Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Προβλήματα

Προειδοποίηση Πατριάρχη Σερβίας στον Οικουμενικό Πατριάρχη και ιστορία Κομμουνιστικών σχισμάτων ως σήμερα * Οι Σκανδαλιζόμενοι * Οι ανάξιοι κληρικοί βλάπτουν την Εκκλησία * Διχασμένοι Αυτοκέφαλοι ή Ενωμένοι Αδελφοί;

Το πρόβλημα (το συμμάζεμα)

τής  Ορθόδοξης  Διασποράς  και  αυτοκεφαλίες

Παναγιώτης  Ι.  Μπούμης

Ομότ.  Καθηγητής  Παν/μίου  Αθηνών

 

Όπως  γνωρίζουν  όσοι  ασχολούνται  με  τα  εκκλησιαστικά  πράγματα, υπάρχει  ένα  φλέγον  κανονικό  θέμα  που  απασχολεί  και  ταλανίζει  την  Ορθόδοξη  Εκκλησία  και  Θεολογία. Πρόκειται  για  το  ζήτημα  τής  Ορθόδοξης  εκκλησιαστικής  Διασποράς  ανά  την  οικουμένη. Είναι  το  γεγονός  ότι  στην  ίδια  πόλη  π.χ.  τής  Ευρώπης  ή  τής  Αμερικής  υπάρχουν  μετανάστες  από  διάφορες  ορθόδοξες  αυτοκέφαλες  Εκκλησίες, οι  οποίοι  έχουν  συμπήξει  εκκλησιαστικές  κοινότητες-οντότητες  με  δικούς  τους  επισκόπους, ιερείς, διακόνους  κ.τ.λ.  ή  καθεμιά  ξεχωριστά.

            Α. Και  τίθεται  το  ερώτημα:  Έχει  αυτό  το  φαινόμενο  την  έγκριση  τών  αποστόλων  και  τών  ιερών  κανόνων;  Ή  υποδεικνύεται  κάτι  άλλο  από  αυτούς;  Μία  πρώτη  νύξη  έχουμε  στην  επιστολή  τού  αποστόλου  Παύλου  προς  τον  συνεργάτη  του  Τίτο, όπου  τού  γράφει:  «Τούτου  χάριν  κατέλιπόν  σε  εν  Κρήτη, ίνα... και  καταστήσης  κατά  πόλιν  πρεσβυτέρους, ως  εγώ  σοι  διεταξάμην... δει  γαρ  τον  επίσκοπον...»  (Τίτ. 1,5-7).

            Με  αφορμή  το  κείμενο  αυτό  πρέπει  και  εδώ  κατά  πρώτον  να  επισημάνουμε  ότι  κατά  τους  πρώτους  χριστιανικούς  χρόνους  εναλλάσσονταν  οι  όροι  πρεσβύτερος  και  επίσκοπος. Επομένως  οφείλουμε  να  καταφύγουμε  στους  κανόνες  τής  Εκκλησίας, οι  οποίοι  ερμηνεύουν  και  κάνουν  πιο  συγκεκριμένα  τα  πράγματα  για  τον  κάθε  ιερατικό  βαθμό.

            Επίσης  πρέπει  να  προσέξουμε  το  ρήμα  «καθιστώ», το  οποίο  σημαίνει  εκλέγω, χειροτονώ  και  εγκαθιστώ  έναν  κληρικό  σε  έναν  ιερατικό  βαθμό  και  σε  μία  ορισμένη  πόλη  ή  περιφέρεια.

            Ωσαύτως  ιδιαίτερη  προσοχή  επί  τού  προκειμένου  χρειάζεται  η  έκφραση  «κατά  πόλιν», η  οποία  μπορεί  να  αποδοθεί  με  την  έκφραση  «ανά  πόλιν»  ή  «εις  εκάστην  πόλιν».

            Τέλος  το  χωρίον  μάς  πληροφορεί  ότι  ο  απόστολος  Παύλος  είχε  δώσει  προηγουμένως  προφορικές  εντολές  στον  αποστελλόμενο  συνεργάτη  του  σχετικά  με  την  επιλογή  και  χειροτονία  και  εγκατάσταση  «κατά  πόλιν»  τών  πρεσβυτέρων-επισκόπων. Έτσι  δημιουργήθηκε  και  η  αποστολική  κανονική  παράδοση. Ας  πάμε  όμως  να  δούμε  τι  μάς  λένε  οι  ι.  Κανόνες, στους  οποίους  καταγράφηκε  εν  πολλοίς  και  η  προφορική  αποστολική  αυτή  παράδοση.

