Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Δογματικά και Επιστημονικά

Τι είναι Προαίρεση, Θέληση, Βουλή, Βούληση, Γνώμη και Φρόνηση. Αγίου Μαξίμου Ομολογητού * Πώς κινείται η ψυχή και πόσες είναι οι κινήσεις της * Διαίρεση και δυνάμεις τής ψυχής * Λόγος και νους * Κβαντική Φυσική και Ελεύθερη Βούληση

Προαίρεση μέρος 2ο

Προαίρεση και Ελεύθερη Βούληση:

Τι έχει δείξει πειραματικά η Επιστήμη;

Ξεκαθαρίζοντας μια σύγχυση

 

Πηγές: Χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα από: Μαριλένας Αβραάμ - Ρέπα: "Ελεύθερη Βούληση: Μήπως πρόκειται για αυταπάτη;", στο περιοδικό "Περισκόπιο τής Επιστήμης" Νο 428, Ιανουάριος 2018, σελ. 18-25. Και "Νευροεπιστήμη και Ελεύθερη Βούληση ετοιμάζονται να ακολουθήσουν διαφορετικούς δρόμους", στον ιστότοπο https://www.psychologynow.gr

 

 

Τα τελευταία χρόνια ακούμε συχνά κάποιους να μας λένε ότι δήθεν "η επιστήμη απέδειξε ότι δεν υπάρχει ελεύθερη βούληση", και ότι αυτό που νιώθουμε ως "ελευθερία" είναι μια ψευδαίσθηση, και κατά συνέπεια, όλα αυτά περί πίστεως, θείας ανταμοιβής ή τιμωρίας, και μελλοντικής ελπίδας τών δικαίων, είναι παραμύθια, που δήθεν αποδεδειγμένα έχουν αναιρεθεί από την επιστήμη. Πόσο αληθινό είναι όμως αυτό;

 

1. Τι δείχνει η προσωπική εμπειρία

Όλοι οι άνθρωποι που έχουν «σώας τας φρένας» είναι σε σημαντικό βαθμό αυτόβουλοι, μια διαπίστωση που επιβεβαιώνεται αενάως μέσα από την καθημερινή εμπειρία της λήψης αναρίθμητων αποφάσεων. Ζούμε απόλυτα βέβαιοι για την ύπαρξη ενός εαυτού -του δικού μας εαυτού- ο οποίος σκέπτεται και δρα συνειδητά και με δίκη του βούληση. Η διαισθητική αυτή παραδοχή αποκρυσταλλώνεται μέσα από την κοινωνική μας εμπειρία, προσδίδοντας «ηθικό βάρος» σε έννοιες, όπως είναι η ευθύνη, το χρέος, η αυτονομία, η αξιοπρέπεια, η επιβράβευση και η τιμωρία, όχι μόνο από τον νόμο, αλλά και από έναν Δημιουργό Θεό.

Το ζήτημα της «ελεύθερης βούλησης» βρίσκεται εδώ και χιλιετίες στο επίκεντρο του φιλοσοφικού στοχασμού, στο πλαίσιο του οποίου επιχειρείται η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η αποκαλουμένη «ελεύθερη βούληση» θα μπορούσε να ενυπάρχει μέσα σε ένα «νομοτελειακό» σύμπαν, το οποίο υπακούει σε μια γραμμική ακολουθία αιτίου και αποτελέσματος.

Σύμφωνα με μια πρώτη προσέγγιση, εκείνη του «αυστηρού/σκληρού» Ντετερμινισμού (Determinism), κάθε φυσική δράση, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπινων αποφάσεων και ενεργειών, απορρέει από μια αδιάσπαστη αλυσίδα προηγούμενων γεγονότων. Συνεπώς, η ανθρώπινη βούληση, ως λογικά ασύμβατη (Incompatibilism), δεν μπορεί να είναι πραγματικά ελεύθερη.

