Νεοπαγανιστικές απάτες

Απάντηση στις συκοφαντίες τού Νεοπαγανισμού

Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Συκοφαντίες, Διωγμοί και Οθωμανοκρατία

Ο Γεννάδιος Σχολάριος και το Ελληνικό Έθνος * Η Άλωση, οι «μύθοι» και η Ελένη Αρβελέρ (μέρος δεύτερο): Πολέμησαν οι Ορθόδοξοι Μοναχοί και ποιος ο αριθμός τους; * Ο υψηλός πολιτισμός του "Βυζαντίου" διέσωσε και συνέχισε την πρόοδο * Στα χρόνια του Βυζαντίου. Οι θετικοί επιστήμονες, ιατροί, χρονολόγοι και αστρονόμοι

Γεννάδιος - Ιουβενάλιος και άλλοι μύθοι για τον Σχολάριο, τον πρώτο μετά την Άλωση Πατριάρχη

Διάψευση μιας συκοφαντίας που στηρίχθηκε σε "κοπτοραπτική"!

Papyrus 52

 

Περιεχόμενα

 

Δεν θα ήμασταν υπερβολικοί αν υποστηρίζαμε ότι ένα από τα πιο συκοφαντημένα πρόσωπα στην ιστορία της Εκκλησίας είναι ο Γεώργιος Σχολάριος (Κων/πολη περ. 1400 - Σέρρες 1472[1]) που μετονομάστηκε σε Γεννάδιος όταν έγινε μοναχός το 1450[2]. Με το κείμενο αυτό θα προσπαθήσουμε ν’ απαντήσουμε σε κάποια απ’ αυτά που του καταλογίζουν. Αν και το κεντρικό θέμα του άρθρου μας είναι ο υστεροβυζαντινός νεοειδωλολάτρης Ιουβενάλιος, εντούτοις θα το αναπτύξουμε προς το τέλος του κειμένου, ώστε να προηγηθεί μια απαραίτητη ανάλυση της σχέσης του Σχολαρίου με τον Ελληνισμό.

Γενικά, οι πιο συνηθισμένες συκοφαντικές κατηγορίες κατά του Σχολαρίου είναι οι εξής:

 

1. Συκοφαντία πρώτη (περιληπτική παρουσίαση):

«Ο Σχολάριος, πριν την Άλωση, είχε συμφωνήσει με τον Μωάμεθ να γίνει Πατριάρχης».

Πρόκειται μάλλον για αφελή ιστορικό αστεϊσμό... Καταρχάς, αν υπήρχε τέτοια συνεργασία, δεν θα καθόταν ο Γεννάδιος μέσα στη σφαγή και τη λεηλασία της Κων/πολης, περιμένοντας να συλληφθεί, να φυλακιστεί, να πουληθεί σε Τούρκο και να παραμείνει εκεί ως δούλος, με κίνδυνο μέσα σε όλο αυτό το διάστημα να χάσει το κεφάλι του έστω και κατά λάθος από κάποιον φανατισμένο Οθωμανό. Αν είχαν συνεννοηθεί, ούτε και ο Πορθητής δεν θα ήθελε να βάλει σε τέτοιο κίνδυνο τον Σχολάριο. Θα είχαν φροντίσει εγκαίρως να φύγει από την Κων/πολη και να περιμένει κάπου ασφαλής. Το κυριότερο όμως είναι ότι οι πηγές δεν μπορούν να στηρίξουν αυτές τις φαντασιώσεις. Είναι μία από τις «αβάσιμες» κατηγορίες που αναφέρει ο Χ.Γ. Πατρινέλης. Αυτή την συκοφαντία την διαψεύσαμε σε ειδικά αφιερωμένο άρθρο, όπου δείξαμε πως ο Γεννάδιος επιλέχθηκε από τους υπόδουλους και δεν τον υπέδειξαν οι Τούρκοι. Όπως τονίζει και ο μελετητής του Σχολαρίου, καθ. Θεόδωρος Ζήσης, οι πηγές δείχνουν ότι «ο κατακτητής άφησεν εις τους υποδούλους να υποδείξουν αυτοί το πρόσωπον του μέλλοντος πατριάρχου»[3].

Γνωρίζουμε πως ο Γεννάδιος ήταν ο ηγέτης των Ανθενωτικών και οι βυζαντινοί είχαν μείνει αβοήθητοι από τους Δυτικούς, παρά τις υποσχέσεις των Ενωτικών και του Πάπα. Και μόνο ως αντίδραση στην προδοσία αυτή, θα ήταν παράλογο να μην επιλέξουν κάποιον Ανθενωτικό για Πατριάρχη. Έμοιαζε λοιπόν αυτονόητη η επιλογή του Γενναδίου με τα δεδομένα της εποχής, και λόγω του αντιλατινισμού του, αλλά και επειδή πριν γίνει μοναχός, «είχεν υπηρετήσει επί πολλά έτη εις την διοίκησιν του κράτους και εγνώριζε να οργανώνη και να διοική»[4].

 

2. Συκοφαντία δεύτερη (περιληπτική παρουσίαση):

«Ο Σχολάριος δίχαζε τον λαό έως την τελευταία στιγμή της επίθεσης, προφήτευε την Άλωση ρίχνοντας το ηθικό των πολιορκημένων, ήταν αρχηγός των Ανθενωτικών και των μοναχών που ήταν προδότες και εμπόδιζαν τους πατριώτες Ενωτικούς να σώσουν την Κων/πολη».

Τα παραπάνω αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα ξύλινου λόγου. Τις απαντήσεις προς οποιονδήποτε επαναλαμβάνει σαν μαγνητόφωνο τα παραπάνω, από καθηγητή πανεπιστημίου μέχρι ιδιοκτήτη καφενείου, τις έχουμε καταγράψει αναλυτικά στο σχετικό άρθρο μας. Τα περί Σχολαρίου και Ανθενωτικών «προδοτών», αποτελούν χαρακτηριστικά κλισέ και τόσο τυποποιημένες εκφράσεις, που αν καλέσουμε αυτόν που τις αναπαράγει να τις στηρίξει πειστικά στο σύνολο των διαθέσιμων πηγών, θα έρθει σε δύσκολη θέση. Εμείς σκόπιμα σε κάποια άρθρα βάζουμε εικονογραφημένα τα τεκμήρια, επειδή η μόνη ελπίδα που έχει κάποιος να αρνηθεί τις αποδείξεις που παρουσιάζουμε, είναι να κλείσει τα μάτια και να μην τις κοιτάζει…

Το άρθρο μας που αναιρεί τα περί «προδοσίας» των Ανθενωτικών, ακολούθησε και ένα δεύτερο άρθρο ειδικά για την διάψευση της γνωστής συκοφαντίας, ότι οι μοναχοί κατά την Άλωση ήταν «πολλές χιλιάδες» και «δεν πολέμησαν». Επιπλέον, ως απάντηση σε ατυχή έμπνευση φανατικών που ισχυρίστηκαν ότι ο Κων/νος ΙΑ΄ Παλαιολόγος ήταν… Ουνίτης (Ενωτικός), γράφτηκε ένα άρθρο που αποδεικνύει μέσα από τις πηγές ότι ο τελευταίος αυτοκράτορας ήταν Ανθενωτικός αλλά η ευθύνη του απέναντι στον λαό λόγω της ηγετικής του θέσης ήταν τέτοια, που δεν μπορούσε να αδιαφορήσει για τις -ψεύτικες τελικά- υποσχέσεις των παπικών για βοήθεια.

