Νεοπαγανιστικές απάτες Απάντηση στις συκοφαντίες τού Νεοπαγανισμού |
Ψηφιακά βιβλία |
Εισαγωγή // Περιεχόμενα // Επόμενο
Ιουλιανός o Παραβάτης:
Παραβάτης του Χριστιανισμού, Παραβάτης του Ελληνισμού
© Ιωάννης Κ. Τσέντος
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο.
Μια πρώτη προσέγγιση του προσώπου και του μύθου του Ιουλιανού
1. Ο ταραγμένος βίος και η σύντομη βασιλεία του Ιουλιανού
Επιχειρώντας εδώ μία πρώτη προσέγγιση του προσώπου και του μύθου του Ιουλιανού, κρίνουμε σκόπιμο να ξεκινήσουμε με μία σύντομη βιογραφία του Παραβάτη αυτοκράτορα. Αυτή η μέθοδος αποδεικνύεται ούτως η άλλως αρκετά πρόσφορη για τη γνωριμία μας με κάθε ιστορικό πρόσωπο, είναι όμως ιδιαίτερα αποτελεσματική στην περίπτωση του Ιουλιανού, καθώς πολλές πτυχές της προσωπικότητας και της σκέψης του βρίσκουν την εξήγηση τους στις περιπέτειες της ζωής του.
Ο Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός γεννήθηκε το
Πιο συγκεκριμένα, μετά τον θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου τον Μάιο του 337, ανέκυψε οξύτατο πρόβλημα διαδοχής. Επί τέσσερις σχεδόν μήνες, με τη σωρό του αυτοκράτορα να κείτεται πλέον στον ναό των Αγίων Αποστόλων, οι πάντες συμπεριφέρονταν σαν ο Κωνσταντίνος να βρισκόταν ακόμη εν ζωή: οι άρχοντες προσέρχονταν στον ναό και προσκυνούσαν τον αυτοκράτορα, νόμοι εκδίδονταν στο όνομά του, και γενικά, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Ευσέβιος, ο Κωνσταντίνος υπήρξε ο μόνος αυτοκράτορας που αξιώθηκε από τον Θεό να άρχει και μετά τον θάνατο του. [1] Βεβαίως, αυτή η νόθα κατάσταση δεν μπορούσε να συνεχισθεί επί πολύ. Έτσι, στις αρχές Σεπτεμβρίου, ένα στρατιωτικό κίνημα στην Κωνσταντινούπολη ανέλαβε να λύσει βίαια τον γόρδιο δεσμό της διαδοχής προς όφελος των τριών υιών του Κωνσταντίνου με μία πρωτοφανή γενοκτονία, φονεύοντας μέσα σε μία νύκτα όλους τους άλλους συγγενείς τους Κωνσταντίνου και μέλη της δυναστείας των Φλαβίων που θα μπορούσαν να εγείρουν διεκδικήσεις επί του θρόνου, δηλαδή τους δύο αδελφούς του εκλιπόντος αυτοκράτορος και επτά ανεψιούς του. Μεταξύ των θυμάτων συγκαταλεγόταν και ο πατέρας του εξαετούς τότε Ιουλιανού, ενώ ο ίδιος ο Ιουλιανός και ο λίγο μεγαλύτερος αδελφός του Γάλλος παρέμειναν ζωντανοί μόνον χάρη στη μικρή ηλικία τους, η οποία δεν τους επέτρεπε να θεωρηθούν μνηστήρες του θρόνου. Ο υιός του Κωνσταντίνου και εξάδελφος του Ιουλιανού Κωνστάντιος, ο οποίος ανήλθε στον αυτοκρατορικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να αποτρέψει αυτή την αιματοχυσία.
Ο ορφανός Ιουλιανός τέθηκε υπό την κηδεμονία του θείου του (αδελφού της μητέρας του) Επισκόπου Ευσεβίου, ο οποίος φρόντισε να τύχει ο ανεψιός του επιμελούς χριστιανικής μορφώσεως. Κατά το διάστημα αυτό ο Ιουλιανός είχε ως πρώτο του παιδαγωγό τον «Σκύθη» (δηλαδή μάλλον Γότθο) ευνούχο Μαρδόνιο, θερμό λάτρη του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού, «ευνούχο βέλτιστο» κατά τον Λιβάνιο[2], ο οποίος του δίδαξε Όμηρο και Ησίοδο. [3] Μετά τον θάνατο του Ευσεβίου το 342, άρχισε για τον Ιουλιανό μία περίοδος συνεχών περιπλανήσεων και διαρκούς ανασφάλειας, η οποία οφειλόταν κατά βάση στην παροιμιώδη καχυποψία του αυτοκράτορα και εξαδέλφου του Κωνσταντίου, η οποία κατά διαστήματα δεν διέφερε και πολύ από μανία καταδιώξεως. Ο Κωνστάντιος δεν έπαυσε ποτέ να βλέπει τον Ιουλιανό και τον Γάλλο, τους μόνους εναπομείναντες γόνους της δυναστείας των Φλαβίων, ως πιθανούς κινδύνους για τον θρόνο του, και γι’ αυτό πότε φρόντιζε να τους έχει κοντά του, για να μπορεί να ελέγχει πλήρως τις κινήσεις τους, και πότε τους εξόριζε στις πιο απομακρυσμένες περιοχές. Στο διάστημα αυτό, υπήρξαν στιγμές που ο Ιουλιανός κινδύνευσε πραγματικά να πέσει θύμα της καχυποψίας του εξαδέλφου του αυτοκράτορα, και γλίτωσε τη ζωή του κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή.
Ένας πρώτος τόπος εκτοπισμού για τον Ιουλιανό και τον αδελφό του Γάλλο ήταν η Καππαδοκία, όπου τα δύο αδέλφια κλείσθηκαν επί έξι ολόκληρα χρόνια στο φρούριο Μάκελλο κοντά στην Καισαρεία, το οποίο μπορεί μεν να ήταν ένα πλούσιο ανάκτορο, αλλά για τον Ιουλιανό ήταν μία φυλακή, όπως θα γράψει ο ίδιος αργότερα, πολλώ δε μάλλον δεδομένου ότι δεν επιτρεπόταν σε κανέναν παλαιό γνωστό η συνομήλικο τους να τους επισκεφθεί. [4] Παρά ταύτα, κατά την παραμονή του στην Καππαδοκία, ο Ιουλιανός είχε την τύχη να έχει πρόσβαση στην πλούσια βιβλιοθήκη του Αρειανού Επισκόπου Γεωργίου. Το 347 τα δύο αδέλφια ανακλήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Ιουλιανός συνέχισε τις εγκύκλιες σπουδές του. Λίγο όμως αργότερα, ο Κωνστάντιος, φθονώντας τις επιδόσεις του Ιουλιανού, τον εκτόπισε εκ νέου στη Νικομήδεια. Στη Νικομήδεια ο Ιουλιανός ήλθε σε επαφή με μερικούς νοσταλγούς του παλαιού κόσμου, και πιθανότατα από το χρονικό διάστημα του εκτοπισμού του στη Νικομήδεια χρονολογείται η Αποστασία του από τον χριστιανισμό. Ο Ιουλιανός πιστοποίησε και τη δική του νοσταλγία για το μεγαλείο της αρχαιότητας, επισκεπτόμενος την Τρωάδα και προσκυνώντας τον τάφο του Αχιλλέα. Διψασμένος για μάθηση, αλλά και ποθώντας να εμβαθύνει ακόμη περισσότερο στα μυστήρια της αρχαίας θρησκείας, ο Ιουλιανός μετέβη εν συνεχεία στην Πέργαμο, η οποία είχε γίνει διάσημη από την παρουσία και διδασκαλία σε αυτήν του Αιδεσίου, μαθητή του Ιαμβλίχου. Και ο μεν Αιδέσιος ήταν ήδη σε προχωρημένη ηλικία, αλλά ο Ιουλιανός παρακολούθησε τα μαθήματα των μαθητών του, ερχόμενος τότε για πρώτη φορά σε επαφή με τον ψευδοφιλόσοφο θεουργό ο οποίος επρόκειτο να αποτελέσει αργότερα τον επικεφαλής μιας ιδιότυπης αυτοκρατορικής αυλής: τον Μάξιμο τον Εφέσιο. Πλάι σε αυτόν, ο Ιουλιανός μυήθηκε στα μυστήρια και στη λατρεία του Ηλίου Μίθρα.
