Απάντηση στις συκοφαντίες τού Νεοπαγανισμού |
Γεννάδιος - Ιουβενάλιος και άλλοι μύθοι για τον Σχολάριο, τον πρώτο μετά την Άλωση Πατριάρχη * Η έννοια τής λέξης: "Έλληνας" στους αιώνες * Ροΐδη Εμμονές και Πατριάρχης Γεννάδιος: Όταν στα blog, η απάτη γίνεται συνήθεια… * Ο υψηλός πολιτισμός του "Βυζαντίου" διέσωσε και συνέχισε την πρόοδο * Στα χρόνια του Βυζαντίου. Οι θετικοί επιστήμονες, ιατροί, χρονολόγοι και αστρονόμοι
Ο Γεννάδιος Σχολάριος και το Ελληνικό
Έθνος Αναίρεση παρερμηνειών για ιδεολογικούς σκοπούς Γεώργιος Κεκαυμένος
Αναδημοσίευση από: http://www.antibaro.gr/node/2079 |
Στο δεινώς χειμαζόμενο έθνος των Ελλήνων, αφιερούται. Αν θέλαμε να βρούμε μια θέση στην οποία θα συμφωνούσαν όλες οι ιδεολογικές τάσεις της ελληνικής ιστοριογραφίας, αυτή θα ήταν η άποψη για την αντιμετώπιση του εθνικού ονόματος Έλλην από την ορθόδοξη Εκκλησία κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Σύμφωνα λοιπόν με όλους τους ιστορικούς και διανοούμενους που ασχολήθηκαν με την περίοδο της τουρκοκρατίας, η εκκλησία υπήρξε απόλυτα εχθρική με το όνομα των Ελλήνων. Όπως λοιπόν υποστηρίζουν, «η σχέση της ρωμαίικης συνείδησης με την ορθόδοξη είναι ταυτόσημες και αντιθετικές σε κάθε έννοια «ελληνικότητας»[1]. Καθ’ όλη την διάρκεια της τουρκοκρατίας «Ο όρος Έλληνας συνέχιζε να παραπέμπει στον «εθνικό», τον ειδωλολάτρη»[2]. «Τόσο κατά τους βυζαντινούς χρόνους όσο και στην περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας το όνομα «Έλλην» παρέπεμπε στους αρχαίους και μόνον Έλληνες»[3]. Έτσι, «η οθωμανική κατάκτηση, αποκλείοντας την ελληνική κοινωνία από την δυτική αναγέννηση, […] συνέβαλε στην επιβολή της παραδοσιακής, αυστηρά ορθόδοξης κοσμοθεωρίας». Με το που επικράτησε η «ορθόδοξη κοσμοθεωρία», «η πρώτη υποδήλωση μιας νέας ελληνικής ταυτότητας, προσδιορισμένης σε σχέση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό […] εξοβελίστηκε»[4]. Γι’ αυτό και η αρχική επινόηση της ταυτότητας «Έλληνας», το 15ο αιώνα, προτάσσεται σε αντίθεση με το χριστιανισμό[5]. Γι’ αυτό και «το είμαστε Έλληνες» σε ένα αμιγώς χριστιανικό περιβάλλον ισοδυναμούσε τουλάχιστον με αίρεση». Έτσι, αυτή η φράση «δήλωνε έναν αμιγώς κοσμικό προσανατολισμό αλλά και στροφή προς την καθολική Δύση […] των ουμανιστών αριστοκρατών του 14ου αιώνα, του Πλήθωνα, του Χρυσολωρά και άλλων»[6]. Γι’ αυτό και «λίγα χρόνια πριν από την άλωση ο Πλήθων Γεμιστός προσφωνούσε τον τελευταίο Παλαιολόγο «Έλληνα Βασιλέα» χωρίς να κρύβει την προσωπική αντίθεση του με την επίσημη θρησκεία»[7]. Η σύγκρουση ανάμεσα στον Πλήθωνα και τον Σχολάριο τελικά ήταν μια σύγκρουση ανάμεσα στον Ελληνισμό και τον Χριστιανισμό και ως προς την ταυτότητα αλλά και ως προς το όνομα που θα προσδιόριζε την ελληνική συλλογικότητα[8]. Έτσι, το όνομα «Έλληνες» δήλωνε «συνείδηση φυλετικής, εξ αίματος συγγένειας μόνον σε περιορισμένους κύκλους»[9] «δυτικόφιλων λογίων»[10] «του ΙΔ΄ και του ΙΕ΄ ιδίως αιώνα»[11], «χωρίς καμία επιρροή»[12], οι οποίοι ήταν «απομακρυσμέν[οι] από την επιρροή του οικουμενικού πατριαρχείου»[13]. Ο «αυτοπροσδιορισμός Έλληνας» οφείλεται σε μια τάση «γενικού εξαρχαϊσμού», που πάντοτε βέβαια «αφορούσε ελάχιστους κύκλους»[14]. Γι’ αυτό και το όνομα Έλλην τελικά δήλωνε απλά και μόνον μια «κοινότητα εγγραμμάτων»[15], οι οποίοι «αυτοί πρώτοι, ενώπιον του πολιτικού και πολιτισμικού αδιεξόδου που δημιουργούσε η οθωμανική κατάκτηση, αναγκάστηκαν να στραφούν στην ιστορία προκειμένου να αυτοπροσδιοριστούν»[16], ανάγοντας «την καταγωγή τους στους Έλληνες»[17], πράγμα που είχε ως συνέπεια να «αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους σαν τους αρχικούς ιδιοκτήτες ενός πολιτισμού που δάνεισαν στους Ευρωπαίους, η κυριότητα του οποίου εν τούτοις δεν έπαψε ποτέ να τους ανήκει»[18]. Όλος αυτός ο πόλεμος που υποτίθεται πως η εκκλησία εξαπέλυσε ενάντια στο όνομα Έλληνας και στην ελληνική συνείδηση γενικότερα, είχε ως αποτέλεσμα να εμφανιστεί ξανά το «Έλληνας μόλις στα τέλη του 18ου αιώνα, σε κείμενα όπως του ανώνυμου της Ελληνικής Νομαρχίας και σε κάποια άλλα, ελάχιστα φιλικά προς την εκκλησία[19], χάρις στην επίδραση του γαλλικού διαφωτισμού[20]. Όπως μάλιστα πολύ χαρακτηριστικά λέει ο μεγάλος δάσκαλος Ι.Θ. Κακριδής «είναι χαρακτηριστικό ότι ως τον 18ο ακόμη αιώνα το χριστιανικό κήρυγμα αμφισβητεί την ελληνικότητα από το εκκλησίασμά του, που το αποτελούσαν ωστόσο Έλληνες. Αδελφοί μου, λέει ο Κοσμάς, έμαθα πως με την χάριν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού δεν είσθε Έλληνες, δεν είσθε ασεβείς, αιρετικοί, άθεοι, αλλ’ είσθε ορθόδοξοι χριστιανοί...»[21]. Το πιο εντυπωσιακό σ’ όλην αυτήν την ιστορία είναι πως τις παραπάνω απόψεις των εθνομηδενιστών ιστορικών τις προβάλλουν και τις ενστερνίζονται ακόμη και ορισμένοι εθνικοί ιστορικοί, αλλά -κυρίως- οι οπαδοί της «Ρωμιοσύνης»! Έτσι, ο Απόστολος Βακαλόπουλος δεν δίστασε να μιλήσει για «αντίδραση» και δυσμενή στάση» της εκκλησίας, οι οποίες εμπόδισαν την «γενίκευση του ονόματος «Έλλην»[22], ενώ ο παπα-Γιώργης Μεταλληνός αποφαίνεται πως «ως το τέλος της αυτοκρατορίας το όνομα «Έλλην» θα σημαίνει τον ειδωλολάτρη»[23]. Αυτό δεν είναι βέβαια καθόλου περίεργο, διότι ο π. Γεώργιος Μεταλληνός δέχεται πλήρως τις απόψεις των εθνομηδενιστών για την ανυπαρξία εθνικής συνείδησης στο Βυζάντιο, όπου, όπως υποστηρίζει, «η έννοια της φυλετικής καταγωγής, χωρίς να έχει χαθεί τελείως, δεν δημιουργούσε ιδιαίτερη συνείδηση, διότι […] συνείδηση ήταν η ορθοδοξία»[24]. Γι’ αυτό και δεν διστάζει να δηλώσει πως «το εθνικό αίσθημα, ιδιαίτερα σε μας τους Έλληνες, καλλιεργήθηκε μέσα από τον κύκλο των λογίων, και μάλιστα των αρχαιολατρών, χαλαρότατα (ή και καθόλου) συνδεδεμένων με την εκκλησιαστική παράδοση (Ορθοδοξία). Η κορύφωση αυτής της διαδικασίας συντελείται τον 15ο αιώνα. Οι λόγιοι, κατά κανόνα, απέκρουαν το όνομα Ρωμαίος […] διότι αισθάνονταν Έλληνες (εθνικά, φυλετικά)». Γι’ αυτό και όπως ήταν φυσικό «η εθνική ιδέα καλλιεργήθηκε από τους λογίους (αρχαιολάτρες και δυτικόφρονες) σ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας»[25]. Αυτά ο παπα-Γιώργης. Τώρα, πώς γίνεται εθνοαποδομισμός και «Ρωμιοσύνη» να πηγαίνουν πιασμένοι χέρι-χέρι, μαζί κι αγαπημένοι, και τι είδους αλλόκοτες και παρά φύσιν συμπτώσεις και συμμαχίες είναι αυτές, μόνον αυτοί το ξέρουν…
Είναι όμως αλήθεια όλα αυτά; Ευσταθούν, δηλαδή; Είναι λοιπόν αλήθεια ότι το όνομα Έλλην χρησιμοποιήθηκε μόνον κατά τον 15ο αιώνα από κάποιους ελάχιστους βυζαντινούς δυτικόφιλους λόγιους και μετά εξαφανίσθηκε; Είναι αλήθεια ότι μόνον οι αρχαιολάτρες λόγιοι αυτοπροσδιορίστηκαν ως Έλληνες, και μάλιστα επειδή ήταν αντίθετοι προς την ορθοδοξία και μακριά από την επίδραση του οικουμενικού πατριαρχείου; Είναι αλήθεια πως η «ορθόδοξη κοσμοθεωρία» ήταν αντίθετη στο όνομα Έλλην; Τέλος, είναι αλήθεια πως η ρωμαίικη και η ορθόδοξη συνείδηση είναι αντιθετικές σε κάθε έννοια «ελληνικότητας»; Απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να δώσουμε εξετάζοντας αντιπροσωπευτικά την πιο τρανταχτή αλλά και την πιο αμφιλεγόμενη περίπτωση εκκλησιαστικού ηγέτη κατά την τουρκοκρατία: Αυτήν του πατριάρχη Γεννάδιου Σχολάριου.
Νομίζω πως δεν πρέπει να υπάρχει σήμερα πιο κατασυκοφαντημένο και πλέον καθυβρισμένο πρόσωπο σε όλη την ελληνική ιστορία από τον πρώτο πατριάρχη του γένους μετά την άλωση, τον Γεννάδιο Σχολάριο. Χαρακτηρισμοί όπως προδότης τουρκόφιλος, τουρκόδουλος και πόσα ακόμη, είναι κοινοί τόποι. Αφορμή γι’ αυτήν την άνευ προηγουμένου επίθεση απέναντί του έδωσε μια περιλάλητη δήλωσή του, γνωστή και στον τελευταίο Έλληνα πατριώτη ή προοδευτικό διανοούμενο, σύμφωνα με την οποία: «Έλλην ων τηι φωνήι, ουκ αν ποτέ φαίην Έλλην είναι, δια το μη φρονείν ως εφρόνουν ποτέ οι Έλληνες, αλλ’ από της ιδίας μάλιστα θέλω ονομάζεσθαι δόξης. Και ει τις έροιτό με τίς ειμι, αποκρινούμαι Χριστιανός είναι».
