Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Πατερικά και Αγία Γραφή

Άσμα Ασμάτων: Τα δόντια, τα μαλλιά και τα μάτια τής Σουναμίτιδος * Οι μαστοί τής Εκκλησίας είναι Πύργοι * "Μην ταράξεις την αγάπη μου" Τραγούδι από το Άσμα Ασμάτων

Το πρόσωπο τής Εκκλησίας

στους συμβολισμούς τού Άσματος Ασμάτων

Αγίου Γρηγορίου Νύσσης

Κείμενο και Μετάφραση

 

Πηγή: Αγίου Γρηγορίου Νύσσης: "Ερμηνεία στο Άσμα Ασμάτων λόγος 7ος". ΕΠΕ Τόμος 7, σελ. 238-253.

Στη συνέχεια θα διαβάσουμε τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, να ερμηνεύει τον συμβολισμό κάποιων χαρακτηριστικών τού κεφαλιού στο Σώμα τού Χριστού, στην Εκκλησία. Θα δούμε να ερμηνεύει τα μάτια ως τους "βλέποντες" αγίους τής Εκκλησίας, τα μαλλιά ως τους μοναχούς, και τα δόντια ως τους θεολογούντες. Ακολουθεί το κείμενο και η μετάφραση:

 

 Ερμηνεία στο Άσμα Ασμάτων κεφάλαιο 7. 2ο Μέρος

Αρχαίο Κείμενο Μετάφραση

Οφθαλμοί σου περιστεραί

εκτός της σιωπήσεώς σου.

Τρίχωμά σου ως αγέλαι των αιγών,

αί απεκαλύφθησαν από τού Γαλαάδ.

Οδόντες σου ως αγέλαι των κεκαρμένων,

αί ανέβησαν από τού λουτρού,

αί πάσαι διδυμεύουσαι,

και ατεκνούσα ουκ έστιν εν αυταίς.

Ως σπαρτίον κόκκινον χείλη σου,

και η λαλιά σου ωραία.

Τα μάτια σου μάτια περιστεριού

σαν χαμηλώσεις την καλύπτρα σου.

Τα μαλλιά σου κοπάδια κατσικιών,

που φάνηκαν να κατηφορίζουν από το Γαλαάδ.

Τα δόντια σου κοπάδια κουρεμένα πρόβατα,

που ανηφορίζουν από το λουτρό,

κι όλα γεννούνε δίδυμα

και δεν υπάρχει ανάμεσα τους στείρα.

Γαϊτάνι κόκκινο τα χείλια σου,

κι ωραία ακούγεται η μιλιά σου.

Αλλ' επειδή έν σώμα του Χριστού η Εκκλησία πάσα, εν δε τω ενί σώματι, καθώς φησιν ο Απόστολος, μέλη εστί πολλά, πάντα δε τα μέλη ου την αυτήν έχει πράξιν, αλλά τον μεν οφθαλμόν έπλασεν ο Θεός εν τω σώματι, έτερος δε τις ους εφυτεύθη, εισί δε τίνες δια της ενεργείας των δυνάμεων χείρες γινόμενοι και πόδες λέγονται τίνες οι τα βάρη βαστάζοντες, είη δ' αν τι και γεύσεως έργον και οσφρήσεως και τα καθ' έκαστον πάντα, δι' ων το ανθρώπινον σύγκειται σώμα, δυνατόν εστίν ευρείν εν τω κοινώ σώματι της Εκκλησίας χείλη τε και οδόντας και γλώσσαν, μαζούς τε και κοιλίαν και τράχηλον, ως δε ο Παύλος φησι και αυτά τα δοκούντα ασχήμονα είναι του σώματος. Τούτου χάριν ο ακριβής τού κάλλους δοκιμαστής των αρεσάντων αυτώ μελών εξ όλου του σώματος ίδιον τε και πρόσφορον εκάστω ποιείται τον έπαινον. Άρχεται δε των εγκωμίων από των κυριωτέρων μελών. Τι γαρ οφθαλμών εν τοις μέλεσιν ημών εστί τιμιώτερον, δι' ων η του φωτός αντίληψις γίνεται, παρ' ων εστίν η τών φιλίων τε και πολεμίων επιγνωσις, οις το ίδιον τε και το αλλότριον διακρίνομεν, οι πάσης εργασίας υφηγηταί και διδάσκαλοι γίνονται και της απλανούς οδοιπορίας οδηγοί συμφυείς και αχώριστοι, ων η θέσις των άλλων αισθητηρίων υπερκείμενη το προτιμότερον της απ' αυτών γινομένης ημίν προς τον βίον ωφελείας ενδείκνυται.

Πάντως δε πρόδηλόν εστί τοις ακούουσιν εις ποία μέλη της Εκκλησίας ο των οφθαλμών έπαινος βλέπεν· οφθαλμός ην Σαμουήλ ο βλέπων (ούτως γαρ ωνομάζετο), οφθαλμός Ιεζεκιήλ ο σκοπείν υπό του Θεού τεταγμένος επί τη των φυλασσομένων παρ' αυτού σωτηρία, οφθαλμός Μιχαίας ο ορών και Μωυσής ο θεώμενος ο δια τούτο και θεός ωνομασμένος, οφθαλμοί πάντες εκείνοι οι εις οδηγίαν του λαού τεταγμένοι. Ους και ορώντας ωνόμαζον οι τότε άνθρωποι· και νυν οι τον εκείνων τόπον αναπληρούντες εν τω σώματι της Εκκλησίας οφθαλμοί κυρίως κατονομάζονται, εάν ακριβώς προς τον της δικαιοσύνης βλέπωσιν ήλιον μηδισμού τοις έργοις του σκότους εναμβλυώττovτες, και ει διακρίνοιεν του αλλοτρίου το ίδιον εν τω γινώσκειν ότι παν αλλότριον εστί της φύσεως ημών το φαινόμενόν τε και πρόσκαιρον, ίδιον δε το δι' ελπίδος προκείμενον, ου η κτήσις μένει προς το διηνεκές αναφαίρετος. Οφθαλμών έργον και το διαγινώσκειν το φίλιόν τε και το πολέμιον, ώστε αγαπάν μεν τον αληθινόν φίλον εξ όλης καρδίας τε και ψυχής και δυνάμεως, τέλειον δε μίσος κατά του εχθρού της ζωής ημών επιδείκνυσθαι. Άλλα και ο των πρακτέων υφηγητής και των συμφερόντων διδάσκαλος και της επί τον Θεόν πορείας χειραγωγός του καθαρού τε και υγιαίνοντος οφθαλμού το έργον δι' ακριβείας ποιεί καθ' ομοιότητα των σωματικών ομμάτων δια της υψηλής πολιτείας των λοιπών προφαινόμενος.

