Προαίρεση και Ελεύθερη Βούληση. Τι έχει δείξει η Επιστήμη; * Πώς κινείται η ψυχή και πόσες είναι οι κινήσεις της * Διαίρεση και δυνάμεις τής ψυχής * Λόγος και νους * Κβαντική Φυσική και Ελεύθερη Βούληση
Προαίρεση μέρος 1ο Τι είναι Προαίρεση, Θέληση, Βουλή, Βούληση, Γνώμη και Φρόνηση "Προς Μαρίνον, τον οσιότατον Πρεσβύτερον" Αγίου Μαξίμου τού Ομολογητού Κείμενο - Μετάφραση
Πηγή Κειμένου: PG: 91. Πηγή Μετάφρασης: Μαξίμου τού Ομολογητού έργα, θεολογικά και πολεμικά, 15Α. Κείμενο - Μετάφραση - Σχόλια από τον Ιγνάτιο Σακαλή Φιλόλογο. |
|
Κείμενο | Μετάφραση |
1. Περί φυσικού θελήματος, ήγουν θελήσεως Θέλημα γαρ είναι φυσικόν, ήγουν θέλησιν, δύναμιν τού κατά φύσιν όντος ορεκτικήν· και τών ουσιωδώς τη φύσει προσόντων συνεκτικήν πάντων ιδιωμάτων. Τούτω γαρ συνεχομένη φυσικώς η ουσία, τού τε είναι και ζην και κινείσθαι κατ' αίσθησίν τε και νουν ορέγεται, τής οικείας εφιεμένη φυσικής και πλήρους οντότητος. Θελητική γαρ εαυτής, και τών όσα σύστασιν αυτής ποιείσθαι πέφυκε, καθέστηκεν η φύσις· τω τού είναι αυτής λόγω, καθ ον έστι τε και γέγονεν ορεκτικώς επηρτημένη. Διόπερ έτεροι τούτο το φυσικόν οριζόμενοι· θέλημά φασιν είναι, όρεξιν λογικήν τε και ζωτικήν· την δε προαίρεσιν, όρεξιν βουλευτικήν τών εφ' ημίν. Ουκ έστιν ουν προαίρεσις η θέλησις· είπερ η μεν θέλησις απλή τις όρεξίς εστι, λογική τε και ζωτική· η δε προαίρεσις, ορέξεως και βουλής και κρίσεως σύνοδος. Ορεγόμενοι γαρ πρότερον βουλευόμεθα· και βουλευσάμενοι, κρίνομεν· και κρίναντες, προαιρούμεθα τού χείρονος το δειχθέν εκ τής κρίσεως κρείττον· και η μεν, μόνον ήρτηται τών φυσικών· η δε, μόνων τών εφ' ημίν, και δι' ημών γίνεσθαι δυναμένων. Ουκ έστιν ουν θέλησις η προαίρεσις. |
1. Περί φυσικού Θελήματος, δηλαδή φυσικής Θελήσεως Φυσικό θέλημα, δηλαδή φυσική θέληση, λένε πως είναι η δύναμη που ορέγεται εκείνο που υπάρχει κατά φύση και που συνέχει όλα τα ιδιώματα που υπάρχουν ουσιωδώς στη φύση. Γιατί, συγκρατούμενη από αυτό η ουσία, επιθυμεί φυσικά να είναι και να ζει και να κινείται με την αίσθηση και το νου, επιθυμώντας τη φυσική και τέλεια οντότητά της. Γιατί η φύση θέλει τον εαυτό της και όσα αποτελούν τη σύστασή της, στηριγμένη επιθυμητικά στο λόγο του "είναι" της, σύμφωνα με τον οποίο υπάρχει κι έχει γίνει. Γι' αυτό ορίζοντας άλλοι τη φυσική αυτή επιθυμία, λένε πως θέλημα είναι όρεξη λογική και ζωτική, ενώ η προαίρεση όρεξη διασκεπτική για όσα μας αφορούν. Δεν είναι λοιπόν η θέληση προαίρεση, εφόσον η θέληση είναι απλή όρεξη λογική και ζωτική, ενώ η προαίρεση είναι συνεργασία όρεξης και σκέψης και κρίσης. Όταν δηλαδή επιθυμούμε, πρώτα σκεπτόμαστε, και αφού σκεφτούμε κρίνομε, κι αφού κρίνομε προτιμούμε από το χειρότερο αυτό που η κρίση μας έδειξε καλύτερο. Και η όρεξη εξαρτάται μόνο από τα φυσικά, ενώ η προαίρεση αναφέρεται σε όσα εξαρτώνται από εμάς και μπορεί να γίνουν από μας. Δεν είναι λοιπόν η προαίρεση θέληση. |
2. Περί βουλήσεως Αλλ' ούτε βούλησίς εστιν η προαίρεσις. Βούλησις μεν γαρ εστιν όρεξις φανταστική τών εφ' ημίν και ουκ εφ' ημίν· τουτέστι μόνη τη διανοία μορφουμένη. Η δε όρεξις φανταστική, μόνης εστί τής διανοητικής δυνάμεως άνευ τού βουλευτικού λόγου τών εφ' ημίν· ή ποια φυσική θέλησις. Η δε προαίρεσις, όρεξις βουλευτική τών εφ' ημίν πρακτών. Ήρκει μεν ουν και μόνος ο τής υπογραφής λόγος, δείξας την τούτων διαφοράν, παύσαι φιλονεικίας τους περιττώς φιλολογούντας· και τοις καλώς εγνωσμενοις, ουκ οιδ όπως ευφήμως ειπείν, σαφώς αντιλέγοντας. Επειδή δε ποθούσί πως οι φιλοπευστούντες δια πλειόνων επιστήναι τοις ζητουμένοις, ερούμεν και άλλως. Φασίν οι περί τούτων διειληφότες. Ου πάσιν οις αρμόζει το προαιρείσθαι, πάντως αρμόζειν και το βούλεσθαι. Βούλεσθαι μεν γαρ υγιαίνειν και πλουτείν και αθανατισθήναι φαμεν· προαιρείσθαι δε πλουτείν και υγιαίνειν και αθανατισθήναι, ου λέγομεν· επειδή η μεν βούλησις, και επί τών δυνατών και επί τών αδυνάτων εστίν· η δε προαίρεσις, επί μόνων δυνατών, και δι' ημών γενέσθαι δυναμένων. Και πάλιν, η μεν βούλησις, τού τέλους εστίν· η δε προαίρεσις, τών προς το τέλος. Τέλος ουν είναι φασι το βουλητόν· οίον, την υγίειαν· προς το τέλος, δε, το βουλευτόν· οίον, τον τής υγιείας τόπον. Την αυτήν ουν αναλογίαν ην έχει το βουλητόν προς το βουλευτόν, έχειν την βούλησίν φασι προς την προαίρεσιν· είπερ ταύτα μόνα προαιρούμεθα, α δι' ημών οιόμεθα δύνασθαι γενέσθαι. Βουλόμεθα δε και τα μη δι' ημών οία τε γενέσθαι. Δέδεικται τοίνυν, ως ουδέ βούλησίς εστιν η προαίρεσις· δειχθήσεται δε πάλιν, ως ούτε βούλευσίς εστιν ήγουν βουλή. |
