Κατά τα
μέσα του ιθ' αιώνα κύκλοι της ομάδας Disciples of Christ «Μαθητές του Χριστού»
άρχισαν να κηρύττουν πως στην εκκλησία πρέπει κανείς να επιτρέψει μόνο αυτά που
υπάρχουν στην Καινή Διαθήκη. Ετάχθησαν εναντίoν των ιεραποστολικών εταιριών,
εναντίoν των εορτών, των τίτλων «αιδεσιμότατος» κ.ο.κ.
Οι διαφορές γνωμών οδήγησαν στην ίδρυση της «Εκκλησίας του Χριστού» (Church of
Christ) και στην τελική αποκοπή από τους «Μαθητές του Χριστού» (1906).
Η νέα εκκλησία εξαπλώθηκε από την Αμερική στην Αγγλία και στην Kεντρική Ευρώπη.
Το 1947 ιδρύθηκε στη Βιέννη το «Ευρωπαϊκό Χριστιανικό Κολέγιο, (European
Christian College). Διάφορες κοινότητες απέστειλαν ιεραποστόλους σε διάφορες
χώρες. Ο αριθμός των οπαδών υπολογίζεται σε 2,8 εκατομμύρια σ' όλο τον κόσμο
(1986).
Στην κίνηση δεν υπάρχει δεσμευτική διδασκαλία για την κάθε κοινότητα. Δεν
υπάρχει υπερκοινοτική οργάνωση, οι κοινότητες είναι εντελώς ανεξάρτητες.
Εκλέγουν τους κήρυκές τους, οι οποίοι αναλαμβάνουν να κηρύξουν το λόγο και να
τελέσουν την ευχαριστία κάθε Κυριακή. Μερικές κοινότητες έχουν ποιμένες, που
ονομάζονται πρεσβύτεροι η επίσκοποι.
Κοινό σημείο είναι η απόλυτη αυθεντία της Γραφής σαν κανόνας πίστης και ζωής. Η
ένταξη στην κοινότητα προϋποθέτει προσωπική πίστη, εσωτερική μεταστροφή και
βάπτισμα με νερό. Το βάπτισμα γίνεται με μία κατάδυση στο όνομα της Αγίας
Τριάδος και ολοκληρώνει την ένταξη στην «Εκκλησία του Χριστού». Ό νηπιοβαπτισμός
απορρίπτεται. Απορρίπτονται επίσης, το προπατορικό αμάρτημα και ο απόλυτος
προορισμός. Η θεία ευχαριστία λογίζεται ανάμνηση και τελείται κάθε Κυριακή με
άρτο και χυμό σταφυλιού. Η ιεροσύνη απορρίπτεται.
Η Ελληνική
«Εκκλησία του Χριστού»
(ΕΧ)
Ιδρυτής της ομάδας αυτής είναι ο αμερικανικής υπηκοότητας George C. Dumas
(γεννήθηκε το 1934 στο Williamsburg), που έφθασε στην Ελλάδα με τη σύζυγο του
Joan Miller Dumas, σαν απεσταλμένος της «Εκκλησίας του Χριστού» του Andrews
Texas κατά το έτος 1961.
Ακολούθησε η άφιξη των «ιεραποστόλων» Robert Monroe Carey και Robert Orlan
Miller. Το 1965 έλαβαν άδεια λειτουργίας ευκτήριου οίκου. Κατ' αρχήν οι
συναθροίσεις εγίνoντo στο σπίτι του Γ. Δούμα στην περιοχή του Ελληνικού. Όμως
μετά την αναγνώριση, μεταφέρθηκαν στην οδό Καραπάνου 112 (ΓλυΦάδα).
Το 1967 έφθασαν στη Θεσσαλονίκη οι Αμερικανοί «ιεραπόστολοι» Randolph Charles-Dale
και Boersman George με τις οικογένειές τους και οργάνωσαν ευκτήριο οίκο στην οδό
Όλγας 13. Στην Αθήνα η κοινότητα μεταφέρθηκε στην οδό Μενάνδρου 51, ύστερα στην
οδό Κηφισίας 24 και σήμερα (1986), στεγάζεται σε ιδιόκτητους στην οδό Έβρου10. Το 1969 ιδρύθηκε το σωματείο
«Σύνδεσμος Μελών Εκκλησίας του Χριστού».
