Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο

Βιβλία και Δόγματα

Μέρος 1ο: Γενική Εισαγωγή // Περιεχόμενα // Εισαγωγή σεβ. Ναυπάκτου Ιεροθέου

Βιβλιοπαρουσίαση:

 

Εγχειρίδιον

Αλληλογραφία π. Ι. Ρωμανίδη και Π. Τρεμπέλα

 

Μέρος 2ο. Αποσπάσματα από το βιβλίο

 

Απόσπασμα Γ: Πρόλογος π. Ι. Ρωμανίδη


Ι. Εισαγωγή

Ερχόμενος εξ Αμερικής δι’ ανωτέρας σπουδάς, υπέβαλα μίαν επί διδακτορία διατριβήν εις το Πανεπιστήμιον Αθηνών, η οποία ενεκρίθη υπό των καθηγητών της Θεολογικής Σχολής και κυκλοφορεί με τίτλον «Το Προπατορικόν Αμάρτημα». Κατά την διάρκειαν της διαδικασίας περί της μελέτης μου εις το Πανεπιστήμιον ο Καθηγητής της Λειτουργικής κ. Π. Ν. Τρεμπέλας επετέθη κατά του βιβλίου μου με την κατηγορίαν, ότι εμπεριέχει αιρέσεις. Αντί όμως να απόδειξη ο κ. Τρεμπέλας ότι η μελέτη μου είναι αιρετική, απεδείχθη ο ίδιος εν πλάνη, και αντί να καταψηφισθή η διατριβή μου, ως επανειλημμένως παρεκάλει ούτος, ενεκρίθη και μου απενεμήθη ο τίτλος του διδάκτορος της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Κατά την διάρκειαν των επιθέσεων του κ. Τρεμπέλα κατά του βιβλίου μου είχε διαδοθή μεταξύ οπαδών αυτού η συκοφαντία, ότι είμαι αιρετικός και επειδή τινές εξ αυτών έχουν εμπιστοσύνην εις την ορθοδοξότητα του αρχηγού των, ήτο φυσικόν να πιστεύσουν τας συκοφαντίας αυτάς και να τας μεταδίδουν. Παρά τας προσδοκίας των όμως το βιβλίον μου ενεκρίθη.

Μη γνωρίζοντες πώς να δικαιολογήσουν την έγκρισιν ενός έργου, εν τω οποίω ο αρχηγός των εύρεν αιρέσεις, και μη δυνηθέντες να φιλοξενήσουν την πιθανότητα, ότι ίσως ο κ. Τρεμπέλας ευρίσκετο εν πλάνη και όχι εγώ, εφαντάσθησαν και εκυκλοφόρησαν την φήμην ότι ενεκρίθη η μελέτη μου, αφού πρώτον εκαθάρθη από τας αιρέσεις.

Αλλά η τοιαύτη δικαιολογία, ίνα καλυφθή η πεπλανημένη στάσις του κ. Τρεμπέλα απέναντι μου και ίνα περιβληθή το πρόσωπόν μου με υποψίας, είναι τω όντι αφελής. Πώς είναι δυνατόν οι καθηγηταί να ψηφίσουν μίαν αιρετικήν εργασίαν, έστω και [002] εκ των υστέρων διωρθωμένην; Δεν θα υπήρχεν ο φόβος ότι ο υποψήφιος συμφεροντολογικώς εδέχθη τας διορθώσεις των αιρέσεών του μόνον και μόνον δια να γίνη διδάκτωρ του Πανεπιστημίου και ότι με την πρώτην ευκαιρίαν θα επανήρχετο εις τας πλάνας του και θα παρέσυρε τον λαόν εις αίρεσιν;

Εάν ήτο αληθής η δικαιολογία αυτή, θα έπρεπεν η Ιεραρχία και το Κράτος να απολύσουν τους τοιούτους καθηγητάς και να κλείσουν την Θεολογικήν Σχολήν. Η δικαιολογία αυτή δεν στρέφεται εναντίον του προσώπου μου, αλλά καθίστα ύποπτον την Θεολογικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι καθηγηταί όμως της εν λόγω Σχολής δεν είναι άνθρωποι επιπόλαιοι, ώστε να εμπορεύωνται αρχάς και τίτλους εις αιρετικούς. Γνωρίζουν καλώς τας ευθύνας των απέναντι των Ορθοδόξων ημών παραδόσεων.

Ο σκοπός του παρόντος εγχειριδίου δεν είναι η απόδειξις της Ορθοδοξίας μου. Η δογματική ακεραιότης του βιβλίου μου απεδείχθη δια της εγκρίσεως αυτού υπό των καθηγητών της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστήμιου Αθηνών.

Ούτε είναι ο σκοπός αυτού η καταγγελία του κ. Τρεμπέλα επί αιρέσει. Αυτό θα είναι αναγκαίον, εφ’ όσον ούτος θα εμμείνη εις τας πλάνας του.

Ο σκοπός του παρόντος είναι η δημοσίευσις των εναντίον μου κατηγορητικών επιστολών του κυρίου Τρεμπέλα, ως και των απαντήσεών μου, ίνα καταφανή το γεγονός ότι η διατριβή μου δεν εκαθάρθη από καμμίαν αίρεσιν, απλούστατα, διότι εξ αρχής δεν εμπεριείχεν αιρέσεις, ως ισχυρίσθη ο εν λόγω καθηγητής. Ούτως ο καθείς θα δυνηθή να σχηματίση ιδίαν γνώμην και παύση η διάδοσις ψευδών ειδήσεων στηριζόμενων εις φήμας.

[003] Το Πάσχα του 1956 παρέδωσα το χειρόγραφον της μελέτης μου εις τον καθηγητήν της Δογματικής εν τω Πανεπιστημίω κ. Ιωάννην Ν. Καρμίρην, ίνα ανάγνωση αυτό και εκφράση περί αυτού την γνώμην του. Εντός ολίγου μου επέστρεψε την μελέτην μου με τας παρατηρήσεις του και αφού ηύρεν την δογματικήν αυτής γραμμήν εν τάξει, μου είπε να προχωρήσω εις το τελευταίον κεφάλαιον, το οποίον δεν είχα ακόμη τελειώσει. Λοιπόν, ετελείωσα την μελέτην μου και κατά τας αρχάς Σεπτεμβρίου του 1956 ο κ. Καρμίρης ξανά εδιάβασε την μελέτην και μου είπεν ότι δύναμαι να προχωρήσω εις την δακτυλογράφησιν και να την υποβάλω επισήμως εις την Γραμματείαν της Θεολογικής Σχολής. Η μελέτη εδακτυλογραφήθη και κατά τα τέλη Οκτωβρίου υπεβλήθη, και ήσυχος πλέον ανεχώρησα εξ Ελλάδος εις Αμερικήν δι’ οικογενειακήν υπόθεσιν.

Επέστρεφα εις την Ελλάδα την 1ην Μαρτίου του 1957 και έμαθα ότι ο κ. Τρεμπέλας είχε σοβαράς αντιρρήσεις περί της μελέτης μου. Τρεις φορές του εζήτησα ακρόασιν, ίνα συζητήσωμεν προφορικώς τας αντιρρήσεις του, άλλα ηρνήθη. Μου είπεν, ότι θα μου στείλη γράμμα. Και πράγματι έστειλε γράμμα όχι μόνον εις εμέ, αλλά και εις όλους τους καθηγητάς της Σχολής και με προεκάλεσε να απαντήσω εις τους ενδοιασμούς του[1].

Ως ξένος και μη γνωρίζων τα έθιμα του τόπου, συνεβουλεύθην τον τότε Κοσμήτορα κ. Κ. Μπόνην, ο οποίος μου είπε ότι οφείλω να απαντήσω γραπτώς προς την Σχολήν.

Εις την επιστολήν του ο κ. Τρεμπέλας προσεπάθησε να αποδείξη ότι ωρισμέναι γνώμαι της διατριβής μου είναι αιρετικαί. Όμως εν τη προσπάθεια του να απόδειξη ως αιρετικήν την μελέτην μου, εβασίσθη ο ίδιος εις ωρισμένας πλάνας των Δυτικών, αι οποίαι είχον καταδικασθή επανειλημμένως υπό Συνόδων της [004] Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας. Μάλιστα οι διδάσκοντες τας πλάνας αυτάς υποπίπτουν εις τα αναθέματα των εν λόγω Συνόδων. Ανέφερα, λοιπόν έν από τα αναθέματα αυτά εις την απάντησίν μου[2].

Αφού υπέβαλα την απάντησιν ταύτην εις την Κοσμητείαν της Σχολής, ανέμενα τα αποτελέσματα.

Μετ' ολίγον ο κ. Τρεμπέλας έστειλε μιαν δευτέραν επιστολήν εις τους καθηγητάς, έχουσαν μάλλον μορφήν αμυντικήν, ίνα αποδείξη ότι το ανάθεμα αυτό των Αγίων Πατέρων δεν αναφέρεται εις αυτόν. Την αμυντικήν ταύτην μορφήν της επιστολής του προσεπάθησε ούτος να καλύψη με την ανανέωσιν των εναντίον μου κατηγοριών.

Ο κ. Τρεμπέλας όμως δεν έστειλε την επιστολήν ταύτην εις εμέ, αλλά μόνον εις τους καθηγητάς[3].Οι καθηγηταί είχον ανά χείρας την δευτέραν επιστολήν του, παραπάνω από μιαν ολόκληρον εβδομάδα, χωρίς να λάβω καμμίαν ειδησιν ότι εκυκλοφόρησε. Τυχαίως έμαθα περί της υπάρξεως μιας τοιαύτης επιστολής και ευτυχώς ευρέθησαν εκείνοι, οίτινες εγνώριζον ότι μόνον εις ολοκληρωτικά καθεστώτα δύναται τις να κατηγορηθή, να δικασθή και να λάβη γνώσιν των εναντίον του ενεργειών μόνον εις τον τόπον εκτελέσεως! Ούτω μου εδόθη κρυφίως η δευτέρα επιστολή του κ. Τρεμπέλα και κατά συνέπειαν η ευκαιρία να απαντήσω[4].

Εις την πρώτην επιστολήν του αι πλάναι τού κ. Τρεμπέλα ήσαν ωρισμέναι. Αντί όμως να παραδεχθή τα λάθη του, προσεπάθησε να υπεκφύγη, ως θα ίδωμεν κατωτέρω, εμφανίζων εαυτόν ως έχοντα απόλυτον δίκαιον, συσκοτίζων την υπόθεσιν με αορίστους φράσεις και ιδέας και προβάλλων κατ' εντονώτερον τρόπον τας εναντίον μου κατηγορίας. Όμως κατά τον τρόπον αυτόν όχι μόνον εφάνησαν σαφέστεραι αι πλάναι του, αλλά και ηυξήθησαν και έπεσεν εις άλλα σοβαρά σφάλματα.

[005] Έτυχε κατά την εποχήν αυτήν (Απρίλιον 1957) να πάω εις το Άγιον Όρος δια την εορτήν του Πάσχα και κατά την διαμονήν μου εκεί συνέγραψα την απάντησίν μου εις την δευτέραν επιστολήν του κ. Τρεμπέλα[5].

Εις το Άγιον Όρος ηύρα μοναχούς, που κατέχουν την Πατερικήν μας Θεολογίαν, και συνεζήτησα και έδειξα εις αυτούς τας δύο επιστολάς του κ. Τρεμπέλα. Κυριολεκτικώς έφριξαν!!

Επιστρέψας εις Αθήνας μετά το Πάσχα υπέβαλα την απάντησίν μου εις την δευτέραν επιστολήν του κ. Τρεμπέλα και ανέμενα τα αποτελέσματα.

Όταν εις το Πανεπιστήμιον κρίνεται μία διατριβή επί διδακτορία, δεν παρέχεται εις τον υποψήφιον η ευκαιρία να παρευρεθή εις την συνεδρίαν της Σχολής και να απαντήση προσωπικώς εις τυχόν ενδοιασμούς των καθηγητών. Συνήρχοντο, λοιπόν, οι καθηγηταί εις συνεδριάσεις, ίνα συζητήσουν την μελέτην μου, και δεν παρευρισκόμην εις αυτάς, ώστε να αντιμετωπίσω ο ίδιος τας επιθέσεις του κ. Τρεμπέλα. Τοιουτοτρόπως ο κ. Τρεμπέλας διεξήγαγε τας επιθέσεις και παρουσίαζε τας κατηγορίας του χωρίς να δύναμαι να αμυνθώ επί τόπου πρόσωπον προς πρόσωπον. Ήτο λοιπόν φυσικόν να κλονίση την γνώμην των καθηγητών περί της μελέτης με την ρητορικήν του δεινότητα. Ίνα θεραπευθή η μειονεκτική μου θέσις αυτή ηρωτήθη, ο κ. Τρεμπέλας, εάν θα μου επέτρεπε να παρευρεθώ εις συνεδρίαν των καθηγητών, ώστε να δύναμαι να απαντήσω εις ερωτήσεις του ενώπιον της Σχολής. Είπεν, όχι!

Αφού οι καθηγηταί είχον μελετήσει τας απαντήσεις μου εις τας δύο επιστολάς του κ. Τρεμπέλα, ήρχισαν να κλίνουν θετικώτερα υπέρ της μελέτης μου. Φαίνεται ότι εκατάλαβε ο κ. Τρεμπέλας, ότι δεν επρόκειτο να απορριφθή η μελέτη μου βάσει των κατηγοριών επί αιρέσει των δύο επιστολών του. Λοιπόν, εις μίαν [006] συνεδρίαν της Σχολής παρουσίασε νέας κατηγορίας κατά τινων επί μέρους σημείων του βιβλίου μου[6].

Εις την νέαν ταύτην επίθεσιν διέστρεψεν (ως και εις τας προηγουμένας του επιστολάς) τα λεγόμενα εν τη διατριβή μου και με παρουσίασεν ως παραδεχόμενον ασυναρτησίας και ως φάσκοντα και αντιφάσκοντα. Αφού δεν ήμουν παρών, δεν μου εδόθη τότε η ευκαιρία να διαλύσω την νέαν επίθεσιν και ούτε ήσαν προπαρασκευασμένοι οι καθηγηταί δι’ αυτήν. Λοιπόν, με την ρητορικήν του ικανότητα ο κ. Τρεμπέλας εκλόνισε τους καθηγητάς. Όμως δεν κατώρθωσε να απορριφθή η μελέτη μου.

Όταν έλαβα από την Γραμματείαν της Σχολής τας νέας κατηγορίας του κ. Τρεμπέλα, είδα ότι δεν είχε δίκαιον εις κανένα ζήτημα. Όλα όσα ισχυρίζετο εβασίζοντο εις διαστροφήν των λεγομένων μου. Λοιπόν, ήθελα να απαντήσω εις τον κ. Τρεμπέλαν δια τρίτην φοράν.

Αλλά ωρισμένοι καθηγηταί με συνεβούλευσαν να μη απαντήσω, εάν θέλω να τελειώση η υπόθεσίς μου εις το Πανεπιστήμιον, διότι ο κ. Τρεμπέλας είναι ικανός να συνέχιση τας τοιαύτας επιθέσεις επ’ άπειρον. Με προέτρεψαν, λοιπόν, να δηλώσω εις τους καθηγητάς μίαν διασάφησιν ωρισμένων σημείων της μελέτης μου χωρίς να αναφέρω τον κ. Τρεμπέλαν, ώστε βασιζόμενοι οι καθηγηταί εις αυτήν να ημπορέσουν να τελειώσουν με την υπόθεσίν μου, που είχε τόσον κουράσει τους πάντας.

Λοιπόν, υπέβαλα υπόμνημα εις την Θεολογικήν Σχολήν με προσθήκας, διορθώσεις, διασαφήσεις και αναμορφώσεις του κειμένου[7]. Μία προσεκτική μελέτη του υπομνήματος τούτου δηλοί, ότι εις την πραγματικότητα είναι η τρίτη απάντησίς μου εις τον κ. Τρεμπέλαν. Εις έξ σημεία αυτού δηλώνω ότι διορθώνω κάτι[8].

[007] Σημειωτέον ότι αι μόναι διορθώσεις, που έγιναν εις την διατριβήν μου, ήσαν γλωσσικαί. Εξ αιτίας του κ. Τρεμπέλα και ενός άλλου καθηγητού έγιναν ωρισμέναι διασαφήσεις εις την μελέτην μου. Δηλαδή προσετέθησαν άλλα πατερικά χωρία και ανέπτυξα ωρισμένα σημεία λεπτομερέστερα και σαφέστερα, ίνα στερεώσω και όχι αλλάξω αυτά, που ήθελα να 'πω. Δια τούτο εις τον πρόλογον της μελέτης μου[9] ευχαριστώ τον κ. Τρεμπέλαν, ο οποίος πράγματι δια των παρατηρήσεων ή επιθέσεών του συνετέλεσεν εις την διασάφησιν, και όχι διόρθωσιν, ωρισμένων σημείων αυτής.

