Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο

Βιβλία

Παπισμός

Οικουμενισμός

 
Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

 

Η μεταστροφή μου στην Ορθοδοξία

Τού Επισκόπου Ναζιανζού Παύλου ντε Μπαγιεστέρ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο.

«Συ ει Πέτρος...»


Οι πιο αντικειμενικοί από τους δικούς μου ανθρώπους με συμβούλεψαν να μελετήσω τις βιβλικές βάσεις της παποσύνης, δηλαδή τα ευαγγελικά χωρία που επικαλείται ο παπισμός προς απόδειξη και δικαίωση του ονομαζομένου «Πρωτείου του Πέτρου»[1].

Θεώρησα δίκαιη την συμβουλή αυτή και ήταν και πολύ της αρεσκείας μου, εφόσον μου προσφερόταν μία νέα ευκαιρία να εξετάσω το ζήτημα με βάση τις Άγιες Γραφές. Όπως είναι φυσικό, διάλεξα ως αντικείμενο των ερευνών μου την κυριότερη από τις ευαγγελικές αυτές περικοπές, στο 16ο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του Ματθαίου, πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε η διδασκαλία περί του Πρωτείου: «Συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν»[2].

Για τον Ρωμαιοκαθολικισμό οι φράσεις αυτές του Κυρίου προς τον Σίμωνα Πέτρο αποτελούν την θεία σύσταση της παπικής εξουσίας του[3]. Ο Ιησουίτης Bernardino Llorca γράφει: «Ως αμοιβή της θαυμάσιας ομολογίας του για την θεότητα του Ιησού Χριστού, Εκείνος ανακοίνωσε στον Πέτρο ότι θα ήταν ο θεμέλιος λίθος, δηλαδή η κεφαλή και η ανώτατη αρχή του οικοδομήματος της Εκκλησίας Του»[4]. Δηλαδή, «η μεταφορά αυτή (Πέτρος = Πέτρα) για τον Απόστολο, που δείχνει ότι είναι το θεμέλιο της Εκκλησίας, αποδεικνύει επίσης σαφώς ότι καθίσταται ανώτατος άρχοντάς της. Η έννοιά της είναι ότι εκείνος οφείλει να είναι για την Εκκλησία ό,τι είναι το θεμέλιο για ένα οικοδόμημα. Και όπως σε κάθε οικοδόμημα το θεμέλιο είναι ακριβώς εκείνο που στερεώνει και δίνει αληθινή ενότητα στο σύνολο, έτσι και στην Εκκλησία αυτός είναι που δίνει την σταθερότητα και την αληθινή ενότητα»[5].

Σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία της ευαγγελικής περικοπής, η ρωμαϊκή Εκκλησία διδάσκει ότι ο άγιος Πέτρος, πρώτος Πάπας, «είναι το θεμέλιο και ο ακρογωνιαίος λίθος της Εκκλησίας, ο άρχοντας και η κεφαλή της και ο αλάθητος διδάσκαλος της οικουμένης»[6]. Και πράγματι, η διδασκαλία αυτή καθίσταται επίσημη και υποχρεωτική και «είναι προφανές ότι σύμφωνα με την θέληση και την διαταγή του Θεού, η Εκκλησία στηρίζεται πάνω στον μακάριο απόστολο Πέτρο, όπως ακριβώς ένα οικοδόμημα πάνω στα θεμέλιά του»[7].

Ωστόσο, αυτή η τόσο εσφαλμένη διδασκαλία, απαιτεί να συμφωνεί, κατά την Σύνοδο του Βατικανού, «με την απολύτως σαφή και προφανή έννοια των Αγίων  Γραφών, όπως την εννοούσε πάντοτε η καθολική Εκκλησία»[8]. Και παρ’ όλα αυτά, κατά την κρίση μου, «η προφανής και απολύτως σαφής έννοια των Αγίων Γραφών, όπως την εννοούσε πάντοτε η καθολική Εκκλησία», ήταν ακριβώς η τελείως αντίθετη. Γιατί λίγα πράγματα στις Άγιες Γραφές είναι τόσο προφανή και τόσο σαφή όσο το ότι «θεμέλιον γαρ άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ος εστιν Ιησούς Χριστός»[9]. «Ο Ιησούς Χριστός είναι το μόνο αληθινό θεμέλιο της Εκκλησίας», λέει ο άγιος Αθανάσιος[10]. Ο Κύριος είναι το μοναδικό θεμέλιο, για το οποίο ο απόστολος Παύλος είναι υπερήφανος που το έθεσε, όταν μαζί με τον ίδιο τον απόστολο Πέτρο «οικοδόμησε την Εκκλησία της Ρώμης»[11]· διότι «μόνον ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι το θεμέλιο όλων των τμημάτων της Εκκλησίας Του»[12]. «Όποτε στις Άγιες Γραφές γίνεται λόγος για θεμέλιο», λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Μέγας, «δεν λέγεται για κανέναν άλλον παρά για τον Κύριο»[13]. Φαίνεται απίστευτο το να μπορεί κανείς να αρνείται ότι ο Ιησούς Χριστός είναι η Πέτρα και το  θεμέλιο της Εκκλησίας, αν αναγνώσει έστω και για μία μόνο φορά τα κανονικά βιβλία της Παλαιάς[14] και της Καινής Διαθήκης[15].

