Περί της αγωγής των παιδιών // Ο π. Παϊσιος για την παιδεία // Η ωφέλεια τής Νηστείας Περί τής Άννας ομιλία Α: 1ο Μέρος // Το "ποιος" και το "πώς" στη δημιουργία // 2ο Μέρος τής ομιλίας: Η κτίση και η συνείδηση: Οι δύο άφωνοι δάσκαλοι Θεογνωσίας
Περί τής Άννας Ομιλία Πρώτη 3ο Μέρος Ο τρίτος δάσκαλος Θεογνωσίας Ο από Θεού δίκαιος πατέρας Αγίου Ιωάννη τού Χρυσοστόμου
Πηγή: "Ιωάννου τού Χρυσοστόμου έργα". Κείμενον Μετάφρασις. Τόμος Έβδομος Ερμηνευτικά Β. Εκδόσεις "Ο Λόγος" Αθήνα 1972. (Στην οποία στηρίξαμε κυρίως και τη μετάφραση). |
|
Κείμενο | Μετάφραση |
Γ΄ ... Μετά δε τούτων των δύο και τρίτον ημίν διδάσκαλον εδείκνυ προστεθέντα παρά της του Θεού κηδεμονίας ο λόγος, ουκέτι άφωνον, καθάπερ τους προτέρους, αλλά λόγω, και παραινέσει, και συμβουλή ρυθμίζοντα ημών την γνώμην. Τις δε ούτος εστιν; Ο συγκεκληρωμένος εκάστω πατήρ. Δια γαρ τούτο φιλείσθαι παρά των γεννησάντων ημάς κατεσκεύασεν ο Θεός, ίνα παιδευτάς έχωμεν της αρετής. Ου γαρ το σπείραι ποιεί πατέρα μόνον, αλλά το παιδεύσαι καλώς· ουδέ το κυήσαι μητέρα εργάζεται, αλλά το θρέψαι καλώς. Και ότι τούτο εστίν αληθές, και ουχ η φύσις, αλλ' η αρετή ποιεί πατέρας, αυτοί συνομολογήσαιεν αν ημίν οι γονείς. Τους γουν υιούς τους εαυτών πολλάκις, επειδάν φαύλους ίδωσι γενομένους, και εις πονηρίαν αποσκιρτήσαντας, της συγγενείας της εαυτών εκκόπτουσιν, αποκηρύττοντες, ετέρους ποιούντες υιούς ουδαμόθεν αυτοίς πολλάκις προσήκοντας. Αρά τι τούτου γένοιτ' αν παραδοξότερον, όταν ους μεν εγέννησαν εκβάλλωσιν, ους δε ουκ εγέννησαν εισάγωσιν; Ουχ απλώς ημίν ταύτα είρηται, αλλ' ίνα μάθης, ότι προαίρεσις φύσεως δυνατωτέρα, και αυτή μάλλον εκείνης και υιούς και πατέρας ποιείν είωθε. Και τούτο δε της του Θεού κηδεμονίας έργον εγένετο, το μήτε γυμνούς της φυσικής διαθέσεως αφείναι γενέσθαι τους παίδας, μήτε το παν επιτρέψαι πάλιν εκείνη. Ει μεν γαρ μηδ' όλως έμελλον φιλείν τους εαυτών υιούς οι γονείς ανάγκη κινούμενοι φυσική, αλλ' από των τρόπων, και των κατορθωμάτων μόνον, πολλούς αν είδες έξω της πατρώας οικίας γινόμενους δια την οικείαν ολιγωρίαν, και διασπώμενον ημών το γένος. Πάλιν ει το παν επέτρεψε τη τυραννίδι της φύσεως, και μηδέ πονηρούς όντας μισείν αφήκεν, αλλά και υβριζόμενοι και μυρία πάσχοντες παρ' αυτών οι πατέρες δεινά, δια την της φύσεως ανάγκην έμενον θεραπεύοντες υβρίζοντας και εμπαροινούντας αυτοίς τους παίδας, εις έσχατον αν κακίας το γένος ημίν εξώλισθεν. Ει γαρ νυν ου το παν έχοντες τη φύσει θαρρείν οι παίδες, αλλ' ειδότες ότι πολλοί γενόμενοι φαύλοι, και της οικίας, και της ουσίας εξέπεσον της πατρικής, όμως πολλαχού τω των γονέων φίλτρω