. Και είναι τέτοια, ακριβώς επειδή δεν περιέχει το στοιχείο της αναγνώρισης του προσκυνούμενου προσώπου ως Θεού. Για να εκφραστώ πιο κατανοητά, θα φέρω ένα παράδειγμα: Ας υποθέσουμε ότι ο αδελφός σου καταδικάστηκε σε θάνατο. Εσύ υψώνεις τα χέρια ικετεύοντας τον Θεό και Τον παρακαλάς να σώσει τον αδελφό σου. «Κύριε, σώσε τον αδελφό μου», φωνάζεις συνεχώς. Αποφασίζεις να κινήσεις και ανθρώπινες δυνάμεις, όσο μπορείς. Με τη βοήθεια ισχυρών φίλων σου, εμφανίζεσαι το γρηγορότερο μπροστά στον βασιλιά και τον ικετεύεις να απονείμει χάρη. «Βασιλιά, σώσε τον αδελφό μου», φωνάζεις με δάκρυα και σ αυτόν.... Ποιος μπορεί τώρα να πει ότι ασέβησες, επειδή ικέτεψες για το ίδιο πράγμα και με τις ίδιες φράσεις και τον Θεό και τον βασιλιά; Χωρίς αμφιβολία κανείς, επειδή εσύ, ικετεύοντας τον βασιλιά, τον ικέτευες ως άνθρωπο˙ άνθρωπο που έχει βέβαια προνόμια και εξουσίες, αλλά πάντως άνθρωπο! Αν όμως έπαιρνες τον βασιλιά για θείο ον (όπως κατά την αρχαιότητα οι ειδωλολάτρες λαοί), τότε χωρίς αμφιβολία θα διέπραττες τη μεγαλύτερη ασέβεια. Και να θέλεις και Γραφικό παράδειγμα γι αυτό, ορίστε: Οι Ισραηλίτες που βρίσκονταν στην έρημο, γεμάτοι παράπονα και αχαριστία προς τον Θεό και τον υπηρέτη Του τον Μωυσή, «ο ένας έλεγε στον άλλον: Ας κάνουμε κάποιον αρχηγό, και ας επιστρέψουμε στην Αίγυπτο. Τότε, έπεσε ο Μωυσής, και ο Ααρών, με το πρόσωπό τους επάνω στη γη, μπροστά σε ολόκληρο το πλήθος τής συναγωγής των γιων Ισραήλ.» (Αριθ. 14:45), ικετεύοντας και εκλιπαρώντας τους έτσι ν αλλάξουν απόφαση και μην επιστρέψουν στην Αίγυπτο. Και αργότερα πάλι, όταν ο Κορέ ξεσήκωσε επανάσταση κατά του Μωυσή, ο Μωυσής «έπεσε με το πρόσωπό του επάνω στη γη· και μίλησε στον Κορέ, και σε ολόκληρη τη συνοδεία του, λέγοντας...» (Αριθ. 16:4-5.) Μετά από λίγο όμως ο Θεός γνωστοποιεί στον Μωυσή και τον Ααρών ότι θα καταστρέψει τον λαό εξαιτίας της διαγωγής του Κορέ και των οπαδών του. Τότε ο Μωυσής και ο Ααρών «έπεσαν με τα πρόσωπά τους επάνω στη γη και είπαν: Ω Θεέ, Θεέ των πνευμάτων κάθε σάρκας, ένας άνθρωπος αμάρτησε, και θα οργιστείς ενάντια σε ολόκληρη τη συναγωγή;» (Αριθ. 16: 22.) Τι βλέπουμε σ αυτά τα χωρία; Ότι ο Μωυσής, θέλοντας να εκφράσει διαμαρτυρία για κάποια απόφαση που είχε παρθεί, και συνάμα ικεσία προς αλλαγή αυτής της απόφασης, χρησιμοποιεί ακριβώς τον ίδιο τρόπο εξωτερικά, είτε απευθύνεται στον Θεό είτε στους ανθρώπους. Και ο τρόπος αυτός είναι η πρόσπτωση, η πτώση στο έδαφος. Με πρόσπτωση ικετεύει τον Θεό, με πρόσπτωση ικετεύει και τους Ισραηλίτες. ’ραγε ασέβησε ο Μωυσής; Το αντίθετο! Τον μεν Θεό ικέτευε ως Θεό, τους δε Ισραηλίτες ικέτευε ως ανθρώπους. Είχε μέσα του καθαρή και επακριβή την ιδέα της αξίας και της θέσης του καθενός, ασχέτως αν χρησιμοποιούσε όμοια εξωτερικά σχήματα. Σημασία έχει η εσωτερική διάθεση και όχι τα εξωτερικά σχήματα. Εκείνο λοιπόν, που κάνει την ικεσία ή προσκύνηση κ.λ.