Βάσει των απαντήσεων και του υπομνήματός μου εις την Σχολήν οι καθηγηταί εσχημάτισαν γνώμην περί των εναντίον μου κατηγοριών και εις την τελευταίαν συνεδρίαν της Σχολής του σχολικού έτους 1956-57 ενεκρίθη η μελέτη μου και ούτω κατεψηφίσθη κατά τον τρόπον αυτόν ο κ. Τρεμπέλας.

Όμως η εναντίον μου δράσις του κ. Τρεμπέλα δεν εσταμάτησεν. Μετά την έγκρισιν της διατριβής μου έστειλε το χειρόγραφόν μου, ως και τας εναντίον μου επιστολάς του, εις την εκκλησιαστικήν μου αρχήν εν Αμερική, ίνα λάβη ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής κ. Κ. Μιχαήλ μέτρα εναντίον μου. Μού έγραψεν όμως είς καθηγητής μου και εκ των διαπρεπέστερων Ορθοδόξων θεολόγων του κόσμου, ο Αιδ. Γεώργιος Φλορόφσκυ, ότι ο Επίσκοπος Ελαίας και Σχολάρχης της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού εν Αμερική κ. Κ. Αθηναγόρας δεν εύρε καμμίαν αίρεσιν εν τη διατριβή μου, αλλ’ απεναντίας ενετράπη δια την έκκλησιν του κ. Τρεμπέλα εις την αυθεντίαν των αιρετικών Ανσέλμου και Ακινάτου.

Και πράγματι μία ανάγνωσις των εναντίον μου επιστολών [008] του κ. Τρεμπέλα αποκαλύπτει το γεγονός, ότι παραδέχεται ωρισμένας πλάνας των αιρετικών αυτών πολεμίων της Ορθοδόξου ημών πίστεως, αλλά η βάσις των εναντίον μου επιστολών του είναι η υπεράσπισις και συνηγορία υπέρ των αιρετικών αυτών.

Κατά τον μεσαίωνα ο Θωμάς ο Ακινάτος και ο Άνσελμος υπήρξαν εκ των σπουδαιότερων θεολόγων του παπισμού και πρωτοπαλλήκαρα του θεολογικού αγώνος των Λατίνων εναντίον της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και πλείστα έγραψαν κατά της πίστεώς μας. Μάλιστα έν εκ των έργων του Ακινάτου επιγράφεται «Contra errores Graecorum», δηλαδή «κατά των πλανών των Ελλήνων». Εν τούτοις δεν ανέχεται ο κ. Τρεμπέλας τας επικρίσεις του βιβλίου μου κατά των αιρετικών αυτών.

Ενώ όμως ο κ. Τρεμπέλας διεξήγαγε σφοδράς επιθέσεις εναντίον της μελέτης μου εξαπολύων παπικά επιχειρήματα κατ' αυτής, υπήρχον άλλοι καθηγηταί, οίτινες εξετίμησαν την προσπάθειάν μου να αποσαφηνίσω την θέσιν της Ορθοδόξου Θεολογίας έναντι της Θεολογίας των Παπικών και Προτεσταντών.

Είναι αξιοπρόσεκτον ότι, ενώ ο κ. Τρεμπέλας εξαπέλυσε την πρώτην επιθεσίν του κατά της διατριβής μου τον Μάρτιον του 1957, έλαβα συγχρόνως από τον ομότιμον καθηγητήν του Πανεπιστημίου κ. Αμίλκαν Σ. Αλιβιζάτον [] μίαν επιστολήν υπό ημερομηνίαν 30 Μαρτίου 1957, εν ή μεταξύ άλλων γράφει τα εξής:

 

Φίλτατε πάτερ Ρωμανίδη,

Σας ευχαριστώ δια την Αποστολήν αντιγράφου τής επί διδακτορία διατριβής σας «Το Προπατορικόν Αμάρτημα», την οποίαν ανέγνωσα μετά πολλού ενδιαφέροντος.

Σας συγχαίρω δια την δια της διατριβής σας διαφαινομένην επιμέλειαν, φιλοπονίαν και μεθοδικήν ερευνητικήν διάθεσιν των βασικών πηγών.

… Τα κύρια εκ της μελέτης σας συμπερασματικά σημεία είναι εξαιρετικής σημασίας δια τον Έλληνα [009] Ορθόδοξον Θεολόγον, ο οποίος εις την μέχρι ημών νεωτέραν περίοδον δεν έχει προ αυτού σπουδαίαν της δογματικής Θεολογίας εξέλιξιν και ανάπτυξιν.

… Ο νέος Ορθόδοξος δογματικός Θεολόγος οφείλει να αποσαφηνίση την θέσιν της Ορθοδόξου Θεολογίας δια σπουδαία θεολογικά ζητήματα, ως το πράττετε σεις έναντι της Ρωμαιοκαθολικής και των Προτεσταντικών Εκκλησιών[9β]. Τούτο πρέπει να γίνη όχι απλώς «συμβολικώς», αλλά μετά πρέπουσαν μελέτην αυθεντικήν και υποδειγματικήν και κατά τρόπον δυνάμενον να συνιστά υπόδειξιν ενδεχομένως και προς Οικουμενικήν Σύνοδον. Αλλ’ είναι προφανές οποίον ηθικόν και επιστημονικόν κύρος απαιτείται προς τούτο.

Δια τούτο η μελέτη σας είναι αξία επαίνου, εφ’ όσον προσπαθείτε -επιτυχώς- να καθορίσητε την θέσιν της Ορθοδόξου Θεολογίας έναντι της Ρωμαιοκαθολικής και των Προτεσταντικών Εκκλησιών ως προς το υπό εξέτασιν θέμα.

Η επί των Ελλήνων Πατέρων σχεδόν αποκλειστικώς βασιζόμενη δογματική έρευνα της Ορθοδοξίας, όλως διακρινόμενη από τον σχολαστικισμόν της Δύσεως, ρωμαιοκαθολικής ή προτεσταντικής, είναι εκείνη η οποία θα απελευθέρωση την Ορθόδοξον Θεολογίαν από τας δυτικάς επιρροάς και θα παρουσιάση πρωτοτύπως την σαφή και πρέπουσαν Ορθόδοξον δογματικήν άποψιν[9γ].

Αν δε και τόσον μόνον επιτύχη η μελέτη σας, ως προς το θέμα της, ως πιστεύω ότι και το επέτυχε, τότε είναι άξια παντός επαίνου και λυπούμαι ότι μη συμμετέχων δια πρόωρον αποχώρησίν [010] μου εκ της Σχολής, δεν θα δυνηθώ να ψηφίσω υπέρ υμών και να επαινέσω, ως πρέπει, την μελέτην σας.

Συγχαίρων πάντως υμάς δια το σπουδαίον τούτο πρωτόλειον της δογματικής σας διδασκαλίας, εύχομαι θείαν ενίσχυσιν δι’ ευρυτέραν επί των ως άνω βάσεων ανάπτυξιν της Ορθοδόξου Θεολογίας, ιδία εν τη ξένη, εν η υπηρετείτε, επί αναδείξει της αληθώς μόνης αληθούς αντιλήψεως της Χριστιανικής πίστεως, όπως την παρουσιάζει η αγία Ορθόδοξος ημών Εκκλησία.

Μετ' αγάπης πολλής, Καθηγητής Αμίλκας Σ. Αλιβιζάτος.

 

IΙ. Αι επιστολαί

Ο αναγινώσκων τας εν λόγω επιστολάς θα βεβαιωθή περί του γεγονότος ότι ο κ. Τρεμπέλας προσεπάθησε να με εξαναγκάση να αρνηθώ την Ορθόδοξον πίστιν και να δεχθώ αιρέσεις, αι οποίαι υπό διαφόρους μορφάς κατεδικάσθησαν και κατεπολεμήθησαν υπό Οικουμενικών και τοπικών Συνόδων και όλων των Πατέρων της Εκκλησίας.

 

Α) Ο κ. Τρεμπέλας είχε την απαίτησιν να αρνηθώ το Ορθόδοξον δόγμα ότι η σωστική χάρις και ενέργεια του Θεού είναι άκτιστος και να δεχθώ την παπικήν πλάνην ότι είναι κτιστή. Αντιτιθέμενος κατά της βάσεως της Ορθοδόξου πίστεως ισχυρίσθη εις τας εναντίον μου επιστολάς του ότι «δυνάμεθα να ομιλώμεν ορθοδοξότατα περί κτιστών χαρίτων ή ενεργειών του Θεού… »[10].

Η Ορθόδοξος Εκκλησία όμως αναθεματίζει όσους διδάσκουν ότι η ενέργεια του Θεού είναι κτιστή. Τοις «τη καθαρά [011] και αμώμω των Χριστιανών Πίστει προστριβομένοις, μη ομολογούσι δε, κατά τας των Αγίων θεοπνεύστους Θεολογίας και το της Εκκλησίας ευσεβές φρόνημα, άκτιστον είναι πάσαν φυσικήν δύναμιν και ενέργειαν της τρισυποστάτου θεότητος, Ανάθεμα»[11].

Η Ορθόδοξος Εκκλησία αναθεματίζει τους τοιούτους, διότι ανατρέπουν την βάσιν όλων των Ορθοδόξων δογμάτων.

Η βάσις της Ορθοδόξου πίστεως είναι η βιβλική αρχή ότι, όπου η ενέργεια είναι κτιστή και η ουσία είναι κτιστή και, όπου η ενέργεια είναι άκτιστος και η ουσία είναι άκτιστος. Ο ισχυρισμός του κ. Τρεμπέλα ότι η ενέργεια του Θεού είναι κτιστή σημαίνει ότι και η ουσία του Θεού είναι κτιστή. Ακριβώς επί του θέματος τούτου ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς γράφει ότι «ου δε η ενέργεια κτιστή, άκτιστος αυτός ουκ εστί. Δια τούτο ουχ η του Θεού ενέργεια, άπαγε! αλλά το ενεργηθέν και αποτελεσθέν εστι το κτίσμα»[12].

Ο ισχυρισμός του κ. Τρεμπέλα ότι η ενέργεια του Θεού είναι κτιστή οδηγεί εις το λατρεύειν «τη κτίσει παρά τον κτίσαντα» (Ρωμαίους Α', 25) «Κτιστή γαρ κατά τους Αγίους ενέργεια, κτιστήν δηλώσει και φύσιν άκτιστος δε, Άκτιστον χαρακτηρίσει ουσίαν καντεύθεν ήδη κινδυνεύουσιν εις αθεΐαν παντελή περιπίπτειν και την Ελληνικήν μυθολογίαν… »[13].

Κάθε τι το κτιστόν έχει κτιστήν ενέργειαν. Από την κτιστήν ενέργειαν ενός πράγματος γνωρίζομεν ότι έχει φύσιν κτιστήν. Αφού, λοιπόν, ο Χριστός έχει κτιστήν ανθρωπίνην ενέργειαν, γνωρίζομεν ότι έχει κτιστήν ανθρωπίνην φύσιν. Αλλά ο Κύριος δεν έχει μόνον κτιστήν ενέργειαν. Έχει και Άκτιστον ενέργειαν και δια τούτο γνωρίζομεν ότι έχει και φύσιν Άκτιστον. Εν άλλαις λέξεσιν, γνωρίζομεν ότι ο Χριστός είναι και Θεός, διότι [012] έχει την Άκτιστον ενέργειαν του Πατρός: «ώσπερ γαρ ο Πατήρ εγείρει τους νεκρούς και ζωοποιεί, ούτω και ο Υιός ούς θέλει ζωοποιεί» (Ιωάν. ε΄, 21). Δια τούτο ο Κύριος λέγει: «τα έργα ά εγώ ποιώ εν τω ονόματι του Πατρός μου, ταύτα μαρτυρεί περί εμού» (Ιωάν. ι΄, 25) και «ει ου ποιώ τα έργα του Πατρός μου, μη πιστεύετέ μοι· ει δε ποιώ, καν εμοί μη πιστεύητε, τοις εργοις πιστεύσατε, ίνα γνώτε και πιστεύσητε ότι εν εμοί ο Πατήρ καγώ εν αυτώ» (Ιωάν. Ί, 37-38). Τα έργα του Χριστού μαρτυρούν ότι έχει όχι μόνον κτιστήν ανθρωπίνην ενέργειαν, αλλά και Άκτιστον θεϊκήν ενέργειαν και δια τούτο λέγει ότι «εγώ και ο Πατήρ έν εσμεν» (Ιωάν. Ί, 30).

Εάν, ως ισχυρίζεται ο κ. Τρεμπέλας, η ενέργεια του Θεού είναι κτιστή, τότε πώς οι Άγιοι Πατέρες της Α΄ και ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου εδογμάτισαν ότι ο Χριστός έχει δύο ενεργείας και φύσεις, κτιστήν και Άκτιστον, ανθρωπίνην και θεϊκήν; Εάν η ενέργεια του Θεού, ως η ενέργεια του ανθρώπου, είναι κτιστή, τότε ο Χριστός είχε μόνον κτιστήν ενέργειαν. Πώς οι Άγιοι Πατέρες εδίδασκον ότι ο Χριστός έχει και Άκτιστον θείαν ενέργειαν; Πώς έκαμνον διάκρισιν μεταξύ θείας και ανθρώπινης ενεργείας εν τω Χριστώ, αφού κατά τον κ. Τρεμπέλαν και αι δύο ενέργειαι είναι κτισταί; Εάν ο Χριστός είχε μόνον κτιστάς ενεργείας, τότε τι διέφερε από τους άλλους ανθρώπους;

Εάν η ενέργεια του Θεού είναι κτιστή, τότε εις τι διαφέρει ο Θεός από τα κτίσματα τα έχοντα κτιστήν ενέργειαν;

 

Β) Εις την δευτέραν επιστολήν του ο κ. Τρεμπέλας επαναλαμβάνει τον ισχυρισμόν της πρώτης επιστολής ότι η παπική διδασκαλία περί κτιστών ενεργειών και χαρίτων του Θεού είναι ορθή και τονίζει ότι «ουδέν το κακόδοξον ενέχει»[14].

Τούτο αντιτίθεται προς την διδασκαλίαν των Πατέρων, [013] ως είδομεν, και επί πλέον αντίκειται προς το 10ον άρθρον της ομολογίας Πίστεως της εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου του 1727: «την κοινήν χάριν Πατρός, Υιού και Πνεύματος και το φως του μέλλοντος αιώνος, καθ' ό και οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος» (Ματθαίος ΙΓ', 43), ως και ο Χριστός προϋπέδειξεν επ’ όρους λάμψας, και απλώς πάσαν δυναμιν και ενέργειαν της τρισυπόστατου Θεότητος και παν το διαφέρον οπωσούν τής θείας φύσεως άκτιστα είναι ομολογείν άτε μηδενός όντος προσφάτου των τω Θεώ προσόντων φυσικώς»[15].

Ο ισχυρισμός του κ. Τρεμπέλα και των παπικών ότι η σωστική χάρις και ενέργεια του Θεού είναι κτιστή, αντιτίθεται εις αυτάς ταύτας τας βάσεις της Ορθοδόξου ημών πίστεως.

Βασική αρχή της Ορθοδοξίας είναι ότι μόνον ο Θεός δύναται να δημιουργήση και να σώση. Κτίσματα ούτε δημιουργούν ούτε σώζουν. Ούτε δημιουργεί και σώζει ο Θεός δια κτιστού τινός μέσου. Εάν ο Θεός δημιουργή και σώζη δια κτιστού τίνος οργάνου, τότε δίκαιον θα είχον οι Αρειανοί, Πνευματομάχοι και Νεστοριανοί. Ούτοι επρέσβευον, ως και οι σημερινοί Μάρτυρες του Ιεχωβά (Χιλιασταί), ότι ο Υιός και το Πνεύμα του Θεού είναι τα κτιστά όργανα, που εχρησιμοποίησεν ο Θεός εις την δημιουργίαν και σωτηρίαν του κόσμου. Οι Νεστοριανοί εδίδασκον ότι ο Χριστός ήτο ψιλός άνθρωπος και όχι Θεός ένσαρκος και παρά ταύτα επίστευον ότι ήτο σωτήρ του κόσμου.

