Η ισότητα με τον Θεό και ο "αρπαγμός" * Ιησούς Χριστός: Το Α και το Ω * Οι υποστάσεις του Θεού στον Ζαχαρία
Κατά Σαβελλιανών και Αρείου και Ανομοίων Μέρος 1ο: Τα δύο αιρετικά άκρα που πολεμούν την Τριαδικότητα τού ΘεούΑνάλυση τής ομιλίας τού Αγίου Βασιλείου Μιχάλης Μαυροφοράκης
Απομαγνητοφώνηση από εκπομπή της Πειραϊκής
Εκκλησίας, της σειράς εκπομπών: "Ορθοδοξία και Αίρεση", του Β΄
Βιβλικού και των συνεργατών του.
|
Ομιλία Νο 187. (ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ // ΕΠΟΜΕΝΗ)
(Εκφωνήθηκε για πρώτη φορά: 14-11-1997).
Ακούστε την από την ΟΟΔΕ και σε ηχητικό αρχείο MP3
Αγαπητοί ακροαταί χαίρετε! Στη σημερινή εκπομπή θα εξετάσουμε το ζήτημα του Τριαδικού Θεού. Ένα ζήτημα στο οποίο έχουμε αφιερώσει αρκετές εκπομπές στο παρελθόν, έχουμε παραθέσει αρκετά χωρία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, αλλά επειδή είναι τόσο σημαντικό, (είναι το κέντρο της πίστεώς μας), γι’ αυτό το λόγο θα αρχίσουμε με τη σημερινή εκπομπή μία καινούργια διερεύνηση, χρησιμοποιώντας σαν οδηγό το κείμενο της ομιλίας "Κατά Σαβελλιανών και Αρείου και Ανομοίων" του Μεγ. Βασιλείου.
Εξετάζοντας το κείμενο αυτό, το οποίο εκφωνήθηκε ως ομιλία περί το 370 μ.Χ., θα μας δοθεί η ευκαιρία αφ’ ενός να υπενθυμίσουμε τα προβλήματα που υπήρχαν την εποχή εκείνη και τους λόγους που έκαναν τον Μέγα Βασίλειο να εκφωνήσει αυτή την ομιλία, και αφ’ ετέρου να διαπιστώσουμε πώς η επιχειρηματολογία που αναπτύσσει ο Μέγας Βασίλειος κατά την ομιλία αυτή, δίνει απάντηση και σε αντίστοιχες σημερινές αιρέσεις, αιρέσεις δηλαδή οι οποίες αλλοιώνουν Βιβλική διδασκαλία, την Χριστιανική διδασκαλία περί του Θεού. Πιο αναλυτικά, στην εποχή εκείνη υπήρχαν ορισμένοι αιρετικοί, οι οποίοι υπεστήριζαν ότι θεός είναι μονάχα ο Πατήρ. Ο δε Υιός, είναι κτίσμα, δημιούργημα δηλαδή του Πατρός, και ότι η φύση του Πατρός είναι διαφορετική από την φύση του Υιού, και βεβαίως και του Αγίου Πνεύματος. Κύριοι εκπρόσωποι αυτής της αιρετικής διδασκαλίας, ήταν κατ’ αρχήν ο Άρειος, και στη συνέχεια ο Ευνόμιος και οι οπαδοί του, οι οποίοι ονομάσθηκαν και Ανόμοιοι, από το ότι υπεστήριζαν ότι η ουσία του Πατρός, η φύση του Πατρός είναι «ανόμοια», είναι διαφορετική, από την φύση του Υιού. Όμως παράλληλα, υπήρχε και ο αντίποδας, το άλλο άκρο, που και αυτό συνιστούσε μεγάλη αίρεση, και αυτοί ήταν οι Σαβελλιανοί, που πήραν το όνομά τους από τον αιρεσιάρχη και πνευματικό τους ηγέτη τον Σαβέλλιο, και οι οποίοι ονομάζονταν επίσης και «Τροπικοί Μοναρχιανοί». Αυτοί υπεστήριζαν