Η
Συνοδικότητα ως γεγονός κοινωνίας και ενότητας
*
Το συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας
ως χάρισμα Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου Βλάχου
Πηγή: Περιοδικό "Θεολογία" 2/2009. (Αφιέρωμα στο Συνοδικό Θεσμό) σελ. 67-86. |
|
Πολλές
συζητήσεις γίνονται για το συνοδικό θεσμό ή το λεγόμενο συνοδικό σύστημα
πολίτευμα της Εκκλησίας. Πράγματι, αυτό είναι το ιδιάζον χαρακτηριστικό
γνώρισμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία στηρίζεται στο συνοδικό σύστημα
διοικήσεως των κατά τόπους Εκκλησιών, στη λεγόμενη συνοδική «διαγνώμη» και όχι στην άποψη ενός προσώπου. Στην Ορθόδοξη
Εκκλησία στηριζόμαστε στις αποφάσεις των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων, στο
«έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν», το «ήρεσε τη Συνόδω» και όχι στις απλές
γνώμες των διαφόρων μελών της Εκκλησίας. Βεβαίως, όταν ένα μέλος της Εκκλησίας φθάση στην θέωση, τότε βιώνει και
εκφράζει αυτό το εσωτερικό πνεύμα της Εκκλησίας, και αποτελεί την αυθεντία σε
θέματα πνευματικής ζωής και πολλές φορές αποτελεί τη βάση των Τοπικών και
Οικουμενικών Συνόδων. Θεωρώ,
όμως, ότι και αυτόν τον συνοδικό θεσμό πρέπει να τον δούμε μέσα από το
ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας, μέσα στην οποία υπάρχει ποικιλία χαρισμάτων
και διακονιών, σε μια Ιεραρχική διαβάθμιση. Τα πολλά πρόσωπα που συνεργάζονται
μέσα στην Εκκλησία σε διαφόρους τομείς, που προσεύχονται, διοικούν, μελετούν τα
θέματα, δεν λειτουργούν με τις συνήθεις διαδικασίες των ατομικών δικαιωμάτων,
αλλά ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρίσματα που έχουν λάβει από το Άγιον Πνεύμα, το οποίο συγκροτεί όλον
τον θεσμό της Εκκλησίας. Αυτό σημαίνει ότι ο συνοδικός θεσμός και το ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας
λειτουργούν ως χάρισμα, ως ενέργεια του Αγίου Πνεύματος στο Σώμα του Χριστού,
γι’ αυτό και η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού και κοινωνία Θεώσεως.
Η βάση των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων δεν είναι απλώς η ύπαρξη των
Επισκόπων και των άλλων κληρικών, αλλά η ύπαρξη ανθρώπων που συμμετέχουν στην
κοινωνία της Θεώσεως. Έτσι μπορούμε να αντιληφθούμε
ότι η εικονογράφηση των Πατέρων στις Οικουμενικές Συνόδους που συσκέπτονται εν Αγίω Πνεύματι γίνεται με βάση την
εικόνα της Πεντηκοστής, κατά την οποία οι Άγιοι Απόστολοι έλαβαν το Άγιον Πνεύμα και έγιναν μέλη του Σώματος του Χριστού. Και η
διάταξη των θέσεων τους δεν αποτελεί έναν κλειστό κύκλο, αλλά ένα ανοικτό
ημικύκλιο, γιατί στην κοινωνία της Θεώσεως εισχωρούν
και συμμετέχουν πολλοί δια μέσου των αιώνων. Στην συνέχεια, θα εξετασθή το συνοδικό και
Ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας μέσα από την προοπτική του χαρίσματος, και
αυτό δεν θα νοήται ως ανάληψη μιας υπευθυνότητας στην
Εκκλησία, αλλά ως μετοχή κατά διαφόρους βαθμούς στην κοινωνία της Θεώσεως. Μια Σύνοδος έξω από αυτήν την προοπτική, έστω κι
αν διαρθρώνεται κατά συνοδικό τρόπο, έστω και αν υπάρχουν όλα τα τοπικά
εξωτερικά γνωρίσματα, δεν εκφράζει την συνείδηση της Εκκλησίας.
1.
Συνοδικότητα και ιεραρχικότητα Προκειμένου να ομιλήσουμε για τη Συνοδικότητα
και την ιεραρχικότητα της Εκκλησίας πρέπει να
καθορίσουμε τους όρους τι σημαίνουν και τι προσδιορίζουν, αλλά και πως συνδυάζονται
μεταξύ τους. Η λέξη Σύνοδος, που αποτελείται από δύο επί μέρους λέξεις, τη λέξη «συν»
και τη λέξη «οδό», στην αρχική της έννοια δηλώνει τον συνοδοιπόρο, τον σύντροφο.
Στον Αντίφιλο (1ος αι. μ.Χ. ) διαβάζουμε: «ναυν Ιεροκλείδης έσχε σύγγηρον, ομόπλουν, την αυτήν ζωής και θανάτου σύνοδον».
Στον ιστορικό Αρριανό (124 μ.Χ)
συναντούμε τη φράση: «ο συνοδεύσας τοις Αγίοις Αποστόλοις συνοδός μου γενού εν τη οδώ»
[1]. Με αυτήν την έννοια χρησιμοποιείται και η λέξη σύνοδος σε πολλούς Πατέρες της Εκκλησίας, για να δήλωση τον συνοδοιπόρο, από την παρούσα ζωή στη μέλλουσα, από την κάτω Ιερουσαλήμ στην άνω Ιερουσαλήμ. Ο Ιερός Χρυσόστομος, αναφερόμενος στους Ιουδαίους που ενθυμούνταν κάθε χρόνο την έξοδο από την Αίγυπτο και την πορεία προς τη γη της επαγγελίας και στο ότι έτρωγαν ζωσμένοι, φορώντας τα σανδάλια τους, λέγει ότι και εμείς πρέπει το ίδιο να κάνουμε. «Δια τούτο εζωσμένος, δια τούτο υποδεδεμένος εσθίεις, ίνα μάθης ότι άμα τω άρξασθαι εσθίεν το Πάσχα, αποδημείν οφείλεις και οδεύειν»[2]. Και σε άλλα κείμενα του αναφέρεται στο ότι οι Χριστιανοί είναι οδίτες που πορεύονται στην Βασιλεία του Θεού. Η λέξη ιεραρχία δηλώνει το αξίωμα του Ιεράρχου, αφού ως ιεράρχης καλείται «ο άρχων των ιερών τελετών», αλλά συγχρόνως η λέξη ιεραρχία δηλώνει και «το σύνολον των βαθμούχων» [3] Μιλώντας για ιεραρχία πρέπει εδώ να αναφερθούν τα συγγράμματα του Ιερού Διονυσίου Αρεοπαγίτου περί ουρανίου και εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Στην ουράνια ιεραρχία διακρίνονται οι εννέα χοροί αΰλων νόων που χωρίζονται σε τρεις τριάδες, ήτοι Θρόνοι, Χερουβίμ, Σεραφίμ Κυριότητες, Δυνάμεις, Εξουσίες Αρχές, Αρχάγγελοι, άγγελοι. Στην ουράνια αυτή ιεραρχία αντιστοιχεί και η επίγεια εκκλησιαστική ιεραρχία. Η ιεραρχία ως προς τις τρεις ιερές τελετές είναι το βάπτισμα, η σύναξη και το μύρο· ως προς τις τρεις φάσεις ανόδου προς τον Θεό είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η τελείωση· ως προς τους τρεις ιερατικούς βαθμούς είναι ο ιεράρχης, ο ιερεύς και ο λειτουργός, και ως προς τις τρεις τάξεις των λαϊκών είναι οι κατηχούμενοι με τους ακοινώνητους, οι λαϊκοί και οι θεραπευτές (μοναχοί)[4]. Διατυπώνονται δύο εξαιρετικά σημεία που δείχνουν την ενότητα μεταξύ της ουράνιας και της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Το ένα είναι ότι οι θεσμοθέτες της οσιωτάτης εκκλησιαστικής Ιεραρχίας την οργάνωσαν με την υπερκόσμια μίμηση «των ουρανίων ιεραρχιών». Και το δεύτερο σημείο είναι ότι οι ουράνιοι μυσταγωγοί μας φανέρωσαν τις ουράνιες ιεραρχίες και τις κατέστησαν συλλειτουργό με τη δική μας ιεραρχία «ένεκα της ημών αναλόγου Θεώσεως» και «τη προς δύναμιν ημών αφομοιώσει της θεοειδούς αυτών ιερώσεως»[5]. Η εκκλησιαστική ιεραρχία είναι καρπός-θεσμός «της ενθέου και θείας και θεουργικής επιστήμης και ενεργείας»[6]. Ο δε σκοπός της είναι «η προς Θεόν ημών, ως εφικτόν, αφομοίωσις τε και ένωσις», που επιτυγχάνεται μόνον «ταις των σεβασμιωτάτων εντολών αγαπήσεσι και ιερουργίαις»[7]. Επομένως, τόσο η ουράνια όσο και η εκκλησιαστική Ιεραρχία δεν λειτουργούν ανεξάρτητα από τη ζωή της Θεώσεως.