Δια τούτο εντεύθεν επαινείν ο Λόγος το της νύμφης άρχεται κάλλος και φησιν «οφθαλμοί σου περιστεραί»· ακεραίους γαρ εις το κακόν τους εν οφθαλμών τάξει προβεβλημένους ορών την απλότητά τε και το ακέραιον του ήθους αυτών αποδεξάμενος περιστεράς αυτούς κατωνόμασεν· ίδιον γαρ εστί περιστερών το ακέραιον. Ή τάχα και τοιούτον τινα ο Λόγος μαρτυρεί τοις όμμασιν έπαινον επειδή γαρ πάντων των ορατών αί εικόνες τω καθαρώ της κόρης εμπίπτουσαι την ορατικήν ενέργειαν αποτελούσιν, ανάγκη πάσα προς ό τις ορά, τούτου την μορφήν αναλαμβάνειν δια του οφθαλμού κατόπτρου δίκην του ορατού το είδος αναμασσόμενον. Όταν τοίνυν ο την οπτικήν ταύτην εξουσίαν επί της Εκκλησίας λαβών προς μηδέν υλώδες και σωματικόν βλέπη, ο πνευματικός τε και άυλος εν αυτώ κατορθούται βίος. Η δε τοιαύτη ζωή τη του Αγίου Πνεύματος χάριτι καταμορφούται. Ουκούν ο τελεώτατος των οφθαλμών εστίν έπαινος το προς την του Πνεύματος του Αγίου χάριν μεμορφώσθαι αυτώ της ζωής το είδος· περιστερά γαρ το Πνεύμα το Άγιον. Η δε δυάς των οφθαλμών επαινείται, ως αν όλος γένοιτο εν επαίνω ο άνθρωπος, ο φαινόμενός τε και νοούμενος. Δια τούτο γαρ προσέθηκε τω επαίνω και άλλην υπερβολήν ειπών ότι «έκτος της σιωπήσεώς σου»· του γαρ αγαθού βίου το μεν τι πρόδηλόν εστίν, ως και ανθρώποις γνώριμον είναι, το δε κρύφιόν τε και απόρρητον μόνω Θεώ και θορώμενον. Ο τοίνυν το ακατέργαστον βλέπων και εις τα κρύφια καθορών μαρτυρεί επί του επαινουμένου προσώπου πλέον είναι του ορωμένου το σιωπώμενον. Δι' ων φησιν ότι «οφθαλμοί σου περιστεραί εκτός της σιωπήσεώς σου»· έξωθεν γαρ εστί του επαινεθέντος ήδη το δια της σιωπής θαυμαζόμενον.

Οδώ δε προάγει καθεξής το του κάλλους εγκώμιον επί τας τρίχας μεταγαγών τον λόγον και φησι: «τρίχωμά σου ως αγέλαι των αιγών, αί ανεκαλύφθησαν από του Γαλαάδ». Νοήσαι δε προσήκει πρώτον της τριχός την φύσιν, ειθ' ούτως επιγνώναι τον έπαινον, ον δια των τριχών ο Λόγος τη νύμφη χαρίζεται. Ουκούν δόξα μεν γυναικός η θρίξ παρά του Παύλου ωνόμασται και αντί περιβολαίου δεδόσθαι τη γυναικί την κόμην λέγει. Αιδώ δε και σωφροσύνην το πρέπον είναί φησι ταις γυναιξί περιβόλαιον ούτω γράψας τω ρήματι ότι «ως πρέπει γυναιξίν επαγγελομέναις θεοσέβειαν» «μετά αιδούς και σωφροσύνης κοσμείν εαυτάς», ως δια τούτων τας επί της κεφαλής τρίχας, αις κομά η γυνή, αιδώ και σωφροσύνην δια της του Παύλου σοφίας καταλαμβάνεσθαι· ουδέ γαρ άλλην τινά πρέπει δόξαν ονομάζεσθαι επί της επαγγελλομένης θεοσέβειαν ψυχής ει μη την αιδώ τε και σωφροσύνην, ην κόμην ωνόμασεν, ην όταν μη έχη καταισχύνει την κεφαλήν εαυτής, καθώς φησιν ο Απόστολος.

Ει δε ταύτα περί των τριχών ο Παύλος εφιλοσόφησε, προσακτέον αν είη τα του Αποστό^ νοήματα τω επαίνω της Εκκλησίας εν τω περί του τριχώματος λόγω κατά την προκειμένην φωνήν, ή φησιν ότι «τρίχωμά σου ως αγέλαι των αιγών, αί ανεκαλύφθησαν από του Γαλαάδ» δια τούτων γαρ την ενάρετον πολιτείαν εν έπαίνω ποιείται ο Λόγος. Άλλα κακείνο προστεθήναι τω περί των τριχών λόγω προσήκει ότι πάσης αισθήσεως ζωτικής αμοιρούσιν αί κόμαν ου μικρόν γαρ εις επαύξησιν εγκωμίων και τούτο το μήτε πόνου μήτε ηδονής αίσθησιν εν ταις θριξίν είναι το μεν γαρ σώμα, όθεν εκφύονται, οδυνάται παρατιλλόμενον, αύτη δε η θριξ ούτε ει τέμνοιτο ούτε ει φλέγοιτο ούτε ει δια τίνος κομμωτικής επιμελείας καταλεαίνοιτο των γινομένων αίσθησιν δέχεται. Το δε αμοιρείν της αισθήσεως των νεκρών εστίν ίδιον. Ουκούν ο μηδεμίαν των εν τω κόσμω τούτω σπουδαζομένων παραδεχόμενος αίσθησιν μήτε υπό δόξης τε και τιμής εξογκούμενος μήτε δι' ύβρεως τε και ατιμίας αλγεινώς διατιθέμενος, αλλ' εν ομοίω καθ' εκάτερον των εναντίων εαυτόν φυλάσσων, ούτος εστίν η επαινουμένη της νύμφης κόμη, νεκρός ανίικρυς και ακίνητος προς τα του κόσμου φαινόμενος πράγματα, είτε ούτως είτε ως ετέρως έχοι.

Ει δε το πλεονέκτημα των τριχών αγέλαις αιγών παραβάλλεται ταις από του Γαλαάδ ανακαλυφθείσαις, ά μεν χρη δι' ακριβείας περί τούτων γινώσκειν, ούπω καταλαβείν ηδυνήθημεν, στοχαζόμεθα δε ότι ώσπερ τα ξύλα του Λιβάνου εις χρυσόν τε και άργυρον και πορφύραν και λίθους τιμίους μεταποιήσας φορείον ο βασιλεύς κατεσκεύασεν εαυτώ, ούτως οίδεν ο ποιμήν ο καλός αιγών αγέλας παραλαβών εις ποίμνια μεταβαλείν τα αιπόλια του Γαλαάδ όρους. Αλλοφύλου δε όρους όνομα τούτο, του την τοιαύτην χάριν ανακαλύπτοντος, ώστε τους εξ εθνών τω καλώ ποιμένι ακολουθήσαντας εις το τρίχωμα συντελέσαι του της νύμφης κάλλους, δι' ων σωφροσύνη τε και αιδώς και εγκράτεια και η του σώματος νέκρωσις κατά τον προθεωρηθέντα λόγον διασημαίνεται.