Τα λόγια του Κυρίου «Συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν», τα οποία αναφέρονται στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, δεν επαναλαμβάνονται από κανέναν άλλον Ευαγγελιστή. Στον Ιωάννη, παρ’ όλο που ήταν αυτόπτης μάρτυς της ομολογίας του Πέτρου, δεν βρίσκεται ούτε ο ελάχιστος υπαινιγμός για αυτά, ούτε στον Λουκά ούτε στον Μάρκο, ο οποίος μάλιστα ήταν μαθητής, σύντροφος και ερμηνευτής του ιδίου του Πέτρου και έγραψε το Ευαγγέλιό του σύμφωνα με το πνεύμα και την διδασκαλία του Αποστόλου αυτού.

Όλα αυτά φανερώνουν ότι οι Ευαγγελιστές δεν ήταν οπαδοί και υποστηρικτές του παπικού πρωτείου, δεδομένου ότι λησμόνησαν να σημειώσουν στα ιερά έργα τους εκείνο που κατά την ρωμαϊκή διδασκαλία, αποτελεί «το σημαντικότερο στοιχείο του χριστιανισμού»[16],  «την σύνοψη και την ουσία του»[17]. Η μήπως θα ήταν σωστότερο να αποδώσουμε την ευθύνη της αδικαιολόγητης αυτής παραλείψεως στο ίδιο το Άγιο Πνεύμα, υπό την καθοδήγηση του οποίου «φερόμενοι ελάλησαν»[18]; Ομοίως, στους άμεσους μαθητές των Αποστόλων, κατά την δεύτερη γενιά του χριστιανισμού, δεν βρίσκουμε ούτε ίχνος υπαινιγμού για το συγκεκριμένο χωρίο. Πράγματι, στα έργα των αποστολικών Πατέρων, στα οποία εμπεριέχονται 412 παραπομπές της Αγίας Γραφής, απουσιάζει τελείως κάτι σχετικό με την ομολογία του Πέτρου, η οποία αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο από τον Ματθαίο. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τα άλλα ευαγγελικά χωρία που οι ρωμαιοκαθολικοί επικαλούνται για να υποστηρίξουν το παπικό πρωτείο.

Ούτε στην Διδαχή (Διδασκαλία των Δώδεκα Αποστόλων) ούτε στον Κλήμη ούτε στον Ιγνάτιο ούτε στον Πολύκαρπο ούτε στον Βαρνάβα ούτε στην προς Διόγνητο επιστολή ούτε στα αποσπάσματα του Παπία ούτε ακόμη και στον Ποιμένα του Ερμά, όπου γίνεται λόγος μόνο για την οργάνωση και την συγκρότηση της Εκκλησίας, μπορεί κανείς να βρει το ελάχιστο ίχνος για το διαφημιζόμενο από τους ρωμαιοκαθολικούς «Συ ει Πέτρος...».

Σαφέστατα λοιπόν φαίνεται ότι οι δύο πρώτοι αιώνες αγνοούν το στοιχείο εκείνο «πάνω στο οποίο στηρίζεται ολοκληρωτικά ο χριστιανισμός»[19]!

 Η σημαντική αυτή παράλειψη είναι περισσότερο αισθητή στον Ποιμένα του Ερμά, ο οποίος ήταν αδελφός του Πίου, Επισκόπου Ρώμης, και ο οποίος, όπως γνωρίζουμε από τον κανόνα του Μουρατόρι, έγραψε επιπλέον το έργο αυτό κατά την διάρκεια της επισκοπείας του αδελφού του. Εκεί ο Ερμάς περιγράφει την θέση των Αποστόλων, των επισκόπων, των διδασκάλων και διακόνων[20], των ηγουμένων[21], των πρωτοκαθεδριτών και των προεδρευόντων στην Εκκλησία πρεσβυτέρων[22].