Αντίστροφα, οι θιασώτες της Ελευθεριοκρατίας (Libertarianism) τάσσονται υπέρ της «ελεύθερης βούλησης» και απορρίπτουν -σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό- την αιτιοκρατική αντίληψη. Τέλος, οι υποστηρικτές της Συμβατοκρατίας (Compatibilism) επιχειρούν να γεφυρώσουν το φιλοσοφικό αυτό χάσμα, αντιμετωπίζοντας την παραπάνω αντίφαση ως «ψευδοδίλημμα», υποστηρίζοντας πως αν δεν υφίστατο μια ορισμένη μορφή αιτιοκρατίας, η «ελεύθερη βούληση» δεν θα αποτελούσε ουσιαστική αιτία των ανθρώπινων αποφάσεων και ενεργειών.

Προικισμένοι με τη βιωματική αυτή βεβαιότητα, τείνουμε πολλές φορές να αγνοούμε τις κοσμικές νομοτελειακές αρχές, που διέπουν τη λειτουργία όλων των φυσικών σωμάτων μέσα στα στενά όρια του αιτίου και του αιτιατού. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Από τη στιγμή που αποτελούμε μέρος ενός ντετερμινιστικού σύμπαντος, είμαστε, τελικά, όσο «ελεύθεροι» νομίζουμε;

 

2. Τα πειράματα που αμφισβήτησαν την Ελεύθερη Βούληση

Στη δεκαετία του 1980, ο Αμερικανός επιστήμονας Benjamin Libet, σε μία πειραματική διαδικασία, επιχειρώντας να διερευνήσει το «νευρωνικό σημείο της βούλησης», ζήτησε από τα υποκείμενα του πειράματός του να πραγματοποιήσουν ορισμένες αυθόρμητες, εθελούσιες κινήσεις των χεριών τους, προσδιορίζοντας παράλληλα -με την πίεση ενός πλήκτρου το ακριβές χρονικό σημείο κατά το οποίο εμφανίστηκε η επιθυμία για κίνηση. Ένας ηλεκτρομυογράφος κατέγραφε την κινητική δραστηριότητα των συμμετεχόντων, ενώ ένας συνδεδεμένος ηλεκτροεγκεφαλογράφος απεικόνιζε την παράλληλη νευρωνική δραστηριότητα.

Αθροίζοντας και ερμηνεύοντας τα δεδομένα του πειράματος, ο Libet οδηγήθηκε τελικά σε μια απροσδόκητη ανακάλυψη: Η εγκεφαλική δραστηριοποίηση του κινητικού φλοιού φαινόταν να προηγείται συστηματικά της αναφοράς περί «συνειδητής απόφασης». Με άλλα λόγια, δεν ήταν η «ελεύθερη βούληση» εκείνη που προκαλούσε την κίνηση των άκρων, αλλά ο εγκέφαλος των εθελοντών, ο οποίος φερόταν σαν να έχει προ-αποφασίσει, ανεξάρτητα από τη συνειδητοποίηση ή μη της απόφασης αυτής (350 ms αργότερα).

Το συμπέρασμα του Libet ήταν ότι η απόφαση των συμμετεχόντων να κουνήσουν τα δάκτυλά τους, ήταν ασυνείδητη και ότι η υποκειμενική αίσθηση ότι είχαν κάνει αυτή την ενέργεια, γινόταν αντιληπτή αργότερα. Με άλλα λόγια, τα αποτελέσματα υποστήριζαν ότι, η ελεύθερη βούληση, όπως την ξέρουμε είναι μια ψευδαίσθηση. Εξάλλου, πώς μπορούν οι συνειδητές αποφάσεις μας να είναι πραγματικά ελεύθερες αν έρχονται αφού ο εγκέφαλος έχει προετοιμαστεί για αυτές;

Σε ένα σχετικό πείραμα, οι συμμετέχοντες, αφού μοιράστηκαν σε δύο διαφορετικές ομάδες, κλήθηκαν να συμπληρώσουν ορισμένα παζλ είτε «αγενών» είτε «ευγενών» λέξεων, αντίστοιχα. Όπως έδειξαν τα αποτελέσματα, οι εκπρόσωποι της «αγενούς ομάδας» ήταν περισσότερο πιθανό να επιδείξουν μεταγενέστερα διασπαστική και ανεπιθύμητη συμπεριφορά, χωρίς να έχουν συνειδητοποιήσει την επίδραση που ασκήθηκε πάνω τους από τις προηγούμενες πειραματικές παρεμβάσεις.