2. Η συνοδική και ιεραρχική συγκρότηση της Εκκλησίας κατά τον Απόστολο Παύλο και τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο Από την εμφάνιση της η Εκκλησία παρουσιάσθηκε ως μια συγκροτημένη Κοινότητα-Εκκλησία. Οι Απόστολοι αποτελούσαν την κορυφή της ιεραρχίας, και στη συνέχεια καθιερώθηκαν οι Διάκονοι και οι Πρεσβύτεροι-Επίσκοποι. Όλοι είχαν ιδιαίτερα χαρίσματα και μετείχαν της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος. Μετά την κοίμηση των Αποστόλων οι Επίσκοποι κατέλαβαν τη θέση τους μέσα στην όλη εκκλησιαστική ζωή. Εδώ θα αρκεσθώ να κάνω αναφορά στη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου. Στο προοίμιο, αλλά και στον επίλογο των επιστολών του γράφονται και τα ονόματα των συνεργών του. Έπειτα, μνημονεύονται οι παραλήπτες που είναι τα μέλη της Εκκλησίας, τα οποία χαρακτηρίζονται Άγιοι και έχουν την εκκλησιαστική τους ιεραρχία. «Παύλος και Τιμόθεος, δούλοι Ιησού Χριστού, πάσι τοις Αγίοις εν Χριστώ Ιησού τοις ούσιν εν Φιλίπποις συν επισκόποις και Διακόνοις» (Φιλιππισίους Α', 1). Φαίνεται ότι στους Φιλίππους είχε διαμορφωθή ενωρίς η εκκλησιαστική ιεραρχία, ήτοι Επίσκοποι-Πρεσβύτεροι και Διάκονοι, οι οποίοι διηύθυναν τους αγίους-μέλη της Εκκλησίας. Το ίδιο παρατηρούμε σε όλες τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Αυτό φαίνεται εμφανέστατα στην προς Ρωμαίους επιστολή του, στην οποία καταγράφονται τα ονόματα των συνεργατών του και τα ονόματα των αποδεκτών των «ασπασμών» του (Ρωμαίους ιστ', 1-23). Το πολίτευμα της Εκκλησίας δεν έχει εγκόσμια και ανθρώπινη προέλευση, αλλά ουράνια προέλευση και έχει ως αρχέτυπο το επουράνιο πολίτευμα. «Ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει, εξ ου και σωτήρα απεκδεχόμεθα Κύριον Ιησούν Χριστόν» (Φιλιππισίους γ', 20). Η αναφορά του εκκλησιαστικού πολιτεύματος δεν ευρίσκεται στη γη, αλλά στον ουρανό, όπου γίνεται η παγκόσμια συλλειτουργία της ουράνιας Εκκλησίας, κατά το χωρίο «αστήρ αστέρος διαφέρει εν δόξη» (Α' Κορινθίους ιε΄, 41), που λαμβάνουν δόξα από τον Χριστό. Ακόμη, το πολίτευμα της Εκκλησίας δεν εξαντλείται σε επίγειες καταστάσεις και προσδοκίες, δεν αναφέρεται σε εγκόσμιους σχηματισμούς, αλλά συνδέεται με τους Αγίους που είναι οικείοι του Θεού. «Ότι δι’ αυτού έχομεν προσαγωγήν οι αμφότεροι εν ενί Πνεύματι προς τον πατέρα, άρα ουν ουκέτι εστε ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίται των Αγίων και οικείοι του Θεού» (Εφ. β΄, 18-19). Τα μέλη της Εκκλησίας που ζουν μέσα στο συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της είναι συμπολίτες των Αγίων και οικείοι του Θεού. Η Εκκλησία δεν είναι μία ανθρώπινη οργάνωση, αλλά ο Θεανθρώπινος Οργανισμός, το Σώμα του Χριστού. Ήδη με αυτήν τη φράση δηλώνονται τα διάφορα χαρίσματα που ιεραρχικά λειτουργούν στον Θεανθρώπινο Οργανισμό της Εκκλησίας. Ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του γράφει: «Καθάπερ γαρ εν ενί σώματι μέλη πολλά έχομεν, τα δε μέλη πάντα ου την αυτήν έχει πράξιν, όντως οι πολλοί εν σώμα εσμέν εν Χριστώ, ο δε καθείς αλλήλων μέλη. Έχοντες και χαρίσματα κατά την χάριν την δοθείσαν ημίν διάφορα… » (Ρωμαίους ιβ', 4-8). Στην Α' προς Κορινθίους επιστολή του καταγράφει περισσότερο αναλυτικά ότι η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού και οι Χριστιανοί είναι μέλη αυτού του Σώματος. Υπάρχουν διάφορες διαιρέσεις των χαρισμάτων, που τα χορηγεί το ένα και το αυτό Άγιον Πνεύμα, υπάρχουν διαιρέσεις διακονιών που τις αναθέτει ο ίδιος ο Κύριος και υπάρχουν διαιρέσεις ενεργημάτων που τις ενεργεί ο ίδιος ο Θεός (Α' Κορινθίους ιβ', 1-31). Όλα δε τα χαρίσματα πρέπει να αποβλέπουν στην οικοδομή της Εκκλησίας (Α', Κορινθίους ιδ', 4-6). Στην προς Εφεσίους επιστολή του κάνει λόγο για τα χαρίσματα των μελών της Εκκλησίας και το ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας, που χαρίσθηκε από τον Θεό. «Αυτός έδωκε τους μεν Αποστόλους, τους δε προφήτας, τους δε ευαγγελιστάς, τους δε ποιμένας και διδασκάλους» (Εφ. δ', 11). Οι Απόστολοι, οι Προφήτες, οι ευαγγελιστές, οι ποιμένες και διδάσκαλοι, μαζί με τους Αγίους αποτελούσαν τον συνοδικό θεσμό και την εκκλησιαστική ιεραρχία της πρώτης Εκκλησίας. Όλοι είχαν πνευματικά χαρίσματα, μετείχαν κατά διαφόρους βαθμούς στην άκτιστη ενέργεια του Θεού. Δεν βλέπουμε πουθενά μια ισότητα χαρισμάτων και διακονιών. Η εκκλησιαστική ιεραρχία αποβλέπει στην ποιμαντική των ανθρώπων για να οδηγηθούν στην θέωση, ήτοι την μέθεξη της Ακτίστου Χάριτος του Θεού. Δόθηκαν οι χαρισματικές καταστάσεις στην Εκκλησία και λειτουργούν «προς τον καταρτισμόν των Αγίων εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού» (Εφ. δ', 12). Δεν πρόκειται για μία εκκοσμικευμένη νοοτροπία και κατάσταση, δεν λειτουργεί το συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα στην Εκκλησία απλώς για να συζητούν και να αποφασίζουν μεταξύ τους, αλλά για να καταρτίζονται οι Άγιοι και να οικοδομήται το Σώμα του Χριστού. Ο απώτερος σκοπός του συνοδικού θεσμού και της εκκλησιαστικής ιεραρχίας είναι η θέωση των πιστών. «Μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες εις την ενότητα της πίστεως και της επιγνώσεως του Υιού του Θεού, εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. δ', 13). Το να φθάση κανείς στην πνευματική-ανδρική τελειότητα, στο μέτρο της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού δηλώνει την θέωση των πιστών Χριστιανών. Μέσα σε αυτήν την προοπτική αποκτάται η ενότητα της πίστεως και η επίγνωση του Υιού του Θεού. Αυτή η Ιεραρχική συγκρότηση της Εκκλησίας φαίνεται εμφανέστερα στις επιστολές