Για να καταλάβουμε το πόσο άδικη υπήρξε ακόμη και ιστορική επιστήμη απέναντι στον Σχολάριο, ειδικά στο θέμα της θέσης του απέναντι στον Ελληνισμό και την εθνική του συνείδηση, θα πρέπει να εγκύψουμε με προσοχή στα κείμενα του και να παραθέσουμε από αυτά ενότητες που είτε δεν έχουν επισημανθεί ποτέ μέχρι σήμερα, είτε έχουν αναφερθεί ελάχιστες φορές, ουσιαστικά μόνον από τον Βακαλόπουλο. Ήδη στον πρώτο τόμο της ιστορίας του, ο Α. Βακαλόπουλος παραθέτει μερικά χωρία του Σχολαρίου, όπου ο πατριάρχης χρησιμοποιεί το όνομα Έλλην ως αναμφίβολα εθνικό προσδιορισμό, πράγμα που οδηγεί τον Βακαλόπουλο στο συμπέρασμα πως «ο κλήρος είχε αρχίσει –διστακτικά βέβαια– να δέχεται το Έλλην σαν ταυτόσημο με το Ρωμαίος»[26]. Στο δεύτερο τόμο επανέρχεται στο ίδιο θέμα, οπότε και με παράθεση περισσότερων κειμένων μιλάει πλέον για όψιμη ωρίμανση της εθνικής συνείδησης του Γενναδίου: «Τώρα [μετά την άλωση] η εθνική του συνείδηση, η ελληνική, ωριμάζει και γίνεται πιο ζωηρή»[27].
Ξεκινάμε από μια επιστολή που γράφει ο Σχολάριος προς τον μέγα δούκα, δηλαδή τον περίφημο Λουκά Νοταρά, άλλο ένα πρόσωπο κατασυκοφαντημένο και γι’ αυτό ιδιαίτερα μισητό σήμερα τόσο στους φιλελεύθερους «προοδευτικούς», όσο και στους πατριώτες και τους ελληνοκεντρικούς. Στην επιστολή αυτή ο Σχολάριος υπογράφει ως Γεννάδιος, άρα είναι πλέον μοναχός. Το γράμμα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μιας και αποτελεί μέρος της εσωτερικής αλληλογραφίας μεταξύ των δύο κορυφαίων ηγετών της ανθενωτικής παράταξης. Γράφει λοιπόν ο μοναχός Γεννάδιος προς τον μεγάλο δούκα την εξής εκπληκτική φράση: «Αλλά συ γε ταληθή μένε φρονών και χάριν ειδώς τω Θεώ ανθ’ ων σε κεκόσμηκεν υπέρ πάντας τους νυν όντας Έλληνας». Ο Σχολάριος προτρέπει εδώ τον ομόφρονά του Νοταρά να συνεχίσει να φρονεί «τ’ αληθή» και να χρωστάει χάρη στον Θεό για όλα εκείνα με τα οποία τον στόλισε πιο πολύ απ’ όλους τους άλλους τους Έλληνες του καιρού τους, ενώ λίγο πιο κάτω προσφωνεί πάλι τον Νοταρά ως τον «βέλτιστο των νυν Ελλήνων απάντων». Τέλος, στην ίδια πάντα επιστολή, ο Σχολάριος δεν διστάζει να επιτεθεί και σ’ αυτούς που «επί των ημετέρων καιρών τα των δυστυχών Ελλήνων άξαντας πράγματα» [28]. Δηλαδή σε όλους όσους είχαν οδηγήσει τότε τους «δυστυχισμένους Έλληνες» σ’ εκείνη την αξιοθρήνητη κατάσταση… Όπως σε όλα τα κείμενα του, και εδώ είναι ξεκάθαρο πως ο Σχολάριος ως δυστυχισμένους Έλληνες δεν θεωρεί μόνον κάποιους ελάχιστους λόγιους που ήξεραν τα αρχαία ελληνικά, αλλά όλους τους κατοίκους της αυτοκρατορίας, οι οποίοι είχαν οδηγηθεί σ’ εκείνη την αξιοθρήνητη κατάσταση[29].Την ίδια χρονιά, το 1450, λέει ο Σχολάριος στον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Ιωάννη Δ΄ ότι «κοσμεί» «τοιούτος ων το γένος άπαν Ελλήνων»[30].
Την ίδια επίσης χρονιά, στον επιτάφιο που γράφει για τον δεσπότη Θεόδωρο, αδελφό του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ένα από τα καλά που βρίσκει να του αποδώσει ο Σχολάριος είναι ότι δεν ζημίωσε «των συγγενών Ελλήνων ουδένα»[31]. Όπως διαπιστώνουμε, τόσο για τον ανθενωτικό μοναχό Γεννάδιο όσο και για τον επίσης ανθενωτικό μεγάλο δούκα και οι ίδιοι αλλά και όλοι οι σύγχρονοί τους ήταν ξεκάθαρα Έλληνες. Και όχι μόνον ξεκάθαρα Έλληνες, αλλά και ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ Έλληνες, διότι για τον Σχολάριο ΟΛΟΙ οι Έλληνες ήταν μεταξύ τους συγγενείς, αφού όλοι είχαν στις φλέβες τους το ίδιο ελληνικό αίμα. Αυτήν ακριβώς την πίστη του, δηλαδή στην συνέχεια της ελληνικής φυλής, έρχεται να επικυρώσει ο Σχολάριος και σε ένα άκρως αποκαλυπτικό έργο του. Το έργο αυτό είναι γραμμένο το 1446 με την μορφή των πλατωνικών διαλόγων. Εκεί παρουσιάζονται δύο πρόσωπα, ο Νεόφρων και ο Παλαίτιμος, να συζητάνε για τις δογματικές διαφορές των ορθοδόξων με τους δυτικούς και για διάφορα άλλα συναφή θέματα. Όπως μας λέει η επιγραφή, Νεόφρων είναι ο ενωτικός πατριάρχης Γρηγόριος Μάμας, ενώ Παλαίτιμος είναι ο ίδιος ο Σχολάριος. Εκεί, σ’ ένα συγκλονιστικό για την σημασία του χωρίο, αναφέρεται στους προγόνους του δικούς του και των συγχρόνων του, λέγοντας τα εξής εκπληκτικά: «Παλαίτιμος: Οι πατέρες ημών, Ελλήνων γάρ εσμεν παίδες, πολλώ πλείους ημών, και σοφώτεροι δε ουχ ημών μόνον, αλλά και σου και ει τις άλλος κοινωνεί σοι της δόξης, Πλάτων, Αριστοτέλης εκείνος, Πυθαγόρας, Αναξαγόρας, πολύς μεν φιλοσόφων εσμός, πολλά δε ρητόρων έθνη»[32]. [Οι πατέρες μας, διότι είμαστε παιδιά Ελλήνων, ήταν πολύ καλλίτεροί μας και σοφώτεροι, αλλά όχι μόνον από εμάς, αλλά και από εσένα και από οποιανδήποτε άλλο που έχει τις ίδιες με σένα απόψεις. Ο Πλάτωνας, εκείνος ο σπουδαίος ο Αριστοτέλης, ο Πυθαγόρας, ο Αναξαγόρας, οι αμέτρητοι φιλόσοφοι και οι ατέλειωτες ομάδες των ρητόρων]. Πατέρες μας λοιπόν είναι για τον Σχολάριο οι αρχαίοι Έλληνες και εμείς απόγονοί τους. Όχι μόνον πνευματικοί, αλλά κυρίως φυσικοί και βιολογικοί απόγονοί τους. Γι’ αυτό άλλωστε και εμείς οι Έλληνες είμαστε μεταξύ μας ΟΛΟΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ! Τόσο «ανθέλληνας» ήταν ο Σχολάριος και τόσο πολύ μισούσε την Ελλάδα και τον Ελληνισμό, ώστε να θεωρεί όλους τους Έλληνες απογόνους των φιλοσόφων και των ρητόρων... Να σημειώσουμε πως όλα αυτά γράφονται ήδη το 1446, αλλά και το 1450, πράγμα που αποδεικνύει περίτρανα πως ο Σχολάριος είχε εξαρχής ξεκάθαρη και πλήρως διαμορφωμένη ελληνική εθνική συνείδηση. Αυτό αποδεικνύει πόσο λανθασμένη είναι η άποψη του αείμνηστου Βακαλόπουλου[33], ο οποίος νόμιζε ότι έπρεπε ο Σχολάριος πρώτα να βιώσει την φρίκη την άλωσης και της τουρκικής βαρβαρότητας και μετά να νιώσει επιτέλους Έλληνας, δηλαδή από το 1460 και μετά.
Και τώρα, ας ξαναθυμηθούμε όλες τις διαβεβαιώσεις των εθνομηδενιστών αλλά, δυστυχώς, και των «Ρωμιών» ιστορικών: Η ορθόδοξη και η ρωμαίικη συνείδηση, που είναι «ταυτόσημες», είναι «αντιθετικές σε κάθε έννοια «ελληνικότητας»[34]. Το «είμαστε Έλληνες» σε ένα αμιγώς χριστιανικό περιβάλλον ισοδυναμούσε τουλάχιστον με αίρεση»[35]. Καθ’ όλη την διάρκεια της τουρκοκρατίας «Ο όρος Έλληνας συνέχιζε να παραπέμπει στον «εθνικό», τον ειδωλολάτρη»[36]. «Τόσο κατά τους βυζαντινούς χρόνους όσο και στην περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας το όνομα «Έλλην» παρέπεμπε στους αρχαίους και μόνον Έλληνες»[37]. Το όνομα Έλληνες «αφορούσε ελάχιστους κύκλους»[38] «δυτικόφιλων λογίων», οι οποίοι ήταν «απομακρυσμέν[οι] από την επιρροή του οικουμενικού πατριαρχείου»[39]. «Λίγα χρόνια πριν από την άλωση ο Πλήθων Γεμιστός προσφωνούσε τον τελευταίο Παλαιολόγο «Έλληνα Βασιλέα» χωρίς να κρύβει την προσωπική αντίθεση του με την επίσημη θρησκεία»[40]. «Το εθνικό αίσθημα, ιδιαίτερα σε μας τους Έλληνες, καλλιεργήθηκε μέσα από τον κύκλο των λογίων, και μάλιστα των αρχαιολατρών, χαλαρότατα (ή και καθόλου) συνδεδεμένων με την εκκλησιαστική παράδοση (Ορθοδοξία) […] διότι αισθάνονταν Έλληνες (εθνικά, φυλετικά)[41]. «Είναι χαρακτηριστικό ότι ως τον 18ο ακόμη αιώνα το χριστιανικό κήρυγμα αμφισβητεί την ελληνικότητα από το εκκλησίασμά του, που το αποτελούσαν ωστόσο Έλληνες. Αδελφοί μου, λέει ο Κοσμάς, έμαθα πως με την χάριν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού δεν είσθε Έλληνες, δεν είσθε ασεβείς, αιρετικοί, άθεοι, αλλ’ είσθε ορθόδοξοι χριστιανοί...»[42].