θαρρούντες ενυβρίζουσιν εις τους τεκόντας· ει μη συνεχώρησεν αυτοίς ο Θεός και αγανακτείν, και επεξιέναι, και κακούς γινόμενους εκβάλλειν τους παίδας, πού πονηρίας αν έστησαν; Δια ταύτα και τη της φύσεως ανάγκη, και τω των παιδίων τρόπω το φίλτρον ενεπίστευσε των γονέων ο Θεός, ίνα και αμαρτάνουσι σύμμετρα συγγινώσκωσι τοις παισί, της φύσεως αυτούς επί τούτο παρακαλούσης, και πονηρούς γινόμενους και ανίατα νοσούντας μη παιδοτριβώσιν επί κακίαν τη πονηρία, της φύσεως πάλιν ελεγχούσης και δυναμένης αναγκάσαι και φαύλους γενομένους θεραπεύειν τους παϊδας. Πόσης ταύτα προνοίας, είπε μοι, και το κελεύσαι δε φιλείν, και το μέτρον επιθείναι τω φίλτρω, και τα πάλιν αμοιβήν ορίσαι τη καλή παιδοτροφία; Ότι γαρ αμοιβή κείται, και ουκ ανδράσι μόνον, αλλά και γυναιξίν, άκουσον πώς πολλαχού και ταύταις και περί τούτων η Γραφή διαλέγεται, και ουχ ήττον ταύταις, ή τοις ανδράσιν. Ειπών γαρ ο Παύλος, «Η δε γυνή εξαπατηθείσα εν παραβάσει γέγονεν», επήγαγε· «Σωθήσεται δε δια της τεκνογονίας» (Α' Τιμ. 2, 14, 15). Ο δε λέγει, τοιούτον εστίν· Αλγείς, φησίν, ότι σε η πρώτη γυνή εις ωδίνας και πόνους ενέβαλε και κύησιν μακράν; Αλλά μη δυσχεράνης· ου γαρ τοσούτον επηρεάσθης από των ωδινων, και των πόνων, όσον κερδαίνεις, εάν θέλης, από της παιδοτροφίας πρόφασιν λαμβάνουσα κατορθωμάτων. Τα γαρ παιδία τα τικτόμενα, αν της προσηκούσης απολαύη θεραπείας, και εις αρετήν ενάγηται παρά της σης προνοίας, πολλής σοι σωτηρίας αφορμή και πρόφασις γίνεται, και προς τοις οικείοις κατορθώμασι, και της περί ταύτα θεραπείας πολλήν απολήψη την αμοιβήν. Δ΄. Και ίνα μάθης, ότι ου το τεκείν ποιεί μητέρα, ουδέ τούτω κείται μισθός, και αλλαχού μεν χήρα διαλεγόμενος ο Παύλος ούτως είπεν, «Ει ετεκνοτρόφησε» (Α' Τιμ. 5, 10)' και ουκ είπεν, ει ετεκνοποίησεν, αλλ' «Ει ετεκνοτρόφησε». Το μεν γαρ της φύσεως, το δε της προαιρέσεως εστί. Και δια τούτο και ενταύθα ειπών, «Σωθήσεται δια της τεκνογονίας», ουκ έστη μέχρι τούτου, αλλά δείξαι βουλόμενος, ότι ου το γεννήσαι τέκνα, αλλά το θρέψαι τέκνα καλώς, τούτο ημίν φέρει τον μισθόν, επήγαγεν· «Εάν επιμείνωσι τη πίστει, και τη αγάπη, και τω αγιασμώ μετά σωφροσύνης» (Α' Τιμ. 2, 15). Ο δε λέγει, τούτό εστί· Τότε λήψη πολύν τον μισθόν, εάν οι γεννηθέντες παίδες επιμείνωσι τη πίστει και τη αγάπη και τω αγιασμώ. Αν τοίνυν αυτούς εις ταύτα ενάγης, αν παρακαλής, αν διδάξης, αν συμβουλεύσης, τής επιμελείας ταύτης κείσεταί σοι παρά του Θεού πολλή η αμοιβή. Μη τοίνυν αλλότριον αυτών είναι νομιζέτωσαν αι γυναίκες το και θηλειών και αρρένων επιμελείσθαι. Ου γαρ διέκρινεν ενταύθα το γένος, αλλά και εκεί απλώς είπεν, «Ει