|
Σχέση ουσίας και ενεργειών * Τι είναι οι Ενέργειες και ποια η σχέση τους με την Ουσία * Ενότητα Ουσίας και Ενεργείας. - Και το αΐδιο θείο θέλημα και προορισμός * Θείες αΐδιες (άναρχες) ενέργειες * Πώς ο Πατήρ ενεργεί με τις Άκτιστες Ενέργειές Του στην κτίση
Η ενέργεια τού Θεού στον κόσμο Η ταύτιση ουσίας και ενεργειών τού Θεού έχει αιρετικές συνέπειες Π. Ι. Ρωμανίδης
Πηγή: Μετάφραση στη Δημοτική τμήματος τού Β΄ Κεφαλαίου τού βιβλίου: "Το προπατορικό αμάρτημα". |
Οι Σχολαστικοί (και ουκ ολίγοι Προτεστάντες)167, προσπαθώντας δήθεν να προφυλάξουν φιλοσοφικά την απλότητα της θείας φύσης και να διατηρήσουν συνάμα ακέραιη τη μεταξύ Θεού και κόσμου διάκριση, ταυτίζουν μεν την ενέργεια του Θεού με την ουσία Του, αναγκαστικά από την άλλη, εκλαμβάνουν την προνοητική ενέργεια και σωστική χάρη του Θεού προς τον κόσμο ως κτιστή168. Ο Θεός δεν ενεργεί μέσα στον χρόνο μέσω της δικής Του άκτιστης ενέργειας, διότι, αφού ουσία και ενέργεια στο Θεό είναι το ίδιο, αυτό θα σήμαινε ότι ο Θεός έχει ουσιαστική σχέση με τα κτίσματα, οπότε ή ο κόσμος προέρχεται από τη θεία ουσία, και επομένως είναι άναρχος, ή ο Θεός υπόκειται σε αλλαγές στη θεία Αυτού φύση169.
«Ει κατά τους των εναντίων λήρους και τους κατ' αυτούς φρονούντας, μηδέν διαφέρει της θείας ουσίας η θεία ενέργεια, και το ποιείν, ό της ενεργείας εστί, κατ' ουδέν διοίσει του γεννάν και εκπορεύειν, ά της ουσίας εστί. Ει δε το ποιείν του γεννάν και εκπορεύειν ου διενήνοχε, και τα ποιήματα κατ' ουδέν διοίσει του γεννήματος και του προβλήματος· ει δε τουθ' ούτως έχει κατ' αυτούς, ό τε του Θεού Υιός και το Πνεύμα το Άγιον, κατ' ουδέν διοίσει των κτισμάτων, και τα κτίσματα πάντα έσται του Θεού, και Πατρός γεννήματά τε και προβλήματα, και θεοποιηθήσεται η κτίσις, και ο Θεός συντάξεται τοις κτίσμασι»170. Για να αποφύγουν οι Δυτικοί τις συνεπείας αυτές αναγκάζονται να παραδεχθούν μία περί Θεού διδασκαλία παρόμοια με την Ελληνική φιλοσοφία171, ισχυριζόμενοι ότι πραγματική σχέση κατά την άκτιστη Αυτού ενέργεια και χάρη δεν έχει προς τον κόσμο ο Θεός172. Οι επαφές του Θεού με οτιδήποτε αναφέρονται επομένως μόνο στις σχέσεις εντός της θείας ουσίας, οι οποίες λέγονται, κατ' αυτούς, πρόσωπα173. Η μέθοδος των Σχολαστικών είναι τόσο αντι-ευαγγελική, ώστε αυτοί φθάνουν μέχρι την άρνηση της πραγματικής θείας αγάπης προς τον εν χρόνω κόσμο174. Μάλιστα η λέξη αγάπη του Αποστολικού χωρίου «η αγάπη του Θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών…»175 