            Β. Συγκεκριμένως  ο  η΄  καν.  τής  Α΄  Οικουμ.  Συνόδου  για  τη  διευθέτηση  κάποιων  ανάλογων  προβλημάτων  καταλήγει  με  την  πρόταση  «ίνα  μη  εν  τη  πόλει  δύο  επίσκοποι  ώσιν». Άρα  απαγορεύεται  η  ύπαρξη  δύο  επισκόπων  στην  ίδια  πόλη, σήμερα  δήμο-συνοικισμό, στο  ίδιο  έδαφος, στον  ίδιο  χώρο.

            Επίσης  ο  ιβ΄  καν.  τής  Δ΄  Οικουμ.  Συνόδου  τονίζει  και  λέει:  «Ήλθεν  εις  ημάς  (εις  γνώσιν  μας)  ως  τινες  παρά  τους  εκκλησιαστικούς  θεσμούς  προσδραμόντες  (= προσέτρεξαν)  δυναστείαις, δια  πραγμάτων  (παρεμβάσεων  βασιλικών)  την  μίαν  επαρχίαν  εις  δύο  κατένεμον  (= εχώρισαν), ως  εκ  τούτου  δύο  μητροπολίτας  είναι  εν  τη  αυτή  επαρχία. Ώρισε  τοίνυν  (= λοιπόν)  η  αγία  σύνοδος, τού  λοιπού  μηδέν  τοιούτον  τολμάσθαι  παρά  επισκόπου».

Σημείωση:  Ένα  υπόδειγμα-περίπτωση  συνοδικής  τακτοποιήσεως  παρομοίου  θέματος  μάς  παρέχει  και  ο  λθ΄  (39)  καν.  τής  Πενθέκτης  Οικουμ.  Συνόδου, προκειμένου  να  (πώς  θα)  αποφευχθεί  η  συνύπαρξη  δύο  αρχιεπισκόπων  (Κωνσταντινουπόλεως  και  Ιουστινιανουπόλεως)  στον  ίδιο  τόπο-επαρχία.

            Και  αυτά  ως  προς  τους  επισκόπους  και  Μητροπολίτες-Αρχιεπισκόπους  και  τις  αντίστοιχες  επισκοπές  και  τοπικές  Εκκλησίες.

            Γ. Ως  προς  δε  τους  κληρικούς  και  ιδίως  τους  πρεσβυτέρους-εφημερίους-ιερείς  ισχύουν  θα  λέγαμε  τα  αντίθετα. Δεν  επιτρέπεται  ο  ίδιος  κληρικός, σύμφωνα  με  την  αποστολική  και  κανονική  παράδοση, να  χειροτονείται  και  να  διορίζεται  σε  δύο  ενορίες-κοινότητες  εκκλησιαστικές.

            Ο  ι΄  (10ος)  καν.  τής  Δ΄  Οικουμ.  Συνόδου  ορίζει  γενικότερα:  «Μη  εξείναι  Κληρικόν  εν  δύο  πόλεων  κατά  ταυτόν  (= συγχρόνως)  καταλέγεσθαι  εκκλησίαις, εν  ή  τε  την  αρχήν  εχειροτονήθη, και  εν  ή  προσέφυγεν  ως  μείζονι  δήθεν, δια  δόξης  κενής  επιθυμίαν».

            Άλλος  σχετικός  κανόνας  είναι  ο  ιε΄  τής  Ζ΄  Οικουμ.  Συνόδου, ο  οποίος  ειδικότερα  (και  περί  τής  Κωνσταντινουπόλεως)  μεταξύ  άλλων  διαλαμβάνει:  «Κληρικός  από  τού  παρόντος  μη  καταταττέσθω  εν  δυσίν  Εκκλησίαιας·  εμπορίας  γαρ  και  αισχροκερδείας  τούτο  ίδιον... Έκαστος  ουν, κατά  την  Αποστολικήν  φωνήν, εν  ω  εκλήθη, εν  τούτω  οφείλει  μένειν, και  προσεδρεύειν  εν  μια  Εκκλησία... Και  ταύτα  μεν  εν  ταύτη  τη  Θεοφυλάκτω  πόλει. Εν  δε  τοις  έξω  χωρίοις, δια  την  έλλειψιν  τών  ανθρώπων, παραχωρείσθω  (= ας  επιτρέπεται)».

