Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο

Βιβλία

 
ΜΕΡΟΣ 3 - Κεφάλαιο Β: γ΄ // Περιεχόμενα // ΜΕΡΟΣ 3 - Κεφάλαιο Β: ε'
 
ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΟΥ ΖΗΛΩΤΙΚΟΥ
ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΣΜΟΥ

Τού Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Παπαδάκη

 

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ:

ΑΝΑΙΡΕΣΙΣ ΤΩΝ ΖΗΛΩΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ OIKOYMENIΣMΟΥ


Κεφάλαιο Β΄: Αβάσιμες οι κατηγορίες των Γ.Ο.Χ. ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν αποδεχθή τις θεωρίες του αιρετικού Οικουμενισμού της Δύσεως

δ΄. Το επιχείρημα των Γ.Ο.Χ. περί της Εγκυκλίου του 1920

Εκμεταλλευόμενοι δυστυχώς τις ανωτέρω σποραδικές και ανεπίσημες, κακόδοξες εκκλησιολογικές διακηρύξεις ορισμένων Ορθοδόξων οι Γ.Ο.Χ. υποστηρίζουν, ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν αποδεχθή πλήρως τις αιρετικές, εκκλησιολογικές θεωρίες του Οικουμενισμού. Επιθυμώντας δε να δικαιολογήσουν την αντικανονική απόσχισί τους από αυτές κατά το 1924 λόγω της αλλαγής του ημερολογίου και να ισχυροποιήσουν την υποτονική επιχειρηματολογία τους ισχυρίζονται, ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν αποδεχθή επίσημα την αίρεσι του Οικουμενισμού ήδη από το 1920. Κατά συνέπεια η απόσχισίς τους το 1924 είναι απολύτως δικαιολογημένη, εφόσον δεν πραγματοποιήθηκε απλά και μόνο λόγω της αθετήσεως μιας εκκλησιαστικής παραδόσεως, αλλά κατ εξοχήν για δογματικούς λόγους.

Οι Γ.Ο.Χ. ισχυρίζονται λοιπόν, ότι το Οικουμενικό πατριαρχείο δια της Εγκυκλίου του «Προς τας απανταχού Εκκλησίας του Χριστού» διεκήρυξε το 1920 «επίσημα πλέον και για πρώτη φορά ότι υπάρχουν και άλλες «εκκλησίες» εκτός της Ορθοδόξου»96. Κατά τους Γ.Ο.Χ., η εν λόγω Εγκύκλιος «θεωρεί τας αιρετικάς ομολογίας «όχι ως ξένας και αλλοτρίας, αλλ ως συγγενείς και οικείας εν Χριστώ, συγκληρονόμους και μέλη του ιδίου σώματος»... Ώστε λοιπόν, το Οικ. Πατριαρχείον ΔΕΝ θεωρεί την Ορθ. Εκκλησίαν ως την Μίαν Αγίαν Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν, ως ορίζει το Σύμβολον της πίστεως, αλλ ως μίαν εκ των πολλών που υπάρχουν και συναποτελούν το σώμα του Χριστού! Τούτο αποτελεί επίσημον κήρυξιν εκκλησιολογικής αιρέσεως»97.

Σύμφωνα δε με άλλους Γ.Ο.Χ., οι Ορθόδοξοι δια της αποδοχής της ανωτέρω Εγκυκλίου «ηρνήθησαν την μοναδικότητα της Ορθοδοξίας»98, «εξέπεσαν της Ορθ. Πίστεως και εγένοντο αιρετικοί»99, ενώ άλλοι υποστηρίζουν, ότι δια της ανωτέρω Εγκυκλίου «έχουν εν ισχύι την αιρετικήν θεωρίαν των κλάδων»100.

Οι ανωτέρω ισχυρισμοί των Γ.Ο.Χ. ότι είμαστε αιρετικοί από το 1920, είναι τελείως αναληθείς. Είναι άλλωστε σε όλους γνωστό, ότι το Οικουμενικό πατριαρχείο δια της ανωτέρω Εγκυκλίου έθεσε απλά και μόνο τις βάσεις για την συμμετοχή της Ορθοδοξίας στην Οικουμενική Κίνησι. Παρά δε τις τάσεις προς εκσυγχρονισμό των σχέσεων μεταξύ των Χριστιανικών Εκκλησιών ουδεμία εκκλησιολογική αίρεσις κηρύσσεται στις γραμμές της εν λόγω Εγκυκλίου.

Γενικά δε «εκ του Διαγγέλματος τούτου και της σταθεράς πράξεως της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας εξάγεται, ότι αύτη προσεχώρησεν εις την κίνησιν και προσπάθειαν των Εκκλησιών προς συνεργασίαν αυτών επί του εδάφους μόνον του Πρακτικού Χριστιανισμού, προς κοινήν αντιμετώπισιν των πρακτικών εκκλησιαστικών, θρησκευτικών, ηθικών, κοινωνικών, εκπολιτιστικών και λοιπών ζητημάτων, ενώ τουναντίον προκειμένου περί δογματικών ζητημάτων εδέχθη απλήν επαφήν και συμμετοχήν ορθοδόξων θεολόγων εις ακαδημαϊκόν μάλλον χαρακτήρα εχούσας συζητήσεις και συνέδρια»101.

Όπως επίσης παραδέχονται σημερινοί εκπρόσωποι του Οικουμενικού πατριαρχείου, «η φράσις “μη λογιζομένας αλλήλας ξένας και αλλοτρίας, αλλ ως συγγενείς και οικείας εν Χριστώ και συγκληρονόμους και συσσώμους της επαγγελίας του Θεού εν Χριστώ (Εφεσ. 3,5)”, δεν αποτελεί αναγνώρισιν δογματικής και σωτηριολογικής ταυτότητος, αλλά σκοπόν προς ον δέον όπως άπασαι τείνουν»102.