ότι ο Θεός είναι ένας, ένα πρόσωπο το οποίο άλλοτε εμφανίζεται ως ο Πατήρ, άλλοτε ως ο Υιός, και άλλοτε ως το Άγιο Πνεύμα. Θέλοντας λοιπόν ο Μέγας Βασίλειος να προστατέψει το ποίμνιο της Εκκλησίας από αυτά τα δύο αιρετικά άκρα, εξεφώνησε την ομιλία την οποία θα χρησιμοποιήσουμε ως οδηγό, και την οποία θα σχολιάσουμε στη συνέχεια της εκπομπής, και στις επόμενες εκπομπές αν ο Κύριος επιτρέψει. Ο Μέγας Βασίλειος ξεκινάει την ομιλία του, τονίζοντας αυτές τις δύο ακραίες τοποθετήσεις, που και οι δύο διαφέρουν από τη μέση οδό της αληθείας. Και σαν αρχή, για να μας δώσει ένα παράδειγμα, του πώς μπορεί να είναι δύο απόψεις εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, και ωστόσο και οι δύο να διαφέρον από την αλήθεια, μας λέγει τα εξής: «Ο Ιουδαϊσμός αντιμάχεται τον Ελληνισμό, και οι δύο μαζί αυτοί αντιμάχονταν τον Χριστιανισμό, όπως ακριβώς οι Αιγύπτιοι και οι Ασσύριοι υπήρχαν και μεταξύ των εχθροί, αλλά και με τον Ισραηλιτικό λαό». Εδώ βεβαίως, αναφέρει τον Ιουδαϊσμό και τον Ελληνισμό όχι με την Εθνική σημασία των λέξεων, αλλά με τη θρησκευτική. Και συνεχίζει: «Όπως και στην κακία, συμβαίνει η Δειλία και η Θρασσύτης να είναι αντίθετα μεταξύ των, ενώ και τα δύο προς την Ανδρεία. Περίπου τέτοιος είναι και ο πόλεμος που γίνεται και από τις δύο πλευρές, εναντίον της ορθότητας της ομολογίας. Από μεν τη μία πλευρά ο Σαβέλλιος, και από την άλλη αυτοί οι οποίοι κηρύσσουν την ανομοιότητα. Εμείς όμως, όπως αποφύγαμε τον Εθνισμό, και αποστραφήκαμε την πονηρή ειδωλολατρεία, και καταδικάσαμε την άθεη πολυθεΐα αυτών, έτσι αποφύγαμε και τη βλασφημία των Ιουδαίων, οι οποίοι αρνούνται τον Υιόν του Θεού, διότι φοβηθήκαμε την εξής απειλή: «Αυτός που θα με αρνηθεί εμπρός εις τους ανθρώπους, αυτόν εγώ θα τον αρνηθώ εμπρός εις τον Πατέρα μου εις τους ουρανούς». («Ως αν αρνήσητέ με έμπροσθεν των ανθρώπων, απαρνήσομαι αυτόν καγώ, έμπροσθεν του Πατρός μου του εν τοις ουρανοίς» - Ματθαίος 10/ι: 33). Το παράδειγμα λοιπόν που φέρει ο Μέγας Βασίλειος, είναι από τη μία πλευρά οι Ιουδαίοι, οι οποίοι πίστευαν ότι αληθινός Θεός είναι μονάχα ο Πατέρας, και γι’ αυτό τον λόγο απέρριψαν τον Υιό, και από την άλλη μεριά είναι οι Έλληνες, (ως θρησκεία, επαναλαμβάνουμε και πάλι), οι οποίοι δεν είχαν έναν Θεό, αλλά είχαν πολλούς θεούς, πίστευαν λοιπόν σε μια ειδωλολατρική πολυθεϊα. Και λέγει ο Μέγας Βασίλειος, ότι όπως μακράν της αληθείας ευρίσκοντο οι Ιουδαίοι, αλλά επίσης και οι Έλληνες, (έστω και αν η θέσεις των δύο ήταν αντίθετες μεταξύ τους), έτσι και στην περίπτωση των Αρειανών, δηλαδή των οπαδών του Αρείου, και των πνευματικών τους επιγόνων, των Ανομοίων, αλλά και των Σαβελλιανών, των οπαδών του Σαβελλίου, οι οποίοι μεταξύ τους έχουν εντελώς διαφορετικές και αντίθετες θέσεις, όμως και οι δύο βρίσκονται μακράν της αληθείας, η οποία υπάρχει και πιστεύεται μέσα στην Εκκλησία. Μέσα στην Χριστιανική Εκκλησία. Και λέγει στη συνέχεια ο Μέγας Βασίλειος: «Ας αποφύγωμεν λοιπόν τώρα, όπως είναι φυσικόν, και αυτούς οι οποίοι εφευρίσκουν ακόμη συγγενή μ’ αυτά επινοήματα, εναντίον της διδασκαλίας της αληθείας. Επειδή λοιπόν ο σοφός στο να πράττει το κακό διάβολος, είδε την αποξένωση των Χριστιανών από τον Εθνισμό αλλά και από τον Ιουδαϊσμό, και ότι αυτομάτως από τις ονομασίες είμαστε εχθροί προς αυτούς, με το να θέτει το όνομά μας στον καθέναν από αυτούς, προσπαθεί έτσι να επαναφέρει πάλι την Ιουδαϊκή άρνηση και την Εθνική πολυθεΐα». Εδώ μας λέγει το εξής ο Μέγας Βασίλειος: Κατ’ αρχήν η Χριστιανική Εκκλησία, διαχώρισε σαφώς τη θέση της και από τον Ιουδαϊσμό, και από τον Ελληνισμό. Και δεν διαχωρίσθηκε μόνον η θέση της, αλλά και διαφορετικό όνομα έλαβε. Οι μαθητές, (όπως αναφέρεται στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων), ονομάσθηκαν «Χριστιανοί». Επειδή όμως το όνομα το οποίο ήταν διαφορετικό ανάμεσα σ’ αυτές τις θρησκευτικές θέσεις, ξεκαθάριζε το τοπίο για κάποιον που ήθελε να ακολουθήσει τη Χριστιανική αλήθεια, γι’ αυτό ο Διάβολος, ο οποίος πάντοτε επιζητεί τρόπους να πλανήσει τους ανθρώπους, επινόησε το εξής: Προσπάθησε να θέσει το ίδιο όνομα, δηλαδή το όνομα των Χριστιανών, σ’ αυτές τις δύο αντίθετες με τον Χριστιανισμό τοποθετήσεις. Προσπάθησε δηλαδή να φέρει την Ιουδαϊκή άρνηση, αλλά και την Εθνική πολυθεϊα μέσα στη Χριστιανική Εκκλησία, και να τις ονομάσει με το Χριστιανικό όνομα, το όνομα των Χριστιανών. Και το εξηγεί στη συνέχεια ο Μέγας Βασίλειος λέγοντας: «Διότι οι μεν, με το να λέγουν ότι ο Μονογενής Υιός είναι έργον του Θεού και κτίσμα, (δηλαδή οι Αρειανοί), έπειτα να προσκυνούν και να θεολογούν δια της λατρείας της κτίσεως και όχι του Κτίστου, εισάγουν αυτομάτως τα δόγματα των Εθνικών (οι οποίοι είχαν ειδωλολατρεία). Οι δε, (δηλαδή οι Σαβελλιανοί), με το να αρνούνται τον Θεόν που εγεννήθη από τον Θεόν, και με το να αθετούν εμπράκτως και αληθινά την ύπαρξη, (διότι όπως και στην αρχή είπαμε, θεωρούν ότι δεν υπάρχει ως ξεχωριστό πρόσωπο ο Υιός, αλλά ότι είναι άλλη έκφραση, άλλος τρόπος έκφρασης του ενός Θεού), ανανεώνουν πάλι