2. Περί Βουλήσεως Αλλά η προαίρεση δεν είναι ούτε βούληση. Γιατί βούληση είναι φανταστική όρεξη εκείνων που εξαρτώνται και δεν εξαρτώνται από εμάς· δηλαδή διαμορφώνεται μόνο με τη διάνοια. Ενώ η όρεξη φαντάζεται μόνο τη διανοητική δύναμη, χωρίς διασκεπτικό λόγο όσων εξαρτώνται από εμάς, ή αλλιώς είναι κάποια φυσική θέληση. Η προαίρεση όμως είναι όρεξη διασκεπτική εκείνων που είναι στην εξουσία μας να πράττομε. Έφτανε λοιπόν και η περιγραφή μόνο, δείχνοντας τη διαφορά τους, να κάνει εκείνους που φιλολογούν περισσά να σταματήσουν τη φιλονεικία τους, και είναι σαφώς αντίθετοι στις ορθές αποφάσεις (δεν γνωρίζω πως να το πω ευγενικά). Επειδή όμως οι φιλοπερίεργοι ποθούν κατά κάποιο τρόπο να τους δοθούν περισσότερες εξηγήσεις για τα ζητήματα αυτά, θα μιλήσομε κι αλλιώς. Λένε όσοι έχουν ασχοληθεί και μιλήσει γι' αυτά, ότι σε όσους αρμόζει να προαιρώνται δεν αρμόζει οπωσδήποτε σε όλους και το να βούλονται. Λέμε δηλαδή ότι θέλομε να έχομε υγεία και να είμαστε πλούσιοι και αθάνατοι, δεν λέμε όμως ότι προαιρούμαστε να είμαστε πλούσιοι και υγιείς και αθάνατοι, επειδή η βούληση εκδηλώνεται στα δυνατά και στα αδύνατα, ενώ η προαίρεση μόνο σε όσα είναι δυνατά και μπορούν να γίνουν από μας. Και πάλι· η βούληση αναφέρεται στο τέλος, η προαίρεση σε όσα μας οδηγούν στο τέλος. Τέλος λοιπόν λένε πως είναι αυτό που θέλομε, όπως η υγεία· ενώ οδηγεί στο τέλος αυτό για το οποίο διασκεπτόμαστε, όπως ο τρόπος της υγείας. Την ίδια λοιπόν αναλογία που έχει το αντικείμενο της βούλησης προς το αντικείμενο της διάσκεψης λένε πως έχει η βούληση προς την προαίρεση, εφόσον προαιρούμαστε αυτά μονάχα, όσα νομίζομε ότι μπορούν να γίνουν από μας. Θέλομε όμως και όσα δεν μπορούν να γίνουν από μας. Αποδείξαμε λοιπόν ότι δεν είναι ούτε βούληση η προαίρεση, και θ’ αποδειχθεί πάλι ότι δεν είναι ούτε διάσκεψη, δηλαδή σκέψη. |
3. Περί βουλής ήγουν βουλεύσεως Την βουλήν ήγουν βούλευσιν είναί φασιν όρεξιν ζητητικήν περί τι τών εφ' ημίν πρακτών γινομένην. Προαιρετόν δε, το εκ τής βουλής κριθέν. Δήλον ουν εντεύθεν, ως η μεν βούλευσις, επί τοις έτι ζητουμένοις εστίν· η δε προαίρεσις, επί τοις ήδη προκεκριμένοις. Και δήλον, ουκ εκ μόνου τού ορισμού, αλλά και τής ετυμολογίας. Προαιρετόν γαρ εστι το έτερον προ ετέρου αιρετόν. Ουδείς δε προκρίνει τι, μη βουλευσάμενος· ουδέ αιρείται μη κρίνας. Ουκ έστιν ουν βουλή, τουτέστι βούλευσις, η προαίρεσις. |
3. Περί Βουλής, δηλαδή Βουλεύσεως Η σκέψη, δηλαδή η διάσκεψη, λένε πως είναι όρεξη που εκδηλώνεται κι εξετάζει κάτι από αυτά που μπορούμε να πράξομε, κι αυτό που κρίνει η σκέψη είναι το προαιρετό. Είναι λοιπόν από αυτό φανερό ότι η σκέψη (η βούλευση) γίνεται γι' αυτά που ακόμη αναζητούμε, ενώ η προαίρεση για όσα έχουν ήδη προκριθεί. Και γίνεται φανερό όχι μόνο από τον ορισμό αλλά κι από την ετυμολογία.2 Προαιρετό είναι εκείνο που εκλέγομε (αιρετό) πριν από κάποιο άλλο, και κανένας δεν προκρίνει κάτι, αν δεν σκεφτεί, ούτε διαλέγει, αν δεν κρίνει. Η προαίρεση λοιπόν δεν είναι σκέψη, δηλαδή διάσκεψη. |
4. Περί προαιρέσεως Προαίρεσιν είναι φασιν όρεξιν βουλευτικήν εφ' ημίν πρακτών. Μικτόν γαρ τι, και πολλοίς σύγκρατον η προαίρεσις· εξ ορέξεως και βουλής συγκειμένη και κρίσεως. Ουδέτερον γαρ τούτων υπάρχει καθ αυτό θεωρούμενον η προαίρεσις· ούτε γαρ μόνον όρεξις καθ αυτήν, ούτε βουλή, ούτε κρίσις· αλλά εκ τούτων σύγκρατος, καθώς ο καθ ημάς άνθρωπος εκ ψυχής και σώματος σύνθετος. Επειδή τότε προαίρεσις, και προαιρετόν γίνεται, το προκριθέν εκ τής βουλής, περί ού η προαίρεσις, όταν προσλάβη την όρεξιν. Αναγκαίως ουν η προαίρεσις περί ταύτά εστι μετά την κρίσιν, περί α η βουλή προ τής κρίσεως. Εκείνα γαρ προαιρούμεθα, περί ων βουλευόμεθα. |
4. Περί Προαιρέσεως Την προαίρεση ορίζουν ως όρεξη διασκεπτική για όσα εμείς μπορούμε να πράξομε. Γιατί η προαίρεση είναι κάτι μικτό και κράμα από πολλά, αποτελούμενη από όρεξη και σκέψη και κρίση. Κανένα από αυτά δηλαδή καθεαυτό δεν είναι η προαίρεση. Ούτε μόνο όρεξη καθεαυτή είναι ούτε σκέψη ούτε κρίση, αλλ' είναι ένα κράμα από αυτά, όπως η ανθρώπινη υπόστασή μας είναι σύνθετη από ψυχή και σώμα. Επειδή αυτό που προκρίθηκε από τη σκέψη, στο οποίο αναφέρεται η προαίρεση, τότε γίνεται προαίρεση και προαιρετό, όταν προσλάβει την όρεξη. Αναγκαστικά λοιπόν η προαίρεση σχετικά με αυτά εκδηλώνεται μετά την κρίση, για τα οποία λειτουργεί η σκέψη πριν από την κρίση. Εκείνα δηλαδή προαιρούμαστε, για τα οποία σκεπτόμαστε. |