Ωστόσο, στον Ποιμένα, τον πληρέστατο από εικόνες και συμβολισμούς για την οργάνωση και την ιεραρχία της Εκκλησίας, δεν συναντούμε πουθενά ούτε μία μαρτυρία για την μοναδική θέση ενός επισκόπου, ως γενικού αρχηγού ολοκλήρου του χριστιανισμού.

Είναι λοιπόν εξαιρετικά σημαντικό το ότι και αυτός ακόμη ο αδελφός του Επισκόπου Ρώμης φαίνεται να αγνοεί τελείως τα περί του παπικού πρωτείου! Η πρώτη ένδειξη του ευαγγελικού χωρίου για την ομολογία, δεν εμφανίζεται παρά μόλις στο δεύτερο μισό του 2ου αιώνα, οπότε, περί το 160, γράφτηκε ο προς τον Ιουδαίο Τρύφωνα Διάλογος από τον μάρτυρα Ιουστίνο.

Το αδιάφορο ύφος με το οποίο ο Ιουστίνος εξιστορεί την ομολογία του Αποστόλου είναι σαφές: «Έναν από τους μαθητές του, ο οποίος, μέσω αποκαλύψεως από τον Πατέρα, τον ομολόγησε  Υιό του Θεού, ενώ πριν ονομαζόταν Σίμων, τον ονόμασε Πέτρο»[23].

Περί το τέλος του ιδίου αιώνα εμφανίζεται για πρώτη φορά στην εκκλησιαστική γραμματολογία, αν και όχι πολύ αξιόπιστη, μία παραπομπή του συγκεκριμένου χωρίου. Το κείμενο στο οποίο αυτή περιέχεται ανήκει στο Διατεσσάρων Ευαγγέλιον του σύρου κληρικού Τατιανού. Το έργο αυτό είναι τέτοιας σημασίας, ώστε στην συριακή Εκκλησία αντικατέστησε σχεδόν πλήρως τα κανονικά Ευαγγέλια, τουλάχιστον μέχρι το μισό του 4ου αιώνα. Η παραπομπή είναι η εξής: «Μακάριος είσαι, Σίμωνα. Και οι θύρες του Άδη δεν θα σε νικήσουν»[24].

Από την σημασία της ανατολικής εκφράσεως «οι θύρες» μπορούμε μόνο να συμπεράνουμε την νίκη του Πέτρου πάνω στον θάνατο[25], κατά την ίδια έννοια με εκείνην που ο αναστάς Κύριος χρησιμοποίησε λέγοντας για τον Ιωάννη: «Ο μαθητής εκείνος ουκ αποθνήσκει»[26].

Από τον Ιουστίνο πρέπει να μεταπηδήσουμε στον χρυσό αιώνα της Εκκλησίας για να βρούμε άλλες παραπομπές του χωρίου μας. Κατ’ αρχήν, το πρώτο που παρατήρησαν οι άγιοι Πατέρες, είναι ότι ο Κύριος ονόμασε τον Απόστολό του «Πέτρο», σε αρσενικό γένος, ενώ είπε ότι θα οικοδομήσει την Εκκλησία «επί τη πέτρα», σε θηλυκό γένος.

Η διάκριση είναι προφανής, αποκλείοντας έτσι εντελώς την ταύτιση του Πέτρου με την Πέτρα. Η διάκριση αυτή οδήγησε τους Πατέρες και τους υπολοίπους εκκλησιαστικούς συγγραφείς στο να πιστέψουν ότι η πέτρα πάνω στην οποία χτίστηκε η Εκκλησία δεν ήταν η προσωπικότητα του αποστόλου Πέτρου, γιατί σε αυτήν την περίπτωση ο Κύριος θα χρησιμοποιούσε την έκφραση «επ’ αυτώ τω Πέτρω»[27].

Συνεπώς, οι περισσότεροι από τους αγίους αυτούς συγγραφείς έκλιναν προς την ερμηνεία της πέτρας ως ομολογίας πίστεως στον Υιό του Θεού, ερμηνεία την οποίαν προ πολλού είχε ήδη χαράξει ο άγιος Ιούδας, συμβουλεύοντας να οικοδομούμε «εαυτούς τη αγιωτάτη ημών πίστει»[28].

Κάποιοι άλλοι ερμήνευσαν την πέτρα ως τον ίδιο τον Χριστό, τον οποίον οι Προφήτες προανήγγειλαν ως την αναμενόμενη Πέτρα του Ισραήλ[29], πράγμα το οποίο ο ίδιος ανάγει στον εαυτό Του[30].