Εναντίον εκείνων, που απέρριπτον την θεότητα του Λόγου και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες ότι ήσαν απλώς κτιστά όργανα δημιουργίας και σωτηρίας, ο Μέγας Αθανάσιος ερωτά: «ει δε ο Πατήρ δια του Λόγου εν Πνεύματι Αγίω κτίζει τα πάντα και ανακαινίζει, ποία ομοιότης ή συγγένεια τω κτίζοντι προς τα κτίσματα; Η όλως πώς αν είη εν ω κτίζεται τα πάντα κτίσμα;»[16] [014]

Δηλαδή εάν ο Πατήρ κτίζη και ανακαινίζη τα πάντα δια του Λόγου εν Αγίω Πνεύματι, τότε ποία ομοιότης ή συγγένεια δύναται να υπάρχη μεταξύ του κτίσαντος και του κτίσματος; Ή πώς δύναται να είναι κτίσμα εκείνο (το άγιον Πνεύμα), εν τω οποίω τα πάντα κτίζονται;

Επίσης μόνον ο Θεός έχει την δύναμιν να σώση, δηλαδή να ζωοποιή και να ανασταίνη νεκρούς εκ του θανάτου. Μόνον ο Θεός είναι η αυτοζωή. Τα κτίσματα δεν είναι ζωή, αλλά μόνον μετέχουν της ζωής. Λοιπόν, κτίσμα δεν δύναται να σώση και να ζωοποιήση τους νεκρούς. Τούτο μόνον ο Θεός κάμνει. Ούτε όμως σώζει και ζωοποιεί ο Θεός δια κτιστού τινός οργάνου. «Ουκ ην το θνητόν αθάνατον παραστήσαι, ει μη της αυτοζωής ούσης»[17]. Δια τούτο, όταν ο Χριστός λέγη «ώσπερ γαρ ο Πατήρ εγείρει τους νεκρούς και ζωοποιεί, ούτω και ο Υιός ους θέλει ζωοποιεί» (Ιωάν. ε΄, 21) ή «εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή» (Ιωάν. ια', 25) ή «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον και εγώ αναστήσω αυτόν τη εσχάτη ημέρα» (Ιωάν. στ', 54), σαφώς διακηρύττει το γεγονός ότι είναι Θεός. Μόνον ο Θεός έχει τας τοιαύτας ενεργείας. Ο Μέγας Αθανάσιος γράφει: «ο μεν Κύριος εστίν η αυτοζωή… Τα δε κτίσματα, ως είρηται, ζωοποιούμενά εστί δι’ Αυτού. Το δε μη μετέχον ζωής, αλλ’ αυτό μετεχόμενον και ζωοποιούν τα κτίσματα, ποίαν έχει συγγένειαν προς τα γενητά (κτιστά);»[18].

Ούτω κατά του Νεστορίου, του αρνησαμένου την Θείαν φύσιν του Κυρίου, ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας γράφει: «ουχ ως σάρκα κοινήν δεχόμενοι… Αλλ’ ως ζωοποιόν αληθώς… Ζωή γαρ ων κατά φύσιν ως Θεός, επειδή γέγονεν εν προς την εαυτού σάρκα, ζωοποιόν απέφηνεν αυτήν»[19].

Αφού, λοιπόν, κτίσμα δεν δύναται να σώζη και να ζωοποιή [015], πώς ο κ. Τρεμπέλας ισχυρίζεται ότι η σωστική χάρις του Θεού είναι κτιστή; Εάν δύναται ο άνθρωπος να σωθή από κτιστήν τινα χάριν ή ενέργειαν, τότε δίκαιον είχον οι Αρειανοί, Πνευματομάχοι και Νεστοριανοί, οι πρεσβεύοντες ότι κτίσμα δημιουργεί και σώζει.

Διατί ο κ. Τρεμπέλας μάχεται εναντίον των διδασκόντων ότι κτίσμα σώζει, μαρτύρων του Ιεχωβά (Χιλιαστών), αφού είναι ομόφρονές του εις το θέμα αυτό;

 

Γ) Ο κ. Τρεμπέλας προσεπάθησε, επίσης, να με εξαναγκάση να δεχθώ την αίρεσιν, ότι η ουσία του Θεού είναι νους[20]Τούτο όμως αντιτίθεται προς την βιβλικήν και πατερικήν διδασκαλίαν ότι η ουσία του Θεού είναι κατά πάντα άγνωστος όχι μόνον εις τους ανθρώπους, αλλά και εις τους αγγέλους[21].

Οι Άγιοι Πατέρες ομολογούν ότι δεν γνωρίζουν τι είναι η Θεία Ουσία.

Ο κ. Τρεμπέλας λέγει ότι η Θεία Ουσία είναι νους.

Ο Χρυσόστομος λέγει: «Ετίμησέ σε ο Θεός ουχ ίνα αυτόν υβρίζης, αλλ’ ίνα δοξάζης· υβρίζει δε ο την ουσίαν αυτού περιεργαζόμενος»[22]Ο Μέγας Βασίλειος σαφώς γράφει ότι είναι γελοίον να ισχυρίζεται τις, ως κάμνει ο κ. Τρεμπέλας, ότι η νοητική ενέργεια του Θεού είναι η Θεία Ουσία. «Πώς ουν ου καταγέλαστον το δημιουργικόν ουσίαν είναι λέγειν; ή το προνοητικόν πάλιν ουσίαν; ή το προγνωστικόν πάλιν ωσαύτως; και άπαξ απλώς, πάσαν ενέργειαν, ουσίαν τίθεσθαι»[23];

Εδώ ο Μέγας Βασίλειος σαφώς γράφει ότι αι νοητικαί ενέργειαι της θείας προνοίας και προγνώσεως δεν είναι η Θεία Ουσία. Δηλαδή αι άκτιστοι θείαι ενέργειαι και η Θεία Ουσία δεν [016] είναι ταυτόν.

 

Δ) Ο κ. Τρεμπέλας δεν είχεν εννοήσει τα εν τη διατριβή μου γραφόμενα περί νοητικών ενεργειών του Θεού, ακριβώς διότι είχεν άγνοιαν της τοιαύτης Ελληνικής Πατερικής διδασκαλίας.

Ακολουθών τους Δυτικούς ενόμιζεν ότι εν τω Θεώ ενέργεια και ουσία είναι ταυτόν και δια τούτο επέμενεν εις την Παπικήν αίρεσιν ότι η Θεία Ουσία είναι νους και εν γένει καθαρά ενέργεια.

Όταν, λοιπόν, εδιάβασε δια πρώτην φοράν ότι η νοητική ενέργεια του Θεού δεν είναι η Θεία Ουσία, ήτο φυσικόν να νομίση ότι τούτο σημαίνει στέρησιν νοός εν τω Θεώ. Αφού ο κ. Τρεμπέλας δεν εγνώρισε ότι υπάρχει εν τω Θεώ διαφορά μεταξύ ουσίας και ενεργείας, εφαντάσθη ότι ο ισχυρισμός μου ότι η Θεία Ουσία δεν είναι νους σημαίνει ότι ο Θεός δεν έχει νουν. Δια τούτο ο κ. Τρεμπέλας ερωτά: «είναι λοιπόν άνους ο Θεός;»[24]

 

Ε) Ο κ. Τρεμπέλας Όχι μόνον είχεν άγνοιαν ότι οι Έλληνες Πατέρες διακρίνουν μεταξύ ουσίας και ενεργείας εν τω Θεώ, αλλά επί πλέον ηγνόει ότι οι Παπικοί ταυτίζουν ουσίαν και ενέργειαν εν τω Θεώ[25].

Ο κορυφαίος των παπικών θεολόγων, ο Θωμάς ο Ακινάτος, σαφώς γράφει ότι «εν τω Θεώ υπάρχει μία μόνον ενέργεια, ήτις είναι η Θεία Ουσία»[26]Ο κ. Τρεμπέλας όμως διεφώνησεν ισχυριζόμενος ότι ο Θωμάς ο Ακινάτος δεν ταυτίζει ουσίαν και ενέργειαν[27] Υπεραμυνόμενος, λοιπόν, του Ακινάτου γράφει: «Εις την μειρακιώδη ταύτην και φρενός νηπίας πλάνην εφαντάσθη ο υποψήφιος ότι διωλίσθησεν εις Ακινάτος… »[28]

 

ΣΤ) Συνοψίζομεν τας περί Θεού παρανοήσεις του κ. Τρεμπέλα:

1) Δεν εγνώριζεν ότι οι Έλληνες Πατέρες διακρίνουν [017] μεταξύ Ακτίστου ουσίας και Ακτίστου ενεργείας εν τω Θεώ.

Ηγνόει ότι οι Παπικοί συγχέουν και ταυτίζουν Άκτιστον ουσίαν και Άκτιστον ενέργειαν εν τω Θεώ.

Ακολουθών τους Παπικούς συγχέει ο ίδιος και ταυτίζει Άκτιστον ουσίαν και Άκτιστον ενέργειαν εν τω Θεώ, επιμένων ότι η Θεία Ουσία είναι νους και ενέργεια.

 

Εν τούτοις εις τας επιστολάς του επιμένει ότι ούτε αυτός ούτε οι Παπικοί ταυτίζουν ή συγχέουν ουσίαν και ενέργειαν. 

Με τον ισχυρισμόν αυτόν όμως κάμνει ένα ελιγμόν. Δια να εννοήση τις τον ελιγμόν αυτόν, πρέπει να έχη υπ’ οψιν ότι:

 

α) Δια τους Έλληνας Πατέρας: άκτιστος ουσία άκτιστος ενέργεια δεν είναι το ίδιον

β) Δια τους Παπικούς διακρίνονται οξύτατα (τα δύο παρακάτω):

άκτιστος ουσία και άκτιστος ενέργεια  είναι το ίδιον

η εν κόσμω ενέργεια και χάρις του Θεού είναι κτιστή

 

Δηλαδή δια τους Παπικούς υπάρχουν δύο ενέργειαι του Θεού. Η μία είναι αυτή αύτη η άκτιστος Θεία Ουσία και η άλλη είναι κτιστή. Φυσικώ τω λόγω υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ της Ακτίστου Θείας Ουσίας και της κτιστής κατ' αυτούς εν κόσμω Θείας Ενεργείας. Λοιπόν, δικαίως ισχυρίζεται ο κ. Τρεμπέλας ότι ταύτα «διακρίνονται οξύτατα». Εν τούτοις δεν υπάρχει δια τους Παπικούς καμία διαφορά μεταξύ της Ακτίστου Θείας Ουσίας και της Ακτίστου Θείας Ενεργείας. Δια τους Παπικούς άκτιστος ουσία και άκτιστος ενέργεια είναι το ίδιον.

Ο κ. Τρεμπέλας είχε πάθει την εξής σύγχυσιν:

 

1) Εδιάβασε εις παπικόν βιβλίον ότι η εν κόσμω κτιστή [018] ενέργεια και χάρις του Θεού διαφέρει ουσιωδώς από της Ακτίστου ουσίας του Θεού[29].

Βεβαίως η άκτιστος ουσία και η κτιστή ενέργεια διαφέρουν οξύτατα. Λοιπόν, χωρίς να εξετάση το θέμα βαθύτερα, κατέληξεν εις το συμπέρασμα ότι οι Παπικοί δεν ταυτίζουν ουσίαν και ενέργειαν, όπως έγραφα εις το βιβλίον μου.

Και πράγματι οι Παπικοί δεν συγχέουν την Άκτιστον ουσίαν και την κτιστήν ενέργειαν, ως φαίνεται ανωτέρω εις το διάγραμμα.

(Ανέπτυξα το γεγονός τούτο εις την διατριβήν μου, αλλά ο κ. Τρεμπέλας δεν το έπρόσεξε)[30]

Όμως οι Παπικοί ταυτίζουν την Άκτιστον ουσίαν και την Άκτιστον ενέργειαν, ως φαίνεται εις το ίδιον διάγραμμα.

Ο δε κ. Τρεμπέλας χωρίς να λάβη υπ' όψιν το γεγονός ότι δια τους Παπικούς υπάρχουν δύο θείαι ενέργειαι, η μία αυτή αύτη η Θεία Ουσία και η άλλη κτιστή, με κατηγόρησε ότι δεν κατενόησα την εν λόγω παπικήν διδασκαλίαν. Ισχυρίσθη, λοιπόν, ότι κατά τους Παπικούς: «Ουσία (λοιπόν) και ενέργεια του Θεού ου μόνον δεν συγχέονται, αλλ’ όλως τουναντίον διακρίνονται οξύτατα»[31].

Εάν ο κ. Τρεμπέλας είχεν αναγνώσει προσεκτικώτερα τα παπικά κείμενα και την διατριβήν μου, θα είχεν υπ' όψιν ότι υπάρχουν δια τους Παπικούς δύο θείαι ενέργειαι, η μία αυτή αύτη η Θεία Ουσία και η άλλη κτιστή, και δεν θα έκαμνε μίαν τόσον μεγάλην προβολήν της άγνοιάς του.

 

2) Ο κ. Τρεμπέλας όχι μόνον δεν είχεν υπ' όψιν την πραγματικήν εν λόγω διδασκαλίαν των Παπικών, αλλά προσεπάθησε να απόδειξη, ότι και οι Έλληνες Πατέρες παρεδέχοντο την παπικήν αυτήν πλάνην.

Ο ίδιος όμως δεν επέτυχε να εύρη κανένα χωρίον Έλληνος [019] Πατρός της Εκκλησίας που να σύμφωνη με τους Παπικούς. Εδανείσθη, λοιπόν, έν χωρίον του Μεγάλου Βασιλείου, που είχα παραθέσει εις το βιβλίον μου, και με αυτό προσεπάθησε να αποδείξη ότι οι Έλληνες Πατέρες συμφωνούν με την παπικήν πλάνην ότι η ενέργεια και χάρις του Θεού είναι κτιστή[32].

Εις το εν λόγω χωρίον ο Μέγας Βασίλειος γράφει ότι η ενέργεια του Θεού δεν είναι «αγέννητος». Ο κ. Τρεμπέλας ενόμισε ότι η λέξις αγέννητος σημαίνει άκτιστος. Κατά ταύτα επεχείρησε να απόδειξη ότι αφού η ενέργεια του Θεού δεν είναι αγέννητος, τούτο σημαίνει ότι η ενέργεια του Θεού δεν είναι άχτιστος.

Γράφει, λοιπόν, ο κ. Τρεμπέλας: «Αλλ’ ότι δυνάμεθα να ομιλώμεν ορθοδοξότατα περί κτιστών χαρίτων ή ενεργειών του Θεού, εμφαίνεται και εκ του χωρίου του Μ. Βασιλείου, το οποίον ως συμπλήρωμα της σελίδος 6 σημ. 4 προσήγαγε μετέπειτα ο υποψήφιος, εν τω οποίω αναγινώσκομεν: δεν πρέπει την ενέργειαν «ενούν τη ουσία, την μεν (ουσίαν) άναρχον, απλήν τε και ατελεύτητον ειδότες, την δε ενέργειαν ουκ άναρχον… Και αν γαρ μειρακιώδες και φρενός νηπίας αγέννητον (ήτοι άκτιστον) και ατελεύτητον λέγειν την ενέργειαν, ταυτόν τη ουσία τιθεμένους μηδενός, των έργων αγεννήτως, γίγνεσθαι δυναμένου μήτ' ατελευτήτως»[33].

Το (ήτοι ακτιστον) εντός παρενθέσεων είναι του κ. Τρεμπέλα.

Εάν, ως ισχυρίζεται ο κ. Τρεμπέλας, η λέξις αγέννητος σημαίνει άκτιστος, τότε η λέξις γεννητός σημαίνει κτιστός. Εν τοιαύτη περιπτώσει μόνον ο αγέννητος Πατήρ θα ήτο άκτιστος και ο γεννητός Υιός του Θεού θα ήτο κτιστός. Αγέννητος και άναρχος είναι μόνον ο Πατήρ. Ο Υιός του Θεού είναι γεννητός και συνάναρχος τω Πατρί. Πώς, λοιπόν, ο κ. Τρεμπέλας ισχυρίσθη [020] ότι η λέξις αγέννητος σημαίνει άχτιστος;

Κατά τον Μέγα Βασίλειον «το αγέννητον… ίσον εστί τω εξ ουδενός»[34].

«Εξ ουδενός» είναι μόνον ο Πατήρ και η ουσία αυτού. Ο Υιός του Θεού και το άγιον Πνεύμα είναι εκ του Πατρός και «εκ της ουσίας» Αυτού [34α].