τον Ιουδαϊσμό. Διότι πράγματι, όταν ομολογούν τον Λόγο, τον παρουσιάζουν με τον ενδιάθετο λόγο. Και όταν λέγουν «Σοφία», εννοούν ότι είναι ομοία με την κατάσταση που υπάρχει στην ψυχή των μορφωμένων. (Διότι πράγματικά οι Σαβελλιανοί, μ’ αυτό τον τρόπο θεωρούσαν ότι πρέπει να εννοηθεί ο Υιός και Λόγος του Θεού. Ότι είναι ο «ενδιάθετος λόγος», δηλαδή ο «εσωτερικός λόγος» του Πατρός, και επομένως δεν έχει ξεχωριστή ύπαρξη, δεν είναι ξεχωριστό πρόσωπο). Και δια τούτο, (όπως λέγει στη συνέχεια), ταυτίζουν το πρόσωπο του Πατρός και του Υιού, αφού και ένας άνθρωπος λέγεται, διότι δεν διαιρείται από τον Λόγο και την Σοφία που υπάρχουν σ’ αυτόν». Πραγματικά, ο άνθρωπος θεωρείται ένα πρόσωπο, μία ύπαρξη, μία προσωπικότητα, έστω και αν έχει διαφορετικό λόγο και σοφία. Στη συνέχεια όμως, αντιπαραθέτει ο Μέγας Βασίλειος, τη Χριστιανική διδασκαλία, τη διδασκαλία που πιστεύεται ανά τους αιώνες από τη Χριστιανική Εκκλησία και εκτίθεται στην Αγία Γραφή. «Και όμως, (λέγει), ο Ευαγγελιστής ευθύς εξ’ αρχής εις το προοίμιο, βοά: «Και Θεός ην ο Λόγος» (Ιωάννης 1/α: 1). Αποδίδοντας ιδίαν ύπαρξη εις τον Υιό. Διότι, αν εις την καρδίαν υπήρχε λόγος, πώς θα μπορούσε να εννοηθεί Θεός; Πώς θα μπορούσε να υπάρξει «πλησίον» εις τον Θεόν; Διότι ο Ευαγγελιστής λέει ότι «ο Λόγος ην προς τον Θεόν». (Ο Λόγος ήταν πλησίον εις τον Θεόν). Επειδή ούτε ο λόγος που είναι στον άνθρωπο είναι άνθρωπος, ούτε λέγεται ότι είναι «πλησίον» σε αυτόν, αλλά «μέσα» σε Αυτόν. Διότι ούτε ζει, ούτε υπάρχει. Ο Λόγος όμως του Θεού, είναι ζωή και αλήθεια». (Στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον 14/ιδ: 6 διαβάζουμε: «Λέγει προς αυτόν ο Ιησούς: Εγώ ειμι η οδός, και η αλήθεια και η ζωή». Αυτό το χωρίο παραθέτει και στον λόγο του ο Μέγας Βασίλειος). Και λέγει στη συνέχεια τα εξής: «Ο δικός μας λόγος, από τη στιγμή που επροφέρθη δεν υπάρχει. Ενώ περί του Λόγου του Θεού, τι λέγει ο Ψαλμός; «Ο λόγος σου Κύριε, παραμένει αιωνίως εις τον ουρανόν».». («Εις τον αιώνα Κύριε ο λόγος σου διαμένει εν τω ουρανώ» - Ψαλμός ριη/118: 89 κατά τους Ο’). Είδαμε λοιπόν, ότι ο Μέγας Βασίλειος στον «Κατά Σαβελλιανών και Αρείου και Ανομοίων» λόγο του, παραλληλίζει τους Σαβελλιανούς με τους Ιουδαίους, και θεωρεί ότι με το προκάλυμμα του Χριστιανικού ονόματος εισάγεται και πάλι η Ιουδαϊκή πλάνη μέσα στην Εκκλησία. Κάνει δε αυτόν τον παραλληλισμό, διότι οι Ιουδαίοι θεωρούσαν ότι ο Θεός είναι ένα μόνο πρόσωπο, μία προσωπική ύπαρξη, για δε τον Υιό απέρριπταν εντελώς την ύπαρξή