π. προς άνθρωπο ασεβή και απαγορευμένη, είναι το στοιχείο της αναγνώρισής του ως θείου όντος. Όταν λείπει το στοιχείο αυτό, καμία ασέβεια δεν διαπράττεται και κανένας Νόμος του Κυρίου δεν καταπατείται! Αιρ.: Όλα τα προηγούμενα παραδείγματα σου για τη σχετική προσκύνηση ήταν από την Π. Διαθήκη. Θα ήθελα παραδείγματα και από την Καινή Διαθήκη, που να πείθουν ότι υπάρχει και σχετική προσκύνηση. Ορθ.: Δεν έχεις κανένα λογικό δικαίωμα να απαιτήσεις παραδείγματα και από την Καινή Διαθήκη. Επειδή οι εντολές, που σύμφωνα μ' εσάς απαγορεύουν κάθε προσκύνηση σε ανθρώπους, βρίσκονται στην Παλαιά και όχι στην Καινή Διαθήκη. Εάν οι εντολές βρίσκονταν στην Καινή Διαθήκη και εγώ έφερνα παραδείγματα προσκύνησης ανθρώπων από την Παλαιά, έτσι ώστε ν αποδείξω μ αυτά ότι δεν απαγορεύουν οι εντολές κάθε προσκύνηση, τότε θα μπορούσες να μου πεις: «Τα παραδείγματα από την Παλαιά δεν ισχύουν, επειδή οι εντολές δόθηκαν αργότερα, δόθηκαν στην Καινή Διαθήκη. Συνεπώς, στην Παλαιά είναι φυσικό να βρούμε πράγματα αντίθετα με τις εντολές, εφ όσον αυτές τότε ήταν άγνωστες. Γι αυτό απαιτώ παραδείγματα από την Καινή Διαθήκη». Δεν συμβαίνει όμως αυτό στο θέμα της προσκύνησης. Η απαγόρευση της λατρείας ανθρώπων η άλλων όντων, δεν είναι κάτι νέο, όπως π.χ. η απαγόρευση του διαζυγίου ή του όρκου. Η απαγόρευση της ανθρωπολατρείας ισχύει τόσο στην Καινή όσο και στην Παλαιά Διαθήκη. Εάν λοιπόν κάθε προσκύνηση εκδήλωνε λατρεία, εάν «δεν μπορούσε να νοηθεί προσκύνηση μη λατρευτική», όπως πιστεύετε και ισχυρίζεσθε εσείς, δεν έπρεπε να υπάρχει ούτε έvα παράδειγμα προσκύνησης ανθρώπου στην Π. Διαθήκη. Ή, αν υπήρχε, έπρεπε να υπάρχει ως παράβαση που επισύρει την αποδοκιμασία και την αυστηρή τιμωρία του ενόχου. Εφόσον όμως στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχουν παραδείγματα προσκύνησης ανθρώπων, και μάλιστα πολλά, το ζήτημα είναι λυμένο! Σ αυτή την περίπτωση η έρευνα της Καινής Διαθήκης είναι περιττή. Τα συμπεράσματα που βγαίνουν από την Παλαιά Διαθήκη (στο ζήτημα αυτό, εννοείται), είναι αυτάρκη. Κατά συνέπεια, θα ήμουν απόλυτα εντάξει λογικά και ηθικά, αν έκλεινα εδώ το ζήτημα. Όμως για να μη νομίσεις ότι φοβάμαι μήπως η Καινή Διαθήκη ανατρέψει τη γνώμη μου και γι' αυτό την αποφεύγω, προχωρώ στην έρευνα και της Καινής Διαθήκης. Αιρ.: Ακούω λοιπόν με κάθε προσοχή. Ορθ.: Διαβάζω τα εξής χωρία: α') «Και ξάφνου, ένας λεπρός, καθώς ήρθε, τον προσκυνούσε, λέγοντας: Κύριε, αν θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις» (Ματθ. 8:2). β') «Ενώ αυτός τούς έλεγε αυτά, ξάφνου, κάποιος άρχοντας, καθώς ήρθε, τον προσκυνούσε, λέγοντας ότι: Η θυγατέρα μου πέθανε πριν από λίγο» (Ματθ. 9:18). γ') «τον πλησίασε κάποιος άνθρωπος γονατίζοντας σ' αυτόν και λέγοντας: Κύριε, ελέησέ μου τον γιο...» (Ματθ. 17:14,15). δ') «Τότε, ήρθε κοντά του η μητέρα των γιων τού Ζεβεδαίου μαζί με τους γιους της, προσκυνώντας, και ζητώντας απ' αυτόν κάτι.» (Ματθ. 20:20). ε') «Και ξάφνου, έρχεται ένας από τους αρχισυνάγωγους, με το όνομα Ιάειρος· και βλέποντάς τον, πέφτει κοντά στα πόδια του» (Μάρκ. 5:22). ς') «Και η γυναίκα, η οποία φοβήθηκε και έτρεμε, επειδή γνώριζε τι είχε γίνει επάνω της, ήρθε και έπεσε μπροστά του, και του είπε όλη την αλήθεια» (Μάρκ. 5:33). ζ') «Βλέποντας δε ο Σίμωνας Πέτρος, έπεσε κοντά στα γόνατα του Ιησού, λέγοντας....» (Λουκ. 5:8). η') «Ένας, όμως, απ' αυτούς (τους δέκα λεπρούς), βλέποντας ότι γιατρεύτηκε, επέστρεψε με δυνατή φωνή δοξάζοντας τον Θεό. Και έπεσε με το πρόσωπο στα πόδια Του, (του Ιησού) ευχαριστώντας Τον» (Λουκ. 17:15-16). θ') «Κι εκείνος (ο εκ γενετής τυφλός) είπε: Κύριε, πιστεύω. Και τον προσκύνησε» (Ιωάνν. 