 

3. Συκοφαντία τρίτη (αναλυτική παρουσίαση):

«Ο Σχολάριος ήταν ανθέλληνας, μισούσε κάθε τι το ελληνικό, δεν ήθελε να ονομάζεται Έλληνας αλλά αυτοπροσδιοριζόταν μόνο ως Χριστιανός, και αυτό αποδεικνύει ότι Χριστιανισμός και Ελληνισμός είναι μεγέθη ασύμβατα».

Όπως γίνεται κατανοητό, η συκοφαντία αυτή έχει έντονο το άρωμα (ή μάλλον τη δυσοσμία) της νεοπαγανιστικής προπαγάνδας. Πλήρης απάντηση για το ζήτημα αυτό, δόθηκε από τον Γιώργο Κεκαυμένο, στο άρθρο του «Ο Γεννάδιος Σχολάριος και το Ελληνικό Έθνος» που δημοσιεύτηκε το 2010 στο «Αντίβαρο». Το άρθρο του Γιώργου Κεκαυμένου έχει αξία και για τον λόγο ότι μας δείχνει πως και πανεπιστημιακοί ακόμα, βγάζουν συμπεράσματα βασισμένοι όχι στις πηγές αλλά σε ιδεολογικές κατευθύνσεις και ιδεοληψίες.

Το σενάριο είναι γνωστό και χιλιοπαιγμένο: ο Σχολάριος είπε «ουκ αν ποτέ φαίην έλλην είναι δια το μη φρονείν ως εφρόνουν ποτέ οι Έλληνες […] αποκρινούμαι χριστιανός είναι» και ο Πλήθων Γεμιστός είπε «Έλληνες εσμέν το γένος»· χωρίς να εξετάσουν τι άλλο έγραψε ο Σχολάριος επί του θέματος, βάζουν στο ιδεολογικό τους μίξερ μόνο τις δύο φράσεις και βγάζουν το συμπέρασμα ότι οι βυζαντινοί χριστιανοί των τελευταίων αιώνων δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους Έλληνες ως συλλογική ταυτότητα, αλλά μόνο όσοι αρνούνταν τον χριστιανισμό μπορούσαν να δεχτούν κάτι τέτοιο! Το ερώτημα όμως είναι απλό: αν ισχύουν τα παραπάνω, γιατί τότε ο επίσκοπος Γεώργιος Τορνίκης κάνει δηλώσεις ελληνικής αυτογνωσίας, τρεις αιώνες πριν τον Πλήθωνα Γεμιστό;!

Και βεβαίως, πώς εξηγείται αυτό που βλέπουμε στο παρακάτω τεκμήριο, ότι ο Σχολάριος προσφωνεί τιμητικά το «άλλο εγώ» του (alter ego), τον βυζαντινό, ορθόδοξο, Ανθενωτικό και ομοϊδεάτη του κατά πάντα, Λουκά Νοταρά, με τα λόγια «σοι βέλτιστε των νυν Ελλήνων απάντων»[5];!

 

Τεκμήριο Α΄ - Ο Γεννάδιος σε επιστολή του, ονομάζει «Έλληνα» τον μέγα δούκα Λουκά Νοταρά, ταυτόχρονα όμως και όλους τους βυζαντινούς της εποχής του:

(Petit L. - Siderides Χ. - Jugie Μ., «Γεωργίου του Σχολαρίου Άπαντα τα ευρισκόμενα» (Oeuvres Completes de Georges Scholarios), τόμ. 3, Paris 1930, σελ. 151)

 

Επίσης, ο Σχολάριος σε άλλο έργο του γραμμένο υπό μορφή διαλόγου ανάμεσα στον ορθόδοξο Ανθενωτικό «Παλαίτιμο» (= ο Γεννάδιος) και στον λατινίζοντα Ενωτικό «Νεόφρονα» (= ο πατριάρχης Γρηγόριος Γ΄ Μελισσηνός, ο αποκαλούμενος «Μάμμας», 1445-51), όπου ασκεί κριτική στους Δυτικούς και τη θεολογία τους, δίνει το στίγμα της συλλογικής ταυτότητας των βυζαντινών οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονται ως απόγονοι των Ελλήνων και συνεχιστές του κλασικού ελληνικού παρελθόντος:

 

Τεκμήριο Β΄ - Ο Γεννάδιος γράφει διάλογο στον οποίο δηλώνει ότι ο ίδιος και οι βυζαντινοί γενικότερα είναι παιδιά των Ελλήνων πατέρων τους:

(Petit L. - Siderides Χ. - Jugie Μ., «Γεωργίου του Σχολαρίου Άπαντα …», ό.π., τόμ. 3 (1930), σελ. 13)

 

Και βεβαίως, στο άρθρο του Γιώργου Κεκαυμένου στο «Αντίβαρο» θα βρει κανείς πολύ περισσότερες δηλώσεις ελληνικής αυτοσυνειδησίας από τον Σχολάριο.

Τι συμβαίνει λοιπόν; Πώς καταφέρνουν ακόμα και σοβαροί συγγραφείς να σκιαγραφούν έναν Γεννάδιο μονοδιάστατα εχθρικό κατά του εθνικού ονόματος «Έλλην», όταν έχουμε τόσο σοβαρές μαρτυρίες που δείχνουν αποδοχή μιας ελληνικής συλλογικής ταυτότητας; Διότι, είτε θα μας πουν ότι ο Σχολάριος είχε κάποια… διαταραχή προσωπικότητας και δεν ήξερε ποιος είναι, είτε θα παραδεχτούν το προφανές, ότι το «Έλλην», όπως προκύπτει από τις βυζαντινές πηγές, ανάλογα με τα συμφραζόμενα είχε δύο σημασίες:

α) την έννοια του ειδωλολάτρη και

β) την έννοια που περικλείει την ελληνική γλώσσα, την ελληνική, μη θρησκευτική, παιδεία αλλά και τις αρετές των Ελλήνων σοφών και ηρώων τους οποίους οι βυζαντινοί θεωρούσαν προγόνους τους.

Σχετικά με τη χρήση του «Έλλην» ως προσδιοριστικό του «ειδωλολάτρη» ανεξαρτήτου εθνότητας, οι δίγλωσσες (ελληνικά - λατινικά) νομικές πηγές, είναι απόλυτα διαφωτιστικές:

 

Τεκμήριο Γ΄ - Πρώτη απόδειξη από τις Νεαρές του Ιουστινιανού: το «Έλλην» έχει απλά τη σημασία του «παγανιστή» ανεξαρτήτου εθνότητας:

(Justiniani Novellae (Νεαραί Ιουστινιανού) (ed. R. Schoell), Berlin 1895, σελ. 663)

 

Στο παραπάνω τεκμήριο γίνεται φανερό με ποιον τρόπο οι νεοπαγανιστές και άλλοι αντικληρικαλιστές εξαπατούν τους οπαδούς τους ότι δήθεν, το ελληνικό έθνος… υβρίζεται και καταδικάζεται στις βυζαντινές θεολογικές και νομικές πηγές. Όμως, η λατινική μετάφραση των νομικών κειμένων τους χαλά τα σχέδια καθώς το «Έλλην», όπως βλέπουμε, σημαίνει απλά «Παγανιστής»/«Ειδωλολάτρης». Εκτός αν νομίζουν ότι ο «πολίτης ελληνικής εθνότητας», στα λατινικά, λέγεται… «παγάνο»!

