Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Θεολογικά και Δόγματα

Φανέρωση του Θεού εν Χριστώ * Η γνωριμία με τον Θεό * Πώς γίνεται η γνωριμία του Θεού * Τι σημαίνει γνωριμία Θεού

Θεογνωσία Μέρος 1ο.

Τι είναι η πίστη στον Θεό

Ποιος είναι ο Θεός και πώς γνωρίζεται;

 
Μιχάλης Μαυροφοράκης και Αγάπιος Ματσαγκούρας
 
 
Απομαγνητοφώνηση από εκπομπή της Πειραϊκής Εκκλησίας, της σειράς εκπομπών: "Ορθοδοξία και Αίρεση", του Β΄ Βιβλικού και των συνεργατών του.
 

 

Ομιλία Νο 55. (ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ // ΕΠΟΜΕΝΗ).

(Εκφωνήθηκε για πρώτη φορά: 19-3-1993).

Ακούστε την από την ΟΟΔΕ και σε ηχητικό αρχείο MP3

1. Διάφορες στάσεις ζωής περί πίστης και Θεού

Αγαπητοί ακροατές, χαίρετε.

Από σήμερα θα αρχίσουμε να εξετάζουμε συστηματικά και αναλυτικά το ζήτημα που αφορά στην πίστη μας στον Θεό. Και πρώτα απ’ όλα θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε τον στόχο και το τέλος της πίστεώς μας, που είναι ο Θεός.

Πολλοί είναι εκείνοι που απορρίπτουν και αρνούνται οποιαδήποτε συζήτηση και λόγο περί Θεού ως περιττά και άχρηστα. Μερικοί από αυτούς έχουν αυτή τη θέση επειδή έχουν απορροφηθεί ολοκληρωτικά από τις έλξεις του προσωρινού αυτού κόσμου και δεν θέλουν να ταράξουν τα λιμνάζοντα νερά της ιδιοτελούς και εγωκεντρικής τους ζωής, να μεταβάλουν την κατάσταση του γλυκού θανάτου που ζουν και να παραδεχθούν ότι δεν είναι το άτομό τους το κέντρο του κόσμου, αλλά υπάρχει Θεός που τους έχει πλάσει, αλλά και —το χειρότερο— ότι ενδιαφέρεται σε τέτοιο βαθμό για αυτούς, ώστε έστειλε τον Υιό του να θυσιαστεί και να χύσει το αίμα του προς χάριν τους.

Άλλοι πάλι δέχονται αβασάνιστα κάποιον Θεό, χωρίς όμως να θέλουν να τον γνωρίσουν περισσότερο, κουρασμένοι και αηδιασμένοι ίσως από τις χιλιάδες διαφορετικές γνώμες, απόψεις και θεωρίες περί Θεού που κυκλοφορούν. Και παρ’ όλα αυτά έχουν την πεποίθηση ότι πιστεύουν σωστά στον Θεό. Ποιον Θεό όμως; Και τι είναι πίστη στον Θεό;

Σήμερα, λοιπόν, θα ασχοληθούμε ακριβώς με αυτές τις ερωτήσεις. Θα προσπαθήσουμε δηλαδή, κατά το μέτρο της δυνάμεώς μας και του χρόνου που έχουμε στη διάθεσή μας, να προσδιορίσουμε τα πλαίσια —ή αλλιώς τις προϋποθέσεις και τα όρια— της πίστεως προς τον Θεό, όπως προσδιορίζονται μέσα από την Αγία Γραφή και την παράδοση αιώνων των Αγίων της Εκκλησίας μας.

 

2. Λογική αναγκαιότητα προσέγγισης τού Θεού

Ας ξεκινήσουμε, όμως, από τη σημασία —ή μάλλον την αναγκαιότητα— της πίστεως στον Θεό, όπως διαφαίνεται μέσα από το αποστολικό κήρυγμα.

Βέβαια εδώ θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τον τρόπο με τον οποίο κανείς φτάνει στην πίστη προς τον Θεό.

Και είναι αλήθεια ότι πολλοί άνθρωποι έχουν αρχίσει να πιστεύουν στην ύπαρξη Θεού μέσα από μια αφετηρία που έχει τα βάθη της μέσα στην ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου. Βέβαια έτσι φτιάχνει ο άνθρωπος θεούς κατά το δοκούν, ανάλογα με την αντίληψή του. Είδαμε ότι ο άνθρωπος στη διάρκεια της ιστορίας προσωποποίησε διάφορες δυνάμεις και απέδωσε σε αυτές λατρεία.

Μια άλλη αφετηρία, η οποία πραγματικά υπάρχει στη διάρκεια της ιστορίας, είναι η αποζήτηση και η νοσταλγία της γνώσης. Και μέσα από τη γνώση και τη φιλοσοφική σκέψη, άνθρωποι προχώρησαν να διακρίνουν ότι όντως υπάρχει Θεός· ότι κάποιος πρέπει να έπλασε όλα τα πράγματα, ότι πρέπει να είναι η πρώτη αρχική αιτία, ότι συνεπώς αυτός πρέπει να βρίσκεται έξω από τα κτιστά πράγματα, ότι πρέπει να είναι η αυτοαιτία, ότι πρέπει να είναι απόλυτος —και άλλα που, βεβαίως, λογικά αποτελούν προσεγγίσεις, (περιγραφικές προσεγγίσεις) στο πώς μπορεί ο άνθρωπος να συλλάβει τον Θεό.

Αλλά όλα αυτά δεν, με κανέναν τρόπο, δεν μας φέρνουν κοντά σε αυτό το πρόσωπο, στο ίδιο το πρόσωπο του Θεού. Αγνοούμε ποιος είναι πραγματικά.