9:38). ι') «Η Μαρία, λοιπόν, καθώς ήρθε όπου ήταν ο Ιησούς, όταν τον είδε, έπεσε στα πόδια Του, λέγοντας σ' αυτόν...» (Ιωάνν. 11:32). Ορίστε χωρία και από την Καινή Διαθήκη! Αιρ.: Τι αφέλεια! Αγνοείς ότι αυτά αναφέρονται όλα στον Κύριο, ή αγνοείς ότι ο Κύριος ήταν Θεός και συνεπώς ο καθένας μπορούσε ή μάλλον όφειλε να του προσφέρει λατρεία; Γιατί επικαλείσαι αυτά τα χωρία; Ορθ.: Τι απερισκεψία! Αγνοείς ότι κανείς δεν γνώριζε τον Κύριο ως Θεό, αλλά όλοι νόμιζαν ότι ήταν άνθρωπος; Ότι βέβαια ήταν άνθρωπος σπουδαίος και θαυμαστός και άγιος και μεγάλος, διδάσκαλος απαράμιλλος, προφήτης και απεσταλμένος του Θεού που ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο.. αλλά πάντως ΑΝΘΡΩΠΟΣ! Κανείς δεν καταλάβαινε περισσότερα. Κανείς δεν γνώριζε ή δεν υποπτευόταν καν, ότι ο άσημος εξωτερικά γιος της Μαρίας ήταν η ενσάρκωση του Δευτέρου Προσώπου της Τριαδικής θεότητας. Ούτε γνώριζαν καθόλου οι Ιουδαίοι την Αγία Τριάδα, δεδομένου ότι η διδασκαλία της Παλαιάς Διαθήκης περί Τριαδικού Θεού συνίσταται σε κάποιες νύξεις που μόνο μέσω του φωτός της Καινής Διαθήκης μπορούν να κατανοηθούν. Όλοι όσοι πρόσφεραν τιμές στον Κύριο λοιπόν, τις πρόσφεραν ως σε άνθρωπο - άνθρωπο, επαναλαμβάνω, μεγάλο και άγιο και ανώτερο κάθε άλλου, αλλά πάντως άνθρωπο! Όχι ως σε ενσαρκωμένο Θεό. Πώς λοιπόν προσκυνούσαν, δηλαδή λάτρευαν (εφόσον σύμφωνα μ εσάς «δεν μπορεί να νοηθεί προσκύνηση μη λατρευτική»), άνθρωπο, ενώ η λατρεία ανήκει αποκλειστικά μόνο στον Αληθινό Θεό; Απάντησέ μου! Aιρ.: . Ορθ.: Και ένα επιχείρημα ακόμη: Εάν κάθε προσκύνηση εκδήλωνε λατρεία, ο Κύριος θα έλεγχε αυτούς που τον προσκυνούσαν, ότι καταπατούσαν τον Νόμο του Θεού προσφέροντας λατρεία σε ανθρώπους (εφόσον, καθώς είπαμε, τον θεωρούσαν άνθρωπο, αγνοώντας ότι ήταν ενσαρκωμένος Θεός). Αιρ.: Αυτό (ο έλεγχος) δεν ήταν απαραίτητο. Ο Κύριος, εφ όσον ήταν Θεός, μπορούσε να δέχεται αδιαμαρτύρητα τη λατρευτική προσκύνηση των ανθρώπων, έστω και αν αυτοί του την πρόσφεραν ως σε άνθρωπο και όχι ως σε Θεό. Ορθ.: Το αντίθετο! Θα έπραττε τουλάχιστον ό,τι και τότε που ο νεαρός Τον αποκάλεσε «διδάσκαλο αγαθό». Θυμάσαι την απάντησή του Κυρίου; «Γιατί με λες αγαθό;» απάντησε: «Κανένας δεν είναι αγαθός, παρά μονάχα ένας, ο Θεός» (Μάρκ. 10:17-18). Δηλαδή: «Εφ όσον με εκλαμβάνεις ως απλό άνθρωπο (και είναι αδύνατο να μη με εκλαμβάνεις ως τέτοιο, επειδή αγνοείς ότι είμαι και Θεός), γιατί με προσφωνείς αγαθό; Μόνο ο Θεός είναι πραγματικά και από τη φύση Του αγαθός και μόνο Αυτόν να προσφωνείς έτσι». Κάτι παρόμοιο θα έλεγε και σ αυτούς που τον προσκυνούσαν: «Γιατί μου προσφέρετε λατρεία, εφόσον με θεωρείτε άνθρωπο (και αγνοείτε ποιος πραγματικά είμαι); Μόνο στον Θεό ανήκει η λατρεία!» Όμως για να μην το κάνει αυτό, αλλά να αποδέχεται αδιαμαρτύρητα τις προσκυνήσεις, ασφαλώς θεωρούσε και διέκρινε ότι αυτές ήταν απλώς εκδηλώσεις