ετεκνοτρόφησε», και ενταύθα, «Εάν επιμείνωσι τη πίστει, και τη αγάπη, και τω αγιασμώ». Ώστε αμφοτέρων ημίν επιμελητέον των παιδίων, και μάλιστα ταις γυναιξίν, όσω και τα πλείονα οίκοι κάθηνται. Τους μεν γαρ άνδρας και αποδημίαι, και αι της αγοράς φροντίδες, και τα της πόλεως πράγματα περιέλκουσι πολλάκις· η δε γυνή πάσης τοιαύτης φροντίδος ατέλειαν έχουσα, ευκολώτερον δύναντ' αν των τεχθέντων επιμελείσθαι, πολλής απολαύουσα της σχολής. Ούτως αι παλαιαί εποίουν γυναίκες· ου γαρ ανδράσι μόνον, αλλά και γυναιξίν αναγκαίον τούτο το όφλημα· λέγω δε το των οικείων προνοείσθαι παίδων, και εις φιλοσοφίαν αυτούς ενάγειν. Και ότι τούτο εστίν αληθές, αρχαίαν τινά Ιστορίαν υμίν διηγήσομαι:Άννα τις εγένετο παρά τοις Ιουδαίοις γυνή. Αυτή η Άννα πολύν ενόσησεν απαιδίας χρόνον, και το δη χαλεπώτερον, ότι η αντίζηλος αυτής παίδων ην μήτηρ πολλών. Ίστε δε ως τη φύσει και καθ' εαυτό το πράγμα αφόρητόν εστί ταις γυναιξίν· όταν δε και αντίζηλος προσή παίδας έχουσα, πολλώ χαλεπώτερον γίνεται· εν γαρ τη της γυναικός εκείνης ευπραγία την οικείαν ακριβέστερον καταμανθάνει συμφοράν καθάπερ ουν και οι πενία συζώντες εσχάτη, τότε οδυνώνται μειζόνως, όταν εννοήσωσι τους πλουτούντας. Και ου τούτο μόνον ην το δεινόν, ότι παίδας αυτή μεν ουκ είχεν, εκείνη δε είχεν, αλλ' ότι και αντίζηλος ην, και ουχ ότι αντίζηλος ην μόνον, αλλ' ότι παρώργιζεν αυτήν δια το εξουθενείν αυτήν. Ο δε Θεός ταύτα πάντα ορών ηνείχετο, και «Ουκ έδωκεν αυτή Κύριος», φησί, «παιδίον κατά την θλίψιν αυτής, και κατά την αθυμίαν της ψυχής αυτής» (Α' Βασ. 1, 6). Τι εστί, «Κατά την θλίψιν αυτής;» Ουκέστιν ειπείν, φησίν, ότι πράως ορών φέρουσαν την συμφοράν, επείχεν αυτής την τόκον, αλλά καίτοι διακοπτομένην ορών, οδυνωμένην, θλιβομένην, ουκ έλυσε την αθυμίαν, έτερόν τι πολλώ μείζον οικονόμων. Ταύτα μη παρέργως ακούωμεν, αλλά και εντεύθεν μάθωμεν μεγίστην φιλοσοφίαν, και επειδάν δεινώ τίνι περιπέσωμεν, καν αλγώμεν, καν οδυρώμεθα, καν αφόρητον ημίν είναι δοκή το κακόν, μη σπεύδωμεν, μηδέ αλύωμεν, αλλ' αναμένωμεν του Θεού την πρόνοιαν. Εκείνος γαρ οίδε σαφώς πότε δει λύσαι το ποιούν την αθυμίαν ημίν· όπερ ουν και επί ταύτης συνέβη. Ου γαρ μισών αυτήν, ουδέ αποστρεφόμενος ο Θεός απέκλεισεν αυτής την μήτραν, αλλ' ίνα ημίν ανοίξη τας θύρας της φιλοσοφίας της εν τη γυναικί, και τον πλούτον αυτής της πίστεως κατίδωμεν, και γνώμεν ότι λαμπροτέραν αυτήν εκ τούτου ειργάζετο. Άκουε δε και τα εξής. «Και ούτως εποίει», φησίν, «ενιαυτόν κατ' ενιαυτόν από ικανού, εν τω αναβαίνειν αυτήν εις οίκον Κυρίου. Και ηθύμει, και έκλαιε, και ουκ ήσθιεν» (Α' Βασ. 1, 7). Επιτεταμένη η