Είναι σαν να λέμε: περπατάμε στην έρημο και βρίσκουμε ένα σπίτι, και από τον τρόπο που είναι κατασκευασμένο υποθέτουμε πώς θα σκέφτηκε ο κατασκευαστής να το φτιάξει, τι περίπου άνθρωπος θα είναι αυτός και άλλα πολλά συναφή στοιχεία. Αλλά πρέπει να δούμε τον ίδιο τον κατασκευαστή για να πούμε ότι έχουμε σχέση με αυτόν. Και δεν μπορούμε να έχουμε σχέση απλώς από την περιγραφή ή τα συστατικά στοιχεία ενός σπιτιού.

 

3. Προσωπική σχέση με τον Θεό

Και ερχόμαστε στην τρίτη λειτουργία που υπάρχει μέσα στον κόσμο μας, και είναι η λειτουργία της προσωπικής σχέσης. Και αυτή είναι η σχέση με τον Παντοδύναμο, που αναπτύχθηκε για πρώτη φορά από τους Εβραίους. Έτσι, στην Παλαιά Διαθήκη έχουμε μια πολύ προσωπική σχέση του Αβραάμ λ.χ. με τον Παντοδύναμο.

Ο Παντοδύναμος αποκαλύπτεται στον άνθρωπο σαν ένα συγκεκριμένο πρόσωπο —και όντως είναι συγκεκριμένο πρόσωπο. Τον καλεί το βράδυ και του λέει: «έλα Άβραμ έξω σε παρακαλώ», και είναι τόσο οικείος, και τόσο στοργικός, και τόσο ευγενικός αυτός ο τόνος.

Ο Αβραάμ συναντάει λοιπόν τον Θεό όπως συναντάμε ένα ανθρώπινο πρόσωπο, μια ύπαρξη με την οποία μπορούμε να διαλεχθούμε, να σταθούμε απέναντί της πρόσωπο με πρόσωπο.

Τον καλεί ο Θεός να εγκαταλείψει τη χώρα του, να εγκατασταθεί στη γη Χαναάν, και το κάνει αυτό με εμπιστοσύνη στον φίλο με τον οποίον διαλέγεται.

Είναι μια εμπειρία σχέσης. Είναι μια αληθινή σχέση, που βασίζεται στην πίστη, στην εμπιστοσύνη, που γεννιέται ανάμεσα στους σχετιζόμενους.

Ο Θεός αποδεικνύει τη θεϊκότητά του με μόνη την πιστότητα του Αβραάμ στις επαγγελίες του. Και ο Αβραάμ εμπιστεύεται τον Θεό σε τέτοιο βαθμό, ώστε ήταν έτοιμος να θυσιάσει και το παιδί του —αυτό το παιδί που ήταν εκπλήρωση των υποσχέσεων του Θεού.

Την ίδια γνώση, την άμεση εμπειρία σχέσης, την ίδια πίστη, με την έννοια της εμπιστοσύνης, είχε ο Ισαάκ και ο Ιακώβ. Και έφτασε ο Θεός να ονομάζεται Θεός του Αβραάμ, Θεός τού Ισαάκ, Θεός τού Ιακώβ.

 

4. Η πίστη ως εμπιστοσύνη και εμπειρία σχέσης

Σε αυτή λοιπόν τη σχέση έχουμε την έννοια και το υπόβαθρο αυτού που τώρα ονομάζουμε πίστη.

Η πίστη, λοιπόν, είναι η εμπιστοσύνη στον Θεό, στις αποκαλύψεις Του, στον τρόπο που Εκείνος κατευθύνει και υποβοηθεί —ακόμη κι αν σε μερικούς μπορεί αυτό να φαίνεται μωρία. Αλλά για να δεχτεί ή να απορρίψει κανείς αυτή τη «μωρία», πρέπει προηγουμένως να γνωρίσει τον Παντοδύναμο προσωπικά.

Βέβαια, η πίστη λειτουργεί και άμεσα, λειτουργεί και έμμεσα. Λόγου χάρη, η σχέση που θεμελιώνει την πίστη μπορεί να είναι άμεση —όπως είναι με ένα ανθρώπινο πρόσωπο. Πιστεύω σε κάποιον, τον εμπιστεύομαι, όταν τον έχω συναντήσει, όταν τον γνωρίζω, όταν σχετίζομαι μαζί του. Αλλά πιστεύω και σε κάποιον που ενδεχομένως δεν τον γνωρίζω προσωπικά, όταν μαρτυρίες έμπιστων για μένα ανθρώπων εγγυώνται την αξιοπιστία του. Όπως πιστεύω και σε έναν καλλιτέχνη, που δεν τον γνώρισα, όταν το ίδιο του το έργο γεννάει μέσα μου εμπιστοσύνη και θαυμασμό για το πρόσωπό του.

Έτσι και η πίστη στον Θεό. Μπορεί να αρχίσει με μόνη την εμπιστοσύνη στη μαρτυρία των ανθρώπων που τον γνώρισαν, που τον συναναστράφηκαν και αξιώθηκαν τη θέα του προσώπου του. Εμπιστοσύνη στη μαρτυρία της εμπειρίας των προπατόρων, των προφητών, των αποστόλων, των αδελφών μας, των Αγίων. Μπορεί να προχωρήσει στη σπουδή της αγάπης που φανερώνουν τα έργα του, οι παρεμβάσεις των αποκαλύψεών του μέσα στην ιστορία, ο λόγος του που μας χειραγωγεί στην αλήθεια.

Σε οποιαδήποτε βαθμίδα ή στάδιο, πάντως, η πίστη είναι γεγονός και εμπειρία σχέσης. Και για αυτήν την πίστη, για πρώτη φορά μιλεί ο Απόστολος Παύλος όταν έρχεται στην Αθήνα και μιλεί στους Αθηναίους, εκεί στον Άρειο Πάγο λέγοντας στις Πράξεις των Αποστόλων, (όπως έχει καταγραφεί σ' εμάς) (Πράξ. 17:23-24 και εξής), ξεκινάει από την πίστη στον Θεό. Έχει ως αφετηρία τον «Άγνωστον Θεόν», στον οποίον είχαν αφιερώσει και κάποιο βωμό. Και από εκεί, όχι μόνο υπό την έννοια ότι έτσι βρήκε αφετηρία, αλλά και γιατί —όπως θα δούμε στη συνέχεια— πραγματικά η πίστη στον Θεό αποτελεί το υπόβαθρο της αρχής της όλης εμπειρίας, της σχέσης και της σωτηρίας.