τιμής και σεβασμού και ικεσίας, όχι προσφορά λατρείας. Τι απαντάς; Αιρ.: . Ορθ.: Προχωρώ, και σε ρωτάω: Ποιο είναι βαρύτερο, να προσφωνήσεις ένα άνθρωπο «αγαθό» ή να του απονείμεις λατρεία; Αιρ.: Αναμφίβολα το δεύτερο. Ορθ.: Και είπες στην αρχή, ότι η προσκύνηση σημαίνει λατρεία και «δεν μπορεί να νοηθεί προσκύνηση μη λατρευτική». Αιρ.: Μάλιστα. Ορθ.: ’κου λοιπόν: Ο νεαρός, που αποκάλεσε τον Κύριο «αγαθό» και γι αυτό επιτιμήθηκε από Αυτόν, προηγουμένως τον προσκύνησε, δηλαδή τον λάτρεψε. «Κάποιος έτρεξε, και γονατίζοντας μπροστά Του, τον ρωτούσε: Δάσκαλε αγαθέ, τι να κάνω για να κληρονομήσω αιώνια ζωή;» (Μάρκ. 10:17). Πώς όμως ο Κύριος τον επιπλήττει για την προσφορά του επιθέτου «αγαθός» και σωπαίνει για την προσκύνηση, δηλαδή για την προσφορά λατρείας;;; Αναμφίβολα σωπαίνει, επειδή η προσκύνηση δεν εκδήλωνε λατρεία, αλλά τιμή και σεβασμό. Ο χαρακτηρισμός «αγαθός» μπορεί, σε τελευταία ανάλυση, να απονεμηθεί, καταχρηστικά πάντα, και σε άνθρωπο. (Πρβλ. και Ματθ. ε', 40, ιβ', 35, Λουκ. κγ', 50, Πράξ. ια', 24, κ.ά.). Η λατρεία όμως ποτέ. Και όμως ο Κύριος διαμαρτύρεται για το πρώτο, το ελαφρότερο, και σωπαίνει για το δεύτερο, το βαρύτερο!... Νομίζω, αγαπητέ, ότι και μόνο αυτό το παράδειγμα αρκεί να αποδείξει την ύπαρξη σχετικής προσκύνησης. Μήπως έχεις αντιρρήσεις; Αιρ.: Ομολογώ ότι δεν έχω τίποτα να αντιτάξω. Ορθ.: ’κου κι άλλο παράδειγμα, που πείθει ότι υπάρχουν και μη λατρευτικές προσκυνήσεις: «Γι' αυτό, η βασιλεία των ουρανών ομοιώθηκε με έναν άνθρωπο βασιλιά, που θέλησε να εξετάσει τους λογαριασμούς του με τους δούλους του. Και όταν άρχισε να εξετάζει, φέρθηκε σ' αυτόν ένας οφειλέτης 10.000 ταλάντων. Και επειδή δεν είχε να τα αποδώσει, ο κύριός του πρόσταξε να πουληθεί αυτός, και η γυναίκα του, και τα παιδιά του, και όλα όσα είχε, και να αποδοθεί αυτό που χρωστούσε. Καθώς, λοιπόν, ο δούλος, έπεσε στα πόδια του, τον προσκυνούσε, λέγοντας: Κύριε, μακροθύμησε σε μένα, και θα σου τα αποδώσω όλα. Και επειδή ο κύριος εκείνου τού δούλου τον σπλαχνίστηκε, τον άφησε ελεύθερο, του χάρισε μάλιστα και το δάνειο. Όταν, όμως, εκείνος ο δούλος βγήκε έξω, βρήκε έναν από τους συνδούλους του, που του χρωστούσε 100 δηνάρια· και αφού τον έπιασε τον έπνιγε, λέγοντας: Απόδωσέ μου ό,τι χρωστάς. Πέφτοντας, λοιπόν, ο σύνδουλός του στα πόδια του, τον παρακαλούσε, λέγοντας: Μακροθύμησε σε μένα, και θα σου τα αποδώσω όλα...» (Ματθ. 18:23-29). Σε ρωτάω, αγαπητέ: Οι προσκυνήσεις αυτές των δούλων της παραβολής ήταν λατρευτικές; Δεν είναι ηλίου φαεινότερο, ότι ήταν εκδηλώσεις παράκλησης και πολύ θερμής και ολόψυχης ικεσίας; Αιρ.: .. Ορθ.: ’κου κι άλλο παράδειγμα σχετικής προσκύνησης: Όταν έγινε ο σεισμός στο δεσμωτήριο των Φιλίππων, όπου ήταν φυλακισμένοι ο Παύλος με το Σίλα και, ως συνέπεια αυτού, άνοιξαν οι πόρτες της φυλακής και λύθηκαν τα δεσμά όλων των κρατούμενων, ο δεσμοφύλακας, νομίζοντας ότι δραπέτευσαν οι φυλακισμένοι, και γνωρίζοντας την τιμωρία που τον περίμενε, ήταν έτοιμος ν αυτοκτονήσει με μαχαίρι. Όμως εκείνη ακριβώς τη στιγμή, «ο Παύλος έκραξε με δυνατή φωνή, λέγοντας: Μη πράξεις τίποτε κακό στον εαυτό σου· επειδή, όλοι