Κάνεις ποτέ δεν τόλμησε να αρνηθεί ότι ο Γεννάδιος Σχολάριος υπήρξε ένας πολύ μεγάλος λόγιος. Αλλά κανείς επίσης δεν είναι δυνατόν να υποστηρίξει ότι ο μοναχός και πατριάρχης Γεννάδιος ήταν ένας «δυτικόφιλος λόγιος» που βρίσκονταν μακριά από την επιρροή του πατριαρχείου! Το αντίθετο μάλιστα... Και όμως, ο Γεώργιος και μετέπειτα Γεννάδιος Σχολάριος αν και ανθενωτικός, αν και αντιδυτικός, αν και ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της εκκλησίας και της «ορθόδοξης κοσμοθεωρίας», βλέπουμε πως χαρακτηρίζει αδίστακτα όλους τους συγχρόνους του ως Έλληνες. Και μάλιστα ως ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ Έλληνες, με κοινούς πατέρες όλων τους αρχαίους Έλληνες!!! Γι’ αυτό και τους κορυφαίους άρχοντες και βασιλείς του καιρού του δεν βρίσκει άλλον καλλίτερο τρόπο να τους κολακέψει, παρά με το να τους χαρακτηρίζει ως «βέλτιστους των Ελλήνων»[43]. Όμως, μήπως υπάρχει και κάποια άλλη πιο πιθανή εξήγηση για τις αναφορές του Σχολαρίου σε Έλληνες; Είναι σε όλους γνωστή η μεγάλη και βαθιά κλασσική παιδεία και μόρφωση του Σχολάριου. Μήπως λοιπόν ο ανθενωτικός Σχολάριος εδώ πέφτει θύμα του αρχαϊσμού του και χαρακτηρίζει τους συγχρόνους του ως Έλληνες με την ίδια λογική που ίσως χαρακτηρίζει τους Τούρκους ως Πέρσες ή Αχαιμενίδες[44]; Καταρχήν, αυτό δεν είναι δυνατόν να αφορά τον «ανθενωτικό» και «ορθόδοξο» Σχολάριο, διότι αυτού του είδους η αρχαϊστική αναφορά σε Έλληνες υποτίθεται πως συνδέονταν μόνον με την «ατμόσφαιρα αναβίωσης των ελληνικών και λατινικών σπουδών που προκάλεσε η Αναγέννηση» και «βέβαια αυτή η τάση αφορούσε ελάχιστους κύκλους». Οι περισσότεροι ονόμαζαν «Έλληνες» τους παγανιστές και τους αλλόδοξους [45]. Και ένας από αυτούς, και μάλιστα ο πρώτος, θα έπρεπε να είναι ο Γεννάδιος. Όμως οι αναφορές του Γεννάδιου σε «συγγενείς Έλληνες», αποκλείει εντελώς την περίπτωση όλες αυτές οι αναφορές του σε «Έλληνες» να είναι αποτέλεσμα ενός νεκρού αρχαϊσμού και μόνον. Για τον Σχολάριο, οι Έλληνες του καιρού του δεν είναι Έλληνες με την ίδια λογική που είναι και οι Τούρκοι Πέρσες. Και αυτό διότι ο Σχολάριος την «συγγένεια» αυτήν των Ελλήνων την κατανοεί φυλετικά και βιολογικά. Γι’ αυτό άλλωστε και δεν διστάζει να διακηρύξει σε όλους τους τόνους πως είμαστε «παίδες Ελλήνων», φυσικοί απόγονοι των αρχαίων! Μια άλλη, ακόμη πιο «προχωρημένη» υπόθεση διατυπώνει ο A.D. Angelou, ο οποίος είναι ο μόνος που διεξήλθε ερευνητικά σχεδόν όλες τις αναφορές του Σχολάριου στους Έλληνες και στο Ελληνικό γένος. Και είναι πραγματικά πάρα πολύ ενδιαφέρον να βλέπει κανείς την απέλπιδα προσπάθεια που κάνει για να αποδείξει πως όλες αυτές οι αναφορές του Σχολάριου δεν εκφράζουν, απαραίτητα, μια νέα ταυτότητα, αλλά ότι αποτελούν απλά και μόνον μια «μετονομασία» (re-naming ) στα πλαίσια της… πατριαρχικής ρητορικής! [46]Δηλαδή, ενώ μέχρι τώρα όλοι οι εθνοαποδομητές ιστορικοί μας διαβεβαίωναν με ύφος χιλίων καρδιναλίων πως το όνομα Έλλην αναπτύχθηκε μακριά από τα εκκλησιαστικά περιβάλλοντα, διότι το πατριαρχείο δεν άντεχε ούτε να τ’ ακούει, τώρα ξαφνικά η εξαντλητική χρήση αυτού ακριβώς του ονόματος από τον Σχολάριο παρουσιάζεται ως ένα παιχνιδάκι της… πατριαρχικής ρητορικής!
Και να φανταστεί κανείς πως όλες αυτές τις «ερμηνείες» οι «επαγγελματίες» ιστορικοί τις διατυπώνουν μόνο και μόνο για να μην παραδεχτούν το αυτονόητο: Πως σε όλες αυτές τις αναφορές, το όνομα Έλλην έχει για τον Σχολάριο πάντοτε καθαρά εθνική σημασία…
Συνεχίζοντας την έρευνά μας, μπορούμε να υποθέσουμε πως εφόσον για τον Γεννάδιο ο ίδιος και οι σύγχρονοί του ήσαν Έλληνες, δεν ήταν δυνατόν παρά να ζουν σε ένα ελληνικό κράτος, το οποίο δεν ήταν άλλο από την Βυζαντινή αυτοκρατορία. Πραγματικά, στον παρηγορητικό λόγο που έγραψε προς τον τελευταίο αυτοκράτορα της Πόλης Κωνσταντίνο Παλαιολόγο για τον θάνατο της μητέρας του Ελένης λέει και τα εξής: «Εν τοσούτοις βεβιωκυία καλοίς και ούτω μεν εαυτήν προς υπερφυές τι κάλλος αρετής αποξέσασα, ούτω δε ωφελιμωτάτη τω κοινώ των Ελλήνων»[47]. [Επειδή η μητέρα του αυτοκράτορα είχε κάνει πάρα πολλά καλά και είχε πλησιάσει το πιο μεγάλο ύψος της αρετής, κατάφερε μ’ αυτόν τον τρόπο να γίνει πολύ ωφέλιμη στο κοινό των Ελλήνων] Εδώ ο Σχολάριος όχι μόνον χαρακτηρίζει το Βυζάντιο ως Ελλάδα, αλλά προχωράει και ένα βήμα παραπέρα. Χάρις στην βαριά κλασσική παιδεία του ήξερε πως όταν οι Έλληνες της αρχαίας εποχής ήθελαν να φτιάξουν μια μεγαλύτερη «κρατική» ενότητα από την πόλη-κράτος, έφτιαχναν ένα «κοινό». Αλλά ακόμη και εκείνα τα κοινά είχαν τοπικό χαρακτήρα, γι’ αυτό και είχαν τοπικές ονομασίες: Το κοινό των Αιτωλών, των Βιωτών, των Κυπρίων κ.τ.λ. Όμως, η Βυζαντινή αυτοκρατορία τώρα πια ενοποιούσε όλους τους Έλληνες κάτω από μία και ενιαία κρατική υπόσταση. Γι’ αυτό τον λόγο και δεν μπορούσε να είναι τούτη η αυτοκρατορία, για τον Σχολάριο, τίποτε άλλο παρά το κοινό των Ελλήνων. Εδώ διαπιστώνουμε ξεκάθαρα πως δεν ήταν ούτε ο Ζαμπέλιος ούτε ο Παπαρρηγόπουλος που συνέλαβαν πρώτοι την έννοια της ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού. Πολύ πριν ο Σχολάριος χαρακτηρίζοντας την Βυζαντινή αυτοκρατορία ως το «κοινό των Ελλήνων» την έφερε σε άμεση σχέση ιστορικής συνέχειας και φυσικής διαδοχής με την αρχαία Ελλάδα. Η παραπάνω αναφορά του Σχολάριου δεν είχε τυχαίο και συμπτωματικό χαρακτήρα. Ο αμιγής ελληνικός χαρακτήρας της αυτοκρατορίας ήταν για την σκέψη του πατριάρχη μια δεδομένη θέση και άποψη. Σε μια επιστολή του, που στέλνει στον αδελφό του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου Δημήτριο, ο Σχολάριος του γράφει μεταξύ άλλων τα εξής: «Το μεν γαρ και δυσκολίαις εντυγχάνειν πραγμάτων, τη τε φύσει των όλων δοτέον και τη των ελληνικών πραγμάτων στενότητι»[48]. Ο Σχολάριος λέει στον Δημήτριο ότι οι δυσκολίες που του έτυχαν δεν πρέπει να τον στεναχωρούν, γιατί δεν έχουν προσωπικό χαρακτήρα. Οφείλονται γενικά στην ανθρώπινη φύση, αλλά και στην στενότητα «των ελληνικών πραγμάτων», δηλαδή στην τραγική θέση και κατάσταση της αυτοκρατορίας. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία, όσο κι αν είχε οικουμενικό χαρακτήρα, ήταν τελικά για τον Σχολάριο πάντοτε μια καθαρά ελληνική «υπόθεση». Όμως, ο Σχολάριος δεν περιόριζε τον ελληνικό χαρακτήρα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μόνον στην δική του εποχή. Ο πατριάρχης αντιλαμβανόταν την Βυζαντινή αυτοκρατορία ως μία ελληνική αυτοκρατορία σε όλη την ιστορική της διαδρομή. Και μάλιστα θεωρούσε πως οι παλαιότερες περίοδοι της αυτοκρατορίας ήταν εποχές όπου ο ελληνισμός βρίσκονταν σε πολύ μεγαλύτερη ακμή. Γράφοντας και πάλι στον μεγάλο δούκα Λουκά Νοταρά, για να αποδείξει ότι η προσθήκη που έβαλαν οι καθολικοί στο «Πιστεύω» είναι μια αιρετική προσθήκη, επικαλείται την καταδίκη αυτής της προσθήκης από συνόδους που έγιναν την εποχή των Κομνηνών, αλλά και των Λασκάρεων, στην αυτοκρατορία της Νίκαιας. Σε αυτήν την συνάφεια λέει και τα εξής: «Τις τοίνυν αφείς τας ελευθέρας ταύτας συνόδους και σώφρονας, οπότε τα Ελλήνων έτι και σοφία και πάσιν ήνθει τοις κρείττοσιν;»[49]. [Ποιος μπορεί να αγνοήσει ή να απορρίψει εκείνες τις ελεύθερες συνόδους και σώφρονες, οι οποίες έγιναν σε μια εποχή που η σοφία και όλες οι άλλες καταστάσεις των Ελλήνων βρίσκονταν στην μεγαλύτερη άνθισή και ακμή τους;] Για μια ακόμη φορά βλέπουμε πως για τον Σχολάριο οι πιο ένδοξες εποχές της Βυζαντινής αυτοκρατορίας δεν ήταν τίποτε άλλο παρά οι εποχές της μεγαλύτερης ακμής των Ελλήνων! Επειδή ακριβώς η Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν η αυτοκρατορία των Ελλήνων, η περίλαμπρη πρωτεύουσα της, η Κωνσταντινούπολη, δεν μπορούσε να είναι τίποτε άλλο, παρά η κοινή πατρίδα όλων των Ελλήνων: «Νυν εφθαρμένης ούτως ελεεινώς της καλλίστης των εν τη γη πόλεων, άμα δε και πατρίδος τω νυν ελληνικώ γένει, μιας τε και κοινής αντί πολλών των ιδίων ούσης έως εσώζετο»[50]. Θρηνεί ο πατριάρχης, γιατί τώρα πια η πιο όμορφη από όλες τις πόλεις του κόσμου δεν υπάρχει πλέον. Και έτσι το ελληνικό γένος έχασε την μία και κοινή πατρίδα του, την Κωνσταντινούπολη… Είναι πολλοί εκείνοι που επαινούν τον τελευταίο αυτοκράτορα της Ρωμιοσύνης Κωνσταντίνο Παλαιολόγο επειδή είχε αποκαλέσει την Πόλη «χαρά πάντων Ελλήνων». Και πολύ σωστά ασφαλώς πράττουν. Όμως, μετά την παραπάνω δήλωση του Γενναδίου