5. Περί τίνων βουλευόμεθα Βουλευόμεθα δε περί τών εφ' ημίν και δι' ημών γίνεσθαι δυναμένων· και άδηλον εχόντων το τέλος. Το μεν ουν εφ' ημίν είρηται, επειδή περί τών πρακτών μόνον βουλευόμεθα. Ταύτα γαρ εφ' ημίν· ου γαρ περί τής αυθυποστάτου σοφίας. Ούτε γαρ περί Θεού, ούτε περί τών εξ ανάγκης και αεί ωσαύτως γινομένων· οίον τής κυκλικής τών χρόνων κινήσεως· ούτε περί τών ουκ αεί μεν όντων, αεί δε ομοίως γινομένων, οίον ανατολής ηλίου και δύσεως· ούτε περί τών φύσει μεν, ουκ αεί δε ομοίως γινομένων, αλλ' ως επί το πλείστον· οίον, περί τού πολιούσθαι τον εξηκοντούτην, ή γενειάσκειν τον εικοσαετή· ούτε περί τών φύσει μεν, άλλοτε δε άλλως αορίστως γινομένων· οίον περί όμβρων και αυχμών και χαλάζης. Δια ταύτα μεν το εφ' ημίν, είρηται· Το δε, δι' ημών γίνεσθαι δυναμένων· επειδήπερ ου περί πάντων ανθρώπων (τών ανθρωπίνων), ούτε περί παντός πράγματος βουλευόμεθα· αλλ' ουδέ περί πάντων τών εφ' ημίν, και δι' ημών γινομένων· αλλά δει προσκείσθαι, και άδηλον εχόντων το τέλος. Εάν γαρ ή φανερόν και ομολογούμενον, ουκ έτι περί αυτού βουλευόμεθα· καν εφ' ημίν, και δι' ημών γίνηται. Εδείχθη δε, ως ουδέ περί τού τέλους, αλλά περί τών προς το τέλος, η βουλή. Βουλεύομεθα γαρ ου πλουτήσαι· αλλ' όπως και δι' ων πλουτήσομεν. Και συντόμως ειπείν, περί τούτων μόνον βουλευόμεθα, ων η πράξις επίσης ενδέχεται· έστι δε επίσης ενδεχόμενον, ό αυτό τε δυνάμεθα, και το αντικείμενον αυτώ. Ει δε το έτερον μόνον τών αντικειμένων ηδυνάμεθα, τούτο μεν ην ομολογούμενον, ως αναμφίβολον· το δε αντικείμενον, αδύνατον. Οίον, άρτου και λίθου προκειμένων, ουδείς βουλεύεται ποίον ποιήσεται βρώμα· τού μεν ομολογουμένου· τού δε σαφώς όντος αδυνάτου. Ταύτα γουν προαιρούμεθα, τα επίσης ενδεχόμενα, περί ων και βουλευόμεθα. |
5. Για ποια σκεπτόμαστε Σκεπτόμαστε για όσα εξαρτώνται από εμάς και μπορούν να γίνουν από μας και που το τέλος τους δεν είναι φανερό. Το "εξαρτώνται από μάς" το είπαμε, επειδή σκεφτόμαστε μόνο για όσα μπορούμε να πράξομε. Γιατί αυτά είναι στην εξουσία μας. Δεν σκεφτόμαστε βέβαια για την αυτοϋπόσταση σοφία ούτε για τον Θεό ούτε για όσα γίνονται κατ’ ανάγκη και πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, όπως είναι η κυκλική κίνηση των χρόνων, ούτε για όσα δεν υπάρχουν αδιάκοπα, επαναλαμβάνονται όμως όμοια, όπως η ανατολή και η δύση του ηλίου, ούτε για όσα συμβαίνουν βέβαια μέσα στη φύση, όμως δεν γίνονται όμοια πάντοτε, αλλά τις περισσότερες φορές, όπως το να γίνονται άσπρα τα μαλλιά εκείνου που γίνεται εξήντα ετών, ή να βγάζει γένια οποίος μπαίνει στα είκοσι, ούτε για τα φυσικά φαινόμενα που γίνονται διαφορετικά και άτακτα σε διάφορους χρόνους, όπως είναι οι βροχές, οι ξηρασίες και το χαλάζι. Γι' αυτά λοιπόν έχει λεχθεί το: "είναι στην εξουσία μας", ενώ το: "που μπορούν να γίνουν από εμάς" λέγεται επειδή δεν σκεφτόμαστε για όλους τους ανθρώπους ούτε για όλα τα πράγματα, ούτε βέβαια και για όλα όσα είναι στην εξουσία μας και μπορούν να γίνουν από εμάς, αλλά πρέπει να είναι κοντά μας και να έχουν άδηλο τέλος. Αν δηλαδή είναι φανερό το πράγμα και το ομολογούμε δεν σκεφτόμαστε πλέον γι' αυτό, έστω κι αν είναι στην εξουσία μας και γίνεται από μας. Δείξαμε ακόμα ότι η σκέψη δεν εκδηλώνεται για το τέλος, αλλά για όσα συντελούν στο τέλος. Σκεφτόμαστε δηλαδή όχι να πλουτίσουμε, αλλά πώς και με τι. Και για να μιλήσομε με συντομία, σκεφτόμαστε μόνο για όσα η πράξη τους είναι ενδεχόμενη· ενδεχόμενο είναι επίσης αυτό που και το ίδιο μπορούμε να σκεφτούμε και το αντίθετό του. Αν δηλαδή δεν ήμαστε ικανοί και για τα δύο, δεν θα σκεφτόμαστε για τα δύο. Γιατί όσα ομολογούνται και είναι φανερά ή είναι αδύνατα και όχι ενδεχόμενα κανένας δεν τα σκέφτεται. Κι αν μπορούσαμε το ένα μονάχα από ένα ζεύγος αντίθετο, αυτό θα ήταν το ομολογούμενο, επειδή θα ήταν έξω από αμφιβολία, ενώ το αντίθετό του θα ήταν αδύνατο. Όταν για παράδειγμα βρίσκονται μπροστά μας ψωμί κι ένα λιθάρι, κανένας δεν εξετάζει ποιο να κάνει τροφή του· γιατί το ένα είναι ομολογούμενο, ενώ το άλλο είναι αναντίρρητα αδύνατο. Αυτά λοιπόν προαιρούμαστε, όσα είναι εξίσου ενδεχόμενα, και αυτά είναι εκείνα που σκεφτόμαστε. |
6. Περί γνώμης Αλλ' ούτε γνώμη τις εστιν η προαίρεσις, καν οι πολλοί τούτο προχείρως νομίζωσιν· αλλά γνώμης· είπερ την γνώμην είναι φασιν όρεξιν ενδιάθετον τών εφ' ημίν, εξ ης η προαίρεσις· ή διάθεσιν επί τοις εφ' ημίν ορεκτικώς βουλευθείσι. Διατεθείσα γαρ η όρεξις τοις κριθείσιν εκ τής βουλής, γνώμη γέγονε· μεθ ην, ή κυριώτερον ειπείν, εξ ης η προαίρεσις. Έξεως ουν προς ενέργειαν επέχει λόγον, η γνώμη προς την προαίρεσιν. |