είμαστε εδώ. Και αφού (ο δεσμοφύλακας) ζήτησε φώτα, πήδησε μέσα, και κατατρομαγμένος, έπεσε μπροστά στον Παύλο και στον Σίλα και αφού τους έβγαλε έξω, είπε: Κύριοι, τι πρέπει να κάνω για να σωθώ;» (Πράξ. 16:25-30). Η προσκύνηση αυτή, αγαπητέ, τι δηλώνει; Λατρεία, ή τιμή και σεβασμό και ικεσία; Και εάν ο δεσμοφύλακας, ως άπιστος, προσφέρει μέσω της πρόσπτωσης λατρεία σε ανθρώπους, πώς οι Απόστολοι δεν διαμαρτύρονται έντονα και δεν αποκρούουν με τρόμο αυτό που τους προσφέρεται; Το χωρίο αυτό δεν αποδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο, ότι υπάρχει και προσκύνηση μη λατρευτική; Μήπως έχεις αντιρρήσεις; Αιρ.: Σ αυτό δεν έχω. Υπάρχουν όμως στην Καινή Διαθήκη δύο παραδείγματα, στα οποία αποκρούεται η προσκύνηση ανθρώπων: α') «Και καθώς ο Πέτρος μπήκε μέσα, ερχόμενος ο Κορνήλιος σε συνάντησή του, έπεσε στα πόδια του, και προσκύνησε. Ο Πέτρος, όμως, τον σήκωσε, λέγοντας: Σήκω επάνω· και εγώ ο ίδιος άνθρωπος είμαι.» (Πράξ. 10:25-26.) β') στην Αποκάλυψη λέει ο Ιωάννης: «Και έπεσα μπροστά στα πόδια του (του αγγέλου) για να τον προσκυνήσω· και μου λέει: Πρόσεχε, μη το κάνεις αυτό· εγώ είμαι σύνδουλός σου, και των αδελφών σου, που έχουν τη μαρτυρία τού Ιησού· τον Θεό προσκύνησε.» (Αποκ. 19:10.) Τι απαντάς; Πως αντιμετωπίζεις αυτά τα χωρία; Ορθ.: Μερικοί από μας νομίζουν, ότι κι εδώ έχουμε απλώς τιμητικές προσκυνήσεις, οι οποίες όμως δεν γίνονται δεκτες εξαιτίας μετριοφροσύνης. Βέβαια, πολλές φορές άνθρωποι αποποιούνται τιμή που τους προσφέρεται, όχι επειδή νομίζουν ότι δεν τη δικαιούνται, αλλά απλώς λόγω μετριοφροσύνης. Εδώ όμως δεν νομίζω ότι έχουμε ανάλογη περίπτωση. Μάλλον πρόκειται περί λατρευτικών προσκυνήσεων, που αποκρούονται από τον Πέτρο και τον άγγελο, επειδή δεν ήθελαν, ούτε τολμούσαν, να σφετερισθούν θεϊκές τιμές. Σ αυτή τη γνώμη με ωθεί η έντονη διαμαρτυρία του Πέτρου και του αγγέλου κατά της προσφερόμενης προσκύνησης. Ο άγγελος μάλιστα απορρίπτει την προσκύνηση του Ιωάννη κυριολεκτικά έντρομος. «Πρόσεχε, μή!» κραυγάζει˙ «τον Θεό προσκύνησε.» Και ο τόσο αυστηρός και κατηγορηματικός και σχεδόν εναγώνιος τόνος, είναι δύσκολο να αποδοθεί σε απλή μετριοφροσύνη. Εάν η προσκύνηση αποκρουόταν όχι επειδή ανήκει μόνο στον Θεό, όχι δηλ. από φόβο σφετερισμού θείων τιμών, αλλά απλώς από μετριοφροσύνη, τότε η διαμαρτυρία τόσο του Πέτρου όσο και του αγγέλου θα ήταν αναμφίβολα πιο ήπια και όχι τόσο ισχυρή και έντονη. Φαίνεται λοιπόν, ότι ο Κορνήλιος εξέλαβε τον Πέτρο ως θείο ον και ότι ο Πέτρος, με θείου φωτισμό, το διέγνωσε, γι αυτό και όχι μόνο τον σήκωσε, αλλά και είπε: «κι εγώ ο ίδιος άνθρωπος είμαι». Ποιο νόημα θα είχαν οι λόγοι αυτοί του Αποστόλου, αν ο Κορνήλιος δεν είχε συλλάβει εσφαλμένη ιδέα γι αυτόν; Η διαβεβαίωση «κι εγώ άνθρωπος είμαι» δείχνει, ότι ο Πέτρος διείδε ότι ο Κορνήλιος δεν τον εξέλαβε για απλό άνθρωπο. Είναι όμοια η διαβεβαίωση αυτή προς τη διαβεβαίωση του Παύλου και του Βαρνάβα μπροστά στους κατοίκους των Λύστρων, που τους πέρασαν για θεία όντα («οι θεοί, που ομοιώθηκαν με ανθρώπους, κατέβηκαν σε μας»), και ετοιμάζονταν να τους προσφέρουν θείες τιμές. «’νδρες, γιατί τα