Αυτή ακριβώς είναι η έννοια του «Έλλην» και στα δογματικά κείμενα της Εκκλησίας ή στους Ιερούς Κανόνες που ασφαλώς, το περιεχόμενο τους είναι καθαρά θεολογικό. Σε εκφράσεις που συναντάμε σε κείμενα με θέμα θρησκευτικό, όπως «μην συνάπτειν προς γάμον αιρετικώ, ή Ιουδαίω, ή Έλληνι» (14ος καν. Δ΄ Οικ. Συν.) ή, «ει τις κληρικός, διά φόβον ανθρώπινον, Ιουδαίου ή Έλληνος ή αιρετικού, αρνήσεται» (62ος καν. Αγ. Αποστ.), μόνον ειρωνικά σχόλια προκαλεί ο ισχυρισμός κάποιων, ότι ανάμεσα στους πιστούς της εβραϊκής θρησκείας και τους χριστιανούς αιρετικούς θα τοποθετούνταν ως μνημείο ασυναρτησίας οι Έλληνες ως… έθνος! Εδώ λοιπόν, όπως και στο παραπάνω εικονογραφημένο παράδειγμα, η λατινική μετάφραση της σειράς θρησκευτικών προσδιορισμών «Ιουδαίος, Έλληνας, Αιρετικός», θα ήταν «Judaeus, Paganus, Haereticus».

Έτσι λοιπόν, η φράση του Σχολαρίου «ουκ αν ποτέ φαίην έλλην δια το μη φρονείν ως εφρόνουν ποτέ οι Έλληνες […] αποκρινούμαι χριστιανός είναι», σαφέστατα τοποθετείται στα πλαίσια ενός έργου θεολογικού που έχει τον τίτλο «έλεγχος της ιουδαϊκής νυν πλάνης […] προς την χριστιανικήν αλήθειαν»[6] και το περιεχόμενο του σχετίζεται με την ορθότητα της θρησκευτικής πίστης των Ορθοδόξων και των Ιουδαίων.

Και βεβαίως, είναι μεγάλο το πλήθος παρόμοιων αποδείξεων που μπορούμε να προσκομίσουμε από τις βυζαντινές πηγές:

 

Τεκμήριο Δ΄ - Δεύτερη απόδειξη από τη νομοθεσία του Ιουστινιανού: το «ελληνικός» έχει απλά τη σημασία του «παγανιστικός»:

(Krueger Paul (επιμ.), «Corpus Iuris Civilis», τόμ. 2 (Codex Iustinianus), Berolini 1892, σελ. 64)

 

Διαφωτιστικό και το δεύτερο παράδειγμα: ο όρος «Ελληνική πλάνη» σημαίνει απλά «Παγανιστική/Ειδωλολατρική πλάνη» και είναι όρος θρησκευτικός που στα λατινικά διατυπώνεται ως «παγανόρουμ ερρόρε». Καμία απολύτως σχέση με το ελληνικό έθνος…

 

Τεκμήριο Ε΄ - Απόδειξη από τη νομοθεσία του Ιουστινιανού ότι το «ελληνικός» όταν έχει εθνική ή γλωσσική σημασία αποδίδεται στα λατινικά με το «graecus»:

(Πρωτότυπο: Krueger Paul (επιμ.), «Corpus Iuris Civilis», τόμ. 2 (Codex Iustinianus), Berolini 1892, σελ. 70

Μετάφραση: Corpus Juris Civilis (μτφρ. Ηλία Λιακόπουλου), «Κώδιξ», εκ του τυπογραφείου Νομικής, Αθήνησιν 1896, σελ. 162)

 

Το τρίτο τεκμήριο ολοκληρώνει τη γνώση μας για την διπλή έννοια του «Έλλην» στα βυζαντινά νομικά κείμενα. Τa «Έλληνας» και «Eλληνικός» για να έχουν έννοια εθνική, πολιτισμική ή γλωσσική, θα πρέπει να αποδίδονται στα λατινικά με τον όρο Graecus και όχι φυσικά με τον όρο Paganus!

Σύμφωνα με τα παραπάνω, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι για να κατανοήσουμε το περιεχόμενο της λέξης «Έλλην» στα βυζαντινά κείμενα, θα πρέπει να εξετάσουμε τα συμφραζόμενα. Βεβαίως, στους πρώτους βυζαντινούς αιώνες, το «Έλλην» χρησιμοποιείται κυρίως με τη σημασία του «Ειδωλολάτρης». Από τον 12ο όμως αιώνα όλο και περισσότερο συναντάμε το «Έλλην» ως προσδιοριστικό της συλλογικής ταυτότητας των βυζαντινών, όπως σημειώνει η βυζαντινολόγος Αγγελική Λαΐου:

 

Τεκμήριο ΣΤ΄ - Από τον 12ο αιώνα, όλο και περισσότερο οι Ρωμαίοι/Βυζαντινοί προσδιορίζονται και ως Έλληνες:

(Angeliki E. Laiou, «The Foreigner and the Stranger in 12th century Byzantium», στο: «Das Fremde in der Gesellschaft: Migration, Ethnizitat und Staat», Seismo, Zurich 1996, σελ. 77-78)

 

Στο παραπάνω απόσπασμα, προσεγγίζονται τα κριτήρια προσδιορισμού της συλλογικής ταυτότητας των βυζαντινών κατά τον 12ο αιώνα και αναλύεται το περιεχόμενο επιστολής του επισκόπου Γεωργίου Τορνίκη, ο οποίος παραπονείται ότι οι «βάρβαροι» Λατίνοι είχαν αναλάβει υψηλά κρατικά αξιώματα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία επί βασιλείας του αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ (1143-1180)[7]. Σε μετάφραση, η Αγγελική Λαΐου σημειώνει τα εξής στο παραπάνω απόσπασμα:

 

«(σελ. 77) Η διάκριση μεταξύ Ρωμαίου και ξένου δεν είναι απλώς μια κρατιστική διάκριση: είναι και διάκριση κοινωνική, και γίνεται ολοένα τέτοια κατά τον ρουν του 12ου  αιώνα, καθώς οι διανοούμενοι, τουλάχιστον, επιδιώκουν να καθορίσουν τον εαυτόν τους.   Υπό την πίεση των πολιτικών γεγονότων, οι παλαιότερες σκέψεις, οι παλαιότεροι

(σελ. 78) κρατιστικοί καθορισμοί γίνονται δυσλειτουργικοί, και ό,τι απομένει στο τέλος είναι μια πολιτισμική διάκριση μεταξύ Ρωμαίων (που όλο και περισσότερο προσδιορίζονται ως Έλληνες) και βαρβάρων. Η διάκριση αυτή υπήρξε ανέκαθεν, όμως αναδύεται με σαφήνεια γύρω στο τέλος του 12ου αιώνα.  Η γλωσσική ταυτότητα τώρα γίνεται κυρίαρχη, καθώς η γλώσσα λειτουργεί ως δείκτης κουλτούρας, ως συμμετοχή στην Ελληνική κουλτούρα.  Ο αυτοπροσδιορισμός βασίζεται στην γλώσσα, σ’ ένα κοινό κλασικό παρελθόν, στην εκτίμηση των κλασικών έργων και των αρετών των Ελλήνων.