του. Το ίδιο λοιπόν πράγμα έκαναν και οι Σαβελλιανοί, διότι θεωρούσαν ότι ο Λόγος είναι ο «ενδιάθετος λόγος», και η Σοφία είναι η σοφία την οποία μπορεί να έχει ένας άνθρωπος, και εφ’ όσον ταύτιζαν τις έννοιες «λόγος» και «σοφία» με τις αντίστοιχες έννοιες που βλέπει κανένας στην ανθρώπινη ύπαρξη, και που βεβαίως δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ξεχωριστές υπάρξεις από τον άνθρωπο που τις φέρει, γι’ αυτό λοιπόν τον λόγο, κάνει αυτόν τον παραλληλισμό ο Μέγας Βασίλειος των Σαβελλιανών με τους Ιουδαίους. Όμως η Αγία Γραφή είναι σαφής. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, διδάσκει ήδη από το προοίμιο του Ευαγγελίου του, την σωστή τοποθέτηση, την σωστή πίστη, γύρω από το πρόσωπο του Υιού: Ότι ο Λόγος είναι Θεός. Και ο Λόγος αυτός, ήδη στην αρχή ήταν πλησίον του Θεού. Έχουμε λοιπόν σαφέστατα μία ξεχωριστή ύπαρξη. Κάτι που δεν ισχύει σε καμία περίπτωση για τον ανθρώπινο λόγο και την ανθρώπινη σοφία. Παράλληλα, παρατηρεί πως ο Λόγος, ο Λόγος του Θεού, ως ξεχωριστή ύπαρξις παραμένει αιωνίως, όπως αναφέρει και ο Ψαλμωδός. Στην περίπτωση όμως του ανθρώπου, ο ανθρώπινος λόγος μόλις εκφωνηθεί χάνεται. Παύει να υπάρχει. Αυτά λοιπόν, αναφορικά με τους Σαβελλιανούς προς το παρόν. Είναι ώρα όμως, να δούμε και την άλλη πλευρά, την πλευρά των Αρειανών. Λέγει στη συνέχεια ο Μέγας Βασίλειος: «Και απ’ εδώ μεν, αυτός ο πόλεμος. Από δε την άλλη πλευρά, τι λογής, και ποιος είναι ο αγώνας εναντίον της αληθείας; Αποδέχονται μεν, (οι Αρειανοί) την ύπαρξιν, (την ύπαρξη του Λόγου), και συμφωνούν ότι ξεχωριστό πρόσωπο είναι ο Υιός, και ξεχωριστό πρόσωπο ο Πατήρ. Παρεισάγουν όμως ανομοιότητα εις την φύσιν. Και αποδέχονται το όνομα του Υιού μόνον ως προς την λέξιν. Εις δε την πραγματικότητα όμως, κατεβάζουν τον Λόγο εις τα κτίσματα, χωρίς να ντρέπονται τον Λόγο του Κυρίου, ο Οποίος δεικνύει εκ των προτέρων τον εαυτόν Του, εις αυτόν που επείγεται να ιδεί τον Πατέρα. Διότι, αυτός λέγει, που έχει δει εμέ, έχει δει τον Πατέρα («Ο εωρακώς εμέ, εώρακε τον Πατέρα» – Ιωάννης 14/ιδ: 9). «Ο λόγος αυτός, γι’ αυτούς που σκέπτονται σωστά, αποστομώνει και τις δύο βλασφημίες. Διότι δεν λέει ότι ο εαυτός Του είναι ο Πατήρ. Ολοφάνερα βέβαια εδώ, ξεχωρίζει τα πρόσωπα με το να λέγει: «Αυτός που έχει δει εμέ». («ο εωρακώς εμέ»). Διότι μ’ αυτό, φανερώνει το δικό Του πρόσωπο. Ενώ με το «έχει δει τον Πατέρα», («εώρακε τον Πατέρα»), το αναφέρει στο Πατρικό πρόσωπο. Και το διακρίνει ξεκάθαρα από τον εαυτό Του, και με το να λέγει: «Εάν με είχατε γνωρίσει, θα είχατε γνωρίσει και τον Πατέρα.