του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου. Η ενότητα μεταξύ Επισκόπων, Πρεσβυτέρων, διακόνων και Χριστιανών στηρίζεται σε αγιοπνευματικές και ευχαριστιακές βάσεις. Στην επιστολή του Αγίου Ιγνατίου προς Εφεσίους γίνεται λόγος για τον επίσκοπο και «το αξιονόμαστον πρεσβυτέριον» που είναι «του Θεού άξιον» και το οποίο «όντως συνήρμοσται τω Επισκόπω, ως χορδαί κιθάρα»[8]. Η ενότητα όλων των Χριστιανών, κληρικών και λαϊκών, είναι εσωτερική, που συνδέεται με την ενέργεια του Τριαδικού Θεού στο Σώμα του Χριστού και στην πραγματικότητα πρέπει να λειτουργή ως «σύνοδος», ως συνοδοιπορία. Γράφει ο άγιος Ιγνάτιος: «Εστέ ουν και σύνοδοι πάντες, θεοφόροι και ναοφόροι, χριστοφόροι, αγιοφόροι, κατά πάντα κεκοσμημένοι εν ταις εντολαίς Ιησού Χριστού»[9]. Εδώ φαίνεται ότι όσοι αποτελούν το συνοδικό πολίτευμα της Εκκλησίας είναι θεοφόροι, ναοφόροι, χριστοφόροι, και κοσμούνται από τις εντολές του Χριστού. Η ενότητα Επισκόπων, Πρεσβυτέρων και Χριστιανών εκφράζεται με την όλη πνευματική ζωή. Γι’ αυτό στους Χριστιανούς της Μαγνησίας γράφει: «μηδέ πειράσητε ευλογόντι φαίνεσθαι ιδία υμίν, αλλ’ επί το αυτό. Μία προσευχή, μία δέησις, εις νους, μία ελπίς εν αγάπη, εν τη χαρά τη αμώμω, ό εστίν Ιησούς Χριστός, ον άμεινον ουδέν εστίν. Πάντες ως εις ένα ναόν συντρέχετε Θεού, ως επί έν θυσιαστήριον, επί ένα Ιησούν Χριστόν, τον αφ' ενός Πατρός προελθόντα και εις ένα όντα και χωρήσαντα»[10]. Η όλη ιεραρχική συγκρότηση της Εκκλησίας συνδέεται με τον Τριαδικό Θεό. Ο Επίσκοπος είναι εις τύπον του Πατρός, οι Πρεσβύτεροι εις τύπον των Αποστόλων και οι Διάκονοι εις τύπον και διακονίαν του Ιησού Χριστού. Τους Χριστιανούς της Μαγνησίας ο άγιος Ιγνάτιος παρακινεί και προτρέπει: «εν ομόνοια Θεού σπουδάζειν, προκαθημένου του Επισκόπου εις τύπον Θεού και των Πρεσβυτέρων εις τύπον συνεδρίου των Αποστόλων και των διακόνων, των εμοί γλυκύτατων, πεπιστευμένων διακονίαν Ιησού Χριστού». Όλοι έχουν λάβει «ομοήθειαν Θεού» [11]. Με αυτές τις προϋποθέσεις πρέπει να γίνεται η υποταγή αλλήλων στους ανωτέρους τους. «Υποτάγητε τω Επισκοπώ και αλλήλοις, ως ο Χριστός τω Πατρί κατά σάρκα, και οι Απόστολοι τω Χριστώ και τω Πατρί και τω πνεύματι. Ίνα ένωσις ή σαρκική τε και πνευματική» [12]. Καθαρότερα αυτό εκφράζεται στην επιστολή στους Χριστιανούς των Τράλλεων της Ασίας. «Ομοίως πάντες εντρεπέσθωσαν τους Διακόνους ως Ιησούν Χριστόν, ως και τον Επίσκοπον, όντα τύπον του Πατρός, τους δε Πρεσβυτέρους ως συνέδριον Θεού και ως σύνδεσμον Αποστόλων. Χωρίς τούτων Εκκλησία ου καλείται»[13]. Και σε άλλο σημείο προτρέπει: «διαμένετε εν τη ομονοία υμών και τη μετ' αλλήλων προσευχή. Πρέπει γαρ υμίν τοις καθ' ένα εξαιρέτως και τοις Πρεσβυτέροις, αναψύχειν τον Επίσκοπον εις τιμήν του πατρός Ιησού Χριστού και των Αποστόλων»[14] Το σχήμα του Αγίου Ιγνατίου είναι Πατήρ, Χριστός, Απόστολοι, και αντιστοίχως, Επίσκοπος, Διάκονοι, Πρεσβύτεροι. Όλοι δε αυτοί οι βαθμοί της Ιερωσύνης, καθώς επίσης και η Χριστιανική ιδιότητα των λαϊκών μελών της Εκκλησίας έχουν κοινό σημείο την εκκλησιαστική ζωή, την θεία κοινωνία κατά την θεία ευχαριστία, την προσευχή, την εφαρμογή των εντολών του Χριστού, την ομοήθεια Θεού.
3. Εκφράσεις της συνοδικότητας Το συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας, μέσα από την προοπτική του χαρίσματος και της μεθέξεως της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, φαίνεται σε όλη την ζωή της Εκκλησίας. Μερικές εκφράσεις της εκκλησιαστικής ζωής το φανερώνουν αυτό εμφανέστατα.
Στη θεία Λειτουργία εκφράζεται και βιώνεται ο συνοδικός θεσμός και το ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας. Η θεία Λειτουργία είναι «η αληθινή πράξη της Εκκλησίας», αφού τα συνηγμένα μέλη της Εκκλησίας υμνούν τον Θεό και μετέχουν του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας διαφοροτρόπως και ποικιλοτρόπως. Οι κληρικοί, με προεστώτα τον επίσκοπο, προσφέρουν την αναίμακτη μυσταγωγία, και οι λαϊκοί, με τα διάφορα χαρίσματα τους προσεύχονται και μετέχουν αναλόγως της εκκλησιαστικής ζωής. Η διάκριση μεταξύ κατηχουμένων, φωτιζόμενων, μετανοούντων και πιστών δείχνει την ιεραρχική δομή συμμετοχής μας στη θεία ευχαριστία. Και για κάθε κατηγορία συμμετεχόντων λέγονται διαφορετικές ευχές, αφού η Εκκλησία προσεύχεται επιστημονικά, δηλαδή άλλες ευχές είναι για τους κατηχουμένους, άλλες για τους φωτιζόμενους, άλλες για τους μετανοούντας και άλλες για τους πιστούς. Η διάκριση χαρισμάτων και διακονιών φαίνεται και στη σχέση μεταξύ των κληρικών και των λαϊκών. Οι κληρικοί συμμετέχουν στη θεία Λειτουργία αναλόγως με το χάρισμα τους, και κανείς δεν μπορεί να το υπερβή. Λέγεται συνήθως ότι ο Επίσκοπος είναι εις τύπον και τόπον του Χριστού και γι’ αυτό πολλοί επικαλούνται τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο. Όπως είδαμε προηγουμένως, κατά τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, ο Επίσκοπος είναι εις τύπον του Πατρός, και ο διάκονος είναι εις τύπον του Χριστού. Πιθανόν αυτό λέγεται γιατί η ευχή της αναφοράς που είναι το κέντρο της θείας ευχαριστίας, και την οποία εκφωνεί ο Επίσκοπος, είναι ευχή στον Πατέρα. Έπειτα, οι λαϊκοί χωρίζονται σε διάφορα εκκλησιαστικά χαρίσματα, όπως των κατωτέρων κληρικών που είναι των διακόνων, των αναγνωστών, των ψαλτών, αλλά και του προσευχομένου λαού, που έχει το χάρισμα να συμμετέχη στο μέγα μυστήριο της θείας ευχαριστίας και να κοινωνή του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Η διάταξη των θέσεων των κληρικών στο ιερό Βήμα, η κατασκευή του συνθρόνου και του ιερού Θυσιαστηρίου είναι το κτιστό εικόνισμα των άρρητων ρημάτων και θεαμάτων