Η κίνηση ανέπτυξε έντονη προσηλυτιστική δραστηριότητα. Εξέδωσε το περιοδικό
«Χριστιανικά Μηνύματα» (1968), που τώρα ονομάζεται «Ισχυρό Θεμέλιο» και οργάνωσε
«Κέντρο μαθημάτων αγίας Γραφής». Δραστηριοποιείται με διανομή φυλλαδίων,
βιβλιαρίων, με το «τηλευαγγέλιο» (σύντομα μαγνητοφωνημένα σχόλια από το
τηλέφωνο), με φωτεινές εικόνες, κασέτες, μαθήματα αγγλικής γλώσσας, μαθήματα για
γονείς κ.α.
Χρησιμοποιούνται τέσσερις σειρές μαθημάτων αγίας Γραφής με αλληλογραφία. Ό
«κατηχούμενος» προτρέπεται να δηλώσει αν επιθυμεί το «βάπτισμα» και να μεταδώσει
τη νέα πίστη, σχηματίζοντας «εκκλησίες», που θα έχουν βάση «μόνο την Καινή
Διαθήκη, χωρίς ανθρώπινα δόγματα» (ΜΑΓ 63. Ρούσσου, Υπηρετώντας τον Κύριο 26).
Σήμερα υπάρχουν κοινότητες στην Αθήνα, Αμπελόκηποι, Έβρου 10 (Συμεών Σιναπιάδης
και Κ. Τζανέτος), στην Καλλιθέα, Γρυπάρη 149 (Ντίνος Ρούσσος και Αρθούρος
Μαρζώρος), στη Γλυφάδα, Λαμπράκη και Μεταξά (Μπάμπης Ευθυμιάδης), στη
Θεσσαλονίκη (Στέφανος Δούμας), στη Ρόδο (Χρύσανθος Θεοχάρης) και στη Λευκωσία
Κύπρου (Μιχάλης Γαλιάτης). Οι οπαδοί υπολογίζονται σε 280.
Διδασκαλία
Η Γραφή είναι «παντεπαρκής» για την πίστη και τη Χριστιανική Ζωή (ΙΘ 102λ79,8),
εκεί που μιλάει πρέπει να μιλάμε και εκεί που σιωπά πρέπει να σιωπούμε (Σιναπιάδη
20). Σύμφωνα με την «Ομολογία Πίστεως» της ομάδας αυτής, το Άγιο Πνεύμα «ενεργεί
και καθοδηγεί τον πιστό και την Εκκλησία με το Γραπτό λόγο, την Αγία Γραφή» (ΙΙ,Γ).
Συνεπώς, κάθε παραδεδομένη πίστη έξω από τη Γραφή, ακόμη και η μεταποστολική,
απορρίπτεται (βλ βιβλιάριο: «Ιερά Παράδοση ή αγία Γραφή;»).
Η Εκκλησία, λέγει η ΕΧ, έπεσε σε
αποστασία «ολίγον μετά
τους αποστολικούς Χρόνους» (Μαθήματα, έκδ. Μενάνδρου 51, μάθημα 8). Ο σημερινός
χριστιανισμός δεν αντιπροσωπεύει πλέον τον καθαρό Χριστιανισμό της αποστολικής
περιόδου (Επιστροφή 1/83,1). Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την Ορθόδοξη Εκκλησία,
«με τους νεκρούς τύπους και με τη μυστηριακή ανθρωποσύστατη λατρεία της» (ΙΘ
94/77,139).
Κατά την ΕΧ η Γραφή δεν θεμελιώνεται στην Εκκλησία,
αλλά «η Εκκλησία παίρνει την εξουσία από
τη Γραφή - όχι αντίθετα» (Σιναπιάδη 20). Χωρίς τη μελέτη της
Γραφής «είναι αδύνατον να σωθεί κάποιος» (Η Βίβλος ή αγία Γραφή).