6. Περί Γνώμης Ούτε βέβαια η προαίρεση είναι κάποια γνώμη, κι ας το πιστεύουν αυτό έτσι επιπόλαια οι πολλοί, αλλά αναφέρεται στη γνώμη, αν βέβαια δέχονται ότι η γνώμη είναι όρεξη ενδιάθετη για όσα εξαρτώνται από εμάς, από την οποία προέρχεται η προαίρεση, ή είναι διάθεση για όσα εξαρτημένα από εμάς σκεφτήκαμε, επειδή τα ορεγόμαστε. Γιατί όταν η όρεξη δεχθεί όσα έκρινε η σκέψη, γίνεται γνώμη, κι έπειτα από αυτήν, ή για να το πούμε πιο κυριολεκτικά, από την οποία προέρχεται η προαίρεση. Επομένως η γνώμη ως προς την προαίρεση έχει το λόγο τής έξης ως προς την ενέργεια. |
7. Περί εξουσίας Αλλ' ούτε εξουσία εστίν η προαίρεσις. Η μεν γαρ προαίρεσις, ως πολλάκις έφην, όρεξις εστι βουλευτική τών εφ' ημίν πρακτών· η δε εξουσία, κυριότης έννομος τών εφ' ημιν πρακτών· ή κυριότης ακώλυτος τής τών εφ' ημίν χρήσεως· ή όρεξις τών εφ' ημίν αδούλωτος. Ουκ έστιν ουν ταυτόν εξουσία και προαίρεσις· είπερ κατ' εξουσίαν μεν προαιρούμεθα· ουκ εξουσιάζομεν δε κατά προαίρεσιν· και η μεν επιλέγεται μόνον· η δε χράται τοις εφ' ημίν, και τοις επί τοις εφ' ημίν, ήγουν, προαιρέσει και κρίσει και βουλή. Κατ' εξουσίαν γαρ βουλευόμεθα, και κρίνομεν, και προαιρούμεθα, και ορμώμεν, και χρώμεθα τοις εφ' ημίν. |
7. Περί Εξουσίας Ούτε όμως και εξουσία είναι η προαίρεση. Γιατί η προαίρεση, όπως είπα πολλές φορές, είναι όρεξη που εξετάζει όσες πράξεις είναι στην εξουσία μας, η εξουσία πάλι είναι έννομη κυριότητα των πράξεων που είναι στην εξουσία μας, ή κυριότητα ακώλυτη να χρησιμοποιούμε όσα είναι στην εξουσία μας, ή όρεξη αδούλωτη για όσα είναι στην εξουσία μας. Δεν είναι λοιπόν το ίδιο εξουσία και προαίρεση, εφόσον είναι στην εξουσία μας να προαιρούμαστε, άλλα δεν εξουσιάζομε σύμφωνα με την προαίρεσή μας. Ακόμα, η προαίρεση κάνει μόνο την εκλογή, ενώ η άλλη χρησιμοποιεί όσα είναι στην εξουσία μας και όσα συντελούν σ’ αυτά, δηλαδή την προαίρεση, την κρίση και τη σκέψη. Σκεφτόμαστε δηλαδή επειδή έχομε την εξουσία γι' αυτό, και κρίνομε και προαιρούμαστε και ριχνόμαστε στην πράξη και χρησιμοποιούμε όσα είναι στην εξουσία μας. |
8. Περί δόξης Αλλ' ούτε δόξα τις εστιν ή προαίρεσις. Η μεν γαρ δόξα διττή· λογική τε, και άλογος· η δε προαίρεσις τρεπτή. Την μεν ουν άλογον δόξαν είναί φασιν, απλήν γνώσιν και πρόχειρον· ως όταν τις προφέρη δόξαν αλλοτρίαν, αγνοών την αυτής αιτίαν. Οίον, αθάνατον λέγων την ψυχήν, και μη διδούς αποδεικτικήν αιτίαν τής αθανασίας αυτής. Την δε λογικήν δόξαν, γνώσιν είναι λέγουσι, κατά αποπεράτωσιν τής διανοίας συνισταμένην· ως όταν τις λογισάμενός τι, και την αιτίαν αυτού επιστημονικώς αποδίδωσι. Διανοία γαρ εστιν, η διήκουσα και διαστηματικώς ενεργούσα, από προτάσεως αρχομένη μέχρι συμπεράσματος. Οίον, προτίθεταί τις δείξαι την ψυχήν αθάνατον, και λέγει· Επειδή αυτοκίνητος εστιν η ψυχή· το δε αυτοκίνητον, αεικίνητον· το δε αεικίνητον, αθάνατον· η ψυχή άρα αθάνατος. Ή πάλιν· Επειδή ασύνθετός εστιν η ψυχή· το δε ασύνθετον, αδιάλυτον· το δε αδιάλυτον, αθάνατον· η ψυχή άρα αθάνατος. Διανοίας γαρ ίδιον, το διανύειν τινά οδόν επί την τού πράγματος γνώσιν φέρουσαν· οδεύει δε από τών προτάσεων δια τών συλλογισμών επί τα συμπεράσματα, και ποιεί την λογικήν δόξαν. Και πάλιν, η μεν δόξα ου μόνον τών εφ' ημίν, αλλά και τών ουκ εφ' ημίν· η δε προαίρεσις, μόνον τών εφ' ημίν· και δόξαν μεν αληθή λέγομεν και ψευδή· προαίρεσιν δε, ου λέγομεν αληθή και ψευδή· αλλά καλήν και κακήν· και η μεν δόξα, τών καθόλου· η δε προαίρεσις, τών καθέκαστα· περί γαρ τών πρακτών η προαίρεσις· ταύτα γαρ τα καθέκαστα. Δια πλειόνων, ως οίμαι, φανερόν γέγονε, μη είναι δόξαν, την προαίρεσιν. Ει γαρ η μεν δόξα κατ' αποπεράτωσιν τής διανοίας συνισταμένη, γνώσίς εστιν· η δε προαίρεσις, όρεξις βουλευτική τών εφ' ημίν πρακτών, ουκ έστι τη δόξη ταυτόν η προαίρεσις. |
8. Περί Δόξης (Γνώμης) Ούτε όμως η προαίρεση είναι κάποια γνώμη. Γιατί η γνώμη είναι διπλή, λογική και άλογη, ενώ η προαίρεση μεταβάλλεται. Η άλογη λοιπόν γνώμη λένε πως είναι απλή κι επιπόλαιη γνώση, όπως όταν κάποιος λέγει τη γνώμη ενός άλλου αγνοώντας την αίτια της, όπως για παράδειγμα όταν λέγει την ψυχή αθάνατη χωρίς να δίνει την αίτια που αποδεικνύει την αθανασία της. Ενώ η λογική γνώμη λένε πως είναι γνώση έπειτα από ολοκληρωμένη διανοητική διαδικασία, όπως όταν κάποιος εξετάσει κάτι λογικά και διατυπώσει την αιτία του. Γιατί η διάνοια είναι εκείνη που διέρχεται μέσα από όλα και ενεργεί με διαστήματα, αρχίζοντας από μια πρόταση και καταλήγοντας σ’ ένα συμπέρασμα. Για παράδειγμα, προτίθεται κάποιος να δείξει την ψυχή αθάνατη και λέγει· επειδή η ψυχή κινείται από τον εαυτό της, κι ό,τι κινείται από τον εαυτό του είναι αεικίνητο, και το αεικίνητο είναι αθάνατο, άρα η ψυχή είναι αθάνατη. Ή πάλι, επειδή η ψυχή είναι