(«ει εγνώκητέ με, και τον Πατέρα μου είδητε αν»). Αυτά λοιπόν δεν φανερώνουν σύγχυση των προσώπων, αλλά το απαράλλακτον της Θεότητος παρουσιάζουν. Όμως ας ακούσουν τον ίδιο λόγο και οι αντίθετοι. Ότι δηλαδή αυτός που καταξιώθηκε να έχει κοινωνία με τον Υιό, δεν έχει αποστερηθεί την κοινωνία με τον Πατέρα. Διότι ο γονεύς δεν εγέννησε διάφορον, αλλά τέτοιον που είναι ο ίδιος. Ας ακούσει ο Ανόμοιος: «Εγώ και ο Πατέρας μου είμεθα ένα». («Εγώ και ο Πατήρ έν εσμέν» - Ιωάννης 10/ι: 30). Άκουσε κι εσύ Σαβέλλιε: «Εγώ εβγήκα από τον Πατέρα και προς Αυτόν πηγαίνω» (Ιωάννης 16/ιστ: 28). Και ο καθένας από εσάς, το δικό του τραύμα ας θεραπεύσει, με την Ευαγγελική διδασκαλία. Κι εσύ μεν να θεωρείς την ενότητα εις το απαράλλακτον της φύσεως, εσύ δε το: «από Αυτόν εβγήκα και προς Αυτόν πηγαίνω», («απ’ αυτού εξήλθον και προς αυτόν πορεύομαι»), στα διαφορετικά πρόσωπα. Ας συμφωνήσουμε λοιπόν σ’ αυτά, και ας ειρηνεύσουμε, και ας καταπαύσουμε τον μακρό πόλεμο εναντίον της πίστεως, αφού πετάξουμε τα ακονισμένα όπλα της ασεβείας, και μετατρέψουμε «τις λόγχες σε αλέτρια, και τας μαχαίρας σε δρεπάνια». (Είναι παραπομπή, από το βιβλίο του Ησαϊα 2/β: 4). Είδαμε λοιπόν μέχρι τώρα τα πρώτα επιχειρήματα του Μεγάλου Βασιλείου εναντίον του Αρείου και των Ανομοίων από τη μία πλευρά, και του Σαβελλίου και των οπαδών του από την άλλη. Λέγει λοιπόν στη συνέχεια, (αφού προηγουμένως τους προέτρεψε έχοντας εκθέσει αυτά τα πρώτα επιχειρήματα και τις αποδείξεις της πλάνης των, για να επιστρέψουν στην αλήθεια), λέγει τα εξής: «Μήτε συ να λέγεις «μόνος», αλλά να ακολουθείς αυτόν που λέγει: «Δεν είμαι μόνος, διότι ο Πατήρ που με απέστειλε είναι μαζί μου». («ουκ ειμί μόνος, ότι ο πέμψας με Πατήρ μετ’ εμού εστιν» -Ιωάννης 8/η: 16). Και εδώ απευθύνεται προς τους Σαβελλιανούς, οι οποίοι έλεγαν ότι Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα, δεν είναι τρία διαφορετικά πρόσωπα, αλλά είναι ένα πρόσωπο που εμφανίζεται με διαφορετικούς τρόπους, σε διαφορετικές περιστάσεις και στιγμές. Και σχολιάζοντας το χωρίο, το οποίο είναι βέβαια αυτονόητο, λέγει τα εξής: «Άλλος λοιπόν είναι ο Πατήρ που απέστειλε, και άλλος είναι ο Υιός που απεστάλλει. [Το χωρίο που (επαναλαμβάνουμε), λέγει: «Δεν είμαι μόνος, διότι ο Πατήρ που με απέστειλλε, είναι μαζί μου». Και πάλι, εγώ (λέγει), δίδω μαρτυρίαν για τον εαυτό μου, και δίδει μαρτυρία δι’ εμέ, ο Πατήρ που με απέστειλε». (Εγώ μαρτυρώ περί εμαυτού, και μαρτυρεί