Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο

Βιβλία

 
ΜΕΡΟΣ 1 - Κεφάλαιο Γ: ε' // Περιεχόμενα // ΜΕΡΟΣ 1 - Κεφάλαιο Γ: ζ'
 
ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΟΥ ΖΗΛΩΤΙΚΟΥ
ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΣΜΟΥ

Τού Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Παπαδάκη

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ:  ΑΝΑΙΡΕΣΙΣ ΤΩΝ ΖΗΛΩΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ


 Κεφάλαιο Γ΄: Αντικανονική η απόσχισις των Γ.Ο.Χ. από την Εκκλησία της Ελλάδος το 1924

στ΄. Το επιχείρημα περί της μη ταυτόχρονης τηρήσεως των εορτών και των νηστειών

Όπως είδαμε ανωτέρω, οι Γ.Ο.Χ. προκειμένου να δικαιολογήσουν το σχίσμα τους ισχυρίζονται, ότι η διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας επιτρέπεται όχι μόνο για δογματικούς λόγους, αλλά ακόμη και για αθετήσεις των παραδόσεων και κανονικών διατάξεων της Εκκλησίας.

Υποστηρίζουν λοιπόν ότι το 1924 πραγματοποιήθηκε αθέτησις της παραδόσεως του ιουλιανού ημερολογίου, η οποία είχε ως βασικότερο επακόλουθο «να διακοπή η λειτουργική ενότης της Εκκλησίας»159, δηλαδή να μη «εορτάζουν ταυτοχρόνως όλες οι Εκκλησίες μίαν και την αυτήν Εορτήν και να (μη) επικρατή η αυτή τάξις ως προς τις νηστείες»160.

Οι Γ.Ο.Χ. ισχυρίζονται επίσης ότι «ο κοινός εορτασμός των Χριστιανικών Εορτών είναι Παράδοσις», και ως εκ τούτου όσοι ακολούθησαν το νέο ημερολόγιο - εορτολόγιο, «βρίσκονται κάτω από τα φρικτά αναθέματα της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου»161, η οποία αναθεμάτισε όσους αθετούν τις ιερές παραδόσεις. Άλλωστε, κατά τους Γ.Ο.Χ., δια των αποφάσεων των επτά Οικουμενικών Συνόδων έχει ολοκληρωθή «πλέον η αρχιτεκτονική δομή της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας, η αναφερομένη εις την εξωτερικήν θείαν Αυτής λατρείαν, τουτέστιν εις τα κινητάς και ακινήτους εορτάς, νηστείας, τυπικόν και λοιπά αυτής στοιχεία»162. Θεωρώντας τέλος οι Γ.Ο.Χ. ότι η επ' Εκκλησίας αθέτησις «των νηστειών» και «της ομοιομόρφου και ομοχρόνου τελέσεως της Θ. Λατρείας» αποτελεί εύλογη αιτία για την διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας, διακηρύττουν κατηγορηματικά ότι «επεβάλλετο»163 σ' αυτούς να αποσχισθούν το 1924 από την Εκκλησία της Ελλάδος.

Στις ανωτέρω κατηγορίες έχουμε να απαντήσουμε τα εξής: Η αλλαγή του ημερολογίου από την Εκκλησία της Ελλάδος και άλλες Τοπικές Εκκλησίες επέφερε αναμφίβολα εορτολογικό διχασμό μεταξύ αυτών και όσων διατήρησαν το ιουλιανό ημερολόγιο. Η αλλαγή αυτή «μη επιχειρηθείσα, ως έδει, από κοινής των Εκκλησιών αρχής επήνεγκε το λυπηρότατον της διαιρέσεως φαινόμενον, την αυτήν ημέραν των μεν εορταζόντων των δε μη, και εγένετο πηγή σκανδαλισμού και διαιρέσεων παρά τοις πιστοίς»164.

Η βεβιασμένη και μονομερής ημερολογιακή μεταρρύθμισις το 1924 ήταν μία εσφαλμένη πράξις, η οποία όμως δεν έπληττε άμεσα την Ορθόδοξο πίστι. Σύμφωνα λοιπόν με την ομόφωνη διδασκαλία των αγίων Πατέρων, δεν δικαιολογείτο διακοπή της κοινωνίας του πιστού λαού η των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών με την Εκκλησία της Ελλάδος προ συνοδικής (Πανορθοδόξου δηλαδή) κρίσεώς της.