Άλλες ενδείξεις που θέτουν υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη της «ελεύθερης βούλησης» μπορούν να εντοπιστούν στο ψυχιατρικό και νευρολογικό επίπεδο, και ιδιαίτερα σε εκείνες τις παθολογικές καταστάσεις που αφορούν την ασυνείδητη δράση. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του συνδρόμου του «Ξένου Χεριού» (Alien Hand Syndrome, AHS). Στη συγκεκριμένη νευρολογική διαταραχή, ένα από τα άκρα του ασθενούς τείνει να επιτελεί φαινομενικά σκόπιμες κινήσεις, ανεξάρτητα όμως από την υποκειμενική βούληση του τελευταίου. Σύμφωνα με αυτοαναφορές, μέσα σε ένα κλίμα σύγχυσης και έκπληξης, οι πάσχοντες υποστηρίζουν πως αδυνατούν να ελέγξουν τις ακούσιες αυτές κινήσεις χωρίς την παρέμβαση του άλλου, «υγιούς» άκρου. Αλλά και στη νευροεκφυλιστική ασθένεια του Huntington παρατηρούνται επίσης, μεταξύ άλλων, ακούσιες, σπασμωδικές κινήσεις, γνωστές ως «χορείες». Τέλος, σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στη σχιζοφρένεια, αναφέρεται συχνά ένα υποκειμενικό αίσθημα ελέγχου του κέντρου των σκέψεων και του εαυτού από μια «εξωτερική» δύναμη.

Τα εν λόγω ευρήματα αναστάτωσαν την επιστημονική κοινότητα, ενθουσιάζοντας τους υπέρμαχους του «ντετερμινισμού» και προβληματίζοντας τους υπόλοιπους, συμπεριλαμβανομένων και των σκεπτικιστών.

Για πολλά χρόνια, διάφορες ερευνητικές ομάδες είχαν προσπαθήσει να βρουν ελαττώματα στην αρχική έρευνα του Libet. Έχει επισημανθεί, για παράδειγμα, ότι είναι αρκετά δύσκολο για τους ανθρώπους να αναφέρουν με ακρίβεια το χρόνο που πήραν τη συνειδητή απόφασή τους, καθώς και οι περιορισμένες δυνατότητες γενίκευσης των ευρημάτων σε ανώτερες διανοητικές λειτουργίες.

Επιπλέον, νεώτερα πειράματα και θεωρίες αμφισβήτησαν, ως έναν βαθμό, την αξιοπιστία της ασυνείδητης εγκεφαλικής δραστηριότητας ως «προβλεπτικού δείκτη» μιας επερχόμενης κινητικής ενέργειας.

Πρόσφατα Γερμανοί νευροεπιστήμονες ακολούθησαν μια διαφορετική προσέγγιση από την προηγούμενη μελέτη, χρησιμοποιώντας μια μορφή προσομοίωσης του εγκεφάλου σε υπολογιστή, για να δουν εάν οι συμμετέχοντες μπορούσαν να ακυρώσουν μία κίνηση τους, μετά την έναρξη της ασυνείδητης προπαρασκευαστικής εγκεφαλικής δραστηριότητας που προσδιορίστηκε από τον Libet. Αν μπορούσαν, θα ήταν ένα σημάδι ότι οι άνθρωποι μπορούν συνειδητά να παρέμβουν και να κηρύξουν «βέτο» στις διαδικασίες που η νευροεπιστήμη έχει προηγουμένως θεωρήσει αυτόματες και εκτός ελέγχου.

Η δουλειά των συμμετεχόντων ξεκίνησε αρκετά απλά: Έπρεπε να πιέσουν ένα πετάλι με το πόδι τους, όσο το δυνατόν γρηγορότερα κάθε φορά που έβλεπαν ένα πράσινο φως και να ακυρώσουν αυτή την κίνηση κάθε φορά που έβλεπαν ένα κόκκινο φως. Τα πράγματα έγιναν πιο περίπλοκα, όταν οι ερευνητές έβαλαν το κόκκινο φως κάτω από τον έλεγχο ενός υπολογιστή που παρακολουθούσε τα κύματα του εγκεφάλου των συμμετεχόντων.