οδύνη, πολύ το μήκος της λύπης, ου δύο και τρεις ημέραι, ουδέ είκοσι και εκατόν, ουδέ χίλιαι και δις τοσαύται· αλλ', εξ ικανού, φησίν, έτη πολλά λυπουμένη και οδυνωμένη ην η γυνή· τούτο γαρ εστί το, «Από ικανού»· και όμως ουκ απεδυσπέτησεν, ουδέ ήλεγξεν αυτής την φιλοσοφίαν του χρόνου το μήκος, ουδέ τα ονείδη και αι λοιδορίαι της αντιζήλου, αλλ' ηύχετο συνεχώς και ικέτευε· και το δη μείζον απάντων, και ό μάλιστα δείκνυσιν αυτής τον περί τον Θεόν πόθον, ότι ουχ απλώς αυτό τούτο το πάιδίον κτήσασθαι επεθύμει, αλλά καρπάν αναθείναι τω Θεώ, και της οικείας γαστρός απάρξασθαι, και της καλής ταύτης υποσχέσεως λαβείν τον μισθόν. Πόθεν τούτο δήλον; Εκ των μετά ταύτα ρημάτων. Ίστε γαρ δήπου πάντες, ότι ταις γυναιξί δια τους άνδρας μάλιστα αφόρητον η απαιδία. Πολλοί γαρ των ανθρώπων ούτως αλόγως διάκεινται, ως ταις γυναιξίν εγκαλείν, επειδάν μη τίκτωσιν, ουκ ειδότες ότι το τεκείν άνωθεν έχει την αρχήν, από της του Θεού προνοίας, και ούτε γυναικός φύσις, ούτε συνουσία, ούτε άλλο ουδέν αυταρκές προς τούτο εστίν. Αλλ' όμως, καίτοι γε ειδότες ότι αδίκως εγκαλούσιν, ονειδίζουσι, και αποστρέφονται πολλάκις, και ουχ ηδέως προς αυτάς έχουσιν. |
3. ... Μαζί δε μ' αυτούς τους δύο μας έδειξε και τρίτο δάσκαλο να προστίθεται από τη φροντίδα του Θεού ο λόγος, όχι άφωνο, όπως βέβαια τους προηγούμενους, αλλά με λόγο και παραίνεση και συμβουλή να ρυθμίζει την απόφασή μας. Ποιος δε είν' αυτός; Ο πατέρας που έχει δοθεί στον καθένα. Για τούτο λοιπόν ο Θεός έκαμε να μας αγαπούν εκείνοι που μας γέννησαν, για να έχουμε παιδαγωγούς της αρετής. Γιατί όχι μονάχα το να σπείρεις (έναν άνθρωπο) κάνει τον πατέρα αλλά η σωστή αγωγή. Ούτε η γέννηση κάνει τη μητέρα, αλλά η σωστή ανατροφή. Και ότι αυτό είναι αληθινό, κι όχι η φύση αλλά η αρετή κάνει γονείς, οι ίδιοι οι γονείς θα συμφωνούσαν μαζί μας. Τα παιδιά τους πολλές φορές, όταν τα ιδούν να έχουν γίνει φαύλα και να 'χουν ξεπέσει στην κακία, αποκόβουν από τη συγγένεια μ' αυτούς, αποκηρύσσοντας, υιοθετώντας άλλα παιδιά που πολλές φορές από πουθενά δεν τους ανήκουν. Άραγε τι παραδοξότερο απ' αυτό θα μπορούσε να γίνει, όταν, αυτούς μεν που γέννησαν πετούν έξω (απ' το σπίτι), κείνους δε που δεν γέννησαν φέρνουν μέσα; Δεν σας λέγονται αυτά τυχαία, αλλά για να μάθεις ότι η προαίρεση είναι πιο ισχυρή από τη φύση, κι αυτή περισσότερο από κείνη συνηθίζει να κάνει και παιδιά και γονείς. Κι αυτό είναι έργο της πατρικής αγάπης του Θεού, το να μην αφήνει να γεννιούνται τα παιδιά απογυμνωμένα από τη φυσική διάθεση, ούτε πάλι να επιτρέψει σε κείνη το παν. Γιατί αν μεν δεν επρόκειτο οι γονείς