Ελληνικός Παρατηρητής τής Σκοπιάς

Θυγατρικός ιστότοπος τής

Ορθόδοξης Ομάδας Δογματικής Έρευνας

Ενότητες

Βιβλία και Ευσεβισμός

Kεφάλαιο 11ο

Περιεχόμενα

Kεφάλαιο 13ο

Ένα βιβλίο για τους Μάρτυρες τού Ιεχωβά

τού Νικολάου Μαυρομάγουλου

 

Ακούστε την ανάγνωση αυτού τού κεφαλαίου σε ηχητικό αρχείο

Κεφάλαιο 12ο

Πρόγευση αδικίας

ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ

Είχαν περάσει αρκετοί μήνες από το βάπτισμά μου. Ήταν πια καλοκαίρι, κι εγώ βρισκόμουν στο εξοχικό μας στη Σαλαμίνα, όπου παραθερίζαμε κάθε καλοκαίρι. Εξαντλημένος από τις καλοκαιρινές προκλήσεις και την πίεση τής νιότης, άφησα να καλλιεργηθεί στην καρδιά μου η επιθυμία για κάποια κοπέλα. Και σύμφωνα με την Αγία Γραφή, η επιθυμία εγκυμονεί την αμαρτία. Τυφλωμένος από την επιθυμία, άρχισα να σχεδιάζω τρόπους με τους οποίους θα σχετιζόμουν μαζί της. Πράγματι, τους έβαλα σε εφαρμογή, και φιμώνοντας τη φωνή τής συνείδησής μου, κατόρθωσα να βγω μαζί της, έτοιμος να ολοκληρώσω το σχέδιό μου.

Ήμασταν πλέον μόνοι, και έμενε μόνο το πρώτο βήμα από μέρους μου. Και τότε, καθώς εκείνη ανταποκρίθηκε, με πλημμύρισε μία έκρηξη τύψεων. Αισθάνθηκα να προδίδω Εκείνον που "πέθανε για μένα στο σταυρό", που άφησε τη δόξα του, για να πεθάνει για τις αμαρτίες μου. Κι εγώ ο "βαπτισμένος", ο "Χριστιανός", ήμουν έτοιμος να πετάξω τη θυσία του σαν να ήταν σκουπίδι!

Σηκώθηκα αμέσως, και ζητώντας συγνώμη από την άναυδη κοπέλα, εξαφανίστηκα.

Πέρασαν μήνες, και βρισκόμουν πάλι στη χειμερινή μου κατοικία. Συνέχιζα να ζω όπως πριν, χωρίς να πω σε κανέναν κάτι για την πτώση μου αυτή τού καλοκαιριού. Μέσα μου όμως, δεν έπαψαν να με ταλαιπωρούν οι τύψεις. Έβλεπα πως είχα παραβεί την υπόσχεση που έδωσα στο Θεό όταν βαπτίστηκα. Ώσπου κάποιο βράδυ, αυτές οι τύψεις βρήκαν κάποια διέξοδο.

Εκείνη την Κυριακή, είχαμε τη μελέτη τής Σκοπιάς, και όπως πάντα, πρόσεχα κάθε λεπτομέρεια τού "μαθήματος". Κάποια στιγμή λοιπόν, αναλύθηκε ένα τμήμα τού άρθρου, που μιλούσε για τις "κρυφές αμαρτίες". Μέσα από τη "λογική" τής οργάνωσης, πείσθηκα απ’ το άρθρο αυτό, πως για να με συγχωρέσει ο Θεός, έπρεπε να αποκαλύψω στους "πρεσβυτέρους" το τι είχα κάνει, και εκείνοι θα έδιναν στον φταίχτη "στοργική βοήθεια". Δεν το είχα συνειδητοποιήσει τότε, αλλά αυτή ήταν παράξενη συμβουλή για μια οργάνωση που είναι εναντίον τής εξομολόγησης.