Τέλος, άλλοι, πλην ελάχιστοι, συγγραφείς, όπως ο Τερτυλλιανός, μολονότι ορισμένες φορές ταυτίζουν την πέτρα με τον Απόστολο, αποδίδουν στην μεταφορική αυτήν ερμηνεία μία πνευματική μόνο σημασία, χωρίς να θεωρούν αυτήν ιδιαίτερο προνόμιο του Αποστόλου σε σύγκριση με τους άλλους, και πολύ περισσότερο διαδοχικό[31]. Ο μέγας άγιος Αυγουστίνος γράφει στις Retractationes του ότι διαβάζοντας το ευαγγελικό αυτό χωρίο κατ’ αρχάς επιφανειακά, νόμισε ότι η πέτρα μπορεί να ταυτιστεί με τον Απόστολο. Αργότερα όμως, μελετώντας το με προσοχή, κατάλαβε ότι η σωστή ερμηνεία είναι ότι η πέτρα πάνω στην οποίαν η Εκκλησία είναι κτισμένη, δεν είναι παρά Εκείνος, τον οποίον ο απόστολος Πέτρος ομολόγησε ως Υιό του Θεού[32].

Ο ιερός Αυγουστίνος δίδασκε πάντοτε την διδασκαλία αυτήν, όπως συνάγεται από αναρίθμητα σημεία των έργων του. Και αναφέρει τους λόγους αυτής της ερμηνείας: «Διότι η Πέτρα είναι το κύριο όνομα και γι αυτό ο Πέτρος παίρνει το όνομα αυτό από την Πέτρα κι όχι η Πέτρα από τον Πέτρο· όπως κι εμείς οι ίδιοι οι χριστιανοί παίρνουμε το όνομα τούτο από τον Χριστό και όχι ο Χριστός από τους χριστιανούς. “ Εσύ”, λέει ο Χριστός, “είσαι Πέτρος, και πάνω σε αυτήν την Πέτρα την οποίαν ομολόγησες λέγοντας ‘Συ ει ο Χριστός ο Υιος του Θεού’, θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου· δηλαδή πάνω σε Εμένα τον ίδιο, τον Υιό του Θεού του ζώντος”»[33].

Το ίδιο επαναλαμβάνει ο ιερός Αυγουστίνος, σχεδόν με τις ίδιες λέξεις, στην 1η του ομιλία για την εορτή των Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου[34].

Επίσης στην 5η ομιλία του, της Πεντηκοστής, λέει ακόμη πιο σαφώς: «Πάνω σε αυτήν την Πέτρα θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου· όχι πάνω στον Πέτρο (Petrum), ο οποίος είσαι εσύ, αλλά στην Πέτρα (Petram), την οποίαν ομολόγησες»[35]. Και προσθέτει στο 124ο Tractatus για τον ευαγγελιστή Ιωάννη: «Πάνω σε αυτήν την Πέτρα την οποίαν ομολόγησες θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου· επειδή ο ίδιος ο Χριστός ήταν η Πέτρα» [36].

Ο ίδιος άγιος Πατήρ ειρωνευόταν κάποιους ετεροδόξους, οι οποίοι, όπως σήμερα οι παπικοί, ταύτιζαν τον απόστολο Πέτρο με την Πέτρα. Ερμηνεύοντας τα χωρία της αποστασίας του Πέτρου, τους ρωτά σκωπτικά με το πύρινο ύφος που τον χαρακτηρίζει: «Και που είναι τώρα η Πέτρα σας; Που η στερεότητά της; Ο ίδιος ο Χριστός ήταν η Πέτρα, ενώ ο Σίμων δεν ήταν παρά μόνον ένας Πέτρος ...πέτρινος. Η αληθινή Πέτρα σηκώθηκε για να ενδυναμώσει τον Πέτρο, ο οποίος είχε κλονιστεί εγκαταλείποντας την Πέτρα»[37].

Πάνω σε αυτήν την θεία Πέτρα, τον αληθινό Υιό Του, ο Θεός έθεσε «τα σχετικά θεμέλια», δηλαδή τα πρώτα ανθρώπινα υλικά της Εκκλησίας. Τα θεμέλια αυτά είναι όλοι οι Απόστολοι μαζί, μεταξύ των οποίων ο Σίμων Πέτρος δεν κατέχει καμία ειδική θέση εξουσίας. Αυτό διδάσκουν ο απόστολος Παύλος[38] και ο ευαγγελιστής Ιωάννης, ο οποίος σε ένα από τα θαυμαστά προφητικά οράματά του είδε ότι το οικοδόμημα της Εκκλησίας, το οποίο θεμελιώθηκε πάνω στην «Πέτρα», είχε «θεμελίους δώδεκα, και επ’ αυτών τα δώδεκα ονόματα των δώδεκα Αποστόλων του Αρνίου»[39].