Κατά το μέσον του 12ου αιώνα, όταν ο όρος «Έλλην» γίνεται πιο κοινός, η κατάσταση είναι πιο σαφής.  Ο Γεώργιος Τορνίκης, Μητροπολίτης Εφέσου και ελληνικής καταγωγής (δηλ. από την κυρίως Ελλάδα) διακρίνει ανάμεσα σε βαρβάρους και Έλληνες, εκείνους που είναι κατά φύση δούλοι και εκείνους που είναι ελεύθεροι (υπονοείται πως και αυτοί [αντίστοιχα] είναι εκ φύσεως ελεύθεροι)· εκείνους που μιλούν γλώσσα βαρβαρική, έχουν βαρβαρικά ήθη και που υπηρετούν τον θεό του πολέμου, και εκείνους των οποίων η γλώσσα και η συμπεριφορά είναι Ελληνική, και που είναι μαθητές των Μουσών και του Ερμή:  «Μη μοι τοις βαρβάροις τον Έλληνα μηδέ τοις φύσει δούλοις τον ελεύθερον συναπόγραφε ο φιλέλλην και φιλελεύθερος».  Η ιδέα του Ρωμαίου/Έλληνα ως ελευθέρου εκ φύσεως και του βαρβάρου ως δούλου εκ φύσεως, προερχόμενη πιθανόν από τα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη, γίνεται κοινή μέσα στην περίοδο αυτή».

 

Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι ο Πλήθων Γεμιστός δεν ήταν ασφαλώς ο πρώτος που αναφέρθηκε σε ελληνική αυτοσυνειδησία, αλλά το αντίθετο, ήταν μάλλον… τελευταίος και καταϊδρωμένος, τρεις ολόκληρους αιώνες μετά από τον επίσκοπο Γεώργιο Τορνίκη του 12ου αιώνα.

Το συμπέρασμα λοιπόν είναι προφανές:

Ο Σχολάριος μπορούσε σε ένα θεολογικό έργο να λέει «δεν είμαι Έλλην», εννοώντας «δεν είμαι Ειδωλολάτρης» και ταυτόχρονα σ’ ένα άλλο έργο να λέει για τον εαυτό του ότι είναι «παιδί των Ελλήνων πατέρων του» ή μπορούσε, έναν βυζαντινό, ορθόδοξο και Ανθενωτικό (τον Λουκά Νοταρά) να τον καλεί τιμητικά ως τον «καλύτερο απ’ όλους τους Έλληνες» δηλ. απ’ όλους τους Ρωμαίους/Βυζαντινούς.

 

4. Συκοφαντία τέταρτη (αναλυτική παρουσίαση):

«Ο φανατικός Σχολάριος, η Εκκλησία και το σκοταδιστικό Βυζάντιο, εξόντωσαν τον Ιουβενάλιο για τις ελληνικές του ιδέες».

Το κύριο θέμα του άρθρου μας είναι η υπόθεση του ειδωλολάτρη Ιουβενάλιου, η οποία τυγχάνει εκμετάλλευσης από τους κάθε λογής φανατικούς ή αποδομητές της ιστορίας.

Με το γνωστό σύστημα της ανακύκλωσης, η φράση του Γενναδίου «τους γουν δυσσεβείς και αλάστορας τούτους ελληνιστάς», «ράβδιζε, είργε, είτα γλώσσαν αφαίρει, είτα χείρα απότεμνε, καν και ούτω μένη κακός, θαλάττης πέμπε βυθώ»[8] υπάρχει σε όλες τις νεοπαγανιστικές ιστοσελίδες. Όπως ήταν αναμενόμενο όμως, δεν αναφέρεται τίποτε άλλο από την επιστολή αυτή του Σχολαρίου προς τον άρχοντα Μανουήλ Ραούλ Οισή η οποία είναι αποκαλυπτική για τον χαρακτήρα του μετέπειτα Πατριάρχη αλλά και για την πραγματική δράση του Ιουβενάλιου.

Καταρχάς, η αναφορά στους  «δυσσεβείς και αλάστορας ελληνιστάς» μαζί με τη φράση «ουκ αν ποτέ φαίην έλλην είναι» κατά τη γνώμη των φανατικών αντικληρικαλιστών αποδεικνύει το «μίσος» του χριστιανισμού για τον ελληνισμό. Εμείς όμως γνωρίζουμε πλέον ότι τα εν λόγω «έλλην» και «ελληνιστάς» αναφέρονται στην ειδωλολατρία και όχι στο ελληνικό έθνος ή τη γλώσσα, αφού ο Σχολάριος είδαμε να δηλώνει ότι οι βυζαντινοί με υπερηφάνεια αισθάνονταν γλωσσικά και πολιτισμικά Έλληνες και μάλιστα, γνήσιοι κληρονόμοι παίδες»)του κλασικού παρελθόντος και των αρετών του Ελληνισμού.

Αξίζει εδώ να προσθέσουμε ότι, ακόμα και από το παράθεμα αυτό για τους «δυσσεβείς και αλάστορας ελληνιστάς», λογοκρίνουν την αρχή της φράσης που λέει ότι οι ποινές πρέπει να εφαρμόζονται μόνο «μετά δευτέραν και τρίτην παραίνεσιν». Επίσης, οι ποινές να εφαρμόζονται όχι σε όποιον νεοειδωλολάτρη βρεθεί μπροστά τους, αλλά μόνο σε εκείνον που «αληθώς ομολογουμένως» θα βρουν οι βυζαντινές Αρχές «τα αυτά τω Ιουβεναλίω νοσούντα»[9].

Διότι, εδώ είναι το μεγάλο «μυστικό» που μονίμως κρύβουν οι αντικληρικοί κύκλοι, ο Ιουβενάλιος δεν ήταν κάποιος «φιλόσοφος» που απλά πίστευε σε μια ειδωλολατρική θρησκεία, αλλά ήταν κάτι πολύ χειρότερο:

Από το μίσος του για τον Χριστιανισμό οδηγήθηκε σε δαιμονική βιαιότηταεξεβάκχευσεν», «εξέστησεν» και «εξέμηνεν»[10]) και δημιούργησε εγκληματική ομάδα ομοϊδεατών, η οποία εκτός από απάτες για να κερδίζει χρήματα, έκανε ληστείες, πλιάτσικο και τυμβωρυχίες και για το σκοπό αυτό πραγματοποιούσε καταλήψεις ή και ένοπλες επιθέσεις σε μοναστήρια, δολοφονώντας τους μοναχούς[11]! Αυτό είχε ως φυσικό αποτέλεσμα να συλληφθεί και να καταδικαστεί από τις Αρχές («τοις δε κοσμικοίς άρχουσι ταις εσχάταις τιμωρίαις υπέκειτο»)[12].

Ας δούμε και τα σχετικά τεκμήρια, τα οποία, πολλοί φανατικοί και αποδομητές, θα εύχονταν να μην… υπήρχαν στην επιστολή:

 

Τεκμήριο Α΄ - Η περιγραφή των εγκλημάτων του νεοειδωλολάτρη Ιουβεναλίου· απάτες, ληστείες, ιεροσυλίες, τυμβωρυχίες, φόνοι:

(Petit L. - Siderides Χ. - Jugie Μ., «Γεωργίου του Σχολαρίου Άπαντα …», ό.π., τόμ. 4 (1935), σελ. 482)

 

Δυστυχώς, οι ιστοσελίδες και τα blogs της διαδικτυακής προπαγάνδας λογοκρίνουν και εξαφανίζουν αυτά τα κομμάτια της πηγής που δείχνουν την εγκληματική δράση του Ιουβενάλιου. Αυτά δεν υπάρχουν πουθενά στο διαδίκτυο! Έτσι πλαστογράφησαν την ιστορία του, παρουσιάζοντας τον Ιουβενάλιο σαν κάποιον που καταδικάστηκε επειδή απλά… σκεφτόταν διαφορετικά.