Μήπως το γεγονός ότι ο Υιός είναι «γεννητός» και όχι «αγέννητος» σημαίνει ότι είναι κτίσμα;

Μήπως το γεγονός ότι το Πνεύμα το άγιον είναι «εκπορευτόν» και όχι «αγέννητον» σημαίνει ότι είναι κτίσμα;

Λοιπόν, πώς ισχυρίσθη ο κ. Τρεμπέλας ότι η λέξις αγέννητος σημαίνει άκτιστος;

Το ότι η ενέργεια του Θεού δεν είναι «αγέννητος» κατά το εν λόγω χωρίον του Μεγάλου Βασιλείου δεν σημαίνει, ως νομίζει ο κ. Τρεμπέλας, ότι είναι κτιστή.

«Δια τούτο ουχ η του Θεού ενέργεια, άπαγε! αλλά το ενεργηθέν και αποτελεσθέν εστί το κτίσμα»[35].

Οι Έλληνες Πατέρες αναθεματίζουν εκείνους που διδάσκουν, ότι «δυνάμεθα να ομιλώμεν ορθοδοξότατα περί κτιστών χαρίτων ή ενεργειών του Θεού». Τοις «τη καθαρά και αμώμω των Χριστιανών πίστει προστριβομένοις· μη ομολογούσι δε, κατά τας των Αγίων θεοπνεύστους Θεολογίας, και το της Εκκλησίας ευσεβές φρόνημα Άκτιστον είναι πάσαν φυσικήν δύναμιν και ενέργειαν της τρισυπόστατου θεότητος, Ανάθεμα»[36].

 

Ζ) Ο τεχνικός Όρος της Δύσεως που περιγράφει την ταύτισιν ουσίας και Ακτίστου ενεργείας εν τω Θεώ είναι το Λατινικόν «Actus Purus», μεθερμηνευόμενον «Καθαρά Ενέργεια». Δηλαδή οι Παπικοί διδάσκουν ότι η Θεία Ουσία είναι Καθαρά Ενέργεια.

[021] Είς εκ των μεγαλυτέρων υπερμάχων της Ορθοδοξίας ήτο ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ο οποίος σφοδρότατα επολέμησε το Actus Purus των Παπικών.

Εναντίον του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά ο παπικός Μ. Jugie γράφει: Τοιούτος είναι ο Θεός του Παλαμά… Κατά την Θεολογίαν ταύτην ο Θεός δεν είναι το απείρως απλούν ον, το Καθαρά Ενέργεια εν τω αποίω τα πάντα ταυτίζονται πραγματικώς… »[37].

Δηλαδή ο παπικός ούτος κατηγορεί τον άγιον Γρηγόριov, διότι απορρίπτει την παπικήν διδασκαλίαν ότι ο Θεός είναι «Καθαρά ενέργεια, εν τω οποίω τα πάντα ταυτίζονται πραγματικώς».

Ο δε κ. Τρεμπέλας γράφει: «Τι δε είναι αυτή η Actus Purus, εξήγησα σαφώς εις το προηγούμενον σημείωμά μου. Επαναλαμβάνω δε, ότι εάν αρνηθώμεν ταύτην εις τον Θεόν, καταντώμεν εις βλασφημίαν… »[38].

Λοιπόν, κατά τον κ. Τρεμπέλαν ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς είναι βλάσφημος.

 

Η) Μετά την ανταλλαγήν των εν λόγω επιστολών ο κ. Τρεμπέλας αντελήφθη πλέον ότι δεν πρόκειται να απορριφθή η μελέτη μου βάσει των δύο επιστολών του. Επί πλέον έβλεπεν ότι δογματικώς περιήλθεν εις δύσκολον θέσιν. Και πράγματι δύσκολος είναι η θέσις του ευρεθέντος υπό το ανάθεμα των Αγίων Πατέρων.

Λοιπόν ο κ. Τρεμπέλας εκινήθη προς δύο κατευθύνσεις: α) ίνα εύρη νέας κατηγορίας εναντίον μου[39], και β) ίνα εξασφάλιση κάπως τον εαυτόν του από ενδεχομένην καταγγελίαν επί αιρέσει.

 

α) Ο κ. Τρεμπέλας έδωσε τας νέας κατηγορίας γραπτώς [022] εις την Θεολογικήν Σχολήν, ίνα καταγραφούν εις τα Πρακτικά.

Όταν όμως μου εδόθη η άδεια να λάβω γνώσιν των νέων κατηγοριών εναντίον μου, επήγα εις την Γραμματείαν της Θεολογικής Σχολής και, επειδή αι νέαι κατηγορίαι δεν είχον ακόμη καταγραφή, μου παρεχωρήθη το ιδιόχειρον του κ. Τρεμπέλα και ιδών αυτό εξεπλάγην!

Με ένα ψαλίδι ο κ. Τρεμπέλας είχε κόψει ό,τι δεν τον συνέφερε από τας δύο εναντίον μου προγενεστέρας επιστολάς του και είχε συνδέσει τα εναπομείναντα κομμάτια και εις αυτά προσέθεσε τας νέας κατηγορίας. Κατ' αυτόν τον τρόπον κατεγράφησαν εις τα Πρακτικά ό,τι συνέφερεν εις τον κ. Τρεμπέλαν.

 

β) Αι νέαι κατηγορίαι, λοιπόν, αποτελούνται κυρίως εκ 19 σημείων, εκ των οποίων το 19ον γράφει τα εξής:

«Ο υποψήφιος φρονεί, ότι εάν καλέσωμεν τον Θεόν Actus Purus, συγχέομεν την ουσίαν και ενέργειαν αυτού. Αλλά λησμονεί ότι κατ' αυτόν τον Παλαμάν «Θεός ενεργούντα δηλοί»[40], διότι «θεότης εστίν η τα πάντα θεω(ρη)μένη[41] πρόνοια»[42] και «οι θεολόγοι της Θείας Ενεργείας είναι όνομα την θεότητα φασιν»[43] . Γενικώς δε εκ των ενεργειών αυτού γνωρίζομεν τον Θεόν, διότι «η ουσία του Θεού παντάπασίν εστίν ανώνυμος»[44]. Δυνάμεθα, λοιπόν, να λέγωμεν ότι ο Θεός είναι καθαρά ενέργεια, χωρίς και να συγχέωμεν ουσίαν και ενέργειαν εν τη θεότητι». Δυνάμεθα, λοιπόν, να λέγωμεν ότι ο Θεός είναι καθαρά ενέργεια, χωρίς και να συγχέωμεν ουσίαν και ενέργειαν εν τη θεότητι»[45].

Προφανώς, προσπαθεί εδώ ο κ. Τρεμπέλας να παρουσίαση τον άγιον Γρηγόριον Παλαμάν, τον σφόδρα πολεμήσαντα το Actus Purus, ως παραδεχόμενον και ερμηνεύοντα Ορθοδόξως το Actus Purus.

Φαντασθήτε! Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ο οποίος υπήρξεν ο σφοδρότερος πολέμιος του Actus Purus, να εμφανίζεται τώρα ως διδάσκων και πρεσβεύων το Actus Purus.

[023] Ακριβώς, διότι η διδασκαλία του Παλαμά ανατρέπει το Actus Purus, ο παπικός Μ. Jugie γράφει ότι η θεολογία του Παλαμά είναι «εξ επόψεως καθολικής μία πραγματική αίρεσις»[46]. Όπως είδομεν, ο ίδιος ο Jugie σαφώς γράφει: «Τοιούτος είναι ο Θεός του Παλαμά… Κατά την θεολογίαν ταύτην ο Θεός δεν είναι το απείρως απλούν ον, το Καθαρά Ενέργεια, εν τω οποίω τα πάντα ταυτίζονται πραγματικώς»[47]

Σημειωτέον ότι ο Παλαμάς ηρέσκετο εις το να παρομοιάζη την Θείαν Ουσίαν με τον ήλιον και τας Θείας Ενεργείας με τας ακτίνας του ηλίου.

Αναφερόμενος, λοιπόν, εις τον αιρετικόν Πρόχορον Κυδώνην, τον εχθρόν και πολέμιον του Παλαμά, ο παπικός Jugie γράφει: «Οι μαθηταί του Παλαμά δεν ηδύναντο να ακολουθήσουν αυτόν (τον Κυδώνην) εις τα αμείλικτα συμπεράσματα του. Ο ήλιος και αι ακτίνες αυτού εξηφανίζοντο έμπροσθεν της απείρου υπερβατικότητος της Καθαράς Ενέργειας, και αι θεότητες του Παλαμά διελύοντο έμπροσθεν αυτής (της Καθαράς Ενεργείας), ώσπερ η χιών έμπροσθεν του ηλίου»[48].

Αφού, λοιπόν, οι Παπικοί καυχώνται ότι το Actus Purus εξαφανίζει τον ήλιον και τας ακτίνας του Παλαμά, πώς τολμά ο κ. Τρεμπέλας να παρουσίαση τον Παλαμάν ως παραδεχόμενον το Actus Purus;

 

Θ) Όπως είδομεν, ο κ. Τρεμπέλας γράφει: «Ο υποψήφιος φρονεί, ότι εάν καλέσωμεν τον Θεόν Actus Purus, συγχέομεν την ουσίαν και ενέργειαν αυτού. Αλλά λησμονεί ότι κατ' αυτόν τον Παλαμάν «Θεός ενεργούντα δηλοί»[49], διότι «θεότης εστίν η τα πάντα θεω(ρη)μένη[50] πρόνοια»[51],[52].

Όμως!! ο κ. Τρεμπέλας είναι ο λησμονών. Ελησμόνησε [024] να παράθεση ολόκληρα τα χωρία και παρέλειψε να αναφέρη ότι τα ρητά αυτά δεν είναι του Παλαμά. Το πρώτον είναι του Αγίου Γρηγορίου του Νύσσης και το άλλο είναι του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου.

Ιδού λοιπόν τα χωρία ολόκληρα με την ερμηνείαν αυτών.

α) «Αλλά και ο Νύσσης θείος Γρηγόριος εν τω προς Αβλάβιον λόγω, Θεός φησιν, ενεργούντα δηλοί· θεότης δε ενέργειαν. Ουδέν δε των τριών ενέργεια· αλλά μάλλον ενεργούν έκαστον αυτών»[53].

Εδώ ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ότι η λέξις Θεός δηλώνει τον ενεργούντα. Η λέξις θεότης δηλώνει την ενέργειαν. Κανέν δε των τριών (προσώπων της Αγίας Τριάδος) είναι ενέργεια· αλλά μάλλον καθ' εν (απ’ αυτά) είναι το ενεργούν.

Κατά ταύτα ο Θεός δεν είναι ενέργεια, αλλά ο ενεργών.

«Δια τούτο ο Μέγας Βασίλειος… Φησίν, ως η ενέργεια ούτε ο ενεργών εστί ούτε το ενεργηθέν… »[54].

Αφού, λοιπόν, ο Θεός είναι ο ενεργών και όχι ενέργεια, πώς ο κ. Τρεμπέλας επιμένει ότι ο Θεός είναι Καθαρά Ενέργεια;

Λοιπόν, τα ανωτέρω λόγια του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης όχι μόνον δεν βοηθούν το Actus Purus του κ. Τρεμπέλα, αλλά και το ανατρέπουν.

 

β) Είδομεν ότι η λέξις Θεός δηλώνει τον ενεργούντα και η λέξις θεότης δηλώνει την ενέργειαν. Όταν έχη τις υπ' όψιν την ερμηνείαν ταύτην, τότε μόνον δύναται να εννοήση το υπό του κ. Τρεμπέλα προσφερθέν χωρίον του Αγίου Διονυσίου, «θεότης εστίν η τα πάντα θεωμένη πρόνοια»[55].

Αφού η λέξις θεότης δηλώνει την ενέργειαν, το χωρίον αυτό ερμηνεύεται ως εξής: «Ενέργεια (θεότης) εστίν η τα πάντα θεωμένη πρόνοια».

[025] Η ερμηνεία αυτή φαίνεται σαφώς, όταν παραθέσωμεν ολόκληρον το χωρίον του Συνοδικού: «Και πάλιν ο αυτός (άγιος Διονύσιος), φησί, θεότης εστίν η πάντα θεωμένη πρόνοια. ότι δε η πρόνοια ενέργεια εστί, και απ’ άλλων μεν τούτο γνώριμον, μάλιστα δε και αφ' ων ο μέγας Αθανάσιος γράφει, λέγων, «ου κατά άλλην και άλλην πρόνοιαν ο Πατήρ και ο Υιός εργάζεται, αλλά κατά μίαν και την αυτήν ουσιώδη της θεότητος ενέργειαν»[56].

Λοιπόν, ο άγιος Διονύσιος δεν λέγει «Θεός εστί… Πρόνοια», αλλά «θεότης… Εστί πρόνοια». Η λέξις θεότης δεν σημαίνει Θεός, αλλά δηλώνει την ενέργειαν του Θεού.

Επομένως δεν δύναται ο κ. Τρεμπέλας να λέγη ότι «Θεός εστί… Καθαρά Ενέργεια» βάσει του χωρίου τούτου. Το χωρίον αυτό απλώς λέγει ότι η τα πάντα θεωμένη πρόνοια είναι θεότης ή ενέργεια.

Ούτε η Αγία Γραφή ούτε οι Πατέρες της Εκκλησίας είπον ή έγραψαν ποτέ ότι ο Θεός είναι Actus Purus.

Διατί, λοιπόν, ο κ. Τρεμπέλας επιμένει εις τον τεχνικόν και αιρετικόν τούτον όρον της Δύσεως;

 

I) Ο ισχυρισμός του κ. Τρεμπέλα ότι «δυνάμεθα (λοιπόν) να λέγωμεν ότι ο Θεός είναι Καθαρά Ενέργεια, χωρίς και να συγχέωμεν ουσίαν και ενέργειαν εν τη θεότητι», είναι ανακριβής και αφελής.

Αφού, ως είδομεν, η λέξις θεότης δηλώνει ενέργειαν, πώς ομιλεί περί συγχύσεως ουσίας και ενεργείας «εν τη θεότητι»; Χωρίς να το αντιληφθή έγραψεν ότι «δυνάμεθα λοιπόν να λέγωμεν ότι ο Θεός είναι Καθαρά Ενέργεια, χωρίς και να συγχέωμεν ουσίαν και ενέργειαν εν τη ενεργεία».

 

ΙA) Πάντως ο ισχυρισμός ούτος του κ. Τρεμπέλα είναι λίαν ύποπτος, αφού με τους Παπικούς διδάσκει ότι:

[026]

1) η σωστική ενέργεια και χάρις του Θεού είναι κτιστή·

2) η Θεία Ουσία είναι νους.

Σημειωτέον ότι ουδαμού γράφει ο κ. Τρεμπέλας, ότι δέχεται την Ελληνικήν Πατερικήν διάκρισιν Ακτίστου ουσίας και Ακτίστου ενεργείας. Απλώς γράφει περί διακρίσεως ουσίας και ενεργείας. Εις ποίαν όμως ενέργειαν αναφέρεται; εις την Άκτιστον ενέργειαν των Ελλήνων Πατέρων; ή εις την κτιστήν ενέργειαν των Παπικών;

 

IB) Eις την διατριβήν μου αναπτύσσω την Ελληνικήν Πατερικήν διδασκαλίαν, ότι η νοητική ενέργεια του Θεού δεν είναι η Θεία Ουσία. Η σύλληψις του σχεδίου και της ιδέας περί κόσμου δεν είναι της Θείας Ουσίας, αλλά άκτιστος ενέργεια του Θεού. Τα αρχέτυπα της δημιουργίας δεν είναι εν τη Θεία Ουσία, ως διδάσκουν οι Παπικοί, αλλά είναι νοητικαί ενέργειαι του Θεού.

Εναντιούμενος ο κ. Τρεμπέλας κατά της Ελληνικής Πατερικής διδασκαλίας ταύτης, γράφει· «Αλλά πώς θα ήθελεν ο υποψήφιος να δημιουργηθή ο κόσμος; Θα ήθελεν άνευ σκέψεως τινός του δημιουργού και άνευ προϋπάρχοντος εν αυτώ σχεδίου… »[57]. Αλλαχού γράφει· «Ενώ εξ ενός λέγει (ο υποψήφιος), ότι ουδαμού της διατριβής μου λέγω ότι ο Θεός δεν είχε προαιώνιον σχέδιον ή αρχέτυπα της δημιουργίας[58], εν συνεχεία διατείνεται, ότι το σχέδιον και τα αρχέτυπα του κόσμου δεν είναι εν τη Θεία Ουσία, αλλά είναι της Θείας Ενεργείας της Ακτίστου… . Τι θα είπη το σχέδιον του κόσμου είναι της Θείας Ενεργείας»;… Και βεβαίως δεν υπάρχουν χωρία πατερικά λέγοντα ρητώς ότι το σχέδιον του κόσμου ήτο εν τη Θεία Ουσία, όπως το θέλει ο υποψήφιος… (ο υποψήφιος) παρατηρεί, ότι ο νους δεν είναι της Θείας Ουσίας. Και είναι λοιπόν άνους ο Θεός; Και αρνούμεθα λοιπόν ότι ο Θεός είναι ο μόνος σοφός [027] κατά τον Απόστολον και ότι ο εκ της ουσίας αυτού προελθών Υιός είναι ο Λόγος;»[59].