Ή τάχα συμβάλλεταί τι προς την των αιγών θεωρίαν και ο Ηλίας τω όρει τω Γαλαάδ εμφιλοσοφήσας χρόνον πολύν, ος μάλιστα τον κατ' εγκράτειαν καθηγήσατο βίον αυχμηρός το είδος, λάσιος την τρίχα, αντί μαλακής τίνος εσθήτος δέρματι αίγας σκεπαζόμενος; Πάντες ουν οι κατά το προφήτην εκείνον τον εαυτών κατορθούντες βίον κόσμος γίνονται της Εκκλησίας, αγεληδόν, κατά τον νυν επικρατούντα της φιλοσοφίας τρόπον, μετ' αλλήλων την αρετήν εκπονούντες. Το δε εκ του Γαλαάδ τας τοιαύτας αποκαλυφθήναι αγέλας μείζονα του θαύματος την υπερβολήν έχει, ότι εκ του εθνικού βίου γέγονεν ημίν η προς την κατά Θεόν φιλοσοφίαν μετάστασις· ου γαρ Σιών όρος το άγιον αυτού της τοιαύτης καθηγήσατο πολιτείας, αλλά το τοις ειδώλοις ανακείμενον έθνος εις τοσαύτην ήλθε του βίου μεταβολήν, ώστε την κεφαλήν κοσμήσαι της νύμφης τοις κατ' αρετήν προτερήμασιν.

Είτα τους οδόντας τη ακολουθία, των επαίνων ο λόγος προτίθησι, παραδραμών του στόματός τε και των χειλών τα εγκώμια, όπερ άξιον μη παριδείν ανεξέταστον. Τι δη ποτε των χειλών οι οδόντες εν τοις επαίνοις προτίθενται; Τάχα μεν ουν είποι τις αν, γλαφυρώτερον το κάλλος δείξαι βουλόμενος, μειδίαμα στόματος δια της των οδόντων υπογραφής κατά το λεληθός συνενδείκνυσθαι, εγώ προς έτερον βλέπων προτερεύειν εν τοις επαίνοις το των οδόντων κάλλος προ των του στόματος εγκωμίων λογίζομαι· μετά τούτο γαρ ουδέ το χείλος αφήκεν ανεγκωμίαστον, σπαρτίον ειπών κόκκινον είναι τα χείλη αυτής και την λαλιάν ωραίαν. Τι ουν εστιν ό περί τούτου στοχάζομαι; Αρίστη τάξις εστίν εν τοις μαθήμάσι πρώτον διδάσκεσθαι και τότε φθέγγεσθαι. Τα δε μαθήματα ψυχής βρώματά τις ειπών είναι του εικότος ουχ αμαρτήσεται. Ώσπερ δε την σωματικήν τροφήν τοις οδούσι καταλεάvαvτες κατάλληλον αυτήν τοις σπλάγχνοις γενέσθαι παρασκευάζομεν, κατά τον αυτόν τρόπον έστι τις λεπτοποιητική των διδαγμάτων δύναμις εν τη ψυχή, δι' ης ωφέλιμον γίνεται τω δεχομένω το μάθημα. Τους τοίνυν κριτικούς τε και διαιρετικούς των διδαγμάτων καθηγητάς, δι' ων εύληπτος γίνεται ημίν και επωφελής η διδασκαλία, οδόντας υπό του λόγου φημί τροπικώς ονομάζεσθαι. Ου χάριν προλαμβάνει των οδόντων ο έπαινος, ειθ' ούτως επάγεται των χειλών το εγκώμιον ου γαρ αν επήνθιστο τω λογικώ κάλλει το χείλος μη των οδόντων εκείνων δια της φιλοπονωτέρας των μαθημάτων κατανοήσεως την εν τοις λόγοις χάριν επιβαλλόντων τοις χείλεσιν, αιτίαν μεν ουν της εν τοις επαίνοις ακολουθίας ταύτην επί των οδόντων κατενοήσαμεν.

Καιρός ο αν είη και αυτόν εξετάσαι τον έπαινον, πώς παραβάλλει το εν τοις οδούσι κάλλος ταις κεκαρμέναις αγέλαις, αί νυν του λουτρού αναδυείσαι διδύμοις επαγάλλονται τόκοις κατά το ίσον αι πάσαι. Έχει δε κατά την λέξιν ούτως ο έπαινος: «οδόντες σου ως αγέλαι των κεκαρμένων, αί ανέβησαν από του λουτρού, αι πάσαι διδυμεύουσαι και ατεκνούσα ουκ έστιν εν αυταίς». Τούτο τοίνυν ει προς το σωματικόν του υποδείγματος βλέποιμεν, ουκ οίδα πώς αν τις επαινείσθαι τους οδόντας είποι δια της προς τας πολυγονούσας αγέλας συγκρίσεως· οδόντων μεν γαρ έπαινος η στερρότης εστί και η εναρμόνιος θέσις και το παγίως δι' ομαλής και ακολούθου της αρμονίας εμπεφυκέναι τοις ούλοις, αι δε αναβαίνουσαι του λουτρού αγέλαι μετά της διδύμου γονής επισκεδασθείσαι ταις νάπαις ποίαν οδόντων υπογράφουσιν ώραν τω καθ' εαυτάς υποδείγματι, ουκ έστιν εκ του προχείρου κατανοήσαι. ούτοι στοιχηδόν συνεστήκασιν εναρμονίως αλλήλων εχόμενοι, εκείναι δε απ' αλλήλων διασκεδάννυνται προς την χρείαν της νομής αραιούμεναι. Αλλά και γυμνώ τω οδόντι κατά φύσιν όντι εις σύγκρισιν το εριοφορούν ουκ ευάρμοστον.

Ουκούν ερευνητέον αν είη, πώς ο κοσμών δι' εγκωμίων την των οδόντων ευαρμοστίαν ταις διδυμοτόκοις αγέλαις παραβάλλει το κάλλος, ταις αποκειραμέναις το έριον και λουτρώ τον ρύπον αποκλυσαμέναις του σώματος.

