Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Πατέρες

Το σώμα τών Χριστιανών είναι Ναός τού Θεού και θα αναστηθεί * Ο θάνατος και η ανάσταση τού σώματος κατά την ομοιότητα τού Χριστού

Κατά Αιρέσεων Βιβλίο 5ο: Κεφάλαιο 3.

Η δύναμη τού Θεού

είναι εγγύηση ανάστασης

Αγίου Ειρηναίου τής Λυών (2ος - αρχές 3ου αιώνος).

 

Πηγή: "Έλεγχος και Ανατροπή τής Ψευδωνύμου Γνώσεως", βιβλίο 5ο, κεφάλαιο 3ο, σε μετάφραση αρχιμ. Ειρηναίου Χατζηεφραιμίδη δ. Θ. Θεσσαλονίκη 1991.

 

1. Σαφέστατα ο Παύλος απέδειξε ότι ο άνθρωπος παραδόθηκε στην αδυναμία του, για να μη υπερηφανεύεται και να μη αστοχήσει στην αλήθεια. Λέγει][1] στη Β΄ προς Κορινθίους επιστολή: «Και τη υπερβολή των αποκαλύψεων, ίνα μη υπεραίρωμαι, εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί, άγγελος Σατάν, ίνα με κολαφίζη. Και υπέρ τούτων τρεις τον Κύριον παρεκάλεσα ίνα απέλθη απ’ εμού· και ειρήκε μοι: Αρκεί σοι η χάρις μου· η γαρ δύναμις μου εν ασθενεία τελειούται. [Ήδιστα ουν μάλλον καυχήσομαι εν ταις ασθενείαις μου, ίνα επισκηνώση επ’ εμέ η δύναμις του Χριστού»][2].

Τι συμβαίνει, λοιπόν; Θα πει κάποιος, θέλησε ο Κύριος να κολαφίζεται ο Απόστολός του τόσο πολύ και να υφίσταται τέτοια αδυναμία; Ναι, αυτό λέγει το ρητό: «Η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται», δηλαδή, κάνει καλύτερο αυτόν που με την αδυναμία του γνωρίζει τη δύναμη του Θεού. Πώς θα μάθαινε ο άνθρωπος ότι αυτός μεν είναι αδύνατος και εκ φύσεως θνητός, ο δε Θεός είναι αθάνατος και ισχυρός, εάν δεν δοκίμαζε και τα δύο; Το να μάθει την αδυναμία του με την υπομονή δεν είναι καθόλου κακό. Μάλλον δε είναι και αγαθό το να μη πλανάται ως προς τη φύση του. Διότι το να υπερηφανεύεται ο άνθρωπος εναντίον του Θεού και να παίρνει από πριν τη δική του δόξα θα τον καθιστούσε αχάριστο και θα του προξενούσε μεγάλη ζημία. Έτσι ούτε την αλήθεια του αφαιρεί ούτε και την αγάπη προς αυτόν που τον δημιούργησε. Η πείρα και των δύο του ενέβαλε την αληθινή γνώση περί του Θεού και του ανθρώπου και αύξησε την αγάπη του στον Θεό. Αλλά όπου υπάρχει η αύξηση της αγάπης, εκεί η δόξα είναι μεγαλύτερη και τελειοποιείται με τη δύναμη του Θεού σε αυτούς που τον αγαπούν.

2. Αρνούνται, λοιπόν, τη δύναμη του Θεού και δεν συλλαμβάνουν το νόημα των λόγων του Αποστόλου Παύλου όσοι εξετάζουν την αδυναμία του σώματος και δεν βλέπουν τη δύναμη αυτού που το ανιστά εκ νεκρών. [Αν ο Θεός δεν ζωοποιήσει το θνητό και δεν οδηγήσει στην αφθαρσία το φθαρτό[3], τότε ο Θεός δεν είναι δυνατός. Αλλά το ότι είναι δυνατός σε όλα αυτά, οφείλουμε να το συμπεράνουμε από την αρχή της ύπαρξής μας. Διότι ο Θεός πήρε χώμα από τη γη και έκανε τον άνθρωπο[4]. Μολονότι ήταν πολύ πιο δύσκολο και πολύ πιο απίστευτο το να φέρει στην ύπαρξη και να κάνει έμψυχο και λογικό ον από οστά και νεύρα, που δεν υπήρχαν, και από την υπόλοιπη οικονομία του τον άνθρωπο, παρά αυτό που δημιούργησε· και μετά την αναχώρησή του στη γη, να το φτιάξει πάλι και να οδηγηθεί εκεί, από όπου αρχικά έγινε ο άνθρωπος, ο οποίος ακόμη δεν είχε γίνει. Αυτός, που όποτε ήθελε, έκανε όσους στην αρχή δεν υπήρχαν, πολύ περισσότερο αυτούς, που ήδη έγιναν, θα τους αποκαταστήσει στη ζωή που δίδει ο ίδιος, επειδή ακριβώς το θέλει. Το δε σώμα θα δεχθεί και συγχρόνως θα χωρέσει τη δύναμη του Θεού. Αυτό το σώμα στην αρχή δέχθηκε την τέχνη του Θεού και το ένα μέλος έγινε οφθαλμός για να βλέπει, το άλλο αυτί για να ακούει], το άλλο χέρι για να ψηλαφά και να εργάζεται, άλλο νεύρα που τεντώνονται από παντού και συγκρατούν τα μέλη, άλλο αρτηρίες και φλέβες, από τις οποίες περνάει το αίμα και η αναπνοή, άλλο διάφορα εντόσθια, άλλο αίμα, που είναι σύνδεσμος ψυχής και σώματος. [Δεν μπορούμε να πούμε τον αριθμό όλων των μελών του ανθρωπίνου σώματος και ότι όλα αυτά έγιναν χωρίς πολλή σοφία. Όσα μετέχουν στην τέχνη και στη σοφία του Θεού, μετέχουν και στη δύναμή του.