ασύνθετη και το ασύνθετο είναι αδιάλυτο και το αδιάλυτο αθάνατο, άρα η ψυχή είναι αθάνατη. Γιατί χαρακτηριστικό γνώρισμα της διάνοιας είναι να διανύει κάποιο δρόμο που οδηγεί στη γνώση ενός πράγματος, και προχωρεί από τις προτάσεις με τους συλλογισμούς στα συμπεράσματα και σχηματίζει τη λογική γνώμη. Και πάλι, η γνώμη δεν είναι μόνο από όσα είναι στην εξουσία μας, άλλα κι από όσα δεν είναι στην εξουσία μας, ενώ η προαίρεση είναι από εκείνα που είναι στην εξουσία μας. Και γνώμη βέβαια διακρίνομε αληθινή και ψευδή, προαίρεση όμως δεν λέμε αληθινή και ψευδή, άλλα καλή και κακή. Επίσης η γνώμη είναι από τα καθόλου, ενώ η προαίρεση από τα καθέκαστα. Καθόσον η προαίρεση αναφέρεται σε όσα πράττονται γιατί αυτά είναι τα καθέκαστα. Έγινε φανερό, νομίζω, με πολλούς τρόπους, ότι η προαίρεση δεν είναι γνώμη. Γιατί, αν η γνώμη είναι γνώση που ολοκληρώνεται με διανοητική διαδικασία, ενώ η προαίρεση είναι όρεξη που διασκέπτεται για όσα πραττόμενα είναι στην εξουσία μας, τότε η προαίρεση δεν είναι το ίδιο με τη γνώμη. |
9. Περί φρονήματος, ήγουν φρονήσεως Αλλ' ούτε φρόνημα ήγουν φρόνησίς εστι η προαίρεσις. Είπερ την μεν φρόνησιν, όρεξιν θεωρητικήν λογικών και γνωστικών μαθημάτων φασίν· ή έξιν ανοίας τε και υπερνοίας αντίπαλον· την δε προαίρεσιν, ως διαφόρως αποδέδωκεν ο λόγος, όρεξιν βουλευτικήν τών εφ' ημίν. Γίνεσθαι δε την φρόνησίν φασι κατά τον τρόπον τούτον· οίον, την μεν πρώτην τού νου κίνησιν, νόησιν καλούσι· την δε περί τινος νόησιν, έννοιαν λέγουσι· ήτις επιμείνασα και τυπώσασα την ψυχήν προς το νοούμενον, ενθύμησις προσαγορεύεται· η δε ενθύμησις εν ταυτώ μείνασα, και εαυτήν βασανίσασα, φρόνησις ονομάζεται· η δε φρόνησις πλατυνθείσα, ποιεί τον διαλογισμόν· ενδιάθετον λόγον παρά τοις ταύτα δεινοίς ονομαζόμενον· ον υπογράφοντές φασι, κίνημα τής ψυχής είναι πληρέστατον εν τω διαλογιστικώ γινόμενον, άνευ τινός εκφωνήσεως· εξ ου τον προφορικόν λόγον φασί προϊέναι. Φρόνημα δε πάλιν είναι λέγουσι, την εκ τής φρονήσεως επιγινομένην τω φρονητικώ γνώσιν τού φρονηθέντος· φρόνησιν γαρ, και φρονητόν και φρονητικόν και φρόνημά φασι. Και φρόνησις μεν εστιν, η σχέσις· φρονητόν δε, το φρονούμενον· φρονητικόν, το φρονούν· και φρόνημα, η γενομένη εκ τής φρονήσεως τω φρονητικώ γνώσις τού φρονηθέντος πράγματος. Ει τοίνυν τούτο μεν ούτως· η δε προαίρεσις ουχ ούτως· άρα προαίρεσις ουκ έστι το φρόνημα. Δέδεικται τοίνυν, ως οίμαι, σαφώς, ουκ είναι ταυτόν αλλήλοις τα προταθέντα, κατά τους τούτο νομίζοντας. Ει δε φαίεν αλλήλοις πάντως είναι ταυτόν, δια το πάντων επίσης, ως γένος κατηγορείσθαι την όρεξιν, ήγουν την ορεκτικήν τής φύσεως δύναμιν· ειπάτωσαν αλλήλοις είναι ταυτόν και πάντα τα είδη, τα τε χερσαία, και πτηνά και ένυδρα, δια το πάντων επίσης ως γενικώτερον, κατηγορείσθαι γένος το ζώον, φρούδος αυτοίς η τού παντός γενήσεται διακόσμησις· πραγμάτων ουκ ούσα διαφόρων υπόστασις, αλλά μόνον ψιλών ονομάτων έκφανσις. |
9. Περί Φρονήματος, δηλαδή Φρονήσεως Αλλά η προαίρεση δεν είναι ούτε φρόνημα, δηλαδή φρόνηση, εφόσον βέβαια λένε ότι η φρόνηση είναι θεωρητική όρεξη λογικών και γνωστικών μαθημάτων, η ικανότητα που αντιπαλεύει την έλλειψη και την υπερβολή του νου, ενώ η προαίρεση, όπως διαφορετικά την όρισε ο λόγος, είναι όρεξη που εξετάζει όσα είναι στην εξουσία μας. Και λένε ότι η φρόνηση σχηματίζεται με τον εξής τρόπο. Για παράδειγμα την πρώτη κίνηση του νου την καλούν νόηση, ενώ τη νόηση για κάτι την λένε έννοια, η οποία, απομένοντας στην ψυχή και διαμορφώνοντας την ψυχή σύμφωνα με το νοούμενο, καλείται ενθύμηση. Η ενθύμηση πάλι παραμένοντας ίδια κι αυτοελεγχόμενη, ονομάζεται φρόνηση, και η φρόνηση αν διευρυνθεί κάνει το διαλογισμό, που οι δεινοί σ’ αυτά τον ονομάζουν ενδιάθετο λόγο, τον οποίο περιγράφοντάς τον, τον χαρακτηρίζουν ολοκληρωμένη λειτουργία της ψυχής που διεξάγεται στο συλλογιστικό μέρος της ψυχής χωρίς να εκφωνείται, και από τον οποίο λένε προέρχεται ο προφορικός λόγος. Φρόνημα πάλι λένε είναι η γνώση που αποκτά από τη φρόνηση αυτός που φρονεί για κάτι που φρονεί. Γιατί χρησιμοποιούν τις λέξεις φρόνηση και φρονητό και φρονητικός και φρόνημα. Και φρόνηση είναι η σχέση, φρονητό είναι αυτό που φρονούμε (το αντικείμενο της φρόνησης), φρονητικός αυτός που φρονεί (το υποκείμενο που φρονεί), και φρόνημα είναι η γνώση που αποκτά το υποκείμενο που φρονεί από τη φρόνηση για το αντικείμενό της. Αν λοιπόν είναι έτσι αυτά, και η προαίρεση δεν σημαίνει κάτι τέτοιο, άρα το φρόνημα δεν είναι προαίρεση. Φάνηκε λοιπόν, νομίζω, σαφώς ότι δεν είναι ίδια μεταξύ τους τα προτεθέντα, σύμφωνα με τους υποστηριχτές της άποψης. Κι αν ισχυριστούν ότι είναι οπωσδήποτε ίδια μεταξύ τους, επειδή όλα δέχονται ως κατηγορούμενό τους την όρεξη, δηλαδή την ορεκτική δύναμη της φύσης, επειδή είναι το γένος τους, ας υποστηρίξουν ότι είναι ίδια μεταξύ τους και όλα τα είδη τα χερσαία και τα φτερωτά και τα υδρόβια, επειδή σε όλα ως έννοια γενικότερη αποδίδεται ως κατηγορούμενο το γένος ζώο, και θα χάσουν από τα μάτια τους την ποικίλη διακόσμηση του παντός, αφού δεν θα είναι αυτό ένα υπαρκτό σύνολο από διάφορα πράγματα, αλλά μια φαινομενική σύνθεση κενών μόνο ονομάτων. |