Ως το τέλος τής συνάθροισης, πάλευα με τη ντροπή μου, μια και ήμουν ασυνήθιστος σε "εξομολογήσεις". Μετά την προσευχή όμως, πήρα τη μεγάλη απόφαση. Πλησίασα τον συμπαθέστερο σ’ εμένα "πρεσβύτερο" τής συνάθροισης, και του είπα, πως σε αρμονία με τη συμβουλή τής Σκοπιάς, θα ήθελα να του πω για κάποια αμαρτία που είχα κάνει "μετά από το βάπτισμά μου". Του είπα με λίγα λόγια τι συνέβη, και τον καληνύχτισα. Εκείνος, μου είπε πως θα το ξανασυζητήσουμε.

Την επόμενη μέρα, ήλθε στο σπίτι μου με έναν ακόμα πρεσβύτερο, ζητώντας μου συνάντηση στην "αίθουσα βασιλείας". Κανόνισα μαζί τους μία συνάντηση για την επόμενη ημέρα, όμως κατά βάθος δυσαρεστήθηκα πολύ. Εγώ είχα μιλήσει σ’ αυτόν τον ένα, τώρα το είχε μάθει και δεύτερος, και την επομένη ημέρα, θα το μάθαινε και τρίτος. Και σαν να μην έφτανε αυτό, μου είπαν πως θα καλούσαν και κάποιον άλλο "Μάρτυρα", που για κάποιο χρονικό διάστημα μου έκανε "Γραφική" μελέτη. Εγώ, όταν αποκάλυψα την αμαρτία μου, το έκανα για συμβουλή και συγχώρηση από το Θεό. Δεν περίμενα πως το θέμα θα απλωνόταν τόσο, και πως ξαφνικά θα βρισκόμουν κατηγορούμενος σε μία "δικαστική επιτροπή"!

Δεν το είχα συνειδητοποιήσει τότε, (και ούτε είχα πείρα αυτών τών καταστάσεων), αλλά ήταν φανερό πως οι "Μάρτυρες" μπέρδευαν την τιμωρία και τη δίκη, με τη συμβουλή και την αναμόρφωση. Έτσι, μη μπορώντας να κάνω κι αλλιώς, θα πήγαινα σ’ εκείνη τη δίκη, έχοντας την ελπίδα πως η αμαρτία μου δεν θα διαδιδόταν.

Το ότι ήρθαν όμως στο σπίτι μου οι δύο αυτοί "πρεσβύτεροι", έκανε τη μητέρα μου να με ρωτάει συνεχώς, όλη τη μέρα, μέχρι που δυσανασχέτησα τόσο, που της είπα όχι μόνο το λόγο τής επίσκεψης, αλλά και τι είχα κάνει. Εκείνη, μόλις συνήλθε από την έκπληξη, μου είπε πως ήταν λάθος μου που το είπα, γιατί τώρα θα έμπαινα σε προβλήματα. Εγώ, τής απάντησα πως: "Εφ’ όσον το γράφει η Σκοπιά, αυτό είναι το σωστό". Και ταυτόχρονα τής θύμισα: "...Θυμάσαι που πειράχτηκες όταν σου είπα πως θα σε καταγγείλω στους "πρεσβυτέρους"; Όπως βλέπεις, η αμαρτία είναι κάτι που δεν το συγχωρώ ούτε στον εαυτό μου. Μην εκλαμβάνεις λοιπόν τα λόγια μου σαν έλλειψη αγάπης, αλλά σαν ενδιαφέρον."

-Καλά, όμως να δεις πως αυτό που έκανες χθες και το είπες, θα το μετανιώσεις μια μέρα. απάντησε.

Από την ημέρα εκείνη, και για πολλούς μήνες ακόμα, ντρεπόμουν ν’ αντικρίσω όχι μόνο τους τέσσερις εκείνους τής επιτροπής, αλλά και την ίδια τη μητέρα μου.

Την επόμενη ημέρα, η αγωνία μου κορυφωνόταν καθώς πλησίαζε η ώρα τής επιτροπής. Αισθανόμουν ένα άγχος, χειρότερο από το άγχος τών σχολικών εξετάσεων, επειδή τώρα είχα και ντροπή, πάρα πολλή ντροπή.