Ολωσδιόλου αφελής είναι επίσης και ο ισχυρισμός των Γ.Ο.Χ., ότι δια της φράσεως «Προς τας απανταχού Εκκλησίας του Χριστού» κηρύσσεται «επίσημα πλέον και για πρώτη φορά ότι υπάρχουν και άλλες “εκκλησίες” εκτός της Ορθοδόξου»103. Πράγματι, οι αιρετικοί αποκαλούνται καταχρηστικά «Εκκλησίες»104 από πολλούς παλαιούς Πατέρας, χωρίς φυσικά να εννοούν, ότι μαζί τους συναποτελούμε την Μία, Καθολική Εκκλησία. «Εκκλησίες» ονομάζονται οι αιρετικοί και στις πατριαρχικές Εγκυκλίους του 1902 (καθώς και «αναδενδράδες του Χριστιανισμού»105) και του 1904, οι οποίοι «τη Παναγία Τριάδι και αυτοί πιστεύοντες και τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού σεμνυνόμενοι, τη χάριτι του Θεού σωθήναι ελπίζουσι»!106 Οι Γ.Ο.Χ. αποκρύπτουν φυσικά τις φράσεις των δύο ανωτέρω Εγκυκλίων, διότι διαφορετικά κινδυνεύουν να χαρακτηρισθούν και αυτοί ως αιρετικοί, εφόσον αποσχίσθηκαν από την “αιρετική” Εκκλησία μόλις το 1924.

Δεν πρέπει άλλωστε να λησμονούμε, ότι κατά την διάρκεια των Θεολογικών Διαλόγων με αιρετικούς οι άγιοι Πατέρες χρησιμοποίησαν αρκετές φορές φράσεις ευγενείας προς αυτούς, χωρίς φυσικά αυτές να ανταποκρίνονται προς την αυστηρή Ορθόδοξο εκκλησιολογία η τα εκκλησιολογικά τους φρονήματα. Είναι απολύτως χαρακτηριστικές οι σχετικές φράσεις του αγίου Μάρκου του Ευγενικού κατά την έναρξι του Θεολογικού Διαλόγου με τους Λατίνους στην Φερράρα το 1438: «Σήμερον τα του Δεσποτικού σώματος μέλη, πολλοίς πρότερον χρόνοις διεσπαρμένα τε και ερρηγμένα προς την ένωσιν αλλήλων επείγεται. Ου γαρ ανέχεται η κεφαλή πάντων Χριστός ο Θεός εφιστάναι διηρημένω τω σώματι... Δια τούτο εξήγειρέ σε τον των Ιερέων αυτού πρωτεύοντα (τον πάπα), προς την ημετέραν κλήσιν... Δεύρο δη ουν, αγιώτατε πάτερ, υπόδεξαι τα σά τέκνα... Μέχρι τίνος οι του αυτού Χριστού, και της αυτής πίστεως βάλλομεν αλλήλους και κατατέμνομεν; μέχρι τίνος οι της αυτής Τριάδος προσκυνηταί δάκνομεν αλλήλους;...»107

Οι ανωτέρω φράσεις ευγενείας του μεγάλου Ομολογητού δεν ανταποκρίνονται φυσικά με ακρίβεια στις αυστηρές, εκκλησιολογικές του απόψεις, σύμφωνα με τις οποίες οι Λατίνοι ήταν απερίφραστα «αιρετικοί»108, και μάλιστα «εκ πολλών χρόνων αποκεκομμένοι (εκ της Εκκλησίας) και σεσηπομένοι και μυρίοις αναθέμασιν υποκείμενοι»109.

 

Σημειώσεις:


96. Νικολάου Δημαρά, Περιοδικό Άγιοι Κολλυβάδες, τεύχος 28, σελ. 15.

97. Δημητρίου Χατζηνικολάου, Περιοδικό Άγιος Αγαθάγγελος, τεύχος 196, σελ. 11.

98. Θεοδωρήτου ιερομονάχου, ένθ ανωτ. τεύχος 194, σελ. 24.

99. Ένθ ανωτ. τεύχος 200, σελ. 3-4.

100. Ένθ ανωτ. τεύχος 181, σελ. 1.

101. Ιω. Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία..., τόμος β΄, σελ. 952 [1050].

102. Η επάνοδος εις την εκκλησιαστικήν κοινωνίαν μερίδος των ακολουθούντων το παλαιόν (ιουλιανόν) ημερολόγιον, σελ. 31.

103. Νικολάου Δημαρά, ένθ ανωτ.

104. Φ. Βαφείδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμος γ΄, § 208, 2, σελ. 49.

105. Ιω. Καρμίρη, ένθ ανωτ. σελ. 946ε [1036].

106. Ένθ ανωτ. σελ. 946ια [1042].

107. Καλλίστου Βλαστού, Δοκίμιον ιστορικόν περί του Σχίσματος..., σελ. 135-136.

108. Mansi 31A, 885D.

109. Ανδρ. Δημητρακοπούλου, Ορθόδοξος Ελλάς, σελ. 106.

 


 
ΜΕΡΟΣ 3 - Κεφάλαιο Β: γ΄ // Περιεχόμενα // ΜΕΡΟΣ 3 - Κεφάλαιο Β: ε'

Δημιουργία αρχείου: 30-10-2013.

Τελευταία ενημέρωση: 9-11-2013.

Πάνω