μπορούμε πλέον να αντιληφθούμε πως και ο πατριάρχης είχε ακριβώς το ίδιο εθνικό φρόνημα με τον αυτοκράτορα. Και αν για τον Παλαιολόγο η Πόλη ήταν η χαρά των Ελλήνων, για τον Σχολάριο η Πόλη ήταν η κοινή τους πατρίδα… Και ποια ήταν τέλος πάντων η γνώμη του «ανθέλληνα», του «τουρκόφιλου», του «τουρκόδουλου» Σχολάριου για τους Έλληνες; Ας τον αφήσουμε να μας την πει μόνος του: «Άγχομαι δεινώς επί τω του γένους ολέθρω. Γένους, ο των επί γης το κάλλιστον ην, σοφία διαλάμπον, φρονήσει τεθηλός, ευνομίαις ανθούν, καλοίς πάσι κατάκομον. Τις ουχ ομολογεί βελτίστους Έλληνας ανθρώπων πάντων γενέσθαι; τις ου πειράται προς αυτούς αναφέρειν εν τοις συνούσι καλοίς, καν Ιταλός, καν βάρβαρος η;»[51]. [Μ’ έχει πιάσει αγιάτρευτη θλίψη για τον όλεθρο του γένους. Ένα γένος που έναν καιρό δεν είχε όμοιό του σ’ όλο τον κόσμο, εάν γένος που έλαμπε για την σοφία του, που έθαλλε από φρόνηση, που άνθιζε από ευνομία, που ήταν φορτωμένο από όλα του κόσμου τα καλά. Γιατί, ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΤΟΛΜΗΣΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΠΑΡΑΔΕΧΤΕΙ ΠΩΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΥΠΗΡΞΑΝ ΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΡΟΙ ΑΠ’ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ; Ποιος δεν θα τους αναφέρει αμέσως για κάθε καλό που έχει στην ζωή του, είτε είναι Ιταλός, είτε είναι βάρβαρος;] Αυτά πίστευε και έλεγε ο «υπότουρκος» Γεννάδιος για τους Έλληνες. Ότι δηλαδή οι Έλληνες ήταν ανώτεροι από όλους τους ανθρώπους της γης και πως ότι καλό είχαν οι άλλοι άνθρωποι, οι «βάρβαροι», το χρωστούσαν στους Έλληνες. Μένει να προσθέσουμε εμείς κάτι παραπάνω; Ο Σχολάριος δεν έχανε ευκαιρία που να μην δείξει τον θαυμασμό του για τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους. Έτσι, σε ένα κήρυγμά του που έκανε την πρώτη Κυριακή της μεγάλης τεσσαρακοστής, θέλοντας να δείξει την αξία της νηστείας είπε στους πιστούς μέσα στην εκκλησία, την ώρα της θείας λειτουργίας, τα εξής: «Ούτως ουν η νηστεία καθόλου τω της φύσεως υποκειμένη νόμω, ην και Πυθαγόρας και Διογένης και σπουδαίοι πάντες ετήρουν Έλληνες, εν ημίν νυν τοις χριστιανοίς μείζω την ανάγκην έχει»[52]. [Έτσι λοιπόν η νηστεία είναι απόλυτα εντεταγμένη στους νόμους της φύσης, και την εφάρμοζαν και ο Πυθαγόρας, ο Διογένης και όλοι οι σπουδαίοι Έλληνες. Γι’ αυτό και σε μας τους χριστιανούς είναι ακόμη πιο απαραίτητη.] Δηλαδή, μια από τις μεγαλύτερες αποδείξεις για την αξία της νηστείας, που είχε να παρουσιάσει ο πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος στο κήρυγμα του προς τους πιστούς, είναι το ότι νήστευαν ο Πυθαγόρας, ο Διογένης και όλοι οι σπουδαίοι Έλληνες!
Το άπειρο σεβασμό που είχε ο Σχολάριος προς την πατρογονική μας φιλοσοφία δεν έχανε ευκαιρία να τον εκδηλώνει. Έτσι, γράφοντας πάλι στον «ανθέλληνα» και ανθενωτικό Λουκά Νοταρά, για να τον τιμήσει και για να τον παινέψει τον παρομοιάζει με τον Σωκράτη: «Σωκράτους άρα συ γε μαθητής και εταίρος και ούτω καλώς έργοις τας εκείνου πληρών συμβουλάς. […] Εκείνός τε τοίνυν σοφός Απόλλωνος κρίσει, καίτοι τούτο καθάπαξ αρνούμενος, και συ κοινός απάντων πατήρ και κίων της πόλεως αστραβής, ο φησιν Όμηρος»[53]. [Είσαι μαθητής και «εταίρος» του Σωκράτη, γιατί με τα καλά σου έργα έκανες πράξη τις συμβουλές του. Και όπως εκείνος, ο Σωκράτης δηλαδή, ήταν σύμφωνα με την κρίση του Απόλλωνα σοφός, έτσι και συ, ο κοινός πατέρας όλων και η ασάλευτη κολώνα της πόλης, όπως λέει και ο Όμηρος.] Ο Σχολάριος εδώ όχι μόνον αναφέρει ως ύψιστο έπαινο το προς τον Νοταρά την παρομοίωσή του με τον Σωκράτη, αλλά αποδέχεται με όλο τον σεβασμό του και την κρίση που είχε εκφράσει για τον Σωκράτη ο... Απόλλωνας!
Στο ίδιο ύφος είναι και η απάντηση που έστειλε ο Νοταράς στον Σχολάριο. Διαβάζοντας όλ’ αυτά ο μεγάλος δούκας ένοιωσε τόσο κολακευμένος και υποχρεωμένος απέναντι στον Γεννάδιο, που του απάντησε με τα εξής λόγια: «Ήκει μοι έναγχος η επιστολή, χαρίεσσά τε άμα και θαυμαστή. Δημοσθένους αν έφη τις είναι ταύτην ή Πλάτωνος, οι δε γε μεμυημένοι τα σα του καλού Σχολαρίου φήσουσιν είναι, του καταπεπωκότος μεν το του Ερμού νέκταρ, δεξαμένου δε καθάπαξ την των Μουσών χάριν»[54]. [Είναι τόσο όμορφη και αξιοθαύμαστη η επιστολή σου, που θα νόμιζε κανείς πως την έγραψε ο Δημοσθένης ή ο Πλάτωνας! Αλλά όσοι είναι μυημένοι ξέρουν ότι την έγραψες εσύ, ο καλός Σχολάριος, που καταπώς φαίνεται έχεις καταπιεί όλο το νέκταρ του Ερμή και είσαι γεμάτος απ’ των Μουσών την χάρη.] Όχι, όλα αυτά δεν είναι κομμάτια από κάποια επιστολή του Πλήθωνα ή άλλου «δυτικόφιλου» λόγιου. Είναι αποσπάσματα παρμένα από την ιδιωτική, την προσωπική αλληλογραφία ανάμεσα στον Λουκά Νοταρά και τον Γεννάδιο Σχολάριο. Ε ναι, λοιπόν. Τέτοιο άσβεστο και ασίγαστο «μίσος» είχαν οι ορθόδοξοι ανθενωτικοί για την ελληνική φιλοσοφία!
Αλλά είναι φυσικό να αισθάνεται τόσο σεβασμό ο Σχολάριος για τους αρχαίους Έλληνες. Και ειδικά για τους φιλόσοφους. Διότι, αφού οι αρχαίοι Έλληνες είναι οι πρόγονοι μας, όλα όσα άφησαν πίσω τους αυτοί ως κληρονομιά σ’ όλη την ανθρωπότητα δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αρετή των προγόνων μας, όπως γράφει σε έναν από τους θρήνους του για την άλωση της Πόλης: «Και νυν, ουκέτι τα των Ελλήνων ο ανθρώπινος βίος έξει σεμνά, ουδέ τα μνημεία της προγονικής ημών αρετής η εστήξει, ή μένοντά που καλώς γνωσθήσεταί τε και θαυμασθήσεται»[55]. [Τώρα που έπεσε η Πόλη, θα χάσει πια οριστικά η ανθρωπότητα τα των «Ελλήνων σεμνά». Και αυτό γιατί η προγονική μας αρετή δεν θα έχει πια τόπο να σταθεί, εκτός αν κάπου αλλού την μάθουν και την θαυμάσουν.]
Αυτή η τελευταία του αναφορά μας αποκαλύπτει και κάτι ακόμα πολύ σημαντικό: Πως η μόνη ελπίδα που είχε ο «τουρκόφιλος» και «αντιδυτικός» Σχολάριος για να διασωθεί ο προγονικός μας ελληνικός πολιτισμός ήταν η Δύση! Και αυτήν του την ελπίδα προς στην Δύση, ότι δηλαδή αυτή θα σώσει τελικά τον ελληνικό πολιτισμό, την κράτησε ο Σχολάριος μέσα του σταθερή μέχρι τέλους. Γιατί, όπως λέει ο ίδιος για τους Δυτικούς, «παρ’ εκείνοις Αριστοτέλης και Πλάτων μαθητιώσι και χαίρουσιν υπό των μαθητών παρευδοκιμούμενοι, και ταύτ’ επήλυδες όντες»[56]. «Εώ δε την άλλην εκείνων σοφίαν, καθ’ ην ουδενός των παλαιών απολείπονται»[57]. [Ο Αριστοτέλης και ο Πλάτωνας βρίσκουν στους Ιταλούς μια ανέλπιστη τιμή και προσοχή, παρ’ όλο που είναι για εκείνους ξένοι. Με αποτέλεσμα να μην υστερούν πλέον οι Ιταλοί ως προς την γνώση σε τίποτε ακόμη και από τους αρχαίους Έλληνες.]Κι αυτό ήταν απόλυτα αλήθεια. Και ο πατριάρχης δεν φοβάται να πει την αλήθεια: «Ερώ τ’ αληθή, καν μυριάκις λατινίζειν με φώσιν οι συκοφάνται, οι, το μίσος άλλως ουκ έχοντες και τον φθόνον εκπλήσαι, επί τας διαβολάς καταφεύγουσι, και δυσμενές ηγούνται το φίλον, και σφίσιν αυτοίς εκπολεμούσι τους επί καιρού συμμαχήσοντας»[58]. Τον συκοφαντούσαν σαν λατινόφιλο! μας λέει ο Σχολάριος!!! Και γιατί αυτό; Γιατί είχε μια μεγάλη ελπίδα πως η Δύση θα διασώσει τελικά τον ελληνικό πολιτισμό! Και πότε τον συκοφαντούσαν τον Σχολάριο ως λατινόφιλο; Το 1451[59], δηλαδή δώδεκα ολόκληρα χρόνια μετά την σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας, όταν ήταν ήδη μοναχός.Γι’ αυτό και το 1460 λέει στον θρήνο του για την φρικτή κατάπτωση του γένους, καθώς ολοφύρεται για την καταστροφή των βιβλίων της ελληνικής σοφίας από τους Τούρκους: «Πού βιβλία συνειλεγμένα παρ’ ημών τη κοινή των πεπαιδευμένων χρεία; πού τα μακρά εκείνα συγγράμματα, τα μεν εις θεολογίαν, τα δ’ εις διαλεκτικήν ημίν ειργασμένα,τα δ’ εις την άλλην φιλοσοφίαν, τα δε ρήτορι πρέποντα και κατά πάσαν λόγων ύλην τε και ιδέαν […]; Τα μεν αυτών καταπεπάτηται τότε, τα δ’ εις την υπερορίαν ήχθησαν ου παντάπασιν ατυχώς όπου δε τι της ενταύθα γης υπολέλειπται, άχθος μάταιον κείται»[60]. [Πού είναι τα βιβλία μας, που τα είχαμε μαζέψει για να τα χρησιμοποιούμε όλοι εμείς οι μορφωμένοι; Που είναι εκείνα τα μεγάλα συγγράμματα, που κάποια ήταν θεολογικά, κάποια άλλα για την διαλεκτική, αλλά ήταν φιλοσοφικά, άλλα ρητορικά και γενικά για κάθε είδους έρευνα και επιστήμη; Κάποια ποδοπατήθηκαν κατά την άλωση, άλλα όμως, για καλή τους τύχη, έχουν παρθεί μακριά στα ξένα. Αφού ακόμα κι αυτά που τυχόν γλίτωσαν την καταστροφή και βρίσκονται ακόμα εδώ σε τούτη την γη, άδικα κάθονται, άχρηστο βάρος.]