Σημειωτέον ότι ο αιρετικός Πρόχορος Κυδώνης κατεδικάσθη υπό Ορθοδόξου Συνόδου ακριβώς επειδή εδίδασκε, όπως ο κ. Τρεμπέλας και οι Παπικοί, ότι η ενέργεια του Θεού είναι η Θεία Ουσία.

Η Συνοδική απόφασις κατά του Προχόρου αναφέρει μεταξύ των αιρέσεών του τας πλάνας: «ότι η νοερά του Θεού ενέργεια εστίν η ουσία αυτού. ότι η νοερά του Θεού δύναμις εστίν η ουσία αυτού. ότι η σοφία του Θεού εστίν η ουσία αυτού. ότι η αλήθεια του Θεού εστίν η ουσία αυτού. ότι η του Θεού θέλησίς εστίν η ουσία αυτού. Και ταύτα αποδείκνυσιν ουκ από των θείων Γραφών, ου ρητά προφέρων Αγίων, αλλά τοις ιδίοις λογισμοίς και ταις αποδείξεσι, χρώμενος δήθεν τοις Αριστοτελικοίς συλλογισμοίς»[60].

Αφού, λοιπόν, ο αιρετικός Πρόχορος Κυδώνης κατεδικάσθη, διότι εδίδασκεν ότι η νοητική ενέργεια του Θεού είναι η ουσία αυτού, πώς ετόλμησε ο κ. Τρεμπέλας να προσπαθήση να με εξαναγκάση να δεχθώ τα όμοια;

Όπως, λοιπόν, εις την περίπτωσιν του αιρετικού Προχόρου, ούτω τώρα εις την περίπτωσιν του κ. Τρεμπέλα, «ταύτα αποδείκνυσιν ουκ από των θείων Γραφών, ου ρητά προφέρων Αγίων, αλλά τοις ιδίοις λογισμοίς και ταις αποδείξεσι, χρώμενος δήθεν τοις Αριστοτελικοίς συλλογισμοίς».

Και, πράγματι, η όλη θεολογία περί Actus Purus βασίζεται εις το φιλοσοφικόν σύστημα του Αριστοτέλους.

 

ΙΓ) Καθ' όλην την διάρκειαν της εναντίον μου επιθέσεως ο κ. Τρεμπέλας προσεπάθησε να με εμφανίση ως αντιτιθέμενον προς τον αείμνηστον Χρτστον Ανδρούτσον. Όταν με μέμφεται δια [028] την στάσιν μου εναντίον των Δυτικών Αυγουστίνου και Ακινάτου, θέτει δίπλα εις αυτούς και το όνομα του Χ. Ανδρούτσου. Κατ' αυτόν τον τρόπον προσπαθεί να δημιουργήση την εντύπωσιν, ότι καταφέρομαι εναντίον του Ανδρούτσου.

Εις τον ισχυρισμόν π. χ. «ότι δυνάμεθα να ομιλώμεν ορθοδοξότατα περί κτιστών χαρίτων και ενεργειών του Θεού… » ο κ. Τρεμπέλας προσπαθεί έκτος του Ακινάτου να συμπεριλάβη και τον Ανδρούτσον. Συνεχίζει, λοιπόν: «εις την μειρακιώδη ταύτην και φρενός νηπίας πλάνην εφαντάσθη ο υποψήφιος, ότι διωλίσθησεν εις Ακινάτος, εκ των νεωτέρων δε και ο Ανδρούτσος»[61]. Το ότι ο Ακινάτος εδίδασκεν ότι η χάρις του Θεού είναι κτιστή, είναι γεγονός. Αλλά διατί ο κ. Τρεμπέλας αναφέρει τον Ανδρούτσον ως παραδεχόμενον την πλάνην ταύτην; Βεβαίως ο Ανδρούτσος ουδαμού γράφει ότι η θεία χάρις είναι άκτιστος. Ούτε όμως ισχυρίζεται πουθενά ότι είναι κτιστή.

Επίσης, εις τα Πρακτικά της Σχολής ο κ. Τρεμπέλας γράφει: «φοβούμαι ότι ο υποψήφιος, ο εν προδήλω εγωισμώ ερχόμενος να κατάρριψη τον Ανδρούτσον, ον εγώ τουλάχιστον θεωρώ διδάσκαλόν μου παρά το ότι δεν υπήρξα μαθητής του, αλλά και να θέση υπό τον έλεγχόν του αναστήματα οία το του Αυγουστίνου και το του Θωμά Ακινάτου, εάν δεν έχη ήδη εξελίχθη εις αιρετικόν, εξελίσσεται εις τοιούτον»[62].

Όσοι έχουν διαβάσει τα έργα του Ανδρούτσου γνωρίζουν, πόσον αντίθετος ήτο προς τον Αυγουστίνον και τον Ακινάτον.

Επομένως ο κ. Τρεμπέλας δεν έχει το δικαίωμα να παρουσίαση τον Ανδρούτσον, ωσάν να ήτο του ιδίου φυράματος με τους Δυτικούς αυτούς.

Είναι γεγονός αναμφισβήτητον ότι ο Χ. Ανδρούτσος [029] υπήρξεν είς εκ των μεγαλυτέρων διανοουμένων της συγχρόνου Ελλάδος. Τα έργα του μαρτυρούν περί τούτου.

Εν τούτοις, όπως πληροφορούμεθα από τον καθηγητήν του Πανεπιστημίου και Ακαδημαϊκόν κ. Π. Μπρατσιώτην, «είναι αληθές, ότι εν τε τοις μεγάλοις τούτοις συστηματικοίς συγγράμμασιν αυτού (του Ανδρούτσου), ως και εν ταις μετ' ολίγον μνημονευθησομέναις δογματικαίς αυτού πραγματείαις, διαφαίνεται ποία τις επίδρασις της ρωμαιοκαθολικής Θεολογίας… »[63].

Δια τούτο απέφυγα τα σημεία εκείνα, εις τα οποία ο Ανδρούτσος εδέχθη ποίαν τινα επίδρασιν της ρωμαιοκαθολικής Θεολογίας και ηκολούθησα τους καθηγητάς κ. Κ. Ι. Καρμίρην, Α. Αλιβιζάτον, Κ. Μπόνην και Γ. Φλορόφσκυ. Επομένως δεν κάμνω ανταρσίαν εναντίον του Ανδρούτσου, αφού εις τόσα άλλα σημεία της διατριβής μου ακολουθώ την γνώμην του. Απλώς, όταν είδα ότι δεν εξέφραζε την Ορθόδοξον άποψιν επί τίνος θεμελιώδους δόγματος, ηκολούθησα την γνώμην των Ελλήνων Πατέρων ή άλλου τινός Ορθοδόξου καθηγητού.

Εάν είχε μελετήσει ο κ. Τρεμπέλας τα έργα των συναδέλφων καθηγητών του, θα είχεν αντιληφθή ότι, όπου διεφώνουν με τον Ανδρούτσον, ηκολούθησα άλλον Ορθόδοξον καθηγητήν και ασφαλώς δεν θα με επολέμει κατ' αυτόν τον τρόπον. Θα είχεν εννοήσει ότι εις τα θέματα ταύτα δεν εστρέφετο εναντίον μου, αλλά εναντίον των καθηγητών συναδέλφων του.

 

ΙΔ) Ενώ ο κ. Τρεμπέλας ευρίσκετο εν πλάνη, προσεπάθησε να εμφάνιση εμέ ως αιρετικόν.

Αφού όμως απεγυμνώθησαν τα επιχειρήματά του, υπεξέφυγεν εις το εξής τέχνασμα, εκφρασθείς ως εξής: «… Εάν όντως πλανάται ο υποψήφιος, πρέπει να τω δηλωθή τούτο επισήμως υπό της Σχολής, ίνα τω δοθή σωτήριον μάθημα. Διότι άλλως κινδυνεύει [030] να εξελίχθη εις αιρετικόν»[64]. Εις δε τα Πρακτικά γράφει: «… Εάν δεν έχη ήδη εξελιχθή εις αιρετικόν, εξελίσσεται εις τοιούτον»[65].

Αφού, λοιπόν, δεν ηδυνήθη να απόδειξη ότι είμαι αιρετικός ο κ. Τρεμπέλας, έκαμεν έκκλησιν εις τους καθηγητάς να απορρίψουν την μελέτην μου βάσει της κατηγορίας ότι πιθανόν να εξελιχθώ εις αιρετικόν.

Όμως το μέτρον τούτο είναι πρωτοφανές. Πολλοί έχουν καταδικασθή ως αιρετικοί. Αλλά δια πρώτην φοράν ακούω ότι είναι δυνατόν εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν να καταδικασθή κανείς, διότι δυνατόν να εξελίχθη εις αιρετικόν!

Είναι δηλαδή ωσάν να είπωμεν, ότι πρέπει να αφορίσωμεν τον τάδε όχι επειδή ημάρτησεν, αλλ’ επειδή ίσως εις το μέλλον αμαρτήση!!

Εις την συνεδρίαν της Σχολής, ότε ενεκρίθη η διατριβή μου, ο κ. Τρεμπέλας έκαμεν έκκλησιν εις τους καθηγητάς να απορρίψουν την μελέτην μου βάσει του ισχυρισμού του ότι υπάρχει «υποψία» ότι είμαι αιρετικός. Ανέφερε δε το παράδειγμα μιας διατριβής, που απερρίφθη επί των χρόνων του Δέρβου, επειδή υπήρχεν η υποψία ότι ο υποψήφιος ήτο αιρετικός.

Και πράγματι, εάν οι καθηγηταί είχον την υποψίαν ότι είμαι αιρετικός, ασφαλώς θα με κατεψήφιζον.

 

ΙΕ) Όταν οι καθηγηταί ψηφίζουν η καταψηφίζουν μίαν διατριβήν, συνήθως δικαιολογούν την ψήφον των.

Ίνα δικαιολόγηση, λοιπόν, την αρνητικήν του ψήφον ο κ. Τρεμπέλας, κατέφυγεν εις την κατηγορίαν ότι διδάσκω τον θνητοψυχισμόν[66], δηλαδή ότι η ψυχή μετά τον θάνατον εκμηδενίζεται.

Όπως εις τας άλλας περιπτώσεις, ούτω και εις αυτήν ο κ. Τρεμπέλας ή δεν αντελήφθη τα λεγόμενα μου ή σκοπίμως διέστρεψε [031] την αλήθειαν.

Εάν ο κ. Τρεμπέλας είχε μελετήσει τα έργα του κ. Ι. Καρμίρη και του αιδ. Γ. Φλορόφσκυ, θα έβλεπεν ότι εις το θέμα περί αθανασίας της ψυχής ακολουθώ αυτούς.

Όταν ήλθα δια πρώτην φοράν εις την Ελλάδα τω Πάσχα του 1955, εδημοσιεύετο έν άρθρον μου εις το περιοδικόν «Κιβωτός». Ο κ. Τρεμπέλας παρεξήγησε τα εκεί γραφόμενά μου περί αθανασίας. Εις ιδιωτικήν συνάντησιν προσεπάθησα να του εξηγήσω αυτά που έγραφα, αλλά δυστυχώς ο κ. Τρεμπέλας δεν ηδυνήθη να παρακολουθήση[67]. Αντιθέτως ο κ. Καρμίρης ήτο κάτοχος του θέματος, καθότι ο ίδιος είχε γράψει σχετικώς περί αυτού.

Αφού το θέμα ήτο ολίγον δύσκολον, ώφειλεν ο κ. Τρεμπέλας να συμβουλευθή τον ειδικόν καθηγητήν της Ιστορίας των Δογμάτων κ. Ι. Καρμίρην, ίνα μάθη σχετικώς.

Ως καθηγητής της Κατηχητικής και της Λειτουργικής είναι φυσικόν να μη γνωρίζη ο κ. Τρεμπέλας τας λεπτομέρειας της δογματικής ημών Θεολογίας. Καλόν είναι, λοιπόν, να συμβουλευώμεθα πάντοτε τους ειδικούς, αφήνοντες αυτούς ίνα προπορεύωνται και ημείς να επώμεθα.

Κατ' αρχήν εις την ανάπτυξιν του περί αθανασίας θέματος είχα ακολουθήσει τον καθηγητήν μου αιδ. Γ. Φλορόφσκυ, ο οποίος διακρίνει μεταξύ της ζωής της ψυχής και της αιωνίου εν κολάσει υπάρξεως της ψυχής. Κατ' αυτόν το υπάρχον και το ζων δεν είναι ταυτόν. Ο άνθρωπος δύναται να αποθνήσκη τον αιώνιον θάνατον της κολάσεως και ούτω να στερηθή της ζωής, αλλά δεν δύναται να στερηθή της υπάρξεως, διότι ούτω εθέσπισεν ο Θεός[68].

Επίσης περί των αγγέλων ο κ. Καρμίρης γράφει ότι «είναι αθάνατοι ουχί φύσει, αλλά χάριτι, διότι παν το αρξάμενον και τελευτά κατά φύσιν»[69].

[032] Αδυνατών ο κ. Τρεμπέλας να εμβαθύνη εις τα νοήματα ταύτα, παρεξήγησε τα λεγόμενα μου ως σημαίνοντα θνητοψυχισμόν.

Ίνα αποφευχθούν, λοιπόν, αι τοιαύται παρεξηγήσεις από τους μη ειδικούς, παρεκλήθην υπό του κ. Καρμίρη, ίνα διασαφηνίσω και αναμορφώσω το περί αθανασίας της διατριβής μου επί το απλούστερον, όπερ και έπραξα.

 

ΙΣΤ) Εις την διατριβήν μου, κατακρίνω την περί απολυτρώσεως θεωρίαν του αιρετικού παπικού θεολόγου Ανσέλμου.

Εις τας επιστολάς του ο κ. Τρεμπέλας προσπαθεί να συνηγορήση υπέρ του αιρετικού τούτου, εχθρού της Ορθοδόξου ημών πίστεως.

 

ΙΖ) Ο αναγινώσκων τας επιστολάς του κ. Τρεμπέλα θα βεβαιωθή περί του περιέργου της επιχειρηματολογίας και ιδίως του φιλοαιρετικού ύφους αυτής. Συνεχώς αντιτίθεται κατά της Ορθοδόξου Πατερικής Θεολογίας και συνεχώς αναφέρει επιχειρήματα αιρετικά, ίνα στήριξη τας πλάνας του.

Εις το βιβλίον μου αναπτύσσω την Πατερικήν διδασκαλίαν [033] ότι ο Θεός έχει πραγματικήν σχέσιν προς τον κόσμον ουχί κατ' ουσίαν, αλλά μόνον κατ' ενέργειαν και βούλησιν και κατά την εν Χριστώ υποστατικήν ένωσιν.

Αντιτιθέμενος κατά της Ελληνικής Πατερικής διδασκαλίας ταύτης ο κ. Τρεμπέλας εγραψεν: «αντίφασις χονδροειδεστάτη! ενώ εξ ενός παρατηρεί (ο υποψήφιος) ότι ο Θεός έχει σχέσεις προς τον κόσμον ουχί κατά την ουσίαν, εξ ετέρου προσθέτει ότι έχει σχέσιν «κατά τας υποστάσεις». Αλλά εάν αι υποστάσεις δεν είναι η Θεία Ουσία του Θεού, είναι λοιπόν ενέργεια;»[70].

Απήντησα, λοιπόν, ως εξής: «Επειδή παρομοίαν ερώτησιν έκαμνον κατά τον τέταρτον αιώνα οι αιρετικοί Ευνομιανοί εις άνδρα άγιον και σοφόν της πατρίδος μου Καππαδοκίας, δίδω τον λόγον εις αυτόν: «Ο Πατήρ, φησιν, ουσίας ή ενεργείας όνομα; Ως αμφοτέρωθεν ημάς δήσαντες… Αλλά μη τα δύο διαφυγόντα τρίτον ειπείν αληθέστερον ότι ούτε ουσίας όνομα ο Πατήρ, ώ σοφώτατοι, ούτε ενεργείας… »[71].

Εις την ερώτησιν: «Αλλά εάν αι υποστάσεις δεν είναι η Θεία Ουσία του Θεού, είναι λοιπόν ενέργεια;» ο κ. Τρεμπέλας νομίζει ότι υπόστασις και ουσία εν τω Θεώ είναι ταυτόν. Κατά ταύτα συμφωνεί πάλιν με τους Παπικούς.