            Παραθέσαμε  μόνο  ορισμένα  χαρακτηριστικά  τμήματα  τών  ανωτέρω  κανόνων, για  να  μη  δυσκολέψουμε  τον  αναγνώστη, ένεκα  τής  αρχαιοπρεπούς  γλώσσας  τών  κανόνων. Ελπίζουμε  να  είναι  αρκετά  και  κατανοητά, όσα  παραθέσαμε. Επίσης  νομίζουμε  ότι  έχουμε  τα  απαραίτητα  τμήματα, για  να  κινηθούμε  στο  θέμα  μας  με  την  απαραίτητη  ασφάλεια  και  ελευθερία.

            Δ. Εν  πρώτοις, πρέπει  να  σημειώσουμε  ότι  αυτά, που  καταγράψαμε  προηγουμένως  περί  μιας  πόλεως  ή  επισκοπής  και  τών  κληρικών  αυτής, μπορεί  να  ισχύουν  και  στο  επίπεδο  ενός  π.χ.  κράτους  ή  και  δύο-τριών  όμορων  κρατών  μαζί  με  τους  ορθόδοξους  επισκόπους  αυτού(ων)  και  τον  πρώτο  τους, τον  προεστώτα  επίσκοπο, ή  αλλιώς  μητροπολίτη  ή  αρχιεπίσκοπο.

            Δηλαδή  μπορεί  π.χ.  να  συνέλθουν  όλοι  οι  κανονικοί  ορθόδοξοι  επίσκοποι  ενός  κράτους  τής  Αμερικής  να  συνεννοηθούν  μεταξύ  τους  και  ας  προέρχονται  από  οποιοδήποτε  κράτος  ή  έθνος  τής  Ευρώπης  ή  άλλης  Ηπείρου. Αυτοί  εκλέγουν  μεταξύ  τους  τον  πρώτο, ο  οποίος  καθίσταται  Μητροπολίτης  ή  Αρχιεπίσκοπος  τής  αυτοκέφαλης-αυτοδιοίκητης  Εκκλησίας  τού  αμερικάνικου  αυτού  κράτους  και  οι  άλλοι  αναγνωρίζονται  ως  επίσκοποι  τής  πόλεως, στην  οποία  ήδη  βρίσκονται  από  τη  μέχρι  τούδε  κατάσταση, η  οποία  έχει  διαμορφωθεί  είτε  από  το  Οικουμενικό  Πατριαρχείο  είτε  από  τα  άλλα  Πατριαρχεία  και  τις  Αρχιεπισκοπές. Μόνο  να  μη  συνυπάρχουν  στην  ίδια  πόλη-δήμο.

            Αυτές  οι  δημιουργούμενες  «διακρατικές»  διεκκλησιαστικές  αυτοκεφαλίες-αυτοδιοικήσεις  καλό  και  κανονικό  είναι  να  αναγνωρίζονται  από  μία  σύνοδο  τών  ήδη  υπαρχουσών  αυτοκεφαλιών  τών  Ορθόδοξων  Εκκλησιών, εφόσον  αμφιβάλλει  κάποιος  για  μια  τέτοια  δημιουργία. Επίσης  τον  σχετικό  Τόμο  τής  αυτοκέφαλης  Εκκλησίας  τον  υπογράφει  ο  Οικουμενικός  Πατριάρχης  ως  έχων  τα  πρεσβεία  τής  τιμής  ή  ο  επόμενος  στη  σειρά  Πατριάρχης  τ.έ.  Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων, εφ'  όσον  κωλύεται  ο  πρώτος. Ωσαύτως  στην  ενθρόνιση  θα  μπορούσε  να  πρωτοστατήσει  ο  Πατριάρχης  εκείνος, στο  κλίμα  τού  οποίου  ανήκε  ο  νέος  «Πρώτος».

            Ε. Ίσως  παρατηρήσει  κάποιος  ότι  το  σύστημα  ή  διαδικασία  αυτή  φαίνεται  λίγο  πρωτόγνωρη  και  αρκετά  προχωρημένη. Εμείς  θα  λέγαμε  προσέτι  ότι  φαίνεται  λίγο  άγνωστη  και  αρκετά  πρωτοχριστιανική. Ας  θυμηθούμε  τι  λέει  ο  μεγάλος  κανονολόγος  Βαλσαμών:  «Σημείωσε  ουν  από  τού  παρόντος  κανόνος  (β΄  τής  Β΄  Οικουμ.  Συνόδου), ότι  το  παλαιόν  πάντες  οι  τών  επαρχιών  μητροπολίται  αυτοκέφαλοι  ήσαν...»[1]. Αλλά  και  ο  άλλος  μεγάλος  κανονολόγος  άγιος  Νικόδημος  ο  Αγιορείτης  παρομοίως  στην  υποσημείωση  τού  η΄  καν.  τής  Γ΄  Οικουμ.  Συνόδου  ειδικώς  περί  Κύπρου  γράφει:  «Σημείωσε  ότι  άνωθεν  και  εξ  αρχής  από  παλαιόν  έθος  εστάθη  αυτοκέφαλος  εν  τη  εκκλησιαστική  διοικήσει  η  Κύπρος»[2]. Υπογραμμίζουμε  την  έκφραση  «από  παλαιόν  έθος».