10. Ότι κατά πάντα τρόπον ουκ έσται μετά την ανάστασιν εν το θέλημα τών αγίων προς αλλήλους και τον Θεόν, καν εν πάσι το θεληθέν, ως τινες λέγουσιν Ουκούν η προαίρεσις προσλαβούσα την επί τοις εφ' ημίν ορμήν τε και χρήσιν, πέρας τής κατ' όρεξιν, ημήν λογικής υπάρχει κινήσεως. Το γαρ φύσει λογικόν, δύναμιν έχον φυσικήν τον λογικήν όρεξιν, ην και θέλησιν τής νοεράς καλούσι ψυχής· ορέγεται και λογίζεται· και λογισάμενον βούλεται. Βούλησιν γαρ είναί φασιν, ου την απλώς φυσικήν, αλλά την ποιάν· τουτέστι, την περί τινος θέλησιν· και βουλόμενον ζητεί· και ζητούν σκέπτεται· και σκεπτόμενον βουλεύεται· και βουλευόμενον κρίνει· και κρίνον προαιρείται· και προαιρούμενον ορμά· και ορμών, κέχρηται· και χρώμενον παύεται τής ορεκτικής επ εκείνο κινήσεως. Ουδείς γαρ κέχρηται, μη πρότερον ορμήσας· και ουδείς ορμά, μη προαιρούμενος· και ουδείς προαιρείται, μη κρίνας· και ουδείς κρίνει, μη βουλευσάμενος· και ουδείς βουλεύεται, μη σκεψάμενος· και ουδείς σκέπτεται, μη ζητήσας· και ουδείς ζητεί, μη βουληθείς· και ουδείς βούλεται, μη λογισάμενος· και ουδείς λογίζεται, μη ορεγόμενος· και ουδείς λογικώς ορέγεται, μη υπάρχων φύσει λογικός. Λογικόν ουν φύσει ζώον υπάρχων ο άνθρωπος, ορεκτικός εστι, και λογιστικός, και βουλητικός, και ζητητικός, και σκεπτικός και προαιρετικός, και ορμητικός και χρηστικός. Ει δε μετά τών λοιπών και προαιρετικόν φύσει ζώον ο άνθρωπος· η δε προαίρεσις τών εφ' ημίν, και δι' ημών γίνεσθαι δυναμένων, και άδηλον εχόντων το τέλος εστίν· εφ' ημίν δε, και ο τών αρετών λόγος, τών κατά φύσιν δυνάμεων υπάρχων ενεργούμενος νόμος· και ο κατά παράχρησιν τών αυτών δυνάμεων τρόπος, τα παρά φύσιν πάθη παρυφιστών· άρα πας φύσει προαιρετικός, τών αντικειμένων επιδεκτικός τε και κριτικός. Ει δε τών αντικειμένων κριτικός, και προαιρετικός πάντως· ει δε προαιρετικός, ως υπ αυτώ κειμένης τής επ άμφω κινήσεως, ουκ άτρεπτος φύσει καθέστηκεν. Ουκούν επειδή τών αμφιβόλων εστίν, ως εφ' ημίν, ή τε βουλή και η κρίσις και η προαίρεσις, όταν ουκ έστι τα αμφίβολα, τής αυθυποστάτου πάσιν εμφανούς αληθείας δειχθείσης, προαίρεσις ουκ έστι δια τών μέσων και εφ' ημίν όντων κινουμένη πραγμάτων· ότι μηδέ κρίσις, αφορισμόν ποιουμένη τών αντικειμένων, ων το κρείττον ποιούμεθα προ τού χείρονος αιρετόν· ει δε τότε κατά τον νυν κρατούντα νόμον τής φύσεως, προαίρεσις ουκ έστι, πάσης απογενομένης τών όντων αμφιβολίας, όρεξις ενεργής έσται μόνη νοερά, τοις ούτω κατά φύσιν ορεκτικοίς· μόνης αφράστως επειλημμένη τής τού κατά φύσιν ορεκτού μυστικής απολαύσεως, προς ην έσχε δια τών απηριθμημένων την κίνησιν· ης ο κόρος εστίν, η επ άπειρον επίτασις αυτής τής τών απολαυόντων ορέξεως· εκάστου τοσούτον υπερφυώς μεθέξοντος, όσον επόθησε· και προς αυτό το φύσει ποθούμενον άμεσος συνανάκρασις. Ει δε όσον τις επόθησε, τοσούτον μεθέξει τού ποθουμένου· τω μεν τής φύσεως λόγω, μία δειχθήσεται πάντων η θέλησις· τω δε τής κινήσεως τρόπω, διάφορος. Ει δε τρόπω τω κατά την κίνησις ου μία πάντων ανθρώπων η θέλησις· ουδέποτε μία τού τε Θεού και τών σωζομένων, ως τισιν έδοξε, κατά πάντα τρόπον γενήσεται θέλησις· καν εν το θεληθέν εστι τω τε Θεώ και τοις αγίοις, η σωτηρία τών σωζομένων· σκοπός υπάρχουσα θείος, ως τέλος πάντων προεπινοηθέν τών αιώνων· περί ό, τών τε σωζομένων προς αλλήλους και Θεού τού σώζοντος, κατά την θέλησιν γενήσεται σύμβασις· όλου εν πάσι γενικώς, και το καθ έκαστον ιδικώς χωρήσαντος τού Θεού, τού τα πάντα πληρούντος τω μέτρω τής χάριτος· και εν πάσι πληρουμένου, μελών δίκην, κατά την αναλογίαν τής εν εκάστω πίστεως αυτώ συμφυείσιν. Ει γαρ τού μεν Θεού το θέλημα φύσει σωστικόν, το δε τών ανθρώπων φύσει σωζόμενον ταυτόν ουκ αν είη ποτέ το φύσει σώζον, και το φύσει σωζόμενον· καν εις αμφοτέρων σκοπός, η σωτηρία τών όλων καθέστηκεν· υπό μεν τού Θεού προβεβλημένη· υπό δε τών αγίων προηρημένη. Ει δε ταυτόν έσται και εν αριθμώ το τε θείον και το ανθρώπινον θέλημα, κατά τους λέγοντας, επειδή θελήματι πάντας ο Θεός υπέστησε τους αιώνας, έσται τω αυτώ θελήματι