Ο Ορθόδοξος μοναχός και διδάσκαλος του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού Ιωσήφ Βρυέννιος αποκαλεί βλάσφημον τον Θωμά Ακινάτον, διότι όπως ο κ. Τρεμπέλας «ουσίαν επί Θεού ταυτόν και πρόσωπον (υπόστασιν) αποφαίνεται»[72].

 

ΙΗ) Ως ξένος εις την Ελλάδα δεν γνωρίζω πώς να δικαιολογήσω την ετερόδοξον πίστιν του κ. Τρεμπέλα.

Εν πράγμα ξεύρω μόνον, ότι δεν ήλθα εις την Ελλάδα, δια να μάθω ότι ο Αυγουστίνος, ο Θωμάς Ακινάτος και ο Άνσελμος είναι κάτοχοι της αληθείας! Εν τοιαύτη περιπτώσει η φοίτησις εις την Ελλάδα δι’ ημάς τους αλλοδαπούς Ορθοδόξους είναι χαμένος χρόνος.

Υπάρχουν πλείστοι ετερόδοξοι καθηγηταί εις την Αμερικήν, οι οποίοι κατέχουν και κατά θαυμαστόν τρόπον διδάσκουν τας αιρέσεις του Αυγουστίνου, του Ανσέλμου και του Θωμά του Ακινάτου.

Θα ήτο ανόητον να ερχώμεθα από τόσον μακριά, ίνα διδαχθώμεν ότι αι αιρέσεις αυτών είναι Ορθόδοξοι αλήθειαι.


 

Ill Τα κείμενα των εναντίον μου επιστολών του κ. Τρεμπέλα και η ανασκευή αυτών

1

[034] Αγαπητέ κύριε Συνάδελφε,

Λαμβάνω την τιμήν να υποβάλω και εις την υμετέραν κρίσιν ενδοιασμούς μου τινάς επί της διατριβής του αιδεσιμολογιωτάτου κ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου, οι οποίοι εύχομαι, όπως αποδειχθώσιν υπό του ενδιαφερομένου αβάσιμοι, διότι άλλως παρουσιάζουσιν αυτόν αντιπίπτοντα εις θεμελιώδη της Χριστιανικής Πίστεως δόγματα. Προς τούτο ακριβές αντίγραφον της παρούσης διεβίβασα και εις αυτόν, παρακαλούμενον να ανασκευάση τας αντιρρήσεις μου.

Πρωτίστως θα εσημείουν, ότι ο υποψήφιος δεν κατενόησεν επαρκώς την έννοιαν του όρου της Δυτικής Θεολογίας «κτιστών χαρίτων». Οι καθολικοί ως χάριν Άκτιστον ορίζουσι «αυτόν τον Θεόν ή επί το ακριβέστερον την αγαθήν θέλησιν του Θεού, ήτις είναι η αιτία πασών των δωρεών» και κατά τον Ακινάτον: «voluntas Dei, quae in nomine gratiae intelligitur, est causa omnis boni creati»[73]. Η κτιστή δε χάρις είναι «το χρονικόν τέρμα της αιωνίας ευδοκίας του Θεού, το προϊόν αυτής το πεπερασμένον, αλλά το οποίον ως διακρινόμενον ουσιωδώς του Θεού αυτού, είναι δωρεά κτιστή»[74].

Η άκτιστος χάρις είναι αυτός ο Θεός, καθ' όσον έχει προορίσει εν τη αγάπη του και προ πάντων των αιώνων τας δωρεάν χάριτάς του. Η χάρις η κτιστή είναι δώρον υπερφυσικόν διακρινόμενον του Θεού, η ενέργεια του Θεού[75].

Εκ των ανωτέρω καταφαίνεται σαφώς, ότι δια του όρου χάρις κτιστή δηλούται προς τα έξω ενέργεια του Θεού εν χρόνω σημειούμενη και προϊόν πεπερασμένον έχουσα. Ουσία λοιπόν και ενέργεια του Θεού ου μόνον δεν συγχέονται, αλλ’ όλως τουναντίον διακρίνονται οξύτατα. Αδυνατών δε ο υποψήφιος να συλλαβή την [035] πραγματικήν έννοιαν του όρου ταυτίζει αυτήν οικτρότατα προς τα κτιστά μέσα της δημιουργίας ή τα είδη κατωτέρων θεών των Γνωστικών και των Αρειανών[76] και εκδεχόμενος τας κτιστάς χάριτας η ενεργείας των Σχολαστικών ως ενυποστάτους τινάς ουσίας και απορροίας εκ της Θείας Ουσίας, υποστηρίζει ότι αύται ταυτίζονται προς την Θείαν Ουσίαν κατά τρόπον άγοντα ημάς προς τον πανθεϊσμόν[77].

Αλλ’ ότι δυνάμεθα να ομιλώμεν ορθοδοξότατα περί κτιστών χαρίτων ή ενεργειών του Θεού εμφαίνεται και εκ του χωρίου του Μ. Βασιλείου, το οποίον ως συμπλήρωμα της σελίδος 47 σημ. 3 προσήγαγε μετέπειτα ο υποψήφιος, εν τω οποίω αναγινώσκομεν: δεν πρέπει την ενέργειαν «ενούν τη ουσία, την μεν (ουσίαν) άναρχον απλήν τε και ατελεύτητον ειδότες, την δε ενέργειαν ουκ άναρχον… Λίαν γαρ μειρακιώδες και φρενός νηπίας αγέννητον (ήτοι άκτιστον)[78] και ατελεύτητον λέγειν την ενέργειαν ταυτόν τη ουσία τιθεμένους, μηδενός των έργων αγεννήτως γίγνεσθαι δυναμένου μήτ' άτελευτήτως»[79]. Εις την μειρακιώδη ταύτην και φρενός νηπίας πλάνην εφαντάσθη ο υποψήφιος ότι διωλίσθησεν είς Ακινάτος, εκ των νεωτέρων δε και ο Ανδρούτσος[80]. Και πόσον μεν ο υποψήφιος παρεσύρθη εν προκειμένω εις χονδροειδείς παρανοήσεις καταφαίνεται πρώτον ως προς τον αοίδιμον Ανδρούτσον, ότι απέδωκεν εις αυτόν την ταύτισιν ουσίας και ενεργείας, παραπέμπων εις την εν σελ. 52 (πρώτην έκδοσιν της Δογματικής) φράσιν: «η δε διαίρεσις των ιδιοτήτων εις ηρεμίας και ενεργείας σημαντικάς ερείδεται επί της διακρίσεως ουσίας και ενεργείας της εν τοις πεπερασμένοις. Αλλ’ ο Θεός είναι καθαρά ενέργεια (Actus Purus)». Είναι πρόδηλον ότι ο τόνος εν τη πρώτη προτάσει πίπτει επί του «της εν τοις πεπερασμένοις». Εκτός όμως τούτου εν σελ. 102 της Δογματικής γράφει σαφώς: «Αν η βούλησις του Θεού [036] είναι αιωνία, δεν έπεται ότι και η πλήρωσις της βουλήσεως ταύτης ανάγκη να ή και αυτή αιωνία, ουδέ ότι ο Θεός αποβαίνει αίτιος του κόσμου, ότε δημιουργεί αυτόν. Δεν έπεται το πρώτον, διότι, ει και η βούλησις του Θεού είναι αιωνία, η ενέργεια αυτής, ο κόσμος, δύναται να ή πεπερασμένη, του Θεού βουληθέντος, όπως λάβη ούτος το είναι μετά του χρόνου». Πού η ταύτισις της απειρου ουσίας του Θεού, της αϊδίως υπαρχούσης, προς την εν χρόνω πεπερασμένην ενέργειαν αυτού;[81] Αλλ’ ο υποψήφιος δεν είναι διατεθειμένος κατ' ουδένα λόγον να δεχθή τον όρον Actus Purus, περί του οποίου φρονεί ότι άγει εις τον Πανθεϊσμόν[82], αποδέχεται δε αυτόν και ο Ανδρούτσος, μετά του Ακινάτου δε ολόκληρος η Ρωμαϊκή Θεολογία. Αρνούμενος όμως τον όρον τούτον ο υποψήφιος καταντά όχι απλώς εις κακόδοξον πλάνην, αλλ’ τούτ' αυτό εις βλασφημίαν. Διότι ο όρος ούτος αποκλείει πάσαν εξέλιξιν και αλλοίωσιν εν τη ουσία του Θεού. Καθ' ό δηλαδή μετά της καθ' ημάς Εκκλησίας και οι Σχολαστικοί, αποδέχονται, ο Θεός είναι ο αυτός πάντοτε (Ipsum Esse), το Ον το καθαρόν και απλούν, χωρίς να λανθάνη εν αυτή το δυνάμει, όπερ δύναται να μεταστή εις το ενεργεία, το Ον όπερ υπάρχει εν καθαρά και αναλλοιώτω πραγματικότητι (Actus Purus). Ο Θεός τουτ’ έστιν των Χριστιανών δεν είναι ο Θεός του Εγέλου, ο προϋποθέτων δυναμικότητα εν τω Θεώ, υποκειμένην εις εξέλιξιν και καταστρέφουσαν συνεπώς το «Actus Purissimus»[83]. Και ίνα προς αποσάφησιν επικαλεσθώμεν και τον Ανδρούτσον, «η περί του κόσμου Βουλή (ουχί η ενέργεια)[84] του Θεού συνδέεται προδήλως προς την αιωνίαν ουσίαν του Θεού, ουδέ δυνάμεθα να είπωμεν, ότι ο Θεός εβουλήθη και [037] συνέλαβε την ύπαρξιν του κόσμου το πρώτον εν χρόνω[85]. Αν συνέβαινε τούτο, θα ήρετο μεν η απλότης του Θεού, θα εφθείρετο δε το αναλλοίωτον αυτού. Η μεν απλότης, διότι ούτω θα ετίθεντο εν τω Θεώ δύο διάφοροι βουλήσεις, ων η μία μεν είναι αιωνία, η δ' ετέρα μορφούται εν χρόνω· το δε αναλλοίωτον, διότι ον συλλαμβάνον και σχεδιάζον την δημιουργίαν του κόσμου εν χρόνω αλλοιοί φυσικώς εαυτό, γινόμενον άλλο ή ό,τι μέχρι της δημιουργίας ήτο»[86]. Την ορθοδοξοτάτην ταύτην διατύπωσιν ο υποψήφιος ευρίσκει ως δογματικώς πεπλανημένην, άτε ως αυτός φρονεί, ταυτίζουσαν ουσίαν και ενέργειαν του Θεού[87]!!

Και ταύτα μεν εν σχέσει προς τον Ανδρούτσον. Επανέρχομαι ήδη εις τον Ακινάτον. Εις διαπίστωσιν του ότι ούτος «και οι ακολουθούντες αυτόν και τον Αυγουστίνον θεολόγοι και φιλόσοφοι ταυτίζουσι τας ενεργείας και ιδιότητας του Θεού μετά της ουσίας αυτού», παραπέμπει ο υποψήφιος εις «Σούμμα Θεολογική, μέρος Α' κεφ. 3, αριθ. 1-8, μετάφρασις Ι. Καρμίρη, σελ. 83-98». Αναγινώσκομεν λοιπόν εκεί: «Το απολύτως πρώτον ον οφείλει να είναι μόνον ενεργεία και κατ' ουδένα τρόπον δυνάμει. Τω όντι, ει και εν ενί και τω αυτώ αντί, μεταβαίνοντι από δυνάμεως εις την ενέργειαν, η δύναμις προηγείται χρονικώς της ενεργείας, όμως, απολύτως ειπείν, η ενέργεια προηγείται, επειδή το δυνάμει ον μεταβαίνει εις την κατάστασιν της ενεργείας μόνον δια τινός ενεργεία όντος[88]. Αλλ’ απεδείχθη ότι ο Θεός είναι το πρώτον ον. Αδύνατον, λοιπόν, να υπάρχη τι εν τω Θεώ δυνάμει»[89]. Και κατωτέρω: «ο Θεός είναι καθαρά ενέργεια, άμοιρος οιασδήποτε παθητικής δυναμικότητος»[90]. Προδήλως ταύτισιν ουσίας και ενεργείας δεν υποδηλοί πού της παραπομπής [038] ο Ακινάτος, μόνον δε περί καθαράς ενεργείας (Actus Purus) ομιλεί.

 

Συστηματική άρνησις τού αναλλοίωτου

Αι ανωτέρω παρανοήσεις και εκτροπαί από της αληθείας δεν φαίνεται να οφείλωνται εις παραδρομάς ή και εις έλλειψιν ικανότητος προς ορθήν αντίληψιν της σκέψεως του Ακινάτου ή του Ανδρούτσου. Ο υποψήφιος εις άλλα τμήματα της διατριβής του διεγείρει την υπόνοιαν, ότι συστηματικώς αρνείται το αναλλοίωτον. Ούτω κατεξανίσταται ούτος κατά της εκδοχής ότι «τα πάντα εν τω κόσμω είναι απλώς αι εν χρόνω εικόνες (γρ. Πραγματοποιήσεις)[91] των αιωνίων εν τη ουσία του Ενός υπαρχόντων αρχετύπων»[92]. Και ερωτά: είναι πράγματι ο κόσμος μία νεοπλατωνίζουσα(;;)[93] αντιγραφή των αιωνίως εν τη Θεία Ουσία υπαρχουσών ιδεών; Δυνάμεθα να παραδεχθώμεν, ότι η εκ του μηδενός δημιουργία είναι απλώς εν χρόνω απεικόνισμα των αγεννήτων της Θείας Ουσίας αρχετύπων;[94] Ο υποψήφιος φαίνεται συγχέων την ανωτέρω περί αρχετύπων διδασκαλίαν προς την άλλην, την όντως πανθεϊστικήν εκδοχήν των Γνωστικών περί «κατ' απόρροιαν εκ του υψίστου όντος προελθουσών ιδεών ή αρχετύπων»[95] ή του κόσμου των ιδεών του Πλάτωνος, του διακεκριμένου από του δημιουργού. Υποστηρίζει δε ότι κατά την εκδοχήν ταύτην περί αρχετύπων «η δημιουργία δεν είναι πραγματικώς εκ του μηδενός, αλλά μάλλον είναι αντιγραφή της Θείας Ουσίας δια της ενυποστατοποιήσεως των αρχετύπων»[96]. Αλλά πώς θα ήθελεν ο υποψήφιος να δημιουργηθή ο κόσμος; Θα ήθελεν άνευ σκέψεως τινός του Δημιουργού και άνευ προϋπάρχοντος εν αυτώ σχεδίου; Εν τω νω οιουδήποτε αρχιτέκτονος δεν προϋπάρχει σχέδιον και ιδέα τις περί του [039] οποία τις πρέπει να είναι η οικοδομή, την οποίαν πρόκειται να ανεγείρη; Και καθ' ην στιγμήν εκτελείται η οικοδομή κατά το προσυλληφθέν υπό του αρχιτέκτονος σχέδιον, αντιγράφεται λοιπόν η ουσία του εγκεφάλου του η συλλαβούσα το σχέδιον; Ο υποψήφιος δεν είχεν αναγνώσει μόνον την σελ. 101 της Δογματικής (πρώτη έκδοσις) του Ανδρούτσου και την οποίαν ευρίσκων σύμφωνον προς το σύστημα του Ακινάτου αποκρούει αυτήν εν τη αυτή ως άνω σελίδι (46) της διατριβής. Αλλ’ είχεν αναγνώσει και τον Ζ. Ρώσην, τον οποίον κακώς παραθέτει ως συμφωνούντα αυτώ[97]. Γράφει δε και ο Ρώσης, εις ην ο υποψήφιος παραπέμπει σελίδα: «Η έννοια του ετέρου και της ετερότητος υπάρχει πρώτον εν αυτώ τω τριαδικώ Θεώ καθ' εαυτόν θεωρουμένω… έπειτα δε κατά το πρότυπον της εν τω Θεώ ως τριαδικώ καθ' εαυτόν θεωρουμένω υπαρχούσης ετερότητος λαμβάνει ύπαρξιν και ως έννοια ετέρου του Θεού κατά τε την ουσίαν και την ύπαρξιν»[98]. Και εν συνεχεία. Την έννοιαν ταύτην του ετέρου εαυτού κατά τε την ουσίαν και απόφασιν νοεί πρώτον (ο Θεός) ως έννοιαν ουκ όντος, έπειτα δε ως σύνολον εννοιών ενδεχομένων ή δυνατών και πραγματοποιητέων εκτός του Θεού δια της δυνάμεως και παντοδυναμίας αυτού. Η έννοια αυτή του ετέρου του Θεού ως σύνολον ιδεών και εννοιών ενδεχομένων και πραγματοποιητέων και εκτός του Θεού, είναι η ιδέα του κόσμου. Η ιδέα του κόσμου υπάρχει εν τη βουλή του Θεού, προεπινοουμένη δε ως υπάρχουσα η ιδέα του κόσμου εν τη βουλή του Θεού είναι και λέγεται προαιώνιος. Και δια να δώσωμεν τον λόγον πάλιν εις τον Ανδρούτσον: «Εάν ο Θεός δεν έχη εν εαυτώ αιωνίως την ιδέαν του κόσμου, αλλά συλλαμβάνη αυτήν εν χρόνω, τούτο σημαίνει, ότι υποπίπτει και ούτος εις τας συνθήκας του χρόνου, επιγινώσκων εαυτόν εν χρόνω ως δυνάμενον να δημιουργήση τον πεπερασμένον κόσμον»[99]. Ταύτα πάντα, τα ούτω [040] σαφή και εύληπτα, ανέγνωσεν ο υποψήφιος. Ανέγνωσεν ακόμη και την εν τη υποσημειώσει της αυτής σελίδος και την αναίρεσιν της ενστάσεως του, ήτις προεβλήθη πρότερον υπό του Klee, ισχυρισθέντος ότι εάν δεχθώμεν το αιώνιον της ιδέας του κόσμου, δεν δυνάμεθα να ομιλώμεν περί Θεού ως δημιουργού εκ του μηδενός. Αυτό δηλαδή το οποίον προέβαλε και ο υποψήφιος.