Η Εκκλησία αποτελείται από το σύνολο των ανθρώπων, των οποίων η πίστη και η ζωή
στηρίζεται «στο κατά γράμμα»
των εντολών της Καινής Διαθήκης (Σιναπιάδη 8). Αυτή η «αληθινή εκκλησία» είναι
«μόνο μία» και αναγνωρίζεται με το όνομά της (ΙΘ 94/77,140. 97/77. 6-8). Είναι η
«παλινορθωμένη Εκκλησία της Καινής Διαθήκης» (Μαθήματα, έκδ. Μενανδρου 51,
μάθημα 8) και αποτελεί την «επαναφορά και παλινόρθωση της Εκκλησίας του Χριστού,
όπως ακριβώς ήταν τον πρώτο Χριστιανικό αιώνα» (ΙΘ 94λ77,135).
Κατά την άποψη της ΕΧ η αληθινή εκκλησία πρέπει να ταυτίζεται μ' αυτήν, στη
διδαχή, να έχει δηλαδή όλα τα δικά της χαρακτηριστικά (Μαθήματα, έκδ.
Αμπελοκήπων, μάθημα 8). Έτσι η ΕΧ «είναι η αρχαιότερη στην
Ελλάδα και από την Ορθόδοξη, Καθολική, Διαμαρτυρόμενη - έτος ιδρύσεως 33 μ.Χ.» (ΙΘ
102λ79,9). Μόνο μέσω αυτής είναι δυνατή η σωτηρία (ΙΘ 99λ78,45). «Ο Θεός δεν
σώζει ποτέ εκτός της Εκκλησίας του Υιού του» (ΜΑΓ, σ. 63).
Σύμφωνα με γραπτή ομολογία του ποιμένα Κ. Ρούσσου (1987) η ομάδα αυτή «επιδιώκει
τη συνένωση όλων των Χριστιανών με μία Εκκλησία, όπως ήταν του πρώτου μετά
Xριστόν αιώνα, στην αρχέγονη Εκκλησία την καθοδηγούμενη μόνο από την Αγία Γραφή,
στην Εκκλησία της Καινής Διαθήκης.
Η ΕΧ απορρίπτει την «επίγεια οργάνωση» της Εκκλησίας και κηρύττει πως η κάθε
κοινότητα «είναι τελείως αυτόνομη, ανεξάρτητη και αυτοδιοικούμενη. Η μία τοπική
Εκκλησία δεν έχει δικαίωμα να επιβάλει το θέλημά της σε μία άλλη τοπική
συνάθροιση, «όσο αγιογραφική και να είναι η άποψη της», δεν επιτρέπεται
δογματική ή διοικητική επέμβαση (Σιναπιάδη 10).
Κατά την «Ομολογία Πίστεως» «έδρα της Εκκλησίας δεν υπάρχει στη γη, είναι
ουράνια, αλλά η κάθε τοπική συνάθροιση είναι αυτοδιοικούμενη. Οι συναθροίσεις
μιας πόλεως η μιας χώρας μπορούν να συνεργάζονται με γνώμονα την Αγία Γραφή για
την επέκταση του έργου τους» (Ι Α4).
Κάθε συνάθροιση βρίσκεται κάτω από την επίβλεψη περισσοτέρων πρεσβυτέρων ή
επισκόπων με δώδεκα διακόνους, ένα κήρυκα και ευαγγελιστές, κάτω από την
επίβλεψή του (ιθ σελ.77,82. 11σελ.78,98). Κάθε άλλη οργάνωση θεωρείται
ανθρωποποίητη και απορρίπτεται (Θεοχάρη, Γιατί, 9). Η ΕΧ δεν επιτρέπει στις
γυναίκες να είναι κήρυκες (Μαθήματα, εκδ. Αμπελοκήπων, μάθημα 6).
Η σωτηρία ακολουθεί τη σειρά: Πίστη, μετάνοια, ομολογία αποδοχής του Xριστoύ ως
Υιού του Θεού και Κυρίου, βάπτισμα «εν ύδατι εις άφεση αμαρτιών, δια να λάβει ο
βαπτιζόμενος δωρεά του Αγίου Πνεύματος», «Ζωή αγία και αφιερωμένη», υπακοή πλήρη
στις εντολές του Κυρίου (Ομολογία Πίστεως ΠΙ, Β 1-6, βλ. και Μαθήματα, εκδ.