που λειτουργεί στο επουράνιο θυσιαστήριο. Αυτή η διάρθρωση είναι το σύμβολο, δηλαδή η ένωση μεταξύ Ακτίστου και κτιστού, μεταξύ των επουρανίων και των επιγείων, είναι η εσχατολογική βίωση της θείας Λειτουργίας στο παρόν. Η διαμόρφωση του ιερού Βήματος αποτυπώνει το δράμα που είδε ο ευαγγελιστής Ιωάννης και καταγράφηκε στην Αποκάλυψη. Αυτό το βλέπουμε και σε άλλα σημεία της λατρείας, στις λειτουργικές εκφράσεις της και γενικότερα στις εκκλησιαστικές τέχνες. Το σύνθρονο στο ιερό Βήμα, όπου βρίσκεται ο θρόνος του Επισκόπου και των Πρεσβυτέρων, το ιερό θυσιαστήριο με τις ψυχές των εσφαγμένων για το όνομα του Χριστού, η ουράνια και παγκόσμια λατρεία, το αλληλούια του όχλου και των αγγέλων κλπ. Δείχνουν ότι η διάρθρωση και διαμόρφωση της θείας ευχαριστίας, αλλά και η διάταξη του ιερού Βήματος έγινε κατά απεικόνιση της επουράνιας θείας Λειτουργίας που είδε ο ευαγγελιστής Ιωάννης στον ουρανό και καταγράφηκε στο βιβλίο της αποκαλύψεως (βλέπε Απ. δ', 2-11. ε, 6-14. ζ', 9-19. κα', 1 και εξής). Αυτή η επίδραση του βιβλίου της αποκαλύψεως στη λατρεία και τη ζωή της Εκκλησίας έχει επισημανθή από πολλούς εξηγητές[15]. Κατά τον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, οι ιεροί μυσταγωγοί μας παρέδωκαν τις άϋλες ιεραρχίες, δηλαδή τις πράξεις των αγγέλων, που είναι ενδεδυμένοι με υλικά σχήματα και σύνθετες μορφές, ώστε με τα πραγματικά αυτά ιερά σύμβολα να αναχθούμε όσο είναι δυνατόν στις απλές, ατύπωτες, αναγωγές και αφομοιώσεις. Έτσι, λοιπόν, ο νους πρέπει να θεωρή «τα φαινόμενα κάλλη» ως απεικονίσματα «της αφανούς ευπρεπείας», τις αισθητές ευωδίες που φθάνουν στις αισθήσεις μας «ως εκτυπώματα της νοητής διαδόσεως», τα υλικά φώτα ως εικόνα «της άϋλου φωτοδοσίας», τις ιερές διδασκαλίες ως έκφραση «της κατά νουν θεωρητικής αποπληρώσεως», τις τάξεις των εκκλησιαστικών διακοσμήσεων ως παράσταση «της εναρμονίου προς τα θεία και τεταγμένης έξεως», την μετάληψη της θειοτάτης ευχαριστίας ως «της Ιησού μετουσίας», και γενικώς όλα όσα έχουν παραδοθή υπερκοσμίως στις ουράνιες ουσίες, σε μας παρεδόθηκαν συμβολικώς[16]. Η λατρεία είναι μία κοινή ύπαρξη, μια ενιαία χοροστασία, που σύστησε η συγκατάβαση του Θεού και η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, και η ευρυθμία γίνεται από την Αγία Τριάδα. Ο ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί: «Ω των του Χριστού δωρημάτων! Άνω στρατιαί δοξολογούσιν αγγέλων κάτω εν Εκκλησίαις χοροστατούντες άνθρωποι την αυτήν εκείνοις εκμιμούνται δοξολογίαν. Άνω τα Σεραφίμ τον τρισάγιον ύμνον αναβοά κάτω τον αυτόν η των ανθρώπων αναπέμπει πληθύς· κοινή των επουρανίων και των επιγείων συγκροτείται πανήγυρις· μία ευχαριστία, εν αγαλλίαμα, μία ευφρόσυνος χοροστασία. Ταύτην γαρ η άφραστος του Δεσπότου συγκατάβασις εκρότησε, ταύτην το Πνεύμα συνέπλεξε το άγιον, ταύτης η αρμονία των φθόγγων τη πατρική ευδοκία συνηρμόσθη άνωθεν έχει την των μελών ευρυθμίαν, και υπό της Τριάδος, καθάπερ υπό πλήκτρου τινός, κινούμενη, το τερπνόν και μακάριον ενηχεί μέλος, το αγγελικόν άσμα, την άληκτον συμφωνίαν. Τούτο της ενταύθα σπονδής το πέρας, ούτος ο της συνελεύσεως ημών καρπός»[17].
Η Ιερωσύνη, η θεολογία και η μοναχική ζωή Τα τρία βασικά χαρίσματα μέσα στην ζωή της Εκκλησίας, ήτοι της Ιερωσύνης, της θεολογίας και της μοναχικής ζωής είναι εκφράσεις του Αγίου Πνεύματος που δρα στην Εκκλησία και μετέχεται αναλόγως με την ελευθερία του κάθε μέλους της Εκκλησίας. Αυτό το αναλύει κατά τρόπο θαυμάσιο ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης. Στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης Άσμα Ασμάτων σε κάποια στιγμή παρουσιάζεται ο Βασιλεύς Σαλωμών να επαινή την ομορφιά της αγαπημένης του, και μεταξύ των άλλων επαινεί τους οφθαλμούς, το τρίχωμα και τους οδόντας της με τα εξής λόγια: «Ιδού ει καλή, η πλησίον μου, ιδού ει καλή. Οφθαλμοί σου περιστεραί… Τρίχωμα σου ως αγέλαι των αιγών… Οδόντες σου ως αγέλαι των κεκαρμένων» (Άσμα Ασμάτων δ΄, 1-2). Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης στους ερμηνευτικούς του λόγους παρουσιάζει με ενάργεια ότι η Εκκλησία είναι η ωραιότατη αυτή γυναίκα και στη συνέχεια αναλύει ποιοι είναι οι οφθαλμοί, το τρίχωμα και οι οδόντες της. Οι οφθαλμοί στο Σώμα της Εκκλησίας είναι «πάντες εκείνοι εις οδηγίαν Θεού τεταγμένοι», τους όποιους οι άνθρωποι χαρακτηρίζουν ορώντες. Πρόκειται για τους Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη, αφού ο Σαμουήλ χαρακτηριζόταν βλέπων, ο Ιεζεκιήλ οφθαλμός, ο Μιχαίας ορών, και ο Μωυσής θεώμενος[18]. Αυτό συμβαίνει και με τους Προφήτας της Καινής Διαθήκης και βέβαια σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν όλοι οι οδηγοί του λαού του Θεού, οι Επίσκοποι και κληρικοί. Ονομάζονται οφθαλμοί, γιατί βλέπουν τον ήλιο της δικαιοσύνης, διακρίνουν τον φίλο και τον πολέμιο[19]. Το τρίχωμα, η κόμη, στο Σώμα της Εκκλησίας είναι όλοι εκείνοι που μιμούνται τον Προφήτη Ηλία, ο οποίος μετά την πολυχρόνια άσκηση στο όρος Γαλαάδ δίδαξε τον βίο της εγκράτειας. Όλοι εκείνοι που ακολουθούν το παράδειγμα του Προφήτη Ηλία στην αρετή και την άσκηση, και προφανώς εννοεί τους μοναχούς, τους ασκητές, «κόσμος γίνονται της Εκκλησίας», αφού οι τρίχες είναι ο στολισμός της κεφαλής του σώματος του ανθρώπου[20]. Οι οδόντες στην Εκκλησία που επαινούνται από τον Λόγο, πριν από το στόμα και τα χείλη, είναι αυτοί που ανήκουν στους «κριτικούς τε και διαιρετικούς των διδαγμάτων καθηγητάς», δια των οποίων γίνεται εύληπτος και επωφελής η διδασκαλία. Οι πνευματικοί οδόντες μέσα στην Εκκλησία λαμβάνουν παχύ και σφικτό το ψωμί του λόγου και το κάνουν εύπεπτο