            Πράγματι  εάν  διαβάσουμε  προσεκτικά  παλαιούς  ―τους  πρώτους―  κανόνες  θα  διαπιστώσουμε  ότι  προβλέπουν  αυτές  τις  εθνικές  ή  επαρχιακές  αυτοδιοίκητες-αυτοκέφαλες  εκκλησιαστικές  διοικήσεις.

            Έτσι  ο  λδ΄  (34ος)  αποστολικός  λέει:  «Τους  επισκόπους  εκάστου  έθνους  ειδέναι  χρη  τον  εν  αυτοίς  πρώτον...». Για  να  λέει  αυτό, πρέπει  να  υπάρχει, να  υφίσταται, ο  πρώτος. Αλλά  και  για  να  υπάρχει αυτός, πρέπει  να  υπάρχει  (και  να  υπήρχε)  αυτή  η  αυτοδιοίκητη, «αυτοκέφαλη»  εκκλησιαστική  οντότητα, διοίκηση.

            Ωσαύτως  και  ο  παράλληλος  θ΄  καν.  τής  Αντιοχείας  (341  μ.Χ.)  πληροφορεί  και  ορίζει:  «Τους  καθ'  εκάστην  επαρχίαν  επισκόπους  ειδέναι  χρη  τον  εν  τη  μητροπόλει  προεστώτα  επίσκοπον...». Και  αυτός  ο  κανόνας  προϋποθέτει  και  επιβεβαιώνει  τα  ίδια  για  κάθε  τοτεινή  επαρχία.

            Ακόμη  και  το  ότι  κατά  τον  4ο  αυτόν  αιώνα  έχουμε  τόσες  τοπικές  Συνόδους  (όπως  τής  Αγκύρας, τής  Γάγγρας, τής  Λαοδικείας  κ.α.)  που  εξέθεσαν  κανόνες, σημαίνει  ότι  υπήρχαν  και  τότε  τοπικές  αυτοδιοίκητες  εκκλησιαστικές  οντότητες. Και  όχι  μόνο  αυτό. Αλλά  και  το  ότι  οι  ιεροί  κανόνες  αυτών  επικυρώθηκαν  από  την  Πενθέκτη  Οικουμ.  Σύνοδο  (β΄  καν.), σημαίνει  ότι  εμμέσως  επικύρωσαν  και  επιβεβαίωσαν  την  ύπαρξη  αυτών  τών  τοπικών  Εκκλησιών  (αυτοκεφαλιών).

            Επομένως  τίποτε  το  πρωτόγνωρο  και  άγνωστο  και  αντικανονικό.

            Και  μην  ξεχνάμε  ότι  μπήκαμε  στην  τρίτη  περίοδο  (χιλιετία)  τής  εκκλησιαστικής  ιστορίας, κατά  την  οποίαν  υπάρχει  διακαής  η  επιθυμία  τών  πιστών  χριστιανών  να  επανέλθουμε  στην  πρώτη  περίοδο  και  να  μιμηθούμε  και  στην  απλότητα  και  στην  ταπεινοφροσύνη  και  στην  αγάπη-κοινωνία  τους  πρώτους  χριστιανούς.

            ΣΤ. Και  ερχόμαστε  στο  θέμα  τών  πρεσβυτέρων-ιερέων-εφημερίων  και  τών  ενοριών-ενοριτών  και  να  πούμε:

            Ασφαλώς  και  απαραιτήτως  ο  Επίσκοπος  πρέπει  να  είναι  ένας  και  ας  ανήκει  σε  οποιοδήποτε  έθνος, για  να  διαφυλάσσει  και  να  διαφυλάσσεται  η  ενότητα  όλων  τών  Ορθόδοξων  χριστιανών  τής  επισκοπικής  ή  μητροπολιτικής  αυτής  περιφέρειας, ανεξαρτήτως  τής  εθνικότητάς  τους.