ν' αγαπούν ολοκληρωτικά τα παιδιά τους, παρακινημένοι από φυσική ανάγκη, αλλ' από τους τρόπους και τα κατορθώματα μονάχα, πολλούς θα μπορούσες να ιδείς να βρίσκονται έξω από το πατρικό σπίτι εξ αιτίας της αδιαφορίας τους, και να κατακομματιάζεται το ανθρώπινο γένος μας. Πάλι, αν επίτρεψε το παν στην τυραννικότητα της φύσης και ούτε άφησε να μισούν ενώ είναι κακοί, αλλά κι ενώ υβρίζονται και μύρια κακά υποφέρουν οι γονείς απ' αυτούς, αναγκασμένοι από τη φύση υπόμεναν να φροντίζουν τα παιδιά ενώ τους προσβάλανε και τους κακομεταχειρίζονταν, στο έσχατο της κακίας θα γλιστρούσε το γένος μας. Γιατί αν τώρα μη έχοντας τα παιδιά να περιμένουν το παν από τη φύση, αλλά γνωρίζοντας ότι πολλοί επειδή έγιναν φαύλοι, έχασαν και το σπίτι και την πατρική περιουσία, όμως στηριζόμενα σε πολλά στο φίλτρο των γονιών, εκβιάζουν τους γεννήτορας· αν δεν τους συγχώρησε ο Θεός, και ν' αγανακτούν, και να τιμωρούν και όταν γίνονται κακά τα παιδιά να τα διώχνουν, πώς θα μπορούσαν ν' αντισταθούν στην κακία; Για τούτο κι ο Θεός εμπιστεύθηκε το φίλτρο των γονιών και στη φυσική ανάγκη και στην συμπεριφορά τών παιδιών, ώστε κι όταν σφάλλουν τα παιδιά κατά σύμμετρο τρόπο να συγχωρούν, επειδή γι' αυτό τους ωθεί η φύση, κι ενώ έγιναν κακοί και νοσούν ηθικά κατά τρόπο ανίατο να μην ανατρέφουν τα παιδιά με κακό σκοπό για την πονηρία, αφού η φύση και πάλι ελέγχει και μπορεί ν' αναγκάσει κι εκείνους που έγιναν φαύλοι να φροντίζουν τα παιδιά. Πες μου, πόσο μεγάλη πρόνοια φανερώνουν αυτά, και η επιταγή της αγάπης, και η μετριοπάθεια του φίλτρου και το να οριστεί πάλι ανταμοιβή στην καλή ανατροφή των παιδιών; Γιατί ότι υπάρχει αμοιβή, κι όχι μονάχα στους άντρες αλλά και στις γυναίκες, άκου πώς σε πολλά σημεία η Γραφή αναφέρεται και σ' αυτές και για κείνους, κι όχι λιγώτερο γι' αυτές απ' ό,τι για τους άντρες. Γιατί λέγοντας ο Παύλος "Αλλ' η γυνή απατηθείσα έγεινε παραβάτις", συμπλήρωσε: "θέλει όμως σωθή δια της τεκνογονίας". Αυτό δε που λέει, τέτοιο είναι. Υποφέρεις, λέει, γιατί η πρώτη γυναίκα σ' έβαλε σε οδύνες της γέννας και κόπους και μακρά κύηση; Αλλά μη δυσανασχετείς γιατί δεν έχεις βαρυνθεί τόσο πολύ από τις οδύνες της γέννας και τους κόπους, όσο κερδίζεις, αν θέλεις, λαβαίνοντας από την ανατροφή των παιδιών αφορμή για κατορθώματα. Γιατί αν τα παιδιά που γεννιούνται απολαύουν την φροντίδα που αρμόζει και με τη δική σου προνοητικότητα οδηγηθούν στην αρετή, θα γίνει (αυτό) αφορμή και αιτία για τη σωτηρία σου, κι επί πλέον απ' τα δικά σου κατορθώματα, κι επειδή γι' αυτά φροντίζεις θα λάβεις πολλήν αμοιβή. 