Μετά απ’ αυτά, μπορούμε τώρα να καταλάβουμε το πόσο πολύ «μισούσε» την Δύση ο «ανθενωτικός» και «τουρκόδουλος» πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος… Αλλά πόσο άτυχος υπήρξε πια ο δύσμοιρος πατριάρχης του γένους στην ζωή αλλά και στη θανή του. Απ’ την μια οι σύγχρονοί του να τον κατηγορούνε για λατινόφιλο, τρία χρόνια πριν πέσει η Πόλη, και απ’ την άλλη οι μακρινοί του απόγονοι να του σέρνουνε όλου του κόσμου τις βρισιές για προδότη, τουρκόφιλο και όλα τα καλά…
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να αναφέρουμε εδώ την ανάλυση του καθηγητή Κιτρομηλίδη για την Γεωγραφία που έγραψε γύρω στα 1690 ο Μελέτιος Αθηνών. Ο Κιτρομηλίδης επαινεί πολύ το συγκεκριμένο έργο, καθώς θεωρεί πως «πρόκειται για ένα αξιόλογο κείμενο», το οποίο μάλιστα με την «αντίληψη του χώρου» που «εισήγαγε», «σφράγισε την τη συνείδηση του νεοελληνικού Διαφωτισμού», με ανάλογη «κοσμική» ιδεολογία. Τα «βασικά συστατικά» αυτής της κοσμικής ιδεολογίας που «καταγράφηκε» στην Γεωγραφία του Μελέτιου είναι «ο θαυμασμός για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, η συνείδηση της λαμπρότητας του ελληνικού παρελθόντος και η μελαγχολία για την κατάσταση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας»[61]. Όμως, όπως μόλις είδαμε, δύο και πλέον αιώνες πριν τον Μελέτιο και την «εκκοσμικευμένη» «δυτική» Γεωγραφία του, αυτά ακριβώς τα ίδια είχε ήδη εκφράσει στα έργα του και ο «αντιδυτικός» Σχολάριος! Ναι, το ξέρω πως η έρευνα είναι πολύ κουραστικό και άχαρο σπορ, αλλά, δυστυχώς, τα κόκκινα αυγά θέλουν και κόκκινη βαφή, όπως έλεγε και ο μεγάλος Λίνος Πολίτης, παραφράζοντας επί το κοσμιώτερον την γνωστή σε όλους μας παροιμία…
Εφόσον ο Σχολάριος χαρακτήριζε τον εαυτό του και τους συγχρόνους του ως Έλληνες, είναι φυσικό να θεωρεί ως δική του γλώσσα αλλά και ως γλώσσα όλων των ομοεθνών του Ελλήνων τα ελληνικά, και μάλιστα τα αρχαία ελληνικά, τα οποία είναι η «ημετέρα φωνή», όπως τα ονομάζει. Η δικιά μας γλώσσα δηλαδή… Αυτό ακριβώς δηλώνει στον πρόλογο που έγραψε σε μια μετάφραση που έκανε ενός έργου του Θωμά Ακινάτη, όπου απευθύνεται σε εκείνον που για χάρη του έκανε την μετάφραση αυτήν: «Αυτό τε τοίνυν το του διδασκάλου βιβλίον ηρμήνευκά σοι και εις την ημετέραν φωνήν μετήνεγκα, την των Ελλήνων»[62]. [Αυτό λοιπόν το βιβλίο του διδασκάλου σου το μετέφρασα και στην δικιά μας γλώσσα, δηλαδή των Ελλήνων.]. Δεν νομίζω πως χρειάζονται ιδιαίτερα σχόλια…
Αλλά πια γνώμη είχε ο Σχολάριος για την γλώσσα του, δηλαδή για την ελληνική γλώσσα; Σε μια επιστολή που γράφει ο Σχολάριος στον επίσκοπο Εφέσου, δηλαδή στον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό, αναφέρει την εξής κρίση του για τον Πλήθωνα: «Χρήσιμος ο ανήρ, και τη μεν ευγενεστάτη των Ελλήνων φωνή ουδενός αν ηττηθείη»[63]. Σε αντίθεση με αυτό που θα περίμεναν πολλοί να πει, ο Σχολάριος όχι μόνον θεωρεί τον Πλήθωνα «χρήσιμο» άνθρωπο, αλλά διακηρύττει πως στην χρήση «ευγενέστατης» γλώσσας των Ελλήνων δεν τον μπορεί κανείς να τον ξεπεράσει! Αυτή ήταν τέτοια η προσωπική ποιότητα του Σχολάριου, ώστε να αναγνωρίζει χωρίς κανέναν δισταγμό την ανωτερότητα του Πλήθωνα, αφού στην ίδια επιστολή παραδέχεται χωρίς κανέναν ενδοιασμό πως ο Πλήθωνας είναι ανώτερος του: «πλέον εμού»… Αλλά αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ο χαρακτηρισμός που δίνει στην ελληνική γλώσσα: «Ευγενέστατη» λοιπόν γλώσσα η γλώσσα των Ελλήνων, σύμφωνα με τον «ανθέλληνα» Σχολάριο…Ο Σχολάριος δεν δίσταζε να εκφράζει τον θαυμασμό και την αγάπη του για την ελληνική γλώσσα με κάθε ευκαιρία. Έτσι, γράφοντας τον σπαραχτικό του θρήνο για την άθλια κατάσταση του ελληνικού γένους, όταν ήταν πλέον απλός μοναχός, ουσιαστικά, στο μοναστήρι του τιμίου Προδρόμου στις Σέρρες, θα περιγράψει με τα παρακάτω λόγια την δράση του πριν την άλωση της Πόλης: «Ηπατώμεθα ημείς σοφίας και λόγων διαδοχήν τη μετά μικρόν ουκ εσομένη δημιουργούντες, τηλικαύτη σπουδή και αρετή και φιλοσοφία κοσμούντες και τη καλλίστη των Ελλήνων φωνή τους πριν φανήναι σχεδόν αποσβησομένους»[64].[Ξεγελαστήκαμε, γιατί πριν την άλωση καλλιεργούσαμε τα γράμματα, την «διαδοχή των λόγων», τα οποία λίγο μετά έμελλε να εκλείψουν τελείως. Και κοσμούσαμε τους λόγους μας με την αρετή, την φιλοσοφία και με την κάλλιστη των Ελλήνων γλώσσα.] Δηλαδή για τον Σχολάριο τα ελληνικά δεν είναι απλώς και μόνον μια ωραία γλώσσα, αλλά η πιο όμορφη και τέλεια γλώσσα του κόσμου. Η κάλλιστη και ευγενέστατη γλώσσα. Έτσι απλά. Με όλα όσα αναφέραμε μέχρι τώρα έγινε απόλυτα κατανοητό πως ο Γεννάδιος Σχολάριος είχε μια ξεκάθαρη και βαθιά εθνική συνείδηση. Δηλαδή ελληνική εθνική συνείδηση. Αυτό τον έκανε όχι μόνον να μην δέχεται την υποδούλωση του έθνους κάτω από τον τουρκικό ζυγό, αλλά να ονειρεύεται κιόλας την στιγμή που το έθνος θα έσπαζε τα δεσμά της δουλείας και θα απολάμβανε και πάλι την ελευθερία του. Έτσι, σε πανηγυρική ομιλία που έκανε στους σκλαβωμένους Έλληνες ανήμερα των αγίων αποστόλων, μέσα στην εκκλησία, ανέφερε και τα παρακάτω συγκλονιστικά: «Ή και νυν […] επιστραφώσι μεν προς την θείαν αγάπην και πατρικήν οι δικαίως παιδευθέντες υιοί, αλλ’ ουκ αυτίκα γενόμενον ίλεων τον της ελευθερίας μόσχον θύσειν ημίν και ταις στολαίς κοσμήσειν ταις πρώταις; ή <ει> η μεν δουλεία των έξωθεν πολεμίων επηκολούθη δικαίως τω γενέσθαι καθάπαξ δούλους της αμαρτίας ημάς, <αν> αποσεισάμενοι πάλιν ζυγόν τοις θείοις νόμοις υποταγώμεν, τω ζυγώ της των αθέων βαρβάρων εγκαταλειφθησόμεθα δουλείας, ο πόρρω της θείας αγαθότητος ομού και δικαιοσύνης προδήλως αν είη;»[65]. Τι λέει εδώ ο πατριάρχης σ’ αυτό το τόσο εκφραστικό αλλά και τόσο δύσκολο γλωσσικά κείμενό του; Πολύ απλά, ο Γεννάδιος εδώ λέει στους απελπισμένους από την σκλαβιά χριστιανούς πως η υποδούλωσή τους στον τουρκικό ζυγό ήταν αποτέλεσμα της απομάκρυνσής τους από τον νόμο και τις εντολές του Θεού. Αν όμως επέστρεφαν πίσω στο Θεό και εφάρμοζαν και πάλι το θέλημά του, τότε και η αγάπη του Θεού θα τους απάλλασσε από τον «ζυγό των αθέων βαρβάρων» και τους πρόσφερε και πάλι τον «μόσχο» της ελευθερίας.