κάνετε αυτά;» φώναξαν οι δύο Απόστολοι˙ «Κι εμείς άνθρωποι είμαστε, ομοιοπαθείς με σας» (Πράξ 14:11-15). Η ομοιότητα του τρόπου αντίδρασης των Αποστόλων και στις δυο περιπτώσεις, πείθει, νομίζω, ότι και οι λόγοι της αντίδρασης ήταν όμοιοι. Ο Ιωάννης πάλι, φαίνεται ότι εξέλαβε τον άγγελο ως τον ίδιο τον Κύριο Ιησού, με τον Οποίο ήταν στην αρχή της θείας Οπτασίας (Αποκ. 1:17). Αυτό δεν ήταν δύσκολο, επειδή ο Ιωάννης ήταν έκθαμβος και κατάπληκτος από αυτά που συνέβαιναν. Η σύγχυση λοιπόν ήταν δυνατό να συμβεί όχι μόνο μια φορά, αλλά και δύο, όπως και συνέβη (Αποκ κβ', 89). Και ο άγγελος, μέσω θείου φωτισμού κι αυτός, καταλαβαίνοντας ότι ο Ιωάννης τον προσκυνούσε αντί για τον Κύριο, όχι μόνο διαμαρτύρεται έντονα και αποκρούει την προσκύνηση, αλλά και λέει: «εγώ είμαι σύνδουλός σου». (Η αντίδραση μοιάζει και πάλι μ αυτή του Παύλου και του Βαρνάβα στα Λύστρα.) Ποιο νόημα θα είχαν οι λόγοι αυτοί του αγγέλου, αν ο Ιωάννης δεν είχε εκλάβει τον άγγελο ως τον Κύριο; Η διαβεβαίωση «εγώ είμαι σύνδουλός σου» πείθει ότι ο άγγελος διείδε ότι ο Ιωάννης δεν τον εξέλαβε απλώς ως άγγελο. Γι αυτό και απορρίπτει έντρομος αυτό που του πρόσφερε ο Ιωάννης. Αιρ.: Βλέπω ότι συμφωνούμε σ αυτά τα χωρία, επειδή κι εμείς μ αυτό τον τρόπο τα ερμηνεύουμε. Και χαίρομαι πολύ γι αυτή τη συμφωνία. Ορθ.: Μη χαίρεσαι, επειδή σύντομα θα λυπηθείς. Δυστυχώς για σένα, αγαπητέ, τα χωρία αυτά όχι μόνο δεν καταργούν τη σχετική προσκύνηση, αλλά και συνηγορούν θαυμάσια υπέρ της ύπαρξης της. Αιρ.: Περίεργο!.... Με ποιο τρόπο; Ορθ.: Μίλησα και προηγουμένως γι αυτό: Επειδή δείχνουν τη συμπεριφορά των αγίων προσώπων έναντι της προσκύνησης, όταν αυτή έχει λατρευτικό χαρακτήρα. Και η συμπεριφορά αυτή, είναι συμπεριφορά έντονης διαμαρτυρίας, αντίδρασης και αποστροφής. Αν λοιπόν κάθε προσκύνηση εκδήλωνε λατρεία και δεν υπήρχε και σχετική προσκύνηση, τότε έπρεπε όλα ανεξαιρέτως τα άγια πρόσωπα της Γραφής, σε όλες ανεξαιρέτως τις περιστάσεις, να διαμαρτύρονται και να αντιδρούν έντονα και με τρόμο κατά κάθε απόπειρας προσκύνησης. Αλλά εμείς είδαμε τους Αβραάμ, Λώτ, Ιακώβ, Ιωσήφ, Εφραίμ, Μανασσή, Μωυσή, Ιησού Ναυή, Βοόζ, Δαυίδ, Νάθαν, Ηλία, Ελισαίο, Δανιήλ, Παύλο και Σίλα να προσκυνούν ή να δέχονται αδιαμαρτύρητα προσκυνήσεις. Πώς θα συμβιβάσουμε τα πράγματα, αν δεν αναγνωρίσουμε και την ύπαρξη σχετικής προσκύνησης; Εγώ τουλάχιστον, αδυνατώ να λύσω το πρόβλημα διαφορετικά. Προηγουμένως είδαμε τον Βαλαάμ και τον Ιησού του Ναυή να προσκυνούν αγγέλους, και τους αγγέλους να δέχονται αδιαμαρτύρητα την προσκύνηση. (Αριθ. 22:31, Ιησούς Ναυή 5:13). Και τώρα, βλέπουμε τον Ιωάννη να προσκυνά τον άγγελο, και ο άγγελος όχι απλά να διαμαρτύρεται, αλλά να απορρίπτει την προσκύνηση έντονα και με τρόμο. Γιατί αυτή η διαφορετική συμπεριφορά των αγγέλων, αν όλες αυτές οι προσκυνήσεις ήταν εκδηλώσεις λατρείας; Πώς οι πρώτοι άγγελοι τολμούν και δέχονται εκείνο που ανήκει μόνο στον Θεό, εκείνο που ο δεύτερος αποκρούει με τρόμο, ως κάτι που δεν του ανήκει; Η διαφορετική συμπεριφορά των αγγέλων, αγαπητέ, πείθει, ότι το προσφερόμενο δεν ήταν όμοιο και στις τρεις περιπτώσεις. Αν ήταν