στις ψυχές με την λεπτομερέστερη θεωρία[21]. Επομένως, οι οφθαλμοί-κληρικοί, το τρίχωμα-μοναχοί και οι οδόντες-θεολόγοι-καθηγητές, αποτελούν την δόξα και τον έπαινο του Σώματος της Εκκλησίας, αλλά έχουν και μεταξύ τους ενότητα εξωτερική και εσωτερική. Στο «Άσμα Ασμάτων» οι οφθαλμοί λέγονται περιστεραί, γιατί, κατά την ερμηνεία του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, δείχνουν την ακεραιότητα και την απλότητα του χαρακτήρα τους και έχουν τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, το οποίο εμφανίσθηκε ως περιστερά. Ονομάζονται οφθαλμοί, γιατί επαινείται ολόκληρος ο άνθρωπος «ο φαινόμενος τε και νοούμενος». Έτσι, όσοι έλαβαν «την οπτικήν ταύτην εξουσίαν επί της Εκκλησίας» δεν βλέπουν σε κάτι το υλώδες και σωματικόν, αλλά πραγματοποιείται σε αυτούς ο πνευματικός και άυλος βίος[22]. Οι μοναχοί είναι τα μαλλιά της Νύμφης Εκκλησίας, γιατί όπως τα μαλλιά είναι άμοιρα από αίσθηση ζωής και δεν διαθέτουν πόνο και αίσθηση ηδονής, «το δε αμοιρείν της αισθήσεως των νεκρών εστίν ίδιον», έτσι και όσοι έχουν νεκρωθή κατά τον κόσμο ούτε φουσκώνουν από δόξες και τιμές, ούτε υποφέρουν από ύβρεις και περιφρόνηση, αλλά κρατούν την ίδια στάση και στις δυο αυτές αντίθετες καταστάσεις[23]. Οι καθηγητές και διδάσκαλοι χαρακτηρίζονται οδόντες για τη στερεότητα τους, για την κανονική τους θέση και τη σταθερή εμφύτευση τους στα ούλα[24]. Χαρακτηρίζονται δε οι οδόντες ως «αγέλαι κεκαρμένων», γιατί η Εκκλησία θέλει τους ανήκοντας στην κατηγορία αυτή «κεκαρμένους είναι, τουτέστι πάσης υλικής αχθηδόνος γεγυμνωμένους, είτα τω λουτρώ της συνειδήσεως παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος καθαρεύοντας, προς τούτοις αεί δια προκοπής αναβαίνοντας και μηδέποτε προς το έμπαλιν κατασυρομένους επί το βάραθρον»[25]. Είναι φανερό ότι οι κληρικοί, οι μοναχοί και οι θεολόγοι μέσα στην Εκκλησία αποτελούν μία ενότητα και αποβλέπουν στη δόξα και τον έπαινο της Εκκλησίας. Αυτό δεν είναι ένα εξωτερικό γεγονός, αλλά μία εσωτερική ενότητα και ένα πνευματικό άθλημα, με τη Χάρη του Χριστού). Αυτό με κάνει να πιστεύω ότι δεν πρέπει να επικρατή αντιπαλότητα μεταξύ Επισκόπων, μοναχών και καθηγητών, αλλά μία αραγής ενότητα, γιατί όλοι υπηρετούμε τον ίδιον σκοπό. Η Εκκλησία δεν ταυτίζεται με τους κληρικούς και την Ιερά Σύνοδο των Ιεραρχών, αλλά είναι η Νύμφη του Χριστού που στολίζεται από τους οφθαλμούς, το τρίχωμα και τους οδόντες, δηλαδή τους κληρικούς, τους μοναχούς και τους θεολόγους, οι οποίοι ζουν εν Χριστώ, μετέχουν της Χάριτος του Θεού και αποβλέπουν στη δόξα Του.
Η συνοδική διάσκεψη και διαγνώμη Για την αντιμετώπιση των διαφόρων προβλημάτων που παρατηρούνται στην εκκλησιαστική ζωή συνέρχονται οι Πατέρες στις κατά τόπους Συνόδους, Τοπικές και Οικουμενικές, και με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος συζητούν και αποφασίζουν σχετικώς. Οι συμμετέχοντες στους συνοδικούς θεσμούς πρέπει να εκφράζουν την εσωτερική ζωή της Εκκλησίας, το πνεύμα των Πατέρων, και να γνωρίζουν τον νου των Γραφών και των πατερικών κειμένων. Ο νους τους να είναι νους Χριστού (Α' Κορινθ. β΄, 16). Αλλά και ο τρόπος με τον οποίο θα διασκέπτονται δεν θα απέχη από τον τρόπο με τον οποίο προσεύχονται στον Ιερό Ναό. Η προσευχή, η βαθύτατη αίσθηση της παρουσίας του Θεού και κοινωνίας μαζί Του, η ευπρέπεια κατά τις συζητήσεις και ιδίως κατά τις ψηφοφορίες εκφράζει το γνήσιο συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας. Τα κανονικά θέματα που αντιμετωπίζουν οι Άγιοι Πατέρες προέρχονται συνήθως από διαπιστώσεις που παρατηρούνται στην εκκλησιαστική ζωή, δηλαδή από το ότι υπερβαίνονται οι διακονίες που ο καθένας έχει στην Εκκλησία, από αυθαιρεσίες στο έργο τους, αλλά και από την απώλεια της χαρισματικής καταστάσεως τους στην Εκκλησία. Το ίδιο συμβαίνει και με τους όρους-δόγματα. Η αίρεση είναι έλλειψη της εμπειρίας, και γι’ αυτό κυριαρχεί ο στοχασμός. Όταν κανείς μετέχη της θεοποιού ενεργείας του Θεού, δεν μπορεί να περιπέση σε αίρεση, γιατί γνωρίζει εκ πείρας, εκ των ενεργειών του Θεού, την ύπαρξη του Τριαδικού Θεού η ακολουθεί τους πεπειραμένους Αγίους. Η υπέρβαση των αρμοδιοτήτων των διακόνων, των Πρεσβυτέρων, των Επισκόπων, είναι απόδειξη απώλειας της θείας Χάριτος. Η αμαρτία των διαφόρων μελών της Εκκλησίας, δεν είναι μία ατομική πράξη και ενέργεια, αλλά έκφραση του εσκοτισμένου νους, και γι’ αυτό με διάφορες πράξεις πρέπει ο νους να φωτισθή για να μπορή ο άνθρωπος να συμμετάσχη στην Εκκλησία ως πραγματικό μέλος της. Έπειτα, κατά τις συνοδικές διασκέψεις, οι Επίσκοποι δεν μεταφέρουν απλώς το φρόνημα του λαού, αλλά ομιλούν, φωτιζόμενοι από το Άγιον Πνεύμα, κατά τον βαθμό της δικής τους προσωπικής πνευματικής καταστάσεως. Ο Επίσκοπος μετέχει της Χάριτος της αρχιερωσύνης που δεν είναι μία εξωτερική προσθήκη κάποιας ενεργείας, αλλά ειδική ενέργεια του Θεού σε εκείνον που έχει και τον ανάλογο βαθμό πνευματικής καταστάσεως, και έτσι καθοδηγεί τον λαό του Θεού. Βέβαια, λειτουργεί το χάρισμα της αρχιερωσύνης ανεξάρτητα από τον βαθμό της πνευματικής του ζωής και τελούνται κανονικά τα μυστήρια, αλλά εάν ατονεί το πνευματικό εσωτερικό χάρισμα παρατηρείται μία έλλειψη στον τρόπο καθοδήγησης των πιστών. Αν ο λαός είναι σε μία πνευματική κατάσταση φωτισμού και Θεώσεως, μεταφέρεται η γνώμη του στις συνοδικές διασκέψεις. Διαφορετικά, ένας εκκοσμικευμένος λόγος του λαού δεν μπορεί να έχη θέση στις αποφάσεις των Συνόδων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στις Οικουμενικές Συνόδους υπήρξαν μερικές κυριαρχούσες μορφές που καθόριζαν και τις αποφάσεις και την ορολογία.