Και ιδού η απίστευτη συμπεριφορά των φανατικών:
 

Τεκμήριο Β΄ - Η θρασύτατη τακτική των νεοπαγανιστών περνάει τα όρια του διαδικτύου: «κόβουν και ράβουν» τις πηγές ακόμα και σε κείμενα που προορίζονται να τυπωθούν και να εκδοθούν:

(«Τo Βυζάντιο ωφέλησε ή Έβλαψε τον Ελληνισμό;» (Συνέδριο στη Φιλοσοφική Αθηνών-απομαγνητοφώνηση ομιλιών), Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα 1998, σελ. 79)

 

Να λοιπόν τι λένε οι νεοπαγανιστές στους οπαδούς τους: ο εγκληματίας και δολοφόνος Ιουβενάλιος εκτελέστηκε για τις… «ελληνικές του ιδέες»! Ευτυχώς, οι κοντόθωροι αυτοί άνθρωποι δεν είχαν προβλέψει ότι η απατηλή τακτική θα γυρίσει κάποια στιγμή εναντίον τους και τελικά, οι συνεχείς προσπάθειες των τελευταίων χρόνων έφεραν στο φως πλήθος χοντροκομμένων παραχαράξεων, οδηγώντας το νεόκοπο αυτό εθνικιστικό κίνημα στην πλήρη απαξίωση.

 

Ας δούμε όμως, για ποιον λόγο ο άρχοντας Μανουήλ έστειλε στα 1451-52 επιστολή στον μοναχό πλέον Σχολάριο (η επιστολή αυτή δεν σώζεται) στην οποία ο μετέπειτα πατριάρχης απάντησε.

Ο Σχολάριος, ως γνωστόν, επί χρόνια κατείχε το αξίωμα του δικαστή:


 

Τεκμήριο Γ΄ - Ο Σχολάριος ως κρατικός αξιωματούχος και δικαστής:

 (Ζήσης Θεόδωρος, «Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος. Βίος-συγγράμματα-διδασκαλία», Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 113-115)

 

Ο Σχολάριος είχε έρθει αντιμέτωπος πολλές φορές ως δικαστής με τον Ιουβενάλιο και τη δράση του. Εντούτοις, στα 1451-52 οπότε διεξάγεται και η αλληλογραφία με τον Μανουήλ, δεν ήταν πλέον ούτε κρατικός αξιωματούχος ούτε βεβαίως και πατριάρχης ακόμα. Ήταν ένας απλός μοναχός. Άρα, πρώτο και κύριο, δεν είχε καμία απολύτως ανάμιξη ο Σχολάριος στον θάνατο του Ιουβενάλιου αφού είχε παραιτηθεί από τα αξιώματα του ήδη από το 1450.

Όπως φαίνεται λοιπόν, ο Μανουήλ έγραψε στον Γεννάδιο μάλλον επειδή ανησύχησε μήπως η θανατική ποινή ήταν τελικά λάθος που θα οδηγούσε σε μεγαλύτερα προβλήματα με τους οπαδούς της τότε νεοειδωλολατρίας. Ήθελε έτσι και τη γνώμη του Σχολαρίου λόγω των νομικών του γνώσεων και της εμπειρίας του ως δικαστής.

 Η μελέτη της απαντητικής επιστολής του Γενναδίου είναι πολύ διαφωτιστική. Καταρχάς, φαίνεται να συμφωνεί με την σκληρή ποινή της βυζαντινής νομοθεσίας που επέβαλε ο άρχοντας Μανουήλ διότι συνδέει ακριβώς την καταδίκη του συγκεκριμένου παγανιστή όχι μόνο με την προσηλυτιστική του δράση αλλά και με την ληστρική και δολοφονική του δραστηριότητα· γι’ αυτό, μετά την απαρίθμηση των εγκλημάτων του Ιουβενάλιου, γράφει ο Σχολάριος, «ακόλουθον ουν αυτού τη ζωή και το τέλος ην»[13].

Δεν υπάρχει δηλαδή η παραμικρή αμφιβολία ότι οι νεοπαγανιστές, αλλά και άλλοι, σοβαρότεροι συγγραφείς, κατάφεραν διά της βίας να μετατρέψουν έναν εγκληματία, σε δήθεν «προοδευτικό φιλόσοφο» που πεθαίνει «ηρωικά» για τις… ιδέες του! Και όπως θα δούμε, ακόμα και η φράση «γλώσσαν αφαίρει, θαλάττης πέμπε βυθώ» κ.λπ., απομονωμένη από το υπόλοιπο κείμενο, είναι παραπλανητική για τον χαρακτήρα του Σχολαρίου διότι αν και αντιμετώπισε κατ’ επανάληψη τον Ιουβενάλιο ως ανώτατος δικαστής, ποτέ δεν ζήτησε γι’ αυτόν ποινή μεγαλύτερη από φυλάκιση ή εκτοπισμό.
 

Τεκμήριο Δ΄ - Αποδείξεις ότι όσο ο Σχολάριος κατείχε το δικαστικό αξίωμα, ο Ιουβενάλιος δεν έπαθε το παραμικρό:

 (Petit L. - Siderides Χ. - Jugie Μ., «Γεωργίου του Σχολαρίου Άπαντα …», ό.π., τόμ. 4 (1935), σελ. 478-479)

 

Τα παραπάνω τεκμήρια αποδεικνύουν αυτό που οι διάφοροι φανατικοί πασχίζουν να αποκρύψουν: στο Βυζάντιο οι Αρχές δεν είχαν πρόβλημα με τις διαφορετικές ιδέες που είχε ο καθένας στο κεφάλι του, αρκεί αυτές να μην γίνονταν αιτία για στάσεις και κινήματα με σκοπό την βίαιη ανατροπή του υπάρχοντος πολιτειακού συστήματος. Για το λόγο αυτό οι βυζαντινές νομοθεσίες προέβλεπαν αυστηρές ποινές με σκοπό να φοβίσουν τους επίδοξους κινηματίες και προσηλυτιστές. Αυτό γράφει για την νομοθεσία του Μ. Θεοδοσίου και ο ιστορικός Σωζομενός: «Ο δε βασιλεύς […] χαλεπάς τοις νόμοις ενέγραφε τιμωρίας […] ου γαρ τιμωρείσθαι, αλλ’ εις δέος καθιστάν τους υπηκόους εσπούδαζεν» (Εκκλ. Ιστ. 7,12.11-12).

Άλλωστε οι νεοπαγανιστές διαρκώς κάνουν πλύση εγκεφάλου στους οπαδούς τους για την αυστηρή αντιπαγανιστική νομοθεσία του Μ. Θεοδοσίου, αλλά μπερδεύουν τα λόγια τους όταν τους ζητηθεί να αιτιολογήσουν για ποιον λόγο η «αυστηρή» αυτή νομοθεσία, επέτρεψε στο μεγαλύτερο ειδωλολατρικό κέντρο της αυτοκρατορίας, την Ακαδημία της Αθήνας, να παραμένει ακόμα σε πλήρη λειτουργία 130 χρόνια μετά τον Μ. Θεοδόσιο!