Γι' αυτό ο άγιος Ιγνάτιος ο Αντιοχεύς γράφει στους Τραλλιανούς ότι «εκτός αυτών [των Αποστόλων], δεν υπάρχει ούτε το όνομα της Εκκλησίας»[40]· και ο άγιος Κυπριανός διακηρύττει το ίδιο με άλλες λέξεις, διδάσκοντας ότι η Εκκλησία στηρίζεται «super episcopos», δηλαδή πάνω στους Αποστόλους και τους διαδόχους τους[41], οι οποίοι οικοδομήθηκαν πάνω στον αμετακίνητο βράχο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού[42].

Το να παραδεχθούμε ότι η Εκκλησία οικοδομήθηκε μόνο πάνω στον απόστολο Πέτρο, εξαιρώντας όλους τους άλλους, όπως ισχυρίζεται το παπικό σύστημα[43], ισοδυναμεί με το να συγκρίνουμε τον Σωτήρα με εκείνον τον «μωρό άνδρα» της παραβολής, «όστις ωκοδόμησεν αυτού την οικίαν επί την άμμον», η οποία οικία «έπεσεν, και ην η πτώσις αυτής μεγάλη»[44].

«Εσύ λες ότι η Εκκλησία στηρίχθηκε πάνω στον απόστολο Πέτρο», γράφει ο άγιος Ιερώνυμος στον αιρετικό Iovinianus, «αλλά η αλήθεια είναι ότι στηρίχθηκε πάνω σε όλους τους Αποστόλους· και η δύναμη της Εκκλησίας αποκαταστάθηκε πάνω σε όλους αυτούς»[45].

Η μελέτη των διδασκαλιών των Πατέρων σχετικά με το θέμα αυτό των Αγίων Γραφών ήταν ιδιαιτέρως ωφέλιμη για μένα. Γιατί, όπως γράφει ο άγιος Βικέντιος, «είναι ανάγκη, για να αποφύγουμε τις δυσκολίες και τους λαβυρίνθους της πλάνης, ο τρόπος της ερμηνείας των Αγίων Βίβλων να είναι σύμφωνος με τον τρόπο που έχει οριστεί από την κατά παράδοση εκκλησιαστική έννοια»[46].

Μετά την πατρολογική αυτή έρευνα, δεν είχα πλέον καμία αμφιβολία ότι η ρωμαιοκαθολική διδασκαλία που αναφερόταν στο παπικό πρωτείο του αποστόλου Πέτρου ήταν παντελώς αντίθετη με το «προφανές και σαφέστατο νόημα» των Αγίων Γραφών, τις διδασκαλίες των Αποστόλων, τις ερμηνείες των αγίων Πατέρων και γενικά με την σταθερή και οικουμενική κατά παράδοση διδασκαλία της Εκκλησίας του Χριστού[47].


Σημειώσεις


[1] Τα χωρία αυτά είναι τα εξής: Ματθ. 16, 18-19: «Συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής· και δώσω σοι τας κλείς της βασιλείας των ουρανών, και ό εάν δήσης επί της γης, έσται δεδεμένον εν τοις ουρανοίς, και ό εάν λύσης επί της γης, έσται λελυμένον εν τοις ουρανοίς». Ιω. 21, 15-17: «Λέγει τω Σίμωνι Πέτρω ο Ιησούς· Σίμων Ιωνά, αγαπάς με πλείον τούτων; λέγει αυτώ· Ναί, Κύριε, συ οίδας ότι φιλώ σε. λέγει αυτώ· Βόσκε τα αρνία μου. λέγει αυτώ πάλιν δεύτερον· Σίμων Ιωνά, αγαπάς με; λέγει αυτώ· Ναι, Κύριε, συ οίδας ότι φιλώ σε. λέγει αυτώ· Ποίμαινε τα πρόβατά μου. λέγει αυτώ το τρίτον· Σίμων Ιωνά, φιλείς με; ελυπήθη ο Πέτρος ότι είπεν αυτώ το τρίτον, φιλείς με, και είπεν αυτώ· Κύριε, συ πάντα οίδας, συ γινώσκεις ότι φιλώ σε. λέγει αυτώ ο Ιησούς· Βόσκε τα πρόβατά μου». Λουκ. 22, 31-32: «Σίμων Σίμων, ιδού ο σατανάς εξητήσατο υμάς του σινιάσαι ως τον σίτον· εγώ δε εδεήθην περί σου ίνα μη εκλίπη η πίστις σου· και συ ποτε επιστρέψας στήριξον τους αδελφούς σου».