Συνηθίζουμε να ομιλούμε για τη διοίκηση της Εκκλησίας, ωσάν να πρόκειται για μία εκκοσμικευμένη διοίκηση. Νομίζω, όμως, ότι η διοίκηση της Εκκλησίας είναι κατ' εξοχήν ποιμαντική. Όταν διάβαση κανείς τις κανονικές αποφάσεις των Τοπικών και των Οικουμενικών Συνόδων μπορεί να διακρίνη ευκρινέστερα ότι δεν αναφέρονται στη διοίκηση όπως την εννοούν μερικοί εκκοσμικευμένα, αλλά προσδιορίζουν την ποιμαντική των κληρικών και των λαϊκών, των αμαρτωλών και των μετανοούντων. Τους Πατέρες της Εκκλησίας ενδιαφέρει η σωτηρία όλων, δηλαδή η μετοχή στις άκτιστες ενέργειες του Θεού, που τους αναγεννούν εν Χριστώ. Ακόμη και η διαχείριση των υλικών πραγμάτων γίνεται μέσα σε αυτήν την προοπτική. Η διοίκηση των θεμάτων της Εκκλησίας που γίνεται από τις Μητροπόλεις και τις Ενορίες είναι κατ' εξοχήν ποιμαντική διακονία. Και αυτό δεν γίνεται μόνον από τον επίσκοπο, αλλά από την κατά τόπους συνοδική και ιεραρχική, και χαρισματική δομή της Εκκλησίας. Με αυτήν την έννοια δεν υπάρχουν δικαιώματα και καθήκοντα μέσα στην Εκκλησία, αλλά εκφράσεις των χαρισματικών λειτουργιών, που είναι προέκταση της θείας ευχαριστίας. Η συνοδική και ιεραρχική διάρθρωση που παρατηρείται στον Ιερό Ναό και την θεία ευχαριστία, με την Λιτή, τον κυρίως Ναό και το Ιερό Βήμα με το σύνθρονο, ουσιαστικά μεταφέρεται και εκτός του ιερού Ναού, κατά τον τρόπο της ασκήσεως της ποιμαντικής διακονίας. Όλη αυτή η ατμόσφαιρα της θείας Λειτουργίας, με τη χαρισματική της διάσταση, μεταφέρεται στην όλη εκκλησιαστική ζωή, και έκτος του ιερού Ναού. Τα μέλη της Εκκλησίας, αφού μετέχουν του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας αγωνίζονται να διαφυλάξουν αυτήν την ευχαριστιακή ζωή, την ατμόσφαιρα της θείας Λειτουργίας και κατά την καθημερινή τους διακονία μέσα στην Εκκλησία. Τα γραφεία των Ιερών Μητροπόλεων και των Ιερών Ναών, η φιλανθρωπική διακονία και όλη η εκκλησιαστική ζωή, για να εκφράζουν τη συνοδική και ιεραρχική διάρθρωση πρέπει να εμποτίζονται από την ευχαριστιακή ζωή, ως χάρισμα και ως ουσιαστική μετοχή στο Σώμα του Χριστού, αλλιώς είναι ένας εκκοσμικευμένος συνοδικός θεσμός. Το συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας φαίνεται καθαρά στις συνοδικές αποφάσεις των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων. Εκεί συνέρχονται οι Επίσκοποι, Πρεσβύτεροι και Διάκονοι με την ιδιαίτερη θέση τους μέσα στην Εκκλησία και αποφασίζουν για μείζονα ζητήματα της εκκλησιαστικής ζωής. Με τους όρους των Οικουμενικών Συνόδων καθορίζονται τα όρια μεταξύ αλήθειας και αιρέσεως και με τους ιερούς Κανόνες προσδιορίζεται ο τρόπος διοικήσεως, ευταξίας και ποιμαντικής των κατά τόπους Εκκλησιών. Είναι σημαντικός ο «προσφωνητικός λόγος» των Πατέρων που συνήλθαν στην εν Τρούλλω Σύνοδο που ονομάζεται και ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδος, προς τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β΄, που την συνεκάλεσε[26]. Στην αρχή αναφέρεται στην ενανθρώπηση του Χριστού και την ελευθέρωση του γένους των ανθρώπων από την πλάνη, την έναρξη της Βασιλείας του Θεού και την αποδυνάμωση του διαβόλου. Έτσι, παντού έχει νομοθετηθή λατρεία, αλλά και γίνεται θεία Λειτουργία όπου «Θεός θυόμενος και διαδιδόμενος εις σωμάτων ομού και ψυχών περιποίησιν, θεουργεί τους μετέχοντας». Με τη δύναμη του Θεού που ενεργεί στην Εκκλησία «δαίμονες φυγαδεύονται, και ιερά των ανθρώπων αθροιζόμενη πανήγυρις εν Εκκλησίαις, μυστικώς αγιάζεται, και της τρυφής ο παράδεισος τοις πάσιν ανέωκται, και τέλος γίνεται τα πάντα καινά»[27]. Ο «ανθρωποκτόνος διάβολος», όμως, που δεν μπορούσε να βλέπη αυτήν την ανάσταση του ανθρώπου δια του Χριστού, «ουκ ανήκε τα της κακίας βέλη κινών, και τους πιστούς τιτρώσκων τοις πάθεσιν, ως αν χωρισθείεν της δοθείσης αυτοίς ενεργείας του Πνεύματος, τιμής τε και χάριτος»[28]. Όμως, ο αγαθός αθλοθέτης και της σωτηρίας μας αρχηγός δεν μας άφησε αβοήθητους, αλλά ανέστησε ανθρώπους που αγωνίσθηκαν με τα όπλα της ευσέβειας εναντίον του διαβόλου. Πρόκειται για τους Ποιμένας οι οποίοι «τη του Πνεύματος σπασάμενοι μάχαιραν, ό εστί ρήμα Θεού, και ούτω συμπλακέντες τω πονηρώ, την καθ’ ημών τυραννίδα κατέλυσαν, οδηγοί των ποιμνίων γενόμενοι, και τας οδούς του Κυρίου τοις λαοίς ευθετίζοντες, όπως μη κατά κρημνών της ανομίας υπ’ αγνοίας του κρείττονος ωθοίντό τε, και διολισθαίνοιεν»[29].\ Ο Χριστός, που μας χάρισε «το είναι» και με την ενανθρώπηση Του μεταποίησε το ανθρώπινο γένος και το ανεκάλεσε προς τον εαυτό Του και το αναβίβασε σε ύψος, εξακολουθεί να εργάζεται δια των Πατέρων. «την εις το είναι τρίβον ημίν υποδείξαι δια των της Εκκλησίας λαμπτήρων, και διδασκάλων, φωταγωγούντων τα κατά Θεόν ημών διαβήματα, και προς το ευαγγέλιον παρορμώντων ων και το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει, κατά τον θείον Απόστολον»[30]. Οι δύο Οικουμενικές Σύνοδοι που προηγήθηκαν και συγκλήθηκαν στη Βασιλεύουσα δεν συνέθεσαν ιερούς Κανόνες, όπως το έκαναν οι άγιες τέσσερις Οικουμενικές Σύνοδοι, «δι’ ων Αποστήσονται μεν οι λαοί της χείρονος και ταπεινοτέρας διαγωγής, επί δε τον κρείττονα και υψηλότερον μεταθώνται βίον». Αυτό είχε ως συνέπεια για «το έθνος το άγιον, το βασίλειον ιεράτευμα, υπέρ ου ο Χριστός απέθανεν», ότι διασπάσθηκε από την αταξία των παθών και αποσπάσθηκε από την Εκκλησία και με την άγνοια και τη λήθη των κατορθωμάτων της αρετής, κατεπάτησε τον Υιό του Θεού, και το αίμα της Διαθήκης με το οποίο αγιάσθηκε και ύβρισε τη Χάρη του Πνεύματος[31]. Έτσι, ο Βασιλεύς, φωτιζόμενος από τον Χριστό, συνεκάλεσε τη Σύνοδο αυτή για να επαναφέρη την τάξη στην Εκκλησία. «την Αγίαν ταύτην και θεόλεκτον οικουμενικήν αθροισθήναι σύνοδον ωρίσας, όπως, τη των πολλών επί το αυτό συνελεύσει τε και σύμπνοια, κατορθωθείη σοι εις δέον το σπουδαζόμενον». Με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος η Σύνοδος αυτή συνέθεσε ιερούς Κανόνες[32]. Στον «προσφωνητικόν λόγον» της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου προς τον Βασιλέα που συνεκάλεσε τη Σύνοδο, φαίνεται καθαρά ότι οι Οικουμενικές Σύνοδοι κατευθύνονται από τον Χριστό εν Αγίω Πνεύματι, ότι οι Πατέρες που συμμετέχουν σε αυτές εμπνέονται από το Άγιον Πνεύμα και με αυτήν την προοπτική συζητούν, και το έργο τους αποβλέπει στη σωτηρία των ποιμνίων, που ορίζεται ως βίωση της ενανθρωπήσεως του Χριστού και την είσοδο τους στον Παράδεισο. Αυτό εκφράζει το περιεχόμενο του συνοδικού και ιεραρχικού πολιτεύματος της Εκκλησίας.