«Ό ουν αγνοούντες ευσεβείτε, τούτο εγώ καταγγέλλω υμίν». Αυτό που εσείς μου ενώ το αγνοείτε, το λατρεύετε, εγώ σας το καταγγέλλω, το κηρύττω. Και λέει αμέσως: «Ο Θεός ο ποιήσας τον κόσμον» και πάντα τα εν αυτώ, ούτος «Ουρανού και γης υπάρχων Κύριος».

Βέβαια συνεχίζει, αλλά σ’ αυτή τη συνάφεια βλέπουμε ότι αναφέρεται στον Θεό ως τον Κύριο του Ουρανού και της Γης. Λίγο παρακάτω, στο 26, μιλεί για τη δημιουργία των ανθρώπων από Αυτόν. Και στο 27 πηγαίνει σε μια πιο οικεία και προσωπική διευκρίνιση, λέγοντας: «Ζητούν τον Θεόν». Ο Θεός είναι εκείνος που ενέβαλε σε εμάς να Τον ζητούμε, στους ανθρώπους γενικά: «Ει άραγε ψηλαφίσειεν αυτόν και εύρειεν», (ώστε να Τον βρουν, αφού Τον ψηλαφήσουν). Και μάλιστα συνεχίζει να πει και: «ου μακράν από ενός εκάστου ημών υπάρχοντα· εν αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν», ως και τινες τών καθ' υμάς ποιητών ειρήκασιν. «Εν αυτώ γαρ ζώμεν». (Αυτός είναι η αιτία της ζωής μας, της ύπαρξής μας).

Και εδώ μας δίνει και έναν λόγο, για τον οποίο είναι πολύ σημαντικό να δούμε αυτή την πίστη-σχέση-εμπιστοσύνη για τον Θεό, επειδή είναι η Αιτία τής ύπαρξής μας, και δεν υπάρχει άλλος τρόπος, ετούτη εδώ η ζωή, να είναι καταξιωμένη για μάς και τους ανθρώπους που μας περιβάλλουν, για όλη την κοινωνία, χωρίς αυτή τη σχέση με τον Παντοδύναμο.

 

5. Ποιος είναι ο Παντοδύναμος

Παρόμοια, και ο Απόστολος Πέτρος, όταν κήρυξε για πρώτη φορά προς τα έθνη, προς τον Κορνήλιο δηλαδή, αναφέρθηκε και εκείνος στο κεντρικό ζήτημα τού Θεού. Τής πίστης δηλαδή προς τον Θεό. Λέει στις Πράξεις των Αποστόλων Ι΄ 36: «Τον λόγον, τον οποίον απέστειλε προς τους Υιούς Ισραήλ, ευαγγελιζόμενος ειρήνην δια Ιησού Χριστού· ούτός εστιν πάντων Κύριος». Μας μιλεί δηλαδή πάλι για το θέμα του το κεντρικό, που είναι: ποιος είναι ο Κύριος των πάντων.

Παρόμοια και ο Απόστολος Παύλος, στην Προς Εβραίους Επιστολή, αναφέρει ότι η πίστη στον Θεό είναι ένα από τα κεντρικά και θεμελιώδη ζητήματα της χριστιανοσύνης. Το λέει ως εξής στο κεφάλαιο στ΄ της Προς Εβραίους Επιστολής, στίχο 1 και εξής: «Διο αφέντες τον τής αρχής τού Χριστού λόγον, επί την τελειότητα φερώμεθα, μη πάλιν θεμέλιον καταβαλλόμενοι μετανοίας από νεκρών έργων και πίστεως επί Θεόν».

Είναι λοιπόν θεμέλιο η πίστη προς τον Θεό για τη χριστιανοσύνη. Όπως είπαμε και προηγουμένως, υπάρχουν διάφορα στάδια, διάφορες φάσεις της ανάπτυξης αυτής της πίστης, που στην ουσία είναι η σχέση με τον Θεό.

Και στο σημείο αυτό, πριν προχωρήσουμε, καλό είναι να διευκρινίσουμε ότι όντως η πίστη είναι ο δρόμος που οδηγεί τον πιστό στη σωτηρία. Εν τούτοις, όχι όπως την αντιλαμβάνονται την πίστη κυρίως όσοι βρίσκονται στον προτεσταντικό χώρο, ως μία προσωπική πεποίθηση ή συναισθηματική κατάσταση. Είναι κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτό. Όπως είπαμε, είναι διαπροσωπική σχέση.

 

6. Σε τι στοχεύει η πίστη

Έχουμε δει μέχρι τούτο το σημείο ότι η πίστη είναι και πρέπει να στοχεύει στο να γίνει, στο τελικό της στάδιο, μια όντως σχέση. Σχέση με το πρόσωπο του Θεού.

Επίσης είδαμε ότι και στην αρχική της μορφή, η πίστη στον Θεό αποτελεί το υπόβαθρο της κατήχησης όσων εισέρχονται μέσα στο Σώμα του Χριστού, στην Εκκλησία.