εκλαμβάνεται ως κτιστή χάρη, δηλαδή η αγάπη του Θεού προς τους Χριστιανούς θεωρείται ως κτίσμα176. Όλα αυτά λόγω της επιμονής στην ταύτιση της θείας ουσίας και ενέργειας, παρά την προσπάθεια να αποφευχθή ο πασιφανής πανθεϊσμός177. Αφού κατά τον Θωμά τον Ακινάτη η άκτιστη δημιουργική πρόνοια είναι μόνο της θείας ουσίας και η εκτελεστική πρόνοια είναι κτιστή, συνεπάγεται ότι ο Θεός ενεργεί στον κόσμο όχι απ’ ευθείας άλλα δια κτιστών μέσων178. Ο κόσμος αυτός κυβερνάται από δευτερεύοντα αίτια, τα οποία μετέχουν στην πρώτη αιτία με τρόπο απεικονισματικό, όπως συμβαίνει π. χ. με τον φυσικό νόμο179. Συνεπώς ο Θεός είναι ο εν κόσμω και χρόνω κυβερνήτης όχι κατά την δική Του άκτιστη ενέργεια, αλλά κατά το ότι στην ουσία και στην πρόγνωσή Του τα πάντα ρυθμίστηκαν προαιωνίως180 μέχρι και αυτά τα θαύματα181. Εντός των πλαισίων των σχολαστικών προϋποθέσεων που αναφέρθηκαν για την θεία φύση και ενέργεια δεν έχουν καμία θέση οι βιβλικές διηγήσεις για τις πολυποίκιλες, πραγματικές και άμεσες ενέργειες του Θεού μέσα στον κόσμο και μέσα στην Εκκλησία. Οι κατά τη θεία Ευχαριστία και μέσα στα μυστήρια απειράριθμες και άμεσες ενέργειες του Αγίου Πνεύματος όχι μόνο δεν έχουν θέση στο παραπάνω περιγραφέν σχολαστικό σχήμα ιδεών, αλλά σύμφωνα με τις σχολαστικές περί Θεού προϋποθέσεις είναι εντελώς αδύνατες. Για αυτό εξηγώντας ο Θωμάς ο Ακινάτης πώς το Άγιο Πνεύμα μπορεί να κατοικεί στους πιστούς γράφει ότι κάθε άνθρωπος είναι από τη φύση του ναός του Θεού, αφού «το λογικόν κτίσμα μέσω της λειτουργίας της γνώσης και αγάπης φθάνει τον ίδιο τον Θεό»182, δηλαδή, ο άνθρωπος είναι φύσει ναός του Θεού, επειδή έχει νου. Το Πνεύμα του Θεού κατοικεί στους πιστούς κατά ιδιαίτερο τρόπο μόνο, εφόσον αυτό γίνεται δια κτίστης θείας Χάριτος183.
Ο Πατήρ μου έως άρτι εργάζεται184 Η διάκριση μεταξύ άκτιστης εν τη θεία ουσία προνοίας και κτίστης εκτελεστικής (ή κυβερνητικής) προνοίας είναι εντελώς ξένη προς τη βιβλική σκέψη. Μεταξύ Θεού και κόσμου δεν υπάρχει κτιστός φυσικός νόμος, διότι ο ίδιος ο Θεός κυβερνά και συντηρεί τα πάντα185. Εάν στην φύση παρατηρείται σταθερότητα φυσικών φαινομένων, αυτό δεν οφείλεται σε κάποιο φυσικό νόμο, σε κάποιο είδος ειμαρμένης, αλλά απεναντίας οφείλεται στη σταθερή θέληση και πιστή ενέργεια του Θεού186. Έτσι ο Θεός ενεργεί όχι αναγκαστικά και κατ' ουσίαν, αλλά κατά ελεύθερη βούληση187. Ο Θεός, επομένως, δεν κάνει θαύματα μέσω