Το απόγευμα, πήρα την Αγία Γραφή μου, και πήγα στην αίθουσα. Μπαίνοντας, είδα τους τέσσερις να με περιμένουν καθιστοί, με τις Άγιες Γραφές τους ανοικτές. Δεν με καθησύχασε καθόλου το πλατύ τους χαμόγελο. Κάθισα τρέμοντας απέναντί τους. Σκεπτόμουν συνεχώς, πώς θα τους μιλούσα εάν μου ζητούσαν λεπτομέρειες για τα "κατορθώματά" μου.

Πρώτος μίλησε ο Προεδρεύων "Επίσκοπος", εκείνος στον οποίο είχα μιλήσει για πρώτη φορά. Με συγχάρηκε για το θάρρος μου να τους πω την αμαρτία μου, και κατόπιν μου ζήτησε να τους διηγηθώ τι συνέβει. Εγώ, τους αφηγήθηκα το περιστατικό σύντομα, και με μεγάλη δυσκολία, επειδή φοβόμουν πως θα ακουστεί η φωνή μου τρεμουλιαστή. Καθώς τους μιλούσα, μου έκαναν κάθε τόσο συμπληρωματικές ερωτήσεις, αναγκάζοντάς με να τους αφηγούμαι και τις μικρότερες λεπτομέρειες.

Όταν πλέον ικανοποιήθηκαν από την περιγραφή, με ρώτησαν "γιατί" το έκανα. Τότε, έκανα το μεγάλο λάθος, να πω:

-Φαντάζομαι, πως επειδή πριν βαπτισθώ είχα κάνει τρόπο ζωής μου αυτά τα πράγματα, μου έγιναν ισχυρή συνήθεια, στην οποία για λίγο υπέκυψα.

-Δηλαδή, τι έκανες πριν βαπτισθείς; έσπευσαν να με ρωτήσουν.

-Τι σημασία έχει; Αφού δεν είχα αφιερώσει ακόμα τη ζωή μου στο Θεό! διαμαρτυρήθηκα.

-Από τη στιγμή που ήσουν ευαγγελιζόμενος, για μας έχει μεγάλη σημασία! απάντησαν.

Θέλοντας και μη, άρχισα κατακόκκινος από την ντροπή, να αφηγούμαι την αρχή, και τη συνέχεια τών πτώσεών μου. Εκείνοι όμως, δεν ένοιωθαν ικανοποιημένοι με την αναφορά μου αυτή. Ξεπερνώντας κάθε όριο αδιακρισίας ζητούσαν να μάθουν με λεπτομέρειες το πώς έκανα κάθε τι!

Η κατάστασή μου ήταν δραματική. Μιλούσα με μεγάλη δυσκολία, και είχα την εντύπωση πως ο ένας απ’ αυτούς εύρισκε ικανοποίηση με αυτά που άκουγε, και δεν χόρταινε να ρωτάει. Εγώ, δύσκολα έλεγχα τους μυς τών χειλιών μου, καθώς τα ένιωθα να κάμπτονται στις άκρες τους προς τα κάτω. Δυσκολευόμουν να αρθρώσω τις λέξεις, όπως όταν το υπερβολικό κρύο παραλύει το σαγόνι. Απέναντί μου, έβλεπα τον τέταρτο "πρεσβύτερο", (αυτόν που κάποτε μου έκανε μελέτη), να έχει σκύψει το κεφάλι του, προφανώς ντρεπόμενος για όσα άκουγε.