Και απήντησεν εις αυτήν ο Dieringer[100], ότι έτερον το δημιουργείν και έτερον το συλλαμβάνειν τι ως δυνατόν. Το μεν δημιουργείν σημαίνει παράγειν τι εκ του μηδενός εις τι πράγματι υπάρχον, το δε συλλαμβάνειν τι ως δυνατόν αναφέρεται εις την νόησιν, το ούτωσί δε νοούμενον στερείται προφανώς πραγματικής δυνατότητος. Αλλ’ ο υποψήφιος παρέτρεξε ταύτα, διότι αρνούμενος το Actus Purus δεν θέλει να παραδεχθή και ότι «προ καταβολής κόσμου» (Εφεσίους Α', 4, Α' Πέτρ. Α', 20) και αιωνίως προεγίνωσκεν ο Θεός τα πάντα. Ίνα δε υποστήριξη το κακόδοξον τούτο φρόνημά του, παρασύρεται ίσως, διότι δεν είναι μητρική του η Ελληνική γλώσσα και εις κολόβωσιν παραθέσεων. Ούτω, δια να υποστηρίξη ότι «ακόμη και τας ιδέας περί κόσμου ο Θεός συλλαμβάνει εκ του μηδενός» και η δημιουργία δεν είναι εικών ή αντιγραφή μιας ιδέας του κόσμου, προϋπαρχούσης εντός της ουσίας του Θεού, κολοβώνει χωρίον τι του Παλαμά παραθέτων αυτό ως έπεται: «Επεί ουν ήρξατό ποτε ο Θεός δημιουργείν και προγινώσκειν, ήρξατο λοιπόν… ». Δηλαδή ο υποψήφιος αρνείται την αιωνίαν πρόγνωσιν του Θεού. Και ζητεί συνένοχον της πλάνης του ταύτης και τον Γρηγόριον Παλαμάν, όστις παν τουναντίον υποστηρίζει δια της εις άτοπον απαγωγής[101]. Ιδού ολόκληρος και ουχί κεκολοβωμένος ο συλλογισμός του Παλαμά. Μείζων πρότασις: «Ει μη προς αλλήλας έχουσι διαφοράν αι θεταί ενέργειαι και το δημιουργικόν [041] λοιπόν του προγινώσκειν ου διενήνοχε».

Ελάσσων πρότασις: «Επεί ουν ήρξατό ποτε ο Θεός δημιουργείν, και προγινώσκειν ήρξατο λοιπόν».

Συμπέρασμα: Και πώς ο Θεός, ο μη προ αιώνων τα πάντα προειδώς; Ο υποψήφιος περιορίζεται εις την ελάσσονα πρότασιν και δεν λαμβάνει υπ' όψιν το συμπέρασμα, καθ' ό ο Θεός, εάν προ αιώνων δεν προεγίνωσκε τα πάντα, δεν θα ήτο Θεός. Εν συνεχεία ο υποψήφιος παραπέμπει εις τον Ζ. Ρώσην ως συμφρονούντα αυτώ. Είδομεν όμως, τι ο Ρώσης υποστηρίζει. Εκ ταύτης της αφορμής παρατηρώ μετά λύπης, ως και εν τη παραπομπή του Ακινάτου διεπιστώθη [102], ως θα ίδωμεν και κατωτέρω, ότι εις τας παραπομπάς αυτού ο υποψήφιος δεν παρουσιάζεται ακριβής και αξιόπιστος.

Τα κατά την θεωρίαν του Ανσέλμου ότι ο Άνσελμος Καντουαρίας υπερετόνισεν εν τη θεωρία αυτού περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης δια της καταβολής του ατίμητου λύτρου του αίματος του Κυρίου την δικαιοσύνην του Θεού εις βάρος της θείας αγάπης, παρουσιάζων τον Θεόν μόνον ως αδυσώπητον Κριτήν, ενδιαφερόμενον πρωτίστως να ικανοποιηθή δια την προγενομένην εις αυτόν υπό της αμαρτίας του ανθρώπου ύβριν, είναι αναμφισβήτητον. Εξ άλλου όμως περιέλαβενέν τη θεωρία αυτού και στοιχεία αληθείας απαραγνωρίστου σπουδαιότητος τονισθέντα προ αυτού υπό των Πατέρων της Εκκλησίας και αποτελούντα θεμελιώδεις βάσεις του περί απολυτρώσεως δια της θυσίας του Χριστού δόγματος. Ο υποψήφιος εν τη σπουδή να ανατρέψη ουχί μόνον τας υπερβολάς, αλλ’ ολόκληρον την θεωρίαν του Ανσέλμου, κτυπά αδυσωπήτως και τας θεμελιώδεις ταύτας αληθείας της Χριστιανικής πίστεως, αναπτύσσων ιδίας θεωρίας προδήλως πεπλανημένας και ανατρεπτικάς του Ορθοδόξου δόγματος. Ιδού αύται:

[042] εκλαμβάνων εις απόλυτον έννοιαν την βεβαίωσιν της Γραφής, ότι ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν, εμμένει επί των εξής «δύο πολύ ενδιαφερόντων γεγονότων:

1) ότι ο Θεός δεν έκτισε τον θάνατον, και

2) ότι ο θάνατος επετράπη ουχί ένεκα της θείας οργής, αλλ’ ένεκα της θείας ευσπλαγχνίας»[103]. Το ότι «ο θάνατος και η φθορά είναι αποτέλεσμα της αποφάσεως του Θεού να θεώρηση ένοχον την ανθρωπότητα και να τιμωρήση αυτήν» είναι διδασκαλία των Δυτικών θεολόγων ορμώμενων εκ των προϋποθέσεων του Αυγουστίνου,[104] την οποίαν ο υποψήφιος δεν αποδέχεται, διατεινόμενος, ότι υπό του χωρίου Εβραίους Β΄, 14-15 δημιουργείται κατά την διδασκαλίαν ταύτην των Δυτικών πρόβλημα, εις το οποίον υπ' αυτών «εδόθησαν διάφοροι λύσεις, αίτινες έμειναν δι’ ευλόγους αιτίας ξέναι προς την Ελληνικήν πατερικήν σκέψιν»[105]. Η Δυτική ερμηνεία της λέξεως δικαίωσις παρά Παύλω ως περί μιας δήθεν αλλαγής της θείας προς τον άνθρωπον διαθέσεως δι’ ικανοποιήσεως της δήθεν προσβληθείσης θείας δικαιοσύνης είναι απαράδεκτος [106]. Κατά τον Ειρηναίον «ουδεμία δύναται να υπάρξη θεωρία περί εξιλεώσεως και ικανοποιήσεως μιας δήθεν προσβληθείσης θείας δικαιοσύνης»[107]. «Εις την Ελληνικήν πατερικήν παράδοσιν δεν υπάρχουν τα περί πτώσεως και σωτηρίας δικανικά σχήματα της Δύσεως». Όχι μόνον θεωρείται ο θάνατος ως προϊόν της πανουργίας του διαβόλου, αλλά τονίζεται το γεγονός, ότι επέτρεψεν ο Θεός τον θάνατον ουχί ένεκα τιμωρού τινος θείας αποφάσεως ως εφαντάσθη ο Αυγουστίνος, αλλ’ ένεκα της θείας ευσπλαγχνίας[108]. Ο Αυγουστίνος ηναγκάσθη να εξετάση το όλον θέμα περί προπατορικού αμαρτήματος δικανικώς υπό μορφήν απαγορευτικής θείας εντολής, παραβάσεως και εκ Θεού τιμωρίας. Ο Θεός, κατά τους περί τον Αυγουστίνον, είναι η πηγή μιας αστυνομικής διατάξεως. Ο άνθρωπος οφείλει να την τηρήση. Άλλως θα γίνη [043] θύμα θείας οργής[109]. Προ του θανάτου και της αναστάσεως του Χριστού υπήρχον δίκαιοι. Το κήρυγμα του Χριστού προϋποθέτει την προ της σταυρικής θυσίας ύπαρξιν δικαίων. «Ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς»[110]. «Ιδού άνθρωποι δίκαιοι αναφέρονται εις την Κ.Δ., οίτινες δεν είχον ανάγκην της σταυρικής θυσίας, δια να γίνουν δίκαιοι»[111]. «Υπήρχον προ του θανάτου του Χριστού δίκαιοι», οίτινες «εν τούτοις εκρατούντο αδίκως υπό του κράτους του θανάτου»[112]. Και αυτός ο Αδάμ κατά τον Ειρηναίον, καθ' ό ερμηνεύει αυτόν ο υποψήφιος, «ευρέθη αδίκως αιχμάλωτος του διαβόλου»[113].

Αλλ’ ότι ο θάνατος του Κυρίου έχει χαρακτήρα καθαρώς εξιλαστήριον, «δι’ ου οι άνθρωποι εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ» (Ρωμαίους ε΄, 10), του Ιησού Χριστού όντος «ιλασμού περί των αμαρτιών ημών, ου περί των ημετέρων δε μόνον, αλλά και περί όλου του κόσμου» (Α' Ιωάν. Β΄, 2), διότι «τας αμαρτίας ημών ανήνεγκεν εν τω σώματι αυτού επί το ξύλον» (Α' Πέτρ. Β΄, 24), ως «ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» (Ιωάν. Α', 29), ον ο Πατήρ «υπέρ ημών αμαρτίαν εποίησεν» (Β΄ Κορινθ. ε΄, 21) και «ος εξηγόρασεν ημάς εκ της κατάρας του νόμου γενόμενος υπέρ ημών κατάρα» (Γαλ. γ', 13), μόλις είναι ανάγκη και να είπωμεν. Παραθέτομεν εν τούτοις και μαρτυρίας τινάς των Πατέρων, καταδεικνυούσας τας ακυρότητας, εις ας πλανώμενος παρεσύρθη ο υποψήφιος.

Ότι η βεβαίωσις της Γραφής: «θάνατον ο Θεός ουκ εποίησε» (Σοφ. Σολ. Α', 12) δέον να μη εκλαμβάνηται απολύτως, καταφαίνεται εκ του ότι ο νόμος της φθοράς και του θανάτου εκράτει και πριν ή επιφανή ο άνθρωπος επί της γης[114], ως εμφαίνεται εκ τε των διαπιστουμένων πολλαχώς αναστατώσεων της γης και της εκλείψεως των μεγάλων κητών και θηρίων και πολλών ειδών ζωής και του καθημερινού θανάτου, Όστις εσημειούτο εν τω ζωικώ και φυτικώ βασιλείω κατά τον παλαιοζωικόν και τους μετέπειτα αιώνας. Προκειμένου δε περί του ανθρώπου ουδείς ποτε ισχυρίσθη, ότι επλάσθη αθάνατος (non posse mori), αλλά μόνον εις την κατάστασιν [044] του posse non mori και κατά την ορθήν παρατήρησιν του Θεοφίλου «ούτε αθάνατον εποίησεν τον άνθρωπον ο Θεός» ούτε μην θνητόν, αλλά δεκτικόν αμφοτέρων[115]. Εντεύθεν και ο μέγας Αθανάσιος υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος εγένετο «κατά φύσιν θνητός, άτε δη εξ ουκ όντων γεγονώς»[116]. Άλλως τε και η διακήρυξις του Παύλου, καθ' ην ο πρώτος Αδάμ επλάσθη «εκ γης χοϊκός» (Α' Κορινθίους ιε΄, 47), εν συνδυασμώ και προς την απόφασιν του Θεού «γη ει και εις γην απελεύση» (Γεν. γ', 19), υποδηλοί αρκούντως εμφανώς, ότι ο Αδάμ έφερεν εν εαυτώ τα σπέρματα της φθοράς. ότι δε ο θάνατος και η φθορά επεβλήθη υπό του Θεού ως ποινή λόγω της παραβάσεως των πρωτοπλάστων, επιβεβαιούται υπ' αυτού τούτου του Ειρηναίου, εις ον ο υποψήφιος παραπέμπει ως δήθεν μαρτυρούντα ότι «ο Αδάμ ευρέθη αδίκως αιχμάλωτος του διαβόλου»[117]. Λέγει λοιπόν ο Ειρηναίος «condemnationem transgressionis accepit homo taedia et terrenum laborem et manducare panem in sudore vultus sui et converti in terram ex qua assumptus est»[118]. Ο θάνατος, λοιπόν, και κατά τον Ειρηναίον έχει τον χαρακτήρα καταδίκης επί τη παραβάσει. Εν συνεχεία και Κύριλλος ο Ιεροσολύμων παρατηρεί τα εξής: «Εχθροί ημεν Θεού δι’ αμαρτίας και ώρισεν ο Θεός τον αμαρτάνοντα αποθνήσκειν. Έδει ουν έν εκ των δύο γενέσθαι, ή αληθεύοντα Θεόν πάντας ανελείν ή φιλανθρωπευόμενον παραλύσαι την απόφαση . Αλλά βλέπε σοφίαν Θεού. Ετήρησε και τη αποφάσει την αλήθειαν και τη φιλανθρωπία την ενέργειαν»[119]. Ο Θεός, λοιπόν, ώρισε να αποθνήσκη ο αμαρτωλός και έδει πάντας Αυτός ανελείν. Και είναι μεν αληθές, ότι ο θάνατος αποτελεί και ευεργετικήν δια τον άνθρωπον λύσιν, διότι ωρίσθη ούτος, «ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται», αλλά και πάλιν «ενδείκνυται ο δεσπότης ο ημέτερος την περί ημάς κηδεμονίαν τιμωρούμενος ουκ έλαττον ή ευεργετών». [120]

[045] Εξ άλλου ο Μ. Βασίλειος προ του Ανσέλμου ομιλών περί τού ότι άνθρωπος δεν ηδύνατο να προσφέρη εξίλασμα τω Θεώ υπέρ πάντων, μόνος δε ο Θεάνθρωπος ηδύνατο τούτο, παρατηρεί: «Μήτε τον αδελφόν ζήτει εις απολύτρωσιν, αλλά τον υπερβαίνοντά σου την φύσιν μήτε άνθρωπον ψιλόν, αλλ’ άνθρωπον Θεόν Ιησούν Χριστόν, ος και μόνος δύναται δούναι εξίλασμα τω Θεώ υπέρ πάντων ημών. Ευρέθη έν ομού πάντων αντάξιον, ό εδόθη εις τιμήν λυτρώσεως της ψυχής ημών, το άγιον και πολυτίμητον αίμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ό υπέρ ημών εξέχεε πάντων. Ος ου χρείαν έσχε δούναι τω Θεώ εξίλασμα εαυτού, διότι αμαρτίαν ουκ εποίησε… Ου γαρ ιλασμού δείται, αλλ’ αυτός εστίν ιλαστήριον»[121]. Και ο Μ. Αθανάσιος παρατηρεί: «Όθεν ως ιερείον και θύμα παντός ελεύθερον σπίλου, ό αυτός εαυτώ έλαβε σώμα προσάγων εις θάνατον από πάντων ευθύς των ομοίων ηφάνιζε τον θάνατον τη προσφορά του καταλλήλου. Υπέρ πάντας γαρ ων ο λόγος του Θεού εικότως τον εαυτού ναόν και το σωματικόν όργανον προσάγων, αντίψυχον υπέρ πάντων επλήρου το οφειλόμενον τω θανάτω»[122]. Και ο Δαμασκηνός: «Εαυτόν τω Πατρί προσφέρει θυσίαν υπέρ ημών, αυτώ γαρ πεπλημμελήκαμεν και αυτόν έδει το υπέρ ημών λύτρον δέξασθαι και ούτω λυθήναι της κατακρίσεως»[123]. Και ο Όρος της Γ' Οικουμ. Συνόδου (Αναθεμ. Κυρίλ. 10) διακηρύττει σαφώς ότι ο Κύριος «προσκεκόμικεν υπέρ ημών εαυτόν εις οσμήν ευωδίας τω Θεώ και Πατρί».