Τι ουν περί τούτων υπενοήσαμεν; Οι τα θεία μυστήρια δια σαφεστέρας εξηγήσεως λεπτοποιούντες, ως ευπαράδεκτον την πνευματικήν ταύτην τροφήν γενέσθαι τω σώματι της Εκκλησίας, ούτοι το των οδόντων έργον αποτελούσι παχύν τε και συνεστώτα του λόγου τον άρτον τω εαυτών λαμβάνοντες στόματι και δια της λεπτομερεστέρας θεωρίας εύβρωτον ταις ψυχαίς των δεχομένων παρασκευάζοντες, οίον (κρείττον γαρ επί υποδειγμάτων παραστήσαι το νόημα) ο μακάριος Παύλος νυν μεν απλώς τε και ακατασκεύως ώσπερ τινά ψωμόν ακατέργαστον προτίθησιν ημίν το του νόμου παράγγελμα λέγων: «ου φιμώσεις βουν αλοώντα», πάλιν δε δια της επεξηγήσεως απαλύνας ευπαράδεκτον ποιεί του νόμου το βούλημα λέγων: «μη των βοών μέλει τω Θεώ;». Ή δι' ημάς πάντως εγράφη και άλλα τοιαύτα πολλά, οίον Αβράμ δύο υιούς έσχεν, ένα εκ της παιδίσκης και ένα εκ της ελευθέρας. Τούτο ο ακατέργαστος άρτος. Αλλά πώς αυτόν διαλεπτύνων εδώδιμον ποιεί τοις τρεφομένοις;

Εις δύο διαθήκας μεταλαμβάνει την ιστορίαν, την μεν εις δουλείαν γεννώσαν, την δε της δουλείας ελευθερούσαν. Ούτω και πάντα τον νόμον (ίνα μη τα καθ' έκαστον λέγοντες διατρίβωμεν) παχυμερές σώμα λαβών λεπτύνει δια της θεωρίας πνευματικόν αυτόν εκ σωματικού εργαζόμενος, «οίδαμεν», λέγων, «ότι ο νόμος πνευματικός εστίν». Όπερ τοίνυν επί του Παύλου κατενοήσαμεν ως οδόντων χρείαν τη Εκκλησία πληρούντος εν τω διαλεπτύνειν την των δογμάτων σαφήνειαν, τούτο και επί παντός του κατά μίμησιν εκείνου διασαφούντος ημίν τα μυστήρια λέγομεν.

Ουκούν οδόντες εισί της Εκκλησίας οι την ακατέργαστον των θείων λογίων πόαν λεπτοποιούντες ημίν και μηρυκίζοντες. Ώσπερ τοίνυν υπογράφει των του καλού έργου της Επισκοπής ορεγομένων τον βίον ο θείος Απόστολος λέγων τα καθ' έκαστον, οίον είναι προσήκει τον της Ιερωσύνης επειλημμένον, ως μετά πάντων και την διδακτικήν χάριν έχειν, ούτως ενταύθα τους εις οδόντων υπηρεσίαν ταταγμένους εν τη Εκκλησία βούλεται ο λόγος πρώτον κεκαρμένους είναι, τουτέστι πάσης υλικής αχθηδόνος γεγυμνωμένους, είτα τω λουτρώ της συνειδήσεως παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος καθαρεύοντας, προς τούτοις αεί δια προκοπής αναβαίνοντας και μηδέποτε προς το έμπαλιν κατασυρομένους επί το βάραθρον, επί πάσι δε διπλαίς ταις των αγαθών κυημάτων γοναίς κατά παν είδος αρετής επαγγέλλεσθαι και εν μηδενί των καλών επιτηδευμάτων αγονείν. Το δε διπλούν κύημα αίνιγμα γίνεται της καθ' εκάτερον των εν ημίν νοουμένων ευδοκιμήσεως, ώστε διδυμοτόκους είναι τους τοιούτους οδόντας, τη μεν ψυχή την απάθειαν, τω δε σωματικώ βίω την ευσχημοσύνην γεννώντας.

Επάγει τούτοις δι' ακολούθου τον επιτρέποντα τοις χείλεσιν έπαινον σπαρτίω κοκκοβαφεί παρεικάζων το κάλλος, ου την ερμηνείαν αυτός επήγαγε «λαλιάν ωραίαν» το σπαρτίον κατονομάσας. Τούτο δεν εν τοις φθάσασιν ήδη προτεθεώρηται, όπως τη των οδόντων υπηρεσία το εν τοις χείλεσιν ωραΐζεσθαι κάλλος· τη γαρ των οδόντων (τουτέστι τη των διδασκάλων) υφηγήσει το στόμα της Εκκλησίας συμφθέγγεται. Δια τούτο πρώτον οι οδόντες κείρονται και λούονται και ουκ ατεκνούσι και διδυμεύουσι, και τότε τω κοκκίνω ιδεί τα χείλη περιανθίζεται, όταν γένηται πάσα η Εκκλησία κατά την του αγαθού συμφωνίαν χείλος έν και φωνή μία. Διπλούν δε του κάλλους εστί το υπόδειγμα·

ου γαρ μόνον απλώς σπαρτίον φησιν είναι τα χείλη, αλλά προσέθηκε και της ευχροίας το άνθος, ώστε δι' αμφοτέρων καλλωπισθήναι της Εκκλησίας το στόμα δια τε του σπαρτίου και του κόκκινου ιδιαζόντως καθ' εκάτερον μέρος· τω μεν γαρ σπαρτίω την ομογνωμοσύνην παιδεύεται, ώστε πάσαν αυτήν έν σπαρτίον και μίαν γενέσθαι σειράν εκ διαφόρων νοημάτων συγκεκλωσμένην, δια δε του κόκκινου προς το αίμα δι' ου ελυτρώθημεν βλέπειν διδάσκεται και αεί την ομολογίαν δια στόματος φέρειν του εξαγοράσαντος ημάς δια του αίματος· δι' αμφοτέρων γαρ τούτων εστί πληρουμένη τοις της Εκκλησίας χείλεσιν η ευπρέπεια, όταν και η πίστις της ομολογίας προλάμπη και η αγάπη τη πίστει συμπλέκηται. Και ει χρη ώσπερ ορισμώ τινι περιλαβείν το υπόδειγμα, ούτω το ρηθέν οριούμεθα: κόκκινον σπαρτίον εστί «πίστις δι' αγάπης ενεργουμένη», ως τη πίστει μεν δηλούσθαι το κόκκινον, τη δε αγάπη το σπαρτίον διερμηνεύεσθαι. Τούτοις κεκοσμήσθαι τα χείλη της νύμφης μαρτυρεί η αλήθεια.