Το κυριότερο όμως που «ξεχνούν» οι κάθε λογής πολέμιοι του Βυζαντίου είναι το εξής:

Ποτέ οι χριστιανοί δεν εξομοιώθηκαν με τους ειδωλολάτρες. Οι ειδωλολάτρες επί τρεις ολόκληρους αιώνες, σε διωγμούς που κατά καιρούς διεξάγονταν, αποκεφάλιζαν χριστιανούς, τους πέταγαν στα θηρία, τους έκοβαν σε κομμάτια, τους έκαιγαν ζωντανούς και αυτά την ώρα που οι χριστιανοί ζούσαν σαν άκακα αρνάκια χωρίς να πειράξουν κανέναν! Αντιθέτως, οι χριστιανοί όταν ελευθερώθηκαν, δεν επέβαλαν περιορισμούς σε αθώους, αλλά σε αποδεδειγμένα εγκληματίες! Επέβαλαν περιορισμούς στους ειδωλολάτρες που ήταν ικανοί έναν αθώο να τον αποκεφαλίζουν, να τον πετάνε στα θηρία, να τον κόβουν σε κομμάτια και να τον καίνε ζωντανό! Μάλιστα, οι ειδωλολάτρες εξακολουθούσαν να είναι βίαιοι και αργότερα, σε κάθε ευκαιρία, όπως επί Ιουλιανού και Βάλη. Αλλά και ο Βίος Πορφυρίου Γάζης μας λέει πολλά καθώς μας δείχνει την ειδωλολατρική βία κατά των χριστιανών ακόμα και στον 5ο μ.Χ. αιώνα, σε περιοχές που είχαν την πλειοψηφία και επειδή ήταν απομακρυσμένες δεν αστυνομεύονταν επαρκώς.

Αυτά λοιπόν κάνουν τη μεγάλη διαφορά. Οι χριστιανοί είχαν και αυτοί το δικαίωμα να ζήσουν και έτσι αυτονόητα επέβαλαν περιορισμούς στους σφαγείς τους.

Και πάλι όμως, όπως γράφει ο Λένος Μαυρομμάτης, η βυζαντινή πολιτεία δεν πραγματοποιούσε «πεισματική αναζήτηση» των αιρετικών σε «ατομικό επίπεδο» όπως συνέβαινε στην παπική Δύση[14]. Η αυτοκρατορία ήταν γεμάτη με αιρετικούς, άπιστους ή αδιάφορους στα θέματα πίστεως και αν διαβάσει κανείς το πλήθος των Πατερικών έργων εύκολα θα το διαπιστώσει, διότι διαρκώς απευθύνονται σε αυτούς.

Η αντίδραση της πολιτείας ξεκινούσε όταν ο αιρετικός ή η αιρετική ομάδα παραβίαζε ή ανέτρεπε την πολιτειακή τάξη θέτοντας σε κίνδυνο τις ζωές των πολιτών και την επιβίωση του κράτους: αυτό γινόταν είτε με άρνηση πληρωμής φόρων, είτε με άρνηση στράτευσης (κίνδυνος κατάρρευσης της άμυνας), είτε με συμμαχίες με τον εξωτερικό εχθρό, είτε με εγκληματικές ενέργειες κατά των πολιτών (ληστείες, δουλεμπόριο), είτε με δημόσιες προσηλυτιστικές ενέργειες που οδηγούσαν και άλλους σε παρόμοιες πράξεις. Τέτοιες περιπτώσεις ήταν για παράδειγμα οι Αναβαπτιστές στη Δύση ή οι Παυλικιανοί και οι Βογόμιλοι στην Ανατολή ή αργότερα οι Μολοκάνοι και οι Δουχοβόροι στη Ρωσία. Στα σχετικά άρθρα δείξαμε καθαρά την προπαγανδιστική τακτική όσων μιλούν απλά και σκέτα για «διώξεις» αιρετικών χωρίς να προσφέρουν στον ακροατή τους την σχέση αιτίου και αιτιατού που είναι αναγκαία για την ιστορική κατανόηση[15].

 

Επανερχόμενοι λοιπόν στον Σχολάριο, βλέπουμε στην επιστολή του πως όταν ήταν ακόμα δικαστής (έως το 1450), είχε έρθει αρκετές φορές αντιμέτωπος με τον Ιουβενάλιο και γνωρίζει όλη τη δράση του. Ο Ιουβενάλιος έκανε ανοιχτές και δημόσιες περιοδείες προσηλυτισμού γνωρίζοντας ότι η νομοθεσία το απαγόρευε.

Κι όμως, τόσες φορές ήρθε αντιμέτωπος με τις αρχές, κάθε φορά εμπλεκόταν στις υποθέσεις και ο Σχολάριος, και το μόνο που συνέβη στον Ιουβενάλιο ήταν να διαταχθεί η απομάκρυνση του από την περιοχή[16]! Έτσι, ο Ιουβενάλιος έφευγε από τη μία περιοχή, πήγαινε στην άλλη κι έκανε πάλι τα ίδια. Κι όμως, παρά τον εμπαιγμό προς τις αρχές, δεν του συνέβη τίποτε περισσότερο. Θυμίζουμε ότι την ίδια εποχή με τον Σχολάριο, ο ομοϊδεάτης του Ιουβενάλιου, Πλήθων Γεμιστός, προέβλεπε στους «Νόμους» του ότι στην «ιδανική» του Πολιτεία, όποιος τολμήσει ν’ αμφισβητήσει την επίσημη ειδωλολατρική ιδεολογία, θα καίγεται ζωντανός! Άρα, για την αντίληψη των ανθρώπων της εποχής, η πολιτειακή νομοθεσία έπρεπε να είναι σκληρή με τους παραβάτες. Δεν έχουν λοιπόν δικαιολογία οι αποδομητές για να μας πουν ότι οι βυζαντινοί ήταν «σκοταδιστές», αλλά υπήρχε εκείνη την περίοδο κάποιος άλλος πόλος αντίληψης για τον νόμο του κράτους. Πόσο μάλλον όταν ο Ιουβενάλιος δεν είχε κατηγορηθεί μόνο για εκστρατείες προσηλυτισμού, αλλά και για απάτες, ιεροσυλίες, τυμβωρυχίες, ληστείες και φόνους κατά συρροή.

Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι ο Σχολάριος και η βυζαντινή διοίκηση άφηναν τον Ιουβενάλιο επί χρόνια να τριγυρνά από περιοχή σε περιοχή, καταρρίπτει την εντύπωση περί «αιμοσταγούς» Σχολαρίου που δημιουργεί η λογοκριμένη φράση του διαδικτύου. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι πηγές μαρτυρούν τον Ιουβενάλιο ως τον «μόνο βεβαιωμένα διωχθέντα και εκτελεσθέντα νεοπαγανιστή»[17], παρά το γεγονός ότι είχε αποκτήσει οπαδούς και δρούσε ως αρχηγός ομάδας εγκληματιών («λήσταρχος» όπως λέει η πηγή[18]).