της εισβολής του υπερφυσικού στο φυσικό ή μέσω της άρσης των δήθεν υπ' Αυτού θεσπισθέντων αιωνίων νόμων188. Αφού μόνος Του κυβερνά τα πάντα κατά την άκτιστη ενέργεια Του και όχι κατ' ουσίαν, δεν δίνει λόγο για τα θαύματά Του σε καμία ανάγκη που δήθεν δημιουργήθηκε απ' Αυτόν. «Ημείς δε και Θεό ομολογούμεν… και προνοία τα πάντα διοικείσθαι επιστάμεθα, αλλ’ υπ' αυτού μόνου»189. Ο Θεός ούτε κτίζει, ούτε προνοεί με κτιστά μέσα. Η ενέργεια του Θεού μέσα στον κόσμο είναι πραγματική και άμεση190. Η θεία πρόνοια κατά την Αγία Γραφή και τους Πατέρας είναι αφενός μεν άκτιστη και κυβερνητική μέσα στο χρόνο ενέργεια του Θεού191, αφετέρου δε δημιουργική192. «Η χειρ δε η πλάσασα τότε τον Αδάμ, και αύτη και νυν και αεί τους μετ' εκείνον πάλιν πλάττει και διασυνίστησι»193. Ο κόσμος δημιουργήθηκε από το μηδέν και σ’ αυτόν νέα οντά συνεχώς δημιουργούνται194. «Ο Πατήρ μου έως άρτι εργάζεται». Η συντήρηση, σωτηρία και ανακαίνιση του κόσμου είναι επέκταση195 της δημιουργικής ενέργειας του Θεού, ο Οποίος εν Χριστώ και εν Πνεύματι Αγίω οδηγεί προς την τελειότητα τα πάντα. Η δημιουργική Πρόνοια όμως δεν ταυτίζεται με τη Σωστική ενέργεια του Θεού, διότι αυτό θα σήμαινε απόλυτο προορισμό, δηλαδή, αυτόματη σωτηρία των πάντων, ή σωτηρία κάποιων από τους ανθρώπους και απώλεια των άλλων196.
Σημείωση 167. C. Welch, In This Name, New York 1952· E. L. Μascall, όπως παραπάνω. Αυτός ταυτίζει θεία ουσία και ενέργεια και παράλογα κατηγορεί τους Ανατολικούς Πατέρες για πανθεϊσμό. Δες σελ. 131, 185. 168. Summa Theologica, μέρ. Α΄, κεφ. 22, αρθ. 1, απόκριση β΄· αρθ. 3· κεφ. 43, αρθ. 3, απόκ. 1· κεφ. 103, αρθ. 6· κεφ. 110, αρθ. 2, απόκ. 3. 169. Δες παραπάνω σελ. 44, σημ. 1 και 2. 170. Γρηγορίου Παλαμά, Κεφάλαια Φυσικά 96, Migne, P. G., 150, 1189. Δες Ι. Ν. Καρμίρη, Σύνοψις Δογματικής Διδασκαλίας Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, σελ. 23, σημ. 2. 171. Δες παραπάνω κεφ. 1. 172. Summa Theologica, μερ, Α΄, κεφ. 13, άρθ. 7· μερ. Α΄, κεφ. 45, άρθ. 3, αποκ. 1. 173. Στο ίδιο, κεφ. 28, άρθ. 1, απόκριση 3 προς ένσταση 3· J. Ρhοle, The Divine Trinity, St. Louis-London 1946, σελ. 232 και μετά· Μ. Schmaus, όπως παραπάνω τομ. 1, σελ. 402 και μετά· Α. Michel, όπως παραπάνω, κολ. 2150. 174. Summa Theologica, κεφ. 20, άρθ. 2, ένσταση και απόκριση β΄. 175. Ρωμ. 5, 5. 176. Summa Theologica, μέρ. Α΄, κεφ. 43, αρθ. 3, αποκρίσεις 1 και 2. 