Η δε «ωραία λαλιά» θεωρίας τινός λεπτοτέρας ή ερμηνείας άλλης ουκ επιδέεται· φθάσας γαρ διεσάφησεν ο Απόστολος ότι η λαλιά αύτη το ρήμα της πίστεως εστίν ό κηρύσσομεν, λέγων: «εάν ομολογήσης τω στόματί σου Κύριον Ιησούν και πιστεύσης εν τη καρδία σου ότι ο Θεός αυτόν ήγειρεν εκ νεκρών, σωθήση»· καρδία γαρ πιστεύεται εις δικαιοσύνην, στόματι δε ομολογείται εις σωτηρίαν. Αύτη εστίν η «ωραία λαλιά», δι' ης τα χείλη της Εκκλησίας κατά το κόκκινον εκείνο σπαρτίον ευπρεπώς επανθίζεται.

Αλλά η Εκκλησία του Χριστού είναι όλη ένα σώμα και το ένα σώμα, όπως λέει ο Απόστολος, έχει πολλά μέλη και όλα τα μέλη δεν κάνουν την ίδια λειτουργία, αλλά ο Θεός έκανε στο σώμα αυτό οφθαλμό τον ένα, τον άλλο έκανε να γεννηθεί ως αυτί, μερικοί με την ενέργεια των ικανοτήτων τους έγιναν χέρια και άλλοι που σηκώνουν τα βάρη λέγονται πόδια, και υπάρχει και έργο της γεύσης και της όσφρησης και όλα τα επιμέρους44, τα οποία συγκροτούν το ανθρώπινο σώμα· είναι δυνατό όμως να βρούμε στο κοινό σώμα της Εκκλησίας χείλια και δόντια και γλώσσα και στήθη και κοιλιά και τράχηλο, κι όπως λέει ο Παύλος, κι αυτά που θεωρούμε ότι είναι άσχημα45. Γι' αυτό κι ο τέλειος εξεταστής της ομορφιάς αποδίδει ξεχωριστό και κατάλληλο έπαινο με κάθε ένα από τα μέλη του σώματος που του άρεσαν. Κι αρχίζει τα εγκώμιά του από τα μάτια με τα οποία γίνεται η αντίληψη του φωτός, αναγνωρίζονται οι φίλοι και οι εχθροί, με τα οποία διακρίνομε το δικό μας και το ξένο, που γίνονται σύμβουλοι και δάσκαλοι κάθε εργασίας και για κάθε ασφαλισμένη οδοιπορία οδηγοί συνδεδεμένοι κι αχώριστοι, που η θέση τους πάνω από τα άλλα αισθητήρια δείχνει πόσο προτιμότερη για μας είναι η ωφέλεια που μας προσφέρουν για τη ζωή.

Είναι πρόδηλο οπωσδήποτε σε όσους ακούν σε ποια μέλη της Εκκλησίας αφορά ο έπαινος των ματιών. Οφθαλμός ήταν ο Σαμουήλ, αυτός που βλέπει46 (αυτό σημαίνει το όνομα), οφθαλμός ο Ιεζεκιήλ που ήταν ταγμένος από τον Θεό ως σκοπός για τη σωτηρία εκείνων που φύλαγε47, οφθαλμός ήταν ο Μιχαίας που παρατηρούσε48 και ο Μωυσής που θεάζονταν49, που γι' αυτό είχε ονομαστεί θεός, οφθαλμοί ήταν όλοι εκείνοι που είχαν οριστεί οδηγοί του λαού. Αυτούς οι τότε άνθρωποι τους έλεγαν 'αυτοί που βλέπουν' . Και τώρα οποίοι κατέχουν τη θέση εκείνων μέσα στο σώμα της Εκκλησίας ονομάζονται χαρακτηριστικά οφθαλμοί, αν βλέπουν ακριβώς στον ήλιο της δικαιοσύνης50 και δεν αλλοιθωρίζουν καθόλου στα έργα του σκότους, κι αν ξεχωρίζουν το δικό τους από το ξένο, γνωρίζοντας ότι ολότελα αλλότριο από τη φύση μας είναι το φαινόμενο και παροδικό51, ενώ δικό της αυτό που βλέπουν μπροστά τους με την ελπίδα52 και που η απόκτησή του μένει αναφαίρετη για πάντα. Έργο των ματιών είναι να διακρίνουν το φιλικό και το εχθρικό, ώστε ν' αγαπάς τον αληθινό φίλο με όλη σου την καρδιά και την ψυχή και τη δύναμη53 και να έχεις τέλειο μίσος κατά του εχθρού της ζωής μας. Αλλά και ο σύμβουλός μας για τα πρακτέα και δάσκαλος του συμφέροντός μας και χειραγωγός στην πορεία μας προς τον Θεό ασκεί με ακρίβεια το έργο του καθαρού και υγιούς οφθαλμού όμοια με τα σωματικά μάτια προβάλλοντας από τους λοιπούς με την υψηλή πολιτεία του.

Γι' αυτό ο Λόγος αρχίζει από αυτό το σημείο να επαινεί την ομορφιά της νύμφης και λέει «τα μάτια σου είναι περιστέρια». Βλέποντας ακέραιους έναντι του κακού αυτούς που κατέχουν τη θέση των οφθαλμών κι επιδοκιμάζοντας την απλότητα και την ακεραιότητα του χαρακτήρα τους, τους ονόμασε περιστέρια· η ακεραιότητα είναι γνώρισμα που ταιριάζει στα περιστέρια. Ίσως απονέμει κι ένα τέτοιον έπαινο στα μάτια ο Λόγος· επειδή οι εικόνες όλων των ορατών επιτελούν τη λειτουργία της όρασης πέφτοντας επάνω στην καθαρότητα της κόρης είναι ανάγκη πάσα προς ό,τι βλέπει κανένας, αυτού τη μορφή να παίρνει με το μάτι του σα να είναι καθρέφτης και ν' αποτυπώνει την όψη του ορατού. Όταν λοιπόν αυτός που έλαβε την οπτική αυτή εξουσία επάνω στην Εκκλησία δε στρέφει το βλέμμα του σε κάτι σωματικό και υλικό, πραγματοποιείται σ' αυτόν ο πνευματικός και άυλος βίος. Και η ζωή αυτή παίρνει τη μορφή της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Επομένως ο παντέλειος έπαινος των ματιών είναι να μορφωθεί το είδος της ζωής τους σύμφωνα με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος· γιατί το περιστέρι είναι το Άγιο Πνεύμα. Το ζευγάρι των ματιών επαινείται, με σκοπό να επαινεθεί ολόκληρος ο άνθρωπος, τόσο ο ορατός όσο και ο νοητός. Γι' αυτό πρόσθεσε στον έπαινο κι άλλη μια υπερβολή λέγοντας: «εκτός από αυτά που αποσιωπά». Γιατί ένα μέρος από τη ζωή της αρετής είναι πρόδηλο, ώστε να το γνωρίζουν και οι άνθρωποι· το άλλο όμως είναι κρυφό κι απόρρητο και το βλέπει μόνο ο Θεός54. Αυτός λοιπόν που βλέπει αυτό που δεν έγινε πράξη και παρατηρεί τα ολόκρυφα55, μαρτυρεί ότι για το πρόσωπο που επαινείται ό,τι αποσιωπάται αξίζει περισσότερο από αυτό που φαίνεται, λέγοντας ότι «τα μάτια σου είναι περιστέρια έξω από όσα αποσιωπάς». Γιατί είναι έξω από εκείνα που επαινούνται τώρα αυτό που θαυμάζεται σιωπηλά.