Σε αυτή τη συνάφεια, είναι πολύ σημαντικό να δούμε τα λόγια του Αποστόλου Παύλου στην Προς Εβραίους Επιστολή, στο ΙΑ(11)΄ κεφάλαιο στο 1,2. Εκεί υπάρχει ο ορισμός της πίστης: «Έστιν δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις». (Τα ελπιζόμενα είναι για εκείνον που εμπιστεύεται και πιστεύει στον Θεό, σαν να έχουν όντως γίνει). «πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων». (Και η πίστη, σ’ αυτή της τη μορφή, έχει τη δυνατότητα να ελέγξει αυτά που ακόμη δεν έχουν ειδωθεί). «Εν ταύτη γαρ εμαρτυρήθησαν οι πρεσβύτεροι». (Γιατί σε αυτήν την πίστη έλαβαν μαρτυρία οι πρεσβύτεροι). Μιλεί δηλαδή για προηγούμενους δούλους του Θεού.

Αλλού, ο Ιούδας λέει ότι «η πίστις άπαξ παρεδόθη τοις αγίοις» (μια φορά παραδόθηκε στους αγίους).

Και θα δούμε σε επόμενη κουβέντα, σχετικά με το ζήτημα τούτο, ότι η πίστη τελικά, και μάς οδηγεί στον Θεό, αλλά και από τον Θεό πηγάζει, και είναι λειτουργία του Αγίου Πνεύματος το να πιστεύει κανείς.

Πάντως, αυτή η πίστη οδηγεί στη σωτηρία, όταν δεν μένει στο πρώτο στάδιο της απλής ακοής. Στην Προς Ρωμαίους Επιστολή, ο Απόστολος Παύλος στο ι΄ κεφάλαιο, 13,14 λέει μεταξύ άλλων τα εξής: «Πας γαρ ος αν επικαλέσηται το όνομα Κυρίου, σωθήσεται». Γιατί, όποιος θα επικαλεσθεί, όποιος κι αν το επικαλεστεί το όνομα του Κυρίου θα σωθεί.

Και στη συνέχεια κάνει κάποια ερωτήματα: «Πώς ουν επικαλέσονται εις ον ουκ επίστευσαν;» (Πως θα επικαλεσθούν αυτόν στον οποίο δεν έχουν πιστέψει); «Πώς δε πιστεύσωσιν ού ουκ ήκουσαν;» (Πώς θα πιστέψουν σε κάποιον για τον οποίο δεν ακούσανε;) και «Πώς δε ακούσωσιν χωρίς κηρύσσοντος;» (Και πώς να ακούσουν, χωρίς να υπάρχει κάποιος που να τους έχει μιλήσει γι' αυτόν;)

Εδώ βλέπουμε ότι έχει σχέση ακόμη και με τη σωτηρία μας η πίστη στον Θεό. Η πίστη εξ ακοής, στη συνέχεια εμπιστοσύνη, και στο τρίτο στάδιο, η πίστη που γίνεται πίστη καρδιάς. Και αυτό είναι χάρισμα τού Θεού.

 

7. Από την πίστη στην ένωση τής γνώσης

Βέβαια, να σημειώσουμε στο χωρίο ετούτο, ότι η πίστη δεν σταματά στο σημείο της ακοής και της ψιλής γνώσης, διότι ο Ιάκωβος, στην Επιστολή του, στο β΄ κεφάλαιο, στίχο 19, μας λέει το εξής: «Συ πιστεύεις ότι εις εστιν ο Θεός; Καλώς ποιείς· και τα δαιμόνια πιστεύουσιν και φρίσσουσιν». Δηλαδή, ότι μια πίστη γνωσιολογικού περιεχομένου, την έχουν και τα δαιμόνια. Αυτό όμως δεν τα οδηγεί σε σχέση με τον Θεό — και κατ’ επέκτασιν, ούτε σε σωτηρία.

Τώρα, είναι πολύ σημαντικό, αυτό που ειπώθηκε, από την άποψη της συσχετίσεως τής πίστης με τη γνώση. Η γνώση, βέβαια, έχει και αυτή στάδια. Αλλά θα πρέπει να τη δούμε από πιο κοντά, μέσα από την ορθόδοξη χριστιανική προοπτική.

Είναι πολύ ενδιαφέροντα τα λόγια του Κυρίου, όπως καταγράφηκαν από τον Απόστολο Ιωάννη, στο 17ο κεφάλαιο του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου: «Αύτη δε εστιν η αιώνιος ζωή». (Αυτό συνιστά την αιώνια ζωή, και αυτό είναι τελικά η αιώνια ζωή:) το «γνώναί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν». Η αιώνια ζωή έχει σχέση με τη γνώση του αληθινού Θεού.

Η γνώση να μην θεωρηθεί ως ψηλός στοχασμός ή αντίληψη ιδιοτήτων του Θεού. Η γνώση είναι η ένωση με τον Θεό, και δεν δράζεται στο ότι κανείς απλώς αποκτά ζωή. Αποκτά τη ζωή του Θεού, γιατί ενώνεται με τον Θεό.

Ότι όντως έτσι χρησιμοποιείται το ρήμα «γινώσκω» και από την εβραϊκή γραφίδα και από την ελληνική ορολογία, προκύπτει και από τον τρόπο που μεταφράστηκε στην ελληνική το Γένεσις, κεφάλαιο 4, στίχος 1, όπου εκεί αναγράφεται πολύ χαρακτηριστικά ότι «ο Αδὰμ έγνω τὴν γυναίκα αυτού» και απέκτησε γιο. Το «γινώσκω» λοιπόν σημαίνει «ενώνομαι», και η ένωση με τον Παντοδύναμο είναι αυτή που μας δίνει τη ζωή, την όντως ζωή.

Είναι πολύ χαρακτηριστικά τα λόγια του Αποστόλου Πέτρου, ο οποίος μιλώντας ακριβώς γι’ αυτό το ζήτημα, στη Δευτέρα του Επιστολή, στο πρώτο κεφάλαιο, από τον στίχο 3, γράφει το εξής: «Ως πάντα ημίν τής θείας δυνάμεως αυτού τα προς ζωήν και ευσέβειαν δεδωρημένης», δηλαδή ότι η θεία Του δύναμη μας δίνει όλα εκείνα που αποσκοπούν στη ζωή και την ευσέβεια.