Ο αναγινώσκων τα ανωτέρω ενθυμείται αυτομάτως την περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης δια του ατίμητου αξίας αίματος του Θεανθρώπου θεωρίαν του Ανσέλμου, ήτις παρά τας υπερβολάς αυτής παρέλαβεν, ως είπομεν, στοιχεία απαραγνωρίστου σπουδαιότητος και θεμελιώδους σημασίας εκ της διδασκαλίας των Πατέρων. Είναι δε πρωτάκουστος, τουλάχιστον [046] δι’ εμέ, ο ισχυρισμός ότι υπήρχον προ Χριστού δίκαιοι μη χρήζοντες της εκ του αίματος του Κυρίου δικαιώσεως![124]

Θα ηδυνάμην πολλά να προσθέσω, κατερχόμενος δε εις λεπτομέρειας, θα ηναγκαζόμην να προσδώσω εις τας προχείρους ταύτας σημειώσεις μου την έκτασιν μακράς διατριβής. Περιορίζομαι μόνον εις ολίγα. Δεν δύναμαι όμως να παρέλθω απαρατήρητον τον θνητοψυχισμόν του υποψηφίου. Ήλεγξα τούτον και δημοσία προ έτους και πλέον εν τη «Κιβωτώ». Εις τας προφορικάς δε εξετάσεις ο υποψήφιος εφάνη εις ερώτησίν μου τινα αποσείσας την πλάνην. Ήδη επανέρχεται παρά το ότι ου μόνον ο Κύριλλος Ιεροσολύμων βεβαιοί, ότι «αθάνατος εστίν η ψυχή»[125], αλλά και συγγραφείς εμπίπτοντες εις την ειδικήν έρευναν του υποψηφίου υποστηρίζουσι τούτο, οίος ο Θεόφιλος Αντιοχείας, κατά τον οποίον «η ψυχή αθάνατος παρά τοις πλείοσιν ωνόμασται»[126] και ο Αθηναγόρας λέγων: «Ως αθάνατος ούσα λογικώς κινείται»[127]. Και είναι μεν αληθές, ότι ο υποψήφιος λέγει πού, ότι και οι μη τευξόμενοι της αθανασίας και παραμείναντες θνητοί θα κολάζωνται[128] και ότι «ο Θεός πράγματι έχει πάντοτε την δύναμιν να εξοντώση ολοκληρωτικώς τους κολαζομένους, τούτο όμως δεν σημαίνει, ότι είναι υποχρεωμένος να το κάμη. [129] Μου παρουσιάζεται όμως δια των ισχυρισμών του τούτων κάπως αντιφατικός. Δεν ανέχεται, δηλαδή, εξ ενός τον Θεόν τιμωρόν του Αδάμ και διατείνεται, ότι επέτρεψε μόνον, εν αγαθότητι δε και επ’ ευεργεσία τον θάνατον εις τον Αδάμ και τους εξ αυτού, υποστηρίζει δ' εξ ετέρου, ότι τους μη φύσει αθανάτους αμαρτωλούς θα διατηρή αυτούς εν ατελευτήτω ζωή, δια να κολάζωνται Η αστυνομική ιδιότης του Θεού εδώ ατονεί.

Θα ήμην ευτυχής, κ. Συνάδελφε, εάν ο υποψήφιος ανήρει τα ανωτέρω εκτεθειμένα, τα οποία, εάν δεν παρανοώ τα όσα ο υποψήφιος έγραψε, λυμαίνονται καιρίως ου μόνον την Ορθόδοξον, αλλά και γενικώτερον την Χριστιανικήν πίστιν.

Μετά πάσης τιμής, Π. Ν. Τρεμπέλας.

 

Σημειώσεις:


[1] Όρα κατωτέρω, σελ. 23.

[2] Όρα κατωτέρω, σελ. 47, 58.

[3] Όρα κατωτέρω, σελ. 67.

[4] Όρα κατωτέρω, σελ. 67 [π. Γ. Δ. Μ. Το επίρρημα «κρυφίως» φανερώνει το «σχίσμα» της Σχολής. Μια μερίδα καθηγητών (ή και υπαλλήλων της Γραμματείας) συμπαρίστατο στον π. Ιωάννη].

[5] Όρα κατωτέρω, σελ. 79.

[6] Όρα κατωτέρω, σελ. 94.

[7] Όρα κατωτέρω, σελ. 99.

[8] Όρα κατωτέρω, σελ. 100-101.

[9] Το Προπατορικόν Αμάρτημα, 2η έκδοσις, Δόμος, Αθήνα 1989, σελ. ιγ'.

[9α] (π. Γ. Δ. Μ.) Έζησε 1887-1969. Καθηγητής του Κανονικού Δικαίου και της Ποιμαντικής. Βλέπε ΘΗΕ 2(1963), στ. 160-164.

[9β] (π. Γ. Δ. Μ.) Αυτό και μόνο έπρεπε να είναι το θεολογικό θέμα και της ετοιμαζομένης Μεγάλης Συνόδου. Είναι δε σημαντικό ότι αυτό υποστηρίζεται από τον ως ακραιφνώς οικουμενιστή θεωρούμενο Αμίλκα Αλιβιζάτο!

[9γ] (π. Γ. Δ. Μ.) Αυτό ήταν το συμπέρασμα και η πρόταση του Α' Συνεδρίου των Ορθοδόξων Θεολογικών Σχολών στην Αθήνα το 1936. Βλέπε Procès - Verbaux du Premier Congrès de Theologie Orthodoxe a Athènes, 20 Nov. 6 Dec. 1936…, Athènes 1939.

[10] Όρα κατωτέρω, σελ. 24 [ (π. Γ. Δ. Μ.) Αυτό προσπάθησε να μετριάσει στην περί Παν. Ν. Τρεμπέλα εργασία του ο αείμνηστος καθηγητής Κων. Δ. Μορατίδης (Παναγιώτης Ν. Τρεμπέλας. Ο Μεγάλος Πρόμαχος της Ορθοδοξίας…, Αθήναι 1985, σελ. 26 ε. ε., 45 ε. ε. )]

[11] Συνοδικόν, Κυριακή της Ορθοδοξίας. [(π. Γ. Δ. Μ.) Η παραδοχή στον Τριαδικό Θεό κτιστής ενεργείας είναι, μαζί με το filioque, η μεγαλύτερη βλασφημία κατά της Αγίας Τριάδος, συνιστά δε σύμπτωση με την αρχαία ειδωλολατρία, διότι αποδίδονται εις τον Θεόν ιδιότητες, που αυτός δεν έχει. Άρα κατασκευάζεται Θεός έτερος, ξένος προς τον Θεόν των Πατέρων ημών.]

[12] Κεφ. Φυσ. ογ'. P. G. 150,1172.

[13] Συνοδικόν, Κυριακή της Ορθοδοξίας.

[14] Όρα κατωτέρω σελ. 67.

[15] Ι. Καρμίρη, Δογ. Συμ. Μνημ. Τομ. Β΄, σελ. 867.

[16] P. G. 26. 588.

[17] Μ. Αθανασίου, P. G. 25,129.

[18] P. G. 26,584.

[19] P. G. 77,113.

[20] Όρα κατωτέρω, σελ. 38 ε.,75ε.

[21] Όρα π. χ. Χρυσοστόμου, Περί Ακατάληπτου του Θεού, Λόγος Γ΄ 3 και Ε΄ 5.

[22] Λόγος Β΄, 5.

[23] P. G. 29,528.

[24] Όρα κατωτέρω, σελ. 75.

[25] Όρα κατωτέρω, σελ. 34-35, 47-48, 53-56, 72-73, 80-82.

[26] Sum. Theol. Κεφ. 30, αριθ. 2, αποκ. 3.

[27] Αυτόθι.

[28] Όρα κατωτέρω, σελ. 35.

[29] Όρα κατωτέρω, σελ. 23.

[30] Το Προπατορικόν Αμάρτημα, 2η έκδοση, Δόμος, σελ. 43 σημ. 3, 56 και εξής

[31] Όρα κατωτέρω, σελ. 34.

[32] Όρα κατωτέρω, σελ. 35 ε. ε. Δια το εν λόγω χωρίον του Μ. Βασιλείου δες Το Προπατορικόν Αμάρτημα, 2η έκδοση, Δόμος, σελ. 47, σημ. 3.

[33] Όρα κατωτέρω, σελ. 35 ε.

[34] P. G. 29, 548.

[34α] (π. Γ. Δ. Μ. ) Βλέπε Το Σύμβολον της Α' Οικουμενικής Συνόδου (325).

[35] Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, P. G. 150,1172.

[36] Συνοδικόν, Κυριακή της Ορθοδοξίας.

[37] Dict. De Theol. Cath, Τόμ. XI, 2, στ. 1755.

[38] Όρα κατωτέρω, σελ. 71.

[39] Όρα κατωτέρω, σελ. 94 έ.

[40] P. G. 151,755.

[41] Η λέξις εις το κείμενον του Συνοδικού είναι «θεωμένη» και όχι θεωρημένη.

[42] Αυτόθι 743.

[43] P. G. 150,1192.

[44] Αυτόθι 1221.

[45] Όρα κατωτέρω, σελ. 96.

[46] Ένθ. Ανωτ. στ. 1764.

[47] Αυτόθι, 1755.

[48] Αυτόθι, 1805.

[49] P. G. 151,755.

[50] Η λέξις εις το κείμενον του Συνοδικού είναι «θεωμένη» και όχι θεωρημένη.

[51] Αυτόθι 743.

[52] Όρα κατωτέρω, σελ. 96.

[53] P.G. 151,755.

[54] Γρηγ. Παλαμά, P.G. 150,1220.

[55] P.G. 151,743

[56] Αυτόθι.

[57] Όρα κατωτέρω, σελ. 38.

[58] Όρα κατωτέρω, σελ. 73-74.

[59] Όρα κατωτέρω, σελ. 74-75.

[60] 60. P. G. 151,699.

[61] Όρα κατωτέρω, σελ. 28. [π. Γ. Δ. Μ.: Έζησε 1869-1935. Επιφανής θεολόγος και φιλόσοφος, Καθηγητής της Δογματικής και Χριστιανικής Ηθικής (1911-1918, 1920-1922, 1925-1936). Βλέπε ΘΗΕ, 2 (1963), στ. 739-743 (Παν. Ι. Μπρατσιώτης). ]

[62] Όρα κατωτέρω, σελ. 98.

[63] Π. Ι. Μπρατσιώτου, Χ. Ανδρούτσος, εν Μυτιλήνη 1939, σελ. 7. (π. Γ. Δ. Μ.: παράβαλλε την κριτική του καθηγητή κ. Μέγα Λ.Φαράντου, Δογματική και ηθική, Εισαγωγικά, Αθήναι 1972, σελ. 74 ε.ε. Εξάρτηση στην Δογματική του από τον ρωμαιοκαθολικισμό και στην Ηθική από τον προτεστάντη Herrmann).

[64] Όρα κατωτέρω, σελ. 78.

[65] Όρα κατωτέρω, σελ. 97.

[66] Όρα κατωτέρω, σελ. 46, 78-79.

[67] Όρα κατωτέρω, σελ. 73-74.

[68] The Idea Of Creation, σελ. 76-77.

[69] Δογμ. Διδ. Ιωάν. Δαμ., σελ. 32-33.

[70] Όρα κατωτέρω, σελ. 70.

[71] Όρα κατωτέρω, σελ. 83.

[72] Ι. Καρμίρη, Σούμμα Θεολογική, σελ. 48.

[73] S. ΤΗ. IΙΙ 86,2.

[74] (Παράβαλλε S. August De Praed. Sanct XV 31) Β. Bartman, Precis de Theologie Dogmatique traduit par M. Gautier, τομ. IΙ, σελ. 23.

[75] L. Ott, Precis de Theologie Dogmatique, trad. par M. Grandclaudon, σελ. 315.

[76] Παράβαλλε σελ. 44 της διατριβής.

[77] Παράβαλλε σελ. 46, σημ. 3, 47-48.

[78] Το ήτοι Άκτιστον εντός παρενθέσεως είναι του κ. Τρεμπέλα. Όρα κατωτέρω, σελ. 48 και εξής.

[79] Migne 30,857-860.

[80] Παράβαλλε σελ. 50 σημ. 1 της διατριβής.

[81] Παράβαλλε και σελ. 98 Ανδρούτσου.

[82] Σελ. 47-48 της διατριβής.

[83] Bartman, ένθα ανωτ., σελ. 127. (Σημειωτέον ότι ο Bartman, τον οποίον αναγνωρίζει ο κ. Τρεμπέλας ως αυθεντίαν, είναι αιρετικός.)

[84] Σημειωτέον ότι εδώ ο κ. Τρεμπέλας ισχυρίζεται ότι η περί κόσμου βουλή του Θεού δεν είναι ενέργεια. Ο ισχυρισμός ούτος είναι αίρεσις.

[85] Δογ., σελ. 100-101.

[86] Σελ. 101 της πρώτης εκδόσεως της Δογματικής.

[87] Βλέπε σελ. 51, σημ. 2 της διατριβής.

[88] Θέλει να είπη ότι προϋπήρξεν άλλο ον εν ενεργεία, εμβαλόν το δυνάμει εις το επόμενον αυτώ ον (σημ. του κ. Τρεμπέλα).

[89] Σελ. 85.

[90] Σελ. 87.

[91] Τα εντός παρενθέσεως είναι του κ. Τρεμπέλα.

[92] Ιδέ σελ. 29-30 της διατριβής.

[93] Τα εντός παρενθέσεως είναι του κ. Τρεμπέλα.

[94] Σελ. 30.

[95] Βλέπε σελ. 44-46 της διατριβής.

[96] Σελ. 46 σημ.

[97] Ίδε σελ. 47 σημ. Της διατριβής (όρα κατωτέρω, σελ. 41).

[98] Σελ. 326.

[99] Σελ. 101.

[100] Σημειωτέον ότι οι Klee και Dieringer είναι αιρετικοί.

[101] Όρα απάντησίν μου, σελ. 53.

[102] Όρα κατωτέρω, σελ. 37-42, 53,54.

[103] Σελ. 26 της διατριβής.

[104] Ίδε σελ. 16,17, 21 της διατριβής.

[105] Σελ. 17 της διατριβής.

[106] Σελ. 85.

[107] Σελ. 89-90.

[108] Σελ. 89-90.

[109] Σελ. 112.

[110] Σελ. 82.

[111] Σελ. 82.

[112] Σελ. 84.

[113] Σελ. 85.

[114] Η διδασκαλία αυτή του κ. Τρεμπέλα αντιτίθεται εις τα υπό του Απ. Παύλου γραφόμενα εν Ρωμαίους ε΄, 12.

[115] Β΄ αυτ. 27.

[116] Περί ενανθρ. του Λόγου, παραγρ. 4. Migne 25,104.

[117] Σελ. 85.

[118] Ειρην. IΙΙ 23,3.

[119] Κατηχ. ΙΓ' παραγρ. 33. Migne 33, 813.

[120] Χρυσοστόμου ομιλία 18 εις την Γένεσιν, παραγρ. 3.

[121] Εις τον Ψαλμό 48, παραγρ. 4.

[122] Περί ενανθρ. του Λόγου, παραγρ. 3, 9. Migne 25,109,112.

[123] Έκθεσ. Βιβλ. IΙΙ, παρ. 27. Migne 94,1096.

[124] Όρα κατωτέρω, σελ. 61 ε. ε., 64 ε. ε., 77.

[125] Κατηχ. Δ΄ παρ. ΙΔ'.

[126] Β΄ προς Αυτ., παρ. 19.

[127] Πρεσβ. 27.

[128] Σελ. 177.

[129] Σελ. 175.

 


Μέρος 1ο: Γενική Εισαγωγή // Περιεχόμενα // Εισαγωγή σεβ. Ναυπάκτου Ιεροθέου


Δημιουργία αρχείου: 19-9-2012.

Τελευταία ενημέρωση: 13-11-2012.

Πάνω