Προχωρώντας συνεχίζει στα επόμενα το εγκώμιο της ομορφιάς, μεταφέροντας το λόγο του στα μαλλιά και λέει: «τα μαλλιά είναι κοπάδια κατσικιών που φάνηκαν επάνω στο Γαλαάδ». Πρέπει πρώτα να εννοήσομε τη φύση των μαλλιών κι έπειτα να κατανοήσομε τον έπαινο, που ο Λόγος προσφέρει στη νύμφη εξαιτίας των μαλλιών της. Δόξα λοιπόν της γυναίκας ονομάστηκαν από τον Παύλο τα μαλλιά της και λέει ότι «τα μαλλιά δόθηκαν στη γυναίκα ως φόρεμα»56. Και το φόρεμα που πρέπει στις γυναίκες είναι η σεμνότητα και η σωφροσύνη γράφοντας κατά λέξη «όπως αρμόζει σε γυναίκες που λένε ότι σέβονται τον Θεό»57, «με σεμνότητα και σωφροσύνη να στολίζονται»58, ώστε με αυτά να εννοούμε με τη σοφία του Παύλου τα μαλλιά που τρέφει η γυναίκα, τη σεμνότητα και τη σωφροσύνη. Γιατί δεν πρέπει να ονομάζεται καμιά άλλη δόξα της ψυχής που λέει ότι σέβεται τον Θεό, παρά η σεμνότητα και η σωφροσύνη που την ονόμασε «μαλλιά», την οποία όταν δεν την έχει «ντροπιάζει την κεφαλή της»59, όπως λέει ο Απόστολος.

Κι αν ο Παύλος δίδαξε τόσα υψηλά για τα μαλλιά, πρέπει να μεταφερθούν σε έπαινο της Εκκλησίας όσα λέγονται για τα μαλλιά κατά το στίχο που εξηγούμε ότι «τα μαλλιά σου είναι σαν κοπάδια κατσικιών, που φάνηκαν πάνω στο Γαλαάδ». Με αυτά ο Λόγος επαινεί τον ενάρετο βίο της. Αλλά πρέπει να προστεθεί κι αυτό στο λόγο για τα μαλλιά, ότι είναι άμοιρα από αίσθηση ζωής. Για να ενισχυθεί ένα εγκώμιο δεν είναι κι αυτό μικρό, ότι δεν διαθέτουν τα μαλλιά ούτε πόνο ούτε ηδονής αίσθηση. Το σώμα, όπου φυτρώνουν, όταν τα τραβούμε πονάει, η ίδια όμως η τρίχα ούτε αν κοπεί ούτε αν καεί ούτε αν τη φτιάξει η κομμωτική τέχνη, ποτέ δε νιώθει κάτι για όσα της συμβαίνουν. Το να είσαι όμως άμοιρος από αίσθηση είναι ιδιότητα των νεκρών. Επομένως όποιος δεν έχει καμιά αίσθηση από όσα γίνονται σ' αυτόν τον κόσμο, ούτε δηλαδή φουσκώνει από τις δόξες και τις τιμές ούτε υποφέρει από τις ύβρεις και την περιφρόνηση, αλλά κρατάει την ίδια στάση και στις δύο αυτές αντίθετες περιπτώσεις, αυτός είναι τα μαλλιά της νύμφης που εγκωμιάζονται κι αποδεικνύεται τελείως νεκρός και ακίνητος μπροστά στα πράγματα του κόσμου είτε τέτοια είναι είτε αλλιώτικα60.

Αν τώρα τα πλούσια μαλλιά της παραβάλλονται με κοπάδια κατσικιών που φάνηκαν από το Γαλαάδ, δεν μπορέσαμε ακόμα να καταλάβομε, τι πρέπει να γνωρίζομε με ακρίβεια γι' αυτά, εικάζομε όμως ότι όπως τα ξύλα του Λιβάνου, αφού ο βασιλιάς τα μετάτρεψε σε χρυσό κι ασήμι και πορφύρα και πολύτιμες πέτρες, κατασκεύασε για τον εαυτό του φορείο, έτσι κι ο καλός ποιμήν, ενώ έχει παραλάβει κοπάδια κατσικιών, γνωρίζει να μεταβάλει σε κοπάδια προβάτων τα κοπάδια των κατσικιών του όρους Γαλαάδ. Αυτό όμως είναι όνομα ξενικού βουνού, που αποκαλύπτει αυτή τη χάρη, ώστε όσοι από τους εθνικούς ακολούθησαν τον καλό ποιμένα να συντελέσουν στην αύξηση των μαλλιών που είναι στοιχείο της ομορφιάς της νύμφης, με τα οποία, σύμφωνα με όσα αναπτύξαμε προηγουμένως, δηλώνεται η σωφροσύνη, η σεμνότητα, η εγκράτεια και η νέκρωση του σώματος.

Ή μήπως συμβάλλει στο λόγο για τα κατσίκια και ο Ηλίας που έκανε πολύχρονη άσκηση στο όρος Γαλαάδ; Αυτός κυρίως δίδαξε το βίο της εγκράτειας κι ήταν τραχύς στην όψη, δασύτριχος κι αντί με μαλακό φόρεμα ντυνόταν με δέρμα κατσικιού61. Όλοι λοιπόν όσοι κατορθώνουν να πραγματοποιήσουν τη ζωή τους κατά το παράδειγμα εκείνου του Προφήτη γίνονται στολισμός της Εκκλησίας, κατορθώνοντας ομαδικά και με τον κόπο την αρετή κατά τον τρόπο της άσκησης που επικρατεί τώρα. Το γεγονός ότι οι αγέλες αυτές φάνηκαν από το Γαλαάδ είναι άξιο γι' ακόμα μεγαλύτερο θαυμασμό, γιατί από τη ζωή των εθνικών έγινε η μετάστασή μας στην κατά Θεόν ζωή. Δεν προπορεύτηκε στο βίο αυτόν το όρος Σιών το Άγιό του, άλλα το έθνος που προσκυνούσε τα είδωλα πέρασε μια τέτοια μεταβολή στη ζωή του, ώστε να στολίσει το κεφάλι της νύμφης με προτερήματα αρετής.