Κάθε φορά που ο υπολογιστής εντόπιζε ενδείξεις της ασυνείδητης προπαρασκευαστικής δραστηριότητας του εγκεφάλου, ενεργοποιούσε το κόκκινο φως. Εάν αυτή η προπαρασκευαστική δραστηριότητα είναι πραγματικά ένα σήμα των δράσεων που είναι πέρα από συνειδητό έλεγχο, οι συμμετέχοντες θα πρέπει να ήταν ανίκανοι να ανταποκριθούν σε αυτά τα ξαφνικά κόκκινα φώτα. Στην πραγματικότητα, σε πολλές περιπτώσεις, οι συμμετέχοντες είχαν τη δυνατότητα να ακυρώσουν την ασυνείδητη προπαρασκευαστική εγκεφαλική δραστηριότητα και να σταματήσουν την κίνηση στα πόδια τους, πριν καν αρχίσει.

Όμως, υπήρχε ένα σημείο χωρίς επιστροφή: τα κόκκινα φώτα που εμφανίζονταν πολύ γρήγορα (λιγότερο από το 1/4 του δευτερολέπτου) στην αρχή μίας κίνησης του ποδιού, δεν μπορούσαν να ανασταλούν πλήρως. Απλά δεν υπήρχε χρόνος για το νέο σήμα ακύρωσης, να προσπεράσει την προηγούμενη εντολή κίνησης των ποδιών. Αλλά και πάλι, η θεμελιώδης αρχή, ισχύει. Τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν τουλάχιστον ότι σε κάποια δραστηριότητα όπως έχει προσδιοριστεί από τον Libet μπορεί, στην πραγματικότητα, να ασκηθεί βέτο από τη συνειδητή βούληση.

«Οι αποφάσεις ενός ατόμου δεν είναι στο έλεος των ασυνείδητων και αρχικών εγκεφαλικών κυμάτων», δήλωσε στο Δελτίο Τύπου της μελέτης ο επικεφαλής της έρευνας, Δρ.John-Dylan Haynes της Charité – Universitätsmedizin στο Βερολίνο. «Οι άνθρωποι βρίσκονται σε θέση να παρεμβαίνουν ενεργά στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και να διακόπτουν μία κίνηση. Παλαιότερα οι άνθρωποι είχαν χρησιμοποιήσει τα προπαρασκευαστικά σήματα του εγκεφάλου για να επιχειρηματολογήσουν εναντίον της ελεύθερης βούλησης. Η μελέτη μας δείχνει τώρα ότι η ελευθερία είναι πολύ λιγότερο περιορισμένη από ό,τι εθεωρείτο μέχρι σήμερα».

Αυτό το νέο εύρημα υποστηρίζεται σε ακόμη μία έρευνα από Γάλλους νευροεπιστήμονες που δημοσιεύθηκε το 2012 στο PNAS, η οποία επίσης αμφισβήτησε τον τρόπο που η εργασία του Libet ερμηνεύεται συνήθως. Αυτοί οι ερευνητές πιστεύουν ότι η υποτιθέμενη ασυνείδητη προπαρασκευαστική δραστηριότητα του εγκεφάλου που προσδιορίζεται από τον Libet, είναι μόνο μέρος μιας μάλλον τυχαίας ύφεσης και ροής υποβόσκουσας νευρωνικής δραστηριότητας και ότι οι κινήσεις αυτές συμβαίνουν όταν η δραστηριότητα αυτή ξεπεράσει ένα ορισμένο όριο. Με βάση αυτό, οι εκ προθέσεως κινήσεις των ανθρώπων θα πρέπει να είναι πιο γρήγορες όταν γίνονται σε μια στιγμή που απλά τυχαίνει να συμπίπτουν όταν η υποσυνείδητη ύφεση και η ροή της δραστηριότητας βρίσκονται σε ένα υψηλό σημείο.