Εν τω μεταξύ, το 351 ο αδελφός του Ιουλιανού Γάλλος διορίσθηκε από τον εξάδελφο του αυτοκράτορα Κωνστάντιο καίσαρας στην Αντιόχεια, ενώ και ο Ιουλιανός απήλαυσε για ένα διάστημα μία σημαντικά μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων. Ο Γάλλος όμως επέδειξε στην Αντιόχεια τελεία ανικανότητα και απίστευτη βιαιότητα, με αποτέλεσμα μετά από τέσσερα χρόνια ο Κωνστάντιος να διατάξει τη σύλληψη και εν συνεχεία τον αποκεφαλισμό του, ενώ ο Ιουλιανός κρατήθηκε σε περιορισμό επί έξι περίπου μήνες στο Μεδιόλανο, το σημερινό Μιλάνο, φοβούμενος ότι από στιγμή σε στιγμή θα μοιραζόταν την τύχη του αδελφού του. Αντ' αυτού, χάρη στην παρέμβαση της αυτοκράτειρας Ευσεβίας, επετράπη στον Ιουλιανό να επιβιβασθεί σε πλοίο και να κατευθυνθεί προς την Αθήνα.
Όταν ο Ιουλιανός αποβιβάσθηκε στον Πειραιά το καλοκαίρι του 355, άρχιζε γι’ αυτόν η περίοδος που ο ίδιος θεωρούσε ως την πιο ευτυχισμένη της ζωής του. Η Αθήνα ήταν η πνευματική πρωτεύουσα του αρχαίου κόσμου, και παρέμενε την εποχή εκείνη ένα σημαντικό κέντρο σπουδών, στο οποίο έρχονταν να φοιτήσουν νέοι από όλη την αυτοκρατορία. Δύο από τους διάσημους «συμφοιτητές» του Ιουλιανού κατά το σύντομο διάστημα της παραμονής του στην Αθήνα ήσαν ο Βασίλειος, ο κατοπινός Επίσκοπος Καισαρείας ο Μέγας, και ο στενός του φίλος Γρηγόριος, ο οποίος κέρδισε το προσωνύμιο «ο Θεολόγος». Την περίοδο εκείνη δίδασκαν στην Αθήνα δύο κορυφαίοι διδάσκαλοι της ρητορικής, ο χριστιανός Προαιρέσιος από την Αρμενία και ο Ιμέριος από την Προύσα.
Η φυσική όμως κλίση του Ιουλιανού τον οδηγούσε μάλλον στα μυστήρια της Ελευσίνας και στην απόκρυφη παραφιλοσοφία. Όπως μαρτυρεί ο Ευνάπιος, ο Ιουλιανός συναναστράφηκε τον ιεροφάντη των Ελευσίνιων μυστηρίων και άντλησε από αυτόν ποταμούς σοφίας. [5] Εντρυφώντας στα μυστήρια, ο Ιουλιανός πέρασε στην Αθήνα μερικούς μήνες πραγματικής ευτυχίας.
Όμως η σύντομη αυτή παρένθεση έμελλε να λάβει τέλος πολύ νωρίς, μόλις τον Οκτώβριο του 355, οπότε ο Ιουλιανός ανακλήθηκε εσπευσμένα στο Μεδιόλανο κατά διαταγή του Κωνσταντίου, συκοφαντημένος στον αυτοκράτορα από ραδιούργους δολοπλόκους της αυλής. Ο Ιουλιανός θα δώσει αργότερα ένα δραματικό τόνο στη στιγμή της αναχώρησης του από την Αθήνα, περιγράφοντας τη στιγμή κατά την οποία, μέσα από το πλοίο που τον απομάκρυνε από την πρωτεύουσα του αρχαίου κόσμου, έστρεψε δακρυσμένος τα χέρια του στην Ακρόπολη και στη θed Αθηνά, παρακαλώντας την να μην επιτρέψει την εξορία του και να τον κρατήσει κοντά της ικέτη, χαρίζοντας του εν ανάγκη τον θάνατο στην Αθήνα, παρά τον πικρό δρόμο της εξορίας. [6] Όταν ο Ιουλιανός έφθασε στο Μεδιόλανο, τέθηκε εκ νέου σε περιορισμό, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή την εκτέλεση του. Για μία όμως ακόμη φορά, ο Ιουλιανός σώθηκε την τελευταία στιγμή χάρη στην παρέμβαση του φύλακα Αγγέλου του, της αυτοκράτειρας Ευσεβίας. Ο Ιουλιανός όχι μόνο δεν έπεσε θύμα των μηχανορραφιών της αυλής, αλλά και νυμφεύθηκε την αδελφή του Κωνσταντίου Ελένη (η οποία εν τούτοις δεν έπαιξε τον παραμικρό ρόλο στη ζωή του) και εστάλη ως καίσαρας στη μακρινή Γαλατία. Έτσι, ο Ιουλιανός έγινε καίσαρας σε ηλικία είκοσι τεσσάρων ετών, και την 1η Δεκεμβρίου του 355 εγκατέλειψε το Μεδιόλανο με προορισμό τη Γαλατία.
Όταν ο Ιουλιανός έφθασε στη Γαλατία, η κατάσταση στη μεγάλη αυτή ρωμαϊκή επαρχία ήταν χωρίς υπερβολή τραγική. Ορδές βαρβάρων Φράγκων και Αλαμανών έκαναν φοβερές επιδρομές, εκπορθώντας το ένα μετά το άλλο τα ρωμαϊκά οχυρά και σκορπίζοντας παντού τον πανικό και τον θάνατο. Ούτε λίγο ούτε πολύ, σαράντα πέντε οχυρωμένες πόλεις είχαν πέσει στα χέρια των βαρβάρων και είχαν σωριασθεί σε σωρούς ερειπίων. Η άμυνα της αυτοκρατορίας είχε καταρρεύσει πλήρως, και τίποτε δεν φαινόταν ικανό να αναστρέψει την κατάσταση. Δεν είναι του παρόντος να επιμείνουμε στις κινήσεις του νεαρού καίσαρα στη Γαλατία, αλλά αρκεί να πούμε ότι ο Ιουλιανός κυριολεκτικά διέπρεψε, αποδεικνύοντας ότι ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση. Επέδειξε σιδερένια θέληση, μεγάλες οργανωτικές ικανότητες, απαράμιλλο θάρρος και εξαιρετικές στρατιωτικές αρετές, ενώ κέρδισε χωρίς δυσκολία την αγάπη των στρατιωτών του, οι οποίοι τον έβλεπαν να μοιράζεται πάντοτε το πτωχό συσσίτιο των απλών στρατιωτών και να αποφεύγει τα πολυτελή δείπνα, και επιπλέον, πράγμα που είναι ίσως το πιο σημαντικό, να τους οδηγεί από τη μια νίκη στην άλλη. Αφού πρώτα απέδειξε την αξία του κερδίζοντας πολλές νίκες μέσα στο 356, κατόπιν είδε τις εξουσίες του να διευρύνονται, αξιοποίησε τον χειμώνα με σοφές προετοιμασίες, και το 357 οδήγησε τις ρωμαϊκές λεγεώνες στον θρίαμβο, με αποκορύφωμα τη μεγαλειώδη νίκη επί των Αλαμανών του φοβερού Χνοδοβάρ στο Στρασβούργο. Τον επόμενο χρόνο, το 358, δεν χρειάσθηκαν παρά λίγες μόνον εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά των ελάχιστων φυλών που δεν είχαν υπογράψει τη συνθήκη ειρήνης με τους Ρωμαίους· όλες οι επιχειρήσεις στέφθηκαν με επιτυχία. Οι συντριπτικές νίκες του ρωμαϊκού στρατού υπό την ηγεσία του Ιουλιανού σκόρπισαν τέτοιο τρόμο στις βάρβαρες γερμανικές φυλές, ώστε εξασφάλισαν επί μακρόν την ειρήνη στη μεγάλη αυτή ρωμαϊκή επαρχία, η οποία πριν από δύο μόλις χρόνια φαινόταν καταδικασμένη.