όμοιο, θα ήταν όμοια και η συμπεριφορά. Εφόσον όμως αυτή ήταν διαφορετική, άρα και το προσφερόμενο ήταν διαφορετικό. Εκεί μεν ήταν τιμή, εδώ δε λατρεία. Αν έχεις κάτι να πεις, ακούω. Αιρ.: Ορθ.: Θέλεις και ένα ακόμη χωρίο, που να αποδεικνύει λαμπρότερα κι απ τον ήλιο ότι υπάρχει και σχετική προσκύνηση, και κυριολεκτικά κονιορτοποιεί τις ιδέες σου εναντίον της; Ορίστε: Ο Κύριος λέει στον Επίσκοπο της Εκκλησίας της Φιλαδέλφειας: «Πρόσεξε, θα κάνω αυτούς από τη συναγωγή τού σατανά, που λένε τον εαυτό τους ότι είναι Ιουδαίοι, και δεν είναι, αλλά ψεύδονται· δες, θα τους κάνω νάρθουν και να προσκυνήσουν μπροστά στα πόδια σου, και να γνωρίσουν ότι εγώ σε αγάπησα.» (Αποκ 3:9). Αν θέλεις, πες ότι και αυτή η προσκύνηση δεν είναι προσκύνηση σχετική, προσκύνηση τιμής, σεβασμού, υποταγής κ.λ.π., αλλά προσκύνηση απόλυτη, προσκύνηση λατρείας! Αν θέλεις, πες ότι ο Θεός επιτρέπει τη λατρεία ανθρώπων, κι ακόμα περισσότερο, ότι συνεργεί σε αυτήν. («Θα κάνω», λέει.) Αν θέλεις, πες ότι ο Θεός αποφάσισε να κατεβεί από το θρόνο Του και να ανεβάσει σ αυτόν ανθρώπους, έτσι ώστε να δέχονται την λατρεία που αρμόζει μόνο σ αυτόν που κάθεται στο θρόνο του Θεού. Και τότε, άσε τον Θεό και λάτρεψε ανθρώπους. Δεν θα ασεβήσεις. Ο Θεός διέταξε έτσι! Αιρ.: Δεν μπορούμε να πούμε, ότι εδώ πρόκειται για τις προσχωρήσεις στην Εκκλησία αυτών που χαρακτηρίζονται ως «συναγωγή του Σατανά», και να εκλάβουμε τον Επίσκοπο ως σύμβολο του Χριστού; Ορθ.: Δεν θα είχα αντίρρηση. Η λατρεία όμως ανήκει μόνο στον Θεό και σε κανένα άλλο ον, είτε αυτό συμβολίζει και εκπροσωπεί τον Θεό, είτε όχι. Όλα όσα προσφέρουμε στον Θεό (τιμή, σεβασμό, υποταγή, ευγνωμοσύνη, ικεσία κ.λ.π.), μπορούμε, σε σχετικό βέβαια βαθμό, να προσφέρουμε και στους ανθρώπους. Όλα εκτός από ένα: τη λατρεία. Και αυτό, επειδή προϋπόθεση, αλλά και ουσία της λατρείας, είναι ότι αναγνωρίζουμε ως Θεό το λατρευόμενο ον. Λατρεία δεν είναι τίποτ άλλο, παρά κάθε τιμή προσφερόμενη προς Ον, το οποίο αναγνωρίζουμε ως Θεό. Αν λοιπόν κάθε προσκύνηση εκδηλώνει λατρεία, τότε δεν είναι δυνατό να προσκυνηθεί ο Επίσκοπος, είτε εκληφθεί ως σύμβολο και εκπρόσωπος του Κυρίου, είτε όχι. Αιρ.: Δεν εννοώ, ότι θα προσκυνηθεί ο ίδιος ο Επίσκοπος. Θέλω να πω ότι ο Επίσκοπος πρέπει να εκληφθεί ως σύμβολο του Χριστού, κι αυτά που λέγονται προς αυτόν, σαν να αναφέρονται στο πρόσωπο του Κυρίου. Επομένως, θα προσκυνηθεί ο Κύριος και όχι ο Επίσκοπος. Ορθ.: Αλλά ο ίδιος ο Κύριος είναι που μιλά στον Επίσκοπο. Γιατί λοιπόν να πει «θα τους κάνω νάρθουν και να προσκυνήσουν μπροστά στα πόδια ΣΟΥ», και όχι «μπροστά στα πόδια ΜΟΥ»; Πού ακούστηκε να μιλάει ο Χριστός για τον Χριστό σε δεύτερο πρόσωπο; Εκτός απ αυτό, εάν εκλάβεις αυτά που λέγονται στον Επίσκοπο, ως αναφερόμενα στο πρόσωπο του Χριστού, τότε είσαι αναγκασμένος να εφαρμόσεις στο πρόσωπο του Χριστού και τις άλλες φράσεις που λέγονται προς τον Επίσκοπο, οπότε θα καταλήξεις σε διδάγματα όχι μόνο βλακώδη, αλλά και βλάσφημα. Επειδή πώς είναι δυνατό να λέει ο Χριστός στον Χριστό «ότι εγώ σε αγάπησα»; Πώς είναι δυνατό να λέει ο Χριστός στον Χριστό, ότι «έχεις μικρή δύναμη, και