Και αυτό είναι ακριβώς αυτό που βρήκε η γαλλική ομάδα. Καθώς πατούσαν επανειλημμένα ένα κουμπί με το δάχτυλό τους, μερικές φορές αυθόρμητα και άλλες φορές μετά από ένα τυχαίο ήχο, οι ερευνητές κατέγραψαν τα εγκεφαλικά κύματα των συμμετεχόντων. Διαπίστωσαν ότι οι συμμετέχοντές τους, ήταν πολύ πιο γρήγοροι στην ανταπόκριση στους ήχους όταν οι ήχοι συνέπιπταν ακριβώς τη στιγμή που η τυχαία υποβόσκουσα εγκεφαλική δραστηριότητα, κορυφωνόταν.

Και όπως και οι ομόλογοί τους στη Γερμανία, οι νευροεπιστήμονες λένε ότι η νέα εικόνα είναι πολύ πιο σύμφωνη με τη διαισθητική αίσθηση της ελεύθερης βούλησής μας. Όπως εξηγούν, όταν έχουμε σχηματίσει μια αόριστη πρόθεση να κινηθούμε, αυτή η πρόθεση τροφοδοτεί το υπόβαθρο ύφεσης και τη ροή της νευρικής δραστηριότητας. Όμως η συγκεκριμένη απόφαση να ενεργήσουμε πραγματοποιείται τελικά, μόνο όταν η νευρωνική δραστηριότητα ξεπεράσει ένα συγκεκριμένο όριο, με αποτέλεσμα η υποκειμενική μας αίσθηση ότι πήραμε αυτή την απόφαση, να συμπίπτει με αυτό το σημείο ή με μια σύντομη στιγμή αργότερα. «Όλο αυτό αφήνει ανέπαφη την κοινή μας λογική σε μεγάλο βαθμό», γράφουν.

Τελικά, και ο ίδιος ο Libet κατέφυγε μεταγενέστερα σε μια «μετριοπαθέστερη» ερμηνεία, υποστηρίζοντας πως, ακόμη κι αν στερούμαστε «ελεύθερης βούλησης» με τη συμβατική έννοια του όρου, διαθέτουμε κατά πάσα πιθανότητα «ελεύθερη άρνηση» ή «δικαίωμα βέτο», με άλλα λόγια μια μορφή αντίστασης στις υποδόριες εγκεφαλικές αποφάσεις, μέσω μιας εκούσιας ανασταλτικής εντολής.

 

3. Σύγχυση ορισμών

Ο όρος «ελεύθερη βούληση» αναφέρεται σε μια, φιλοσοφική, κατά κύριο λόγο, θέση, σύμφωνα με την οποία η συμπεριφορά ενός έλλογου όντος είναι αποτέλεσμα συνειδητής και αυτοπροσδιοριζόμενης επιλογής μεταξύ εναλλακτικών τρόπων δράσης, χωρίς αυτό να εξαναγκάζεται ή να υποκινείται (αποκλειστικά, τουλάχιστον) από άλλους, π.χ. φυσικούς ή μεταφυσικούς, «αιτιοκρατικούς» παράγοντες.

Σύμφωνα με τα ευρήματα των Andrew Monroe και Bertram Malle, οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την «ελεύθερη βούληση» ως μια έννοια που βασικώς εμπεριέχει τα στοιχεία της προσωπικής επιλογής, της ευθυγράμμισης με τις ατομικές επιθυμίες και της ανεξαρτησίας από τυχόν περιορισμούς. Επίσης, τα αποτελέσματα της έρευνας των Stillman, Sparks, και Baumeister υποδεικνύουν ως βασικά συστατικά της «ελεύθερης βούλησης» τον αυτοέλεγχο, τον ενσυνείδητο συλλογισμό και την εσωτερική ικανότητα για λήψη αποφάσεων.