Ενώ όμως ο νεαρός καίσαρας είχε κατορθώσει παρά πάσαν προσδοκίαν να επιβάλει την ειρήνη στη Γαλατία, η αυτοκρατορία υποχρεώθηκε να στρέψει την προσοχή της στην Ανατολή, πράγμα που είχε καταλυτική επίδραση στην εξέλιξη του Ιουλιανού. Πιο συγκεκριμένα, ο προαιώνιος εχθρός της αυτοκρατορίας, οι Πέρσες, πέρασαν τα σύνορα της αυτοκρατορίας υπό την ηγεσία του βασιλέως Σαπώρ Β΄, προήλασαν νικηφόρα και πολιόρκησαν τη σημαντική πόλη Αμίδα. Στις 6 Οκτωβρίου του 359 η πόλη έπεσε, ακολούθησε τρομερή σφαγή, και οι λίγοι κάτοικοι της που επέζησαν οδηγήθηκαν σκλάβοι στην Ανατολή. Προκειμένου να αντιμετωπίσει την περσική απειλή, ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος διέταξε να αποσπασθούν δυνάμεις από όλα τα στρατιωτικά σώματα της αυτοκρατορίας και να συγκεντρωθούν στην Ανατολή, προκειμένου να συγκροτήσει έναν ισχυρό στρατό για την επικείμενη αναμέτρηση με τους Πέρσες. Αυτή όμως η διαταγή του Κωνσταντίου είχε εκρηκτικές συνέπειες στη Γαλατία.
Ο Ιουλιανός είχε αποτραβηχθεί για τον χειμώνα στη Λουτετία, το σημερινό Παρίσι, όταν έφθασε στη Γαλατία η επίμαχη διαταγή του Κωνσταντίου. Σύμφωνα με αυτήν, ένα ποσοστό στρατιωτών από τις λεγεώνες που είχαν θριαμβεύσει τα προηγούμενα χρόνια κατά των Αλαμανών και των Φράγκων, καθώς και η επίλεκτη προσωπική φρουρά του Ιουλιανού, όφειλαν να σπεύσουν στην Ανατολή προς ενίσχυση των ανατολικών συνόρων της αυτοκρατορίας. Η διαταγή προκάλεσε μεγάλη αναταραχή, δεδομένου μάλιστα ότι η στρατολόγηση των ντόπιων στον ρωμαϊκό στρατό είχε γίνει βάσει συμφωνίας που προέβλεπε τη μη απομάκρυνση τους από την πατρίδα τους Γαλατία. Οι στρατιώτες λοιπόν αρνήθηκαν να συμμορφωθούν στη διαταγή, και συγκεντρώθηκαν τη νύκτα έξω από το οίκημα του Ιουλιανού, επευφημώντας τον και αποκαλώντας τον Αύγουστο. Ο Ιουλιανός προσπάθησε αρχικά να ηρεμήσει τα πνεύματα, δεσμευόμενος ότι θα μεσολαβούσε ο ίδιος προς τον εξάδελφο του αυτοκράτορα, για να ανακληθεί η διαταγή. Οι προσπάθειες του όμως έπεσαν στο κενό. Οι στρατιώτες έσπασαν την πόρτα του οικήματος του καίσαρα, μπήκαν μέσα και έβγαλαν τον Ιουλιανό σχεδόν δια της βίας, επευφημώντας τον ως αυτοκράτορα, του φόρεσαν ένα διάδημα στο κεφάλι και τον ύψωσαν πάνω σε μία ασπίδα, όπως συνήθιζαν οι βάρβαροι να ανακηρύσσουν τους βασιλείς τους. [7] Έτσι, στο πλαίσιο ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος, ο Ιουλιανός ανακηρύχθηκε από τις λεγεώνες του αυτοκράτορας, και μάλιστα, τουλάχιστον κατά τα φαινόμενα, παρά τη θέλησή του. Λέμε «τουλάχιστον κατά τα φαινόμενα», διότι το πιθανότερο είναι στην πραγματικότητα η στάση της Λουτετίας να υποκινήθηκε και να κατευθύνθηκε από το περιβάλλον του Ιουλιανού, πράγμα άλλωστε που φαίνεται να πιστοποιείται από την απροσδόκητη μαρτυρία του εθνικού Ευναπίου, ότι ο στενός συνεργάτης του Ιουλιανού Οριβάσιος ήταν τόσο ικανός, «ώστε έκανε τον Ιουλιανό βασιλιά»… [8]
Μετά την ανακήρυξη του Ιουλιανού σε αυτοκράτορα, οι οποίες προσπάθειες να αποφευχθεί η δυναστική ρήξη και ο εμφύλιος πόλεμος απέβησαν άκαρπες. Εξάλλου, λίγο μόλις πριν, είχαν πεθάνει σχεδόν ταυτόχρονα και οι δύο γυναίκες που θα μπορούσαν να συμφιλιώσουν τους δύο εξαδέλφους: η αυτοκράτειρα Ευσέβια, η οποία είχε στο παρελθόν εκδηλώσει ανοικτά την εύνοια της για τον Ιουλιανό, και η αδελφή του Κωνσταντίου Ελένη, την οποία είχε νυμφευθεί ο Ιουλιανός. Ο εμφύλιος πόλεμος έμοιαζε αναπόφευκτος. Ο Κωνστάντιος, ο οποίος βρισκόταν κοντά στα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας προετοιμάζοντας μία εκστρατεία κατά των Περσών, κατευθύνθηκε προς την Κωνσταντινούπολη, θέλοντας να τιμωρήσει παραδειγματικά τον στασιαστή Ιουλιανό, προτού αναλάβει να λύσει τους λογαριασμούς της αυτοκρατορίας με τους Πέρσες. Παράλληλα, ο Ιουλιανός διέταξε και αυτός τις πιστές σε αυτόν λεγεώνες να προελάσουν προς νότο. Όπως σχολιάζει ο Giuseppe Ricciotti, ο Ιουλιανός είχε περάσει τον Ρουβίκωνα του, με τη διαφορά ότι ο Ιούλιος Καίσαρας ήξερε πολύ καλά που πήγαινε, όταν περνούσε τον δικό του Ρουβίκωνα, πράγμα το οποίο δεν μπορεί να λεχθεί για τον Ιουλιανό. [9]
Ξαφνικά όμως, και ενώ τίποτε δεν φαινόταν ικανό να αποτρέψει τον εμφύλιο πόλεμο, ο Κωνστάντιος αρρώστησε βαριά, και στις 5 Νοεμβρίου του 361 πέθανε. Καθώς ο εκλιπών αυτοκράτορας ήταν άτεκνος, ο Ιουλιανός, ο τελευταίος επιζών της δυναστείας των Φλαβίων, απέμεινε πλέον μόνος και νόμιμος αυτοκράτορας (κυκλοφόρησε μάλιστα η φήμη ότι ο ίδιος ο εκλιπών Κωνστάντιος τον είχε χρίσει διάδοχο του[10]), και στις 11 Δεκεμβρίου έγινε δεκτός με επευφημίες και ζητωκραυγές στην Κωνσταντινούπολη.
Στο εξαιρετικά σύντομο διάστημα της βασιλείας του, ο Ιουλιανός προώθησε πλούσιο μεταρρυθμιστικό έργο σχεδόν σε όλους τους τομείς, προχωρώντας πρώτ' απ’ όλα στην κάθαρση της αυτοκρατορικής αυλής και σε ένα δραστικό περιορισμό του προσωπικού των ανακτόρων, σε μία προσπάθεια για περιορισμό της πολυτέλειας του παλατιού. Κατόπιν, εξέδωσε μεγάλο αριθμό διαταγμάτων που αφορούσαν την αναδιοργάνωση της διοίκησης με την αναβάθμιση της περιφέρειας, την απονομή της δικαιοσύνης, τη διευθέτηση εκπαιδευτικών ζητημάτων και την αναδιοργάνωση του στρατεύματος. Περισσότερο γνωστός όμως είναι ο Ιουλιανός για την προσπάθεια του να αναβιώσει το αρχαίο θρήσκευμα και για τον πόλεμο του, συγκαλυμμένο και ήπιο στην αρχή, ανοικτό και απροκάλυπτο στη συνέχεια, ενάντια στην Εκκλησία και τη χριστιανική πίστη. Δεν θα επιμείνουμε περισσότερο σε αυτά, τα οποία άλλωστε θα βρούμε την ευκαιρία να δούμε αναλυτικά παρακάτω, στην πορεία αυτής της μελέτης.