φύλαξες τον λόγο μου, και δεν αρνήθηκες το όνομά μου»; Πώς είναι δυνατό να λέει ο Χριστός στον Χριστό, «φύλαξες τον λόγο τής υπομονής μου, και εγώ θα σε φυλάξω από την ώρα τού πειρασμού, που πρόκειται να έρθει επάνω σε ολόκληρη την οικουμένη, για να δοκιμάσει αυτούς που κατοικούν επάνω στη γη»; Πώς είναι δυνατό να λέει ο Χριστός στον Χριστό, ότι «Πρόσεξε, έρχομαι γρήγορα· κράτα εκείνο που έχεις, για να μη λάβει κανένας το στεφάνι σου»; Όπως λοιπόν όλα αυτά αναφέρονται στον Επίσκοπο, έτσι και το «να προσκυνήσουν μπροστά στα πόδια σου» αναφέρεται στον Επίσκοπο. Και συνεπώς, αποκλείεται να ήταν η προσκύνηση αυτή εκδήλωση λατρείας, αλλά τιμής και σεβασμού και υποταγής. Αν έχεις κάτι να πεις, ακούω και πάλι. Αιρ.: .. Ορθ.: Αποδείχθηκε λοιπόν με πλήθος παραδειγμάτων και από την Παλαιά και από την Καινή Διαθήκη, ότι υπάρχει και σχετική προσκύνηση. Και ο ισχυρισμός σου, ότι «δεν μπορεί να νοηθεί προσκύνηση μη λατρευτική» και ότι «στη Χριστιανική Οικονομία όπως και στην Ιουδαϊκή, η προσκύνηση ρητά αποδίδεται μόνο στον Θεό» καταδεικνύεται τελείως σφαλερός και αστήρικτος που απέχει παρασάγγες από την αλήθεια.
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΒΑΣΙΛΙΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ, ΑΦΘΑΡΤΟ ΑΟΡΑΤΟ ΜΟΝΟ ΣΟΦΟ ΘΕΟ ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ στους ΑΤΕΛΕΙΩΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ. ΑΜΗΝ.
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ:
--------------------------------------------------------------------- Απόδοση κειμένου στα Νέα Ελληνικά & επιμέλεια: Μαρία Δημητριάδου Τα Γραφικά χωρία στη δημοτική παρατίθενται από την απόδοση του Σ. Φίλου, εκτός από κάποια σημεία που ο Φίλος δεν έχει αποδώσει, καθώς υπάρχουν στη Μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης κατά τους Εβδομήκοντα (Ο΄) αλλά όχι στο Μασοριτικό το οποίο χρησιμοποιεί.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ [i] Στην απόδοση του Φίλου, που μεταφράζει από το Μασοριτικό κείμενο κι όχι από τους Εβδομήκοντα, το χωρίο αντιστοιχεί στο 1 Σαμουήλ 2:36. [ii] Στην απόδοση του Φίλου το Α΄ Βασιλ. 20:41 αντιστοιχεί στο 1 Σαμουήλ 20:41. [iii] Στην απόδοση του Φίλου το Α΄ Βασιλ. 24:8 αντιστοιχεί στο 1 Σαμουήλ 24:8 [iv] Φίλος: 1 Σαμουήλ 25:23 [v] Φίλος: 2 Σαμουήλ 1:2 [vi] Φίλος: 2 Σαμουήλ 9:6 [vii] Φίλος: 2 Σαμουήλ 14:4 [viii] Φίλος: 2 Σαμουήλ 14:22 [ix] Φίλος: 2 Σαμουήλ 14:33 [x] Φίλος: 2 Σαμουήλ 16:4 [xi] Φίλος: 2 Σαμουήλ 18:21 [xii] Φίλος: 2 Σαμουήλ 18:28 [xiii] Φίλος: 2 Σαμουήλ 24:20 [xiv] Φίλος: 1 Βασιλ. 1:16,31 [xv] Φίλος: 1 Βασιλ. 1:23 [xvi] Φίλος: 1 Βασιλ. 1:53 [xvii] Φίλος: 1 Βασιλ. 2:13 [xviii] Φίλος: 2 Βασιλ. 1:13 [xix] Φίλος: 2 Βασιλ. 2:15 [xx] Φίλος: 2 Βασιλ. 4:37 [xxi] Φίλος: 1 Χρονικά 29:20 [xxii] Τα θεολογικότατα αυτά αποσπάσματα του Βιβλίου της Εσθήρ απουσιάζουν από το μασοριτικό κείμενο και κατά συνέπεια, από την νεοελληνική απόδοση του Φίλου. Μπορείτε να τα δείτε στο Βιβλίο της Εσθήρ όπως παραδίδεται στην (πολύ αρχαιότερη) Παλαιά Διαθήκη κατά τους Εβδομήκοντα, π.χ. εδώ.
|
Δημιουργία αρχείου: 15-9-2012.
Τελευταία ενημέρωση: 15-9-2012.