Την ώρα εκείνη, αντιλαμβανόμουν πως η ντροπή που ένοιωθα, δεν ήταν απέναντι στο Θεό, (για τον οποίον γνώριζα πως ήδη με είχε συγχωρέσει), αλλά ντρεπόμουν τους ανθρώπους. Και ακόμα, ο φόβος μου για κάποια τιμωρία, ή για έλλειψη κατανόησης, δεν ήταν φόβος προς το Θεό, αλλά φόβος ανθρώπων. Καταλάβαινα, πως οι άνθρωποι αυτοί απέναντί μου αυθαιρετούσαν, και το χειρότερο, θεωρούσαν τους εαυτούς τους δικαστές, όχι μόνο τής "Χριστιανικής" περιόδου τής ζωής μου, αλλά και τής περιόδου προ τού βαπτίσματος! Ειδικά αυτό το τελευταίο, δεν μπόρεσα ποτέ να το "χωνέψω".

Όταν τελείωσα πια την αφήγηση, αισθανόμουν εντελώς εξευτελισμένος, για όλα τα αδιάκριτα στα οποία υποχρεώθηκα να απαντήσω. Αισθανόμουν όμως και κάποια ανακούφιση, επειδή καταλαβαίνοντας την αυθαίρετη συμπεριφορά τους, κατόρθωσα να αποκρύψω πολύ περισσότερα και χειρότερα από αυτά που μου απέσπασαν. Άλλωστε, αυτά όλα, ήταν πράγματα τα οποία κι εγώ ο ίδιος ήθελα να ξεχάσω, πράξεις ενός απίστου, χωρίς καμιά πραγματική σχέση ή αφιέρωση στο Θεό.

Οι δικαστές μου, μου ζήτησαν να βγω για λίγο έξω, ώστε να αποφασίσουν για μένα. Μόνος έξω στο διάδρομο, προσπαθούσα μπερδεμένος να καταλάβω πώς την έπαθα έτσι!

Ύστερα από λίγα λεπτά, με ξαναφώναξαν μέσα, και μου ανακοίνωσαν πως για κάποιο χρονικό διάστημα θα ήμουν "σημειωμένος", δηλαδή θα είχα κάποιες στερήσεις από "προνόμια" και λειτουργίες που είχαν οι υπόλοιποι "Μάρτυρες". Συγκεκριμένα, δεν θα συμμετείχα σε εργασίες για την αίθουσα, ούτε θα ήμουν πλέον αναγνώστης, ούτε θα βοηθούσα στα μικρόφωνα, ούτε θα προσευχόμουν μπροστά στην συνάθροιση, ούτε θα έκανα ομιλίες, ούτε θα έδινα απαντήσεις στις ερωτήσεις τών συναθροίσεων. Κανονικά, όταν κάποιος σημειωνόταν, απαγορευόταν να τού κάνουν παρέα οι άλλοι "Μάρτυρες". Σ’ εμένα όμως, δεν ανέφεραν κάτι τέτοιο, μια και ήδη δεν είχα συντροφιά με άλλους νεαρούς στη συνάθροιση. Μια παρέα περίπου 10 νεαρών "Μαρτύρων", είχε ήδη αποσυνταυτισθεί από την τοπική συνάθροιση, για να δρέψουν τις απολαύσεις αυτού τού κόσμου. Εγώ δεν έκανα ούτε ενωρίτερα ιδιαίτερη παρέα μαζί τους, επειδή έβλεπα στη συμπεριφορά τους κάτι που δεν μου άρεσε.

Οι τέσσερις δικαστές μου, με ρώτησαν πώς έβλεπα την τιμωρία μου αυτή.

-Πιστεύω πως μου άξιζε, μια και παρέβηκα τον όρκο τής αφιέρωσής μου. είπα.

-Α! Όχι! μου απάντησαν....Δεν σε τιμωρούμε για όσα έκανες μετά το βάπτισμά σου! Σε τιμωρούμε για όσα έκανες ΠΡΙΝ. Αυτή τη φορά δεν έκανες τίποτα, επειδή άλλαξες γνώμη. Τα προηγούμενα ήταν σοβαρά!