            Ωστόσο  ο  Μητροπολίτης  ή  Επίσκοπος  αυτός  μπορεί  να  οικονομήσει  τα  πράγματα  με  σύνεση, διακριτικότητα  και  αγάπη  προς  το  συμφέρον  τών  Ορθοδόξων, χριστιανών  όλων  (τών  διαφορετικών)  εθνοτήτων. Μπορεί  δηλ.  να  δώσει  την  άδεια  και  την  ευλογία  του  να  λειτουργούν  στην  επισκοπή  του  κοινότητες  διαφορετικής  εθνότητας  με  τους  δικούς  τους  ομοεθνείς  ή  ομόγλωσσους  κληρικούς. Έτσι  θα  μπορούν  οι  πιστοί  τού  κάθε  έθνους  να  παρακολουθούν  τις  ιερές  ακολουθίες  καθώς  και  τις  σχετικές  ομιλίες  τών  κληρικών  τους  και  στη  γλώσσα  τους  ή  στη  δική  τους  διάλεκτο. Αυτό  μάς  υπενθυμίζει  και  το  γεγονός  κατά  την  Πεντηκοστή, όταν  το  πλήθος  που  βρισκόταν  στα  Ιεροσόλυμα  άκουγε  τους  λόγους  τών  αποστόλων  στη  δική  του  ιδιαίτερη  διάλεκτο  (πρβλ.  Πράξ. 2,1-12).

            Βεβαίως  θα  μπορούσε  η  οικεία  επισκοπή  να  οργανώνει  κατά  καιρούς  και  κοινές  εκδηλώσεις  όλων  τών  Ορθόδοξων  χριστιανικών  κοινοτήτων, ώστε  να  αναπτύσσεται  η  κοινωνία, η  γνωριμία  και  η  αλληλεγγύη  μεταξύ  τών  πιστών  τους.

            Με  αυτά  που  παραθέτουμε  ανωτέρω  δεν  απαιτούμε  ―ούτε  θα  ήταν  ευγενικό  κάτι  τέτοιο―  αλλά  απλώς  υποβάλλουμε  ένα  σχέδιο  και  ένα, όπως  νομίζουμε, κανονικό  τρόπο  να  υπερπηδηθεί  το  φαινόμενο  τής  εθνοφυλετικής  Διασποράς  μέσα  στην  ενιαία  Ορθόδοξη  Καθολική  Εκκλησία. Φυσικά  το  λόγο  έχει  η  Πανορθόδοξη  Σύνοδος  ή  η  συμφωνία  τών  αυτοκέφαλων  ορθόδοξων  Εκκλησιών.

            Ζ. Αλλά  εν  τέλει, για  να  σκεφθούμε  εκτός  όλων  τών  άλλων  ποια  εντύπωση  δίνουμε  στους  άλλους  ετεροδόξους  ή  ετεροθρήσκους  και  για  λόγους  ιεραποστολικούς  με  αυτή  τη  διάσπαση, αρκεί  να  λάβουμε  υπ'  όψη  και  μόνο  το  φαινόμενο  ότι  το  ίδιο  γεγονός  π.χ.  τού  Ευαγγελισμού  ή  τής  Κοιμήσεως  τής  Θεοτόκου  ή  τών  Χριστουγέννων  το  εορτάζουμε  σε  διαφορετικές  ημερομηνίες, σαν  να  θεωρούμε  ο  ένας  τον  άλλο  αιρετικό.

            Ίσως  με  αυτά  που  γράφω  παραπάνω  να  θεωρηθώ  κι  εγώ  φυσικά  όχι  ως  αιρετικός  αλλά  ως  εξωπραγματικός  και  αιθεροβάμων. Αλλά  τι  να  γίνει;  Χωρίς  υπερβάσεις  τών  ανθρώπινων  αδυναμιών, ατομικών  ή  εθνοφυλετικών, πρόοδος  και  άνοδος  δεν  γίνεται, εφόσον  δεν  ακολουθούμε  τον  φωτεινό  αποστολικό  και  πρωτοχριστιανικό  κανονικό  δρόμο.

 

                                                                     

Σημειώσεις


[1] Γ.  Ράλλη – Μ.  Ποτλή, Σύνταγμα  τών  θείων  και  ιερών  κανόνων, τόμ. Β΄, Αθήνησι  1852  ή  Αθήναι  1966, σελ. 171.

[2] Πηδάλιον, εκδ.  «Αστήρ», σελ. 177.

Δημιουργία αρχείου: 8-2-2022.

Τελευταία μορφοποίηση: 8-2-2022.

ΕΠΑΝΩ