Ο Ιουλιανός δεν έμεινε στην Κωνσταντινούπολη παρά περίπου για ένα εξάμηνο, και κατόπιν μετέφερε την αυτοκρατορική αυλή στην Αντιόχεια, την οποία μάλιστα, καθώς φαίνεται, φιλοδοξούσε να καταστήσει πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Από την Αντιόχεια θα μπορούσε να οργανώσει καλύτερα και αποτελεσματικότερα το μεγάλο έργο που είχε παραλάβει ως εκκρεμότητα από την απότομα διακοπείσα βασιλεία του προκατόχου του Κωνσταντίου: την εκστρατεία κατά των Περσών. Όμως, κατά τους περισσότερους από επτά μήνες που ο Ιουλιανός παρέμεινε στην Αντιόχεια, επρόκειτο να γνωρίσει τη μεγαλύτερη απογοήτευση της ζωής του, καθώς εκεί για πρώτη φορά διαπίστωσε ότι ο λαός της αυτοκρατορίας ήταν όχι μόνο παγερά αδιάφορος, αλλά και ανοικτά εχθρικός απέναντι στα οράματα και τα σχέδια του για αποκατάσταση της «πάτριας θρησκείας». Αντί για την εκτίμηση και την αγάπη με την οποία τον είχαν περιβάλει οι λεγεώνες στη Γαλατία, ο Ιουλιανός δοκίμασε στην Αντιόχεια την περιφρόνηση, τη χλεύη και το μίσος.
Τέλος, στις 5 Μαρτίου του 363, ο Ιουλιανός άφησε πίσω του την Αντιόχεια και βάδισε επικεφαλής μεγάλου στρατού ενάντια στην περσική αυτοκρατορία, ελπίζοντας ότι ένας μεγάλος στρατιωτικός θρίαμβος ανάλογος με αυτούς της Γαλατίας θα τον βοηθούσε να ξανακερδίσει την εκτίμηση και την αγάπη των υπηκόων του και να δικαιώσει την υπόθεση για την οποία αγωνιζόταν. Αλλά το άστρο του τον είχε πλέον εγκαταλείψει. Αντί για τους επιδέξιους ελιγμούς που τον είχαν οδηγήσει στις θριαμβευτικές νίκες στη Γαλατία, περιέπεσε σε σωρεία λαθών και απέτυχε να συνεκτιμήσει πολλούς παράγοντες, οι οποίοι παρ' ολίγον να οδηγήσουν στον ολοκληρωτικό αφανισμό του στρατεύματος. Μολονότι επέτυχε αρχικά να καταγάγει μία σειρά από νίκες που τον έφεραν σε μικρή απόσταση από την περσική πρωτεύουσα Κτησιφώντα, περιήγαγε τελικά τον στρατό του σε δεινή θέση, και αναγκάσθηκε να πάρει τον πικρό δρόμο της υποχώρησης, με τις ρωμαϊκές λεγεώνες να παρενοχλούνται συνεχώς από τους Πέρσες, σε μια πορεία που θυμίζει σε αρκετά σημεία την επική Κάθοδο των Μυρίων του Ξενοφώντος. Σε μία μάλλον ήσσονος σημασίας σύγκρουση με τις περσικές δυνάμεις, ο Ιουλιανός τραυματίσθηκε θανάσιμα από ακόντιο, και άφησε την τελευταία του πνοή λίγο αργότερα, πριν προλάβει να κλείσει τα τριάντα δύο του χρόνια, και μετά από ενάμισι μόλις χρόνο βασιλείας. Καθώς δεν κατέστη δυνατόν να διακριβωθεί η ταυτότητα εκείνου που εξηκόντισε εναντίον του το φονικό ακόντιο, κάποιοι ισχυρίσθηκαν αργότερα ότι ο αυτοκράτορας είχε πληγεί από χέρι χριστιανού.
Αυτά είναι εν ολίγοις τα βασικά στοιχεία της βιογραφίας του Ιουλιανού, του αυτοκράτορα που προσπάθησε να αλλάξει τον ρου της ιστορίας, κάνοντας σκοπό της ζωής του την αναβίωση της ειδωλολατρίας και την αποχριστιανοποίηση της αυτοκρατορίας, και τον οποίο ο μεταγενέστερος εθνικός ιστορικός Ζώσιμος αποκάλεσε «μέγα». [11]
2. Η γένεση και εξέλιξη του μύθου του Ιουλιανού
Είναι αλήθεια ότι η προσωπικότητα του Ιουλιανού ασκεί σημαντική γοητεία. Και αυτό δεν το λέμε ως αξιολογική κρίση, αλλά ως απλή διαπίστωση μιας πραγματικότητας που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Αν ανατρέξουμε σύντομα στην ιστορία, θα δούμε ότι ο Παραβάτης αυτοκράτορας αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για σπουδαίους λογοτέχνες και ανθρώπους του πνεύματος. [12] Σχεδόν κάθε εποχή έβρισκε στο πρόσωπο του Ιουλιανού κάτι που μπορούσε να τη συγκινήσει ή να τη γοητεύσει.
Μετά το τέλος του μεσαίωνα, δημιουργήθηκαν για πρώτη φορά οι προϋποθέσεις να δει κανείς τον Ιουλιανό υπό διαφορετικό πρίσμα και με μία πιο ευνοϊκή ματιά. Κατά την περίοδο της Αναγέννησης, το κίνημα του Ανθρωπισμού πραγματοποίησε μία μεγάλη στροφή προς την κλασική αρχαιότητα, σκύβοντας ευλαβικά στα κλασικά κείμενα και βρίσκοντας σε αυτά τις αρχές και τις άξιες ενός λαμπρού πολιτισμού, οι οποίες επέτρεψαν στον κόσμο να αφήσει πίσω του το σκοτάδι του μεσαίωνα και να θέσει τα θεμέλια για μία εκρηκτική ανάπτυξη των γραμμάτων, των τεχνών, των επιστημών, και εν γένει του πολιτισμού. Τότε, στην Αναγέννηση, που η Ευρώπη στρεφόταν στον κλασικό πολιτισμό αναζητώντας τα πρότυπα πάνω στα οποία θα θεμελίωνε τον δικό της πολιτισμό, αυτό που είχε προσπαθήσει να κάνει ο Ιουλιανός δεν φάνταζε πλέον τόσο ξένο και αλλόκοτο όσο παλαιότερα. Οι άνθρωποι της Αναγέννησης και οι μεγάλοι ανθρωπιστές μπορούσαν να βρουν στον Ιουλιανό την ίδια νοσταλγία για το αρχαίο μεγαλείο που ένιωθαν και οι ίδιοι.
Η περίοδος του
Διαφωτισμού, κατόπιν, είδε στη σύγκρουση του Ιουλιανού με τον χριστιανισμό ένα
ανάλογο της δικής της σύγκρουσης με τον δογματισμό της Καθολικής Εκκλησίας. Εντελώς
άστοχα, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ο Ιουλιανός εξυμνήθηκε ως Απόστολος της
λογικής, ως ένας κήρυκας του ορθού λόγου, ο οποίος αγωνίσθηκε ηρωικά, αν και
μάταια, να αποτρέψει την εξάπλωση της δεισιδαιμονίας και του σκοταδισμού. Ο Philippe René de
Καθώς αφήνουμε πίσω μας την περίοδο του Διαφωτισμού, και περνάμε στην εποχή του Ρομαντισμού, το πορτρέτο του Παραβάτη αυτοκράτορα εμπλουτίζεται ακόμη περισσότερο: Ο Ιουλιανός είναι πλέον ένας ρομαντικός ήρωας, ένας ευγενής και θαρραλέος αγωνιστής, ο οποίος είχε την ατυχία να γεννηθεί σε λάθος εποχή. Αυτό που «σκανδαλίζει» περισσότερο τους ρομαντικούς είναι η πλήρης απουσία του έρωτα από τη ζωή του Ιουλιανού. Ο Friedrich Schiller σχεδίαζε επί μακρόν να κάνει τον Ιουλιανό ήρωα μιας τραγωδίας, αλλά το εγχείρημα αποδείχθηκε ιδιαίτερα δύσκολο, και τελικά η τραγωδία δεν γράφηκε ποτέ. Το 1812, ο August Neander συνέγραψε μία μελέτη για τη ζωή και το έργο του Ιουλιανού, η οποία αποτέλεσε σημείο αναφοράς καθ’ όλον τον δέκατο ένατο αιώνα.