Δεν απάντησα τίποτα. Κατάλαβα πως θα ήταν μάταιο. Οι άνθρωποι αυτοί, δεν ξεχώριζαν τον βαπτισμένο από τον αβάπτιστο! Δεν κατάλαβαν την αμαρτία που συντελέστηκε, καθώς σχεδίαζα να παραβώ το θέλημα τού Θεού, και θεωρούσαν πως θα ήταν αμαρτία μόνο αν το είχα ολοκληρώσει. Δεν καταλάβαιναν ούτε αυτοί, ούτε εγώ τότε, πως για τον μετανοημένο δεν χρειάζεται τιμωρία, παρά μόνο συμβουλή. Έτσι, στην πραγματικότητα κάθε τέτοια ποινή ήταν μία "εκδίκηση", στο όνομα τού Θεού, για την αμαρτία και όχι για βοήθεια.

Πριν φύγω, τους παρακάλεσα να μη διαρρεύσουν τα όσα τους είπα, και τους καληνύχτισα. Στο δρόμο προς το σπίτι όμως, προσπαθούσα να καταλάβω γιατί συνέβει αυτό. Έβλεπα τον παραλογισμό που υπήρχε, και προσπαθούσα να δικαιολογήσω το κάθε τι.

"Φαίνεται πως είναι θέλημα Θεού η τιμωρία μου, για να μην το ξανακάνω!" σκέφτηκα. "...Αυτοί, μπορεί να με τιμώρησαν για λάθος αιτία, εγώ όμως θα το δεχθώ σαν τιμωρία για το τελευταίο μου αμάρτημα. Στο κάτω κάτω, και οι πρεσβύτεροι άνθρωποι είναι, και κάνουν λάθη. Δεν φταίει η οργάνωση γι’ αυτό!"

Είχα συνηθίσει να ρίχνω το φταίξιμο στα πρόσωπα και όχι στην οργάνωση. Δεν έκανα το ίδιο όμως και για τις άλλες θρησκείες! Όταν άκουγα κάτι κακό για κάποιον παπά, δεν κατηγορούσα τον παπά, μα την Ορθοδοξία. Όταν όμως έβλεπα κάτι καλό σε κάποιον Ορθόδοξο, δεν το απέδιδα στην θρησκεία του, αλλά στον ίδιο. Η "οργάνωση" τής Σκοπιάς όμως, κρατούσε όλα τα καλά για τον εαυτό της, και για κάθε κακό, πάντα έφταιγαν τα μέλη της ως πρόσωπα. Έτσι είχα μάθει κι εγώ. Μετρώντας με αυτόν τον άνισο τρόπο, έβρισκα πάντοτε τέλεια την οργάνωση τής Σκοπιάς, και ατελείς τους "Μάρτυρες". Ζητούσα όμως τελειότητα από τους αλλόθρησκους, και έβρισκα ατελείς τις θρησκείες τους.

"Ατελείς άνθρωποι είναι και οι "πρεσβύτεροι"! σκεφτόμουν συνεχώς. Για ένα πράγμα όμως ήμουν σίγουρος. Ποτέ δεν θα ξαναέλεγα σε "πρεσβυτέρους" κάποια πτώση μου. "Εάν υπάρχει ο τέλειος Θεός, γιατί να απευθυνθώ σε ατελείς ανθρώπους; Σ’ αυτόν αμαρτάνω, σ’ αυτόν ζητώ συγχώρεση, κι αυτός με καταλαβαίνει. Αφού η δικαστική επιτροπή έχει σκοπό να τιμωρήσει κι όχι να συμβουλέψει, δεν υπάρχει λόγος να ξαναπάω εκεί αν έχω μετανιώσει. Αφού δεν υπάρχουν τέλειοι πρεσβύτεροι, δεν θα ξαναπάω σ’ αυτούς."

Έτσι σκεφτόμενος, επαλήθευσα τα λόγια τής μητέρας μου, όταν μου είπε πως "θα το μετανιώσω που τους το είπα". Και αυτά τα λόγια τα ξαναθυμήθηκα και αργότερα, όταν ανακάλυψα πως όσα τους είχα πει, είχαν διαρρεύσει!

 


Kεφάλαιο 11ο

Περιεχόμενα

Kεφάλαιο 13ο


Τελευταία μορφοποίηση: 5-11-2018.

ΕΠΑΝΩ