«Δια τής επιγνώσεως τού καλέσαντος ημάς ιδία δόξη και αρετή». Επειδή ακριβώς ενωνόμαστε με εκείνον που μας κάλεσε στη δική του δόξα και αρετή. Και η δόξα του είναι θεία δόξα.

Συνεχίζει: «Δι’ ων (δια των οποίων), τα τίμια και μέγιστα ημίν επαγγέλματα δεδώρηται». (Μας έχουν δοθεί οι πιο μεγάλες, οι πιο τίμιες και οι πιο πολύτιμες επαγγελίες), και καταλήγει στο στόχο: «ίνα (ώστε), δια τούτων γένησθε θείας κοινωνοί φύσεως». Να γίνεται, λέει, να γίνει η Εκκλησία, κάθε μέλος της Εκκλησίας, κοινωνός της θείας φύσεως, «αποφυγόντες τής εν τω κόσμω εν επιθυμία φθοράς».

Δεν λέει «διαφθοράς», όπως αναφέρει η μετάφραση του Βάμβα, λέει «φθοράς». Είναι η υπέρβαση της ανάγκης και της επιθυμίας. Η υπέρβαση της ανάγκης και της επιθυμίας, που μας οδηγεί στην υποταγή στη φθορά, είναι αυτά ακριβώς που μας χαρίζονται εν Χριστώ, στην οδό την Χριστιανική.

Συνεπώς, με αυτή την προοπτική, να επαναλάβουμε: Η πίστη είναι εμπιστοσύνη στον Θεό, είναι σχέση με τον Θεό, οδηγεί στην ένωση με τον Θεό, στην κοινωνία της φύσεως του Θεού, για να γίνουμε κοινωνοί της φύσεως του Θεού.

Ακριβώς ο Χριστός προσέλαβε τη δική μας φύση. Έγινε σάρκα λέει ο Ιωάννης. «Και ο Λόγος σαρξ εγένετο».

 

8. Πώς γινόμαστε "κοινωνοί Θείας Φύσεως"

Λοιπόν, το ερώτημα που τίθεται, και θα το δούμε στην προοπτική, είναι: Πώς ακριβώς γινόμαστε κοινωνοί θείας φύσεως, καθώς ο Λόγος γίνεται σάρκα, καθώς δηλαδή προσλαμβάνει τη δική μας φύση πάνω του. Αυτό το ερώτημα θα το απαντήσουμε την επόμενη φορά, όμως εδώ, σε αυτό το σημείο, να ορίσουμε τα όρια μέσα στα οποία θα κινηθούμε γενικώς. Δηλαδή τα όρια της θεολογικής, να το πούμε έτσι, διατύπωσης.

Με όσα είπαμε, τονίζουμε ότι εκείνοι που γνώρισαν τον Θεό προσωπικά μίλησαν για Αυτόν, χρησιμοποιώντας, λόγω της εποχής και του καιρού τους, έννοιες και λέξεις. Αυτές οι έννοιες και οι λέξεις δεν είναι αυτή καθεαυτή η πίστη στον Θεό· είναι περιγραφή της δικής τους εμπειρίας. Και μένουμε σε αυτή την εμπειρία για να πούμε ότι η θεολογία είναι ο λόγος του Θεού, που προέρχεται από τη διατύπωση που κάνει εκείνος που γνώρισε προσωπικά τον Θεό και Τον είδε.

Είδαμε λοιπόν μέχρι τώρα τα βήματα που φυσιολογικά ακολουθούνται για να γνωρίσει κανείς τον Θεό και να ασκήσει πίστη σε Αυτόν. Το πρώτο βήμα είναι η ακοή και το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Το δεύτερο είναι η πίστη, η εμπιστοσύνη δηλαδή που προέρχεται από το κήρυγμα, σε αυτό το Πρόσωπο, το οποίο είναι το κέντρο του κηρύγματος, και αυτό με τη σειρά του οδηγεί στη γνώση.

Η γνώση στην ουσία της όμως, όπως είδαμε, είναι η εμπειρία της ενώσεως. Είναι η εμπειρική γνώση και όχι μια γνώση διανοητική, εγκεφαλική, υποθετική. Αυτή λοιπόν η εμπειρία της ενώσεως ή η κοινωνία, οδηγεί τον άνθρωπο σε ένα δεύτερο επίπεδο πίστης, σε ένα δεύτερο επίπεδο σχέσης με τον Θεό.

 

9. Ποιος μπορεί να "Θεο-λογεί";

Και φτάσαμε στον όρο «θεολογία», δηλαδή τον λόγο περί Θεού.

Τίθεται λοιπόν το ερώτημα, επειδή ο όρος αυτός χρησιμοποιείται και σήμερα για να δηλώσει κάτι διαφορετικό ίσως: να δηλώσει την επιστήμη η οποία ασχολείται με τη γνώση για τον Θεό. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Έτσι άραγε περιγράφεται και από την Αγία Γραφή; Είναι αυτή η γνώμη και η εμπειρία της Εκκλησίας;

Θα λέγαμε ότι είναι δύο πράγματα αντιδιαμετρικά αντίθετα. Γιατί; Διότι κυρίως η Δύση, όταν απεκόπη από την κοινωνία, την εκκλησιαστική κοινωνία με τη γνήσια χριστιανοσύνη, προσπάθησε να βρει άλλες οδούς και διεξόδους για να προσεγγίσει τον Θεό.

Η θεολογία λοιπόν είναι ο λόγος περί Θεού. Και για να μιλήσει κανείς με ακρίβεια, όσο μπορεί και όσο αυτό είναι δυνατόν, το να μιλήσει δηλαδή κανείς για τον Θεό, προϋποθέτει την προσωπική, την εμπειρική θα λέγαμε, γνώση του Θεού, που δεν είναι τίποτε άλλο από την ένωση μαζί Του.