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: Η καύση των «Νόμων» του Πλήθωνα Γεμιστού από τον Γεννάδιο

Η υπόθεση ότι ο Ιουβενάλιος ήταν μαθητής του Πλήθωνα Γεμιστού, δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί[19]. Όμως, ο ισχυρισμός ότι ο Ιουβενάλιος ήταν μαθητής του Πλήθωνα[20], ίσως εξηγεί καλύτερα την μαρτυρία του Σχολαρίου, που δείχνει ότι στόχος της εγκληματικής βίας του Ιουβενάλιου ήταν τα μοναστήρια, οι μοναχοί, ακόμα και τα νεκροταφεία στον περίβολο των μοναστηριών. Η συμπεριφορά αυτή θυμίζει τη διδασκαλία του Πλήθωνα που ονειρευόταν μια πολιτεία που θα επέβαλε ακόμα και με τη βία την ειδωλολατρία στα πλαίσια μιας θεοκρατικής δικτατορίας:
 

Τεκμήριο Α΄ - Ο Πλήθων Γεμιστός σκόπευε να ιδρύσει μια θεοκρατική τυραννία ως επίγεια εικόνα της μοναρχίας του Δία:

(Ζωγραφίδης Γιώργος, «Ο Παντοκράτωρ Ζευς του Πλήθωνος-Ενολογία, μοναρχία, πολυθεϊσμός», στην «Αριάδνη» (ΕΕΦΣ Παν. Κρήτης), τόμ. 10 (2004), σελ. 121-123)

 

Δυστυχώς, μερικοί φροντίζουν να αποκρύπτουν ότι ο Πλήθων διατύπωνε ακραίες θέσεις για την επικράτηση της ειδωλολατρίας σε βάρος του χριστιανισμού, και αυτό μόνο απαρατήρητο δεν είχε περάσει από τον Σχολάριο:

 

Τεκμήριο Β΄ - Ο Σχολάριος γνώριζε ότι ο Πλήθων Γεμιστός, σκόπευε με την εξάπλωση των ιδεών του να επαναφέρει τους διωγμούς κατά των Χριστιανών:

(Petit L. - Siderides Χ. - Jugie Μ., «Γεωργίου του Σχολαρίου άπαντα … », ό.π, τόμ. 4 (1935), σελ. 170)

 

Ήταν λοιπόν φανερό σε όσους διάβαζαν το έργο του, ότι ο Γεμιστός είχε σκοπό να επαναφέρει τον Χριστιανισμό στην κατάσταση που βρισκόταν στους τρεις πρώτους αιώνες, αλλά και επί Κωνσταντίου, επί Ιουλιανού, επί Βάλη, επί Αναστασίου Α΄, επί Εικονομαχίας κ.λπ., εποχές που Ρωμαίοι και Βυζαντινοί τύραννοι χτύπησαν βίαια την Εκκλησία με διωγμούς και μαρτύρια.

Γι’ αυτό, ο μελετητής της ιστορίας που ζει λ.χ. στα πλαίσια μιας σύγχρονης και ομαλής δημοκρατικής περιόδου, είναι απαραίτητο να ξεφύγει από την αρνητική φόρτιση που θα μπορούσε να του προκαλέσει το κάψιμο ενός βιβλίου. Ο ιστορικός οφείλει να εξετάζει τα γεγονότα, βασισμένος στο σύστημα αξιών και στα δεδομένα της κάθε εποχής. Κάθε τι πέρα από αυτό ονομάζεται «αναχρονισμός», και είναι γνωστό πως «ο αναχρονισμός αποτελεί το θανάσιμο αμάρτημα του ιστορικού»[21].

Στα 1462 που ο Σχολάριος έκαψε το μεγαλύτερο μέρος του συγγράμματος του Πλήθωνα, αφήνοντας άθικτα τα περιεχόμενα και όλα τα χαρακτηριστικά αποσπάσματα που έδειχναν ότι είχε σκοπό να επαναφέρει την ειδωλολατρία[22], οι βυζαντινοί είχαν μπει ήδη στην πιο δραματική περίοδο του βίου τους. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, είχαν χάσει τα πάντα, ζώντας σε καθεστώς απόλυτης φτώχειας και αγραμματοσύνης, κάτω από τον βίαιο και απάνθρωπο οθωμανικό ζυγό. Έχασαν την περιουσία τους, έχαναν τα παιδιά τους, βρισκόταν σε διαρκή κίνδυνο, και απολύτως τίποτα άλλο δεν είχαν για να τους δώσει μια ελπίδα για το μέλλον και να τους κρατήσει στη ζωή, από την πίστη τους.

Με τα δεδομένα αυτά, μια τυχαία διασπορά των πληθωνικών ιδεών και ένα κίνημα υποστηρικτών του μέσα στην φρίκη της τουρκοκρατίας, θα θύμιζε τις τραγικές στιγμές των εμφυλίων του ‘21, όπου ο Ιμπραήμ έκαιγε και έσφαζε, όμως οι Έλληνες αντί να μείνουν ενωμένοι, πολεμούσαν μεταξύ τους… Όπως γράφει ο σημαντικός βυζαντινολόγος Νικόλαος Τωμαδάκης κρίνοντας την πράξη του Σχολαρίου, «δεν πρόκειται περί πράξεως εκδικήσεως, αλλά πολιτικής σκοπιμότητος»[23]:


 


Τεκμήριο Γ΄ - Η καύση των «Νόμων» του Πλήθωνα, εξαφάνιζε τα σχέδια μιας τυραννικής δικτατορίας κατά των χριστιανών και επέτρεπε στους βυζαντινούς να διατηρήσουν απερίσπαστοι το μοναδικό εφόδιο που τους είχε απομείνει για να επιβιώσουν στην Τουρκοκρατία, την πίστη τους:

(Ζήσης Θεόδωρος, «Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος …», ό.π., σελ. 236-237)

 

Επίλογος

Αφού παρουσιάσαμε τις απαντήσεις μας, οφείλουμε να το πούμε, ότι πολλές φορές έχουμε αναρωτηθεί για την ποιότητα της εγχώριας «επιστημονικής κριτικής». Άνθρωποι με θέσεις στα πανεπιστήμια της χώρας κρίνουν αυστηρά το Βυζάντιο με την απαράδεκτη τεχνική του αναχρονισμού, και το θεωρούν «σκοταδιστικό» επειδή θεωρούσε την κοινή θρησκευτική πίστη, παράγοντα πολιτικής ενότητας και εμπόδιζε την ανατροπή της.

Μα και στην κλασική Αρχαία Ελλάδα ο ίδιος παράγοντας ενότητας υπήρχε. Ήταν άραγε και οι Αρχαίοι Έλληνες σκοταδιστές που εκτέλεσαν τον μέγιστο Σωκράτη για τα «καινά δαιμόνια»;! Και ο Πλήθων Γεμιστός παρόμοια πιστεύω είχε, με κέντρο της κοινής πίστης τον Δία! Γιατί λοιπόν το Βυζάντιο να είναι «σκοταδιστικό» και ο Πλήθων να είναι «προοδευτικός» και «ανθρωπιστής»; Με τα δικά τους πάντα μέτρα, γιατί ονομάζουν «ανθρωπιστή» κάποιον που θέλει να καίει ζωντανούς όσους διαφωνούν μαζί του; Γιατί, αφού θέλουν να χρησιμοποιούν αναχρονιστικά κριτήρια, ονομάζουν «ανθρωπιστή» τον Πλήθωνα που θέλει να καίει ζωντανούς τους ομοφυλόφιλους; Και γιατί ονομάζουν «προοδευτικό» και όχι υποκριτή, κάποιον που προβλέπει, υποτίθεται, μια κοινωνία ισονομίας, και την ίδια στιγμή κάνει τεμενάδες στους χριστιανούς αυτοκράτορες για να μαζέψει χρυσόβουλλα που θα εγγυώνται γι’ αυτόν, τα παιδιά και τα εγγόνια του χωριά ολόκληρα ώστε να μαζεύει τις εισπράξεις και να ζει πλουσιοπάροχα καταδυναστεύοντας τους φτωχούς;!