[2] Στην Vulgata: «Tu es Petrus, et super istam petram aedificabo Ecclesiam meam».

[3] Βλ. π.χ., Knabenbauer, S.I., Cursus Scripturae Sacrae, Paris 1903, Comment. in. Ev. Matthaeum, pars altera, σ. 60 κ.ε. Οι Π. Knabenbauer, Cornely και Hummelauer του τάγματος των Ιησουιτών, έχουν το θράσος να υποστηρίζουν στο «Cursus Scripturae Sacrae» τους ότι εκείνοι από τους αγίους Πατέρες που δεν αναγνωρίζουν με βάση το προαναφερθέν χωρίο το παπικό πρωτείο, είναι γιατί έσφαλαν, καθώς δεν πρόσεξαν καλά την πραγματική έννοια του όλου κειμένου: «Si Sanctus Doctor recogitasset –γράφει ο Knabenbauer μιλώντας περί του αγ. Αυγουστίνου– Christum locutum esse aramaice, vel si hane et totum conteaum perpendiset, profecto priore sua interpretatione stetisset» (Αυτόθι, σ. 61).

[4] Bernardino Llorca, S. I., Historia de la Iglesia Catolica,Madrid 1850, τ. Ι, κεφ. 1, σ. 49.

[5] Αυτόθι, κεφ. 1, σ. 261-1.

[6] Καρδιναλίου Hergenroether, Histoire de l Eglise, τ. Ι, κεφ. 1, 7.

[7] Λέοντος ΙΓ΄, Εγκύκλιος «Satis Cognitum» (το κείμενο στο Jose Madoz, S. I., Enquiridion sobre el Primado Romano, 361).

[8] Concil. Vatic. Constitut. Dogmat., I. De Ecclesia Christi, κεφ. 1 (Denyinger, Enquiridion, σ. 396). Βλ. επίσης: The Conversations at Malines, που δημοσιεύθηκαν από τον Λόρδο Halifax, ΙΙΙ. Conv. London, 1930.

[9] Α΄ Κορ. 3, 11.

[10] Αγ. Αθανασίου, κατά Αρειανών, 3.

[11] Αγ. Ειρηναίου, Adversus Haereses, III, 3, 3 (Apud Euseb., V, 6, 1-3).

[12] Homiliae Aelfric., Passio S. S. Apostol. Petri et Pauli (London, 1844, σ. 369, 371).

[13] Αγ. Γρηγορίου του Μεγάλου, Moralis in Iob, 28, 14.

[14]  Ήδη στην Παλαιά Διαθήκη, ο Θεός και ο Χριστός συμβολίζονται πολλάκις με την Πέτρα: Γέν. 49, 24· Δευτ. 32, 4· 32, 15· Β΄ Σαμ. 23, 3· Ψαλμ. 18, 2, 46· 19, 14· 28, 1· 31, 3· 73, 26· 89, 26· 118, 22· Ησ. 8, 14· 28, 16· Ζαχ. 3, 8-9 (πρβ. Αποκ. 5,6) [σημ. εκδ.· οι ανωτέρω παραπομπές ισχύουν με βάση το εβραϊκό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης].

[15] Στην Καινή Διαθήκη το σύμβολο της Πέτρας αναφέρεται πάντοτε στον Ιησού Χριστό: Ματθ. 21, 42-44· Μάρκ. 12, 10· Λουκ. 20, 17· Πράξ. 4, 11· Ρωμ. 9, 33· Εφεσ. 2, 20· Α΄ Κορ. 3, 1012· Κολ. 2, 7· Α΄ Πέτ. 2, 4-8.

[16] Καρδιναλίου Μπελαρμίνου, De Sum. Pontific., τ. Ι, β. 2, κεφ. 31.

[17] Αυτόθι, Πρόλογος, τ. 2· Marin Ordonez, El Pontificado, τ. Ι, Madrid 1887, κεφ. 10, σ. 30.

[18] Β΄ Πέτρ. 1, 21.

[19] De Maistre, Du Pape, Discours preliminaire, I.

[20] Όρασις 3η, 5,1.

[21] Όρασις 2α, 2,6.

[22] Όρασις 3η, 5,1.

[23] Βλ. Migne, S. G., 571 κ.ε.