Στη Γαλλία υπάρχουν και πρόσθετοι λόγοι που κάνουν τη μορφή του Ιουλιανού να ασκεί ιδιαίτερη γοητεία: Όπως δηλαδή είδαμε, ο Ιουλιανός είχε διακριθεί ως καίσαρας στη Γαλατία, είχε καταγάγει περιφανείς νίκες συντρίβοντας τα γερμανικά φύλα, αγαπούσε ιδιαίτερα τη Λουτετία, το σημερινό Παρίσι, όπου συνήθιζε να περνάει τους χειμώνες του, και τέλος είχε στεφθεί αυτοκράτορας κατόπιν ενός στρατιωτικού κινήματος στο Παρίσι. Ο Etienne Jouy συνέγραψε και εξέδωσε το 1823 μία τραγωδία υπό τον τίτλο "Julien dans les Gaules", η οποία, ακολουθώντας τα πρότυπα του Ρομαντισμού, περιστρέφεται μάλλον γύρω από τον έρωτα και την αγάπη, και ελάχιστα ασχολείται με την πολιτική και τα θρησκευτικά φρονήματα του Ιουλιανού. Στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα, η παράδοξη μορφή του Ιουλιανού ενέπνευσε τους Saintbeuve και Renan, ενώ ο Alfred de vigny στο έργο του "Daphne" είδε τον Ιουλιανό ως έναν άνθρωπο με οξεία αντίληψη, που παλεύει με άλυτα ηθικά προβλήματα. Με πολλή συμπάθεια είδε τον Ιουλιανό και ο Anatole France το 1892 στο έργο του "L' empereur Julien".
Κατά την ίδια περίοδο, στη Γερμανία η μορφή του Ιουλιανού αντιμετωπίσθηκε ποικιλοτρόπως. Οι Wilhelm Molitor και Adam Trabert είδαν φανερά αρνητικά τον Παραβάτη αυτοκράτορα, ενώ πολύ πιο ευνοϊκή μεταχείριση του επεφύλαξε ο Felix Dahn σε ένα τρίτομο μυθιστόρημα του· εκεί, ο Ιουλιανός εμφανίζεται ως ένας ευγενής και ενθουσιώδης νέος με υψηλό το αίσθημα της αποστολής που βαρύνει τους ώμους του για την αναζωογόνηση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ο οποίος όμως παρασύρεται σε λάθος δρόμους από διεφθαρμένους συμβούλους· μόνον ένας άνθρωπος τολμά να του λέει την αλήθεια, κάποιος εξελληνισμένος Γερμανός (ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στη Γερμανία) ονόματι Σεραπίων.
Αξίζει να σημειώσουμε ιδιαίτερα ότι και ο σπουδαίος Νορβηγός θεατρικός συγγραφέας Henrik Ibsen, ο θεωρούμενος από πολλούς ως ο δημιουργός του σύγχρονου θedτρου, έχει γράψει μία τραγωδία σε δύο μέρη με θέμα τον Ιουλιανό. Το συγκεκριμένο έργο του Ibsen μπορεί βεβαίως να είναι, όπως γράφει γι’ αυτό ô Robert Browning, «κακή ιστορία και κακό θέατρο»,[18] άλλα πάντως αποδεικνύει περίτρανα ότι η μορφή του Ιουλιανού έχει τη δύναμη να εμπνέει ακόμη και πραγματικά μεγάλους δημιουργούς.
Ένας άλλος δημιουργός που αξίζει την προσοχή μας είναι ο μυστικιστής Ρώσος μυθιστοριογράφος και κριτικός Dmitri Merezhkovsky, περισσότερο γνωστός για το έργο του "Το βασίλειο του Αντίχριστου", μία δριμύτατη επίθεση κατά του μπολσεβικισμού την οποία συνέγραψε εξόριστος στο Παρίσι το 1922. Ο Merezhkovsky, ο οποίος συνέγραψε το 1894 ένα μυθιστόρημα με θέμα τον Ιουλιανό τον Παραβάτη, βλέπει στο πρόσωπο του Ιουλιανού την πάλη για μία σύνθεση του κόσμου των αισθήσεων και του κόσμου της ψυχής, της παγανιστικής και της χριστιανικής θρησκευτικότητας. Η ιδιαίτερη προσοχή που δίδει ο Merezhkovsky στο πρόσωπο του ψευδοφιλοσόφου Μαξίμου, ο οποίος εμφανίζεται ως ένας σοφός που λατρεύει τους θεούς της Ελλάδας προσδοκώντας την έλευση κάποιου μυστηριώδους μεσσία, δεν έχει ίσως καμία σχέση με την ιστορία, αλλά πάντως μαρτυρεί αψευδώς τον τυπικό και ιδιαίτερα χαρακτηριστικό μυστικισμό ενός μέρους της ρωσικής αριστοκρατίας στα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα.
Τον εικοστό αιώνα η μορφή του Ιουλιανού απασχόλησε περισσότερο τους ιστορικούς παρά τους λογοτέχνες. Ωστόσο, ο εικοστός αιώνας έδωσε ένα σημαντικό μυθιστόρημα με ήρωα τον Ιουλιανό, το μυθιστόρημα "Julian" του Gore Vidal, το οποίο εξεδόθη το 1962. Το μυθιστόρημα αυτό είναι αξιοσημείωτο για την αφηγηματική του τεχνική, καθώς είναι δοσμένο υπό τη μορφή ενός προσωπικού ημερολογίου του Ιουλιανού, το οποίο διακόπτεται κατά σημεία από την παρεμβολή σχολίων που υποτίθεται ότι προστέθηκαν είκοσι χρόνια αργότερα από τον Λιβάνιο και τον φιλόσοφο Πρίσκο, ο οποίος ήταν παρών τη στιγμή του θανάτου του Ιουλιανού. Ο εξομολογητικός τόνος, που καθίσταται δυνατός χάρη στην ευφυή αυτή αφηγηματική τεχνική, σε συνδυασμό με την παρεμβολή σχολίων κάποιων πιο «αντικειμενικών» παρατηρητών, επιτρέπουν μία εις βάθος διείσδυση στα άδυτα της ψυχής του Ιουλιανού, η οποία δεν θα ήταν δυνατή, αν ο συγγραφέας δεν είχε προς τούτοις και βαθειά γνώση της ψυχανάλυσης. Το μυθιστόρημα του Vidal είναι ένα έργο με σημαντική λογοτεχνική άξια.
Όπως είναι φυσικό, η μορφή του Ιουλιανού έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης και για Έλληνες λογοτέχνες, με γνωστότερα τα παραδείγματα του Κωνσταντίνου Καβάφη και του Νίκου Καζαντζάκη. Και ενώ ο Καβάφης αντιμετωπίζει τον Παραβάτη αυτοκράτορα μάλλον με μία λεπτή ειρωνεία, ο Νίκος Καζαντζάκης στην τραγωδία του "Ιουλιανός ο Αποστάτης" του 1945 δίδει μία υπαρξιακή προσέγγιση του προσώπου τον Ιουλιανού, παρουσιάζοντας τον ως έναν τραγικό ήρωα που αγωνίζεται με όλες του τις δυνάμεις για μία υπόθεση που γνωρίζει ότι είναι εκ των προτέρων χαμένη. Αξίζει να μνημονεύσουμε και το ιστορικό μυθιστόρημα "Ιουλιανός ο Παραβάτης" του Χρήστου Ζαλοκώστα, καθώς επίσης και ένα άλλο έργο, την τραγωδία "Ιουλιανός ο Παραβάτης" του Κλέωνος Ραγκαβή, έργο του 1877, η οποία είναι ελάχιστα γνωστή σήμερα, αλλά είχε ξεσηκώσει μεγάλο θόρυβο στην εποχή της, καθώς είχε θεωρηθεί ως έμμεση επίθεση ενάντια στην Εκκλησία· το έργο βαρύνεται από όλες τις υπερβολές της Ρομαντικής Σχολής των Αθηνών: υπερβολικός πέρα από κάθε μέτρο ρομαντισμός, χρήση μιας νεκρής αρχαΐζουσας γλώσσας, και επιπλέον δύσκαμπτη πλοκή και αποκρουστικά μεγάλη έκταση, καθώς εκτείνεται σε 9000 στίχους ποιητικού και 1500 πεζού λόγου.