Είναι αυτές οι κατά περίπτωση διαφοροποιήσεις σοβαρές και επιστημονικές; Είναι σοβαρό και επιστημονικό να αλλάζει κάποιος την μέθοδο εξέτασης των ιστορικών γεγονότων σύμφωνα με το «που φυσάει ο άνεμος» των ιδεολογικών του προτιμήσεων;!

«Ξεχνάνε» τις τυραννικές νομοθεσίες του Πλήθωνα και τον βαφτίζουν με το ζόρι «ανθρωπιστή»; «Ξεχνάνε» τα εγκλήματα του Ιουβενάλιου και τον βαφτίζουν με το ζόρι «ιδεολόγο που πεθαίνει για τις… ιδέες του»;!

Δηλαδή, όλοι αυτοί οι αποδομητές, νομίζουν ότι πρόσβαση στα βιβλία, τις βιβλιοθήκες και τη γνώση, δεν έχει η υπόλοιπη ανθρωπότητα; Νομίζουν ότι κανείς δεν μπορεί ν’ ανακαλύψει τις απάτες τους; Παριστάνουν τον δικτάτορα της γνώσης, τον μάγο της φυλής, ότι αυτοί και μόνο γνωρίζουν τα πάντα;

Είναι τελικά οι άνθρωποι αυτοί επιστήμονες;! Νομίζουν ότι επειδή υπηρετούν σε κάποιο πανεπιστήμιο, διαφέρουν σε κάτι όλοι αυτοί οι «λόγιοι» από τους νεοπαγανιστές και τους λοιπούς φανατικούς παραδοξολόγους που ακούμε και βλέπουμε στην τηλεόραση ή στο διαδίκτυο;!

Επάνω σε αυτό, θα πρέπει όλοι να διαβάσουν το εξαιρετικό άρθρο του ιστορικού Νικόλα Δημητριάδη, που δημοσιεύτηκε στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Νέος Ερμής ο Λόγιος» (τεύχ. 7, ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2013) με τίτλο «Η αποδόμηση του  Ολοκαυτώματος». Εκεί, ο συγγραφέας σημειώνει τις εκπληκτικές ομοιότητες στις μεθόδους που χρησιμοποιούν οι αρνητές του Ολοκαυτώματος και οι αποδομητές ιστορικοί, επιστρατεύοντας και οι δύο την ιστορική έρευνα προκειμένου να πετύχουν ιδεολογικά οφέλη: οι μεν τη δικαίωση του ναζισμού και οι δε τον εξωραϊσμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ή την αποδόμηση του έθνους και των εθνικών ταυτοτήτων.

Δυστυχώς, όλοι αυτοί οι δήθεν «προοδευτικοί» αποδομητές, αποτελούν την άλλη όψη του ίδιου ακριβώς νομίσματος: του ιδεολογικού φανατισμού.

 

Σημειώσεις


[1] Χ. Γ. Πατρινέλης, «Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμ. 2, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1990, σελ. 406δ.

[2] Ζήσης Θεόδωρος, «Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος. Βίος-συγγράμματα-διδασκαλία», Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 68.

[3] Ζήσης Θεόδωρος, «Γεννάδιος …», ό.π., σελ. 200.

[4] Ζήσης Θεόδωρος, «Γεννάδιος …», στο ίδιο.

[5] Petit L. - Siderides Χ. - Jugie Μ., «Γεωργίου του Σχολαρίου Άπαντα τα ευρισκόμενα» (Oeuvres Completes de Georges Scholarios), τόμ. 3, Paris 1930, σελ. 151.

[6] Petit L. - Siderides Χ. - Jugie Μ., «Γεωργίου του Σχολαρίου Άπαντα …», ό.π., τόμ. 3 (1930), σελ. 251 και εξής.

[7] Βλ. Toynbee Arnold, «Οι Έλληνες και οι Κληρονομιές τους», Καρδαμίτσας, Αθήνα 1992, σελ. 213, σημ. 3.

[8] Petit L. - Siderides Χ. - Jugie Μ., «Γεωργίου του Σχολαρίου Άπαντα …», ό.π., τόμ. 4 (1935), σελ. 476.

[9] Petit L. - Siderides Χ. - Jugie Μ., «Γεωργίου του Σχολαρίου Άπαντα …», ό.π., τόμ. 4 (1935), σελ. 488.

[10] Petit L. - Siderides Χ. - Jugie Μ., «Γεωργίου του Σχολαρίου Άπαντα …», στο ίδιο.

[11] Βλ. όσα εγκλήματα απαριθμεί ο Σχολάριος στο Petit L. - Siderides Χ. - Jugie Μ., «Γεωργίου του Σχολαρίου Άπαντα …», ό.π., τόμ. 4 (1935), σελ. 482.

[12] Petit L. - Siderides Χ. - Jugie Μ., «Γεωργίου του Σχολαρίου Άπαντα …», ό.π., τόμ. 4 (1935), σελ. 488.

[13] Petit L. - Siderides Χ. - Jugie Μ., «Γεωργίου του Σχολαρίου Άπαντα …», ό.π., τόμ. 4 (1935), σελ. 482.

[14] Βλ. Λένος Μαυρομμάτης, «Τα όρια ανοχής της εκτροπής στο ύστερο Βυζάντιο», στο συλλογικό έργο, «Ανοχή και καταστολή στους μέσους χρόνους», ΕΙΕ/ΙΒΕ, Αθήνα 2002, σελ. 35.

[15] Bloch Marc, «Απολογία για την ιστορία», Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1994, σελ. 197.

[16] Βλ. Petit L. - Siderides Χ. - Jugie Μ., «Γεωργίου του Σχολαρίου Άπαντα …», ό.π., τόμ. 4 (1935), σελ. 478-479.

[17] Ζωγραφίδης Γιώργος, «Ο Παντοκράτωρ Ζευς του Πλήθωνος-Ενολογία, μοναρχία, πολυθεϊσμός», στην «Αριάδνη» (ΕΕΦΣ Παν. Κρήτης), τόμ. 10 (2004), σελ. 126.

[18] Petit L. - Siderides Χ. - Jugie Μ., «Γεωργίου του Σχολαρίου Άπαντα …», ό.π., τόμ. 4 (1935), σελ. 482.

[19] Λήμμα «Γιουβενάλιος (Ιουβενάλιος)», στο «Εγκυκλοπαιδικό Προσωπογραφικό Λεξικό Βυζαντινής Ιστορίας και Πολιτισμού» (επιμ. Σαββίδης Αλέξης), τόμ. 5, εκδ. Ιωλκός-Μέτρον, Αθήνα 2006, σελ. 233.

[20] Βλ. Ζήσης Θεόδωρος, «Γεννάδιος …», ό.π., σελ. 362.

[21] Offenstadt Nicolas, «Οι λέξεις του ιστορικού: έννοιες-κλειδιά στη μελέτη της ιστορίας», Κέδρος, Αθήνα 2007, σελ. 23-24.

[22] Ζήσης Θεόδωρος, «Γεννάδιος …», ό.π., σελ. 237.

[23] Τωμαδάκης Νικ. «Πλήθων Γεμιστός Γεώργιος», στη Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 10 (1967), στ. 439.

Δημιουργία αρχείου: 31-8-2013.

Τελευταία μορφοποίηση: 14-9-2018.

ΕΠΑΝΩ