δημιουργός και ο τών αγίων χορός, είτε φυσικώ, είτε γνωμικώ· και απλώς, ω πεφύκασι προς το θείον ταυτίζεσθαι· όπερ άτοπον, και μόνης, ως οίμαι, ρεμβαζομένης έργον διανοίας εστιν. Εως γαρ αν μη πάντες δημιουργοί, ή μόνον απόστολοι, ή μόνον προφήται· και ούτοι πάλιν, ή Πέτρος μόνον, ή Μωσής μόνον· και ου μία, πολλαί δε παρά τω Θεώ και Πατρί μοναί τοις αγίοις εισί· τω τε κατά φύσιν αγαθώ θελήματι, το κατά μίμησιν προς αυτό κινηθέν ανθρώπινον, ποιότητι τε φυσική και ποσότητι είη ταυτόν, όπερ αμήχανον (πώς γαρ αν τω φύσει μεθεκτικώ, το φύσει μεθεκτόν είη ταυτόν;) μίαν γνώμην κατά πάντα τρόπον είναι τού τε Θεού και τού τών αγίων χορού, αδύνατον· καν, ως είπον, εν εστιν αμφοτέροις το θεληθέν, η σωτηρία τών όλων· περί ην τών θελημάτων η ένωσις.Αλλ, ως έοικεν, αγνοούτες οίος αυτοίς εξ ων λέγουσιν ατοπίας αναφύεται λόγος, ασκόπως εφ' α μη δει φέρεσθαι την σοφών αυτών συγχωρούσι διάνοιαν. Ει γαρ ουκ έστι θέλημα, οπωσούν νοούμενον ή λεγόμενον άσχετον, και το προς τι γένος ουκ έχον κατηγορούμενον· ποιότης εστίν, αλλ' ου τών καθ αυτά, ως εν ετέρω δηλαδή θεωρούμενον. Ει δε τών εν ετέρω θεωρουμένων εστί το θέλημα, συμβεβηκός πάντως εστίν· ει δε συμβεβηκός, ή ουσία; ή υποστάσεως έσται χαρακτηριστικόν (τούτων γαρ ουδέν μέσον εστί καθ αυτό θεωρούμενον, ήτοι μηδετέρων μετέχον, ή εξ αμφοίν σύνθετον)· και ει μεν ουσίας, μίαν τού τε Θεού και τών αγίων φύσιν κατηγορήσουσι· πάντων δια τού ενός θελήματος, την εις μίαν ουσίαν παθόντων συναίρεσιν. Το γαρ γενικώς τινων επίσης κατηγορούμενον, ουσίας, υφ' ην τελούσιν, υπάρχει δηλωτικόν. Ει δε υποστάσεως, μία πάντων έσται τού τε Θεού και τών αγίων υπόστασις, πάντων αλλήλοις εις ταυτόν συγχωνευθέντων. Το γαρ ιδικώς τινι καθ' υπόστασιν εμπεφυκός, άλλοις απαραλλάκτως ενθεωρούμενον, πάντας αλλήλοις συγχεί· και τον εκάστου τού, πώς είναι λόγον, ποιεί πάντελώς αδιάγνωστον. |
10. Ότι με κανένα απολύτως τρόπο δεν θα είναι μετά την ανάσταση ένα τα θέλημα των Αγίων μεταξύ τους και προς τον Θεό, έστω κι αν είναι ένα σε όλους εκείνο που θέλησαν, όπως λένε μερικοί Η προαίρεση λοιπόν, αφού προσέλαβε την ορμή και τη χρήση εκείνων που είναι στην εξουσία μας, είναι το πέρας της ορεκτικής λογικής κίνησής μας. Γιατί το φυσικό λογικό, επειδή έχει δύναμη φυσική και λογική όρεξη, που τη λένε και θέληση της νοερής ψυχής, ορέγεται και διαλογίζεται, κι αφού διαλογιστεί βούλεται. Γιατί βούληση λένε όχι την απλώς φυσική κίνηση, άλλα τη συγκεκριμένη, δηλαδή τη θέληση για κάτι. Κι όταν αρχίσει να βούλεται ζητά, και όταν ζητά σκέπτεται, κι όταν σκέπτεται εξετάζει, κι εξετάζοντας κρίνει, και κρίνοντας προαιρείται κάτι, και όταν προαιρείται ορμά, και ορμώντας σ’ αυτό το χρησιμοποιεί, και όταν το χρησιμοποιεί σταματά να κινείται προς αυτό ορεκτικά. Κανένας δηλαδή δε χρησιμοποιεί κάτι αν δεν κινηθεί πρωτύτερα προς αυτό· και κανένας δεν κινείται προς κάτι, αν δεν προαιρείται· και κανένας δεν προαιρείται, αν δεν έχει κρίνει· και κανένας δεν κρίνει, αν δεν εξετάσει· και κανένας δεν εξετάζει, αν δεν σκεφτεί· και κανένας δεν σκέπτεται, αν δεν επιζητήσει· και κανένας δεν επιζητεί, αν δεν θέλει· και κανένας δεν θέλει, αν δεν διαλογιστεί· και κανείς δεν διαλογίζεται, αν δεν ορέγεται· και κανένας δεν ορέγεται λογικά, αν δεν είναι λογικός από τη φύση του. Επειδή λοιπόν ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ζώο λογικό, γι' αυτό και ορέγεται και διαλογίζεται και θέλει και επιζητεί και σκέπτεται και προαιρείται και ορμά σε κάτι και χρησιμοποιεί αυτό. Κι αν εκτός από τα άλλα ο άνθρωπος είναι από τη φύση του και ζώο που προαιρείται και η προαίρεση είναι για όσα είναι στην εξουσία μας και μπορούν να γίνουν από μας κι έχουν το τέλος τους άδηλο, και είναι στην εξουσία μας κι ο λόγος των αρετών, που είναι ο ενεργούμενος νόμος των φυσικών δυνάμεων, όπως είναι (στην εξουσία μας) και ο τρόπος τής κακής χρήσης αυτών των δυνάμεων, που δίνει μια παρα-υπόσταση στα παραφύση πάθη, άρα καθένας που προαιρείται από τη φύση του είναι επιδεκτικός και κριτικός των αντιθέτων (επιδέχεται και διακρίνει τα αντίθετα). Κι αν ξεχωρίζει τα αντίθετα, οπωσδήποτε και προαιρείται· κι αν προαιρείται, επειδή είναι στην εξουσία του η κίνηση και προς τα δύο (αντίθετα), δεν είναι αμετάβλητος από τη φύση του. Επομένως, επειδή είναι από τα αμφίβολα, αφού είναι στην εξουσία μας και η σκέψη και η κρίση και η προαίρεση, αν δεν υπάρχουν τα αμφίβολα, με το να γίνει φανερή σ’ όλους η αυτοϋπόστατη αλήθεια, δεν υπάρχει προαίρεση που να λειτουργεί με τα πράγματα που είναι ενδιάμεσα και στην εξουσία μας, επειδή δεν