Από την άλλη πλευρά, αρκετές μελέτες με ποικίλα δείγματα επισημαίνουν πως οι άνθρωποι τείνουν να διατηρούν μια ισχυρή εμπειρική ή διαισθητική πίστη στην ουσιαστική «ελευθερία της βούλησης», η οποία διαφοροποιείται μέχρις ενός σημείου από τις συμβατικές αρχές της φυσικής αιτιότητας. Σχετική και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η έρευνα του Nichols, που διεξήχθη το 2004. Στα πλαίσια του πειράματος, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες -παιδιά και ενήλικες να αποφανθούν σχετικά την αναγκαιότητα εμφάνισης δύο διακριτών γεγονότων. Η πρώτη περίπτωση αφορούσε ένα αμιγώς φυσικό συμβάν (πχ «Κατά πόσον το νερό που θερμαίνεται σε μια χύτρα πάνω από τη φωτιά θα "πρέπει" να βράσει, αν όλες οι συνθήκες παραμείνουν αμετάβλητες»). Η δεύτερη περίπτωση συνιστούσε ένα παράδειγμα ατομικής επιλογής (πχ «Αν η Μαρία ήθελε να επιλέξει μια συγκεκριμένη γεύση παγωτού ανεπηρέαστη από εξωτερικούς παράγοντες, θα "έπρεπε" εκείνη να διαλέξει τη βανίλια;»). Όπως ήταν αναμενόμενο, οι περισσότεροι συμμετέχοντες αποφαίνονταν υπέρ της φυσικής έναντι της ψυχολογικής αιτιοκρατίας.

Πολλοί ερευνητές ανάγουν την «ελεύθερη βούληση» στο λειτουργικό σύστημα του εγκεφάλου και περιορίζουν έτσι το εύρος της ελευθερίας στο πλαίσιο των νευρωνικών δραστηριοτήτων. Στα ίχνη αυτής της συλλογιστικής, όπως οι φυσικοί νόμοι κυβερνούν το σύμπαν με όρους αιτίου και αποτελέσματος, έτσι και η ανθρώπινη ύτταρξη, ως μέρος του κόσμου, υπακούει επίσης στην αιτιοκρατία, και άρα το αίσθημα της «ελεύθερης βούλησης» συνιστά μια απατηλή αίσθηση.

Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, η αναγωγή της «ελεύθερης βούλησης» στο βιολογικό, εγκεφαλικό υπόστρωμα δεν είναι απαραιτήτως απαγορευτική ή αφοριστική, αλλά συνιστά μάλλον μια περιγραφή του ίδιου φαινομένου σε ένα διαφορετικό επίπεδο ανάλυσης. Αντίθετα, άλλοι θεωρητικοί επισημαίνουν πως η ταύτιση των ψυχολογικών λειτουργιών, συμπεριλαμβανομένης της αυτοσυνείδησης και της «ελεύθερης βούλησης», με τον εγκέφαλο οδηγεί σε λογικές ασυνέπειες.

Από άλλους, ως ελεύθερη βούληση ορίζεται η δυνατότητα συνειδητής και αυτόβουλης επιλογής μεταξύ διαφορετικών εναλλακτικών "σχεδίων δράσης".

Σύμφωνα με τη θεωρία του «βέτο», μπορεί να μη διαθέτουμε «ελεύθερη βούληση», με την κλασική έννοια του όρου, αλλά διαθέτουμε «ελεύθερη άρνηση», γι' αυτό όπως είδαμε και ο ίδιος ο Libet, (αυτός που πρώτος αμφισβήτησε την ελεύθερη βούληση), υποστήριξε πως η παρατήρηση αυτή είναι σύμφωνη με τους μείζονες ηθικούς και θρησκευτικούς κανόνες και διδάγματα.

Αυτό όμως, θυμίζει έντονα την έννοια που δίνει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής στην Προαίρεση και όχι στη Βούληση!

"Προαιρετό είναι εκείνο που εκλέγομε (αιρετό) πριν από κάποιο άλλο" (Μαξίμου τού Ομολογητού "Προς Μαρίνον, τον οσιότατον Πρεσβύτερον" PG: 91).

 

4. Η ακρίβεια ορισμών τής Ορθόδοξης θεώρησης δίνει διέξοδο

Οι άγιοι τής Ορθόδοξης Εκκλησίας, έχουν εδώ και αιώνες αναλύσει αυτές τις έννοιες, με τέτοια ακρίβεια που θα τη ζήλευαν οι σημερινοί επιστήμονες τών ανωτέρω πειραμάτων χονδροειδούς ασάφειας εννοιών.