Έπειτα στη συνέχεια των επαίνων ο Λόγος προβάλλει τα εγκώμια των δοντιών, προσπερνώντας το στόμα και τα χείλη, πράγμα που αξίζει να μην το αφήσομε ανεξέταστο. Για ποιο λόγο λοιπόν προηγούνται στους επαίνους τα δόντια από τα χείλη; θα πει ίσως κάποιος θέλοντας να δείξει εντονότερα την ομορφιά, το χαμόγελο συντελεί στην ανάδειξή της χωρίς λόγια με την υπογράμμιση των δοντιών. Εγώ όμως έχοντας στο νου μου κάτι άλλο σκέφτομαι ότι προηγείται στους επαίνους η ομορφιά των δοντιών πριν από τα εγκώμια του στόματος. Γιατί έπειτ' από αυτό δεν άφησε ούτε τα χείλη χωρίς εγκώμιο, λέγοντας ότι «τα χείλη της είναι γαϊτάνι κόκκινο και η ομιλία της ωραία». Τι υποθέτω λοιπόν γι' αυτό; Ότι η καλύτερη σειρά στα μαθήματα είναι πρώτα να διδάσκεσαι και τότε να μιλάς. Κι αν πει κανένας ότι τα μαθήματα είναι οι τροφές της ψυχής, δε θα λαθέψει στο σωστό. Κι όπως τη σωματική τροφή λεπταίνοντάς την με τα δόντια την κάνομε κατάλληλη για τα σπλάχνα, κατά τον ίδιο τρόπο υπάρχει και μέσα στην ψυχή μια ικανότητα για τη λέπτυνση των διδαγμάτων, που κάνει ωφέλιμο το μάθημα γι' αυτόν που το δέχεται. Τους καθηγητές λοιπόν που κάνουν τις διακρίσεις των διδαγμάτων και γίνεται για μας εύληπτη και ωφέλιμη η διδασκαλία, ο λόγος νομίζω τους ονομάζει μεταφορικά δόντια. Γι' αυτό προηγείται ο έπαινος των δοντιών κι έτσι έπειτα προσθέτεται το εγκώμιο των χειλιών· δε θα στολιζόταν βέβαια τα χείλη με τη λογική ομορφιά, αν δεν αποθέταν σ' αυτά με την προθυμότερη κατανόηση των μαθημάτων τη χάρη των λόγων. Αυτή λοιπόν την αιτία αντιληφθήκαμε στην ακολουθία των επαίνων σχετικά με τα δόντια.

Αλλ' είναι ώρα να εξετάσομε και τον ίδιο τον έπαινο, πώς συγκρίνει την ομορφιά των δοντιών με κοπάδια κουρεμένα, που μόλις βγήκαν από το λουτρό και χαίρονται όλα εξίσου για τα δίδυμα κατσικάκια τους. Ο έπαινος είναι ο εξής κατά λέξη· «τα δόντια σου σαν κοπάδια πρόβατα που τα έχουν κουρέψει, που ανεβαίνουν από το λουτρό, όλα γεννούν δίδυμα κι ανάμεσά τους δεν υπάρχει στείρα». Δεν ξέρω πώς θα επαινέσει κάποιος τα δόντια, αν προσέξει το σωματικό μέρος του παραδείγματος, συγκρίνοντάς τα με τις πολύτεκνες αγέλες. Ο έπαινος των δοντιών έγκειται στη στερεότητά τους, στην κανονική θέση τους και στη σταθερή εμφύτευσή τους μέσα στα ούλα, ώστε να έχουν κανονική κι αρμονική σειρά· ποια ομορφιά όμως των δοντιών τονίζουν με το παράδειγμά τους τα κοπάδια που ανεβαίνουν από το λουτρό με το δίδυμο γένος τους, σκορπισμένα στις πλαγιές, δεν μπορώ έτσι με μιας να καταλάβω. Αυτά στέκονται σε μια κανονική σειρά στοιχημένα και συνεχόμενα μεταξύ τους, ενώ τα κοπάδια σκορπίζουν το ένα εδώ, το άλλο εκεί αραιώνοντας για την ανάγκη της βοσκής. Αλλά και με τη φυσική γυμνότητα του δοντιού δεν προσφέρεται στη σύγκριση το ντυμένο με το μαλλί του πρόβατο.

Επομένως πρέπει να ερευνήσομε πώς αυτός, που εγκωμιάζει την αρμονία των δοντιών, παραβάλλει την ομορφιά τους με τις διπλογεννούσες αγέλες, που έχουν κουρέψει το μαλλί τους κι έχουν καθαρίσει την ακαθαρσία του σώματός τους με το λουτρό.

Τι σκεφτήκαμε λοιπόν γι' αυτά; Αυτοί που με σαφέστερη εξήγηση λεπτοποιούν τα θεία μυστήρια, ώστε να μπορεί εύκολα το σώμα της Εκκλησίας να δεχτεί αυτή την πνευματική τροφή, αυτοί κάνουν το έργο των δοντιών· παίρνουν στο στόμα τους παχύ και σφιχτό το ψωμί του λόγου το κάνουν με λεπτομερέστερη εξέταση να γίνει πιο εύκολα δεκτό από τις ψυχές εκείνων που το δέχονται. Για παράδειγμα (είναι καλύτερο να παραστήσομε το νόημα με παραδείγματα) ο μακάριος Παύλος τη μια μας προβάλλει απλά κι απέριττα, σαν ψωμί αδούλωτο, το παράγγελμα του νόμου, λέγοντας: «δε θα φιμώσεις το βόδι που αλωνίζει»62, και την άλλη μαλακώνοντάς το με την επεξήγηση κάνει εύκολα αποδεκτό το θέλημα του νόμου λέγοντας: «μήπως ο Θεός νοιάζεται για τα βόδια;» Σίγουρα γράφτηκε για μας, όπως και πολλά άλλα παρόμοια. Όπως ο Αβραάμ δηλαδή που απόχτησε δύο γιους, ένα από τη δούλη του κι ένα από την ελεύθερη63. Αυτό είναι το αδούλωτο ψωμί. Πώς όμως το μαλακώνει και το κάνει κατάλληλο να το φάνε όσοι τρέφονται από αυτό;

Μεταφέρει το παράδειγμα στις δύο διαθήκες· η μια γεννά τέκνα για τη δουλεία, η άλλη ελευθερώνει από τη δουλεία64. Έτσι κι ολόκληρο τον νόμο (για να μην καθυστερούμε μιλώντας για το καθένα χωριστά) τον παίρνει σαν ένα σώμα παχύ, τον λεπταίνει με τη θεωρία και από σωματικό τον κάνει πνευματικό λέγοντας, «γνωρίζομε ότι ο νόμος είναι πνευματικός». Αυτό λοιπόν που καταλάβαμε με τον Παύλο65, ότι εκπληρώνει μέσα στην Εκκλησία έργο δοντιών λεπταίνοντας τη σαφήνεια των διδαγμάτων, αυτό το λέμε και για τον καθένα που κατά μίμηση εκείνου μας εξηγεί τα μυστήρια.