Την προϋπόθεση για αυτή την εμπειρική, την προσωπική γνώση, μας την αναφέρει ο Κύριος στην Επί του Όρους Ομιλία, την οποία διαβάζουμε από το πέμπτο κεφάλαιο του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου.

Διαβάζουμε τον στίχο 8: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται».

Παρατηρούμε δύο πράγματα: ότι καταρχήν κάποιοι μπορούν να δουν τον Θεό, να αποκτήσουν δηλαδή αυτή την προσωπική γνώση, την προσωπική εμπειρία, την προσωπική εμπειρική σχέση με τον Θεό. Το δεύτερο είναι ακριβώς η προϋπόθεση. Εκείνοι οι οποίοι είναι μακάριοι επειδή αποκτούν αυτή τη γνώση, είναι οι καθαροί την καρδία. Εκείνοι δηλαδή οι οποίοι έχουν καθαρίσει το αισθητήριο με το οποίο αποκτάται αυτή η εμπειρική γνώση, και το οποίο είναι η καρδία, ή αλλιώς όπως θα λέγαμε σήμερα, το κέντρο της προσωπικότητος. Προϋποτίθεται λοιπόν η καθαρότης της προσωπικότητος.

Επειδή αυτή παρέχεται μέσα από τα μέσα της χάριτος που υπάρχουν στην Εκκλησία, και επειδή η Δύση σε κάποια χρονική στιγμή απεσχίστη, τράβηξε το δικό της δρόμο, γι’ αυτό και όσοι βρέθηκαν να θεολογούν στη Δύση, μη έχοντας αυτές τις προϋποθέσεις και αποκομμένοι από την εμπειρική πια γνώση, την υποκατέστησαν με τρεις άλλες διεξόδους θα λέγαμε.

Η μία διέξοδος θεολογίας είναι ο σχολαστικισμός, η δεύτερη είναι δια του στοχασμού και της φιλοσοφίας, και η τρίτη είναι ο συναισθηματισμός.

Πράγματι, είναι τρία τα στάδια της πνευματικής ζωής: η κάθαρση της καρδιάς, δηλαδή του κέντρου της προσωπικότητας, με την τήρηση των εντολών του Θεού και τη ζωή μέσα στην Εκκλησία, είναι ο φωτισμός του νοός — και ο νους δεν είναι απλώς η διάνοια. Είναι η ενέργεια που έχει η ψυχή μας, η οποία ενέργεια όταν βρίσκεται μέσα στην καρδιά, πραγματικά επικοινωνεί με τον Κύριο, και περιγράφεται πολύ χαρακτηριστικά από τον Απόστολο Πέτρο, στη Δευτέρα Επιστολή του, στο πρώτο κεφάλαιο, στον στίχο 19, όπου λέει πολύ χαρακτηριστικά, αφού προηγουμένως έχει πει ότι υπάρχει προφητικός λόγος: λέει ότι στον προφητικό λόγο «καλά κάνετε και προσέχετε, σαν σε λυχνάρι που φέγγει σε αυχμηρό τόπο», δηλαδή τόπο σκοτεινό, κακοτράχαλο και κατηφορικό. Και μέχρι πότε είναι οδηγός ο προφητικός λόγος; «Έως ού ημέρα διαυγάση και φωσφόρος ανατείλη εν ταις καρδίαις υμών». Δηλαδή στις δικές σας τις καρδιές, γιατί ο ίδιος είχε αυτόν τον φωτισμό του φωσφόρου, που φέρνει το φως, και δεν είναι τίποτε άλλο παρά το Πνεύμα το Άγιο που υποσχέθηκε ο Κύριος. Και που με άλλα λόγια το είπε όταν εκφράστηκε για την τήρηση των εντολών του: «Και εάν τας εντολάς μου τηρήσητε, ελεύσομαι και μονήν παρά υμίν ποιήσω» (Εγώ και ο Πατέρας μου θα έρθουμε και θα κατοικήσουμε μέσα σας).

 

10. Παρανοήσεις περί Θεού, μη εχόντων εμπειρία Του

Λοιπόν, όποιος δεν έχει περάσει από αυτά τα στάδια της κάθαρσης της καρδιάς, του φωτισμού του Αγίου Πνεύματος και της ένωσης με τον Θεό στη δόξα Του — που, είπαμε προηγουμένως και στις επόμενες ομιλίες θα μιλήσουμε ακριβέστερα — οδηγείται σε παρερμηνεία των διατυπώσεων εκείνων που είχαν αυτή την εμπειρία, και φυσικά δεν καταλαβαίνει και πώς ενεργούνται και ενεργούν ορισμένες ιδιότητες τού Θεού. Παραδείγματος χάριν, μάς λέγεται από εκείνους που γνωρίζουν τον Θεό, ότι ο Θεός είναι πανταχού παρών. Εκείνος που δεν το γνωρίζει αυτό και θέλει να το προσεγγίσει στοχαστικά, μόνο με τη διάνοια και όχι με την όλη του προσωπικότητα, εν Αγίῳ Πνεύματι, μπορεί να γράψει λόγια όπως τα εξής που διαβάζω τώρα από ένα σύγγραμμα που έχω μπροστά μου, που λέει τα ακόλουθα: «Εφόσον ο Θεός είναι πρόσωπο», λέει αυτό το σύγγραμμα, «με πνευματικό σώμα, πρέπει να έχει τόπο όπου κατοικεί». Εδώ χρησιμοποιούν και ένα χωρίο. Και συνεχίζει η αναφορά μου: «Η Βίβλος μας λέγει ότι οι ουρανοί αποτελούν τον τόπο κατοικίας του Θεού», και χρησιμοποιούν το Α΄ Βασιλέων, κεφάλαιο 8, στίχος 43.