177. Ενώ ο Χ. Ανδρούτσος συγχέει τη θεία ουσία και την άκτιστη ενέργεια, παραδέχεται εντούτοις πραγματική σχέση του Θεού προς τον κόσμο (όπως παραπάνω σελ. 54 και μετά), μιλάει επίσης περί σχέσεων και αναφορών της θείας ουσίας προς τον κόσμο. Στο ίδιο σελ. 44-45. Πώς αποφεύγει τον πανθεϊσμό δεν είναι σαφές. 178. Summa Contra Gentiles, Βιβλίο 3, κεφ. 76, 77, 83. 179. Στο ίδιο κεφ. 77· Summa Theologica, μερ. Α΄ του Β΄ μέρους, κεφ. 91, άρθ. 2. 180. Summa Contra Gentiles, Βιβλίο 3, κεφ. 76· Summa Theologica, μέρ. A΄, κεφ. 1-4. 181. Summa Theologica, μέρ. Α΄, κεφ. 105, άρθ. 6, απόκριση 3. Για χαρακτηριστική σχολαστική ανάπτυξη του προβλήματος σχετικά με τα θαύματα εξ απόψεως του φυσικού νόμου δες W. Deνiνier, Christian Apologetics, New Υork 1924, τόμ. 1, σελ. 379 και μετά. 182. Summa Theologica, μέρ. Α΄, κεφ. 43, άρθ. 3. 183. Στο ίδιο. Η εξέταση των αιτίων του αφανισμού της λειτουργικής «επικλήσεως» στην Δύση κατά τον μεσαίωνα (Υπήρχε μέχρι το 12ο αιώνα, δες S. Salaville, L’ epiclese d’ apres saint Jean Chrysostome et la tradition occidentale, Echos d’ Orient, 1908, σελ. 104, 106-108) είναι εκτός του θέματός μας, μπορεί κανείς όμως εν μέρει να εικάσει τα αίτια αυτά από τα παραπάνω. 184. Ιωάν. 5, 17. 185. G. F. Μοοre, όπως παραπάνω, τόμ. 1, σελ. 375-376, 384. 186. Στο ίδιο. 187. Στο ίδιο. 188. Στο ίδιο. 189. Θεοφίλου, όπως παραπάνω Γ, 9. 190. Ιωάν. 5, 17 και μετά· Ματθαίος 6, 26· 10, 29. 191. Ι. Ν. Καρμίρη, όπως παραπάνω, τόμ. 1, σελ. 330 και μετά. 192. Γρηγορίου Παλαμά, Θεοφάνης, Migne, P. G., 150, 956· Κεφάλαια Φυσικά, P. G., 150, 1189. 193. Μεγάλου Αθανασίου, Επιστολή, ότι η εν Νικαία Σύνοδος εωρακυΐα την πανουργίαν των περί Ευσέβιον, Migne, P. G., 25, 429. 194. Αυτή είναι η ιουδαϊκή αντίληψη. C. Tresmontant, όπως παραπάνω, σελ. 28 και μετά· G. F. Moore, όπως παραπάνω, σελ. 384. 195. Ο Χ. Ανδρούτσος την αποκαλεί «συνέχεια της δημιουργίας». Όπως παραπάνω σελ. 114. 196. Ο Θεός θέλει τη σωτηρία όλων, αλλά η θεία αυτή θέληση δεν είναι αναγκαστική ενέργεια, επειδή ο Θεός θέλει πάνω απ’ όλα τον άνθρωπο ελεύθερο, δηλαδή να μπορεί να πηγαίνει ενάντια στο θέλημα του Θεού. Η θεία Χάρη ή σωστική ενέργεια λοιπόν δεν είναι, όπως φανταζόταν ο Αυγουστίνος και οι μετέπειτα Διαμαρτυρόμενοι, ακαταγώνιστη (irresistibilis). Η σύγχυση θείας θέλησης και σωστικής θείας ενεργείας οδηγεί λογικά στον απόλυτο προορισμό του Αυγουστίνειου ή του Ωριγένειου τύπου. |
Δημιουργία αρχείου: 22-2-2020.
Τελευταία μορφοποίηση: 6-7-2022.