περί εμού, ο πέμψας με Πατήρ. -Ιωάννης 8/η: 18). «Και εις τον Νόμον σας, (λέγει), είναι γραμμένο, ότι η μαρτυρία δύο ανθρώπων είναι αληθινή». («Εν τω νόμω τω ημετέρω γέγραπται, ότι δύο ανθρώπων η μαρτυρία αληθής εστίν». -Ιωάννης 8/η: 17), «Εάν θέλεις, αρίθμησε και τα πρόσωπα. Εγώ (λέγει), είμαι αυτός που μαρτυρεί, (ένας), και δίδει μαρτυρία δι’ Εμέ, Αυτός που με απέστειλλε» (δύο). (Ιωάννης 8/η: 18). «Και δεν είμαι εγώ, (λέγει ο Μέγας Βασίλειος), αυτός που αριθμεί με τόλμη, αλλά ο Ίδιος ο Κύριος εδίδαξε, με το να πει: Εις τον νόμον σας είναι γραμμένο, ότι η μαρτυρία δύο ανθρώπων είναι αληθινή». Όπως είδαμε και προηγουμένως, είναι χωρίο που βρίσκεται στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, 8/η: στίχο 17). Αυτά λοιπόν, όσον αφορά την πλάνη του Σαβελλίου και των οπαδών του, οι οποίοι όπως είπαμε και προηγουμένως, υποστήριζαν ότι δεν υπάρχουν τρία πρόσωπα στη Θεότητα, αλλά ότι είναι ένα και μοναδικό πρόσωπο που εμφανίζεται με διαφορετικούς τρόπους. Και με αυτό τον τρόπο, έκαναν τους εαυτούς τους πνευματικά παιδιά των Ιουδαίων, οι οποίοι δέχονταν τον Θεό ως ένα μόνο πρόσωπο, και απέρριπταν την ύπαρξη του Υιού. Έρχεται στη συνέχεια και στην αντίπερα όχθη της πλάνης, που εκφράζεται από τον Άρειο και τους οπαδούς του. Λέγει: «Κι εσύ δε, που κατ’ άλλον τρόπον της ασεβείας θεομαχείς, με το να λέγεις ότι ο Υιός είναι ανόμοιος κατά την φύση με τον Θεό, με το να μη αποδίδεις την ισότητα, με το να διαιρείς την ζωή, να εντραπείς τον Παύλο που λέγει: «Αυτός είναι εικών του αοράτου Θεού». («Ος εστιν εικών του Θεού του αοράτου» - Κολοσσαείς 1/α: 15). «Και να αποδώσεις προς την ζωντανή εικόνα, το απαράλλακτο προς την αρχέτυπη ζωή. Να ομολογείς ότι ο Πατήρ δεν είναι δημιουργός Υιού κτιστού, και δια της αληθινής ομολογίας του Πατρός, να αποδώσεις την ομοτιμίαν του γεννηθέντος προς Αυτόν, αφού ενθυμηθείς τη μαρτυρία του Ευαγγελιστού, ότι τον Θεό αποκαλούσε Πατέρα Του, κάνοντας τον εαυτό του, ίσον με τον Θεόν. («ότι πατέρα έλεγεν εαυτού τον Θεόν, ίσον εαυτόν ποιών τον Θεόν» -Ιωάννης 5/ε: 18). «Η εξίσωσις με τον γεννήτορα, εννοείται κατά την φύση, και όχι κατά τη σύγκριση σωματικού μεγέθους. Πώς λοιπόν, δεν εθεώρησε σαν αρπαγμό, το ότι ήταν ίσος προς τον Θεό, εάν ουδέποτε ήτα ίσος, όπως εσύ βλασφημείς;» Υπενθυμίζουμε ότι το χωρίο είναι από την Προς Φιλιππισίους Επιστολή του αποστόλου Παύλου, 2/β: 6, και τονίζουμε ότι το χωρίο αυτό αποδίδεται εσφαλμένα από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, στη