3. Δεν στερείται, λοιπόν, το σώμα της δημιουργικής σοφίας και της δυνάμεως του Θεού. Αλλά εάν η δύναμή του, η οποία παρέχει τη ζωή, τελειοποιείται στην αδυναμία, δηλαδή, στο σώμα, ας μας πουν αυτοί που λέγουν ότι το σώμα δεν μπορεί να δεχθεί τη ζωή που δίδει ο Θεός· τι από τα δύο συμβαίνει; Τα λέγουν αυτά, διότι τώρα ζουν και μετέχουν στη ζωή ή καθόλου δεν μετέχουν στη ζωή και ομολογούν πως οι ίδιοι είναι νεκροί τώρα; Αλλά εάν είναι νεκροί, πώς κινούνται και λέγουν και κάνουν τα τόσα άλλα, τα οποία είναι έργα όχι νεκρών, αλλά ζωντανών ανθρώπων; Και αν ζουν τώρα και όλο το σώμα τους μετέχει στη ζωή, πώς τολμούν να λέγουν ότι το σώμα δεν μπορεί να δεχθεί και να πάρει τη ζωή, εφ’ όσον ομολογούν ότι τώρα έχουν ζωή; Αυτό μοιάζει σαν να κρατάει κάποιος ένα σφουγγάρι γεμάτο νερό ή μία λαμπάδα που φέγγει και να λέει ότι δεν μπορεί το σφουγγάρι να έχει νερό και ούτε η λαμπάδα φλόγα. Κατά τον ίδιο τρόπο και αυτοί, ενώ λέγουν ότι ζουν και ότι τα μέλη τους έχουν ζωή, έπειτα εναντιώνονται στον εαυτό τους και λέγουν ότι τα μέλη τους δεν μπορούν να δεχθούν τη ζωή. Αν η πρόσκαιρη ζωή είναι πολύ πιο αδύνατη από εκείνη την αιώνια ζωή και όμως έχει τη δύναμη να ζωοποιήσει τα θνητά μας μέλη, γιατί η αιώνια ζωή, που είναι πιο ισχυρή, δεν ζωοποιεί το σώμα, το οποίο ήδη έχει ασκηθεί και έχει συνηθίσει να φέρνει τη ζωή; Το ότι το σώμα μπορεί να δεχθεί τη ζωή, φαίνεται από το ότι ζει· και ζει, εφ’ όσον ο Θεός λέγει ότι ζει. Είναι δε φανερό ότι και ο Θεός μπορεί να του παρέχει τη ζωή. Όταν ο Θεός μας παρέχει τη ζωή και είναι σε θέση να ζωοποιήσει το πλάσμα του, εφ’ όσον το σώμα μπορεί να ζωοποιείται, ποιο είναι αυτό που το εμποδίζει να πάρει την αφθαρσία, που είναι η ευτυχισμένη και ατέλειωτη ζωή που δίδει ο Θεός;]

 

Σημειώσεις:


1. Ιωάννου Δαμασκηνού, εις τα Ιερά Παράλληλα. Τα εξέδωσε ο Halloixius (όπως και τα επόμενα). Παράβαλλε και PG96,485C.

 2. Β΄ Κορινθίους 12,7-9.

 3. Α΄ Κορινθίους 15,53.

 4. Γένεσις 2,7.

Δημιουργία αρχείου: 18-3-2025.

Τελευταία μορφοποίηση: 18-3-2025.

ΕΠΑΝΩ