4. Και για να μάθεις ότι η γέννα δεν κάνει τη μητέρα, ούτε υπάρχει γι' αυτό ανταμοιβή, κι άλλου ο Παύλος συνδιαλεγόμενος μεν με χήρα, έτσι εκφράστηκε: Έ αν ανέθρεψε τέκνα· και δεν είπε, αν τεκνοποίησε αλλά Εάν ανέθρεψε τέκνα. Γιατί το ένα μεν ανήκει στη φύση, το δε άλλο στην προαίρεση. Και για τούτο, λέγοντας κι εδώ θέλει σωθή δια της τεκνογονίας, δεν σταμάτησε ως αυτό αλλά επιθυμώντας να δείξει ότι φέρνει μισθό όχι το να γεννήσει κανείς παιδιά αλλά το ν' αναθρέψει παιδιά καλά, συμπλήρωσε: Εάν μείνωσιν εις την πίστιν και αγάπην και αγιασμόν μετά σωφροσύνης, αυτό δε που λέγει, αυτό είναι αλήθεια. Τότε θα λάβεις πολλήν ανταμοιβή, όταν τα παιδιά που γεννήθηκαν παραμένουν σταθερά στην πίστη και στην αγάπη και στην αγιότητα. Αν λοιπόν σ' αυτά τους μυείς, αν παρακαλείς, αν διδάξεις, αν συμβουλεύσεις, γι' αυτή την φροντίδα θα υπάρξει για σένα από τον Θεό πολλή ανταμοιβή. Ας μη νομίζουν λοιπόν οι γυναίκες ότι δεν ανήκει στα καθήκοντα τους το να επιμελούνται και κορίτσια και αγόρια. Γιατί εδώ δεν διέκρινε το φύλο, αλλά κι εκεί απλώς είπε: "Εάν ανέθρεψε τέκνα" και δω: "Εάν μείνωσιν εις την πίστιν και αγάπην και αγιασμόν". Ώστε για μάς είναι ανάγκη να προσέχουμε τα παιδιά και οι δυο, και ξεχωριστά οι γυναίκες, που και περισσότερο παραμένουν στο σπίτι. Γιατί τους άντρες μεν περισπούν πολλές φορές και ταξίδια, κι οι φροντίδες της αγοράς, και οι κοινές υποθέσεις της πόλης. Η δε γυναίκα όντας απαλλαγμένη από κάθε τέτοια φροντίδα, ευκολώτερα θα μπορούσε να φροντίζει για τα παιδιά, έχοντας πολλήν απασχόληση. Έτσι έκαμαν οι γυναίκες άλλοτε· γιατί δεν είναι μονάχα στους άντρες αλλά και στις γυναίκες αναγκαία αυτή η υποχρέωση· εννοώ δε το να προνοούν για τα δικά τους παιδιά και να τα οδηγούν σε φιλοσόφηση της ζωής. Και (για να δείξω) ότι αυτό είναι αληθινό, θα σάς αφηγηθώ κάποια παλιά ιστορία. Ήταν κάποια Ιουδαία γυναίκα Άννα. Αυτή η Άννα υπόφερε επί πολύ χρόνο γιατί δεν έκανε παιδιά, και το χειρότερο μάλιστα, ότι η αντίζηλός της ήταν μητέρα πολλών παιδιών. Συμβαίνει δε φυσικά και καθ' εαυτό το πράγμα να είναι αφόρητο στις γυναίκες· όταν δε έρχεται κοντά και αντίζηλος έχοντας παιδιά, πολύ χειρότερο γίνεται· γιατί στη γονιμότητα κείνης της γυναίκας ακριβέστερα αναγνώριζε τη δική της συμφορά. Όπως και κείνοι που ζουν μαζί με την έσχατη φτώχεια, όταν αντιληφθούν εκείνους που πλουτίζουν. Και δεν ήταν αυτό μονάχα το φοβερό, ότι αυτή μεν δεν είχε παιδιά, ενώ η άλλη είχε, αλλά ότι ήταν και αντίζηλος, κι όχι μονάχα ότι ήταν αντίζηλος, αλλά ότι την προκαλούσε για να την εξουθενώσει. Ο Θεός δε βλέποντας όλα αυτά ανεχόταν και "Ουκ έδωκεν αυτή Κύριος", λέει, "κατά