Συνεχίζει το κείμενο αυτό:

 «Επίσης μας λέγεται ότι ο Χριστός εισήλθε εις τον ουρανό, ώστε να εμφανισθεί ενώπιον τού προσώπου τού Θεού για εμάς» (Εβρ. θ: 24).

«Μερικοί άνθρωποι, επίσης, θα ανταμοιφθούν με ζωή στον ουρανό με τον Θεό και θα λάβουν πνευματικά σώματα. Τότε θα δουν τον Θεό καθώς είναι. Αυτό δείχνει, ότι ο Θεός είναι ένα πρόσωπο και ότι έχει ένα σώμα».

Λίγο παρακάτω λένε:

 «Αλλά κάποιος μπορεί να ρωτήσει: Εάν ο Θεός είναι ένα πραγματικό πρόσωπο, που κατοικεί σε έναν ορισμένο τόπο στον ουρανό, πώς μπορεί αυτός να βλέπει κάθε τι που συμβαίνει παντού;»

Βλέπετε, σε τι σχολαστικισμό οδηγούμαστε;

«Και πώς μπορεί η δύναμή του να γίνεται αισθητή σε κάθε μέρος του σύμπαντος;»

Και απαντούν:

«Το γεγονός ότι ο Θεός είναι πρόσωπο με κανέναν τρόπο δεν περιορίζει τη δύναμη και τη μεγαλοσύνη του».

Θα σας φάνηκε ίσως αυτό το κείμενο παράξενο, διότι εντοπίζει τον Θεό ως προς τον χώρο, ούτε λίγο ούτε πολύ, γνωρίζοντας ότι ο χωροχρόνος είναι ίδιον της ύλης. Και έτσι μεταβάλλουν τον Θεό σε υλικό κτίσμα.

Εν πάσῃ περιπτώσει, είναι πάρα πολύ χαρακτηριστικό, σε τι σχολαστικισμό οδηγείται κανείς, και παρερμηνεία και αποσπασματική θεώρηση της αληθείας και διαστρέβλωση, με αποτέλεσμα ποτέ να μη μπορέσει να βρει τη σωτηρία μέσα από μια τέτοια θεώρηση.

Αυτό το κομμάτι είναι από το βιβλίο «Μπορείτε να ζείτε για πάντα στον Παράδεισο στη Γη», σελίδα 37, των λεγομένων Μαρτύρων του Ιεχωβά.

Ένα άλλο κομμάτι που αναφέρεται σε μια άλλη ιδιότητα του Θεού λέει τα εξής:

«Η πρόγνωση, συνεπώς (η ίδια ομάδα στην οποία αναφερθήκαμε τα γράφει αυτά), αντιτίθεται σε όσα η Βίβλος πράγματι διδάσκει για τον Θεό. Αλλά το να περιοριστεί η γνώση του Θεού για το μέλλον, δεν υποσκάπτει τη μεγαλοσύνη του; Θα μπορούσατε να ρωτήσετε. Όχι, καθόλου». (συνεχίζει). Στην προς Τίτον επιστολή α΄2, για παράδειγμα, μαθαίνουμε ότι ο Θεός δεν μπορεί να ψευστεί. Μήπως το ότι δεν μπορεί να ψευστεί υποσκάπτει τη μεγαλοσύνη και την παντοδυναμία Του; Όχι. Μάλλον τονίζει την πιστότητά Του.

Ο Απόστολος Παύλος νουθέτησε τους χριστιανούς που είχαν χαριτωθεί με το χάρισμα της προφητείας, λέγοντάς τους...» (και εδώ χρησιμοποιούν το χωρίο  Α' Κορ. 14: 32-33, και έχουν τα εξής λόγια:) «τα πνεύματα τών προφητών υποτάσσονται στους προφήτας». Και συνεχίζει το κείμενο:

«Έτσι οι προφήτες δεν θα μιλούσαν αδιάκριτα, αλλά θα μιλούσαν και θα μοιράζονταν με τους άλλους το προφητικό τους μήνυμα με εύτακτο τρόπο. Το να το κάνουν αυτό θα απαιτούσε αυτοέλεγχο. Συνεπώς, λοιπόν, ο Θεός είναι επίσης ικανός να χρησιμοποιεί επιλεκτικά την πρόγνωσή Του».

Και συνεχίζει με αυτόν τον τρόπο: «ο Θεός ασκεί αυτοέλεγχο... Ο Θεός είναι επιλεκτικός... Ο Θεός περιορίζεται...» Και όλα αυτά, τα οποία βέβαια προκύπτουν μέσα από στοχασμούς, μέσα από ερωτήματα που καταλήγουν να γίνονται κωμικοτραγικά. Και, εν πάση περιπτώσει, αυτή είναι η κατάληξη εκείνων που δεν έχουν προσωπική γνωριμία με τον Θεό, τέτοια ώστε οι ιδιότητές Του να είναι σαφείς σ’ αυτούς. Διότι ο Θεός αποκαλύπτει τον εαυτό Του στους φίλους Του.

Ακόμη και οι δούλοι του Θεού δεν γνωρίζουν το θέλημά Του μέχρι να φτάσουν στο σημείο που πραγματικά να φωτιστούν από το Άγιο Πνεύμα.

 

11. Θεός απρόσιτος κι όμως τόσο κοντά μας!

Καταλήγοντας για σήμερα, ας μοιραστούμε ένα κομμάτι από τα λόγια του Επισκόπου Διοκλείας του Καλλίστου Γουέαρ, στο βιβλίο του "Ορθόδοξος Δρόμος":

«Τι ή ποιος είναι ο Θεός; Ο ταξιδιώτης στην πνευματική οδό, όσο μακρύτερα προχωρεί, αποκτά βαθμιαία συνείδηση δύο διαφορετικών γεγονότων: της ετερότητας και της εγγύτητας του αιώνιου. Στην πρώτη θέση αντιλαμβάνεται όλο και περισσότερο ότι ο Θεός είναι Μυστήριο. Ο Θεός είναι ο τελείως Άλλος, αόρατος, ασύλληπτος, τελείως υπερβατικός. Πέρα από όλα τα λόγια, πέρα από κάθε κατανόηση.