Προκειμένου να αξιολογηθεί έτι περαιτέρω η γοητεία που ασκεί η μορφή του Ιουλιανού, πρέπει να σημειώσουμε ότι οι λογοτέχνες που επέλεξαν να κάνουν τον Ιουλιανό ήρωα έργων τους είχαν να αντιπαλαίσουν ένα σημαντικό εμπόδιο, το οποίο σε κάθε άλλη περίπτωση πιθανότατα θα ματαίωνε κάθε προσπάθεια λογοτεχνικής επεξεργασίας: την πλήρη απουσία από τη ζωή του Παραβάτη αυτοκράτορα του έρωτα και του ειδυλλίου. Πολλοί μάλιστα λογοτέχνες αισθάνθηκαν υποχρεωμένοι να «επινοήσουν» οι ίδιοι μία ιστορία αγάπης, βάζοντας στο πλευρό του Ιουλιανού μία μοιραία γυναίκα που υποτίθεται ότι τον σημάδεψε. Και δεν είναι μόνον ο Etienne Jouy, ο οποίος, όπως είδαμε, έκανε τον Ιουλιανό ήρωα ενός ρομαντικού θεατρικού έργου. Ο Ibsen πήρε την αφανή Ελένη, την αδελφή του Κωνσταντίου, την οποία νυμφεύθηκε ο Ιουλιανός για λόγους πολιτικής και η οποία δεν έπαιξε τον παραμικρό ρόλο στη ζωή του, και τη μετέβαλε σε ιδανική γυναίκα. Ο Merezhkovsky επινόησε ένα θυελλώδη έρωτα του Ιουλιανού για μία παγανίστρια γλύπτρια, η οποία όμως ασπάζεται τον χριστιανισμό και αρνείται να παντρευτεί τον Παραβάτη αυτοκράτορα. Ο Ραγκαβής εισάγει μία χριστιανή, την οποία υποτίθεται ότι είχε γνωρίσει και ερωτευθεί ο Ιουλιανός κατά τις σπουδές του στην Αθήνα, και την οποία ζήτησε αργότερα, ως αυτοκράτορας πλέον, να νυμφευθεί· το άτυχο κορίτσι, για να γλιτώσει από τον πιεστικό έρωτα του αυτοκράτορα, πέφτει στον Βόσπορο και πνίγεται, ενώ ο πατέρας της συντρίβεται από τον θάνατο της κόρης του, χάνει τα λογικά του, και αργότερα προσεγγίζεται από χριστιανούς συνωμότες, οι οποίοι τον πείθουν να φονεύσει τον Ιουλιανό στην Περσία. Ο Vidal προχωρεί ακόμη παραπέρα, καθώς δεν επινοεί μόνο μία, αλλά πολλές ερωτικές περιπέτειες του Ιουλιανού, και βάζει τον αυτοκράτορα να τις εξομολογείται στο ημερολόγιο του, συχνά με μία έκδηλα πορνογραφική χροιά. Παρ' όλ' αυτά, είναι βέβαιο ότι η πλήρης απουσία του έρωτα από τη ζωή του Ιουλιανού στάθηκε εμπόδιο στην ακόμη μεγαλύτερη λογοτεχνική επεξεργασία της μορφής του.
Η μορφή του Ιουλιανού δεν ασκεί βεβαίως γοητεία μόνο στους λογοτέχνες, αλλά και στους ιστορικούς. Στα έργα πολλών ιστορικών, ακόμη και εν μέσω αντικειμενικών ιστορικών αναλύσεων, βρίσκουμε συχνά πραγματικούς διθυράμβους για το πρόσωπο του Ιουλιανού. Ο André Piganiol κλείνει το σχετικό κεφάλαιο του στο γνωστό βιβλίο του για την ιστορία της χριστιανικής αυτοκρατορίας μεταξύ 325 και 395, εξαίροντας την ευγένεια του χαρακτήρα του Παραβάτη αυτοκράτορα, και σχολιάζοντας ότι ο Ιουλιανός θα άξιζε να θεωρείται άγιος περισσότερο από τους περισσότερους θεολόγους στους οποίους έχει απονεμηθεί αυτός ο τιμητικός τίτλος. [19] Ο Will Durant γράφει για τον Ιουλιανό ότι ο ειδωλολάτρης εκείνος ήταν, εκτός από την πίστη του, ένας τέλειος χριστιανός, και προσθέτει ότι, edν διαβάσουμε τα κείμενα του και αφήσουμε κατά μέρος τη νεκρή μυθολογία του, θα πεισθούμε ότι οφείλει κατά μέγα μέρος τη διαμόρφωση καλού χαρακτήρα στη χριστιανική ηθική, την οποία διδάχθηκε κατά την παιδική και την πρώτη εφηβική ηλικία του. [20] Στο έργο στο οποίο οφείλει την ιστορική της παιδεία η τελευταία γενιά των Ελλήνων, στην "Ιστορία του Ελληνικού έθνους" της Εκδοτικής Αθηνών, η Πολύμνια Αθανασιάδη-Fowden, η οποία έχει γράψει τα σχετικά κεφάλαια, ονομάζει τον Ιουλιανό «Μέγα»[21] και τον χαρακτηρίζει ως «μία από τις πιο προικισμένες, ευγενείς και αξιολάτρευτες μορφές της παγκόσμιας ιστορίας». [22]
3. Η γοητεία τον προσώπου τον Ιουλιανού
Κατόπιν όλων των παραπάνω, το φυσικό ερώτημα που έρχεται στη σκέψη μας είναι το εξής: Τι είναι αυτό που κάνει τη μορφή του Ιουλιανού να ασκεί τόσο μεγάλη γοητεία σε τόσο πολλούς ανθρώπους; Είδαμε ήδη παραπάνω μερικούς από τους λόγους που έκαναν σχεδόν κάθε εποχή να βρίσκει στον Παραβάτη αυτοκράτορα κάτι που μπορούσε να τη συγκινήσει ή να τη γοητεύσει. Σε αυτούς τους λόγους μπορούν να προστεθούν και τα εξής, που πλέκουν έναν ιστό γοητείας γύρω από το πρόσωπο του Ιουλιανού.