Αμπελοκήπων, μάθημα 5). Η κίνηση υποστηρίζει πως για τη σωτηρία είναι απαραίτητο
να ακολουθήσει κανείς αυτά τα στάδια, «οι όροι της σωτηρίας, οι οποίοι
ανακοινώθηκαν υπό του Κυρίου δεν δύνανται να μεταβληθούν» (Η αναγέννησις 22).
Όταν κανείς περάσει από τα πάρα πάνω στάδια, γίνεται μέλος της «Εκκλησίας του
Xριστoύ» (Θεοχάρη, Ποια εκκλησία 15. Ρούσσου, Η εκκλησία 33).
Το
βάπτισμα γίνεται με κατάδυση στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου
Πνεύματος. Όμως «δεν είναι η αναγέννησις, αλλά συμπεριλαμβάνεται εις την
αναγέννησιν» (Η αναγέννησις 20-21).
«Το βάπτισμά μας σε νερό, αν και δεν έχει απολύτως καμία ικανότητα μόνο του να
μας σώσει, παρ' όλα αυτά είναι μια ρητή και εμφατική εντολή του Ιησού Xριστoύ
και κατά συνέπεια κάτι απαραίτητο για τη σωτηρία μας» (Μαθήματα, εκδ.
Αμπελοκήπων, μάθημα 5). Το «ύδωρ» του βαπτίσματος, λέγει η κίνηση, σημαίνει το
νερό, δεν συμβολίζει το λόγο του Θεού (Η αναγέννησις 7-8). Με το βάπτισμα,
λέγει, ο βαπτιζόμενος λαμβάνει «την άφεση των αμαρτιών του μέσω του αίματος του
Χριστoύ». το βάπτισμα «αντιπροσωπεύει την αναγέννηση» (Ρούσσου, Υπηρετώντας 15.
Η Εκκλησία 52).
Η ειδική
ιεροσύνη απορρίπτεται (Ρούσσου, Υπηρετώντας 24. Η Εκκλησία
39), όπως και η προσφώνηση «πατέρα»(ιθ 97/77,9. Θεοχάρη, Βιβλικαί σπουδαί 5).
Η
ευχαριστία τελείται με άζυμο
άρτο και συμβολίζει το σώμα και το αίμα του Χριστού (Σιναπιάδη, Τι είναι 13).
Είναι «συμβολική μεταβολή του σώματος του Κυρίου», με σκοπό «την επίγνωση του
έργου του Κυρίου και την αναγνώριση Αυτού» (Ρούσσου, Η εκκλησία 30. 89-95). Οι
λόγοι του Χριστού σημαίνουν, «τούτο αντιπροσωπεύει το σώμα μου» (Θεοχάρη,
Βιβλικαί σπουδαί 4).
Η ειδική
εξομολόγηση (ιθ 103/78, 120), η προσκύνηση και μεσιτεία της
Θεοτόκου και των
αγίων (ιθ 97/77,9. 100/78,60. 108/79, 34-35), ο τίτλος «Παναγία»
απορρίπτεται. Οι
εικόνες (122/80,12), η τιμή του
Σταυρού (ιθ 115/79,197), τα
μνημόσυνα (ιθ 103/78,20), ο
μοναχισμός (ΙΘ 99/78,35), η
νηστεία της Εκκλησίας απορρίπτονται (Θεοχάρη, Nηστεία
18-19).
Σαν εσχατολογικά γεγονότα αναφέρονται στην «Ομολογία Πίστεως» της ΕΧ:
Σωματική
ανάσταση και κρίση των δικαίων και
αδίκων, αιώνια παραμονή με τον Κύριο στους ουρανούς όλων των σωσμένων,
αιώνια κόλαση «των αδίκων, αλλόθρησκων,
αντιθέτων», καταστροφή του υλικού κόσμου με φωτιά. «Δεν αναμένουμε ούτε
πιστεύουμε ότι στη δεύτερη Του έλευση ο Χριστός θα ιδρύσει επίγεια βασιλεία με
έδρα την Ιερουσαλήμ για 1000 χρόνια. Η
βασιλεία του Χριστού στη γη ιδρύθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής και είναι η
εκκλησία μέσω της οποίας οι σωσμένοι μετέχουν στη
βασιλεία» (Ομολογία Πίστεως ΙV).
|