μετάφρασή τους, στη Μετάφραση Νέου Κόσμου, οι οποίοι ενστερνίζονται και ακολουθούν τις απόψεις του Αρείου σ’ αυτό το ζήτημα. Επειδή αυτό το χωρίο μας λέγει ότι ο Υιός ήταν ίσος προς τον Πατέρα, και ότι αυτό δεν το θεώρησε ότι ήταν απόρροια αρπαγής, αλλά ήταν φυσική συνέπεια, το ότι ήταν Υιός του Πατρός, γι’ αυτό τον λόγο αλλοιώνουν στη μετάφρασή τους το νόημα αυτού του σημαντικού χωρίου, έτσι ώστε να ταιριάξει στις δογματικές τους θέσεις, και να μην εκθέτει την πλάνη τους στους οπαδούς τους οι οποίοι διαβάζουν τη «Γραφή» αυτή που τους έχουν ετοιμάσει. Αυτό λοιπόν τον λόγο, τον αναφέρει και ο Μέγας Βασίλειος, σαν επιχείρημα εναντίον του Αρείου και των Ανομοίων, λέγοντας: «Πώς λοιπόν Αυτός, που σύμφωνα με τον ισχυρισμό σου, ουδέποτε ήταν όμοιος, είχε μορφή Θεού;» (Διότι στο ίδιο χωρίο αναφέρεται ο Υιός ως «εν μορφή Θεού υπάρχων», δηλαδή είχε μορφή Θεού, ήταν δηλαδή Θεός, και στη συνέχεια έλαβε δούλου μορφή, δηλαδή έλαβε μορφή ανθρώπου. Όπως λοιπόν ο Υιός έλαβε ανθρώπινη φύση, έτσι κατά το χωρίο που μόλις αναφέραμε, από την προς Φιλιππισίους επιστολή κεφάλαιο 2/β, είχε Θεία φύση, φύση Θεού, την Θεϊκή φύση. Με αυτά λοιπόν τα επιχειρήματα, δίνει απαντήσεις και αποστομώνει και τις δύο παρατάξεις των αιρετικών. Και λέγει τα εξής: «Αλλά ο πόλεμος εναντίον μας, και από τη μία, και από την άλλη πλευρά, τέτοιος είναι. Ποια όμως είναι η αλήθεια; Να μη φοβάσαι ούτε συ την ομολογία των προσώπων, αλλά να λέγεις Πατέρα, να λέγεις και Υιόν χωρίς να αποδίδεις δύο ονόματα σε ένα πράγμα, αλλά από το κάθε όνομα να διδάσκεσαι ξεχωριστή έννοια. Ούτε πάλι εσύ, να θεωρήσεις λαβή προς την ασέβεια, την διάκριση των προσώπων. Διότι αν και είναι δύο ως προς την αρίθμηση, όμως ως προς την φύση, δεν είναι ξεχωριστά. Ούτε αυτός που λέγει «δύο», εισάγει αποξένωση. Ένας Θεός, και μάλιστα Πατήρ. Ένας Θεός δε και ο Υιός. Και όχι δύο θεοί. Επειδή ο Υιός έχει ομοιότητα με τον Πατέρα. Δεν βλέπω δηλαδή άλλη Θεότητα στον Πατέρα και άλλη στον Υιό, Ούτε άλλη φύση εκείνη, και άλλη φύση αυτή. Για να γίνει μεγαλυτέρα προς χάριν σου η δυότης των προσώπων, να αριθμήσεις ξεχωριστά τον Πατέρα, και ξεχωριστά τον Υιό. Για να μην πέσεις όμως στην πολυθεΐα, να ομολογείς, ότι μία είναι η ουσία, (η φύσις δηλαδή), και εις τους δύο». Αυτά λοιπόν, ως προς την ομολογία της υγιαινούσης διδασκαλίας, αλλά και στην επιχειρηματολογία εναντίον της πλάνης των δύο άκρων αυτών των αιρέσεων.
Απομαγνητοφώνηση Ν. Μ. |
Δημιουργία αρχείου: 11-10-2010.
Τελευταία μορφοποίηση: 26-10-2019.