Πρώτ' απ’ όλα, δύσκολα μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι ο Ιουλιανός ήταν προικισμένος με εξαιρετικά χαρίσματα, όπως άλλωστε αναγνωρίζει πρόθυμα ακόμη και ο Αυγουστίνος. [23] Ο Bidez μάλιστα σχολιάζει ότι αυτό που κάνει τον Ιουλιανό να ξεχωρίζει δεν είναι αυτό που προσπάθησε να κάνει, άλλα οι υψηλές ποιότητες του πνεύματος και του χαρακτήρα του. [24] Ο Παραβάτης αυτοκράτορας ήταν προικισμένος με σπάνια ευφυΐα, διακρινόταν από ζωηρή φιλομάθεια, έδειχνε μία ανδρεία που έφθανε μέχρι την αυταπάρνηση, ζούσε λιτά, πιο λιτά ίσως από οποιονδήποτε άλλο αυτοκράτορα, και επεδείκνυε μία ακαταπόνητη φιλεργία· όπως γράφει χαρακτηριστικά για τον Ιουλιανό ο W. Η. C. Frend, λίγοι άνθρωποι έχουν προσπαθήσει να χωρέσουν τόσα πολλά σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. [25] Παρά ταύτα, οφείλουμε να τονίσουμε ότι το ζητούμενο εδώ δεν είναι αυτό που επείγονται να αποδείξουν κάποιοι, το αν δηλαδή ο Ιουλιανός ήταν η όχι προικισμένος με κάποια φυσικά χαρίσματα. Άλλωστε, το καθοριστικό για έναν άνθρωπο δεν είναι το αν είναι προικισμένος η όχι με φυσικά χαρίσματα, αλλά το πως χρησιμοποιεί τα φυσικά χαρίσματα που τυχόν έχει. Διότι και ένας κλέφτης η ένας δολοφόνος μπορούν να είναι προικισμένοι με εξαιρετική ευφυΐα, αλλά δεν βλέπουμε γιατί θα πρέπει να τους επαινούμε, αν χρησιμοποιούν την ευφυΐα τους για να κλέβουν και να σκοτώνουν. Από αυτήν την άποψη, ο Ιουλιανός ήταν μεν προικισμένος με σπάνια χαρίσματα, αν όμως δούμε την ανοησία στην υπηρεσία της οποίας έθεσε αυτά του τα χαρίσματα, τότε δεν μπορούμε παρά να νιώσουμε ότι αρμόζει να τον οικτίρουμε μάλλον παρά να τον θαυμάζουμε. Οπωσδήποτε, ο Καρολίδης έχει δίκιο να παρατηρεί ότι ο Ιουλιανός, ως στρατιώτης και στρατηγός ηρωϊκός και ως βασιλεύς πεπαιδευμένος και λόγιος μη στερούμενος και κάποιας ευγενείας ήθους, είχε πολλά προσόντα, για να καταστεί αγαθός ηγεμόνας·[26] αλλά το θέμα είναι ότι ο Ιουλιανός δεν κατέστη αγαθός ηγεμόνας, μ' όλες τις αρετές και τα προσόντα του. Ο λόγος είναι ίσως αυτός που ευστοχότατα και παραστατικότατα επισημαίνει ο Παπαρρηγόπουλος, ότι δηλαδή ο Ιουλιανός είχε μεν πολλές αρετές, αλλά στερείτο τη ζύμη εκείνη «ης άνευ ο άριστος των σίτων δεν παράγει άρτον αγαθόν»: τον ορθό νου. [27] ένας πρόσθετος λόγος που κάνει τη μορφή του Ιουλιανού να ασκεί ιδιαίτερη γοητεία είναι ότι Ιουλιανός υπήρξε ένα αληθινά τραγικό πρόσωπο. Όταν τον βλέπουμε να αγωνίζεται με πάθος και να θέτει όλες του τις δυνάμεις και τον ίδιο του τον εαυτό στην υπηρεσία μιας υπόθεσης η οποία επρόκειτο να καταρρεύσει ευθύς μετά τον θάνατο του —αν δεν είχε ήδη καταρρεύσει πριν από αυτόν—, όταν τον βλέπουμε να πιστεύει με όλη του την ψυχή σε πράγματα που εμείς γνωρίζουμε ότι ήσαν ανοησίες, και όταν τον βλέπουμε τέλος να ολισθαίνει τραγικά από τη μεγαλοφυία στην παράνοια, νιώθουμε ότι έχουμε μπροστά μας τον ήρωα μιας αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Βέβαια, όπως παρατηρεί πολύ εύστοχα ο Robert Browning, από μία άποψη όλες οι ιστορικές μορφές είναι τραγικές για μας, γιατί εμείς γνωρίζουμε αυτό που αυτές δεν μπορούσαν να γνωρίζουν: το μέλλον· άλλα ο Ιουλιανός έχει και μία επιπλέον διάσταση τραγικότητας, που συνίσταται στην αντίθεση ανάμεσα στα εξαιρετικά προσωπικά του χαρίσματα και την πλήρη αποτυχία όλων των πραγμάτων που προσπάθησε να επιτύχει. [28]
Μία άλλη σημαντική παράμετρος είναι ότι ο Ιουλιανός υπήρξε ένας από τους «μεγάλους ηττημένους» της ιστορίας. Ο W. Η. C. Frend έχει δίκιο να παρατηρεί συναφώς ότι ο κόσμος ανέκαθεν έβλεπε με στοργή τους «πεσόντες ήρωες του», ότι η φαντασία των μεταγενεστέρων διεγείρεται μάλλον από τον Έκτορα παρά από τον Αχιλλέα, μάλλον από τον στρατηγό Lee (τον στρατηγό των Νοτίων στον Αμερικανικό Εμφύλιο) παρά από τον στρατηγό Grant (τον στρατηγό των Βορείων), και ότι ο Ιουλιανός είναι ένας από τους «μεγάλους ηττημένους» που «γεμίζουν τη Βαλχάλλα των φαντασιών μας». [29]
Πράγματι, ως ένας από τους «μεγάλους ηττημένους» της ιστορίας, ο Ιουλιανός είναι φυσικό να κεντρίζει το ενδιαφέρον μας. Πλην όμως αυτή η γοητεία που ασκεί πάνω μας η μορφή του Ιουλιανού δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θέτει εκποδών την κρίση μας. Διότι όμοια, για παράδειγμα, ένας από τους «μεγάλους ηττημένους» της ιστορίας είναι και ο Χίτλερ, και καταλαβαίνουμε πολύ καλά ότι και η μορφή του Χίτλερ μπορεί να διεγείρει το ενδιαφέρον ενός σύγχρονου ιστορικού αλλά βεβαίως η απόσταση από αυτό το ενδιαφέρον μέχρι το να γίνει κάποιος νοσταλγός του ναζισμού είναι προδήλως τεράστια.
Μία πρόσθετη γοητεία προκύπτει από το γεγονός της φανερής σύγκρουσης του Ιουλιανού με την εποχή στην οποία έζησε. Ο κάθε άνθρωπος που νιώθει ότι οι άλλοι γύρω του δεν τον καταλαβαίνουν μπορεί να βρει στον Ιουλιανό κάτι ανάλογο με αυτό που νιώθει ότι υφίσταται και ο ίδιος. Ο Ιουλιανός ήταν πράγματι η πιο κραυγαλέα ίσως περίπτωση ανθρώπου που δεν συμβάδιζε με την εποχή του, και σε τέτοιες περιπτώσεις υπάρχει πάντα κάτι το γοητευτικό. Αλλά βεβαίως, όσο και αν μας γοητεύουν οι περιπτώσεις των ανθρώπων που οι σύγχρονοι τους αδυνατούν να τους καταλάβουν, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ο έπαινος ανήκει στους ανθρώπους που βρίσκονταν μπροστά από την εποχή τους, και όχι πίσω από αυτήν, όπως ο Παραβάτης αυτοκράτορας.
Τέλος, η προσωπικότητα του Ιουλιανού παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους ψυχολόγους, περισσότερο ίσως από την προσωπικότητα οποιουδήποτε άλλου από τους μεγάλους της ιστορίας. Η παιδική ζωή μέσα στις ίντριγκες, την ανασφάλεια και την περιπλάνηση, τα τραύματα που σώρευσαν όλα αυτά στην ψυχή του, η έλξη που ένιωθε για το μυστήριο και το μεταφυσικό, ο εκρηκτικός ψυχισμός του, τα μεγάλα οράματα και οι τραγικές απογοητεύσεις, όλα αυτά είναι στοιχεία που δικαίως κεντρίζουν το ενδιαφέρον ενός ψυχολόγου. Αλλά βέβαια, αν κάποιος όχι απλώς μελετά αλλά και κάνει πρότυπα του τέτοιες «σκοτεινές» προσωπικότητες, από αυτές που κεντρίζουν το ενδιαφέρον των ψυχολόγων, τότε μοιάζει να διεκδικεί και αυτός, χωρίς ίσως να το συνειδητοποιεί, την ίδια, επίζηλη θέση στον καναπέ του ψυχαναλυτή.