[24] Διατεσσάρων Ευαγγέλιον (Εις Άγ. Εφραίμ, Sir. S., Mg.).

[25] Η ανατολική έκφραση «οι θύρες» σημαίνει «δυνάμεις», επειδή σε περιπτώσεις πολέμου η άλλου εξωτερικού κινδύνου, αυτές συγκεντρώνονταν στις θύρες των οχυρωμένων πόλεων, όπου και επιδεικνυόταν οριστικά η πραγματική δύναμη εναντίον του εχθρού. Η έννοια αυτή, περισσότερο γενικευμένη, χρησιμοποιείται μέχρι των ημερών μας· εξ ου οι εκφράσεις όπως «Υψηλή Θύρα», κ.α. Αυτή η μεταφορά ήταν βέβαια συνηθισμένη μεταξύ των Εβραίων, λαού κατ’ εξοχήν ανατολικού, και μέσω εκείνου μπήκε στα κείμενα των Αγίων Γραφών.

[26] Ιω. 21, 23.

[27] Βλ. π.χ. αγ. Αυγουστίνου, In concione II super Psalmum XXX· In Psalm. LXXXVI· Epistola CLXV ad Generosum· Tractati VII, CXXIII et CCXXIV in Ioannem· Sermo CCLXX in die Pentecostes, V· Sermo CCXLIV· Sermo CCXIV· in Psalm. LXIX· Sermo XXIX De Sanctis De Baptism., II, 1. Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία 55η εις τον Ευαγγ.Ματθαίον· Ομιλία 51η εις Ματθ. 16, 18· Ομιλία 65η· Ομιλία 4η· Ομιλία 83η· Ομιλίαι 4η, 51η, 55η, 65η και 83η. Αγ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, εις Ησαΐαν, Βιβλ. 4ον, Λόγος 2ος· Περί Παναγίας Τριάδος, 4· Εις το κατά Ιωάννην Ευαγγ. 21, 42. Αγ. Ιερωνύμου, In Setum. Matthaeum, liber VI· Adversus Iovinianum, lib. 1· In Psalmum LXXXVI· Epistola XV ad Damasum, 2. Αγ. Κυπριανού, Epist. XXVII De Lapsis· Epist. XXXIII, in initio· Epist. LXXIII ad Iubaianum· De Unitate Ecclesiae, IV. Αγ. Αμβροσίου, De Incarnatione Domin. Sacrament, 5· Liber VI Comment. In Evang. Lucae, 9· Comment. In Ephes., 2· Epist. ad Damasum.Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού, Ομιλία περί της Μεταμορφώσεως. Τερτυλλιανού, De Pudicitia, 21· De Prascriptionibus Hareticorum, XVI et XXII. Αγ. Αθανασίου, κατά Αρειανών, 3. Αγ. Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Ομιλία 32α, 18. Αγ. Γρηγορίου Νύσσης,Εγκώμιον εις τον άγ. Στέφανον, 2· Περί της Ελεύσεως του Κυρίου. Αγ. Βασιλείου, Εις το 2ον κεφ. τούΗσαΐου· Κατά Ευνομίου, 2, 4. Αγ. Επιφανίου, Κατά Αιρέσεων, 59. Αγ. Ιλαρίου, De S. S. Trinitate, liber II et VI. Αγ. Γρηγορίου του Μεγάλου (Ρώμης), Moralia in Iob, XXVIII, 14· Comment. in Psalm. CI, 27. Αγ. Ισιδώρου του Ισπάλεως, De Officiis, lib. II, 5. Αγ. Βέδα, In quaest. super Exodum, cap. XLII, in recapitulatione · Homil. de Feria III Palmarum in cap. XXI Ioannem. Βασιλείου Σελευκείας, Λόγος 25ος. Αγ. Πέτρου Χρυσολόγου, Ομιλία 55η, Περί του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου· Ομιλία 74η. Ωριγένους, εις Ιερεμίαν, Ομιλία 16η· Κατά Κέλσου, Βιβλ. 3ον, 28· Σχόλια εις την προς Ρωμ. επιστ., 5· Ομιλία 7η εις Ησαΐαν. Αγ. Ευσεβίου Αλεξανδρείας (επίσκοπος Λαοδικείας), Ομιλία περί Αναστάσεως. Θεοδωρήτου, Επιστολή 77η εις την A΄ Κορ. 3, 10, προς Ευλάλιον, επίσκοπον Περσίας. Αγ. Ισιδώρου του Πηλουσιώτου, Επιστολή 235η, 1. Θεοφυλάκτου, εις Ματθ. 16, 18. Αγ. Hinemari της Reims, in Opusculi XXXIII adversus Hinemarum Laudunensis episcopum, Vet. XIV. Αγ. Ιππολύτου, εις τα Άγια Θεοφάνεια, 9. Αγ. Παυλίνου, Epist. XXVII ad Severum, 10.