Ένας χριστιανός της Ορθόδοξης Παράδοσης θα συμφωνήσει με αυτό που τονίζουν οι Έλληνες Πατέρες, ότι «ένας θεός που είναι κατανοητός, δεν είναι Θεός». Ένας Θεός δηλαδή που απαιτούμε να τον καταλάβουμε εξονυχιστικά, με τις δυνατότητες του λογικού μας μυαλού, καταντάει να μην είναι τίποτε περισσότερο από ένα είδωλο, σχηματοποιημένο κατά τη δική μας εικόνα.

Ένας τέτοιος Θεός, οπωσδήποτε, δεν είναι ο αληθινός και ο ζωντανός Θεός της Αγίας Γραφής και της Εκκλησίας. Ο άνθρωπος είναι κατ’ εικόνα Θεού, αλλά το αντίθετο δεν αληθεύει.

Και όμως, στη δεύτερη θέση, αυτός ο Θεός του Μυστηρίου είναι ταυτόχρονα εξαιρετικά κοντά μας, γεμίζοντας όλα τα πράγματα, είναι παντού γύρω μας και μέσα μας. Είναι παρών όχι απλώς σαν μια ατμόσφαιρα ή μια ανώνυμη δύναμη, αλλά με έναν τρόπο προσωπικό.

Ο Θεός που είναι άπειρα πιο πέρα από την κατανόησή μας, μάς αποκαλύπτει τον εαυτό Του σαν πρόσωπο. Μας καλεί τον καθένα με το όνομά μας και εμείς Του απαντούμε. Ανάμεσα σε εμάς και τον υπέροχο αυτό Θεό, υπάρχει μια σχέση αγάπης, παρόμοια με εκείνη που υπάρχει ανάμεσα στον καθένα μας και στους άλλους που μας είναι πάρα πολύ αγαπητοί. Γνωρίζουμε τους άλλους ανθρώπους μέσω της αγάπης μας για αυτούς και μέσω της δικής τους για εμάς. Έτσι είναι και με τον Θεό.

Με τα λόγια του Νικολάου Καβάσιλα, "ο Θεός ο Βασιλιάς μας, είναι πιο στοργικός από κάθε φίλο, πιο δίκαιος από κάθε κυβερνήτη, πιο τρυφερός από κάθε πατέρα, πιο πολύ ένα μέλος από εμάς, απ' όσο τα ίδια μας τα μέλη, πιο αναγκαίος σ' εμάς από την ίδια την καρδιά μας".

Αυτοί, λοιπόν, είναι οι δύο πόλοι της εμπειρίας του ανθρώπου για τον Θεό: ο Θεός είναι και μακρύτερα από εμάς και κοντύτερα σε εμάς απ’ οτιδήποτε άλλο.

Και βρίσκουμε, παράδοξα, ότι αυτοί οι δύο πόλοι δεν αλληλοκαταργούνται. Αντίθετα, όσο πιο πολύ μας ελκύει ο ένας πόλος, τόσο πιο ζωντανά αποκτούμε αντίληψη του άλλου, ταυτόχρονα.

Προχωρώντας στην οδό —και η Χριστιανική πορεία είναι οδός πράγματι,— ο καθένας βρίσκει ότι ο Θεός γίνεται όλο και πιο οικείος και όλο και πιο μακρινός. Πολύ γνωστός και όμως άγνωστος. Πολύ γνωστός στο πιο μικρό παιδί, ακατανόητος στον πιο λαμπρό σχολαστικό θεολόγο. Ο Θεός κατοικεί σε «φως απρόσιτο», ενώ ο άνθρωπος βρίσκεται μέσα στην παρουσία Του με τρυφερή εμπιστοσύνη και Τον προσφωνεί σαν φίλο.

Ο Θεός είναι και τέρμα και αφετηρία. Είναι ο οικοδεσπότης που μας καλωσορίζει στο τέρμα του ταξιδιού, αλλά και ο σύντροφος που περπατάει δίπλα μας στο κάθε βήμα πάνω στην οδό.

Όπως το θέτει ο Νικόλαος Καβάσιλας, που είναι άγιος της Εκκλησίας μας: "Αυτός, ο Θεός, είναι και το πανδοχείο όπου ξεκουραζόμαστε για μια νύχτα και το οριστικό τέρμα του ταξιδιού μας. Μυστήριο και όμως πρόσωπο"».

Με αυτά τα λόγια του Επισκόπου Διοκλείας, ας σταματήσουμε για απόψε, ας τονίσουμε για άλλη μια φορά την τεράστια διαφορά που έχει η προσέγγιση των Ορθοδόξων θεολόγων, γνησίων θεολόγων, των Αγίων της Εκκλησίας, στο ζήτημα της πίστης και του προσώπου του Θεού, από την προσέγγιση που έχουν οι υπόλοιπες χριστιανικές ομολογίες —και τις επιπτώσεις που έχουν αυτές οι διαφορετικές προσεγγίσεις στη σχέση μας με τον Θεό, δηλαδή στη σωτηρία.

Σας ευχαριστούμε που μας παρακολουθήσατε. Ευχαριστούμε και τον Τάσο Παπαδόπουλο που είχε την επιμέλεια του ήχου.

Χαίρετε, και ο Θεός μαζί μας.

Εκφωνητές: Μιχάλης Μαυροφοράκης και Αγάπιος Ματσαγκούρας +.

Απομαγνητοφώνηση - Διαμόρφωση άρθρου: Ν. Μ. με τη βοήθεια Τ. Ν.

Δημιουργία αρχείου: 28-5-2025.

Τελευταία μορφοποίηση: 28-5-2025.

ΕΠΑΝΩ