Εδώ αξίζει να θυμηθούμε για μια ακόμη φορά τις περισπούδαστες απόψεις των αποδομητών ιστορικών. Σύμφωνα λοιπόν με όλους αυτούς η ίδια «η έννοια του έθνους […] ήταν άγνωστη ή ξένη στην εκκλησία»[66], καθώς η «εκκλησία είχε οικουμενικό χαρακτήρα»[67]. Έτσι, «η Εκκλησία […] παρέμεινε ένας υπερεθνικός και λόγω των δικών της δογματικών αρχών μη εθνικός οργανισμός»[68]. Μετά από όλα αυτά καταλαβαίνει κανείς πως, «η έννοια της εθνικής απελευθέρωσης ήταν απλώς έξω από κάθε δυνατότητα σκέψης στα εκκλησιαστικά περιβάλλοντα. Ήταν, δηλαδή, αδιανόητη»[69]. Γι’ αυτό και «το ιδεώδες της εθνικής ανεξαρτησίας δεν αποτελεί πάγιο και διαχρονικό πολιτικό όραμα, αλλά ιστορικά προσδιορισμένο ιδεολογικό και πολιτικό φαινόμενο της νεοτερικότητας»[70]. Πραγματικά, για άλλη μια φορά οι σεβαστοί καθηγητές μας έπιασαν «στόχο»: Η έννοια της εθνικής απελευθέρωσης ήταν τόσο «έξω» από τα «εκκλησιαστικά περιβάλλοντα», ώστε ο πρώτος κιόλας πατριάρχης μετά την άλωση να υπόσχεται στους Έλληνες του καιρού του πως αν θα ξαναγίνονταν σωστοί και συνεπείς χριστιανοί ο Θεός θα τους χάριζε την ελευθερία τους από τον τουρκικό «ΖΥΓΟ». Και έτσι, το «κοινό των Ελλήνων» θα επανιδρύονταν, ΕΛΕΥΘΕΡΟ, και πάλι. Σύμφωνα με τις νεωτερικές και τις μετανεωτερικές θεωρίες, η επικράτεια έγινε συστατικό στοιχείο του έθνους μόνον από την νεωτερικότητα και μετά[71], όπως βέβαια και η ίδια η έννοια του έθνους. Όμως, οι απόψεις του Σχολαρίου όπως βλέπουμε δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ο ορισμός του έθνους όπως τον κατανοεί η νεωτερικότητα, σύμφωνα με τον οποίο: «Τα έθνη είναι κοινότητες που κατέχουν, έχουν την επιθυμία να κατέχουν, ή θυμούνται ότι κάποτε κατείχαν και εύχονται να επανακαταλάβουν πολιτική κυριαρχία»[72]. Κατά πως φαίνεται λοιπόν, η ελληνική σκέψη του πατριάρχη πρόλαβε την εθνική σκέψη τις νεωτερικότητας κατά τριακόσια και πλέον χρόνια! Βέβαια, εδώ θα μας θυμίσουν για άλλη μια φορά οι αποδομητές ιστορικοί πως δεν μπορούμε να μιλάμε για έθνος ή για εθνική συνείδηση, μιας και «δεν αρκεί ο φιλολογικός εντοπισμός ιδεών περί έθνους σε μέλη της ελίτ προνεωτερικών κοινωνιών για να […] υπάρχει το έθνος […] με την σύγχρονή του κοινωνική και ιστορική σημασία. Αυτό που βαρύνει είναι οι ιδέες περί έθνους να αφορούν δυνάμει ολόκληρο τον πληθυσμό»[73]. Διότι «το έθνος δεν είναι υπόθεση της ταυτότητας των ελίτ, αλλά υπόθεση των μαζών»[74]. Αυτό ακριβώς συμβαίνει εδώ: Ο Σχολάριος δεν εκφράζει την προσωπική του άποψη, αλλά την άποψη ενός ολόκληρου θεσμού. Δηλαδή της ελληνορθόδοξης εκκλησίας. Πράγμα που σημαίνει πως όλες αυτές οι θέσεις του Σχολαρίου για την εθνική ταυτότητα των Ελλήνων δεν ήταν κάποιες προσωπικές του απόψεις, αλλά η πολιτική «πλατφόρμα» του πατριαρχείου. Έτσι, το όνομα Έλληνες όχι μόνον δεν ήταν απαγορευμένο από την εκκλησία και τους εκπροσώπους της, αλλά ήταν ένα από τα τρία ονόματα με τα οποία ίδια χαρακτήριζε και προσφωνούσε τους Έλληνες ορθόδοξους χριστιανούς! Τα άλλα δύο ήταν το Γραικός και το Ρωμ(α)ίος. Ειδικά το Ρωμαίος ενώ δεν είναι εθνικό αλλά πολιτικό και θρησκευτικό όνομα, από την Άλωση και μετά γίνεται και αυτό πολλές φορές εθνικό, καθώς ταυτίζεται απόλυτα με το Γραικός, αλλά και με το Έλληνας. Για τον Σχολάριο και για την Εκκλησία οι Έλληνες είναι… Έλληνες, απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Και αυτό ο πατριάρχης δεν αμελούσε να το θυμίζει στους Έλληνες πιστούς συνεχώς, με κάθε ευκαιρία. Και μάλιστα με τον πιο επίσημο και θεσμικό για την εκκλησία τρόπο. Με τα κηρύγματά που έκανε στον κόσμο την ώρα της θείας λειτουργίας!
Όταν διαβάζουμε τις απόψεις αυτές του Σχολαρίου για «ζυγό» και για «άθεους βαρβάρους» ξανάρχεται στην σκέψη μας πάλι ο καθηγητής Κιτρομηλίδης, διότι σύμφωνα μ’ αυτόν, «η εκκλησία αποδέχτηκε τη συνύπαρξή της με τον αλλόθρησκο φορέα της κρατικής εξουσία, αναγνωρίζοντας με απόλυτη νομιμοφροσύνη την κυριαρχία του και αποδίδοντάς του τις προσήκουσες τιμές. […] Ο «βασιλεύς», μετά την κατάκτηση, παρέμεινε εκ Θεού δεδομένο στοιχείο της φυσικής τάξης των πραγμάτων» [75].Δεν ξέρω με πόση ακόμη καθαρότητα και οξύτητα θα έπρεπε να εκφραστεί για τον Τούρκο κατακτητή ο Σχολάριος, ώστε να πεισθεί και ο Κιτρομηλίδης πως όταν ο πρώτος πατριάρχης της σκλαβιάς κάνει λόγο για «ζυγό» και για «άθεους βαρβάρους», αυτό σημαίνει πως τελικά δεν αποδέχτηκε και με τόση αυθόρμητη νομιμοφροσύνη τον τουρκικό ζυγό και πως δεν δέχονταν βέβαια τον σουλτάνο και την εξουσία του ως δοσμένη από τον Θεό…
Ο Σχολάριος ως Έλληνας και ως χριστιανός Μετά από όλα αυτά είναι εύλογο κάποιος να αναρωτηθεί λέγοντας: Αν ο Σχολάριος όχι απλώς δήλωνε Έλληνας, αλλά ένοιωθε τόσο περήφανος γι’ αυτό, τότε πώς εξηγείται η περίφημη δήλωσή του ότι δεν είναι έλληνας; Ο Σχολάριος ήταν Έλληνας, το ήξερε πως ήταν Έλληνας και γι’ αυτό το δήλωνε παντού με κάθε ευκαιρία. Όμως, από την άλλη είχε κληρονομήσει από την βυζαντινή του παράδοση και μια ιδιαίτερα αρνητική σημασία για την λέξη έλληνας, αυτήν του ειδωλολάτρη. Δηλαδή η λέξη έλλην είχε την εποχή του Σχολάριου δυο σημασίες εντελώς αντίθετες μεταξύ τους: Μία εθνική και μία θρησκευτική. Χωρίς λοιπόν να παθαίνει κανέναν διχασμό προσωπικότητας, ο Σχολάριος χρησιμοποιούσε την λέξη ταυτόχρονα και με τις δύο σημασίες της. Και αυτό διότι αυτές οι δύο σημασίες δεν μπορούσαν να έχουν ποτέ και πουθενά κανένα σημείο συνάντησης. Έτσι, όποτε χρησιμοποιούσε την λέξη Έλλην με την εθνική της σημασία, ήταν γι’ αυτόν η πιο ευλογημένη και πιο αγαπημένη λέξη στον κόσμο. Όταν όμως την χρησιμοποιούσε με την θρησκευτική της σημασία, τότε του ήταν η πιο απεχθής και μισητή λέξη. Γι’ αυτό και όταν λέει ότι δεν είναι έλληνας, δεν λέει μετά ότι είναι Ρωμαίος, αλλά ότι είναι χριστιανός. Γιατί εκείνη την στιγμή χρησιμοποιούσε την λέξη αποκλειστικά και μόνον με την θρησκευτική της σημασία. Ενώ όποτε χρησιμοποιούσε την ίδια αυτή λέξη με την εθνική της σημασία, τότε δήλωνε Έλληνας με όλη του την καρδιά.
Ο Σχολάριος ήξερε πολύ καλά ότι για να ανήκεις σε ένα έθνος έπρεπε να έχεις τα τρία κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα που ορίζουν την σύσταση ενός έθνους, όπως τα είχε προσδιορίσει ο Ηρόδοτος: Κοινή καταγωγή (όμαιμον), κοινή γλώσσα (ομόγλωσσον), κοινή θρησκεία (ομόθρησκον).
Και αυτά τα τρία χαρακτηριστικά είχε φροντίσει να εξασφαλίσει ο πατριάρχης για τον ίδιο και τους συγχρόνους του. Γι’ αυτό τον είδαμε πιο πάνω να λέει «είμαστε Ελλήνων παίδες» και «συγγενείς Έλληνες». Ακριβώς για να εξασφαλίσει την κοινή καταγωγή, το ίδιο αίμα, με τους αρχαίους προγόνους και την μεταξύ μας φυλετική ενότητα. Γι’ αυτό τον είδαμε επίσης να χαρακτηρίζει τα (αρχαία) ελληνικά ως «ημετέραν φωνήν», ακριβώς για να εξασφαλίσει το ομόγλωσσον. Για τον ίδιο λοιπόν λόγο τον βλέπουμε να δηλώνει θρησκευτικά χριστιανός και όχι έλληνας, για να εξασφαλίσει το ομόθρησκον, το τρίτο στοιχείο που ορίζει την ομοεθνία.
Ο Σχολάριος ήξερε πως οι αρχαίοι πρόγονοι του ήταν πολυθεϊστές. Όμως ήξερε επίσης πως το ελληνικό έθνος έκανε κάποτε μια κοσμοϊστορική επιλογή: Εγκατέλειψε την προγονική του θρησκεία και εγκολπώθηκε την χριστιανική πίστη. Από την στιγμή λοιπόν εκείνη και μετά, για τον Σχολάριο κανείς Έλληνας, που ήθελε να παραμένει Έλληνας στην καταγωγή, δεν δικαιούνταν πλέον να είναι έλληνας στην θρησκεία. Ο Σχολάριος ήξερε πολύ καλά πως οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήταν καθόλου ανεξίθρησκοι για τους ομοεθνείς τους. Άλλωστε, κανείς δεν αγνοεί πως ο Σωκράτης καταδικάστηκε σε θάνατο με την κατηγορία ότι έφερνε στην πόλη καινούργιους θεούς. Και επειδή ο Σχολάριος είχε πάρα πολύ ελληνική σκέψη, δεν δέχονταν έστω και ένας Έλληνας να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από χριστιανός, όπως ακριβώς ο Σωκράτης δεν δικαιούνταν να λατρεύει άλλους θεούς εκτός από τους θεούς της πόλης, που ήταν και οι θεοί του έθνους. Με αυτόν τον τρόπο ο Σχολάριος ήταν βέβαιος πως εξασφάλιζε και την τρίτη προϋπόθεση, δηλαδή το «ομόθρησκον», που χρειάζονταν οπωσδήποτε για να διαφυλαχτεί η εθνική καθαρότητα στο πιο σπουδαίο έθνος του κόσμου. Και ο λόγος για τον οποίον ήθελε να περισώσει την εθνική καθαρότητα των Ελλήνων, μέσα από την κοινή καταγωγή, την κοινή γλώσσα και την κοινή θρησκεία, ήταν η μεγάλη χριστιανική του πίστη. Γιατί είχε καταλάβει πως το καλλίτερο μέσο για να διατηρηθεί η χριστιανική πίστη μέσα στην βάρβαρη σκλαβιά ήταν να διασωθεί ο οικουμενικός χαρακτήρας του ελληνισμού.
Η διάσωση του ελληνισμού και της ελληνικής εθνικής συνείδησης των ραγιάδων αποτέλεσε την κύρια πολιτική «πλατφόρμα» του Σχολάριου ως πατριάρχη, πολιτική που ακολούθησαν με συνέπεια και όλοι οι διάδοχοί του στον οικουμενικό θρόνο, αλλά και όλοι γενικά οι ηγέτες της ελληνορθόδοξης εκκλησίας κατά την τουρκοκρατία. Σημειώσεις [1]. Κ. Παλούκης, «Ο Ξεσηκωμός του '21 και η Γέννηση του Ελληνικού Κράτους», εφ. ΠΡΙΝ, 24-3-2007. [2]. I. Koubourlis, La Formation de L’Histoire Nationale Grecque. L’Apport de Spyridon Zambélios (1815-1881), Collection Histoire des Idées 5, Athènes 2005, σ. 54. Π. Γουναρίδης, Γένος Ρωμαίων: Βυζαντινές και Νεοελληνικές Ερμηνείες, Αθήνα 1996, σ. 9. [3]. Ε. Ζαμπέτα, Σχολείο και Θρησκεία, [Αθήνα;] 2003, σ. 99. [4]. Π.Μ. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Αθήνα 19992 [μετάφραση από το αγγλικό: 1978], σ. 25. [5]. Π. Πιζάνιας, Συνέντευξη στο infoΠαιδεία 11, 2008, σ. 4. [6]. Π. Πιζάνιας, «Από Ραγιάς Έλληνας Πολίτης, Διαφωτισμός και Επανάσταση 1750-1832», στον συλλ. τόμο Π. Πιζάνιας (επιμ.), Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, Ένα Ευρωπαϊκό Γεγονός. Ασπρόπυργος 2009, σσ. 13-14. [7]. Θ. Βερέμης, «Η Εθνική μας Ταυτότητα», ΕΦ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 31-3-00. [8]. D. Livanios, «The Quest for Hellenism: Religion, Nationalism and Collective Identities in Greece (1453-1913)», The Historical Review / La Revue Historique 3, 2003, σ. 68.