Φυσικά οι Τοπικές Εκκλησίες είχαν το δικαίωμα να καταδικάσουν την Εκκλησία της Ελλάδος και να την αποκόψουν από το σώμα τους ως σχισματικής σε περίπτωσι εμμονής της στην αντικανονική αυτή πράξι.

Κάτι ανάλογο άλλωστε έπραξαν το 1872, όταν απέκοψαν την Εκκλησία της Βουλγαρίας από την καθόλου Εκκλησία λόγω του εθνοφυλετισμού της.

Τελικά οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, όπως προαναφέραμε, δεν καταδίκασαν την Εκκλησία της Ελλάδος, αλλά εφήρμοσαν για πολλούς λόγους την εκκλησιαστική Οικονομία. Κυριώτερος από αυτούς ήταν, ότι οι λειτουργικές και τυπικολογικές ανωμαλίες που προέκυπταν από την εισαγωγή του νέου ημερολογίου, δεν έθιγαν βασικά η ουσιώδη σημεία της Ορθοδόξου πίστεως ή της σχετιζομένης με την πίστι και ως εκ τούτου αμετάβλητης Ιεράς Παραδόσεως. Η μη ταυτόχρονη δηλαδή τήρησις των εορτών και των νηστειών δεν είχαν καμμία απολύτως σχέσι ή ομοιότητα με την ασεβή κατάργησι των εορτών και των νηστειών από τους Εικονομάχους.

Επιπλέον οι Ορθόδοξες Εκκλησίες γνώριζαν, ότι στην Ιστορία της Εκκλησίας υπήρχε πάντοτε μία σχετική διαφοροποίησις μεταξύ των Τοπικών Εκκλησιών, αλλά ακόμη και των ιερών Μονών στην τήρησι των εορτών και των νηστειών, χωρίς όμως αυτό να οδηγή σε διάστασι της μεταξύ τους εκκλησιαστικής κοινωνίας. Είναι άλλωστε αναμφίβολο ότι « το εορτολόγιον της εκκλησίας ουδεμίαν έχει σχέσιν προς την τοιαύτην (Ιεράν) παράδοσιν, διότι ούτε συνεχή ούτε ομόφωνον ούτε ασάλευτον έχει την πράξιν και την τάξιν εν τη εκκλησία, τουναντίον μάλιστα ακανόνιστον, αδιάφορον, ελευθέραν και ακατάκριτον. Το εορτολόγιον, εις οίαν μορφήν κατέχομεν αυτό, στηρίζεται ουχί επί της ιεράς παραδόσεως, αλλά επί των τυπικών διατάξεων, και διατάξεων τόσο ποικίλων και αντιφατικών όσαι ήσαν και αι εκκλησίαι και αι μοναί... Άλλο λοιπόν η ιερά παράδοσις και άλλο τυπική διάταξις· η πρώτη ασάλευτος και σταθερά, η δευτέρα ασταθής και ευμετάβλητος, ως μαρτυρούσι τα περισωθέντα των μονών τυπικά»165 (π.χ. Στουδίου, οσίου Σάββα, Σινά, οσίου Διονυσίου Αγίου Όρους).

 

Σημειώσεις:


159. Θεοδωρήτου ιερομονάχου, ένθ ανωτ. σελ. 23.

160. Νικολάου Δημαρά, Περιοδικό Άγιοι Κολλυβάδες, τεύχος 28, σελ. 60.

161. Ένθ ανωτ. σελ. 23.

162. Υπό το φως της Ορθοδόξου πίστεως, σελ. 70.

163. Θεοδωρήτου ιερομονάχου, ένθ ανωτ.

164. Χ. Ανδρούτσου, Συμβολική, σελ. 418.

165. Σωφρονίου Ευστρατιάδου, ένθ ανωτ. σελ. 6-7.

 


 
ΜΕΡΟΣ 1 - Κεφάλαιο Γ: ε' // Περιεχόμενα // ΜΕΡΟΣ 1 - Κεφάλαιο Γ: ζ'

Δημιουργία αρχείου: 25-10-2012.

Τελευταία ενημέρωση: 26-10-2012.

Πάνω