Αν και έχουμε ήδη παρουσιάσει σε άλλο άρθρο αναλυτικά, το ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΜΑ τών εννοιών αυτών, ας δούμε εδώ περιληπτικά, πώς ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, δίνει σαφείς ορισμούς στις συγκεχυμένες έννοιες τών συγχρόνων ερευνητών:

Φυσικό θέλημα ή φυσική θέληση: Είναι η δύναμη που ορέγεται εκείνο που υπάρχει κατά φύση και που συνέχει όλα τα ιδιώματα που υπάρχουν ουσιωδώς στη φύση.

Όρεξη: Είναι η φυσική θέληση. Είναι η φαντασία τής διανοητικής δύναμης, χωρίς βουλευτικό λόγο όσων εξαρτώνται από εμάς.

Βούληση: Είναι φανταστική όρεξη, τόσο εκείνων που εξαρτώνται, όσο και εκείνων που δεν εξαρτώνται από εμάς, και διαμορφώνεται μόνο με τη διάνοια.

Βουλή: Είναι η διάσκεψη, η όρεξη που εκδηλώνεται κι εξετάζει κάτι από αυτά που μπορούμε να πράξουμε.

Προαιρετό: (προ-αιρετό = προ-επιλεγμένο). Αυτό που κρίνει και επιλέγει η βουλή μας διασκεπτόμενη, μπροστά από κάποιο άλλο.

Γνώμη: Είναι η αποδοχή από την όρεξη, όσων προέκρινε η βούληση.

Προαίρεση: Είναι κάτι μικτό και κράμα από πολλά, αποτελούμενη από όρεξη και σκέψη και κρίση. Κανένα από αυτά δηλαδή καθεαυτό δεν είναι η προαίρεση. Ούτε μόνο όρεξη καθεαυτή είναι ούτε σκέψη ούτε κρίση, αλλά είναι ένα κράμα από αυτά. Επειδή αυτό που προκρίθηκε από τη σκέψη, στο οποίο αναφέρεται η προαίρεση, τότε γίνεται προαίρεση και προαιρετό, όταν προσλάβει την όρεξη.

Από τα παραπάνω, φαίνεται ότι αυτό που οι σοβαρότεροι εκ τών ανωτέρω ερευνητών, αποκαλούν "βούληση", δηλαδή ο "διακόπτης" επιλογής, τελικά αντιστοιχεί στην προαίρεση, και όχι στη βούληση, καθώς η βούληση, είναι η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ αυτής τής επιλογής.

Δεν είναι τυχαίο, που οι άγιοι τής Εκκλησίας μιλάνε για "καλή ή κακή προαίρεση", ως το καθοριστικό στοιχείο τής τελικής κρίσης τών ανθρώπων από τον Θεό. Αυτό τον "διακόπτη" που οι σημερινοί επιστήμονες μέσω πειραμάτων, ανακαλύπτουν εσχάτως, και τον αποκαλούν "βούληση", και συμφωνούν πλέον ότι αυτός ο "διακόπτης" όντως είναι ελεύθερος να επιλέξει, αυτόν τον ίδιο "διακόπτη", η Εκκλησία εδώ και αιώνες, το ονομάζει "προαίρεση", και φυσικά ανέκαθεν τον χαρακτηρίζει ελεύθερο.

Κάθε φορά λοιπόν, που κάποιος ισχυρισθεί ότι δήθεν "η επιστήμη απέδειξε την πλάνη τής ελεύθερης βούλησης", ας τον κατατοπίσουμε για τα πραγματικά συμπεράσματα τών πειραμάτων αυτών, και ας  του εξηγήσουμε τη σωστή έννοια τών όρων αυτών, τών ξεκαθαρισμένων από τους αγίους τής Εκκλησίας μας, εδώ και αιώνες!

Γ. Κ.

Δημιουργία αρχείου: 15-2-2018.

Τελευταία μορφοποίηση: 24-11-2018.

ΕΠΑΝΩ