[9]. Χ. Γ. Πατρινέλης, Πρώιμη Νεοελληνική Ιστοριογραφία (1453-1821). Περιλήψεις Μαθημάτων του καθηγητή Χ.Γ. Πατρινέλη, ΑΠΘ Υπηρεσία Δημοσιευμάτων, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 45. [10]. Γ. Κουμπουρλής, «Η Ιδέα της Ιστορικής Συνέχειας του Ελληνικού Έθνους στους Εκπροσώπους του Ελληνικού Διαφωτισμού: Η Διαμάχη για το Όνομα του Έθνους και οι Απόψεις για τους Αρχαίους Μακεδόνες και τους Βυζαντινούς», Δοκιμές 13-14, 2005, σ. 141. [11]. Χ. Γ. Πατρινέλης, όπ. παρ. [12]. Π. Πιζάνιας, «Πώς διαμορφώθηκε η εθνική συνείδηση», εφ. Το ΒΗΜΑ, 25-3-2000. [13]. Γ. Κουμπουρλής, «Η Ιδέα της Ιστορικής Συνέχειας του Ελληνικού Έθνους στους Εκπροσώπους του Ελληνικού Διαφωτισμού: Η Διαμάχη για το Όνομα του Έθνους και οι Απόψεις για τους Αρχαίους Μακεδόνες και τους Βυζαντινούς», Δοκιμές 13-14, 2005, σ. 141. Α. Πολίτης, «Ένας Ελάσσων Λόγιος», εφ. Η ΑΥΓΗ 25-3-2004. [14]. Α. Λιάκος, «Είχε η Εκκλησία Εθνική Συνείδηση;», εφ. Το ΒΗΜΑ 25-3-2007. [15]. Α. Πολίτης, «Ένας Ελάσσων Λόγιος», εφ. Η ΑΥΓΗ 25-3-2004. [16]. Π. Πιζάνιας, όπ. παρ. [17]. Ν. Σιγάλας, «Ιστοριογραφία και Ιστορία της Γραφής: Ένα Προοίμιο στην Ιστορία του Σχηματισμού της Έννοιας Ελληνισμός και στην Παραγωγή της Νεοελληνικής Εθνικής Ιστοριογραφίας», στον τόμο Π.Μ. Κιτρομηλίδης, Τ.Ε. Σκλαβενίτης (επιμ.), Δ΄ Διεθνές Συνέδριο Ιστορίας, Ιστοριογραφία της Νεότερης και Σύγχρονης Ελλάδας 1833-2002, Πρακτικά, τ. 1, Αθήνα 2004, σ. 112. [18]. Ν. Σιγάλας, όπ. παρ., σ. 114. [19]. Θ. Βερέμης, «Η Εθνική μας Ταυτότητα», εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 31-3-00. [20]. Α. Ηρακλείδης, Άσπονδοι Γείτονες. Ελλάδα – Τουρκία: Η Διένεξη του Αιγαίου, Αθήνα 2008, σσ. 45-46. Είναι χαρακτηριστικό πως ο J. Koder συνδέει την αναβίωση του ονόματος Έλληνες από την νεωτερικότητα κατευθείαν με την πασίγνωστη δήλωση του Πλήθωνα Έλληνες εσμέν το γένος: «Griechische Identitäten im Mittelalter Aspekte einerEntwicklung», στον τόμο Α. Αβραμέα (κ. άλ. εκδ.), Βυζάντιο Κράτος και Κοινωνία, Μνήμη Νίκου Οικονομίδη, Αθήνα 2003, σσ. 315-316. [21]. Ι.Θ.Κακριδή, Οι Αρχαίοι Έλληνες στη Νεοελληνική Λαϊκή Παράδοση, Αθήνα 1978, σ. 13. [22]. Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 19742, σ. 86. [23]. π. Γ.Δ. Μεταλληνός, Στα Μονοπάτια της Ρωμηοσύνης, Αθήνα 2008, σ. 63. [24]. π. Γ.Δ. Μεταλληνός, Ελληνισμός και Ορθοδοξία, Αθήνα 2000, σσ. 68-69· 70. [25]. π. Γ.Δ. Μεταλληνός, Ελληνισμός και Ορθοδοξία, σσ. 76-77. [26]. Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 19742, σσ. 305-306. [27]. Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Β΄, Θεσσαλονίκη 19762, σ. 183. [28]. L. Petit, X.A. Sideridès, M. Jugie, Γενναδίου του Σχολαρίου Άπαντα ταΕυρισκόμενα, Oeuvres Complètes de Gennadε Scholarios (στο εξής Σχολαρίου Άπαντα), τ. 3. Paris 1930, σ. 151. [29]. Ο C. Livanos, αγνοώντας όλες τις αναφορές όπου ο Σχολάριος χαρακτηρίζει ως Έλληνες και τον εαυτό του αλλά και όλους τους συγχρόνους του, αποφαίνεται πως ο Σχολάριος δεν ονομάζει τον λαό του Έλληνες, αλλά λείψανον των Ελλήνων, στηριζόμενος σε ένα μόνον σχετικό απόσπασμα: C. Livanos, Greek Tradition andInfluence in the Work of George(!) Scholarios, Piscataway 2006, σ. 91. [30]. Σχολαρίου Άπαντα, τ. 4, Paris 1935, σ. 453. [31]. Ἐπιτάφιος τῷ ἀδελφῷ τοῦ βασιλέως κῦρ Θεοδώρῳ δεσπότῃ, 8, Σχολαρίου Άπαντα, τ. 1, Paris 1928. [32]. Διάλογος «Νεόφρων η Αερομυθία». Τα πρόσωπα· Νεόφρων και Παλαίτιμος. Νεόφρων εστίν ο πατριάρχης κυρ Γρηγόριος, Παλαίτιμος δε ο ποιητής του διαλόγου, Σχολαρίου Άπαντα, τ. 3, Paris 1930, σ. 13. Το έργο έχει σωθεί σε αυτόγραφο κώδικα. [33]. Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Β΄, Θεσσαλονίκη 19762, σσ. 183-184. [34]. Κ. Παλούκης, «Ο Ξεσηκωμός του '21 και η Γέννηση του Ελληνικού Κράτους», εφ. ΠΡΙΝ, 24-3-2007. [35]. Π. Πιζάνιας, «Από Ραγιάς Έλληνας Πολίτης, Διαφωτισμός και Επανάσταση 1750-1832», στον συλλ. τόμο Π. Πιζάνιας (επιμ.), Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, Ένα Ευρωπαϊκό Γεγονός. Ασπρόπυργος 2009, σ. 14. [36]. I. Koubourlis, La Formation de L’Histoire Nationale Grecque. L’Apport de Spyridon Zambélios (1815-1881), Collection Histoire des Idées 5, Athènes 2005, σ. 54. [37]. Ε. Ζαμπέτα, Σχολείο και Θρησκεία, [Αθήνα;] 2003, σ. 99. [38]. Α. Λιάκος, «Είχε η Εκκλησία Εθνική Συνείδηση;», εφ. Το ΒΗΜΑ 25-3-2007·Χ.Γ. Πατρινέλης, Πρώιμη Νεοελληνική Ιστοριογραφία (1453-1821). Περιλήψεις Μαθημάτων του καθηγητή Χ.Γ. Πατρινέλη, ΑΠΘ Υπηρεσία Δημοσιευμάτων, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 45. [39]. Γ. Κουμπουρλής, «Η Ιδέα της Ιστορικής Συνέχειας του Ελληνικού Έθνους στους Εκπροσώπους του Ελληνικού Διαφωτισμού: Η Διαμάχη για το Όνομα του Έθνους και οι Απόψεις για τους Αρχαίους Μακεδόνες και τους Βυζαντινούς», Δοκιμές 13-14, 2005, σ. 141, όπου σχετική βιβλιογραφία· Α. Πολίτης, «Ένας Ελάσσων Λόγιος», εφ. Η ΑΥΓΗ 25-3-2004. [40]. Θ. Βερέμης, «Η Εθνική μας Ταυτότητα», εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 31-3-00. [41]. π. Γ.Δ. Μεταλληνός, Ελληνισμός και Ορθοδοξία, Αθήνα 2000, σσ. 76-77. [42]. Ι.Θ.Κακριδή, Οι Αρχαίοι Έλληνες στη Νεοελληνική Λαϊκή Παράδοση, Αθήνα 1978, σ. 13. [43]. Εδώ αξίζει τον κόπο να αναφερθούμε πιο ειδικά την περίπτωση του καθηγητή Κιτρομηλίδη. Όταν ο σεβαστός καθηγητής έγραφε την διατριβή του στο Χάρβαρντ, τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό, προφανώς αγνοούσε τελείως όλες αυτές τις αναφορές του Σχολάριου στο «γένος των Ελλήνων». Διότι τότε μας διαβεβαίωνε πως αμέσως μετά την τουρκική κατάκτηση και την ανάρρηση του Γενναδίου στον πατριαρχικό θρόνο επιβλήθηκε η «παραδοσιακή, αυστηρά ορθόδοξη κοσμοθεωρία», με αποτέλεσμα «η πρώτη υποδήλωση μιας νέας ελληνικής ταυτότητας, προσδιορισμένης σε σχέση με τον αρχαίο ελληνισμό» να «εξοβελισθεί»: Π.Μ. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Αθήνα 19992 [μετάφραση από το αγγλικό: 1978], σ. 25. Όμως όταν κάποια στιγμή, προφανώς μέσα από τον Βακαλόπουλο, έμαθε τελικά κάποιες από αυτές τις αναφορές του Σχολάριου στους «Έλληνες», διατύπωσε τότε ο Κιτρομηλίδης την εξής εκπληκτική θεωρία: Κάθε φορά που ο Σχολάριος αναφέρεται σε Έλληνες, εννοεί πάντοτε τους ορθόδοξους χριστιανούς! Και αυτό, μας λέει ο σοφός καθηγητής, δεν ισχύει μόνον για τον Σχολάριο, αλλά και για όλη την λόγια παράδοση της ελληνικής Ανατολής, όπου επίσης κάθε αναφορά σε γένος των Ελλήνων δηλώνει τους ορθόδοξους χριστιανούς και μόνον: P. M. Kitromilides, «Orthodox Identities in a Worldof Ottoman Power» [1998], σ. 8-9, υποσ. 23, στον συγκεντρωτικό τόμο του ιδίου, P. M.Kitromilides, An Orthodox Commonwealth, 2007, part Ι, ΙΙΙ. Αλλά, όμως, αν υπάρχει ένας και μόνον άνθρωπος πάνω στην γη που δεν είναι με τίποτε δυνατόν να χρησιμοποιεί την λέξη Έλληνας για να δηλώσει τους ορθόδοξους χριστιανούς, αυτός είναι ο Γεννάδιος! Γιατί αν κάτι δήλωσε τόσο ξεκάθαρα και κατηγορηματικά ήταν ακριβώς αυτό, ότι δηλαδή δεν είναι έλληνας αλλά χριστιανός! Και όπως είναι σε όλους γνωστό, γι’ αυτήν ακριβώς την δήλωσή του δέχτηκε όλες τις βρισιές και τ’ αναθέματα του κόσμου! Και ερχόμαστε τώρα να πούμε στα σοβαρά πως όταν ο Γεννάδιος αναφέρεται σε γένος των Ελλήνων, εννοεί τους ορθόδοξους χριστιανούς;!;! Απίστευτα πράγματα… Ο καθηγητής Κιτρομηλίδης για να στηρίξει αυτό το απίθανο «συμπέρασμά» του επικεντρώνεται στο ότι ο Γεννάδιος αναφέρεται σε «γένος» και όχι σε «έθνος». Αυτό το γένος στην συνέχεια το μεταφράζει ως community, για να μπορέσει αμέσως μετά να το ταυτίσει με το «σύστημα των ορθοδόξων», μια γνωστή από τα κείμενα της τουρκοκρατίας φράση. Όμως και αυτή η συλλογιστική του καταρρίπτεται αμέσως, αν λάβει κανείς υπόψιν του πως την φράση, «γένος των Ελλήνων», χρησιμοποιεί και ο Πλήθωνας. Και είναι ο ίδιος ο Κιτρομηλίδης ο οποίος στην περίπτωση του Πλήθωνα αποδέχεται αμέσως πως η φράση «γένος των Ελλήνων» έχει καθαρά εθνική σημασία, χωρίς βέβαια να τον προβληματίζει το γεγονός ότι ο Πλήθωνας χρησιμοποιεί και αυτός την λέξη «γένος» και όχι «έθνος»: Π.