Δόντια λοιπόν της Εκκλησίας είναι αυτοί που λεπταίνουν το ανεπεξέργαστο χόρτο των θείων λόγων και το μηρυκάζουν. Όπως λοιπόν ο θείος Απόστολος περιγράφει το βίο όποιων ορέγονται το καλό έργο του Επισκόπου λέγοντας το ένα και το άλλο για το ποιος πρέπει να είναι όποιος αφιερωθεί στην Ιερωσύνη, ώστε μαζί με όλα να έχει και το διδακτικό χάρισμα, έτσι εδώ αυτοί που είναι ταγμένοι στην υπηρεσία των δοντιών μέσα στην Εκκλησία η Γραφή θέλει να έχουν πρώτα δεχτεί κουρά, δηλαδή να γυμνωθούν από κάθε υλικό βάρος, έπειτα να γίνουν καθαροί από κάθε μολυσμό της σάρκας και του πνεύματος66 με το λουτρό της συνειδήσεως, και εκτός από αυτά να προκόβουν πάντοτε και ν' ανεβαίνουν και ποτέ να μην τους παίρνει πάλι ο κατήφορος προς το βάραθρο, και μαζί με όλα να χαίρονται για τα δίδυμα γεννήματα των αγαθών που κυοφορούν σε κάθε είδος αρετής και να μην είναι άγονοι σε κανένα από τα καλά έργα. Η διπλή κυοφορία είναι το σύμβολο της ευδοκίμησης σε καθένα από τα δύο στοιχεία που έχομε, ώστε τα τέτοιου είδους δόντια να γεννούν δίδυμα, γεννώντας στην ψυχή την απάθεια ενώ στο σωματικό βίο την κοσμιότητα.

Προσθέτει σ' αυτά στη συνέχεια τον έπαινο που αρμόζει στα χείλη παρομοιάζοντας την ομορφιά τους με γαϊτάνι βαμμένο κόκκινο, που την ερμηνεία την πρόσθεσε ο ίδιος ονομάζοντας το γαϊτάνι ωραία μιλιά. Αυτό το εξετάσαμε ήδη στα προηγούμενα, πώς με την υπηρεσία των δοντιών, δηλαδή των δασκάλων, μιλάει από κοινού το στόμα της Εκκλησίας. Γι' αυτό ανέφερε δόντια πρώτα που δέχονται κουρά και λούζονται και δε μένουν στείρα και γεννούν δίδυμα και τότε τα χείλια παίρνουν την όψη κόκκινου λουλουδιού, όταν όλη η Εκκλησία στην κοινή αποδοχή του αγαθού γίνει ένα χείλος και μία φωνή. Το παράδειγμα της ομορφιάς έχει διπλή σημασία.

Δεν λέει μόνο ότι τα χείλια είναι απλώς γαϊτάνι, αλλά πρόσθεσε και το έξοχο χρώμα, ώστε να στολιστεί και με τα δύο το στόμα της Εκκλησίας και με το γαϊτάνι και με το χρώμα ανάλογα σε κάθε μέρος· με το σπαρτίο δηλαδή διδάσκεται την ομοφροσύνη, ώστε όλη να γίνει ένα γαϊτάνι και μια συνέχεια κλωσμένη από διάφορα νήματα· με το κόκκινο διδάσκεται ν' αποβλέπει προς το αίμα με το οποίο λυτρωθήκαμε και να ομολογεί πάντοτε αυτόν που μας εξαγόρασε με το αίμα του. Και με τα δύο αυτά ολοκληρώνεται η ευπρέπεια στα χείλη της Εκκλησίας, όταν και η πίστη σκορπίζει τη λάμψη της μπροστά στην ομολογία και η αγάπη συνυφαίνεται με την πίστη. Κι αν πρέπει να περιλάβω το παράδειγμα σ' ένα ορισμό, θα ορίσομε αυτό που είπαμε ως εξής: κόκκινο γαϊτάνι είναι «η πίστη που εκδηλώνεται έμπρακτα με αγάπη»67, ώστε η πίστη να δηλώνει το κόκκινο και το γαϊτάνι να εξηγείται με την αγάπη. Η αλήθεια βεβαιώνει ότι μ' αυτά στολίζονται τα χείλη της νύμφης.

Η ωραία ομιλία δε χρειάζεται άλλη λεπτομερέστερη εξέταση ή ερμηνεία. Γιατί προηγουμένως ο Απόστολος διευκρίνισε ότι η ομιλία αυτή είναι ο λόγος της πίστης που κηρύσσομε, λέγοντας «αν ομολογήσεις με το στόμα σου πως ο Ιησούς είναι ο Κύριος και πιστέψεις με την καρδιά σου ότι ο Θεός τον ανέστησε από τους νεκρούς, θα σωθείς· γιατί η πίστη της καρδιάς οδηγεί στην δικαίωση, ενώ η ομολογία με το στόμα στη σωτηρία»68. Αυτή είναι η ωραία ομιλία, με την οποία λουλουδίζουν όμορφα τα χείλη της Εκκλησίας, όπως εκείνο το κόκκινο γαϊτάνι.

 

Σημειώσεις


44. Α' Κορινθίους 12,12-27.

45. Α' Κορινθίους 12,23.

46. Α' Βασιλέων 9,9· 16,4. Α' Παραλειπομένων 29,29.

47. Ιεζεκιήλ 3,17· 33,7.

48. Αμώς 7,12.

49. Μαλαχίας 3,20.

50. Ρωμαίους 13,12. Εφεσίους 5,11.

51. Β΄ Κορινθίους 4,18.

52. Κολοσσαείς 1,5. Ρωμαίους 8,24.

53. Δευτερονόμιο 6,5.

54. Ματθαίος 6,4-6-18. Ψαλμοί 43,22.

55. Ψαλμοί 138,16.

56. Α' Κορινθίους 11,15.

57. Α' Τιμόθεον 2,10.

58. Α' Τιμόθεον 2,9.

59. Α΄ Κορινθίους 11,5

60. Ρωμαίους 6,11.

61. Α΄ Βασιλέων 1,8.

62. Α΄ Κορινθίους 9,9. Δευτερονόμιο 25, 4.

63. Γαλάτας 4,22.

64. Γαλάτας 4,24-26.

65. Ρωμαίους 7,14.

66. Β΄ Κορινθίους 7,1.

67. Γαλάτας 5,6.

68. Ρωμαίους 10, 9-10.

Δημιουργία αρχείου: 8-11-2024.

Τελευταία μορφοποίηση: 9-11-2024.

ΕΠΑΝΩ