Μέσα στην Εκκλησία, που είναι το Σώμα του Χριστού, υπάρχουν πολλά χαρίσματα τα οποία δίνονται από το Άγιον Πνεύμα για την οικοδομή του Σώματος του Χριστού. Στην κατηγορία αυτή συμπεριλαμβάνονται τα χαρίσματα της θεολογίας, της Ιερωσύνης, της διδασκαλίας, της διοικήσεως, των θαυμάτων, της Ιεραποστολής κ. λπ.
Πέρα, όμως, από τα χαρίσματα αυτά, πρέπει να
σεβόμαστε και τα λεγόμενα πνευματικά χαρίσματα, όπως η προσευχή, η κατάνυξη, η έλλαμψη της καρδίας, ο φωτισμός του
νοός, που είναι η βάση των εκκλησιαστικών και
λειτουργικών χαρισμάτων. Γιατί χωρίς αυτά τα χαρίσματα που πρέπει να είναι
κοινά σε όλα τα μέλη της Εκκλησίας δεν μπορούν να έχουν αποτελεσματική δύναμη
και τα άλλα λειτουργικά χαρίσματα. Μια τέτοια διδασκαλία συναντούμε στα έργα του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, επειδή στην εποχή του αμφισβητούσαν τα πνευματικά χαρίσματα της αγιότητας, στο πρόσωπο μάλιστα του Πνευματικού Πατρός του, Συμεών τον ευλαβούς. Σε σχετική του ομιλία αναλύει ότι είναι βλασφημία του Αγίου Πνεύματος το να ισχυρίζεται κανείς ότι δεν μπορεί κάποιος στην εποχή μας να μέθεξη του Αγίου Πνεύματος, καθώς επίσης ότι εισάγει αίρεση στην Εκκλησία εκείνος που διαβάλλει τις ενέργειες του Παναγίου Πνεύματος και τις αποδίδει στον διάβολο[33]. Έχοντας υπ' όψη του τον λόγο του Μεγάλου Βασιλείου, ότι βλασφημία του Αγίου Πνεύματος είναι το «επιφημίζειν τας ενεργείας αυτού τω πνεύματι τω εναντίω», γράφει ότι βλασφημία του Αγίου Πνεύματος είναι όταν γίνονται θαύματα υπό του Αγίου Πνεύματος η κάποιος βλέποντας σε έναν αδελφό του κάποιο θείο χάρισμα, όπως «κατάνυξιν η δάκρυα η ταπείνωσιν η γνώσιν θείαν η λόγον σοφίας της άνωθεν η άλλο τι χαριζόμενον υπό θείου Πνεύματος τοις τον Θεόν αγαπώσι, λέγει είναι τούτο από της απάτης του διαβόλου». Αλλά το ίδιο βλασφημεί το Άγιο Πνεύμα και εκείνος που θεωρεί ότι πλανώνται από τον διάβολο εκείνοι που άγονται ως υιοί του Θεού υπό του Αγίου Πνεύματος και πράττουν τα προστάγματα του Πατρός αυτών[34]. Επίσης, άπιστοι και παντελώς αμύητοι των θείων μυστηρίων, είναι εκείνοι που αποφαίνονται τολμηρώς, «σκοτιζόμενοι τους οφθαλμούς της καρδίας», ότι είναι πλάνη δαιμόνων «καν περί ελλάμψεως θείας ακούσωσι, καν περί φωτισμού ψυχής και νοός, καν περί θεωρίας τε και απάθειας, καν περί ταπεινώσεως και δακρύων των εξ ενεργείας και χάριτος του Αγίου Πνεύματος εκχεομένων». Αυτό είναι «ασέβεια μάλλον η αίρεσις». Αίρεση είναι το να παρεκκλίνη κανείς από τα υπάρχοντα δόγματα και την ορθή πίστη. Το ίδιο αίρεση είναι και η άποψη κάποιου ότι δεν είναι άρτιοι εκείνοι που αγαπούν τον Θεό και καταξιώθηκαν του Αγίου Πνεύματος, και βαπτίσθηκαν σε υιούς του Θεού από αυτό και έγιναν θεοί «εν γνώσει και πείρα και θεωρία». Αυτός «πάσαν ανατρέπει του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού την ανακαίνισιν της φθαρείσης εικόνος και θανατωθείσης, την επί αφθαρσίαν αυτής γενομένην και αθανασίαν ανάκλησιν»[35]. Έτσι, εκείνος που σέβεται το συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας, συγχρόνως σέβεται, εκτιμά και αναγνωρίζει όλα τα χαρίσματα που δίνει το Άγιον Πνεύμα στα μέλη της Εκκλησίας. Διαφορετικά σέβεται μεν την εξωτερική τυπική Συνοδικότητα, αλλά αμφισβητεί τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, και κατ' αυτόν τον τρόπο, αφ' ενός μεν βλασφημεί το Άγιον Πνεύμα, αφ' ετέρου δε υποπίπτει σε αίρεση.
4. Συνοδικός και αντισυνοδικός τρόπος ζωής Ο Αρχιμανδρίτης Γεώργιος, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Όσιου Γρηγορίου του Αγίου Όρους, σε ένα ενδιαφέρον κείμενο του με τίτλο «Η συνοδική δομή της Εκκλησίας και η υπό των Ποιμένων συνοδική διαχείρισις των εκκλησιαστικών πραγμάτων»[36], αναλύει διεξοδικώς, κυρίως βάσει των ιερών Κανόνων, το συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας. Θα τονισθούν μερικά βασικά σημεία του ενδιαφέροντος αυτού κανονικού και εκκλησιαστικού κειμένου. Η συνοδική δομή της Εκκλησίας δεν έχει επηρεασθή απλώς από την υπάρχουσα λειτουργία της Ρωμαϊκής Συγκλήτου, αλλά ερείδεται στα πρόσωπα της Άγιας Τριάδος. Η δημιουργία του κόσμου και η αναδημιουργία του έγινε από τον Πατέρα, δι’ Υιού, εν Πνεύματι Αγίω. Ο κδ' Αποστολικός Κανόνας ορίζει τον τρόπο συνεργασίας του Μητροπολίτου με τον επίσκοπο, που υπάγεται σε αυτόν κατά το πρότυπο της Άγιας Τριάδος[37]. Ο συνοδικός τρόπος ζωής της Εκκλησίας εκδηλώνεται «εις πάσαν πράξιν κοινωνίας», αφού ολόκληρος η «Εκκλησία Θεωρείται ως μία διαρκής σύνοδος». Αυτό γίνεται μεταξύ των Επισκόπων, μεταξύ του Μητροπολίτου και των Επισκόπων που υπάγονται σε αυτόν, μεταξύ του Επισκόπου και του Πρεσβυτερίου, μεταξύ του Πρεσβυτερίου και των κληρικών και λαϊκών, που απαρτίζουν την τοπική εκκλησιαστική Κοινότητα και μεταξύ των λαϊκών. Η συνοδικώς θεωρούμενη ιεραρχικότητα της Εκκλησίας εκφράζεται και βιώνεται σε όλα τα επίπεδα της εκκλησιαστικής ζωής[38]. Ο συνοδικός τρόπος ζωής στην Εκκλησία γίνεται μέσα στην θεολογική έννοια της συνεργείας Θεού και ανθρώπων, αφού μέσα στην Εκκλησία ενεργεί το Άγιον Πνεύμα[39]. Η θεολογική έννοια της συνέργειας δηλώνει την ενέργεια του Θεού και τη συνεργεία του ανθρώπου, αφού τίποτε δεν μπορεί να γίνη χωρίς την ενέργεια του Θεού και την ελευθερία του ανθρώπου. Επομένως, η