[28] Ιούδ. 20.

[29] Γέν. 49, 24 [σημ. εκδ.· εβραϊκό κείμενο].

[30] Ματθ. 21, 42· Μάρκ. 12, 10· Λουκ. 20, 17.

[31] Βλ. π.χ. Αγ. Κυπριανού, De Unitate Ecclesiae.

[32] Αγ. Αυγουστίνου, Retractationes, I, 21.

[33] Αγ. Αυγουστίνου, Ομιλία LXXVI, 1.

[34] Αγ. Αυγουστίνου, Ομιλία CCVC.

[35] Αγ. Αυγουστίνου, Ομιλία CCLXX, 2.

[36] Αγ. Αυγουστίνου, Tractatus CXXIV In Ioann.

[37] Αγ. Αυγουστίνου, Ομιλία CCVIL, 1.

[38] Εφεσ. 2, 20.

[39] Αποκ. 21, 14.

[40] Προς Τραλλιανούς Επιστολή 3, 1.

[41] Αγ. Κυπριανού, Επιστ. XXXIII, in initio· Επιστ. XXVII, De Lapsis.

[42] Βλ. Αγ. Ιερωνύμου, Adversus Iovinianum, lib. I.

[43] «[ο Κύριος] προτιμώντας τον Πέτρον μεταξύ όλων των άλλων Αποστόλων, τον κατέστησεν ως αρχήν της ενότητας της Εκκλησίας, και ως το ορατό θεμέλιο, πάνω στην στερεότητα του οποίου έκτισε το αιώνιον οικοδόμημα της Εκκλησίας». Bulla Paster Aeternus, Constit. I, Introduct. (Denzinger, Enquiridion, 1667).

[44] Ματθ. 7, 26-27.

[45] Αγ. Ιερωνύμου, Adversus Iovinianum, I. Βλ. επίσης, του ιδίου: In Evangelio S. Matth., lib. VI.

[46] Αγ. Βικεντίου του εκ Λειρίνου, Commonitorium, II.

[47] Αυτή αποτελούσε την κύρια αντίρρηση εναντίον του παπικού πρωτείου, την οποία ανέφερε ο αρχιεπίσκοπος Strossmayer στην Σύνοδο του Βατικανού. Κατά την διάρκεια του λόγου του διακόπηκε πολλές φορές από τους άλλους Καρδιναλίους, μέλη της Συνόδου, με τις εκφράσεις: «Συντρίψετε το στόμα του αιρετικού!», «Να σιωπήσει ο βλάσφημος!» κ.λπ. (Βλ. Kolnische Zeitung, 13-7-1881). Επίσης, ο ρωμαιοκαθολικός αρχιεπίσκοπος Kenrick (San Louis, U.S.A.) δημοσίευσε στην Νεάπολη το 1870 έναν λόγο που είχε ετοιμάσει για να απαγγείλει στην Σύνοδο του Βατικανού. Σε αυτό το έγγραφο ομολογούσε ότι το Πρωτείο του Πάπα είναι αντίθετο με την ορθή ερμηνεία των Αγίων Γραφών, με τις πράξεις των Οικουμενικών Συνόδων και με την διδασκαλία των αγίων Πατέρων. Για άγνωστες αιτίες, τις οποίες όμως κανείς δεν είναι δύσκολο να μαντέψει, ο λόγος αυτός δεν απαγγέλθηκε στην σύνοδο. Ανεπίσημα δικαιολογήθηκε αυτή η παράλειψη με την πρόφαση ότι «ο Σεβασμιώτατος Kenrick έχασε τον χαρτοφύλακά του όταν έφθασε στην πόλη του Βατικανού»! Εδώ ταιριάζουν καλά οι φράσεις του αγίου Αθανασίου σε σχέση με τους οπαδούς του Απολλιναρίου: «Αβλεπτούντες δε εκ του μίσους, προδίδουσι των προφητών τα μηνύματα και των Αποστόλων τα διδάγματα, και των Πατέρων τα παραγγέλματα, και αυτάς δη τας εναποδέκτους του Δεσπότου φωνάς» (Περί Σαρκώσεως, κατά Απολλιναρίου, Ι, 1).

 


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Δημιουργία αρχείου: 6-8-2009.

Τελευταία ενημέρωση: 6-8-2009.

Πάνω