Μ. Κιτρομηλίδης, όπ. παρ. Δηλαδή ενώ στην περίπτωση του Πλήθωνα η λέξη γένος έχει εθνική σημασία στην περίπτωση του Σχολάριου η ίδια λέξη ξαφνικά δεν μπορεί να έχει εθνικό περιεχόμενο! Αυτής της επιστημονικής αξίας και σοβαρότητας είναι, δυστυχώς, τα «επιχειρήματα» των εθνοαποδομητών ιστορικών. Όπως αναφέραμε αναλυτικά πιο πάνω, για όλους τους «επαγγελματίες» ιστορικούς είναι κάτι παραπάνω από αυτονόητο πως η λέξη «Έλληνας» είχε για την εκκλησία πάντοτε μιαν απολύτως αρνητική σημασία. Και όμως: Μόλις ο καθηγητής Κιτρομηλίδης ανακάλυψε ξαφνικά και απροειδοποίητα την λέξη Έλληνας στον λόγο και την σκέψη του Σχολάριου, τρομοκρατημένος σπεύδει να αποφανθεί πως εδώ η φράση «γένος των Ελλήνων» σημαίνει οπωσδήποτε τους… ορθόδοξους χριστιανούς! Έτσι απλά, χωρίς τον ελάχιστο δισταγμό και χωρίς την παραμικρή εξήγηση. Κι όλ’ αυτά σε μια υποσημείωση! Την άποψη του Κιτρομηλίδη επαναλαμβάνου μηχανικά, και εξίσου ατεκμηρίωτα, χωρίς να αντιλαμβάνονται καν την αντίφαση του πράγματος, οι A.D. Angelou, «Who am I?» Scholarios’ Answers and the Hellenic Identity», στον τόμο C.N. Constantinides(εκδ.), Philhellene: Studies in Honour of Robert Browning, Venice 1996, σ. 19· Ε.Α. Ζαχαριάδου, Δέκα Τουρκικά Έγγραφα για την Μεγάλη Εκκλησία (1483-1567), Αθήνα 1996, σ. 73· Τ. Κιουσοπούλου, Βασιλεύς ή Οικονόμος, Πολιτική Εξουσία και Ιδεολογία πριν την Άλωση, Αθήνα 2007, σ. 221. Είναι πραγματικά εκπληκτικό πως η καθηγήτρια Κιουσοπούλου είτε αγνοεί, είτε δεν μπορεί να κατανοήσει καθόλου τις πηγές τις οποίες υποτίθεται πως αναλύει επιστημονικά. Συγκεκριμένα, μας διαβεβαιώνει πως ο Σχολάριος χαρακτηρίζει ως «δυστυχές» και «δύστηνον» το γένος των ορθοδόξων. Όμως, αν ανατρέξει κανείς στα κείμενα του ίδιου του Σχολάριου, βλέπει ότι αυτούς τους χαρακτηρισμούς ο Σχολάριος τους αποδίδει στους Έλληνες!: Σχολαρίου Άπαντα, τ. 3,Paris 1930, σ. 151, τ. 4, Paris 1935, σσ. 453· 460. Ο D. Livanios, νομίζοντας ότι πρόκειται για θέση αποκλειστικά και μόνον του A.D. Angelou, παρατηρεί πως αυτή εξίσωση και ταύτιση των ονομάτων «Έλληνας» και «χριστιανός» δεν εκφράζει το consensus των ειδικών: D. Livanios, «The Questfor Hellenism: Religion, Nationalism and Collective Identities in Grecce (1453-1913)», The Historical Review / La Revue Historique, 3, 2003, σ. 39, σημ. 17. [44]. Βλ. σχ. Α. Λιάκος, «Είχε η Εκκλησία Εθνική Συνείδηση;», εφ. Το ΒΗΜΑ 25-3-2007. [45]. Α. Λιάκος, όπ. παρ. [46]. A.D. Angelou, «Who am I?» Scholarios’ Answers and the Hellenic Identity»,στον τόμο C.N. Constantinides (εκδ.), Philhellene: Studies in Honour of Robert Browning, Venice 1996, σ. 17. [47]. Παραμυθητικός τω βασιλεί Κωνσταντίνω επί τη μεταστάσει της δεσποίνης της μητρός αυτού, Σχολαρίου Άπαντα, τ. 1, Paris 1928, 4. [48]. Γεωργίου του Σχολαρίου εκ προτροπής της ιεράς συνάξεως (των του πατρίου και αληθούς δόγματος αντιποιουμένων [προς Δημήτριον τον Παλαιολόγον],Σχολαρίου Άπαντα, τ. 3, Paris 1930, σ. 125. [49]. Επιστολή στον μέγα δούκα, Σχολαρίου Άπαντα, τ. 3, Paris 1930, σ. 138. [50]. Γενναδίου του πατριάρχου, Επί τη αλώσει της πόλεως και τη παραιτήσει της αρχιερωσύνης. Εγράφη εν τη μονή της Παμμακαρίστου εν Κωνσταντινουπόλει,Σχολαρίου Άπαντα, τ. 4, Paris 1935, σ. 211. [51]. Γενναδίου Θρήνος Ιουνίου 28, εν τω όρει του Μενοικέως εν τη μονή του τιμίου Προδρόμου, Σχολαρίου Άπαντα, τ. 1, Paris 1928, ενότητα 2. [52]. Τη πρώτη των νηστειών· Περί νηστείας, 4, Σχολαρίου Άπαντα, τ. 1,Paris 1928. [53]. Σχολαρίου Άπαντα, τ. 4, Paris 1935, σσ. 460-461. [54]. Σ.Π. Λάμπρου, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, τ. 2, εν Αθήναις 1912-1924, σ. 196. [55]. Γενναδίου του πατριάρχου επί τη αλώσει της πόλεως και τη παραιτήσει της αρχιερωσύνης. Εγράφη εν τη μονή της Παμμακαρίστου εν Κωνσταντινουπόλει,Σχολαρίου Άπαντα, τ. 4, Paris 1935, σ. 220. [56]. Η παρά των ημετέρων σταλείσα έκθεσις προς Λατίνους, Σχολαρίου Άπαντα, τ. 1, Paris 1928, σ. 386. [57]. Τοις ομιληταίς, Σχολαρίου Άπαντα, τ. 4, Paris 1935, σ. 406. [58]. Τοις ομιληταίς, Σχολαρίου Άπαντα, τ. 4, Paris 1935, σ. 406. [59]. Σχολαρίου Άπαντα, τ. 4, Paris 1935, σ. ΧΧΙΧ. [60]. Γενναδίου Θρήνος Ιουνίου 28, εν τω όρει του Μενοικέως εν τη μονή του τιμίου Προδρόμου, Σχολαρίου Άπαντα, τ. 1, Paris 1928, 5. [61]. Π.Μ. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Αθήνα 19992 [μετάφραση από το αγγλικό: 1978], σσ. 130· 126-127· 129. [62]. Εξήγησις εις το του διδασκάλου Θωμα απο του Ακινου βιβλίον το Περί τουείναι και της ουσίας, Άπαντα, τ. 6, Paris 1933, σ. 180. Και ενώ αυτά δηλώνει ο Σχολάριος για την «δικιά μας» ελληνική γλώσσα, ο A.D. Angelou υποστηρίζει πως ο Σχολάριος βάζει τα ελληνικά στην ίδια θέση με τα… λατινικά: «Who am I?» Scholarios’ Answers and the Hellenic Identity», στον τόμο C.N. Constantinides (εκδ.), Philhellene: Studies in Honour of Robert Browning, Venice 1996, σ. 1. [63]. Τω Εφέσου, Σχολαρίου Άπαντα, τ. 4, Paris 1935, σ. 117. [64]. Γενναδίου Θρήνος Ιουνίου 28, εν τω όρει του Μενοικέως εν τη μονή του τιμίου Προδρόμου, Σχολαρίου Άπαντα, τ. 1, Paris 1928, ενότητα 5. [65]. Πανηγυρικός εις τους αγίους αποστόλους, Σχολαρίου Άπαντα, τ. 1, Paris1928, ενότητα 7. [66]. Χ. Γ. Πατρινέλης, «Η Εκκλησία και ο Νέος Ελληνισμός», στον τόμοΕλλάς, Η Ιστορία και ο Πολιτισμός του Ελληνικού Έθνους από τις Απαρχές μέχρι Σήμερα, τ. Β΄, Οι Μετά την Άλωση Χρόνοι και το Σύγχρονο Ελληνικό Κράτος, Αμαρούσιον Αττικής 1998, σ. 35. Και στην νεότερη επανέκδοση του έργου, Ελλάδα, το Παρελθόν και το Παρόν του Ελληνισμού, τ. Β΄, Αρχαιότητα–Βυζάντιο–Νεότεροι Χρόνοι–Σύγχρονη Ιστορία, Αθήνα 2007, σ. 374. [67]. Θ. Λίποβατς, «Η Διχασμένη Ελληνική Ταυτότητα και το Πρόβλημα του Εθνικισμού», στον τόμο Ν. Δεμερτζής (επιμ.), Η Ελληνική Πολιτική Κουλτούρα Σήμερα, Αθήνα 20003 [1994], σ. 128. [68]. Π.Μ. Κιτρομηλίδης, «Νοερές Κοινότητες» και οι Απαρχές του Εθνικισμού Ζητήματος στα Βαλκάνια», στον τόμο Θ. Βερέμης (επιμ.), Εθνική Ταυτότητα και Εθνικισμός στη Νεότερη Ελλάδα, Αθήνα 1997, σσ. 105-106. [69]. Α. Λιάκος, «Είχε η Εκκλησία Εθνική Συνείδηση;», εφ. Το ΒΗΜΑ 25-3-2007. [70]. Ν. Ροτζώκος, Εθναφύπνιση και Εθνογένεση. Ορλωφικά και Ελληνική Ιστοριογραφία, Αθήνα 2007, σσ.19-20. [71]. Ν. Δεμερτζής, Ο Λόγος του Εθνικισμού, Αθήνα 1996, σ. 138 κ. εξ. [72]. Ν. Δεμερτζής, όπ. παρ., σ. 142, σημ. 44. [73]. Ν. Δεμερτζής, όπ. παρ., σ. 130. [74]. Α. Λιάκος, «Καιρός να φτιάξουμε τους Έλληνες;», εφ. Το ΒΗΜΑ. 3-4-2005. [75]. Π.Μ. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Αθήνα 19992 [μετάφραση από το αγγλικό: 1978], σσ. 26-27. |
Δημιουργία αρχείου: 25-10-2010.
Τελευταία μορφοποίηση: 27-9-2018.