Σημειωτέον προς τούτοις ότι κάποιοι μπορεί μεν να ελκύονται και από όλα τα παραπάνω στοιχεία της προσωπικότητας του Ιουλιανού, κυρίως όμως φθάνουν να κάνουν τον Παραβάτη αυτοκράτορα πρότυπο και σημαία τους για έναν άλλο λόγο, τον οποίο ήδη υποδείξαμε παραπάνω: διότι ο Ιουλιανός προβάλλεται ως λάτρης του Ελληνικού πολιτισμού, και αυτός ο προβαλλόμενος ως λάτρης του Ελληνικού πολιτισμού έβλεπε τον χριστιανισμό ως μία επικίνδυνη απειλή για τον «ελληνισμό», όπως αυτός τον αντιλαμβανόταν. Από αυτή την άποψη, είναι φυσικό και επόμενο όλοι όσοι επείγονται να αποδείξουν ότι ελληνισμός και χριστιανισμός είναι στοιχεία εκ φύσεως αντιφατικά και πολέμια να βλέπουν στο πρόσωπο του Ιουλιανού ένα σύμβολο των δικών τους απόψεων και μία απτή απόδειξη του αγεφύρωτου χάσματος που κατ' αυτούς υπάρχει μεταξύ ελληνισμού και χριστιανισμού.
Σημειώσεις
[1] Ευσεβίου Καισαρείας, Βίος
του μακαρίου Κωνσταντίνου βασιλέως, td. E. Winkelmann, Α΄ 67, 3.1-3: «Εβασίλευε δε και μετά θάνατον μόνος θνητών ο μακάριος,
επράττετό τε τα
συνήθη ώσανεί και ζώντος αυτού, τούτο μονωτάτω αυτώ απ’ αιώνος του Θεού
δεδωρημένου».
[2]
Λιβανίου, Επιτάφιος επί Ιουλιανώ (Λόγος
ΙΗ'), ed. R. Foerster, 11.9.
[3]
Βλέπε Ιουλιανού, Αντιοχικός ή Μισοπώγων,
ed. C. Lacombrade, 22.1 κ.ε.
[4]
Ιουλιανού, Αθηναίων τη βουλή και τω δήμω,
ed. J. Bidez, 3.26-35: «Πως αν
ενταύθα φράσαιμι περί των εξ ενιαυτών ους εν αλλοτρίω κτήματι διαγαγόντες,
ώσπερ οι παρά τοις Πέρσαις εν τοις φρουρίοις τηρούμενοι, μηθενός ημίν
προσιόντος ξένου, μηδέ των πάλαι γνωρίμων επιτρεπομένου τινός ως ημάς φοιτάν,
διεζώμεν αποκεκλεισμένοι παντός μεν μαθήματος σπουδαίου, πάσης δε ελευθερίας
εντεύξεως, εν ταις λαμπραίς οικετείαις τρεφόμενοι και τοις ημών αυτών δούλοις
ώσπερ εταίροις συγγυμναζόμενοι; προσήει γαρ ουθείς ουδέ επετρέπετο των
ηλικωτών».
[5]
Ευναπίου, Βίοι φιλοσόφων και σοφιστών,
ed. J. Giangrande, Ζ' 3,6. 1-2: «Τότε δε
ο μεν Ιουλιανός τω θειοτάτω ιεροφαντών συγγενόμενος και της εκείθεν σοφίας
αρυσάμενος χανδόν [… ]».
[6]
Ιουλιανού, Αθηναίων τη βουλή και τω δήμω, ed.
J. Bidez, 5.44-50: «Πηγάς μεν ουν οπόσας αφήκα δακρύων και θρήνους οίους, ανατείνων εις την ακρόπολιν την παρ
υμίν τας χείρας, ότε εκαλούμην και την Αθηνάν ικέτευον σώζειν τον ικέτην και μη
εκδιδόναι, πολλοί των παρ' υμίν εωρακότες εισί μοι μάρτυρες, αυτή δε η θεός προ
των άλλων, ότι και θάνατον ητησάμην παρ' αυτής Αθήνησι προ της τότε οδού».
[7]
Ζωσίμου, Ιστορία νέα, ed. F. Ρaschoud, Γ' 9,2.8-10: «και επί τίνος ασπίδος
μετέωρον άραντες ανείπον τε σεβαστόν αυτοκράτορα, και επέθεσαν συν βία το
διάδημα τη κεφαλή».
[8]
Ευναπίου, Βίοι φιλοσόφων και σοφιστών, ed. J. Giangrande, Κα' 1, 4.1-4: «Εκ
μειρακίου δε ούτω επιφανής γενόμενος, Ιουλιανός μεν αυτόν εις τον Καίσαρα
προϊών συνήρπασεν επί τη τέχνη, ο δε τοσούτον επλεονέκτει ταις άλλαις αρεταίς,
ώστε και βασιλέα τον Ιουλιανόν απέδειξεν».
[9] Giuseppe
Ricciotti, Julian the Apostate, transl. M. Joseph Costelloe, The Bruce
Publishing Company, Milwaukee 1960, σελ. 145.
[10] Ammiani
Marcellini, Rerum gestarum libri qui supersunt, ed. John C. Rolfe, XXI, 15, 5.
[11] Ζωσίμου, Ιστορία νέα, ed. F. Paschoud, E' 2, 1.2-3.
[12]
Ακολουθούμε
εδώ
σε
γενικές
γραμμές
την
παρουσίαση
του Robert
Browning (The emperor Julian, Weidenfeld and Nicolson, London 1976, σελ. 228 κ.ε.).
[13] Montesquieu,
L'esprit des lois, Paris 1748, 24, 10.
[14] François-Marie
Arouet Voltaire, Oeuvres completes, tome 52, Dictionnaire philosophique, Paris
1785, σελ. 428-429.
[15]
François-Marie Arouet Voltaire, ό.π., σελ. 423.
[16]
Edward
Gibbon, The history of the decline and fall of the Roman empire, ed. J. B.
Bury, vol. II, Methuen & Co., London 1897, σελ. 430.
[17] Edward
Gibbon, ό.π., σελ. 430-431.
[18]
Robert
Browning, The emperor Julian,
σελ. 232.
[19] André
Piganiol, L' Empire chrétien (325-395), Presses Universitaires de
France, Paris 1947, σελ. 145.
[20]
Will Durant, Παγκόσμιος ιστορία του πολιτισμού, τόμ.
Δ', μετάφρ. Νικ. Κ.
Παπαρρόδου, Αδελφοί Συρόπουλοι, Αθήνα 1969, σελ. 28.
[21]
Πολυμνίας Αθανασιάδη-Fowden,
«Από τη Ρωμαϊκή στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία (324-642). Ο μέγας αιών (324-395)»,
Ιστορία του Ελληνικού έθνους, τόμος Ζ', Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1978, σελ. 59.
[22]
Πολυμνίας Αθανασιάδη-Fowden, ό.π., σελ. 66.
[23] Αυγουστίνου, De civitate Dei,V, 21 : et ne per singulos
ire necesse sit, qui Constantino Christiano, ipse apostatae Iuliano,
cuius egregiam indolem decepit amore dominandi sacrilega et detestanda
curiositas, cuius uanis deditus oraculis erat, quando fretus securitate
uictoriae naues, quibus uictus necessarius portabatur, incendit; deinde
feruide instans inmodicis ausibus et mox merito temeritatis occisus in
locis hostilibus egenum reliquit exercitum, ut aliter inde non posset euadi,
nisi contra illud auspicium dei Termini, de quo superiore libro diximus, Romani
imperii termini mouerentur.
[24] Joseph
Bidez, La vie de l'empereur
Julien, Société de l'édition "Les Belles Lettres", Paris
1930, σελ. 350.
[25] W. H. C.
Frend, The rise of Christianity, Darton, Longman & Todd, London 1984, σελ. 608.
[26]
Παύλου Καρολίδου, Βυζαντινή ιστορία, Τζάκας, Αθήναι 1906, σελ. 29.
[27] Κωνσταντίνου Παπαρρηγοπούλου, Ιστορία του Ελληνικού έθνους, τόμος 3, Εκδοτικός Οίκος «Ελευθερουδάκη» Α. Ε., εν Αθήναις 19326, σελ. 162.
[28]
Robert
Browning, The emperor Julian,
σελ. 224.
[29] W. H. C. Frend, The rise of Christianity, σελ. 594.
Εισαγωγή // Περιεχόμενα // Επόμενο
Δημιουργία αρχείου: 19-12-2009.
Τελευταία ενημέρωση: 19-12-2009.