υπάρχει ούτε κρίση που να κάνει τη διάκριση των αντιθέτων, από τα οποία προτιμούμε το καλύτερο αντί το χειρότερο. Κι αν τότε, σύμφωνα με το νόμο της φύσης που ισχύει τώρα, δεν υπάρχει προαίρεση, επειδή εξαφανίζεται κάθε διπλή εκδοχή των όντων, θα ισχύει μόνο ενεργής όρεξη νοερή, σ’ αυτούς που είναι έτσι ορεκτικοί από τη φύση τους, που με τρόπο άφραστο γίνεται μόνο με τη μυστική απόλαυση του κατά φύση ορεκτού, προς την οποία έχει κινηθεί με όσα απαριθμήθηκαν, και της οποίας απόλαυσης κόρος είναι η επίταση στο άπειρο της ίδιας της όρεξης εκείνων που την απολαμβάνουν (που ο καθένας θα μεθέξει με τρόπο υπερφυή τόσο, όσο έχει ποθήσει), και η άμεση συνανάμιξη με αυτό που κατά φύση ποθείται. Κι αν όσο κανένας πόθησε, τόσο θα μεθέξει αυτό που ποθεί, με το λόγο της φύσης θ’ αποδειχθεί μία θέληση όλων, ενώ με τον τρόπο της κίνησής τους παρουσιάζεται διαφορετική. Κι αν κατά τον τρόπο της κίνησής τους δεν είναι μία η θέληση των ανθρώπων, ποτέ δεν θα γίνει μία, όπως πίστεψαν μερικοί, με κανένα τρόπο η θέλησή του Θεού και εκείνων που σώζονται, έστω κι αν είναι κοινό στον Θεό και στους Αγίους το αντικείμενο της θέλησής τους, δηλαδή η σωτηρία εκείνων που σώζονται, που είναι θείος σκοπός, σαν κατάληξη όλων, που επινοήθηκε πριν από τους αιώνες, γύρω από το οποίο θα επιτευχθεί η σύμπτωση της θέλησης εκείνων που σώζονται μεταξύ τους και με τον Θεό που σώζει, οπότε θα εισχωρήσει όλος σε όλους γενικά και στον καθένα ιδιαίτερα ο Θεός, που με το μέτρο της χάριτός του γεμίζει τα πάντα3 και τα πάντα συμπληρώνουν αυτόν σα να ’ναι μέλη του, ενωμένα μαζί του κατά την αναλογία της πίστεως του καθενός. Αν δηλαδή το θέλημα του Θεού σώζει από τη φύση του και των ανθρώπων από τη φύση τους είναι να σώζονται, δεν θα ήταν ποτέ το ίδιο αυτό που από τη φύση του σώζει μ' εκείνο που από τη φύση του σώζεται, έστω κι αν είναι και των δύο κοινός ο σκοπός, η σωτηρία των όλων4, που ο Θεός την προβάλλει και οι Άγιοι την εκλέγουν με τη θέλησή τους. Κι αν είναι το ίδιο και ένα στον αριθμό το θείο και το ανθρώπινο θέλημα, σύμφωνα με εκείνους που υποστηρίζουν την άποψη ότι, επειδή ο Θεός με το θέλημά του θεμελίωσε όλους τους αιώνες, θα είναι δημιουργός με το ίδιο θέλημα, είτε φυσικό είτε γνωμικό, και ο χορός των Αγίων, και απλώς με αυτό που από τη φύση τους ταυτίζονται με το θείο, πράγμα που, νομίζω, είναι άτοπο κι έργο διάνοιας που πλανάται. Γιατί, εφόσον δεν είναι όλοι δημιουργοί, ή μόνο Απόστολοι ή μόνο Προφήτες5, και αυτοί πάλι δεν είναι ή μόνο Πέτρος ή μόνο Μωυσής, και δεν υπάρχει μονάχα μία αλλά πολλές διαμονές για τους Αγίους κοντά στον Θεό6 και Πατέρα, και με το φυσικό αγαθό θέλημα θα είναι το ίδιο στη φυσική ποιότητα και ποσότητα το ανθρώπινο θέλημα που λειτούργησε κατά μίμησή του, πράγμα που είναι αδύνατο (πώς δηλαδή θα είναι το ίδιο αυτό που από τη φύση του μετέχει μ’ αυτό που μετέχεται, το μεθεκτικό με το μεθεκτό;), είναι αδύνατο με κάθε τρόπο να είναι ίδια η γνώμη του Θεού και του χορού των Αγίων, έστω κι αν, όπως είπα, είναι ένα το αντικείμενο της θέλησης και των δύο, η σωτηρία όλων, γύρω από την οποία γίνεται η ένωση των θελημάτων. Αλλά, όπως φαίνεται, αγνοώντας τι λογής αντίφαση αναφύεται από το λεγόμενό τους, επιτρέπουν στη σκέψη τους να προχωρεί άσκοπα σ’ εκείνα που δεν πρέπει. Γιατί, αν δεν είναι θέλημα, άσχετο με ποιο τρόπο νοείται ή λέγεται, και δεν έχει ως κατηγορούμενό του το σχετικό γένος, είναι ποιότητα, αλλά όχι από τα καθεαυτά, ως θεωρούμενο δηλαδή σ’ ένα άλλο. Αν όμως το θέλημα είναι από εκείνα που θεωρούνται σε ένα άλλο, είναι οπωσδήποτε συμβεβηκός. Κι αν είναι συμβεβηκός, θα είναι χαρακτηριστικό είτε ουσίας είτε υπόστασης (γιατί σ’ αυτά δεν υπάρχει κανένα που να θεωρείται καθεαυτό ενδιάμεσο, δηλαδή που ούτε να μετέχει το ένα ή το άλλο ή να μην είναι σύνθετο από τα δύο). Κι αν είναι γνώρισμα ουσίας, θα αποδώσουν μία φύση στον Θεό και στους Αγίους, επειδή έπαθαν όλοι με το ένα θέλημα τη συναίρεση σε μία ουσία. Γιατί το γενικό κατηγορούμενο εξίσου σε κάποια, είναι δηλωτικό της ουσίας τους. Αν όμως είναι γνώρισμα υπόστασης, θα είναι μία η υπόσταση του Θεού και των Αγίων, επειδή έχουν συγχωνευθεί σε ένα όλοι μεταξύ τους. Ό,τι δηλαδή υπάρχει έμφυτο στην υπόσταση κάποιου, όταν αποδίδεται απαράλλαχτο σε άλλους, τους συγχέει όλους μεταξύ τους και κάνει εντελώς αδύνατη τη διάγνωση του λόγου της ύπαρξης του καθενός. |
Υποσημειώσεις 2. ΙΙΙ Ηθικά c 2. 3. Εφ. 1, 23. 4. Α΄ Τιμ. 2, 4. 5. Α׳ Κορινθίους 12, 29. 6. Ιωάννης 14, 2. |
Δημιουργία αρχείου: 8-1-2018.
Τελευταία μορφοποίηση: 16-10-2024.