την θλίψιν αυτής, και κατά την αθυμίαν της ψυχής αυτής". Τι σημαίνει "Κατά την θλίψιν αυτής"; Δεν είναι να πεις — λέει — ότι βλέποντας να υποφέρει με πραότητα τη συμφορά, τής πρόσφερε τη δυνατότητα της γέννας, αλλά αν και την έβλεπε να ξεσχίζεται, να υποφέρει, να θλίβεται, δεν διέλυσε την αθυμία, οικονομώντας κάτι άλλο πολύ μεγαλύτερο. Αυτά ας μη τ' ακούμε χωρίς να δίνουμε σημασία, αλλά κι από δω ας μάθουμε μέγιστη φιλοσοφία, κι όταν σε κάτι φοβερό περιπέσουμε, κι αν υποφέρουμε, κι αν οδυρόμαστε, κι αν μας φαίνεται αβάσταχτο το κακό, ας μη σπεύδουμε, ούτε ν' ανησυχούμε, αλλά ας αναμένουμε την πρόνοια του Θεού. Γιατί εκείνος γνωρίζει καλά πότε πρέπει να καταλύσει την αιτία της αθυμίας σ' εμάς· πράγμα λοιπόν, που συνέβη και σ' αυτή. Γιατί όχι επειδή τη μισούσε, ούτε επειδή την αποστρεφόταν σφράγισε ο Θεός τη μήτρα της, αλλά για ν' ανοίξει σε μάς τις θύρες της φιλοσοφίας σχετικά με τη γυναίκα και να γνωρίσουμε καλά τον πλούτο της πίστης της, και να μάθουμε ότι απ' αυτό την λάμπρυνε περισσότερο. Άκου δε και τα εξής: Και ούτως έκαμνε κατ' έτος· οσάκις ανέβαινεν εις τον οίκον του Κυρίου, ούτω παρώξυνεν αυτήν και εκείνη έκλαιε, και δεν έτρωγεν. Πολύ επίμονη η οδύνη, μεγάλο το μάκρος της λύπης, όχι δυο και τρεις μέρες, ούτε είκοσι κι εκατό, ούτε χίλιες και δυο φορές τόσες πολλές. Αλλά από πολλά ήδη χρόνια λυπούνταν και υπόφερε η γυναίκα· γιατί αυτό σημαίνει το "Κατ' έτος"· Κι όμως, δεν απαύδησε, ούτε ο μακρός χρόνος έθεσε σ' αμφιβολία την πίστη της, ούτε οι ντροπιασμοί κι οι κοροϊδίες της αντιζήλου, αλλά συνεχώς προσευχόταν και παρακαλούσε. Και το μεγαλύτερο βέβαια απ' όλα, και που περισσότερο αποδείχνει τον πόθο της για τον Θεό, (είναι) ότι δεν επιθυμούσε ν' αποκτήσει απλά το παιδί το ίδιο, αλλά ν' αφιερώσει καρπό της κοιλιάς της στον Θεό, και από τα ίδια της τα σπλάχνα να θυσιάσει, και για την καλή αυτή υπόσχεση να λάβει ανταμοιβή. Από πού είναι αυτό φανερό; από τα ύστερα από αυτά λόγια. Γιατί όλοι χωρίς αμφιβολία, γνωρίζετε, ότι η ατεκνία στις γυναίκες είναι για τους άντρες περισσότερο ακόμη αφόρητη. Γιατί πολλοί από τους ανθρώπους τόσο παράλογα συμπεριφέρονται, ώστε να κατηγορούν τις γυναίκες, αφού δεν γεννούν, μη γνωρίζοντας ότι η γέννηση έχει από ψηλά την αρχή, από την πρόνοια του Θεού, και ούτε γυναικεία φύση, ούτε επαφή σαρκική, ούτε άλλο τίποτα είναι γι' αυτό το σκοπό αρκετό. Αλλ' όμως, αν και γνωρίζουν βέβαια ότι άδικα κατηγορούν, ονειδίζουν και πολλές φορές αποστρέφονται, και δεν συμπεριφέρονται προς αυτές με γλυκύτητα. |
Δημιουργία αρχείου: 22-4-2015.
Τελευταία ενημέρωση: 4-6-2015.