Συνοδικότητα δεν είναι ένας κατεστημένος θεσμός, αλλά η παρουσία του Αγίου Πνεύματος που εκφράζεται πλούσια εκεί που υπάρχει ανταπόκριση εκ μέρους των ανθρώπων. Αυτή η συνοδική δομή της Εκκλησίας εκφράζεται στις Συνόδους για την οριοθέτηση της πίστεως και τη θέσπιση των ιερών Κανόνων, στις εκλογές και χειροτονίες των Επισκόπων, ακόμη και στη διαχείριση των οικονομικών πραγμάτων κάθε Επισκοπής[40]. Από την εκκλησιαστική ιστορία διαφαίνεται ότι όπου καταργείται ο συνοδικός θεσμός, αυτό οφείλεται στην ανωριμότητα και την αμαρτωλότητα των κληρικών και των λαϊκών. Ο Επίσκοπος διοικεί αντισυνοδικώς, όταν χρησιμοποιή τον φόβο και όχι την αγάπη, την πειθαρχία και όχι την υπακοή. Τον ίδιο αντισυνοδικό τρόπο διοικήσεως μπορεί να ασκούν οι Πρεσβύτεροι στις ενορίες τους και οι ηγούμενοι στις Μονές τους. Η Συνοδικότητα ατονεί μεταξύ των μελών της Εκκλησίας όταν δημιουργούνται ομάδες και παρατάξεις μέσα στην Εκκλησία[41]. Ο «αντισυνοδισμός» δείχνει «εγωκεντρικήν και μη μεταμορφωθείσαν εν Χριστώ ζωήν». Αυτό σημαίνει ότι απαιτείται μετάνοια για την ενεργοποίηση του συνοδικού και ιεραρχικού πολιτεύματος της Εκκλησίας. «Απαιτείται μετάνοια και κατά Θεόν αλλοίωσις του έσω ανθρώπου, δια να καταστή δυνατή η υπ' αυτού βίωσις του μυστηρίου της Εκκλησίας εν αληθεία, ήτοι κατά τρόπον καθολικόν και συνοδικόν. Ο αγών των γρηγορούντων και θεολογικώς βιούντων το μυστήριον της Εκκλησίας είναι πάντοτε σαφής: Δια της μετανοίας συνοδική ζωή και διαχείρισις των της Εκκλησίας ζητημάτων»[42].
Ο Συνοδικός θεσμός δεν είναι μία εξωτερική τυπική διαδικασία, ένας σεβασμός των διαφόρων γνωμών και μία ανοικτή συζήτηση η έστω μία κοινή προσευχή, αλλά η λειτουργία των χαρισμάτων, όταν στηρίζονται στην εσωτερική ζωή της Εκκλησίας. Αυτό σημαίνει ότι ο συνοδικός θεσμός πρέπει να ενεργή ως ιεραρχική δομή της Εκκλησίας και αυτά τα δυο πρέπει να βρίσκονται σε συνάρτηση με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Αλλά και αυτά τα χαρίσματα δεν πρέπει να εννοηθούν ως εξωτερικά επιθέματα, αλλ’ ως μετοχή στην αγιαστική ενέργεια της Άγιας Τριάδος. Ο Απόστολος Παύλος στην προς Κολοσσαείς επιστολή του γράφει: «μετά χαράς ευχαριστούντες τω Θεώ και πατρί τω ικανώσαντι ημάς εις την μερίδα του κλήρου των Αγίων εν τω φωτί» (Κολοσσαείς α', 12). Ως μέλη της Εκκλησίας με το Άγιο Βάπτισμα και το Χρίσμα, με την μέθεξη της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, ελπίζουμε να συμμετάσχουμε στη μερίδα του κλήρου, των κληρονόμων των Αγίων μέσα στο άκτιστο Φως. Οι Άγιοι που είναι οι πραγματικοί κληρονόμοι, ανεξαρτήτως της διακονίας που έχουν μέσα στην Εκκλησία, ζουν μέσα στο Φως του Θεού.
Μέσα από αυτήν την Αποστολική φράση και όσα αναπτύχθηκαν πιο πάνω,
μπορώ να ομιλώ για τον συνοδικό θεσμό και το ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας ως
χαρισματικής καταστάσεως. Εάν υπάρχει μία εξωτερική διάρθρωση και διάταξη
διακονιών, χωρίς την μέθεξη αυτής της Χάριτος, ως καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, τότε είναι ένας εκκοσμικευμένος συνοδικός θεσμός, που μπορεί να παρατηρηθή και σε όλους τους ανθρώπινους οργανισμούς-θεσμούς
που δεν σώζει τον άνθρωπο. Σημειώσεις [1] Δημητράκου Δ., Μέγα λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης, τόμος 8ος, σελ. 6967, εκδοτικός οίκος Δημητράκου, Αθήναι 1952. [2] Ι. Χρυσοστόμου έργα, τόμ. 21, ΕΠΕ, σελ. 308-310. [3] Δημητράκου Δ., Λεξικόν, τόμος 4ος, ένθ. ανωτ. σελ. 3418. [4] Φιλοκαλία των Νηπτικών και ασκητικών, τόμ. 3 σελ. 232 και εξής, Πατερικαί εκδόσεις Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1986. [5] ένθ. ανωτ. σελ. 234-236. [6] ένθ. ανωτ. σελ. 336. [7] ένθ. ανωτ. σελ. 346. [8] Ιγνάτιου Θεοφόρου, Προς Εφεσίους, εις Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων, εκδ. Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, τόμ. 2, σελ. 265, Αθήναι 1955. [9] ένθ. ανωτ. σελ. 266. [10] ένθ. ανωτ. σελ. 270. [11] ένθ. ανωτ. σελ. 269. [12] ένθ. ανωτ. σελ. 271. [13] ένθ. ανωτ. σελ. 272. [14] ένθ. ανωτ. σελ. 273. [15] Βλέπε Μπρατσιώτου Π., Η Αποκάλυψις, σελ. 50-58, εν Αθήναις, εκδ. Χαραλ. Συνοδινού 1950. [16] Διονυσίου Αρεοπαγίτου, ένθ. ανωτ. σελ. 234-236. [17] Pg 56, 97-98. [18] Γρηγορίου Νύσσης, έργα 7, ΕΠΕ, σελ. 240. [19] Ένθ. ανωτ., σελ. 240. [20] Ένθ. ανωτ., σελ. 244-246. [21] Ένθ. ανωτ., σελ. 246-248. [22] Ένθ. ανωτ., σελ. 240-242. [23] Ένθ. ανωτ., σελ. 244. [24] Ένθ. ανωτ., σελ. 248. [25] ένθ. ανωτ. σελ. 250. [26] Ράλλη Ποτλή, τόμ. Β΄, σελ. 295 κ. εξής [27] Ένθ. ανωτ., σελ. 295-296. [28] Ένθ. ανωτ., σελ. 296. [29] Ένθ. ανωτ., σελ. 296. [30] Ένθ. ανωτ., σελ. 297. [31] Ένθ. ανωτ., σελ. 298. [32] Ένθ. ανωτ., σελ. 298-299. [33] Βλέπε Sc, 113, σελ. 238 και εξής [34] Ένθ. ανωτ., σελ. 238-240. [35] Ένθ. ανωτ., σελ. 240-242. [36] Βλέπε Καψάνη Γ., αρχιμ., Καθηγουμένου της ιεράς Μονής Όσιου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Η ποιμαντική διακονία κατά τους ιερούς Κανόνας, εκδ. Άθως, Πειραιεύς 1976, σελ. 113 και εξής. [37] Ένθ. ανωτ., σελ. 114. [38] Ένθ. ανωτ., σελ. 114-115. [39] Ένθ. ανωτ., σελ. 117. [40] Ένθ. ανωτ., σελ. 118 και εξής [41] Ένθ. ανωτ., σελ. 126-128. [42] Ένθ. ανωτ., σελ. 129. |
Δημιουργία αρχείου: 22-10-2009.
Τελευταία μορφοποίηση: 2-11-2024.